Friday, February 26, 2021

Χαβιέρ Θέρκας, “Ο μονάρχης των σκιών”

Ένας άνθρωπος που πολεμά στις τάξεις του Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο είναι ένας ιδεαλιστής νέος που πιστεύει σ’ αυτό που κάνει, έστω κι αν είναι στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, αλλά ίσως κάποια στιγμή κατάβαλε ότι ο πόλεμος είναι μάταιος και καθόλου ιδεαλιστικός. Κι έπειτα πεθαίνει.


Javier Cercas

“El monarca de las sombras”

2017

Χαβιέρ Θέρκας

“Ο μονάρχης των σκιών”

μετ. Γ. Ζακοπούλου

εκδόσεις Πατάκη -2020

 

Έχω ξαναδιαβάσει Cercas: “Οι νόμοι των συνόρων”  και τώρα αναζήτησα το τελευταίο του έργο με εμπιστοσύνη.


> Ο Ισπανός συγγραφέας Χαβιέρ Θέρκας γεννήθηκε το 1962, στο Ιμπαερνάντο, στην επαρχία του Κάθερες. Εργάστηκε για δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις και από το 1989 είναι καθηγητής Ισπανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Χερόνα και τακτικός αρθρογράφος της "ΕΙ Pais". Το έργο του, μεταφρασμένο σε περισσότερες από 20 γλώσσες, περιλαμβάνει τα εξής: "Το κίνητρο" (1987), "Ο ενοικιαστής" (1989), "Η κοιλιά της φάλαινας" (1997) και "Στρατιώτες της Σαλαμίνας" (2001, κυκλοφορεί από τις Εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Ελισώς Λογοθέτη), βιβλίο που γνώρισε διεθνή απήχηση και δέχτηκε εγκωμιαστικά σχόλια από συγγραφείς όπως ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο Τζ. Μ. Κούτσι, η Ντόρις Λέσσινγκ, η Σούζαν Σόνταγκ και ο Τζορτζ Στάινερ, ο οποίος έγραψε: "Οι στρατιώτες της Σαλαμίνας θα έπρεπε να κατατάσσονται στα κλασικά έργα". Ακολούθησε "Η ταχύτητα του φωτός" (2005, Εκδόσεις Πατάκη, Athens Prize for Literature του περιοδικού "Δέκατα"). Το 2010 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Ισπανίας για το βιβλίο του: "Anatomia de un instante". Ο "Ένοικος" πρωτοεκδόθηκε το 1989, θεωρείται το πρώιμο αριστούργημά του και μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες.

 

ΠΑΡΑΞΕΝΟ και σαγηνευτικό ξεκίνημα. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ως συγγραφέας και με το όνομά του, σκέφτεται τον θρύλο της οικογένειάς του, τον Μανουέλ Μένα, που πέθανε στον ισπανικό εμφύλιο. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι εκείνος πολέμησε στις τάξεις του μελλοντικού δικτάτορα Φράνκο ενάντια στις δημοκρατικές δυνάμεις της ενωμένης Αριστεράς, κάτι που σήμερα φαίνεται ακροδεξιό. Κι ο Javier Cercas δεν θέλει να αντιμετωπίσει ξανά την καυτή πατάτα του Εμφυλίου και ειδικά έναν πρόγονο που ανήκε, όπως κι όλη η οικογένειά του, στις δεξιές δυνάμεις.

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ προχωρά χαλαρά. Απλώς αναμασά ό,τι ξέρει από τη μάνα του της οποίας ήταν θείος ο νεκρός ήρωας. Πέθανε στα 19 του χρόνια, ως ανθυπολοχαγός σε ένα σώμα με Μαροκινούς στρατιώτες. Μια φωτογραφία διασώζει τη νεανική μορφή του. Σταδιακά μαθαίνει διάφορα από αρχεία και έντυπα, και κυρίως από έναν γηραιό κάτοικο του Ιμπαερνάντο, ο οποίος ήταν συμμαθητής του. Κι όμως δεν τολμά ακόμα να μετατρέψει το υλικό του σε βιβλίο, φοβούμενος να αγγίξει ό,τι για αυτόν είναι ντροπή. Η ενοχή της οικογένειας κληροδοτείται μέσα στην ιστορία.

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ πώς μαζεύει στοιχεία και στην ουσία διαβάζουμε πώς γράφτηκε το βιβλίο το οποίο διαβάζουμε. Διαβάζουμε την έρευνα και στην ουσία διαβάζουμε πώς η ιστορία μετατρέπεται σε παρόν και πώς μετουσιώνεται σε λογοτεχνία. Η λογοτεχνία υπηρετεί την αλήθεια, αλλά είμαστε σίγουροι ότι κάθε λογοτεχνική ανάπλαση είναι και μια υποκειμενικότητα. Διαβάζουμε για τον Μανουέλ Μένα και στην ουσία μαθαίνουμε τον Ισπανικό εμφύλιο.

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ στην Ισπανία ήταν μια τραγωδία, καθώς πολεμούσαν αυτοί που έχουν δίκιο (όσοι υποστήριζαν την τάξη στο χωριό, εφόσον βέβαια είχαν να φάνε) και αυτοί που είχαν πάλι δίκιο (όσοι θέλανε αλλαγές, επειδή δεν είχανε να φάνε). Δεν ήταν διάβολοι οι πρώτοι, ούτε άγγελοι οι δεύτεροι. Ωστόσο, η σωστή πλευρά της Ιστορίας ήταν, σύμφωνα με έναν συνομιλητή του πεζογράφου, η Δημοκρατία κι όχι το πραξικόπημα των Δεξιών που οδήγησε στον Εμφύλιο. Κουτσή στραβή η Δημοκρατία θα μπορούσε να συμφιλιώσει τις αντιθέσεις, ενώ όσοι πήγαν με τον Φράνκο απλώς έσφαλλαν, όχι από ιδιοτέλεια αναγκαστικά, αλλά από λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης. Το ίδιο συνέβη και στον Μένα, τον ψυχισμό του οποίου αναζητά εξ αρχής ο Θέρκας. Σε ένα ανιδιοτελές παιδί με μελαγχολικό βλέμμα συνοψίζεται η θετική εθελοντική στάση, που ωστόσο συμμετείχε στα πράγματα με τη λάθος πλευρά.

