Tuesday, September 30, 2008

Black Coffee: Χάρης Χριστοφορίδης

Χάρης Χριστοφορίδης
“Ρέιβεν σίτυ”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2008


Αστυνομικό μυθιστόρημα με ένδυμα επιστημονικής φαντασίας. Μια μελλοντική πόλη, η μόνη που σώθηκε από μια παγκόσμια καταστροφή, ζει με τους εφιάλτες της και σωρεύει πτώματα από έναν μετα-φυσικό δολοφόνο που αφήνει ζωδιακά σύμβολα όπου σκοτώσει.
Η όλη ατμόσφαιρα φουτουριστική, η αναζήτηση του δράστη έχει κάτι από road movie, το πλέγμα των σχέσεων και των προσώπων διακλαδίζεται σε έναν εκτεταμένο λαβύρινθο, που άλλοτε σε μπερδεύει κι άλλοτε σε διευκολύνει. Μια παρατήρηση πάνω στην πλοκή: όσο προχωράει η υπόθεση, τα κενά της αφήγησης που εντείνουν την άγνοια και την περιέργειά σου αντί να μειώνονται πολλαπλασιάζονται δημιουργώντας νέα ερωτήματα. Αυτή η τεχνική, όταν δεν λειτουργεί με χαοτικό τρόπο αυξάνοντας άμετρα τις πιθανότητες, απλώνει το πεδίο δράσης και, παρόλο που παραβιάζει την αρχή της αστυνομικής πεζογραφίας να μένει σε έναν κλειστό κύκλο υπόπτων, προσθέτει δόσεις νουάρ και θρίλερ που εξιτάρουν.
Από την άλλη, ένας νέος 24 χρονών, όπως είναι ο Χριστοφορίδης, γιατί ξεκινάει την πεζογραφική του καριέρα με τέτοια δουλική μίμηση; Γιατί φτιάχνει την μελλοντολογική του ατμόσφαιρα μόνο με αμερικάνικα υλικά, με Κινέζους να παίζουν τον στερεοτυπικό ρόλο του μαφιόζου και τους Ισπανόφωνους του παρία; Τι προσφέρει γράφοντας μια κόπια νουάρ, road movie, λίγο Στήβεν Κινγκ, πολλούς αμερικάνους συγγραφείς αστυνομικών, πολύ κινηματογράφο επιστημονικής φαντασίας; Πολλά κλισέ και πολλά στερεότυπα. Κρίμα. Μια φτηνή αμερικανοκόπια, σαν ταινία που δεν θα την έβλεπα ούτε τις πιο βαρετές ώρες των διακοπών μου, σαν τη διαφήμιση της Coca-cola που προβάλλει τον ιδανικό χωρισμό με τον πιο χαζοαμερικάνικο τρόπο, σαν φιλμ που μεταδίδεται από την τηλεόραση μετά τις 2.00 τα μεσάνυχτα.
Μ’ αρέσει (!) που η ελληνική κοινωνία είναι περήφανη για τον αντι-αμερικανισμό της (διαδηλώσεις, μένος, κάψιμο αμερικάνικων σημαιών κ.ο.κ.), αλλά στην ουσία –συντηρητική και προοδόπληκτη μαζί (αντιφατική)- μιμείται με δουλοφροσύνη τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, αντιγράφει τον πολιτισμό της, ταυτίζει την παγκοσμιοποίηση με τα εκείθε του Ατλαντικού δεδομένα, προσκολλά τη λογοτεχνία στο άρμα του κινηματογράφου…
Υποσημείωση: πολλά ιστολόγια ασχολήθηκαν με το βιβλίο, κανένα ωστόσο εξ όσων γνωρίζω δεν είναι βιβλιοφιλικό. Το μυθιστόρημα είχε πέραση σε οπαδούς της επιστημονικής φαντασίας, ιστοριών εγκλήματος κ.ο.κ., δηλαδή σε παραλογοτεχνικούς κύκλους που βλέπουν τη λογοτεχνία σαν γραπτή οθόνη.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, September 27, 2008

