Δημοσθένης Κούρτοβικ
“Τι ζητούν οι βάρβαροι”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2008
Λογοτεχνική Balkanovision στη Μακεδονία
Το τελευταίο βιβλίο του Κούρτοβικ πραγματεύεται μια συνάντηση κριτικών από τις χώρες των Βαλκανίων, προκειμένου να βραβεύσουν το καλύτερο μυθιστόρημα μεταξύ των εθνικών υποψηφιοτήτων (κάτι σαν λογοτεχνική Balkanovision). Τρία από αυτά ξεχωρίζουν: το συντηρητικό ελληνικό, το λυρικό βουλγάρικο και το μεταμοντέρνο σέρβικο. Κοινή συνισταμένη και των τριών είναι ότι μυθοποιούν ένα πραγματικό γεγονός των Βαλκανικών πολέμων σε ένα χωριό της Μακεδονίας με πληθυσμό ακαθόριστης εθνικής συνείδησης. Τελικά το βραβείο το παίρνει… (παρότι έχει μεγάλη σημασία, δεν αποκαλύπτω την τελική έκβαση της κρίσης για λόγους σασπένς).
Τεχνικά ο Κούρτοβικ έχει μάθει πολλά από το μεταμοντέρνο περιβάλλον που ολοένα εξαπλώνεται και στην Ελλάδα. Ήπια προσαρμοσμένες στην παραδοσιακή αφήγηση τεχνικές συνθέτουν και αποδομούν έναν ολοκληρωμένο καμβά. Τρεις διαδοχικοί εγκιβωτισμοί αποσπασμάτων από τα μυθιστορήματα (σε μια περίπτωση έχουμε δυο αποσπάσματα), αυτοαναφορικότητα, συνεχής διάλογος παρόντος (συγχρονικής ματιάς) και παρελθόντος (ιστορίας), πολυπολιτισμική προσέγγιση της βαλκανικότητας και μάλιστα με πολυεστιακή θέαση του ίδιου γεγονότος· το τελευταίο εντείνεται ακόμη περισσότερο από τη διαλεκτική λογοτεχνίας-ιστορίας, πάνω στο ζήτημα της ιστορικής ακρίβειας και ειδικά αν η τελευταία καταξιώνει ένα λογοτεχνικό έργο ή όχι.
Ο συγγραφέας γενικά αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία και η ιστορία δεν είναι ούτε μόνο αισθητικά ούτε μόνο επιστημονικά θέματα. Και οι δύο εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την πολιτική, χωρίς η ίδια να παρεμβαίνει κατ’ ανάγκη ενεργά, την εθνική συνείδηση και την ιδεολογία… Κι έτσι, ενώ η λογοτεχνία τολμά να βάλει πιο βαθιά το μαχαίρι, η πολιτική-εθνική ματιά μετριάζει το τόλμημα και ανακόπτει την καλλιτεχνική εξέλιξη προς όφελος πιο ανώδυνων λύσεων. Τα διεθνικά θέματα χωρίζουν τους ανθρώπους ούτως ή
άλλως, ειδικά στην «Πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» και όποια προσπάθεια και να γίνει από την τέχνη θα σκοντάψει στις ενδόμυχες αναστολές των αποδεκτών να δούνε την όποια αλήθεια –ιστορική ή μυθοπλαστική-, με αποτέλεσμα όλοι να αυτολογοκρινόμαστε και να διστάζουμε το άλμα της εθνικής και λογοτεχνικής αυτογνωσίας.
Στην αντίστοιχη Eurovision του τραγουδιού –ειδικά των τελευταίων χρόνων- αυτός που επικρατεί δεν είναι κατ’ ανάγκη ο καλύτερος τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός κ.λπ., αλλά ανάμεσα στους καλούς (;) ο επιτυχέστερα συμπλεκόμενος, αυτός που διαθέτει το καλύτερο promotion και κυρίως η χώρα, που θα συγκεντρώσει τους περισσότερους (περιστασιακούς ή μόνιμους) συμμάχους: οι βαλκανικές μεταξύ τους, οι γύρω από τη Βαλτική ομοίως, οι πρώην Σοβιετικές κ.ο.κ., με αποτέλεσμα οι ανάδελφοι Δυτικοί να μην πλασάρονται ποτέ σε καλές θέσεις.