ΤΕΛΙΚΑ, ο νεαρός Μένα ψήθηκε στον πόλεμο και κατάλαβε ότι ο αρχικός ιδεαλισμός του κατέπεσε πάνω στη φρίκη του πολέμου. Μόνη ευθύνη να συνεχίσει ώστε να μην πάει στη μάχη ο άλλος παντρεμένος αδελφός του. Δεν έριξε τις όποιες ιδεολογικές του πεποιθήσεις, αλλά αντιλήφθηκε, πριν πεθάνει, ότι δεν είναι οι ιδέες αθώες, όταν ο θάνατος και η εκατέρωθεν ωμότητα τις υπερβαίνουν.

ΜΟΝΑΡΧΗΣ των σκιών είναι στην Οδύσσεια ο Αχιλλέας. Κι ο Θέρκας κάνει συνεχώς τον παραλληλισμό μεταξύ του Μανουέλ Μένα και του ομηρικού ήρωα, επειδή όλοι στην οικογένεια τον έβλεπαν σαν ένα άξιο υπερασπιστή των πιστεύω του και της πατρίδας. Ο ίδιος όμως ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την τραγικότητά του, ειδικά όταν συγκρίνει τον Αχιλλέα της Ιλιάδας και αυτόν της Οδύσσειας: ο πρώτος ανυψώνεται ως υπέρτατο πρότυπο ανδρείας, και εξαιτίας του ηρωικού του θανάτου, ο δεύτερος προτιμά να ζούσε έστω και ζητιάνος, παρά να είναι στον κάτω κόσμο βασιλιάς των νεκρών.


In2life, 19/1/2021 

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, February 22, 2021

Μάνος Κοντολέων, “Ερωτική αγωγή”

Η Ιστορία είναι ανδροκρατούμενη και ως προς το ποιος την κινεί και ως προς το ποιος την γράφει. Ένας άνδρας λοιπόν συγγραφέας διαπερνά τον 20ό αιώνα με όχημα δύο άνδρες …πεοφόρους!


Μάνος Κοντολέων

“Ερωτική αγωγή”

Πατάκης

1983, 2020


Τον Κοντολέοντα τον γνώρισα μικρή. Από τα cross over του. Κι από τότε δεν δοκίμασα έργα του για ενήλικες. Ήρθε η ώρα λοιπόν.

 

> Γεννήθηκε στην Aθήνα το 1946 από γονείς που κατάγονταν απ' τη Σμύρνη. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, αλλά ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια δημοσιεύοντας κείμενα του στο περιοδικό "Διάπλαση των Παίδων". Tην πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα την κάνει το 1969 συμμετέχοντας σε ανθολογία νέων πεζογράφων και μετά από δέκα χρόνια κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο. O Mάνος Kοντολέων ασχολείται με όλα τα είδη του πεζού λόγου: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι και δοκίμιο. Eίναι ταχτικός συνεργάτης διαφόρων περιοδικών και εφημερίδων (Aυγή, Bήμα, Διαβάζω, Tραμ, Πόρφυρας, Λέξη κ.ά) όπου και δημοσιεύει κριτικές, άρθρα και λογοτεχνικά κείμενα. Είναι μέλος συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Διαδρομές στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους". Γράφει σενάρια τηλεοπτικών προγραμμάτων για παιδία με θέματα γύρω από το βιβλίο και κάνει πολύ συχνά ομιλίες για τα προβλήματα και τους στόχους της Λογοτεχνίας για παιδία και νέους. Bιβλία του έχουν κατά καιρούς βραβευθεί από την Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών και από τον Kύκλο του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου. Kείμενα του (διηγήματα και άρθρα) περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες πεζογραφίας και δοκιμίου. O Mάνος Kοντολέων ζει στην Aθήνα μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους.


ΚΑΝΟΝΙΚΑ έπρεπε να είμαι θυμωμένη με το βιβλίο. Εκφράζει μια διπλή σύνδεση ανάμεσα στον ανδρισμό και την Ιστορία, αλλά και ανάμεσα στον ανδρισμό και τον ηδονισμό. Με πιο απλά λόγια, δηλώνει μέσα από τη ζωή του Χρήστου Βαλλή την ιδέα ότι η Ιστορία, εθνική, κοινωνική, πολιτική κ.ο.κ., προωθείται μέσω της σεξουαλικότητας. Ίσως αποδίδει φροϋδικά πρότυπα, καθώς οι άνδρες δρομολογούν τις εξελίξεις οδηγούμενοι απ’ την πορεία που χαράζει το πέος τους. Έτσι, οι επιλογές του πρωταγωνιστή, που ξεκίνησε από τα χωριά της Ηπείρου, για να περάσει απ’ τα Γιάννινα και να καταλήξει στην Αθήνα, οιστρηλατούνται από τις ορμές του.