Κοκτέιλ μαργαρίτα: εφήμεροι συγγραφείς

Το χρηματιστήριο των συγγραφέων

Η αξία ενός συγγραφέα μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας είναι συνάρτηση δύο παραγόντων: α) της εκτίμησης που χαίρει στην εποχή του και β) της πρόσληψης του έργου του στις επόμενες γενιές μέχρι σήμερα. Όταν, λοιπόν, ο συγγραφέας ζει και παράγει η γνώμη της εποχής γι’ αυτόν εξαρτάται από i. την αισθητική αξία του έργου του (δεν είναι απόλυτη αξία ούτε αντικειμενικά καθορισμένη), ii. την ιδεολογία της εποχής (οι αριστεροί λ.χ. κριτικοί προτιμούσαν παλαιότερα έργα αριστερής κοσμοθεωρίας), iii. το σύστημα προώθησής του (εκδοτική διαφήμιση, μάρκετινγκ, μπεστ-σέλερ κ.ο.κ.), iv. το πρόσωπό του και το λογοτεχνικό star system (το πώς δηλαδή πουλάει τη φυσικό του ύπαρξη εκτός των βιβλίων του), v. την τηλεοπτική διασκευή έργων του και vi. την κριτική αποτίμηση των βιβλίων του. Αν δεν σκέφτομαι κάτι, παρακαλώ συμπληρώστε…
Αφορμή των σκέψεών μου το κείμενο του Κούρτοβικ στον Ταχυδρόμο των σημερινών Νέων (27.9.2008). Παραθέτει παραδείγματα συγγραφέων που έγιναν για ένα διάστημα μόδα, χωρίς πάντα να διατήρησαν αυτή την υψηλή θέση ως σήμερα. Το θέμα δεν έγκειται σε μια συνωμοσία της εποχής, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει. Ούτε σήμερα οι διακεκριμένοι συγγραφείς στηρίζονται στο κύκλωμα. Πιο πολύ δημιουργείται ένας ορίζοντας αποδοχής του έργου τους βασισμένος στις ιδιαιτερότητες της εποχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και κάτι διαχρονικό ή τουλάχιστον σταθερό.
Εγώ ένα πράγμα θα ήθελα να επισημάνω: κριτικοί και μπλόγκερς να πάψουν να υπερβάλλουν, συνήθως προς τα πάνω, εξυμνώντας ένα έργο λες και είναι αριστούργημα, ενώ σύντομα θα το έχουν ξεχάσει κι οι δύο. Ας εκτιμούμε το παρόν με όρους του μέλλοντος… [Θα επανέλθω]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 25, 2008

Καφές λούνγκο: Θανάσης Βαλτινός

Θανάσης Βαλτινός
“Άνθη της αβύσσου”
εκδόσεις Εστία
2008


Ο Σολωμός …αλά Αγγελόπουλος

Ο Βαλτινός έγραψε σενάριο για τη ζωή του Σολωμού, το οποίο όμως ποτέ δεν γυρίστηκε ταινία. Ο συγγραφέας στηριγμένος στο έργο του ποιητή, στην αλληλογραφία του που αποκαλύπτει κρυφές πτυχές της ζωής του, και φυσικά σε άλλα στοιχεία της βιογραφίας του, συνέθεσε αποσπασματικές σκηνές για τη ζωή του.
Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ήταν σε ταινία. Καταρχάς, είναι πολύ θετικό που αποτυπώνονται στιγμές από τον αγώνα του Σολωμού με τους συγγενείς του (σημειωτέον ήταν νόθος γιος του κόντε Σολωμού), τη ζωή του στη Ζάκυνθο και κυρίως τα βιώματα που ενέπνευσαν τον ποιητή, όπως λ.χ. στη "Γυναίκα της Ζάκυθος".
Από την άλλη, λίγοι διάλογοι και πολλές περιγραφές, μεγάλες σιωπές, εικόνες χωρίς λόγο συστήνουν ένα αγγελοπουλικό σκηνικό που υποβιβάζει τον λόγο (άλλωστε είναι πιο αρτιστίκ να μην μιλάνε πολύ οι ποιητές) προς όφελος της φωτογραφίας και της ατμοσφαιρικής σκηνοθεσίας. Στην ανάγνωση όμως είναι πολύ βαρετό. Από την άλλη, προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης ξέρει πολλά για τη ζωή του Σολωμού, οπότε μπορεί να παρακολουθήσει τα κενά της ιστορίας και να μην απορεί συχνά για πρόσωπα, υπαινιγμούς και στιγμιότυπα που απλώς παρελαύνουν.