Στην Balkanovision του Κούρτοβικ οι υποψηφιότητες, χωρίς να είναι πολέμιες, βλέπουν με ύποπτο βλέμμα το βιβλίο του άλλου. Η παλιά αντίθεση Ελλήνων και Τούρκων έχει παραμεριστεί και τη θέση της έχει πάρει η αντιπαράθεση των πρώτων με τους βόρειους γείτονές τους, όχι κατευθείαν με τους Βορειομακεδόνες αλλά με τους Βούλγαρους (ο Κούρτοβικ αποφεύγει να μπει στο κλίμα εθνικιστικών ή αντεθνικών αντεγκλήσεων με τη “Νέα Μακεδονία”).
Το βιβλίο της Βουλγάρας καλλονής και μοιραίας γυναίκας είναι εντέλει αυτό που εκφράζει τη σλαβική θέση για την ταυτότητα των κατοίκων της Μακεδονίας στους αδιευκρίνιστους χρόνους των αρχών τ
ου αιώνα και κατηγορεί την άλλη πλευρά (την ελληνική) για παραποίηση της ιστορικής αλήθειας. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και με το ελληνικό μυθιστόρημα… Ποιο είναι το καλύτερο ας το αφήσουμε στις άδηλες προθέσεις του συγγραφέα και στις ημι-έκδηλες του αφηγητή και ας κρατήσουμε το αποτέλεσμα, που δεν προέκυψε από την αισθητική αξία των έργων αλλά από τη σύναψη άτυπων συμμαχιών, ώστε να αποφευχθεί η τοποθέτηση των χειρών επί τον τύπον των ήλων. Το “νίπτω τα χείρας μου” αποτελεί εντέλει και τον γνώμονα κρίσης, ώστε να μη επιτραπούν τριβές αλλά και να μην επικρατήσουν εθνικιστικές ή αντεθνικές θέσεις, αμφότερες επικίνδυνες και ολισθηρές.
Ποιο πρόβλημα αφήνει περιθώρια για επιφυλάξεις; η εγκεφαλικότητα της εξέλιξης, χωρίς εμφανείς συναισθηματικές εμπλοκές, έστω κι αν εκδηλώθηκε η σχέση μεταξύ του Έλληνα κριτικού και της Βουλγάρας πρώην στριπτιζέζ και νυν μυθιστοριογράφου. Η σχέση αυτή επιχείρησε να εισαγάγει και τον ψυχολογικό παράγοντα στην αναγνωστική πρόσληψη και να θέσει το ζήτημα του ίδιου του προσώπου του συγγραφέα στην αξιολόγηση του έργου του, αλλά δεν κατάφερε να άρει την τακτοποιημένη φύση των υλικών, τη λογική κατασκευή του μύθου και την αίσθηση του αναγνώστη ότι διαβάζει ένα εργαστηριακό μυθιστόρημα, που, όπως υποστηρίζει η Κοτζιά, ταλαντεύεται χωρίς να μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε πολλά μυθιστορηματικά είδη.
Τελικά, η αποτίμηση της λογοτεχνίας τόσο λόγω όσο και έργω γίνεται με λογικές διεργασίες, που, όσο κι αν συχνά πηγάζουν από βαθιά υποσυνείδητες έλξεις και απώσεις, καθορίζουν τη στάση μας, χωρίς να εκτιμούμε τη χαρά της ανάγνωσης και της ουσίας μιας βιωματικής σχέσης με το βιβλίο.
Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Δυστυχώς, ο Κούρτοβικ εκτός από συγγραφέας είναι και πρόσωπο και κριτικός. Και λέω δυστυχώς γιατί η κριτική και αναγνωστική κοινότητα, αντιμετώπισε το βιβλίο αναλόγως με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές της προς τον άνθρωπο Κούρτοβικ. Κάποιοι τού επιτέθηκαν (με επιχειρήματα), κάποιοι άλλοι τον έγλειψαν (πάλι με επιχειρήματα) κι άλλοι αδιαφόρησαν (με ενδόμυχα, φαντάζομαι, επιχειρήματα!!!).