ΚΑΝΟΝΙΚΑ θα έπρεπε ως γυναίκα να νιώθω προσβεβλημένη απ’ αυτή τη σεξιστική ανάγνωση της ιστορίας. Αλλά με κέρδισαν άλλες αρετές του συγγραφέα. Καταρχάς, η άνεση στην αφήγηση που με τσαλίμια και χαριεντισμούς προχωρά την ιστορία. Ο ήρωας μεγαλώνει, σπουδάζει νομική, διορίζεται στην τράπεζα, καλοβλέπει όποια γυναίκα, ελεύθερη, παντρεμένη ή εκδιδόμενη, μπορεί να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Περνά την Κατοχή, αβρόχοις ποσί που λέγαν οι παλιοί, ζει τον Εμφύλιο με το μέρος των νικητών, μεταβαίνει στη μεταπολεμική εποχή αστός. Οι σελίδες γυρνάνε γρήγορα όχι επειδή διαβάζουμε μια ουδέτερη γλώσσα, αλλά επειδή οι συγγραφικές φιοριτούρες είναι τόσο όσο.

ΚΙ ΕΚΕΙ μέσα εμφιλοχωρούν λέξεις καθαρεύουσας ή αρχαίες, μόνο όπου θα ήθελε ο πεζογράφος να διανθίσει τα γεννητικά όργανα, ανδρών και γυναικών, τις στάσεις του έρωτα, τις επαγγελματίες του είδους και τα υπόλοιπα γενετήσια δρώμενα με ανοίκειες λέξεις και φράσεις, με απρόσμενες περιγραφές, με μονολεκτικές εκφράσεις των ποταπών συμπεριφορών. Δεν φτάνει βέβαια στην ποιητικότητα του Εμπειρίκου και του “Μεγάλου Ερωτικού”, δεν φτάνει ούτε στην πορνογραφία του, αφού άλλωστε δεν το θέλησε. Προσεγγίζει ωστόσο το ταπεραμέντο του ποιητή, όταν ξενίζει τον αναγνώστη με λέξεις όπως πάτταλος, ενεργοβατώ, τιτθία, δαγύδα, καταγιγαρτίζειν, δελφάκιον, λέξεις που σημαδεύει εύγλωττα λόγω της σπανιότητάς τους ο κορέκτορας του Word.

Ο ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ως μοχλός κίνησης και προόδου, ως ανδρικό σύμβολο της κατάκτησης και της ανόδου, συνεχίζεται με συνεχείς προδρομικές αφηγήσεις στον γιο του Χρήστου Άρη. Ανδροκρατούμενη πορεία και στίξη της Ιστορίας. Ο άνδρας επιβάλλεται με την π… του. Συγκρίνω αυτόν τον άξονα με το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου “Στο αυτί της αλεπούς”, όπου η μεταβίβαση απ’ τη μια γενιά στην άλλη της παράδοσης, της ιστορίας, της ζωής γίνεται από γυναίκα σε γυναίκα. Η μία ματιά και η άλλη δείχνουν και πώς τα δύο φύλα προσεγγίζουν την πορεία της ανθρωπότητας.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ γράφεται με θεωρίες πανηδονισμού, που κανοναρχεί τον άνδρα κι αυτός την ιστορία. Λέξεις και σκηνές, σχεδόν πορνογραφικές, όχι όμως ωμές, καθώς είναι σε περιβάλλον λογοτεχνικό, ξεπαρθενέματα, κατακτήσεις, ηδονές, μυστικά κι αφανέρωτα, αλλά και σεξουαλικοί κομπασμοί.

Πάπισσα Ιωάννα

Friday, February 19, 2021

Μ. Καραγάτσης, “Άμρι α Μούγκου”

Μοίρα ή ευθύνη; Κι είναι η Αφρική μια ήπειρος κατάλληλη να μιλήσει κανείς για τον άνθρωπο και τους δεσμούς που τον ενώνουν με τον έρωτα και με τον θάνατο. Χωρίς επιστροφή.


Μ. Καραγάτσης

“Άμρι α Μούγκου”

[πρώτη έκδοση 1954]

εκδόσεις Εστία

-2011


Ο καθένας είχε διαβάσει άλλον Καραγάτση. Ο Πατριάρχης Φώτιος το "Ο κίτρινος φάκελλος", το «10», το «Χαμένο νησί», τον «Σέργιος και Βάκχος», "Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν"  και τον "Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου". Η Bookworm είχε διαβάσει τη «Μεγάλη Χίμαιρα», εγώ είχα δει την παράσταση, ο Καρδινάλιος Ρισελιέ είχε διαβάσει τον «Κίτρινο φάκελο» επίσης και είχε δει το σήριαλ «10», ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος το «Σέργιος και Βάκχος»… Το  “Άμρι α μούγκου” δεν το είχε διαβάσει κανείς κι έτσι στραφήκαμε προς τα κει.


> O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της "Nέας Eστίας" με το διήγημα "Kυρία Nίτσα", το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού ("Oι θεότητες του Kοτύλου", εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη "Nέα Eστία", δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο "Tο 10", το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν "Aς γελάσω".

 

ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟ βιβλίο. Στην περιφέρεια του μαγικού βουνού Κιλιμάντζαρο ένας Έλληνας, ο Αντρέας κυβερνά μια έκταση με χιλιάδες μαύρους, ενώ έχει μαζί του τον άρρωστο φίλο του Σπύρο και τη γυναίκα του τελευταίου Μαρία. Την τελευταία νύχτα, πριν πεθάνει ο Σπύρος, αναπολούν μαζί πώς ξεκίνησαν ο ένας φεύγοντας από το φτωχό πλέον αρχοντικό του στην Άνδρο κι ο άλλος επιζητώντας πλούτη για να παντρευτεί την αγαπημένη του. Κι οι δυο ξεκινούν από τη Ζανζιβάρη και μπαίνοντας βαθιά στην Τανγκανίκα κυνηγούν τα πλούτη που τάζει η Μαύρη Ήπειρος.