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, September 21, 2008

Πολυποικιλιακός καφές: Δημοσθένης Κούρτοβικ

Δημοσθένης Κούρτοβικ
“Τι ζητούν οι βάρβαροι”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2008


Λογοτεχνική Balkanovision στη Μακεδονία

Το τελευταίο βιβλίο του Κούρτοβικ πραγματεύεται μια συνάντηση κριτικών από τις χώρες των Βαλκανίων, προκειμένου να βραβεύσουν το καλύτερο μυθιστόρημα μεταξύ των εθνικών υποψηφιοτήτων (κάτι σαν λογοτεχνική Balkanovision). Τρία από αυτά ξεχωρίζουν: το συντηρητικό ελληνικό, το λυρικό βουλγάρικο και το μεταμοντέρνο σέρβικο. Κοινή συνισταμένη και των τριών είναι ότι μυθοποιούν ένα πραγματικό γεγονός των Βαλκανικών πολέμων σε ένα χωριό της Μακεδονίας με πληθυσμό ακαθόριστης εθνικής συνείδησης. Τελικά το βραβείο το παίρνει… (παρότι έχει μεγάλη σημασία, δεν αποκαλύπτω την τελική έκβαση της κρίσης για λόγους σασπένς).
Τεχνικά ο Κούρτοβικ έχει μάθει πολλά από το μεταμοντέρνο περιβάλλον που ολοένα εξαπλώνεται και στην Ελλάδα. Ήπια προσαρμοσμένες στην παραδοσιακή αφήγηση τεχνικές συνθέτουν και αποδομούν έναν ολοκληρωμένο καμβά. Τρεις διαδοχικοί εγκιβωτισμοί αποσπασμάτων από τα μυθιστορήματα (σε μια περίπτωση έχουμε δυο αποσπάσματα), αυτοαναφορικότητα, συνεχής διάλογος παρόντος (συγχρονικής ματιάς) και παρελθόντος (ιστορίας), πολυπολιτισμική προσέγγιση της βαλκανικότητας και μάλιστα με πολυεστιακή θέαση του ίδιου γεγονότος· το τελευταίο εντείνεται ακόμη περισσότερο από τη διαλεκτική λογοτεχνίας-ιστορίας, πάνω στο ζήτημα της ιστορικής ακρίβειας και ειδικά αν η τελευταία καταξιώνει ένα λογοτεχνικό έργο ή όχι.
Ο συγγραφέας γενικά αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία και η ιστορία δεν είναι ούτε μόνο αισθητικά ούτε μόνο επιστημονικά θέματα. Και οι δύο εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την πολιτική, χωρίς η ίδια να παρεμβαίνει κατ’ ανάγκη ενεργά, την εθνική συνείδηση και την ιδεολογία… Κι έτσι, ενώ η λογοτεχνία τολμά να βάλει πιο βαθιά το μαχαίρι, η πολιτική-εθνική ματιά μετριάζει το τόλμημα και ανακόπτει την καλλιτεχνική εξέλιξη προς όφελος πιο ανώδυνων λύσεων. Τα διεθνικά θέματα χωρίζουν τους ανθρώπους ούτως ή άλλως, ειδικά στην «Πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» και όποια προσπάθεια και να γίνει από την τέχνη θα σκοντάψει στις ενδόμυχες αναστολές των αποδεκτών να δούνε την όποια αλήθεια –ιστορική ή μυθοπλαστική-, με αποτέλεσμα όλοι να αυτολογοκρινόμαστε και να διστάζουμε το άλμα της εθνικής και λογοτεχνικής αυτογνωσίας.
