Saturday, December 30, 2006

Eggnog

Λογιών υποχρεώσεις με υποχρέωσαν εδώ και καιρό να επισκέπτομαι το βιβλιοκαφέ μόνο ως πελάτισσα για ένα γρήγορο κέρασμα, αλλά σας εύχομαι ολόψυχα ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ...

Κάτια
30/12/2006

Χυμός μήλο: μικροαπολογισμός 2006

Μικροαπολογισμός 2006

Ο Κούρτοβικ είχε παραδεχτεί πως ακόμα και ένας επαγγελματίας κριτικός, όπως ο ίδιος, δεν μπορεί να διαβάσει πάνω από 50-60 βιβλία τον χρόνο. Ο χρόνος που εκπνέει οσονούπω δεν είχε το βιβλίο που να κάνει μπαμ -δεν ξέρω καν αν κάποιο απ΄όσα γράφτηκαν μπουν ποτέ στον κανόνα της ελληνικής ιστορίας της λογοτεχνίας- αλλά ήταν πλουσιότατο σε τάσεις και σε εύρος ποσότητας και σε εύρος ποιότητας. Η ελληνική παραγωγή παρουσίασε παλιούς και νέους συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους προσπάθησαν να αλλάξουν είδος και ύφος γραφής. Αν δει κανείς τις κατηγοριοποιήσεις των εφημερίδων, θα ανακαλύψει πως εκεί που έμπαινε παλιότερα ως ξεχωριστή κατηγορία το ιστορικό μυθιστόρημα, τώρα όλο και πιο συχνά ταξινομείται ξεχωριστά το αστυνομικό μυθιστόρημα που έχει κερδίσει το ελληνικό κοινό τα τελευταία δέκα χρόνια.
Κρατάμε αυτές τις πρώτες σκέψεις και θα επιστρέψουμε με το νέο έτος με λεπτόμέρειες για τη χρονιά του 2006.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
και να ξέρετε πως το 2007 δεν φέρνει τίποτα καλό, αν δεν το φτιάξουμε μόνοι μας.

Πατριάρχης Φώτιος
30.12.2006

Saturday, December 23, 2006

Καφές ο λε: Νέοι και παλιοί συγγραφείς

Δημήτρης Καλαβρής, “Άγγελος τιμωρός”

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας αξίζει να προσεχθεί, αν και δεν έχω δει ως τώρα καμία κριτική για το βιβλίο του. Δυο χρονικά επίπεδα, ένα τότε στα 1941 και ένα τώρα στα 1979, διατρέχουν εναλλάξ όλο το βιβλίο τονίζοντας τις ηθογραφικές του καταβολές και τη ζεύξη παγανιστικών και χριστιανικών δοξασιών που κορυφώνονται σε μία σύγκρουση. Η ιστορία εξελίσσεται αργά αλλά κάθε σημείο της βαδίζει σταθερά προς το τέλος το οποίο αποζημιώνει πολλαπλά. Εκφράζεται με έντονη δραματικότητα η ανάγκη για λύτρωση από ένα παρελθόν που ποτέ δεν μπορεί να σβηστεί οριστικά. Στιβαρό ύφος σε ένα απαιτητικό θέμα. Ελπίζουμε σε μια ανάλογη συνέχεια του συγγραφέα.


Πέτρος Τατσόπουλος, “Η καλοσύνη των ξένων

Πολυδιαφημισμένο όχι τόσο για την αισθητική του αξία όσο για το γεγονός της αποκάλυψης της υιοθεσίας. Ωστόσο και λογοτεχνικά αξίζει. Ο ήρωας αυτού του μυθιστορηματικού ρεπορτάζ, όπως χαρακτηρίστηκε, ανακαλύπτει στα 19 του ότι είναι υιοθετημένος κι αρχίζει η ανατομία ενός ζητήματος όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό. Το βιβλίο διαβάζεται άνετα, όχι από περιέργεια για το τέλος αλλά γιατί ο Τατσόπουλος έχει το χάρισμα να αφηγείται με χάρη, με λόγο ζωντανό και εύπεπτο, ενώ παράλληλα δεν λείπει ο προβληματισμός, συχνά με ειρωνεία και χιούμορ, για την τύχη στη ζωή του ανθρώπου, για την πορεία του ανάλογα με τα κέφια της μοίρας, για τα παιδιά των δρόμων κ.λπ. Η τεχνική του ξεκινάει κάθε κεφάλαιο από ένα άσχετο γεγονός και με κεντρομόλες δυνάμεις το φέρνει σταδιακά στο κεντρικό θέμα. Έτσι ο αναγνώστης δεν κουράζεται –ίσως στο τέλος αυτό συμβαίνει περισσότερο- αλλά διερευνά το ζήτημα από ποικίλες πλευρές συνδυάζοντας μυθοπλασία και πραγματικότητα.

Πατριάρχης Φώτιος
23.12.2006

Wednesday, December 20, 2006

Χυμός φραγκοστάφυλο: δημοσιογράφοι-συγγραφείς

Αλληλοπροβάλλονται, αλλά δεν αντέχουν στον χρόνο

Δημοσιογράφοι και λοιποί μιντιάδες γράφουν κάποια στιγμή ένα λογοτεχνικό έργο περνώντας από την εφημερίδα ή το περιοδικό στο βιβλίο. Τα έντυπα, στα οποία δουλεύουν, τους προβάλλουν δεόντως με βιβλιοπαρουσίασεις ή διαφημίσεις, ενώ οι υπόλοιποι συνάδελφοι (και σε άλλα έντυπα) τους υποστηρίζουν από συναδελφική αλληλεγγύη. Ευτυχώς για τη λογοτεχνία το συγγραφικό όνομά τους ξεχνιέται γρήγορα και κανείς –όσο κι αν πούλησε το βιβλίο του- δεν το καταχωρίζει στα αξιόλογα της λογοτεχνίας μας, τα οποία και θα επιβιώσουν. Ενδεικτικά αναφέρω από τη πρόσφατη (τελευταίας δεκαετίας) βιβλιοπαραγωγή: ο Γιώργος Παπαχρήστος, ο Γιώργος Λακόπουλος ή η Άννα Παναγιωταρέα, που χαίρουν της εκτίμησης των πολιτικών αλλά όχι των ειδικών, προβλήθηκαν υπέρμετρα από τα Μ.Μ.Ε, αλλά αμφιβάλλω για τη διαχρονικότητα του έργου τους. Αντίστοιχα άλλοι δημοσιογράφοι που ακούστηκαν όχι αναγκαστικά για την ποιότητα της δουλειάς τους αλλά για την ιδιότητά τους είναι οι: ο Κ. Βαξεβάνης, η Μ. Ζουμπουλάκη, η Κ. Μανανεδάκη, η Αλ. Πασχαλίδου, ο Μ. Σακελλαρόπουλος, ο Γ. Λεονάρδος και ο Στ. Κούλογλου. Τα βιβλία των δύο τελευταίων ίσως διακρίνονται και από τη λογοτεχνική τους αξία, πέρα από το όνομα του συγγραφέα τους.
Από την άλλη, βιβλιοκριτικοί που έχουν συνδέσει κριτική και λογοτεχνία τυγχάνουν της προβολής των συναδέλφων τους, της ίδιας ή άλλης εφημερίδας. Ονόματα που “σταδιοδρομούν” και στους δύο χώρους, άλλοι δικαιολογημένα κι άλλοι όχι, εκμεταλλευόμενοι το όνομά τους είναι: ο Δ. Κούρτοβικ, ο Ηλ. Μαγκλίνης, η Αργ. Μαντόγλου, η Σ. Νικολαΐδου, ο Γ. Ξενάριος, ο Μ. Πανώριος κ.λπ. Η όποια αξία τους θαμπώνει, αφού ο αναγνώστης είναι καχύποπτος σε όσα οι άλλοι γράφουν γι’ αυτούς, καθώς δεν ξέρει αν είναι προϊόν ειλικρίνειας ή φιλοφρόνησης.
Ο χώρος των Μ.Μ.Ε. προσπαθεί να προωθήσει τα δικά του παιδιά, αλλά ευτυχώς όσοι δεν αξίζουν ξεχνιούνται γρήγορα, αφού διυλίζονται από το φίλτρο της πρόσληψης και της ιστορίας.

Πατριάρχης Φώτιος
20.12.2006

Sunday, December 17, 2006

Χυμός αβοκάντο: συγγραφείς και θεωρία

Συγγραφείς και Θεωρία

Οι προβληματισμοί αυτοί στηρίζονται στα έργα αλλά και στις απόψεις πολλών συγγραφέων, από τους οποίους άλλοι επιθυμούν κι άλλοι αρνούνται να σκεφτούν θεωρητικά.
Α΄ ερώτημα: Πρέπει ο συγγραφέας να έχει θεωρητική κατάρτιση για τη δουλειά του;
- Δεν είναι απαραίτητο. Η καλλιέργεια του ταλέντου της λογοτεχνικής έκφρασης (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) δεν χρειάζεται οπωσδήποτε θεωρητικά ερείσματα. Οι περισσότεροι συγγραφείς ανά τους αιώνες μαθήτευσαν μόνο διαβάζοντας άλλους και έγιναν μεγάλοι αξιοποιώντας τις κατακτήσεις δημιουργών, ρευμάτων ή σχολών, χωρίς όμως να ξέρουν σώνει και καλά τα μανιφέστα τους. Αν κάποιος τώρα παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής (εκλαϊκευμένα δηλαδή και πρακτικά μαθήματα θεωρίας) ή ακόμη βαθύτερα καταπιαστεί με εγχειρίδια θεωρίας λογοτεχνίας, διαθέτει ίσως ένα ακόμα μέσο για την αυτοβελτίωσή του, αλλά όχι μέσο αναγκαίο και εκ των ων ουκ άνευ.
Β΄ ερώτημα: Μπορεί ο συγγραφέας να εκφράσει θεωρητικούς προβληματισμούς;
- Προσπερνώ ως αφάνταστα κοινότοπο το «δημοκρατία έχουμε, όποιος θέλει μιλάει» και μπαίνω στην ουσία. Με τι εφόδια θα μιλήσει ο συγγραφέας θεωρητικά; Φυσικά αν έχει διαβάσει πολλά έργα και έχει προβληματιστεί πάνω στο φαινόμενο της λογοτεχνίας, μπορεί να εξωτερικεύσει τις απόψεις του και ασφαλώς την πείρα του. Φυσικά αν έχει μελετήσει θεωρητικούς και μελετητές, μπορεί να καταθέσει τους προβληματισμούς του και την εφαρμογή τους στη δουλειά του. Μα δεν χρειάζεται να το παίζει φιλόλογος ή κριτικός λογοτεχνίας, να συλλέγει ιδέες από δυο-τρία βιβλία και να κάνει παρουσιάσεις που θα είναι εκ προοιμίου αβάσιμες, χωρίς γερά εργαλεία και μεθόδους. Καλύτερα, να παρουσιάσει τις απόψεις του με όλον τους τον υποκειμενισμό, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως αποτελούν σκέψεις του πάνω στην πράξη της ανάγνωσης και γραφής, ώστε να αποκαλύψει το εργαστήριό του. Αλλιώς φαίνεται σαν να προσπαθεί να ανακαλύψει την Αμερική, χωρίς να ξέρει τι προηγήθηκε στον τομέα αυτό. Είναι σαν να γράφει βιβλίο μαιευτικής μια γυναίκα, επειδή έχει γεννήσει εφτά-οκτώ φορές.
Γ΄ ερώτημα: Είναι κατάλληλος ο συγγραφέας να γίνει κριτικός λογοτεχνίας;
- Το ερώτημα απασχόλησε και την εκπομπή «Βιβλία στο κουτί» μιας από τις περασμένες Τετάρτες. Δεν υπάρχει φυσικά απάντηση-θέσφατο, αφού αξίζει να μιλάμε κάθε φορά ανά περίπτωση, αλλά ας επιχειρήσουμε μια συζήτηση επί του μέσου όρου. Κρίνω ένα έργο σημαίνει ξέρω να το διαβάζω, να το αποκωδικοποιώ και κατόπιν να το αξιολογώ όσο γίνεται “αντικειμενικά”. Πώς το κατάφερα αυτό; Είτε με διαπεραστική, έστω και εμπειρική, ματιά που γνωρίζει να ξεκλειδώνει τους μηχανισμούς του κειμένου ή με θεωρητική κατάρτιση που μπορεί να αποκαλύπτει (και να ερμηνεύει) την πίσω όψη του υφάσματος. Ο συγγραφέας συνήθως δεν έχει θεωρητική σκευή και γι’ αυτό αποκλείεται -πλην εξαιρέσεων πάντα- από τη δεύτερη περίπτωση. Όσον αφορά στην πρώτη, αφενός δεν έχουν πολλοί συγγραφείς κοφτερή ματιά και θεωρητικό λόγο, ώστε το κοινό να καταλάβει τις απόψεις τους, και αφετέρου ο δημιουργός τίθεται πάντα αντιμέτωπος με το έργο, αφού είτε διαφωνώντας είτε συμφωνώντας εκφράζει την υποκειμενική (αισθητική και ιδεολογική) του στάση απέναντι σε ομόδοξους και σε αλλόδοξους.
Δ΄ ερώτημα: Ποιος είναι ικανός / κατάλληλος να διδάξει σε μαθήματα δημιουργικής γραφής;
- Θα απαντήσω σύντομα, γιατί θα επανέλθω. Από τη μια οι συγγραφείς που έχουν καταλήξει σε συμπεράσματα και μπορούν (απαραίτητα) να τα μεταδώσουν και από την άλλη μελετητές που βλέπουν τη λογοτεχνία ως τεχνική και μπορούν να εξηγήσουν τις μεθόδους της.