ΒΛΕΠΟΥΜΕ ένα από τα πιο φιλοσοφικά βιβλία του Καραγάτση, κάτι που δεν φαίνεται συμβατό με τη γραφή του. Ποιος είναι πιο άγριος, οι λευκοί ή οι μαύροι; Και ποιος είναι ο άφαντος Μπρούνο Σβαρτς, τον οποίο ζητώντας οι δυο φίλοι φτιάχνουν στην ουσία μόνοι τους το Ριζικό τους; Η φυγή είναι (μας λέει ο συγγραφέας) ένας τρόπος να πάρει ο άνθρωπος στα χέρια του τη ζωή του, να κυνηγήσει την ουτοπία και να πιστέψει ότι μπορεί να την κάνει πράξη. Η Αφρική γίνεται το πεδίο μέσα στο οποίο οι δυσκολίες και οι στόχοι είναι μπροστά σου, το ίδιο εφικτοί και το ίδιο ανέφικτοι, κι επαφίεται σε σένα να τους πετύχεις. Ο άνθρωπος, λέει, φτιάχνει τη μοίρα του, ιντετερμινιστικά και αποφασιστικά.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ παίρνει γρήγορα χαρακτήρα ερωτικού τριγώνου. Ο Σπύρος κι η γυναίκα του Μαρία επιστρέφουν στην Αφρική, όπου ζουν παράλληλα με τον αδελφοποιτό του Αντρέα, περνάνε περιπέτειες, ο Αντρέας συλλαμβάνεται από τους Άγγλους, επειδή λαθροπουλούσε όπλα στους Μπόερς, αλλά σώζεται χάρη στη Μαρία. Ο έρωτας των δύο υπολανθάνει, ημι-αποκαλύπτεται, φιδοσέρνεται χωρίς να εκρήγνυται.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ είναι γραμμένο με μια άρτια τεχνική. Ο Σπύρος ψυχομαχεί, ξέρει ότι ως το πρωί θα πεθάνει και με διαδοχικές εναλλασσόμενες αναδρομές θυμάται μαζί με τον κολλητό του Αντρέα το παρελθόν. Η οπτική του ενός συμπληρώνει την οπτική του άλλου. Έτσι ο Καραγάτσης δεν αποκαλύπτει την αλήθεια, παρά μόνο όπου τον συμφέρει. Η ιστορία καρκινοβατεί μέχρι να κορυφωθεί.

ΦΥΣΙΚΑ ως καραγάτσειο κείμενο έχει προβλήματα στην οργάνωση. Κυρίως με ενόχλησε η αίσια εξέλιξη όλων των δυσκολιών, εξέλιξη που στηρίζεται στην ειλικρίνεια και την ντομπροσύνη των ανθρώπων. Όποιος συναντά τους δυο καιροσκόπους, τους φέρεται με ευθύτητα, πείθεται από την ατόφια αξία τους, κι ο ίδιος είναι έτοιμος να βοηθήσει μόνο και μόνο επειδή εκτιμά τη στοχοπροσήλωσή τους. Όλα αυτά φαίνονται αναληθή. Όπως και οι από μηχανής θεοί που εμφανίζονται, ή ο τρόπος με τον οποίο ο Αντρέας βρήκε χρυσό.

ΤΑ ΠΡΟΣΠΕΡΝΩ ωστόσο, επειδή η σημασία του έργου έγκειται στην ψυχολογία των προσώπων, στη φιλία και τον έρωτα, στη φύση της ανθρώπινης ζωής, στη μοίρα. Αυτή, ο άδηλος Μούγκου της Αφρικής, είναι η υπαίτια, όπως συχνά δηλώνεται, ή τα πρόσωπα που επιλέγουν να την ακολουθήσουν ή να την αγνοήσουν. Προς το τέλος του μυθιστορήματος η ενοχή για τους τρεις, που αλληλοδεσμεύονται και βασανίζουν με την αβουλία τους ο ένας τον άλλο, μετακυλίεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Το μυθιστόρημα αποκτά χαρακτήρα τραγωδίας, αφού όλοι εν αγνοία τους διαπράττουν ένα αμάρτημα, που τελικά τους φθείρει.  

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, February 16, 2021

Κώστας Ταχτσής, “Το τρίτο στεφάνι”

Δυο περίτεχνα δεμένοι μονόλογοι, από απλές γυναίκες με τη μικροαστική τους ματιά, που δεν γίνεται κατινίστικη, αλλά πιάνει όλο το οικογενειακό πλαίσιο του μεσοπολέμου και τις από τα κάτω εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας.


Κώστας Ταχτσής

“Το τρίτο στεφάνι”

[πρώτη έκδοση 1962]

εκδόσεις Ψυχογιός

-2020


Θεωρείται ιδρυτικό κείμενο της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Ψάχνοντας να δω τι θα διαβάσω από τα κλασικά έργα, έπεσα πάνω του. Και το πήρα να δω τι εστί Ταχτσής και τι Τρίτο στεφάνι…


> Ο Κώστας Ταχτσής (1927-1988) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά πέρασε στην Αθήνα τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ποιήματα". Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η "Συμφωνία του 'Μπραζίλιαν'" (1954) και το "Καφενείο 'Το Βυζάντιο'" (1956). Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε "Το τρίτο στεφάνι", το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού "Πάλι" (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη "Δήλωση των 18" κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξήντα ενός χρόνων. 


Η ΠΡΩΤΗ μου εντύπωση δεν είναι αυτό για το οποίο όλοι μιλούν. Είναι η ικανότητα του Ταχτσή να δένει σε δυο μονόλογους ετερόκλιτα στοιχεία, να περνά από το παρόν στο παρελθόν, να μπλέκει (ομαλά) πρόσωπα και πράγματα. Π.χ. η μία αφηγήτρια, η Νίνα, έχει κάνει τρεις γάμους αλλά η αφήγησή της δεν τους διατρέχει με τη χρονολογική σειρά αλλά με ένα μπρος-πίσω, που βγάζει προφορικότητα, συνειρμό και προσωπικές αλληλουχίες. Ο αναγνώστης ίσως ψάχνεται, αλλά έτσι συμμετέχει κι αυτός πιο δραστικά στο κουβάρι που δεν είναι τελικά και τόσο μπλεγμένο…

ΔΕΥΤΕΡΗ αφηγήτρια η κυρα-Εκάβη, που αναμηρυκάζει τη ζωή της και μαζί τη μεσοπολεμική Ελλάδα μέσα από τις οικογενειακές ιστορίες της ίδιας και των παιδιών της. Ένας κυκεώνας μπλεξιμάτων, σκοτουρών, γάμων, απιστιών και χωρισμών. Η μία ιστορία διαδέχεται την άλλη, μπλέκεται και ξεμπλέκεται, σε μαεστρικούς ελιγμούς, που κάνουν ξεχωριστό το μικρό και ανούσιο.