Στην αντίστοιχη Eurovision του τραγουδιού –ειδικά των τελευταίων χρόνων- αυτός που επικρατεί δεν είναι κατ’ ανάγκη ο καλύτερος τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός κ.λπ., αλλά ανάμεσα στους καλούς (;) ο επιτυχέστερα συμπλεκόμενος, αυτός που διαθέτει το καλύτερο promotion και κυρίως η χώρα, που θα συγκεντρώσει τους περισσότερους (περιστασιακούς ή μόνιμους) συμμάχους: οι βαλκανικές μεταξύ τους, οι γύρω από τη Βαλτική ομοίως, οι πρώην Σοβιετικές κ.ο.κ., με αποτέλεσμα οι ανάδελφοι Δυτικοί να μην πλασάρονται ποτέ σε καλές θέσεις.
Στην Balkanovision του Κούρτοβικ οι υποψηφιότητες, χωρίς να είναι πολέμιες, βλέπουν με ύποπτο βλέμμα το βιβλίο του άλλου. Η παλιά αντίθεση Ελλήνων και Τούρκων έχει παραμεριστεί και τη θέση της έχει πάρει η αντιπαράθεση των πρώτων με τους βόρειους γείτονές τους, όχι κατευθείαν με τους Βορειομακεδόνες αλλά με τους Βούλγαρους (ο Κούρτοβικ αποφεύγει να μπει στο κλίμα εθνικιστικών ή αντεθνικών αντεγκλήσεων με τη “Νέα Μακεδονία”).
Το βιβλίο της Βουλγάρας καλλονής και μοιραίας γυναίκας είναι εντέλει αυτό που εκφράζει τη σλαβική θέση για την ταυτότητα των κατοίκων της Μακεδονίας στους αδιευκρίνιστους χρόνους των αρχών του αιώνα και κατηγορεί την άλλη πλευρά (την ελληνική) για παραποίηση της ιστορικής αλήθειας. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και με το ελληνικό μυθιστόρημα… Ποιο είναι το καλύτερο ας το αφήσουμε στις άδηλες προθέσεις του συγγραφέα και στις ημι-έκδηλες του αφηγητή και ας κρατήσουμε το αποτέλεσμα, που δεν προέκυψε από την αισθητική αξία των έργων αλλά από τη σύναψη άτυπων συμμαχιών, ώστε να αποφευχθεί η τοποθέτηση των χειρών επί τον τύπον των ήλων. Το “νίπτω τα χείρας μου” αποτελεί εντέλει και τον γνώμονα κρίσης, ώστε να μη επιτραπούν τριβές αλλά και να μην επικρατήσουν εθνικιστικές ή αντεθνικές θέσεις, αμφότερες επικίνδυνες και ολισθηρές.
Ποιο πρόβλημα αφήνει περιθώρια για επιφυλάξεις; η εγκεφαλικότητα της εξέλιξης, χωρίς εμφανείς συναισθηματικές εμπλοκές, έστω κι αν εκδηλώθηκε η σχέση μεταξύ του Έλληνα κριτικού και της Βουλγάρας πρώην στριπτιζέζ και νυν μυθιστοριογράφου. Η σχέση αυτή επιχείρησε να εισαγάγει και τον ψυχολογικό παράγοντα στην αναγνωστική πρόσληψη και να θέσει το ζήτημα του ίδιου του προσώπου του συγγραφέα στην αξιολόγηση του έργου του, αλλά δεν κατάφερε να άρει την τακτοποιημένη φύση των υλικών, τη λογική κατασκευή του μύθου και την αίσθηση του αναγνώστη ότι διαβάζει ένα εργαστηριακό μυθιστόρημα, που, όπως υποστηρίζει η Κοτζιά, ταλαντεύεται χωρίς να μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε πολλά μυθιστορηματικά είδη.
Τελικά, η αποτίμηση της λογοτεχνίας τόσο λόγω όσο και έργω γίνεται με λογικές διεργασίες, που, όσο κι αν συχνά πηγάζουν από βαθιά υποσυνείδητες έλξεις και απώσεις, καθορίζουν τη στάση μας, χωρίς να εκτιμούμε τη χαρά της ανάγνωσης και της ουσίας μιας βιωματικής σχέσης με το βιβλίο.

Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Δυστυχώς, ο Κούρτοβικ εκτός από συγγραφέας είναι και πρόσωπο και κριτικός. Και λέω δυστυχώς γιατί η κριτική και αναγνωστική κοινότητα, αντιμετώπισε το βιβλίο αναλόγως με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές της προς τον άνθρωπο Κούρτοβικ. Κάποιοι τού επιτέθηκαν (με επιχειρήματα), κάποιοι άλλοι τον έγλειψαν (πάλι με επιχειρήματα) κι άλλοι αδιαφόρησαν (με ενδόμυχα, φαντάζομαι, επιχειρήματα!!!).

Friday, September 19, 2008

Φραπές με πάγο: Μαρλένα Πολιτοπούλου

Μαρλένα Πολιτοπούλου
“Δώδεκα θεοί τρεις φόνοι”
εκδόσεις Κέδρος
2005

Είπα να συνεχίσω την ενασχόληση με το αστυνομικό μυθιστόρημα όπως προέκυψε τον Αύγουστο, έστω κι αν πρόκειται για βιβλίο παλαιότερης εσοδείας. Πριν από τον Μαρή, καλοκαίρι και χαλάρωση, σε μια παραλία της Φολεγάνδρου δεν σου κάνει κέφι παρά να βυθιστείς σε ένα αστυνομικό, να σε παρασύρει ο ρυθμός και να ξεχαστείς. Και το βιβλίο της Πολιτοπούλου κρατάει το ενδιαφέρον και εφαρμόζει κατά γράμμα τη συνταγή της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας, με επιρροές από την Α. Κρίστι.
Ένας ανεξάρτητος ντετέκτιβ, που συνεργάζεται ωστόσο με την επίσημη αστυνομία, διεξάγει τις έρευνες για έναν φόνο, μια δολοφονία που φάνηκε στην αρχή καρδιακή προσβολή και τέλος άλλον έναν φόνο. Σκηνικό το Λουτράκι που διατηρεί τη χαμένη αίγλη των πλουσίων επισκεπτών του, δείχνει όμως και την κατιούσα πορεία του, ενώ το Καζίνο και τα Λουτρά εξακολουθούν να αποτελούν κέντρο κοσμοπολιτισμού. Η αντιστοιχία με την αρχαιοελληνική μυθολογία στήνει ένα μισοέξυπνο παιχνίδι εντυπώσεων, ενώ το πιο δυνατό σημείο του έργου είναι φυσικά η ψυχολογική εμβάθυνση στα πρόσωπα. Τα κίνητρα των φόνων είναι ψυχολογικά, είναι συναισθηματικά και αναδεικνύονται μέσα από τις ιδιοσυγκρασίες τους. Απωθημένα, μύχιες παρορμήσεις, φόβοι και καταπιεσμένες πτυχές της ψυχής αναδύονται και κινούν τα νήματα.
Το βιβλίο όμως ξεχνιέται εύκολα, γιατί δεν καινοτομεί σε σχέση με την κλασική γραμμή. Η απόλαυση τελειώνει με το πέρας της ανάγνωσης, γιατί δεν αφήνει το στίγμα του με κάτι που θα εξιτάρει, θα αιφνιδιάσει, θα συγκλονίσει τον αναγνώστη.

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, September 14, 2008

Καφές του μπάτσου: Γιάννης Μαρής

Από την παραλογοτεχνία στη λογοτεχνία

Η σειρά του Βήματος με 24 έργα του Γιάννη Μαρή συντάσσεται απόλυτα με την αναβίωση του αστυνομικού μυθιστορήματος που το έβγαλε από τους πάγκους της παραλογοτεχνίας και το ενθρόνισε στα περίοπτα ράφια της λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Μαρής πάντοτε αποτελούσε τον πατριάρχη του είδους με τους 50 τίτλους του μεταξύ 1953 και 1979. Βλέπω ότι πολλοί ασχολήθηκαν ξανά με τον Γιάννη Μαρή εξ αφορμής των τομιδίων του Βήματος:
tribes.wordpress.com/2008/08/26/maris,
vivliomania.blogspot.com/2008/09/blog-post_10.html,
Αυτές τις μέρες διάβασα:
1. Έγκλημα στο Κολωνάκι
2. Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη
3. Περιπέτεια στο Άγιο Όρος
4. Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα
5. Έγκλημα στα παρασκήνια
6. Επικίνδυνο καλοκαίρι
7. Αυστηρώς προσωπικό
8. Το χαμόγελο της Πυθίας
9. Αυτόπτης μάρτυς
10. Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν
11. Το χαμόγελο στης Σφίγγας

Τα χαρακτηριστικά της γραφής του δεν είναι καθόλου αμελητέα, παρά τις πολλές λογοτεχνικές του αδυναμίες (άχρωμη γλώσσα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μανιέρα στις περιγραφές των μοιραίων γυναικών…). Και φυσικά στην εποχή του θεωρήθηκε παραλογοτεχνία γιατί δεν αξιοποίησε καθόλου τα διδάγματα του μοντερνισμού δεν ασχολήθηκε με τα ζητήματα που απασχόλησαν τον Έλληνα της μεταπολεμικής περιόδους και έδινε την εντύπωση πως το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν ασχολείται με τίποτε άλλο παρά με τον εαυτό του. Είναι συνάρτηση και σε ποιο κοινό απευθυνόταν...
Ωστόσο, σήμερα, αναδρομικά και σύμφωνα με την εποχή μας, βλέπουμε ότι δεν ήταν κακός συγγραφέας με δύο τα βασικότερα προτερήματα των έργων του: α) έξοχα προδιαγεγραμμένη πλοκή: καλοστημένη υπόθεση, μικρές και μεγάλες ανατροπές, σταδιακή ανάπτυξη της εξιχνίασης του γρίφου, λογική αλληλουχία και χωρίς κενά εξέλιξη των γεγονότων και β) ψυχολογική εμβάθυνση σε κίνητρα και στόχους των προσώπων: φυσικά ο δεν-μου-γεμίζει-το-μάτι αστυνόμος Μπέκας που ξέρει περισσότερα απ’ όσα λέει αλλά και οι ύποπτοι διαγράφονται με επιμονή στις λεπτομέρειες και στην ψυχοσύνθεσή τους που τους οδηγεί στη μία ή στην άλλη κίνηση.
Παράκληση: βάλθηκα να βρω εσωτερικές ενδείξεις χρονολόγησης των μυθιστορημάτων του και βρήκα όντως σε 3-4 από αυτά. Αν κανείς ξέρει πού (κάποιο άρθρο, κανένα αφιέρωμα κ.λπ.) μπορώ να βρω τις χρονολογίες πρώτης έκδοσής τους, παρακαλώ να με ενημερώσει.