Πατριάρχης Φώτιος
17.12.2006

Friday, December 15, 2006

Νες καφέ χωρίς γάλα: Αναστασέα

Νίκη Αναστασέα,
“«Επικράνθη» διά χειρός Αλέξη Ραζή”

Η Νίκη Αναστασέα επανέρχεται οκτώ χρόνια μετά το «Αυτή η μέρα αργά προχωρούσε» (1998), το οποίο απέσπασε το βραβείο του περιοδικού “διαβάζω”. Το νέο της ογκώδες μυθιστόρημα ασχολείται με τη ζωή και τη δράση ενός ζωγράφου με αριστερές περγαμηνές, καθώς και το περιβάλλον που τον …πίκρανε.
Αντί να εκφράσω τη γνώμη μου, προτίμησα να θέσω ορισμένα ερωτήματα ενός αναγνώστη που μόχθησε πάνω από το έργο, αλλά δεν κατάφερε να το αποκωδικοποιήσει:
- Γιατί οι οικογενειακές και φιλικές σχέσεις να ανάγονται σε μείζον λογοτεχνικό θέμα, χωρίς κάτι καινούργιο να ταράζει τα λιμνάζοντα νερά αυτού του κοινόχρηστου μοτίβου;
- Γιατί η δράση να περιορίζεται τόσο και να τεντώνονται τόσο τα διαλογικά μέρη, σταματώντας έτσι τη ροή του κειμένου;
- Γιατί κάθε αριστερός ήρωας να πρέπει να προβληματίσει σώνει και καλά με την παρουσία του;
- Γιατί η γυναικεία εσωτερικότητα της γραφής να πρέπει να απασχολήσει το αναγνωστικό κοινό, όταν απλώς συνοδεύεται από καλοδουλεμένο ύφος και ανάλογη γλώσσα;

Πατριάρχης Φώτιος
15.12.2006

Wednesday, December 13, 2006

Μεξικάνικος καφές: Αντονάς

Αριστείδης Αντονάς, “Ο χειριστής”

Ομολογώ ότι είναι ένα βιβλίο που προκαλεί έντονη αμηχανία. Πρόκειται για δύο μικρές νουβέλες, οι οποίες παίρνουν καιρό για να διαβαστούν λόγω της κρυπτικότητας και της πυκνότητας της γραφής. Η όλη σύνθεση μοιάζει με αλληγορία, με αυτοαναφορικό σχόλιο για τον ρόλο του συγγραφέα απέναντι στα πρόσωπά του, με αναφορά στον θεό και στον έλεγχο ή την ελευθερία με την οποία χειρίζεται τους ανθρώπους… Το βιβλίο είναι γεμάτο φιλοσοφικές απηχήσεις με πλατωνικό σκηνικό και μεταδομιστικές προεκτάσεις. Το προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο “Ο φλογοκρύπτης” (2005) αναφέρεται σε μια βιβλιοθήκη (όπως τώρα σε ένα οίκημα και σε ένα θέατρο) με πιο προσιτή στον αναγνώστη τη βασική ιδέα και πιο εύπεπτη την αφήγηση.

Πατριάρχης Φώτιος
12.12.2006

Saturday, December 09, 2006

Πολλά βαρύς και όχι: Τριανταφύλλου – Πεσμαζόγλου

Σώτη Τριανταφύλλου, “Κινέζικα κουτιά”

Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί η συγγραφέας γράφει ακόμα στα ελληνικά, αφού τα θέματά της άπτονται του αμερικανικού τρόπου ζωής; Όσο έχω ψάξει στις συνεντεύξεις της, δεν βρήκα μια απάντηση στο γιατί δεν καταφεύγει στα αγγλικά –τα οποία σημειωτέον τα γράφει άπταιστα; Το έργο είναι ένα ψηφιδωτό από μικρές ψηφίδες, ένα μοντάζ σκηνών για τον ρατσισμό και την εγκληματικότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις και την πολυφυλετική / πολυπολιτισμική παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Το μυθιστόρημα κλίνει προς το αστυνομικό, αλλά δεν είναι, αφού η παρουσία ντετέκτιβ δεν ακολουθείται –φυσικά σκόπιμα- από μια ολοκληρωμένη πορεία διερεύνησης των φόνων, ειδικά εφόσον το τέλος μένει ανοικτό. Η Τριανταφύλλου ξέρει να αφηγείται, αλλά η όλη υπόθεση και η ατμόσφαιρα φαίνονται ξένες.


Βασίλης Πεζμαζόγλου, “Τυφλό σύστημα”

Η πρώτη προσπάθεια του συγγραφέα για μυθιστόρημα ήταν μια αποτυχία. Η υπόθεση αναφέρεται σε έναν πρώην πανεπιστημιακό που ζει ως χαρτοπαίχτης και αφηγείται στιγμιότυπα από τη ζωή του. Πέρα από λίγες δόσεις αυτοαναφορικότητας και ελάχιστες καλογραμμένες σκηνές, το βιβλίο δεν έχει σκοπό, δεν γράφτηκε με πλοκή και δεν πείθει τον αναγνώστη ότι ο τελευταίος αξίζει να το διαβάσει. Ανιχνεύοντας τις προθέσεις του συγγραφέα, μπορούμε να πούμε ότι ήθελε να σχολιάσει τον πανεπιστημιακό χώρο (κι εκεί κάνει πραγματολογικά λάθη), τη χαρτοπαιξία και γενικότερα τη νεοελληνική πραγματικότητα. Αυτά όλα όμως μένουν σε μια καταγραφή τύπου ρεπορτάζ που δεν μετατρέπεται σε μυθιστορηματική σύνθεση.

Πατριάρχης Φώτιος
9.12.2006

Thursday, December 07, 2006

Γλυκό του κουταλιού: Βιβλία στο κουτί

Η εκπομπή για το βιβλίο


Κάθε Τετάρτη στις 24.00, αφού είδαμε Champions League και ξεδώσαμε, προβληματιζόμαστε εν νηφαλιότητι βλέποντας την εκπομπή των Β. Χατζηβασιλείου και Κ. Σχινά “Βιβλία στο κουτί”. Όσο πάει βελτιώνεται συνεχώς. Στην αρχή υπήρχε έντονη αμηχανία ανάμεσα στις ερωτήσεις, που δημιουργούσε βεβιασμένες συνδέσεις. Κάτι τέτοιο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά πολλές φορές η συζήτηση κυλάει περισσότερο αβίαστα.
Χθες βράδυ η συζήτηση πραγματευόταν το θέμα «κριτική και λογοτεχνία» με καλεσμένο τον συγγραφέα –κατά βάση- με κριτικό όμως έργο και εν μέρει θεωρητικό προβληματισμό Κώστα Κατσουλάρη. Τα ερωτήματα τέθηκαν πολύ ρεαλιστικά και εύστοχα, όπως: τι κάνει κανείς απέναντι σε μια αρνητική κριτική; πρέπει να απαντήσει; πόσο καλός κριτικός είναι ένας συγγραφέας; τι ρίσκο παίρνει ένας κριτικός που περνάει το όριο και συγγράφει; κ.ά. Η Σχινά έθεσε πραγματικά δραστικές, θα έλεγα, ερωτήσεις, ενώ ο Χατζηβασιλείου ως κριτικός μίλησε με συγκροτημένο και άκρως πραγματιστικό λόγο. Ο Κατσουλάρης φάνηκε λιγότερο ετοιμόλογος και πειστικός απ’ όσο τον περίμενα, είτε γιατί δεν έχει μάθει να εκτίθεται στο γυαλί είτε επειδή έπρεπε να υποστηρίξει τις θέσεις του χωρίς να τις έχει απόλυτα δουλέψει.
Η προσπάθεια είναι άξια, έστω κι αν την εκπομπή δυστυχώς τη βλέπουν –φαντάζομαι- μόνο άνθρωποι του βιβλίου.
Πατριάρχης Φώτιος
7.12.2006

Monday, December 04, 2006

Νουγκατίνα: διαβάζω

Πώς γράφονται οι βιβλιοπαρουσιάσεις;

Αφορμή το τεύχος Δεκεμβρίου 2006 του περιοδικού “διαβάζω”. Πραγματικά χορταστικό τεύχος, σαν μενού εστιατορίου, όπου σεργιανάς για πολύ μέχρι να διαλέξεις τι θα φας. Πολλοί συνεργάτες, πάμπολλες προτάσεις σε ποικίλα είδη λόγου και άφθονες διαφημίσεις βιβλίων. Ξεφυλλίζεις το τεύχος αλλά ίσως δεν διαβάζεις, δείγμα κι αυτό μιας εποχής που τσιμπάς τίτλους και λεζάντες αλλά αδιαφορείς για το κείμενο.
Τα περισσότερα βιβλία είναι εσοδείας φθινοπώρου. Κι αναρωτιέμαι: τα διάβασαν αυτοί που τα παρουσιάζουν, όταν μάλιστα πολλοί από αυτούς γράφουν τα σύντομα σημειώματά τους για 5, 10 ή και παραπάνω βιβλία; Πιστοποιείται και έτσι ότι δεν διαβάζουν τα βιβλία αλλά μόνο τα οπισθόφυλλα ή και τα δελτία τύπου. Δεν ασχολούνται με την ποιότητά τους, αλλά για μια γρήγορη διαδικαστική παρουσίαση.
Το βιβλίο επομένως κάνει την εξής πορεία: διαβάζεται στα πεταχτά, γράφεται ένα σημείωμα στο πόδι, προτείνεται δηλαδή για τον συγγραφέα, το στόρι ή γιατί έτσι προέκυψε, το σημείωμα διαβάζεται διαγωνίως ή μόνο ως τίτλος και τέλος το κοινό αγοράζει από το καλάθι της λαϊκής ό,τι διαφημίζεται περισσότερο.
Έγινε και το “διαβάζω” ένας διαφημιστικός κατάλογος (και κυριολεκτικά με τις 60 σελίδες καταχώρισης του Καστανιώτη), ένα φυλλάδιο σαν αυτά που βλέπει κανείς στις εφημερίδες. Και αυτό το λέω με ένα κεφαλαίο ΔΥΣΤΥΧΩΣ, γιατί εξακολουθούν αφενός να γράφονται κριτικές και να συντάσσονται αφιερώματα, αφετέρου όμως προωθείται το βιβλίο ως καταναλωτικό προϊόν.
Θα ήθελα μια απάντηση· για να ξέρω τι να πιστεύω και τι όχι.

Πατριάρχης Φώτιος
04.12.2006

Friday, December 01, 2006

Νες καφέ με γάλα: Παγκουρέλης

Β. Παγκουρέλης, “Ένα κρανίο για τον Γιόρικ”


Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι σίγουρα σε άνθηση. Ο Παγκουρέλης εισάγει ένα υβριδικό είδος: το αστυνομικό-ιστορικό μυθιστόρημα, όπως κάνει φέτος και ο Αγαπητός με το “Ο χάλκινος οφθαλμός”. Ο πρώτος στην Αγγλία του Σαίξπηρ και ο δεύτερος στη Θεσσαλονίκη του Βυζαντίου. Ο Παγκουρέλης φέρνει το μυθιστόρημα στον χώρο του θεάτρου που γνωρίζει καλά και δίνει στον φόνο ιδεολογικό περιεχόμενο, καθώς ο δολοφόνος προσπαθεί να κρύψει ένα μυστικό που θα άλλαζε την ιστορία της ανθρωπότητας. Το ίδιο κάνει και ο Τ. Μιχαηλίδης με τα “Πυθαγόρεια εγκλήματα”. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ασφυκτιά στα κλασικά του όρια και επιχειρεί να απλωθεί φυσικά στο κοινωνικό μυθιστόρημα, αλλά και σε ιδεολογικά, ιστορικά και πολιτικά πλαίσια.

Πατριάρχης Φώτιος
27.11.2006

Black Forest: Μιχαηλίδης - Νικηφόρου

Άλλο ιστορία και άλλο αφήγηση

Είχα υποστηρίξει και παλαιότερα ότι άλλο πράγμα είναι η ιστορία και η έξυπνη ιδέα κι άλλο η αφήγηση, δηλαδή η λογοτεχνική της μετάπλαση. Γι’ αυτό το γεγονός ότι ένα βιβλίο που έχει μια πρωτότυπη ιδέα ή μια έξυπνη σύλληψη ή άπτεται ενός επίκαιρου κοινωνικού θέματος δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και καλό βιβλίο. Αφορμή για όλα αυτά είναι η κριτική της Λ.Πανταλέων για τον Νικηφόρου και η βιβλιοκρισία του Β.Χατζηβασιλείου για τον Μιχαηλίδη (αμφότερες στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 24.11.2006).
Ο πρώτος συγγραφέας μιλάει για τον βιασμό ως σύγχρονο φαινόμενο (κοινωνικό, ψυχολογικό, ηθικό κλπ.) και την αυτοδικία, αλλά ο τρόπος που το πραγματεύεται απαξιώνει το θέμα και τη λογοτεχνία. Η αφηγηματική συνταγή λειτουργεί με την πολυτροπικότητα των οπτικών γωνιών, αλλά ούτε οι ήρωες είναι σφαιρικά διαγεγραμμένοι ούτε η υπόθεση κορυφώνεται όπου θα έπρεπε, ώστε να περάσει τα μηνύματά της. Μερικά δυνατά σημεία, όπως ένας μονόλογος στο τέλος, δεν αρκούν.
Από την άλλη, ο Μιχαηλίδης συζευγνύει μαθηματικά και λογοτεχνία και γι’ αυτό είναι αξιέπαινος. Αλλά στην προσπάθειά του να «διδάξει» τα μαθηματικά στους αμύητους κάνει μια τεράστια παρένθεση, η οποία κατά τις προθέσεις του δημιουργού θα έπρεπε να εξηγεί ιδεολογικά τον φόνο, αλλά τελικά χωρίζει το βιβλίο σε δύο μέρη που δεν επικοινωνούν πλήρως.
Συμπερασματικά, ο κριτικός μπορεί να θέλγεται από το θέμα του βιβλίου (ή το όνομα του συγγραφέα), αλλά οφείλει πρώτιστα να απαντήσει στον εαυτό του και στους αναγνώστες του αν ο χειρισμός της ιστορίας πέτυχε τον στόχο του και μετά να αξιολογήσει θετικά το εγχείρημα· αλλιώς να δηλώσει ευθαρσώς τις επιφυλάξεις του.