ΑΥΤΟ φυσικά που κυριαρχεί είναι ο μικροαστισμός μιας Ελλάδας λίγο μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, στην αρχή της περιβόητης δεκαετίας του ’60 με καταβολές από τον μεσοπόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Φοβήθηκα ότι εμένα αυτή η γενιά που δεν την έζησα, που μου φαίνεται τόσο μακρινή, καθότι παιδί του 21ου αιώνα, θα με άφηνε αδιάφορη. Κι όντως με ζόρισε να συλλάβω τον κόσμο σε μια μικροαστική νοοτροπία, που ίσως υπάρχει ακόμα, ίσως έχει μετεξελιχθεί σε κάτι πιο glamorous ή κατά βάθος έχει διαποτίσει κάθε σημερινό σπίτι.

Η ΝΙΝΑ κι η Εκάβη εκφράζονται χειμαρρηδόν. Η πρώτη βρίζει την κόρη της, που της είναι βάρος, αφήνει έκθετα διάφορα άπλυτα για την πεθερά της, τους άνδρες της, μιλάει λαϊκά, αν και όχι πολύ αργκό. Το ίδιο κι η δεύτερη που ελεεινολογεί τον άντρα της και τα παιδιά της, που σκέφτονται μόνο το τομάρι τους παρατώντας παιδιά και συζύγους. Πρόσωπα της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής Αθήνας φιγουράρουν, περνάνε ως τύποι, οι οικογενειακές σχέσεις, η καθημερινότητα, μια πλειάδα στοιχείων, που αποδίδουν με λίγο κατινιά, με λίγο κουτσομπολιό, με πολλή εξομολόγηση ένα πλέγμα σχέσεων, με αξίες και απαξίες.

ΔΙΑΒΑΖΩ μια γλώσσα λαϊκή, προφορική, συνειρμική, περίτεχνη, με πολλά λόγια στοιχεία, ένα κράμα απλού λόγου αλλά και εκφράσεων ενός πιο υψηλού επιπέδου, μάλλον ως απόρροια των ακουσμάτων και της στερεότυπης γλώσσας της διοίκησης. Διαβάζω το χιούμορ και τον σαρκασμό, τις χειμαρρώδεις ολισθήσεις δυο καταιγιστικών μονολόγων, ένα μποτιλιάρισμα δύο δρόμων που φέρνουν στο ίδιο σημείο ανθρώπους, σχέσεις, οικογένειες, νοοτροπίες. Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα, καθώς ο Ταχτσής έφτιαξε δυο πολύ ζουμερές αφηγήτριες που δένουν τον αναγνώστη στα δίχτυα τους.


ΩΣΤΟΣΟ, καθ’ όλη την ανάγνωση αλλά και μετά, αναρωτιόμουν το αρχικό μου ερώτημα, αν δηλαδή αυτός ο κόσμος με αφορά, αν μια κοπέλα του 21ου αιώνα βρίσκει χάρη στον μικρόκοσμο δυο μικροαστών γυναικών πριν από έναν αιώνα. Παρατήρησα βέβαια τη φεμινιστική σκοπιά, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας: οι γυναίκες είναι δυναμικές, ενώ οι άντρες κότες, οι γυναίκες καθορίζουν το μέλλον τους και δρουν έξω από τα στερεότυπα, σπάνε τα καθιερωμένα, μου άρεσε αυτός ο τσαμπουκάς. Βλέπουμε ένα είδος Ιστορίας, ειδικά από τον τορπιλισμό της Έλλης μέχρι τον Εμφύλιο, μια αφήγησή της από τα κάτω, από τις απλές γυναίκες που σκέφτονται τον μικρόκοσμό τους αλλά συνάμα το μάτι τους πιάνει (λίγο) και το ευρύτερο πλαίσιο.

ΜΠΟΡΩ να πω, ως τελική εκτίμηση, ότι ο κόσμος αυτός δεν διασταυρώνεται με τον δικό μου και δυσκολεύτηκα να βρω ταυτίσεις.

Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, February 13, 2021

Θανάσης Βαλτινός, “Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν”

Μια τραμπάλα: η ιστορία απ’ τη μια, η ερωτική επιθυμία απ’ την άλλη. Όσο ζορίζει η πρώτη, τόσο πιέζεται κι η δεύτερη, που έρχεται ως διέξοδος ή ως ασφυξία.


Θανάσης Βαλτινός

“Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν”

[πρώτη έκδοση: Άγρα 1992]

εκδόσεις Εστία

-2007


Παραδόξως δεν είχα διαβάσει Βαλτινό. Κυρίως επειδή έχει συσσωρευτεί μια υπερδιαφήμιση, που με απωθούσε. Τώρα όμως που δεν είναι τόσο στην επικαιρότητα, είπα ότι αξίζει να τον δω.