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, September 12, 2008

Αμερικάνικος καφές: Κώστας Λογαράς

Κώστας Λογαράς
“Ερημιά στο βλέμμα τους”
Εκδόσεις Μεταίχμιο
2008


Το θέμα της μετανάστευσης και της νοσταλγίας για την πατρίδα αποτελεί τον πυρήνα του βιβλίου. Ο μετανάστης που γυρίζει στην Ελλάδα και πιο πολύ με την καρδιά παρά με τη λογική, πιο πολύ με τη μνήμη παρά με την επιβεβαίωση όσων γνωρίζει ξαναβλέπει το χωριό του και αναπόδραστα συγκρίνει με το παρελθόν. Ένας απολογισμός ζωής…
Σήμερα στην «Ελευθεροτυπία» (Βιβλιοθήκη) η Χουζούρη (όπως συνήθως) καταπιάστηκε με το βιβλίο λες και είναι ένα ακόμα αριστούργημα. Εξυμνεί την ποιητική διάσταση του κειμένου, παρόλο που κατά τη γνώμη μου αυτή η ποιητικότητα επιβραδύνει την εξέλιξη και βαλτώνει την προσοχή του αναγνώστη· προβάλλει το συναίσθημα του νόστου και δικαίως, αν και δεν μεταφέρεται στον αναγνώστη παρά μόνο ως απόηχος μιας χαμένης αίσθησης· Κι αυτή η καταληκτήρια εντύπωση “καλοφτιαγμένο μυθιστόρημα” δε στέκει παρά μόνο ως πρόθεση και ως ύφος. Αλλά μυθιστόρημα δεν είναι αυτή η λιμνάζουσα αναπόληση…
Είναι αυτή η τάση της πεζογραφίας μας να ποιητικίζει χάνοντας με αυτόν τον τρόπο την πλοκή, τους χαρακτήρες, τις εξωτερικές συγκρούσεις, τις κρίσιμες καμπές, τις ανατροπές κ.λπ.

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 09, 2008

Χυμός 3 εσπεριδοειδή: είμαστε μαζόχες;

Απόλαυση και λογοτεχνία



1. Νεαρός (ετών 19, μακρύ παντελόνι μπάσκετ, κουρεμένο κεφάλι, μικρό σκουλαρίκι στο αυτί, σπιρτόζικο βλέμμα): σιγά μη διαβάζω στον ελεύθερο χρόνο μου. Δεν πάω στο γήπεδο καλύτερα ή δεν παίζω κάνα ηλεκτρονικό;
2. Νεαρά (ετών 17, παντελόνι τζιν, κοντό μπλουζάκι που αφήνει τον ομφαλό τη ελεύθερο, κατσαρό μαλλί, ελαφρό τραύλισμα): σιγά μην ξοδέψω το χαρτζιλίκι μου για βιβλία. Δεν αγοράζω καλύτερα ρούχα;
3. Κύριος (ετών 68, φαλάκρα, μικρό μουστάκι, μπόλικη κοιλιά, δέρμα μαυρισμένο από τον ήλιο της ελληνικής υπαίθρου): μου έφεραν δώρο ένα βιβλίο. Εδώ δεν διαβάζω εφημερίδα, θα διαβάσω βιβλίο; Λίγη τηλεόραση, κάνα ταβλάκι, κουβεντούλα στο καφενείο…