Πατριάρχης Φώτιος
24.11.2006

Πικρός καφές: Σερέφας

Σάκης Σερέφας, “Θα γίνω ντιζέζ”

Πώς μετατρέπει κανείς μια αληθινή ιστορία σε λογοτεχνία; Ως λογοτεχνικό χρονικό, ως λογοτεχνία-ντοκουμέντο, ως ελεύθερη ανάπλαση; Ο Σερέφας διάλεξε έναν παιγνιώδη τρόπο, καθώς καταγράφει την οπτική γωνία δευτερευόντων χαρακτήρων που συμμετείχαν στην ερωτική ιστορία του θύτη με το θύμα. Και δεν είναι μόνο η εναλλαγή της εστίασης αλλά και η παρεμβολή του συγγραφέα και κυρίως η συνολική υπονόμευση της μυθοπλασίας. Η τελευταία αποφλοιώνεται με την αποκάλυψη της πλαστής της υφής, των συμβάσεων που τη διέπουν και της κατασκευασμένου χαρακτήρα της αφήγησης. Η ίδια η ιστορία δεν είναι πρωτότυπη (ένα έγκλημα πάθους) αλλά είναι ενδιαφέρον αυτό το πείραμα του Σερέφα, όχι για την εν συνόλω λογοτεχνική του αξία, αλλά για τον πειραματισμό που μπορεί να δώσει μελλοντικά έναν πιο ώριμο καρπό.

Πατριάρχης Φώτιος
21.11.2006

Φρουτ παντς: Αλέξης Σταμάτης

Η αξία ενός συγγραφέα
Ξεκίνησα έναν διάλογο με το diavazo.blogspot.com για την αξία του Αλέξη Σταμάτη. Ο diavazo πιστεύει ότι η κορυφή των έργων του συγγραφέα ήταν η “Οδός Θησέως” (2003). Αν όντως είναι αυτό το καλύτερό του, τότε είναι πολύ ελάσσων πεζογράφος. Γιατί;
Γιατί στο εν λόγω βιβλίο προσπάθησε να κάνει είτε μια μυθική αλληγορία, που μεταφέρεται στη σύγχρονη εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ή μια σύζευξη τεχνολογίας και θρησκείας ή μια αστυνομικού χαρακτήρα υπόθεση με κινήσεις υπολογιστή. Τι κατάφερε; Άλλο ένα κείμενο της σύγχρονης ουδέτερης, άνοστης και άγευστης γραφής, ένα συνονθύλευμα εντυπωσιοθηρίας, ένα τσαλαβούτημα σε διάφορους χώρους, μερικούς από τους οποίους δεν τους ξέρει (κάτι παραπάνω ξέρουμε εμείς οι Πατριάρχες από τη θρησκεία!!!), χωρίς καν τη δεξιοτεχνία να τους συνδέσει τεχνηέντως. Δείγμα ευκολίας στη συγγραφή αλλά και στην ανάγνωση.
Τώρα ξαναέρχεται με την “Αμερικάνικη φούγκα”. Επιφυλάσσομαι. Τις ίδιες επιφυλάξεις εξέφρασαν και άλλοι δύο σχολιαστές στο diavazo.blogspot.com. Αν κριτήρια για την αξία ενός βιβλίου είναι, κατά το blog, η λογοτεχνική αξία (αόριστο), η χρήση της γλώσσας (η γραφή του Σταμάτη δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο πέρα από φυσικά ελληνικά), η πληρότητα και η περιεκτικότητα των διαλόγων (πουθενά δεν μιλάει για φυσικότητα και για λειτουργικότητα), η ανάλυση χαρακτήρων (βιαστικές συνθέσεις που δεν προλαβαίνουν να αναγνωριστούν), η πλοκή με ανατροπές (εύκολοι αιφνιδιασμοί που …δεν αιφνιδιάζουν) και τέλος εγκιβωτισμένα νοήματα (ποτέ τα νοήματα δεν είναι εγκιβωτισμένα, ενώ στον Σταμάτη ο σύνολος προβληματισμός είναι ρηχός), τότε ποια η λογοτεχνική του ποιότητα;
Το diavazo.blogspot.com δεν έχει ωστόσο απόλυτες απόψεις και αυτό του το αναγνωρίζω. Ούτε βέβαια οι δικές μου ρήσεις είναι θέσφατα –ακόμα και η Κάτια πολλές φορές διαφωνεί… Ο διάλογος όμως πρέπει να γίνεται πάντοτε έτσι ολοκληρωμένα και με επιχειρήματα εκατέρωθεν.

Πατριάρχης Φώτιος
19.11.2006

Thursday, November 16, 2006

Τσηζ κέικ

Σώτη Τριανταφύλλου

Διάβασα πως η Σώτη Τριανταφύλλου είναι πολύ θετική στην ύπαρξη ενός φιλολογικού επιμελητή στους εκδοτικούς οίκους, όχι για να διορθώνει τυπογραφικά δοκίμια, αλλά κυρίως για να συμβουλεύει τους συγγραφείς πριν από την έκδοση του βιβλίου τους. Στην ουσία ζητάει έναν κριτικό πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, ο οποίος θα μπορεί να εκφράσει μια υπεύθυνη γνώμη για το πού πάσχει, που χρειάζεται μάζεμα ή άπλωμα, πού οι διάλογοι είναι αφύσικοι κλπ. Η σκέψη της είναι πολύ προχωρημένη, δείχνει επαγγελματισμό και πως καταλαβαίνει ότι ο συγγραφέας χρειάζεται ένα επιτελείο, για να μπορέσει να οδηγήσει τις σκέψεις του προς το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Και φυσικά, επειδή ο επιμελητής θα είναι σύμβουλος και θα εκφράζει μια δεύτερη γνώμη, δεν πρόκειται να καπελώσει τον δημιουργό, ο οποίος θα κάνει τις τελικές επιλογές. Μακάρι η ελληνική αγορά να φτάσει στο σημείο να παραγάγει λογοτέχνες με ταλέντο, που ξέρουν ωστόσο να το πειθαρχούν και μην το χαραμίζουν.

Πατριάρχης Φώτιος 15.11.2006

Χυμός ανανά


Σκέφτομαι ξανά ότι μέσω της γραφής, ο συγγραφέας προσπαθεί -από ενδοσκοπική οπτική γωνία- να δώσει μια (περίπλοκη) απάντηση στο (απλό) ερώτημα: «Γιατί γράφω αυτά που γράφω;». Με άλλα λόγια, ανάμεσα στ’ άλλα, μέσα στο έργο φανερώνει τις περιστάσεις που του επιτρέπουν (για μην πω: επιβάλλουν) να γράψει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, για συγκεκριμένα θέματα, και με ορισμένους περιορισμούς. Φυσικά, μια τέτοια «διάγνωση» δεν μπορεί ποτέ να είναι απλή, και γίνεται πολύ γρήγορα σαφές ότι το να σκέφτεσαι τη γραφή οδηγεί σε αντιφάσεις και λογής αδιέξοδα. Γιατί η μυθοπλαστική δουλειά χαρακτηρίζεται ακριβώς από το παράδοξο και η δημιουργική παρόρμηση του συγγραφέα είναι μυστηριώδης επειδή χειρίζεται την παραδοξότητα ως εργαλείο (αυτή είναι η θεμελιωδώς παράλογη φύση της συγγραφής). Συνεπώς, αυτό σημαίνει ότι και η ανάγνωση δεν μπορεί είναι μια «μανιακή» κατάσταση καταβύθισης, το αντίθετο μάλιστα, οφείλει να είναι μια διαδικασία καθαρά συστηματική (μολονότι αφηρημένη), που η δυσκολία της έγκειται στην ανάγκη να επινοηθούν (και εν μέρει μόνο να αναγνωριστούν) οι αφηγηματικές στρατηγικές του εκάστοτε έργου.

Τα γράφω αυτά συλλογιζόμενη αυτή τη φορά την ανεπάρκεια των αναγνωστών, που νομίζουν ότι –όπως οι πελάτες- έχουν πάντα δίκιο.


Κάτια
2/11/2006

Wednesday, November 01, 2006

Ελληνικός γλυκός

Π. Νιρβάνας, Έγκλημα στο Ψυχικό

Το μυθιστόρημα, παρόλο που γράφτηκε στη δεκαετία του 1920, έγινε ξανά επίκαιρο, καθώς συνδέθηκε με την άνθιση του αστυνομικού μυθιστορήματος από το 1995 ως σήμερα (Μάρκαρης, Μαρτινίδης, Αποστολίδης κ.λπ.). Στην προϊστορία, λοιπόν, του είδους, πριν από τον Μαρή, εντάχθηκε ο “Συμβολαιογράφος” του Ραγκαβή και το παρόν έργο του Νιρβάνα, όπως εξηγεί ο Γ. Ράγκος.

Κατ’ ουσία το “Έγκλημα στο Ψυχικό” δεν είναι σε καμμία περίπτωση αστυνομικό μυθιστόρημα, έστω κι αν έχει φόνο και άγνωστο εγκληματία. Όπως επισημαίνεται από πολλούς, η πορεία ανεύρεσης του θύτη απουσιάζει και έτσι εκλείπει ο γριφώδης δρόμος προς την επίλυση του μυστηρίου.

Ο Νιρβάνας δημιουργεί έναν Δον Κιχώτη της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όπως το έργο του Μ. Θερβάντες δεν ήταν ιπποτικό μυθιστόρημα, αλλά παρωδία του, έτσι και το “Έγκλημα στο Ψυχικό” παρωδεί τα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά στερεότυπα της εποχής με έναν (αντι)ήρωα που επηρεάζεται από αυτά και θέλει να κερδίσει τη δόξα των κατηγορουμένων. Ο φερόμενος ως θύτης προκαλεί τη σύλληψή του για έναν φόνο που δεν έκανε και υφίσταται δεινά και εξευτελισμούς. Ο Νιρβάνας γράφει μια παρωδία για ένα είδος που δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα, σαν να είχε μπροστά του μια μακρά παράδοση που επιδιώκει να σατιρίσει. Σατιρίζει όμως εξίσου και τα ελληνικά ήθη, όπως τον τύπο της εποχής, την αστυνομική και δικαστική εξουσία, τη μεσοαστική και μεγαλοαστική τάξη αλλά και τον υπόκοσμο των φυλακών.

Η αξία του σήμερα είναι πολύ περιορισμένη, αν και διαβάζεται άνετα. Η γραφή του φαντάζει απλή και αφελής, σαν ένα χιουμοριστικό ρεπορτάζ που δεν ξαφνιάζει με τις αφηγηματικές του αρετές.

Πατριάρχης Φώτιος
28
.10.2006

Χυμός δαμάσκηνο

ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Η περίπτωση του Alfons Rabbe (ψευδώνυμο του Lucienne de Wieclawik).

Αποτυχημένος συγγραφέας, ξεχασμένος, αποσιωπημένος από όλους τους συγχρόνους του, μέτριος ποιητής, γεννήθηκε το 1788 στην Προβηγκία και απέτυχε σε όλα του τα εγχειρήματα. Απογοητευμένος ζωγράφος, κριτικός τέχνης χωρίς σπουδαίο ταλέντο, ερασιτέχνης μουσικός, ηθοποιός που η νότια προφορά του τον καταδίκασε στην κωμωδία, ιστορικός β΄ κατηγορίας, επαρχιώτης πολιτικός, ανώνυμος λιβελογράφος και περιθωριακός δημοσιογράφος, αυτοκτόνησε με λάβδανο το 1829 παραμορφωμένος από σύφιλη και εθισμένος στο όπιο, αφήνοντας πίσω του ένα συγκινητικό κύκνειο χειρόγραφο, απολογία της αυτοκτονίας του, με τον λογικότατο τίτλο: Λεύκωμα ενός πεσιμιστή. (Album d’un pessimiste). Έναν αιώνα αργότερα, ανακηρύχτηκε από τον Αντρέ Μπρετόν «σουρεαλιστής στον θάνατο».

Κάτια
25 Οκτωβρίου 2006

Tuesday, October 17, 2006

Ζεστό κακάο

Ορχάν Παμούκ

Λένε και πολλές φορές επιβεβαιώνεται ότι τα βραβεία Νόμπελ δίνονται σε συγγραφείς που έχουν να επιδείξουν μια γενικότερη κοινωνική και πολιτική στάση, μια αντικαθεστωτική πολιτική δράση, μια ενεργή θέση στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Το ίδιο ειπώθηκε και για τον πρόσφατα βραβευθέντα Τούρκο συγγραφέα, ο οποίος είχε εκφραστεί δημόσια για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Το να προβάλλεται όμως αυτό ως η βασική συνιστώσα της αξίας του υποβαθμίζει το όντως αξιολογότατο έργο του.
Ο 54χρονος συγγραφέας προσγράφεται στους μεταμοντερνιστές, καθώς ανανέωσε την τουρκική λογοτεχνία και έφερε τον προβληματισμό της πιο κοντά στην Ευρώπη. Η λογοτεχνία του διακρίνεται πέρα από την εθνική αυτοκριτική για τη σύγχρονη ματιά της που σε συνδυασμό με την άνεση της αφήγησης κερδίζει τον αναγνώστη. Ο πεζογράφος υπηρέτησε την τάση της σύγχρονης λογοτεχνίας να πραγματεύεται την ώσμωση των πολιτισμών και να αναδεικνύει πίσω από την ομοιογένεια την πολλαπλότητα.
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα εξής μυθιστορήματά του: “Λευκό κάστρο”, το οποίο προβληματίζεται με την τεχνική του σωσία για τις ομοιότητες και διαφορές Ανατολής και Δύσης (μοιάζει αρκετά με τον “Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά” της Ρέας Γαλανάκη, “Το μαύρο βιβλίο” όπου ποικίλες ταυτίσεις οδηγούν σε ένα έξυπνο παιχνίδι, “Η καινούργια ζωή”, το ευρωπαϊκό πρόσωπο της Τουρκίας, “Ισταμπούλ”, μια περιδιάβαση στην Κωνσταντινούπολη, “Με λένε Κόκκινο” ένα ιστορικό μυθιστόρημα με δόσεις σασπένς, και “Το σπίτι της σιωπής”.
Η μαγεία της γραφής του δεν έγκειται στη νομοτέλεια του τέλους, αλλά στη χαλαρή αφήγηση, στην ήπια ζωντάνια των εικόνων, στην εμμονή στις λεπτομέρειες οι οποίες παραδόξως δεν κουράζουν, στον μεταμοντέρνο ρεαλισμό με κενά που κινητοποιούν τη σκέψη…

Πατριάρχης Φώτιος
13.10.2006

Γαλλικός καφές

Βασίλης Αλεξάκης, “Το κεφάλι της γάτας”

Σερβίρουμε γαλλικό καφέ προς τιμή του Βασίλη Αλεξάκη, ο οποίος ζει στη Γαλλία και έγραφε μέχρι πριν από μερικά χρόνια τα έργα του στα γαλλικά. Τέτοιο κείμενο είναι και “Το κεφάλι της γάτας” που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1979 και ξαναεκδίδεται τώρα από τις εκδόσεις Μίνωας. Είναι ένα σύντομο υπαρξιακό θρίλερ με έναν συγγραφέα που απειλείται από έναν άγνωστό του ως εκπρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης και της ευδαιμονιστικής νοοτροπίας. Ο αφηγητής μετακινείται από την οπτική γωνία του μεν στην οπτική γωνία του δε μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Το μυθιστόρημα θυμίζει Σαμαράκη στον βασικό προβληματισμό του, αν και το ύφος και ο τόνος της αφήγησης διαφέρει αισθητά.