 

> Ο Θανάσης Βαλτινός γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας, το 1932. Οικογενειακές μετακινήσεις, που συνδέονται με τις δυσκολίες των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων, τον ανάγκασαν να φοιτήσει κατά σειρά στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης. Το 1950 ήρθε στην Αθήνα όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε κινηματογράφο. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό: Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α., καλεσμένος από Πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Έχει μεταφράσει τις "Τρωάδες" του Ευριπίδη και την "Ορέστεια" του Αισχύλου, που παίχτηκαν στην Επίδαυρο το 1979 και 1980 αντιστοίχως, από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του Θ. Αγγελόπουλου "Ταξίδι στα Κύθηρα". Το 1990 τιμήθηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο: "Στοιχεία για την Δεκαετία του '60". Διετέλεσε μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Διετέλεσε γενικός Διευθυντής του 2ου Καναλιού της Εθνικής τηλεόρασης 1989-1990. Στις 5 Ιουνίου 2008 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της Νέας Ελληνικής Πεζογραφίας της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Τον Δεκέμβριο του 2012 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.

 

ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ κινούνται στο πλαίσιο του άκρα ρεαλιστικού. Γράφονται σε μια τριακονταετία 1960-1991 και αφορούν τη σύγχρονη μεταπολεμική πραγματικότητα. Ο Εμφύλιος και η Κατοχή. Η Δικτατορία. Τα ιστορικά γεγονότα αχνοφαίνονται, ενώ οι ήρωές του ζουν μέσα τους. Το ιστορικό φόντο είναι πανταχού παρόν και καθορίζει τη μικρή ζωή των προσώπων, τον θάνατο και τον έρωτα.

ΟΣΟ ΔΙΑΒΑΖΩ, συνειδητοποιώ πόσο ο συγγραφέας βάζει κορνίζα την Ιστορία γύρω από τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων, που πεθαίνουν λ.χ. στο μέτωπο από νάρκη, θάβουν με δέος τους νεκρούς τους, ερωτεύονται μέσα στην Κατοχή κι, ενώ ο πόλεμος μαίνεται, χτίζουν μια ζωή που θα κρατήσει πολύ μετά. Και μέσα σ’ αυτήν την κορνίζα εξιστορούνται η πορεία μέχρι τον θάνατο, που σπαραλιάζει ό,τι πέφτει στα χέρια του, αλλά και η διαφυγή απ’ αυτόν, η ερωτική επιθυμία, η γυναίκα, η έλξη.

ΤΡΙΑ του διηγήματα αφορούν τη Χούντα. Η Ιστορία εξακολουθεί να είναι περίγυρος αλλά και βίωμα, οδύνη και βία. Στο γνωστό «Γύψο» η αλληγορία της επτάχρονης ανελευθερίας παραλληλίζεται με γύψο, που καλύπτει το σώμα, ώσπου να γιάνει, αλλά σιγά σιγά αυτός, ο γύψος, πνίγει το άτομο και το σκοτώνει. Ήταν η φράση του Παπαδόπουλου «Ας προσευχηθούμε να μην χρειάζεται ξανά γύψος. Αν χρειάζεται πάντως, θα τον ξαναβάλωμεν. Το μόνο που μπορώ να σας υποσχεθώ είναι να σας καλέσω για να δείτε το πόδι χωρίς γύψο.», που ερέθισε τον Βαλτινό, την έκανε αλληγορία, πέρασε στα «Δεκαοχτώ κείμενα» και έκανε αντίσταση με μια παραβολή. Το δεύτερο που είναι ανέκδοτο αναφέρεται σε μια ανάκριση, χωρίς σωματική βία ομολογουμένως, αλλά με μπόλικη ψυχολογική, αν και ο επικεφαλής γίνεται λίγο συμπαθής, όταν καλλιεργεί πιπεριές για να του θυμίζουν το χωριό του. Το τρίτο παίζει πάνω στη διελκυστίνδα «άνδρας εξόριστος» - «γυναίκα σε έξαψη» κι αποτελεί πάλι μια πραγμάτευση του θέματος της πολιτικής μοίρας πάνω στις προσωπικές ανάγκες, το πάτημα της ιστορίας πάνω στην ερωτική ορμή.

Ο ΒΑΛΤΙΝΟΣ δεν φτιάχνει υποθέσεις, αλλά ατμόσφαιρες. Ο απλός άνθρωπος που πλήττεται από το άχθος της Ιστορίας, που εμφανίζεται τόσο σε καιρό πολέμου όσο και ειρήνης, βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης του. Η ζωή καθορίζεται από τη μοίρα, που δεν είναι όμως μεταφυσική, αλλά ιστορική.

ΣΕ ΠΟΛΛΑ διηγήματά του έμεινα ενεή. Απλώς η ιστορία με τα υπόγεια ρεύματά της δεν με σήκωσε. Νομίζω ότι ο Βαλτινός στα καλά του είναι άριστος, στα κακά του είναι απλώς μέτριος.

Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, February 10, 2021

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, “Ο συμβολαιογράφος”

Μια δικαστική πλάνη και μια θεία δίκη. Ένας συμβολαιογράφος που στήνει κομπίνα, ή έστω συμμετέχει, και ο ίδιος αποκαλύπτει την αλήθεια. Μια ρομαντική ιστορία που κορυφώνεται με θρήνο και καταλήγει σε μια είδους δικαιοσύνη.

 

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

“Ο συμβολαιογράφος”

[πρώτη έκδοση 1855]

εκδόσεις Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.