Οι περιπτώσεις θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Ο κόσμος θεωρεί το βιβλίο ψυχαγωγία κυριλέ, για φλώρους, για τους κουλτουριάρηδες. Και φυσικά καθόλου απολαυστικό ώστε να παρακινηθεί να το διαβάσει.
Κι εμείς, οι “ταγμένοι” να το κυνηγάμε και να γεμίζουμε μ’ αυτό τον ελεύθερο χρόνο μας, είμαστε μαζόχες; Μας αρέσει το βιβλίο; Το κάνουμε γιατί έτσι μεγαλώσαμε; Βρίσκουμε χαρά στην ανάγνωσή του ή την αναζητούμε και μας προκύπτει μια φορά στις 10· αλλά γι’ αυτήν ακριβώς τη μία φορά, διαβάζουμε με προσμονή πολλά άλλα; Το υπαγορεύει η παιδεία μας; Είμαστε δυνάμει συγγραφείς; Είναι μανία…;
Κι από την άλλη: είναι το καλό βιβλίο και απολαυστικό; Απολαυστικά είναι τα μπεστ-σέλλερ (γι’ αυτό άλλωστε έχουν πέραση), απολαυστικά είναι τα αστυνομικά (στα οποία η αναζήτηση του τέλους προκαλεί ενδιαφέρον), απολαυστικά είναι τα περιπετειώδη κ.λπ.
Και τα καλά βιβλία (όχι πως δεν βρίσκουμε στις παραπάνω κατηγορίες καλά βιβλία); Πολλά είναι βαριά, δύστροπα, στοχαστικά και αφηγηματικά ασήκωτα. Κι όμως σπεύδουμε να πούμε τι φοβερή γραφή, τι εξαίρετη πλοκή, τι καλοδουλεμένη γλώσσα. Ναι έτσι είναι. ΑΛΛΑ: απολαύσαμε την ανάγνωση με την καρδιά μας ή ξερά είπαμε με τη λογική “είναι ποιοτικό, άρα πρέπει να πω (στον εαυτό μου πρώτα) ότι μου άρεσε”;

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, September 07, 2008

Black coffee: Μαρία Σούμπερτ

Μαρία Σούμπερτ
“Η Ρόζα στη μέση”
εκδόσεις μελάνι
2008


Η υπόθεση αφορά έναν υποψήφιο συγγραφέα, μεγάλο ταλέντο, μελλοντικό Νόμπελ, αγλάισμα της ελληνικής πεζογραφίας. Με ένα μόνο ελάττωμα: δεν έχει γράψει ούτε μία αράδα. Ψάχνει επομένως να βρει το θέμα με το οποίο θα μεγαλουργήσει, ξεσπιτώνεται και ζει άστεγος για να βιώσει το δράμα του δρόμου, αναζήτησε σατανιστές, ακολούθησε ανθρώπους που ίσως είχαν κάποιο ενδιαφέρον, βρέθηκε στο νοσοκομείο, και γενικά αναζητούσε όποια περιπέτεια, τραγική ή κωμική, θα τον έβγαζε από το αδιέξοδο της α-γραφίας.
Η Σούμπερτ έπιασε το θέμα από δύο πλευρές αλληλεξαρτώμενες: αφενός την κωμική που γελά με τα χάλια του ήρωά της, που εκκωμικεύει την αναζήτηση της πρωτοτυπίας και του καινοφανούς θέματος και αφετέρου τη σατιρική, που ξεμπροστιάζει τα ψώνια-wannabe συγγραφείς που πιστεύουν ότι είναι ταλέντα χωρίς να έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το γράψιμο ή παρατηρούν τη ζωή για να αρμέξουν το πρωτόφαντο θέμα με το οποίο θα κάνουν επιτυχία.
Γιατί δεν τα κατάφερε; Γιατί άφησε τον αναγνώστη να παρακολουθεί μια σπονδυλωτή ζωή χωρίς ειρμό, χωρίς ο άξονας «θέλω να γίνω συγγραφέας» να αρκεί για να ενώσει τα επιμέρους επεισόδια. Από την άλλη, κανείς δεν γελά, το χιούμορ δεν ξεχειλίζει (μού φαίνεται βέβαια πως δεν επιδιώχθηκε κάτι τέτοιο), αλλά παράλληλα κανείς δεν στοχάζεται βαθύτερα για το φαινόμενο της γραφής και της μετουσίωσης της ζωής σε κείμενο.
Υ.Γ. Σε παρουσίαση της Βιβλιοθήκης (5/9/2008) εμφανίζουν το βιβλίο ως συλλογή 11 διηγημάτων! Απορώ και εξίσταμαι...