Πατριάρχης Φώτιος
11.10.2006

Schwarzes Kaffee

Γιώργος Γλυκοφρύδης, “Ο επιβάτης”

Μια οικογένεια διχάζεται, καθώς η κόρη παραμένει στο Ανατολικό Βερολίνο, ενώ πατέρας και γιος περνάνε στο Δυτικό. Μετά από πολλά χρόνια ένας Έλληνας φοιτητής καταφέρνει να τη βοηθήσει να δραπετεύσει. Η ιστορία κινείται σε ποικίλα χρονικά επίπεδα με έξυπνες αναδρομές και προλήψεις. Η βασική φιλοσοφία του βιβλίου έγκειται στην έννοια του διχασμού, όπως καθορίζει τη ζωή του Βερολίνου, αλλά και την ψυχή του πρωταγωνιστή που διχοτομείται ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Η γραφή είναι καθαρή και σαφής, ο ειρμός κινείται λογικά, το πρωτόλειο του συγγραφέας κερδίζει ψήφους. Ενστάσεις μπορεί κανείς να εγείρει για την πειστικότητα με την οποία η ψυχολογική κατάσταση του ήρωα αναπλάθεται και παρουσιάζεται. Καλό θα ήταν επίσης να μην τραβά σε μήκος 550 σελίδων η ιστορία.

Πατριάρχης Φώτιος
07.10.2006

Sunday, October 01, 2006

Χυμός από τροπικά φρούτα

ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Συνεχίζοντας τη σκέψη από το προηγούμενο σημείωμά μου, θέλω να μεταφέρω εδώ ένα κείμενο της Όλγας Ροζάνοβα, μια σύντομη διακήρυξη του 1918. Την αντιγράφω γιατί πιστεύω ότι μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε εκείνο το απαραίτητο (και πολύ συχνά αφελές) θράσος που οφείλει να έχει η νέα τέχνη, και εγώ το ονομάζω: επωφελή αναίδεια. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο θλιβερό από μια τέχνη που, από τον φόβο της αποτυχίας, καταντά να περιμένει πειθήνια πότε θα διαδεχτεί βιολογικά την προηγούμενη γενιά στην καρέκλα της αυθεντίας (αυτό που ο Μπουρντιέ ονομάζει στους «Κανόνες της τέχνης»: θεσηληψία).

Όλγα Ροζάνοβα, Φωτιά στην πόλη, 1916.


***


Η ΤΕΧΝΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ



Προς το καλύτερο ή το χειρότερο, πάντως ο άνθρωπος αλλάζει, ο κόσμος αλλάζει. Και κάθε εποχή, παρουσιάζοντας το νέο της πρόσωπο, παρουσιάζει και τη νέα τέχνη.

Οι κριτικοί σηκώνουν τα χέρια τους με δυσπιστία, αλλά αργά ή γρήγορα την αναγνωρίζουν. Το κοινό την αντιλαμβάνεται κάπως νωρίτερα. Οι κριτικοί όμως έχουν την εντύπωση ότι συμβάλλουν σε αυτό.

Παρ’ όλα αυτά οι κριτικοί φοβούνται για καιρό ακόμη. Δεν έχουν εμπιστοσύνη.

Είναι φοβερό όταν η ψυχή είναι γέρικη.

Όταν δεν υπάρχει πίστη στο μέλλον.

Όταν από όλες τις γωνιές, από όλες τις σκονισμένες ντουλάπες και τα παλιά μεγάλα βιβλία, μας κοιτάζουν αυστηρά οι μορφές των νεκρών και μας φοβερίζουν.

Το παρελθόν είναι επινοημένο και κατοικείται από τις νεκρές ψυχές. Εκκινήσεις και σταματήματα της μηχανής.

Πώς να δημιουργήσει κανείς γυρίζοντας το κεφάλι του προς τους περασμένους αιώνες;

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη δίψα για την ελευθερία, τη νοσταλγία για την ελευθερία, τη δίψα των ανθρώπων να δουν τον κόσμο μεταμορφωμένο.

Η τέχνη μας σπάει τα παλιά πλαίσια και τολμά.

Ο συντηρητισμός έχει κάνει νόμο την περιοδική δηλητηρίαση του καινούργιου.

Θα είχε κανείς την εντύπωση ότι ο πολύπλευρος χαρακτήρας της τέχνης, η ικανότητά της να μεταβάλλει τη μορφή της και να φέρει νέα πίστη πρέπει να προκαλεί έκπληξη και χαρά.

Θα είχε κανείς την εντύπωση ότι ένας καλλιτέχνης-νεωτεριστής πρέπει να είναι αποδεκτός ως θαρραλέος θαλασσοπόρος, ως αγαπητός επισκέπτης.

Τι διαπιστώνουμε όμως εμείς; Το υποκριτικό χτύπημα στον ώμο ή την απαίσια δυσπιστία, τον χλευασμό.

Σιγοψιθυρίζουν: εάν αναγνωρίσει κανείς τους νέους, μπορεί και να σηκώσουν κεφάλι.
Φοβάστε τα πάντα εσείς που οι ψυχές σας έχουν γεράσει και γεμίσει μοχθηρία.

Δεν φοβούνται όμως εκείνοι που εκτιμούν το παρόν περισσότερο από το ωραίο παρελθόν.

Ό,τι και να ήταν το παρελθόν, είναι νεκρό.

Ό,τι και να είναι το παρόν, είναι ζωντανό, είναι η πηγή των ελπίδων και των προσδοκιών.

Η τέχνη δεν περιορίζεται στην τεχνική. Όσο κι αν φαίνεται φοβερή η εποχή μας σε σας τους δειλούς, η τέχνη τόσο ψηλότερα στέκεται, όσο περισσότερο ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα της.

Η επιβεβαίωση, η βάση της, βρίσκεται στη σφαίρα των αντικατοπτρισμών που ασταμάτητα εμφανίζονται.


Όλγα Ροζάνοβα
Περιοδικό ΑΝΑΡΧΙΑ, Νο 91
Αγία Πετρούπολη, 1918

***

Όλγα Βλαντιμίροβνα Ροζάνοβα
(1886 – 1918)



Ορίστε λοιπόν το έναυσμα που μας δίνει η Ροζάνοβα. Ας μην βιαστούμε όμως να βγάλουμε συμπεράσματα και να κάνουμε αναγωγές. Όχι προτού αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσική Πρωτοπορία επιχείρησε να πραγματοποιήσει τη ρήξη της με τον ακαδημαϊσμό. Προτού ζυγίσουμε τι κατάφερε, πού απέτυχε, και τι μας κληροδότησε. Γιατί, όπως και σε οτιδήποτε άλλο αφορά τη σκέψη, τα γρήγορα συμπεράσματα αγνοούν την πολυπλοκότητα των πραγμάτων, και διολισθαίνουν με ευκολία στην ανιστορική κοινοτοπία.

Κάτια
31/9/2006


Κακάο

Ειδήσεις του δεκαπενθήμερου

21.9. Πέθανε ο Τάσος Αθανασιάδης στα 93 χρόνια. Πολλά έργα, πολλές τηλεοπτικές σειρές. Στην ουσία πρόκειται για έναν εκπρόσωπο της γενιάς του ’30, ο οποίος, όπως και οι υπόλοιποι της Αθήνας πλην εξαιρέσεων, έγραψε ρεαλιστική πεζογραφία χωρίς να καινοτομήσει και να ανοίξει νέους ορίζοντες.
Μήπως εντέλει ο συγγραφέας πεθαίνει για τον κόσμο, όταν πάψει να γράφει; αν επιβιώνει κάτι, αυτό είναι το έργο του (και όχι όλο).

28.9. Πραγματοποιήθηκε απόψε μία συζήτηση με θέμα το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα και εισηγητή τον Πέτρο Μαρτινίδη. Παρευρέθηκαν ακόμη ως συνομιλητές οι Ανδρ. Αποστολίδης, Αθ. Κακούρη, Δ. Κούρτοβικ, Π. Μάρκαρης και Στ. Πετσόπουλος.
Πατριάρχης Φώτιος
30.09.2006

Espresso

Νίκος Βλαντής, “Writersland. Το νησί των συγγραφέων”

Ο Βλαντής, παρά το βεβαρημένο παρελθόν του, γράφει κάτι άξιο λόγου. Αισθητά βελτιωμένος στον τρόπο γραφής του δεν φέρνει σε αμηχανία τον αναγνώστη με τις αστοχίες του, χρησιμοποιεί τον εγκιβωτισμό, αφού πλάθει έναν μελλοντικό κόσμο όπου συρράπτει και ένα ένθετο λογοτεχνικό κείμενο, και τέλος στοχάζεται πάνω στη συγγραφή και το μέλλον της. Από την άλλη όμως το ύφος του δεν προσφέρει αναγνωστική απόλαυση πέρα από τη διεκπεραιωτική του λειτουργία, η πλοκή κάνει τις μικρές της αβαρίες και οι γρήγοροι ρυθμοί στο τέλος δείχνουν βιασύνη και αναντιστοιχία με το υπόλοιπο βιβλίο. Τέλος, η ιδεολογία μιας επανάστασης κομμουνιστικού τύπου φαντάζει αφελής, ενώ το στένεμα των συγγραφέων που εμφανίζονται μόνο σε Αγγλοσάξονες και Γάλλους (παρά τις ελάχιστες εξαιρέσεις) δείχνει και τον στενό ορίζοντα των επιρροών του.

Πατριάρχης Φώτιος
25.09.2006

Μανταρινάδα

Ευπώλητα και μη

Ποιος ψωνίζει από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα βιβλία; Αυτός ή αυτή που πήγε για ρούχα ή καλλυντικά και μαζί μ’ αυτά πήρε κι ένα βιβλίο για να σκοτώσει τον χρόνο του/της; Κι αυτό εξηγεί που στις λίστες ευπωλήτων των κυριακάτικων εφημερίδων φιγουράρουν σε περίοπτη θέση η Δημουλίδου (“Μην πυροβολείτε τη νύφη”), η Νάσιουτζικ (“Μαμάδες βορείων προαστίων”), η Μανανεδάκη (“Τι τραβάμε κι εμείς οι μάνες”) ή ο Καρακάσης (“Η αγάπη δεν έχει τέλος”). Οι οπαδοί του μπεστ σέλλερ αισιοδοξούν ότι οι αναγνώστες τέτοιων βιβλίων θα παρασυρθούν σταδιακά και θα αγοράσουν και κάτι πιο …ουσιαστικό. Αμφιβάλλω όλο και περισσότερο.

Πατριάρχης Φώτιος
24.09.2006

Χυμός τρία εσπεριδοειδή

Απάντηση σε σχόλιο
Η “Στρίγγλα” έστειλε ένα σχόλιο στο κέρασμά μου της 22.7.2006, όπου κατήγγειλε τον Π. Τατσόπουλο για διαπλοκή (είναι και της μόδας) με τον εκδ. οίκο Κέδρο. Ο μόνος τρόπος για να ελεγχθεί ήταν να δω τις κριτικές του. Καταγράφω τους εκδοτικούς οίκους με τους οποίους ασχολήθηκε μέσα στο 2006:
Bell (1), Άγρα (3), Εξάντας (1), Ισνάφι (1), Καστανιώτης (4), Κέδρος (5), Λιβάνης (2), Μέδουσα (1), Μελάνι (3), Μεταίχμιο (4), Μοντέρνοι καιροί (1), Νεφέλη (1), Νήσος (1), Πατάκης (1), Πόλις (1), Πολύχρωμος Πλανήτης (1), Ποταμός (1), Ωκεανίδα (1).
Α. Δεν ξέρω αν οι φορές που αναλογούν στον Κέδρο στοιχειοθετούν κατηγορία για διαπλοκή, όπως η κατηγορία αναφέρει.
Β. Η βεντάλια των επιλογών του είναι πολύ ευρεία, πράγμα που δεν συμβαίνει σε πολλούς κριτικούς.
Γ. Δεν μιλάω για την ποιότητα των βιβλιοπαρουσιάσεών του· προσπαθώ να είμαι δίκαιος, αν δεν ξέρω συγκεκριμένα πράγματα, για το ξεπούλημα των όποιων κριτικών (ανθρώπων).

Πατριάρχης Φώτιος
16.09.2006

Friday, September 15, 2006

Χυμός μήλο κεράσι

Σας παρουσιάζω ενημερωτικά μερικά από τα βιβλία που έρχονται μέσα στο φθινόπωρο:

Ο Αρ. Αντονάς, “Ο χειριστής – Οίκημα – θέατρο”, εκδ. Άγρα, η Αντ. Δημητρακάκη, “Το μανιφέστο της ήττας”, εκδ. Εστία, η Δ. Κολλάκου, “Θερμοκρασία δωματίου”, εκδ. Πατάκης και ο Χρ. Αστερίου, “Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη”, εκδ. Πατάκης είναι νέοι συγγραφείς με προοπτικές και η νέα τους εμφάνιση μας γεμίζει με προσδοκίες.

Ο Κ. Μουρσελάς, “Παλιώνουν οι άνθρωποι”, εκδ. Ελλ. Γράμματα, ο Αντ. Σουρούνης, “Το μονοπάτι στη θάλασσα”, εκδ. Καστανιώτης, ο Μ. Κουμανταρέας, “Η γυναίκα που πετάει”, εκδ. Κέδρος, ο Γ. Σκούρτης, “Μανιφέστο”, εκδ. Κέδρος, η Σ. Τριανταφύλλου, “Τα κινέζικα κουτιά”, εκδ. Πατάκης είναι από την άλλη καταξιωμένοι πεζογράφοι, των οποίων –καλώς ή κακώς- κάθε νέο βιβλίο εντάσσεται στην παράδοση που τα έργα τους έχουν δημιουργήσει και θα συζητηθούν.