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, September 03, 2008

Καπουτσίνο με σαντιγύ και κανέλα: Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
“Το παραμύθι του ύπνου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2008


Ο Παν. Χατζημωυσιάδης είναι συμπαθής ιστολογική παρουσία και γι’ αυτό ίσως η γνώμη μου για το τελευταίο βιβλίο του δεν θα είναι αντικειμενική. Επειδή όμως έχω να κάνω και αρνητικά σχόλια, πιστεύω ότι κράτησα σε κάποιο επαρκή βαθμό την κριτική μου αντικειμενικότητα.
Πρώτα απ’ όλα ο συγγραφέας ξέρει να γράφει. Τι εννοώ μ’ αυτό; Ότι γνωρίζει να κρατάει τη γλώσσα στο επίπεδο που να υπηρετεί το ύφος και την καθαρότητα της αφήγησης. Φυσικά στο προηγούμενο έργο του “Καλά μόνο να βρεις”, χάρη στην υφολογική ποικιλία, αυτό φαινόταν καλύτερα, αλλά κι εδώ η γλώσσα του δεν προκαλεί δυσχέρειες, δεν αφήνει κενά, δεν φαίνεται εκκρεμής.
Από την άλλη, ο ήρωάς(;) του, μετεωρολόγος στο επάγγελμα, ενσαρκώνει τον μέσο Έλληνα, που αφενός επιθυμεί να στήσει τη μικροαστική ζωούλα του με όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο τρόπο, αφετέρου το επιδιώκει μέσα από καθόλα ανεκτές (νόμιμες) διεργασίες, οι οποίες ωστόσο φτάνουν στα όρια ενός ανδρικού σεξισμού και την επιβεβαίωση των ανδρικών στερεοτύπων για την επικράτηση του ισχυρού φύλου. Το αποτέλεσμα είναι σταδιακά –κι αυτό καταλογίζεται στα συν του έργου- να αποκαλυφθούν τα ρήγματα που σείουν τη ζωή του, που αποσταθεροποιούν τον καλοβολεμένο μέχρι ενός σημείου βίο του, ως την τελική διάλυση της οικογένειάς του και την αδιαφορία για τη σταδιοδρομία πάνω στην οποία είχε στηρίξει πάρα πολλά. Στην όλη του ιδεολογία το βιβλίο μού θύμισε το «Ψαράκι της γυάλας» του Μ. Χάκκα, με άλλη φυσικά ανάπτυξη της ιστορίας.
Το πρόβλημα –βασικό στη συνείδησή μου που ωστόσο δεν έκανε το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον να καταρρεύσει- έγκειται στην απουσία στοιχείων που να κάνουν τον αναγνώστη να κλειστεί στον κόσμο του βιβλίου και να απολαύσει το έργο. Θα μου πεις: η υψηλή λογοτεχνία δεν είναι και απολαυστική. Ναι (;) αλλά υπάρχουν συναισθηματικά, λογικά, αισθητικά ή άλλα σημεία που αφήνουν τον αναγνώστη σε ένα αναγνωστικό τραμπάλισμα, πέρα από τις όποιες ιδέες αποκομίζει από το κείμενο.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 01, 2008

Καφές από καλαμπόκι: Τάκης Εμμανουήλ

Τάκης Εμμανουήλ
“Η έβδομη φωτογραφία”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2007


Είδα κάπου μέσα στο καλοκαίρι σε μια εφημερίδα την παρουσίασή του. Το διάβασα και …περίμενα πώς και πώς να τελειώσει… Από ανία!
Ξεκινά ως πολιτικό θρίλερ και συνεχίζεται ως ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Η κόρη ενός από αυτούς ψάχνει τα ίχνη του πατέρα της συζητώντας σε μια σκυταλοδρομία με έναν έναν όσους τον έζησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Αν γράφτηκε ως κατάθεση τιμής σ’ αυτούς τους ανθρώπους, ΟΚ. Αν όμως γράφτηκε ως λογοτεχνικό έργο με αξιώσεις, απέτυχε πλήρως. Δεν συζητάω για μοντερνισμούς, καινοτομίες και άλλες αφηγηματικές πρωτοπορίες. Δεν μου έβγαλε ούτε συγκίνηση, ούτε ενδιαφέρον, ιστορική περιέργεια, αστυνομικό σασπένς, πολιτική αγωνία κ.λπ. Τίποτα. Δεν ανάπλασα ως αναγνώστης ατμόσφαιρα, δεν βρήκα ανθρώπινο μεγαλείο ή παρακμή. Δεν βρήκα ούτε το κουράγιο να παρακολουθήσω επισταμένως σε κάθε σελίδα τις σχοινοτενείς αφηγήσεις που οδηγούσαν την ηρωίδα στα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Εν γένει χαμένες αναγνωστικές ώρες.

Πατριάρχης Φώτιος