Ο Σ. Σερέφας Σ., “Θα γίνω ντιζέζ”, εκδ. Μεταίχμιο και ο Π. Τατσόπουλος, “Η καλοσύνη των ξένων”, εκδ. Μεταίχμιο αναπλάθουν μυθοπλαστικά αληθινές ιστορίες.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο Τ. Γουδέλης, “Οικογενειακές ιστορίες”, εκδ. Εστία, ο Τ. Πατρίκιος, “Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες”, εκδ. Κέδρος και το αστυνομικό-μαθηματικό μυθιστόρημα του Τ. Μιχαηλίδη “Πυθαγόρεια εγκλήματα”, εκδ. Πόλις, ενώ επανεκδίδεται το αστυνομικό μυθιστόρημα του Π. Νιρβάνα “Έγκλημα στο Ψυχικό”, εκδ. Ίνδικτος –ίσως το πρώτο ελληνικό-.

Από την ξενόγλωσση παραγωγή συγκρατώ προς το παρόν το έργο του E. Doctorow, “Το βιβλίο του Ντάνιελ”, εκδ. Πόλις, αυτής της εμβληματικής φυσιογνωμίας του αμερικανικού μεταμοντερνισμού.

Από την άλλη, ξεχωρίζω μερικές μελέτες για τη λογοτεχνία, όπως ο Στ. Μάρας, “Η ξέγνοιαστη γενιά του ’30”, εκδ. Εξάντας, το δοκίμιο του Χρ. Χρυσόπουλου., “Το γλωσσικό κουτί”, εκδ. Καστανιώτης, ο Sartre, “Τι είναι λογοτεχνία;”, εκδ. Μεταίχμιο, ο Tadie, “Το μυθιστόρημα τον 20ο αιώνα”, εκδ. Τυπωθήτω και η Π. Μηλιώρη, “Εσείς, εγώ και οι λέξεις”, εκδ. Ψυχογιός.

Τέλος, μια μελέτη για τον αρχαίο κόσμο: Cl. Calame, “Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα”, εκδ. Μεταίχμιο.

Πατριάρχης Φώτιος14.9.2006

Βυζαντινός καφές

Π. Αγαπητός, "Ο χάλκινος οφθαλμός"


Ο καφές που προσφέρουμε σήμερα σχετίζεται άμεσα με το ανάγνωσμά μας: “Ο χάλκινος οφθαλμός” του Π. Αγαπητού έχει δύο χαρακτηριστικά που τον κάνουν τερπνό και ενδιαφέροντα. Αφενός το αστυνομικό μυστήριο που εξάπτει την περιέργεια για το τέλος του έργου και αφετέρου η ιστορική του βάση, τοποθετημένη στο Βυζάντιο του 9ου αιώνα, η οποία κάνει την παρουσιαζόμενη ατμόσφαιρα μαζί εξωτική και οικεία, καινοφανή και γνώριμη. Ο αξιωματούχος-ντετέκτιβ δεν έχει στη διάθεσή του τις σύγχρονες μεθόδους, αλλά μόνο την οξυδέρκειά του και τις μαρτυρίες των προσώπων. Στην αρχή δίνει την αίσθηση ότι η ανάπλαση της ιστορίας της εποχής είναι σημαντικότερο μέλημα από την υπόθεση, καθώς γεμίζει με περιγραφές -λ.χ. των ενδυμασιών- που εξασθενίζουν τη δύναμη της αφήγησης. Στη συνέχεια ή ο αναγνώστης τις συνηθίζει ή ο συγγραφέας τις περιορίζει, με θετικά αποτελέσματα για την τελική εντύπωση.

Πατριάρχης Φώτιος
12.9.2006

Χυμός πεπόνι

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ


Μία από τις ελάχιστες συναινέσεις της εγχώριας λογοτεχνικής «κριτικής» (κριτικής βεβαίως με εισαγωγικά, μια και αναφέρομαι στα –κατ’ ουσίαν– αναγνωστικά σχόλια που εμφανίζονται ως επώνυμες κριτικές στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων), είναι και αυτή που αφορά τους «νέους» συγγραφείς. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την προσφιλή σε όλους ιδέα, οι λιγότερο προχωρημένοι στη διαδικασία νομιμοποίησης (που –ειρήσθω εν παρόδω– μπορεί να έχουν και την ίδια βιολογική ηλικία με τους λεγόμενους «καθιερωμένους») αρνούνται a priori αυτό που είναι και αυτό που κάνουν οι συγγραφείς των προηγούμενων «γενεών» και αγωνιούν να τινάξουν από επάνω τους κάθε συγκαταβατικό σημάδι «λογοτεχνικής γήρανσης» που θα τους κατέτασσε στους «συμβιβασμένους». Από την άλλη πλευρά, οι «καθιερωμένοι» συγγραφείς δεν βλέπουν στους νέους συγγραφείς τίποτε άλλο, παρά μόνο μια γιγάντια και κενή φιλοδοξία.

Πράγματι, αυτός ο μερικά συγκρουσιακός χαρακτήρας του λογοτεχνικού χώρου δεν είναι απολύτως ψευδής. Η εισαγωγή νέων δημιουργών είναι ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους αλλάζουν οι συσχετισμοί σε κάθε χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της σκέψης. Οι νεοφερμένοι, απλώς και μόνο με την παρουσία τους (και αναλόγως με το πλήθος τους), αλλάζουν τις σχέσεις ανάμεσα στους συμμέτοχους του παιχνιδιού και οπωσδήποτε αξιώνουν την επιβολή ενός νέου τρόπου αξιολόγησης έργων και θέσεων.

Η επανάληψη, λοιπόν, αυτών των διαπιστώσεων δεν αποδεικνύει πόσο καίρια και επίκαιρη είναι η σκέψη των κριτικών μας, αλλά –αντιθέτως– πόσο «τεμπέλικη», κουρασμένη και κοινότοπη είναι η τρέχουσα κριτικογραφία μας, που δεν αντιλαμβάνεται (λόγω της ρηχότητας των αναγνώσεων;), δεν αισθάνεται (λόγω απουσίας αληθινού ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία;) ή ίσως δεν προλαβαίνει να αποτυπώσει (λόγω της συχνότητας και του πλήθους των δημοσιεύσεων;) ό,τι εμπνευσμένο και ενθουσιαστικό μπορεί να αντληθεί με αφορμή τη λογοτεχνία των ημερών μας.

Και το αποκαρδιωτικό στοιχείο είναι ότι αυτή η βιαστική και επιφανειακή κριτική θα μπορεί πάντοτε να επαναπαύεται στις περιστασιακές επιτυχίες της, επειδή είναι σίγουρο ότι κάθε τόσο –λόγω της κοινοτοπίας της– θα ευστοχεί στο προφανές.
Κάτια
13/9/2006

Saturday, September 02, 2006

Χυμός αχλάδι


ΔΙΑΚΟΠΗ - ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Να λοιπόν μια ένδειξη ότι οι αναγνώσεις των διακοπών μου πήγαν καλά: επέστρεψα δίχως απαντήσεις, αλλά με ανανεωμένες τις διατυπώσεις των ερωτημάτων μου. Γιατί κάθε φορά που πιάνω στα χέρια ένα βιβλίο σκέφτομαι μήπως (και με ποιον τρόπο) το νόημα μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από «πρόθεση». Μπορεί ποτέ το υποκείμενο (ο αναγνώστης, ο συγγραφέας, ο σχολιαστής) να ξέρει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η στάση και το νόημα; Και αν τούτο δεν είναι δυνατό, μπορεί τουλάχιστον να αναγνωρίσει με επάρκεια τους κανόνες για τη χρήση των λογοτεχνικών υλικών ακολουθώντας τις σημασιολογικές υποδείξεις του έργου; Και ύστερα, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια χρήσιμη διατύπωση με την οποία δυο άνθρωποι συνεννοούνται κάτω από ειδικές συνθήκες (για παράδειγμα: ένας συγγραφέας και ένας αναγνώστης), και σε μια φράση με νόημα εν γένει; Δηλαδή ποια σημασιολογία διαφοροποιεί το πεδίο της τρέχουσας, «κοινής», ομιλούμενης γλώσσας από τη λογοτεχνία που την αναπαράγει; Θέλω να πω, η επικοινωνία από πού αρχίζει; Από την παρουσία του υποκειμένου στους πολλούς / στον εαυτό του / στους άλλους; Επομένως από τη μαζικότητα / την ταυτότητα / τη διυποκειμενικότητα; Και τότε η επικοινωνία (που οπωσδήποτε προϋποθέτει έναν συμμέτοχο) είναι πράγματι μια συναίνεση (consensus) με τον λόγο του άλλου (dissensus); Και ό,τι θέλω να πω για το αντικείμενο (για το έργο) έχει πράγματι νόημα ή το νόημα προέρχεται από εμένα που το σχολιάζω και το εξηγώ;

Και να ένα δεύτερο –απότοκο- ζήτημα πάνω στη «φύση» του λογοτεχνικού: είναι η λογοτεχνία ενιαία; Ή μάλλον είναι ενιαία για όλους, και με ποιους τρόπους; Κι αν είναι, γιατί την κατακερματίζουμε; Από την άλλη, αν θα έπρεπε να οδηγηθούμε προς την ιδέα της «συνέχειας», δεν θα βρισκόμασταν άραγε αμέσως αντίθετοι προς την ίδια την ιστορία της λογοτεχνίας, καταστρατηγώντας την ενόψει μια «λογικής ενότητας»; Γιατί είναι πλέον γνωστό ότι η ιστορία δεν «προχωρά», δεν έχει «διαδρομή», αλλά διαμορφώνεται μέσα από χάσματα, ελλείψεις και διαφορές. Από την εποχή του Kant (για να εκλέξουμε ένα σημαδιακό σημείο), βλέπουμε τα κείμενα με τον ίδιο τρόπο; Μιλάμε γι’ αυτά με τον ίδιο τρόπο; Οροθετούμε με τους ίδιους κανόνες τα αναλυτικά μας εργαλεία; Έχουμε πάντοτε πεδία ομοιογενή (όπως θέλει ο Bourdieu) όπου το νέο παράδειγμα ενσωματώνεται στο προηγούμενο ή όπου το παλιό εμφανίζεται δίχως διαταράξεις; Τι ξέρουμε αλήθεια (ή μάλλον τι μπορούμε να ξέρουμε διαχρονικά) για τη γραφή, αν η λογοτεχνία αλλάζει διαρκώς ακόμα και εκείνο το παρελθόν της; Και ποιος αποφαίνεται γι’ αυτό; Ποιος κρίνει;

Η απάντηση εδώ είναι: κανείς. Η υπόθεση τότε παραπέμπεται διαρκώς εκ νέου. Η ετυμηγορία οφείλει να είναι πάντοτε εφέσιμη. Το δικαστήριο είναι και πάλι η λογοτεχνία. Μετά την διακοπή αποκαθίσταται (και εδώ βρίσκεται το οξύμωρο) μια «νέα συνέχεια». Το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο είναι «νέα» αφού κάθε φορά εξακολουθεί να είναι «συνέχεια».

Κάτια
30/8/2006



Κανταΐφι


Είχα γράψει παλαιότερα για την κατάντια των “Νέων” που έχουν δώσει βήμα σε σχετικούς και άσχετους να κρίνουν τη λογοτεχνική παραγωγή. Σήμερα θέλω να αναφερθώ στη Βιβλιοθήκη της “Ελευθεροτυπίας” της Παρασκευής η οποία ονομάζει αφιέρωμα ένα σύνολο δύο ή συχνά και ενός άρθρου: βλ. λ.χ. την Παρασκευή 10 Αυγούστου (1 άρθρο). Σήμερα έκανε το εξής αμίμητο: Αφιέρωμα στην Ιαπωνική λογοτεχνία με 2 άρθρα του ίδιου μελετητή. Την επόμενη φορά τους εύχομαι και σ’ ανώτερα, δηλαδή 3 άρθρα του ίδιου συντάκτη.

Πατριάρχης Φώτιος
18.8.2006

Λεμονάδα


Η αποκάλυψη εκ μέρους του νομπελίστα συγγραφέα Γκύντερ Γκρας του γεγονότος ότι είχε υπηρετήσει σε επίλεκτες μονάδες του Χίτλερ προκαλεί διχογνωμίες στην κοινή γνώμη για το πρόσωπό του. Ίσως η φήμη του ως πνευματικού ανθρώπου που είχε λάβει ενεργή πολιτική θέση σε ποικίλα ζητήματα της Γερμανίας αμαυρώνεται. Ως συγγραφέας όμως δεν κλονίζεται καθόλου, γιατί το έργο του είναι αποσπασμένο από την προσωπικότητά του. Τα κείμενά του πρέπει να κρίνονται αυτούσια, όπως δεν έχει σημασία το φιλοναζιστικό προφίλ του Κ. Χάμσουν ή άλλων με ακραίες ιδεολογικές θέσεις.


Πατριάρχης Φώτιος
16.8.2006

Tuesday, August 01, 2006

Γιαούρτι με φρούτα

Θαυμάζω ώρες ώρες τον Δ. Κούρτοβικ, ο οποίος –όταν δεν θολώνει από την εμπάθεια- πείθει ότι έχει κριτική στόφα και μπορεί να ανακαλύπτει πολλές από τις κρυμμένες και μη αρετές του κειμένου. Στο φύλλο των Νέων της 29-30 Ιουλίου καταφέρνει να συλλάβει και να παρουσιάσει με επιτυχία την πίσω όψη του υφάσματος του μυθιστορήματος της Ελ. Γιαννακάκη “Τα χερουβείμ της μοκέτας”. Κατά τον Κούρτοβικ, η πανεπιστημιακός από την Αγγλία υπονομεύει τα μυθιστορήματα γυναικείας γραφής με τη ζοφερή πλευρά της καθημερινότητας. Η ηρωίδα της Γιαννακάκη ολοκληρώνεται μέσα από τον μονόλογό της και φαίνεται πόσα μπορεί να κάνει ο απλός άνθρωπος για να υπερασπιστεί την κατακτημένη του κοινωνική επιτυχία.

Πατριάρχης Φώτιος
29.7.2006

Φρουτ-παντς

Ενδολογοτεχνική μετάφραση

Κάποτε ήμουν απόλυτα αρνητικός. Τώρα προσπαθώ να καταλάβω τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών.
Και διατυπώνω το εξής ερώτημα στον εαυτό μου ως δικηγόρος του διαβόλου: παλιότερα τέθηκε και απαντήθηκε θετικά το ερώτημα αν μπορούμε να μεταφράζουμε τους αρχαίους. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τους Βυζαντινούς. Η απορία μου τώρα είναι: μέχρι ποια χρονική στιγμή της νεοελληνικής λογοτεχνίας (πρωτονεοελληνικά, κρητική αναγέννηση, μεταβυζαντινά, 19ο αιώνα…) μπορούμε -υπό προϋποθέσεις βέβαια- να μεταφράσουμε;
Ερώτημα της άλλης πλευράς: είναι δυνατόν η μετάφραση να εξοβελίσει το πρωτότυπο ή είναι ένα τέχνασμα για να την πουλήσουμε στο λογοτεχνικό κοινό του 2006 και το 2007 θα έχει εξαφανιστεί;

Πατριάρχης Φώτιος
28.7.2006

Παγωμένη σοκολάτα

Η είδηση από τη σημερινή Ελευθεροτυπία: Ο διευθυντής της Κομεντί Φρανσέ δεν ανανέωσε τη θητεία του, επειδή είχε κόψει το έργο του Π. Χάντκε από το πρόγραμμα παραστάσεων, διότι ο συγγραφέας είχε παραστεί στην κηδεία του Μιλόσεβιτς. Ι) Πότε επιτέλους θα αποδεσμευτεί ο συγγραφέας από το έργο του; Πάμπολλοι συγγραφείς θα κρίνονταν αρνητικά για τις πολιτικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές του θέσεις (π.χ. ο Χάμσουν ήταν φιλοναζιστής κ.λπ.) αλλά τα έργα τους ακολουθούν τη δική τους πορεία. ΙΙ) Ως πότε οι όποιοι σχετικοί ή άσχετοι θα ασκούν λογοκρισία σε πολιτισμένες κοινωνίες, όπως η Γαλλία, και θα γίνονται ανεκτοί, επειδή συντονίζονται με το politically correct της εκάστοτε εποχής;


Πατριάρχης Φώτιος
28.7.2006

Χυμός σαγκουίνι

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Μέρος 2ο

Ας το πούμε αλλιώς: η πολλαπλότητα και η ανισότητα των νόμων της λογοτεχνίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε να καθίσταται μεν δυνατό να υπαγάγουμε μεμονωμένους από αυτούς σε μια κοινή έννοια ευταξίας (και η φορμαλιστική θεωρία έκανε μεγάλες προσπάθειες σε αυτό), ποτέ όμως δεν είναι εφικτό να συλλαμβάνουμε την ολότητά τους σε ενιαία αιτιακή, γενετική, ακολουθία. Με αυτόν τον περιορισμό, η κριτική εξακολουθεί να έχει φιλοδοξίες εγκυρότητας, όχι όμως με απόλυτη λογική απαίτηση εξουσίας, αλλά με έναν γνώμονα ο οποίος την εξυπηρετεί ως ώθηση και οδοδείκτης σε όλες της τις διερευνήσεις. Προϋποθέτει λοιπόν μια νομοτέλεια, μια «φύση του λογοτεχνικού», η οποία είναι μεν ενδεχομενική, αλλά αναγνωρίζει αυτήν τη νομοτέλεια «για το καλό της».

Οπωσδήποτε σε αυτήν την τυπική σκοπιμότητα της κριτικής (δηλαδή στην προσπάθειά της να συγκροτηθεί ως συνεχής ερμηνεία όλων των κατ’ εξαίρεση νόμων και μορφών της λογοτεχνικής δημιουργίας) δεν λαμβάνει, ούτε θεμελιώνει μια θεωρητική γνώση. Μόνο κατασκευάζει, κρίνει και διερευνά έναν αφηγηματικό μίτο. Ως δογματικό σύστημα, η κριτική δεν αποκτά εδώ (ως εξατομικευμένη βιβλιοκριτική) νέο περιεχόμενο. Οι συνταγματικές αποφάνσεις με τις οποίες συνήθως εργάζεται (ότι το νόημα επιλέγει πάντα τον συντομότερο δρόμο, ότι η λογοτεχνία δεν κάνει τίποτε εις μάτην, ότι δεν ανέχεται άλματα, ότι, μολονότι πλούσια σε είδη, είναι φτωχή σε γένη… κ.λπ.) δεν είναι απόλυτοι προσδιορισμοί της ουσίας της (του εκάστοτε περιεχομένου), όσο αφετηριακές συναρτήσεις της ίδιας της a priori κριτικής ικανότητας.

Αυτός ο κυρίαρχος νόμος στον οποίο υπάγεται κάθε στοιχείο του έργου, ήδη από την πρωταρχική του μορφή, εμφανίζεται εδώ ως ο απριορικός ρυθμιστής εκείνης της συνάφειας και της μακάριας συμφωνίας που αναγνωρίζουμε με θαυμασμό στο επιτυχημένο έργο και που αρνούμαστε τελεσίδικα από κείνο που αποτυγχάνει να μας ανταμείψει.

Πολλοί γράφουν για τη λογοτεχνία με το άλλοθι της «αυθόρμητης γνώμης», χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτή η αφετηριακή, καταγωγική αυθεντικότητα είναι ανύπαρκτη. Και το μόνο που κατορθώνουν επιδιώκοντας το «δήθεν αυθεντικό», είναι να αποκαλύπτουν την κοινοτοπία μιας τρέχουσας εντύπωσης.

Κάτια
27-8-2006

Γλυκό νεράντζι

Ας δούμε πειραματικά ποιους επιλέγουν οι εφημερίδες να γράψουν για την πεζογραφία. Ξεκινάμε ενδεικτικά από Τα Νέα:

-Μανόλης Πιμπλής (κριτικός λογοτεχνίας)
-Σοφία Νικολαΐδου (φιλόλογος-συγγραφέας)
-Μικέλα Χαρτουλάρη (δημοσιογράφος-κριτικός λογοτεχνίας)
-Πέτρος Τατσόπουλος (συγγραφέας)
-Μιχάλης Μιχαηλίδης (συγγραφέας)
-Τάσος Χατζητάτσης (οδοντίατρος-συγγραφέας)
-Βασίλης Πεσμαζόγλου (συγγραφέας)
-Λάκης Προγκίδης (εκδότης περιοδικού)
-Εύη Λαμπροπούλου (συγγραφέας)
-Τάκης Θεοδωρόπουλος (συγγραφέας)
-Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας)
-Ευριπίδης Γαραντούδης (επίκουρος καθηγητής Νεοελ. Φιλολογίας)
-Δημοσθένης Κούρτοβικ (κριτικός λογοτεχνίας)

Πρώτες παρατηρήσεις:
Υπάρχει μια σταθερή ομάδα που έχει κύρος και κριτική σκέψη (ξεχωρίζω τη Χαρτουλάρη και τον Κούρτοβικ)
Καταθέτουν το όνομά τους αλλά κυρίως την κατάρτισή τους οι πανεπιστημιακοί (Αμπατζοπούλου και Γαραντούδης)
Υπάρχουν κάποιοι σταθεροί συντελεστές του χώρου που θεωρούνται έμπειροι (Τατσόπουλος, Πεσμαζόγλου, Προγκίδης, Θεοδωρόπουλος)
Τσοντάρουμε και δυο τρεις αυτοονομαζόμενους “κριτικούς”, συγγραφείς που πουλάνε αέρα γράφοντας κριτικές (ο Χατζητάστης όταν κρίνει έναν φιλολογικό τόμο για τον καθηγητή Π. Μουλλά, ο Μιχαηλίδης που γράφει την υπόθεση του Στόλεσεν και εσχάτως η Λαμπροπούλου, σχεδόν… συγγραφέας και καθόλου κριτικός)
Τελικά πώς συντίθεται η ομάδα των κριτικών μιας εφημερίδας και πότε επιτέλους θα μιλάνε οι ειδικοί και όχι οι αυτόκλητοι εμπειριστές;


Πατριάρχης Φώτιος
22.07.2006

Χυμός μήλο

Οι εκδόσεις Πόλις έχουν ανανεώσει σθεναρά το τοπίο στη λογοτεχνία. Και το λέω αυτό χωρίς φόβο να με θεωρήσουν διαπλεκόμενο (δεν έχω εκδώσει σε κανέναν εκδοτικό οίκο τίποτα ούτε γνωρίζω κανέναν από τις εκδόσεις Πόλις). Μερικά βιβλία της παγκόσμιας πεζογραφίας που έφεραν μεταφρασμένα για το ελληνικό κοινό αξίζουν αφάνταστα:

- Πέρσιβαλ Έβερετ, Αμερικάνικη έρημος

- Άντριου Κρούμι, Μόμπιους Ντικ

- Μάρκ Ντανιελέφσκι, “Σπίτι από φύλλα”

- Γκούναρ Στόλεσεν, “Δικός σου, ως το θάνατο”

Εξίσου σημαντική είναι η προσπάθειά τους στον χώρο της μελέτης της λογοτεχνίας με τα έργα της Α. Καστρινάκη για τη δεκαετία 1940-1950 και της Κ. Κοτζιά για την περίοδο 1930-1974.

Να συνεχίσουν έτσι, ώστε να απολαμβάνουμε και στο μέλλον τις επιλογές τους.

Πατριάρχης Φώτιος

21.07.2006

Στρατσατέλα

Στην εφημερίδα “Καθημερινή” διεξάχθηκε σήμερα (16.7.2006) ένας γονιμότατος διάλογος για τη σχέση κριτικής και ποίησης. Δυο τρία σχόλια στα πολύ ενδιαφέροντα που γράφτηκαν:
Όντως η κριτική πρέπει να ασχολείται με το έργο και όχι με το πρόσωπο (Ν.Γ. Ξυδάκης)· το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που οι νέες φουρνιές συγγραφέων πουλάνε πέρα από τα βιβλία τους και το προφίλ τους.
Η αριστερή κριτική –και γενικότερα η κριτική που κρίνει a priori με βάση την ιδεολογία- είναι πλέον ξεπερασμένη. Η γνώμη της Ι. Καρυστιάνη σ’ αυτό το σημείο θυμίζει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οπότε οι κριτικοί έκριναν κομματικά και βάσει συγκεκριμένων προκατασκευασμένων αντιλήψεων.
Η Τ. Δημητρούλια έχει σαφή αυτεπίγνωση των ιδιοτήτων του κριτικού. Αντιλαμβάνεται πως ο καλός κριτικός οφείλει να είναι επαρκής αναγνώστης (ενημερωμένος και καταρτισμένος), επικεντρώνεται στο έργο και όχι στον βίο και κρίνει με βάση ενδολογοτεχνικά κριτήρια. Απλώς δεν συνειδητοποιεί ότι η κριτική πλέον χρειάζεται κατάρτιση, θεωρία λογοτεχνίας και άλλα μεθοδολογικά εργαλεία. Επομένως, ο κριτικός πλέον δεν μπορεί να είναι εμπειρικός βιβλιαναγνώστης αλλά καταρτισμένος θεωρητικός.

Πατριάρχης Φώτιος
16.07.2006

Sunday, July 16, 2006

Ένας δεύτερος χυμός από τρία εσπεριδοειδή

ΑΝΤΙΚΕΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑ


Σκέφτηκα να απαντήσω από εδώ στον «χυμό με τα τρία εσπεριδοειδή» του Πατριάρχη, αλλά μετά κατάλαβα ότι η απορία του σημαίνει ότι ο ίδιος γνωρίζει ήδη πολύ καλά την απάντηση. Και δεν είναι καν απαραίτητο να συνταχθεί κανείς ανοιχτά με ό,τι μας έμαθε ο μεταμοντερνισμός περί της απουσίας του "κέντρου", περί της ανυπαρξίας αυτής της υπερβατικής διακριτικής "ουσίας" που ο συνεταίρος μου Φώτιος θα ήθελε να υπάρχει, για να γίνει κατανοητή η ρητορικότητα της ερώτησής του.

Γιατί αυτά τα ερωτήματα κυκλοφορούν με πολλές μορφές ήδη από τον 18ο αιώνα. Είναι εκείνη η βασική παραδοχή της νεωτερικότητας (του Λέσσινγκ, για παράδειγμα, και του Καντ) ότι ο αγώνας μεταξύ ιδιοφυΐας και κανόνα, μεταξύ φαντασίας και λόγου, είναι άνευ αντικειμένου διότι η δημιουργία δεν προσκτά κανόνα "εκ των έξω", είναι όμως η ίδια αυτός ο κανόνας [1]. Μέσα της αποκαλύπτεται αυτή η αναγνωρίσιμη (αν έτσι το θέλουμε) σκοπιμότητα ή νομοτέλεια, η οποία όμως πουθενά αλλού πέρα από το συγκεκριμένο καθ’ έκαστο καλλιτεχνικό μόρφωμα δεν παρίσταται και δεν διαμορφώνεται, παρά μόνο στη συγκεκριμένη και ατομική καλλιτεχνική μορφή per se.

Η "ορίζουσα αρχή" που ο Πατριάρχης (ως άνθρωπος της πίστης) τόσο επιθυμεί, είναι κάτι που ο ίδιος (ως ειλικρινής στοχαστής) γνωρίζει ότι δεν υπάρχει. Άλλωστε, ακόμα κι αν υπήρχε -ο Πατριάρχης το γνωρίζει πολύ καλά κι αυτό- δεν θα μπορούσε ποτέ και πουθενά να δειχτεί.

Κάτια
16/7/2006


[1]. Στο καντιανό αυτό πλαίσιο ο "κανόνας" έχει την έννοια του "συνήθους" και δεν πρέπει να συγχέεται με τον λεγόμενο "λογοτεχνικό κανόνα". Επίσης, η καντιανή "ιδιοφυΐα" αναφέρεται στην "ιδιοφυΐα του αντικειμένου" (στην ιδιαίτερη ουσία του έργου) και όχι στην "ιδιοφυΐα του προσώπου" (δηλαδή στην ιδιοφυΐα του συγγραφέα - που άλλωστε δεν προκύπτει παρά μόνο ως μορφή του ίδιου του έργου).

Saturday, July 15, 2006

Γκρεκοτσίνο


Διαβάζω το σημερινό φύλλο της “Βιβλιοθήκης” στην Ελευθεροτυπία. Κριτική για την Νικολαΐδου. Και σκέφτομαι πόσο αυτός ο κύκλος αυτοπροβάλλεται. Οι κριτικοί που γράφουν βιβλία κρίνονται από άλλους κριτικούς, γνωστούς στα περιοδικά και στις εφημερίδες, στο λογοτεχνικό σινάφι που ευλογεί τα γένια του. Το ίδιο έγινε τη χρονιά που πέρασε με την Α. Μαντόγλου και τον Ηλ. Μαγκλίνη. Γιατί εμένα μου φάνηκε “Ο μωβ μαέστρος” της Σ. Νικολαΐδου πολύ κατώτερο του αναμενόμενου; Γιατί οι κριτικοί, όπως η Χοντολίδου στο Εντευκτήριο του Ιουνίου, τχ. 73, κρίνουν με βάση αν τους συγκίνησε ή όχι, αν τους θύμισε την πόλη τους ή…;

“Ο μωβ μαέστρος” αναφέρεται σε μια κοπέλα η οποία, αφού πέθανε ο πατέρας, προσπαθεί να καταλάβει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του όσο ζούσε. Μικρά κεφάλαια, γρήγοροι ρυθμοί, φιλοσοφίες ζωής μέσα σε μια πληθώρα επεισοδίων που διαδέχονται το ένα το άλλο με ασύνδετες αναδρομές. Τα πρόσωπα γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές σκιαγραφούνται με σύντομες βιογραφίες της πορείας τους. Τελικά ποιο αποτέλεσμα έχει αυτή η προσπάθεια; Ο αναγνώστης δεν ταυτίζεται με κανέναν, ούτε προβληματίζεται. Δεν προλαβαίνει να το κάνει από στιγμιότυπο σε στιγμιότυπο. Η λογοτεχνία δεν κερδίζει, αλλά παρεκκλίνει σε μια light εκδοχή της, σαν άνοστα σφηνάκια. Το σύνολο αδυνατίζει από τα μέρη αλλά και τα μέρη δεν διαβάζονται ως τέτοια, αφού τυπικά συνθέτουν ένα όλο.

Πατριάρχης Φώτιος
14.07.2006

Παγωτό φιστίκι μπανάνα


Περιοδικά γύρω από το βιβλίο. Δεν στέκομαι σε όσα αναφέρονται σε αργούς αναγνώστες, αλλά σ’ αυτά που πλέον γράφονται με τη λογική των blogs, με την ταχύτητα ενός καταλόγου, με τη μορφή μικρών παρουσιάσεων σαν να πρόκειται για συλλογή διαφημίσεων: το “Index” λ.χ. και το “διαβάζω” μέχρι ενός σημείου, αν και το τελευταίο προσπαθεί να βρει την καινούργια του ταυτότητα, ανάμεσα στο εύκολο ανάγνωσμα στο μετρό και στην πιο ουσιαστική τοποθέτηση στον χώρο του βιβλίου. Τελικά κάνουμε το βιβλίο προϊόν σουπερμάρκετ που προβάλλεται βιαστικά και πρόχειρα, σαν σε ενημερωτικό διαφημιστικό ένθετο στις εφημερίδες, από αυτά που τα πετάς πριν τα ανοίξεις.

Πατριάρχης Φώτιος
11.07.2006

Χυμός τρία εσπεριδοειδή


Διαβάζοντας πολλά μυθιστορήματα –ελληνικά και ξένα- αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τελικά θα κάνει ένα βιβλίο να ξεχωρίσει μέσα στην πληθώρα των προσπαθειών. Και αναρωτιέμαι κάτι τέτοιο κυρίως όταν βλέπω καλές ιδέες που έχουν γίνει αντικείμενο μιας κάποιας ικανοποιητικής επεξεργασίας. Δε φτάνει. Όταν βλέπω ένα καλοδουλεμένο ύφος που δείχνει ζεστασιά και αγάπη για τη γλώσσα. Δε φτάνει. Όταν βλέπω ένα ενδιαφέρον θέμα που δεν έχει απασχολήσει άλλους ή ένα πρωτότυπο τέλος που καταξιώνει την προσοχή του αναγνώστη. Δε φτάνει. Είναι ο συνδυασμός όλων μαζί; Όχι πάντα, αν κρίνει κανείς από αναγνωρισμένα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ποια αναλογία εντέλει και ποια χημεία παραμέτρων θα δώσει ένα ποιοτικό βιβλίο;

Πατριάρχης Φώτιος
8.7.2006

Παγωτό παρφέ σοκολάτα

Καταγράφω σε μια προσπάθεια σύγκρισης τις 70 προτάσεις ελληνικής πεζογραφίας που έκαναν πρόσφατα οι εφημερίδες “Τα Νέα” (24-25.6.2006) και “Ελευθεροτυπία” (30.6.2006) και το περιοδικό “διαβάζω” (τχ. 465, Ιούλιος-Αύγουστος 2006) για το καλοκαίρι.
Τίτλος ελληνικής πεζογραφίας
1. Αβέρωφ, Τατιάνα, Ανοικτή γραμμή
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
2. Αλ Σαλέχ, Αφροδίτη, Ο Βεσάρος
ΔΙΑΒ.-Π.Κρημνιώτη
3. Αμπαζής, Κωνσταντίνος, Σαράντα καλοκαίρια
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
4. Ανδιανόπουλος, Ανδρέας, Κατερίνα Σφόρτσα
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
5. Βαλαωρίτης, Νάνος, Γνωρίζετε την Ελπινίκη;
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
6. Βασιλικός, Βασίλης, Οι ωραίοι ωρεοί
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
7. Βιδάλης, Γιώργος, Τρυφερή είναι η νύχτα
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
8. Βιντιάδης, Μηνάς, Το δεξί πόδι του Θεού
ΝΕΑ-Μ.Πιμπλής
9. Βλαβιανού, Άγγυ, Post coitus. Μετά τη συνουσία
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
10. Βλαντής, Νίκος, Writersland. Το νησί των συγγραφέων
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
11. Βλάχος, Πάναγιώτης, Καλή σας νύχτα, κύριε Φρόιντ
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
12. Βουράκης, Μάνος, Φάδερ ημών
ΔΙΑΒ.-Ν.Λαφαζάνη
13. Γαβαλά, Μαρία, Τα κορίτσια της πλατείας
ΝΕΑ-Π.Μάρκαρης
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
14. Γαλανάκη, Ρέα, Αμίλητα, βαθιά νερά
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
15. Γιαννακάκη, Ελένη, Τα χερουβείμ της μοκέτας
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
ΔΙΑΒ.-Ε.Καρακούλη
16. Γκουρογιάννης, Βασίλης, Από την άλλη γωνία
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
17. Γονατάς, Ε.Χ., Τρεις δεκάρες
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
18. Δημητρίου, Σωτήρης, Τα οπωροφόρα της Αθήνας
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
19. Διβάνη, Λένα, Νάντια
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
20. Διβάνη, Λένα – Κορτώ, Αύγουστος – Μιχαλοπούλου, Αμάντα – Χωμενίδης, Χρήστος, Το ερωτικό των τεσσάρων
ΔΙΑΒ.-Κ.Η.Γιαννόπουλος
21. Ελευθερίου, Μάνος, Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
22. Καισαρίδης, Γιάννης, Μισάντρα
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
23. Κάλιοσης, Βαγγέλης, Και τώρα τι θα γίνει χωρίς τρομοκράτες;
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
24. Καλιότσος, Παντελής, Δεκεμβριανή νύχτα
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
25. Καλλιφατίδης, Θοδωρής, Στο βλέμμα της
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
ΔΙΑΒ.-Γ.Ν.Περαντωνάκης
26. Καρακώστα, Μελίνα, Ναι, είναι αλήθεια
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
27. Καρύδας, Δημήτρης, Η πτήση
ΔΙΑΒ.-Δ.Τριανταφυλλίδης
28. Κασόλας, Μήτσος, Η άλλη Αμερική
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
29. Κιτσοπούλου, Λένα, Νυχτερίδες
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
30. Κουνενής, Νίκος, Ω, του θαύματος!
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
31. Λύρη, Νιόβη, Πρωινό ιντερσίτυ
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
32. Μαγκλίνης, Ηλίας, Σώμα με σώμα
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
33. Μαντόγλου, Αργυρώ, Bodyland χωρασωμάτων
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
34. Μάρκαρης, Πέτρος, Βασικός μέτοχος
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
ΔΙΑΒ.-Γ.Νέδας
35. Μαρτινίδης, Πέτρος, Ο θεός φυλάει τους άθεους
ΝΕΑ-Π.Μάρκαρης
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
36. Μίγγας, Δημήτρης, Στα ψέματα παίζαμε!
ΝΕΑ-Μ.Πιμπλής
37. Μιτσατάκη, Κλαίρη, Σωρείτες
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
38. Μιχαηλίδης, Μιχάλης, Νυχτερινή διαδρομή
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
39. Μουρσελάς, Κώστας, Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
40. Μπράμος, Γιώργος, Άσπρα γένια
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
41. Μωυσείδης, Στυλιανός, Πολεμώντας στο σκοτάδι
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
42. Ναχμία, Νίνα, Τίποτα πριν, τίποτα μετά
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
43. Νικηφόρου, Τόλης, Η εξαίσια ηδονή του βιασμού
ΕΛΕΥΘ.-Ν.Ντόκας.
44. Νικολαΐδου, Σοφία, Ο μωβ μαέστρος
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
45. Νοταράς, Γιώργος, Τόπος λατρείας
ΔΙΑΒ.-Ν.Λαφαζάνη
46. Παγκουρέλης, Βάιος, Ένα κρανίο για τον Γιόρικ
ΝΕΑ-Π.Μάρκαρης
47. Παπαδούλης, Δημήτρης, Η άλλη ζώνη
ΔΙΑΒ.-Ν.Κίτσου
48. Παπουτσή, Κατερίνα, Τα διπλά κρεβάτια κρύβουν μοναξιά
ΔΙΑΒ.-Χ.Ψ
49. Παυλιώτης, Αργύρης, Το επικηρυγμένο πρόβλημα
ΝΕΑ-Π.Μάρκαρης
ΕΛΕΥΘ.-Ν.Ντόκας
ΔΙΑΒ.-Φ.Φιλίππου
50. Πολιτοπούλου, Μαρλένα, Δώδεκα θεοί και τρεις φόνοι
ΕΛΕΥΘ.-Ν.Ντόκας
51. Πουσκουλέλης, Γιάννης-Φαέθων, Ο γάτος μου νιαουρίζει φούγκες
ΔΙΑΒ.-Ν.Κίτσου
52. Ράγκος, Γιάννης, Η στάση του εμβρύου
ΕΛΕΥΘ.-Ν.Ντόκας
ΔΙΑΒ.-Φ.Φιλίππου
53. Ραπτόπουλος, Βαγγέλης, Φίλοι
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
54. Σαΐας-Μαγρίζου, Βεατρίκη, Το βραχιόλι της φωτιάς
ΔΙΑΒ.-Π.Κρημνιώτη
55. Σαραντίτη, Ελένη, Γυναίκα με τριαντάφυλλο
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
56. Σκαμπαρδώνης, Γιώργος, Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΕΛΕΥΘ.-Β.Χατζηβασιλείου
ΔΙΑΒ.-Γ.Ν. Περαντωνάκης
57. Σολδάτος, Γιάννης, Διόνυσος, ο βασιλεύς των Ορέων
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΔΙΑΒ.-Ν.Λαφαζάνη
58. Σταυρακοπούλου, Σωτηρία, Η μεθυσμένη γυναίκα
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
59. Ταμβακάκης, Φαίδων, Άδεια ξενοδοχεία
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
60. Τατσόπουλος, Πέτρος, Η πρώτη εμφάνιση
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
61. Τρεχλής, Βλάσσης, Ταξίδι στη λευκή θάλασσα
ΔΙΑΒ.-Σ.Κακουριώτης
62. Τρικούκης, Μάκης, Η ταπείνωση του θριαμβευτή
ΔΙΑΒ.-Δ.Τριανταφυλλίδης
63. Φασούλας, Χρήστος, Ο έρωτας δεν κάνει για πιλότος
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
ΔΙΑΒ.-Ν.Κίτσου
64. Χατζηκωνσταντίνου, Δημήτρης, Τετράδια ονείρων
ΔΙΑΒ.-A.Basco
65. Χατζητάτσης, Τάσος, Μονόξυλο στο ποτάμι
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
66. Χουρμουζιάδου, Ελιάνα, Δεύτερη γυναίκα
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
67. Χριστόπουλος, Βασίλειος, Κι εσύ Έλληνας, ρε;
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου
ΔΙΑΒ.-Π.Κρημνιώτη
68. Χρυσανθοπούλου, Κατερίνα, Η γυναίκα που έγραφε για τον άνδρα
ΝΕΑ-Χ.Ποντίδα
69. Χρυσόπουλος, Χρήστος, Το φανταστικό μουσείο
ΔΙΑΒ.-Κ.Κατσουλάρης
70. Χωμενίδης, Χρήστος, Το σπίτι και το κελί
ΝΕΑ-Ρ.Γεωργακοπούλου

Συμπεράσματα: τα βιβλία που προτιμήθηκαν συγκεντρώνοντας τρεις ψήφους είναι: “Τα χερουβείμ της μοκέτας” της Ελ. Γιαννακάκη, “Στο βλέμμα της” του Θ. Καλλιφατίδη, ο “Βασικός μέτοχος” του Π. Μάρκαρη, η “Νυχτερινή διαδρομή” του Μ. Μιχαηλίδη, το “Επικηρυγμένο πρόβλημα” του Αργ. Παυλιώτη και το “Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου” του Γ. Σκαμπαρδώνη,

Πατριάρχης Φώτιος
6.7.2006

Καπουτσίνο

Μάνος Βουράκης, Φάδερ ημών, Ωκεανίδα 2005

Πολύς λόγος από στόμα σε στόμα για ένα βιβλίο με το οποίο δεν ασχολήθηκαν οι κριτικοί. Το πιο πιθανό είναι ότι οι τελευταίοι δεν φοβήθηκαν τη μήνιν του Χριστόδουλου, αλλά –απ’ όσο μπορώ να έχω γνώμη ως Πατριάρχης- προβληματίστηκαν για μερικά κύρια γνωρίσματα της λογοτεχνικής(;) του γραφής. Το βιβλίο στην ουσία αποτελεί μία διασκευή της Καινής Διαθήκης με αναφορά σε μια επανάληψη της Πρώτης Παρουσίας από μια Δεύτερη. Ο Βουράκης φτιάχνει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του Χριστιανισμού χρησιμοποιώντας κοφτερή γλώσσα, ιδιαίτερο τρέχοντα λόγο, έξυπνα τεχνάσματα και ευφάνταστες συλλήψεις που κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα δύο μεγάλα ωστόσο μειονεκτήματά του είναι: α) η ιστορία είναι μια κινηματογραφική αμερικανιά προτεσταντικού τύπου που φαίνεται όχι μόνο στα ονόματα αλλά και στο κλίμα της παγκοσμιοποίησης, η οποία μετατρέπει τα πάντα σε μια παρωδιακή κομεντί (θυμίζει Whoopee Goldberg) και β) η απουσία πλοκής είναι εμφανής, καθώς τα γεγονότα δεν συνδέονται με άλλο τρόπο μεταξύ τους παρά μόνο με την αντιστοιχία τους με αυτά της Αγίας Γραφής.

Πατριάρχης Φώτιος
3.7.2006

Χυμός σανγκουίνι

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Μέρος 1ο

Ας συνεχίσω λοιπόν και εγώ από τη μεριά μου τη συζήτηση για την ανειδίκευτη (ας την ονομάσουμε ευεργετικώς «αθώα») κρίση της λογοτεχνίας λέγοντας τούτο το αρχικό για την ανάγνωση: ότι η ιδιάζουσα ορμή του πνεύματος, που προκύπτει από την πρώτη συνάφεια με το λογοτεχνικό έργο (και εδώ αναφερόμαστε σε ένα αρχικό, μάλλον συμπεριφορικό, αναγνωστικό αντανακλαστικό - δηλαδή σε μια προ-κριτική αποδοχή ή απόρριψη του έργου), υπεκφεύγει της κριτικής σύλληψης. Διότι ο «μεταμορφωμένος-σε-κριτικό» αναγνώστης έχει πλέον ήδη διαπεραστεί από τα θεμελιώδη αποτελέσματα της αισθητικής. Την ευταξία και την κανονικότητα που πιστεύει πως συνειδητοποιεί στη μορφή του λόγου ο κριτικός τις έχει τοποθετήσει ο ίδιος μέσα της. Γι’ αυτό η κριτική δεν μπορεί παρά -την ίδια στιγμή που στρέφεται προς το αντικείμενό της- να περιλαμβάνει και μετα-κριτική αυτεπίγνωση, που θα κοιτά με διερευνητικό μάτι τον ίδιο τον εαυτό της. Ο κριτικός αναγνώστης στη ουσία επιθυμεί να επιστρέψει στην πρώτη ανάγνωση, και αυτή η οπισθοβατική διαμεσολάβηση δεν είναι ποτέ δυνατόν ούτε να παρακαμφθεί ούτε να επιτευχθεί.

Έτσι, λοιπόν, ένας τέτοιος τρόπος αντίληψης δεν μπορεί να είναι δεδομένος ήδη από το αντικείμενο. Αντιθέτως, είναι μια σκοπιά (aspect seeing) την οποία καταλαβαίνουμε «επισκοπούντες». Δεν εκπηγάζει από τη σκέτη σύλληψη του δεδομένου κειμένου, ούτε από την παράθεσή του σε αιτιακές συνάφειες και αναφορές, αλλά είμαστε εμείς που συνεπιφέρουμε από την αρχή μια ιδιάζουσα και αυτόνομη (όχι όμως ενδοκειμενικά αυτάρκη) ταυτότητα στο κείμενο. Κατόπιν, ο λόγος του κριτικού ακολουθεί για να εντοπίσει τις όποιες συνάφειες, αναφορές και επιδράσεις, επιδιώκοντας να συστήσει μια μορφή του αντικειμενικού. Εδώ, όμως, αυτή η συνθήκη ισχύει και υπό μια στενότερη και ειδικότερη έννοια, επειδή το κείμενο που τίθεται υπό κρίση είναι συνάμα μια μορφοποίηση δεύτερης τάξης. Πρόκειται για εκείνο το αρχικό, προ-κατηγορικό (precategorical) όλον, το οποίο ως τέτοιο είχε συλληφθεί με τις «ανυποψίαστες» εποπτείες της πρώτης «αφελούς» ανάγνωσης και τώρα έχει υποστεί πλέον την εξαντικειμένισή του προσλαμβάνοντας νέο νόημα, εφ’ όσον η σχέση και η αμοιβαία εξάρτηση των μερών του υπόκειται πλέον σε κριτική θεώρηση.

Ως προς τούτο, η «τεχνική» της κριτικής είναι τέτοια ώστε να μην προσδιορίζεται τίποτα περί αυτού του ίδιου του αντικειμένου ή περί του τρόπου παραγωγής του. Αλλά, αντιθέτως, να κρίνεται δι’ αυτών η φύση του έργου κατ’ αναλογία με μια τέχνη και μάλιστα υποκειμενικά σχετιζόμενη προς τη γνωστική μας ικανότητα, και όχι αντικειμενικά σχετιζόμενη με τα αντικείμενα. Και αυτό είναι εφικτό μόνο αν η νέα αναγνωστική αρχή (η κριτική ανάγνωση) δεν επέμβει στη σφαίρα της παλιάς (της «αφελούς» πρώτης ανάγνωσης), αλλά αν εκπροσωπήσει μια διαφορετική από αυτήν αξίωση εγκυρότητας, η οποία εντούτοις προέχει να προσδιοριστεί και να οριοθετηθεί έναντι της προηγούμενης.

Επομένως, η φόρμα χρησιμεύει για να μας αποδείξει ακόμα μια φορά ότι τίποτα από ό,τι η κριτική παρουσιάζει ως «αυθεντικό» στη λογοτεχνία δεν μπορεί ποτέ να προϋπάρξει ως τέτοιο.

Πολλοί γράφουν για τη λογοτεχνία με το άλλοθι της «αυθόρμητης γνώμης», χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτή η αφετηριακή, καταγωγική αυθεντικότητα είναι απρόσιτη. Και το μόνο που κατορθώνουν επιδιώκοντας το «δήθεν αυθεντικό», είναι να αποκαλύπτουν την ανεπάρκεια μιας ανεπεξέργαστης αντίληψης.
Κάτια
3/7/2006

Friday, June 30, 2006

Βυσσινάδα

Ως αναγνώστης θα ήθελα, όταν πηγαίνω στα βιβλιοπωλεία χωρίς να έχω επιλέξει εκ των προτέρων τις αγορές μου, να βοηθιέμαι στις επιλογές μου. Μια λύση που κάπου τη διάβασα αλλά δεν την έχω δει να εφαρμόζεται είναι τα ενημερωτικά καρτελάκια πάνω σε συγκεκριμένα βιβλία. Με άλλα λόγια κάποιος από το βιβλιοπωλείο που θα έχει διαβάσει το βιβλίο, θα μπορούσε να εξηγήσει σε ένα καρτελάκι μέσα σε 30-40 λέξεις γιατί αυτό αξίζει. Το καρτελάκι θα μπαίνει σε θέση Λ πάνω στην ντάνα με τα βιβλία, ώστε να ενημερώνεται ο πελάτης με άμεσο τρόπο.

Κάτι τέτοιο θα κάνουμε εμείς εδώ από το Βιβλιοκαφέ, για να μπορεί όποιος θέλει να βρει μια πρόταση για τις αναγνώσεις του.

Ο πατριάρχης Φώτιος ήταν αυτός που έγραψε τον 9ο αιώνα π.Χ. τη “Μυριόβιβλο”, ένα κείμενο με σχόλια σε βιβλία, από την αρχαιότητα ως την εποχή του, διασώζοντας κείμενα που σήμερα έχουν χαθεί και αποτυπώνοντας την πρόσληψη του Βυζαντίου στην ελληνική γραμματεία. Το ψευδώνυμό μου, λοιπόν, παραπέμπει σε μια τέτοια απόπειρα σχολιασμού και καταγραφής όσων μπορούμε από την τρέχουσα λογοτεχνία.



Πατριάρχης Φώτιος
1.7.2006

Χυμός πορτοκάλι

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΑΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Στην Ελλάδα, όπου κυριαρχεί η επιφανειακότητα του συλλογικού και ατομικού θεάματος (Ολυμπιακοί, Eurovision, αχαλίνωτες φιλοδοξίες διασημότητας κ.λπ.), αναπτύσσεται μια νέα μορφή στέρησης στο εσωτερικό της επαυξημένης διαβίωσης (enhanced living - το λεγόμενο βιοτικό μας επίπεδο), που δεν είναι πολύ διαφορετική από την παλιά καθολική ένδεια (της «ψωροκώσταινας»), εφόσον απαιτεί τη συμμετοχή της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών (ως μισθωτών εργαζόμενων) στην αέναη επιδίωξη κάποιας αναγνωρισμένης από τους άλλους «ποιότητας ζωής». Και ο καθένας γνωρίζει ότι πρέπει να υποταχθεί σε αυτήν τη συναίνεση ή να περιθωριοποιηθεί.

Να ποια είναι η πραγματικότητα αυτού του εκβιασμού: η ζωή δεν υφίσταται πλέον παρά εγκλωβισμένη εντός του ψευδαισθησιακού πλούτου της επαυξημένης διαβίωσης, που με αυτόν τον τρόπο καθίσταται απαραίτητη για την αποδοχή της ίδιας της ψευδαίσθησης (φυσικά μέσω της κατανάλωσης των εμπορευμάτων εκείνων που της επιτρέπουν να γίνει εμφανής). Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται και η λογοτεχνία, που πλέον μεταμορφώνεται σε «θεαματική λογοτεχνία». Ο αναγνώστης γίνεται καταναλωτής ψευδαισθήσεων. Το βιβλίο είναι ένα επαυξημένο προϊόν (enhanced product), εμπλουτισμένο με συνιστώσες που αποδίδουν κύρος και ορίζουν πολιτιστικές ομάδες (κουλτουριάρηδες, new age, κότες, κνίτες, ελληναράδες, φυτά, ψαγμένοι, αυτοδημιούργητοι, φτασμένοι κ.ά.). Το εμπόρευμα είναι η όντως πραγματική ψευδαίσθηση και το θέαμα η γενική της εκδήλωση.

Το φαίνεσθαι, λοιπόν, (το εξώφυλλο που κρατώ: Γιαλόμ, Μπράουν, Κούντερα ή Γαλανάκη) είναι η άλλη όψη της ταυτότητας που επιθυμώ. Είναι το αφηρημένο ισοδύναμο όλων των άλλων εμπορευμάτων που καταναλώνω (των ταινιών που βλέπω στο σινεμά, των CDs που ακούω, των τσιγάρων που καπνίζω). Η διαφορά είναι ότι ενώ το χρήμα κυριάρχησε ως αναπαράσταση του ανταλλάξιμου χαρακτήρα πληθώρας αγαθών (των οποίων όμως η διακεκριμένη χρήση παρέμενε μη αναγώγιμη), το θέαμα είναι το σύγχρονο αναπτυγμένο συμπλήρωμά του. Γιατί στο θέαμα η ολότητα του εμπορευματικού κόσμου εμφανίζεται ενιαία ως μια γενική ισοδυναμία για ό,τι το άτομο δύναται να είναι και να πράξει.

Το θέαμα, επομένως, (και εδώ αρκεί απλώς η επιφάνεια – το εξώφυλλο) είναι το σύγχρονο ισοδύναμο για το χρήμα (ο «παράς» των παλαιοτέρων), το οποίο όμως μόνον παρατηρούμε. Διότι το σύνολο της ζωής έχει ήδη ανταλλαχθεί εντός του με το σύνολο της αφηρημένης αναπαράστασης. Το θέαμα δεν είναι μόνον ο υπηρέτης της ψευδούς ζωής. Είναι πλέον η ψευδής χρήση της ίδιας της ζωής.
Κάτια
1.7.2006

Χυμός ροδάκινο


Διαβάζετε κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων στις εφημερίδες; Φαντάζεστε κι εσείς ότι αυτοί που τις γράφουν είναι κάποιοι ειδικοί που εκφέρουν γνώμη έχοντας μία άλφα σχετική παιδεία; Ποιοι είναι εντέλει αυτοί που μάς κατευθύνουν ως προς τις επιλογές μας; Ανθρωπολόγοι, πολιτικοί μηχανικοί, νομικοί και άλλες “σχετικές” ειδικότητες που κάποια μέρα βαφτίστηκαν βιβλιοκριτικοί. Εμπειριστές που έχουν διαβάσει ένα κάρο βιβλία και θεωρούνται πλέον ειδικοί. Ή συγγραφείς με δυο, τρία ή παραπάνω έργα που έπεισαν ότι μπορούν να κρίνουν το έργο των άλλων βάσει των δικών τους εμπειριών· κάτι σαν τις πολύτεκνες μάνες στα χωριά που ξεγεννούσαν τις άλλες ελλείψει γιατρού. Πού είναι λοιπόν οι ειδικοί του χώρου (φιλόλογοι, νεοελληνιστές κ.λπ.), οι οποίοι θα έπρεπε να αναλάβουν την ερμηνεία και την παρουσίαση στο ευρύ κοινό της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής; Γιατί δεν νομίζω ότι όταν συμβεί κανένας σεισμός γράφει σχετικά με αυτόν κάθε ψυχολόγος ή χημικός που τύχει να έχει τα μέσα στις εφημερίδες. Το όνομα πλέον της υπογραφής μετράει πιο πολύ από το περιεχόμενο. Δεν θέλουμε να καταναλώνουμε αυθεντίες που γράφουν με το όνομά τους, αλλά ονόματα που έχουν γνώμη λόγω της κατάρτισής τους. Γι’ αυτό το θέμα βλέπε και το afigitis.blogspot.com με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2006, όπου παρουσιάζεται η ελληνική κριτική υπό τον τίτλο «''H Λογοτεχνική κριτική- μια άλλη ''παράγκα''» (Αναδημοσίευση στο diavazo.blogspot.com, part 28, 18.4.2006).

Πατριάρχης Φώτιος
26.6.2006