-2011


Ο πατέρας μου θυμάται το σήριαλ που έπαιζε παλιά στην τηλεόραση. Εγώ δεν είχα γεννηθεί, αλλά ψάχνοντας στο ίντερνετ βρήκα μια ασπρόμαυρη κόπια: Διαμαντόπουλος, Φέρτης, Ντενίση, Ξενίδης…


> Ο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1809, έζησε όμως από το 1813 ως το 1821 στην Αυλή του Αλεξάνδρου Σούτσου στο Βουκουρέστι και από το 1821 ως το 1825 στη Ρωσία. Το 1832 επί κυβερνήσεως Ι.Κωλέττη διορίσθηκε σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας, όπου υπουργός ήταν ο θείος του Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός. Το 1844 η εφαρμογή του νόμου περί αυτοχθόνων προκάλεσε παύση του από τα υπουργικά του καθήκοντα και ο Ραγκαβής διορίστηκε καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο. Το 1845 δημοσίευσε την κωμωδία “Του κουτρούλη ο γάμος”. Το 1849 ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού Πανδώρα σε συνεργασία με τους Ν.Δραγούμη και Κ.Παπαρρηγόπουλο. Στην Πανδώρα δημοσιεύτηκαν πολλά διηγήματα του Ραγκαβή. Την ίδια εποχή δημοσίευσε σε τόμους τον Αυθέντη του Μωρέως, που μεταφράστηκε στα γερμανικά και γαλλικά. Το 1867 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον και το 1868 διορίστηκε πρεσβευτής στο Παρίσι. Από τις θέσεις αυτές ενίσχυσε σημαντικά την κρητική επανάσταση καθώς και το ζήτημα του Λαυρίου .

Ο Ραγκαβής κάλυψε με το έργο του σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των ειδών του γραπτού λόγου, γράφοντας από στρατιωτικά συγγράμματα, χρηστομάθειες, μαθηματικά προβλήματα, αρχαιολογικά δοκίμια και λεξικά έως ποίηση, θέατρο, λογοτεχνική μετάφραση, διήγημα και μυθιστόρημα. Στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας πέρασε κυρίως ως πρωτοπόρος της αφηγηματικής πεζογραφίας (διηγήματα και εκτενή αφηγήματα όπως ο Συμβολαιογράφος και ο Αυθέντης του Μορέως), ως θεατρικός συγγραφέας με την κωμωδία Του κουτρούλη ο γάμος αλλά και ως ποιητής.

 

Η ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΗ του όρκου ενός συμβολαιογράφου, που εκ θέσεως υπηρετεί τον νόμο, βρίσκεται στη βάση του μυθιστορήματος, βγαλμένου από την καρδιά του 19ου αιώνα. Κεφαλονιά, ιταλική κουλτούρα, έθη και νόμοι, ιταλικά στοιχεία στην καθαρεύουσα του Κωνσταντινουπολίτη Ραγκαβή.

Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ Νανέττος αποκληρώνει τον ανιψιό του Γεράσιμο και αφήνει την περιουσία του στον εμπιστευτικό του Ροδίνη. Ο Γεράσιμος, όμως, χρεωμένος και μπαγαπόντης, συνεννοείται με τον συμβολαιογράφος σινιόρ Τάπα, του οποίου την κόρη Μαρίνα θα παντρευτεί, να φτιάξει μία άλλη διαθήκη, πιο σύμφωνη με τα συμφέροντά τους.

ΤΑ ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ μοτίβα της εποχής κυριαρχούν μέσα στο έργο και μας φαίνονται σήμερα μελοδραματικά. Ο αγνός έρωτας παρά την όποια φτώχια, ο αγνός νέος Ροδίνης κι ο ξεμυαλισμένος Γεράσιμος, η δεσποσύνη Αγγελική, που θα παντρευόταν τον Ροδίνη, και η δεσποσύνη Μαρίνα, που αυτοκτονεί, οι μεγάλες ευχές και οι ουρανομήκεις συναισθηματικές εξάρσεις, η μάχη της δικαιοσύνης με την αδικία, του έρωτα με το χρήμα. Και μαζί ένα αστυνομικό μυστήριο, που όμως εμείς οι αναγνώστες υποθέτουμε εξαρχής τη λύση του. Ο Κόμης Νανέττος στραγγαλίστηκε τη νύχτα και οι υποψίες στρέφονται στον Ροδίνη κι όχι στον Γεράσιμο. Έτσι, περνάμε σε ένα έργο δικαστικής πλάνης, καθώς όλες οι ενδείξεις είναι επιβαρυντικές για τον Αθανάσιο Ροδίνη, ο οποίος είχε συμφέρον και έμενε στο σπίτι με δικό του κλειδί. Η απόφαση είναι τελεσίδικα θάνατος.

ΤΟ ΕΡΓΟ γίνεται δικαστικό θρίλερ. Περικλείει την έννοια της ανθρώπινης δικαιοσύνης που μερικές φορές σφάλλει. Περικλείει όμως και τη θεϊκή δικαιοσύνη, που στέλνει δεινά στον συμβολαιογράφο για την ύβρη του να εξαπατήσει τον Ροδίνη. Τιμωρία βρίσκει βέβαια και τον απατεώνα Γεράσιμο. Η κορύφωση οδηγεί σε αυτοκτονίες και εγκλήματα, ενώ η αθωότητα του καταδικασμένου θα έλθει, αφού η αλήθεια θα αποκαλυφθεί.

ΚΑΚΑ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ, η καθαρεύουσα και η υπερβολή στα συναισθήματα ή στις κινήσεις, στην ανωτερότητα ή στη φαυλότητα, κάνει το έργο ανεπίκαιρο. Μου φαινόταν σχεδόν παντού ακραίο, μέχρι και αστείο, καθόλου σύμφωνο με τη σύγχρονη αντίληψη περί τέχνης. Αλλά ακριβώς μεταφερόμενη σ’ αυτήν την εποχή, μπορούσα να καταλάβω λίγο το πνεύμα του. Κι επιπλέον βάζει όρους και ανθρώπους να συγκρούονται, αφήνει εύλογα σημεία εκκρεμή, οδηγεί σε οριακές καταστάσεις και τις λύνει με τον τρόπο του ρομαντικού 19ου αιώνα. Παραμένει ένα κλασικό έργο, αφού το βλέπουμε μέσα στην εποχή του, όσο κι αν η εποχή αυτή στην Ελλάδα ίσως δεν ανέδειξε κορυφαία και διαχρονικά κείμενα (φυσικά πλην της “Πάπισσας Ιωάννας”!)

Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, February 07, 2021

Νίκος Μπακόλας, “Μην κλαις, αγαπημένη”

“Αγαπημένη” (του τίτλου), είναι η μάνα ή η ερωμένη, που βρίσκει ο πρωταγωνιστής στη Θεσσαλονίκη; Και τι μπορεί να κάνει κανείς για τη μία και την άλλη;

 

Νίκος Μπακόλας

“Μην κλαις, αγαπημένη”

[πρώτη έκδοση: Θεσσαλονίκη 1958]

εκδόσεις Σοκόλη

2020


Δεν έχω διαβάσει ποτέ Μπακόλα. Με φόβισε η υπερμοντέρνα γραφή του, όπως τη διάβαζα από εδώ κι από κει. Με φόβιζε και ο όγκος μερικών έργων του, γι’ αυτό και πήρα ένα πιο στρωτό και πιο μικρό.


> Ο Νίκος Μπακόλας γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο μαθηματικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής Θεσσαλονίκης (αποφοίτησε το 1956). Από τα φοιτητικά του χρόνια στράφηκε στη δημοσιογραφία με πρώτη εμφάνιση στην εφημερίδα "Νέα Αλήθεια" το 1951. Συνεργάστηκε με τις περισσότερες εφημερίδες της συμπρωτεύουσας ("Ελεύθερος Κήρυξ", "Μακεδονία", "Ελεύθερος λόγος", "Θεσσαλονίκη", "Νέα Αλήθεια", "Ελληνικός Βορράς", "Δράσις"), όπου δημοσίευσε μεταφράσεις, άρθρα και φιλολογικά δοκίμια και υπήρξε κατά καιρούς υπεύθυνος σύνταξης και αρχισυντάκτης. Διετέλεσε επίσης προϊστάμενος του τμήματος τύπου της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (1959-1967) - και υπ’ αυτή την ιδιότητα άτυπος γραμματέας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 1960-1965 -, πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής, εισηγητής δραματολογίου και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με το έργο "Παραλλαγή στο πένθιμο εμβατήριο", για το οποίο τιμήθηκε με τον β’ έπαινο στο διαγωνισμό νουβέλας του περιοδικού "Μορφές" και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να δημοσιεύει πεζογραφήματά του στο περιοδικό "Φοιτητικά Γράμματα" και την εφημερίδα "Παμφοιτητική". Το 1958 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο "Μην κλαις, αγαπημένη". Τιμήθηκε με το βραβείο Plotin του περιοδικού "Τομές" (1978 για το έργο του "Μυθολογία"), το α΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1988 για τη "Μεγάλη πλατεία").

Ο Νίκος Μπακόλας ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς, ειδικότερα στους λογοτέχνες της λεγόμενης μοντερνιστικής παράδοσης της σχολής της Θεσσαλονίκης. Με επιρροές από το ρεύμα του εσωτερικού μονολόγου και αμερικανούς πεζογράφους όπως οι W. Faulkner, H. James και F.S. Fitzgerald, το σύνολο του μυθιστορηματικού του έργου κινείται στα πλαίσια της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα για τη γενέτειρά του και την ιστορία της κατά την περίοδο από το 1880 ως τις μέρες μας.


ΤΟ ΥΦΟΣ θυμίζει έντονα μεσοπόλεμο. Μια άγουρη ακόμα ελληνική που φέρνει σε λαϊκό λόγο, χωρίς αυτό να είναι κακό. Θυμίζει όμως μια ατμόσφαιρα, αισθητική και κοινωνική, που ίσως δεν επικοινωνεί με το σήμερα. Έστω κι έτσι, η ιστορία, όπως είναι δοσμένη, κερδίζει το ενδιαφέρον.

Ο ΜΠΙΛΛΥ, είναι μαύρος ναυτικός, που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με χρήματα. Αναπολεί τα μπαμπακοχώραφα των νότιων περιοχών των ΗΠΑ και τη μάνα του, ενώ ερωτεύεται τη Φαίη που δουλεύει σε μπαρ της περιοχής και κάνει βίζιτες. Η Φαίη μέχρι ενός σημείου ταυτίζεται με την αγάπη για τη μάνα του και την αποσπά από τη δουλειά, ώσπου εμφανίζονται τρεις τύποι απ’ το παρελθόν του. Το παρελθόν αυτό, που το αποκαλύπτει στη Φαίη και σε μας, σχετίζεται με λαθρεμπόριο ρολογιών, δουλειά στην οποία ο Μπίλλυ έκανε λαδιά, πήρε τα χρήματα κι εξαφανίστηκε από τη “συμμορία”. Έτσι, τώρα είναι διωκόμενος και δραπέτης…

Ο ΚΟΣΜΟΣ του περιθωρίου αναπλάθεται γλαφυρά. Μπαρ, υπόκοσμος, νύχτα, πόρνες, λαθρέμποροι και κυρίως μια υπολογισμένη καχυποψία που οδηγεί ή οδηγείται από την προδοσία. Ο ιταλός Λουίτζι, που σκέφτεται πολύ, ο Νορβηγός Όλε, που δέρνει πολύ, κι ένας τρίτος, μυστήριος και αφανής, που δρα …παρασκηνιακά. Πολύ εξαιρετικοί οι μονόλογοι των δύο πρώτων, που καταλήγουν από άλλο δρόμο στο ίδιο συμπέρασμα: δεν τους νοιάζουν τα λεφτά, αλλά πρέπει να τα πάρουν από τον προδότη Μπίλλυ.

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ η λιτότητα και η ευστοχία όσων λέγονται. Αλλά πιο πολύ μου άρεσε η μετακίνηση από τη μία οπτική γωνία στην άλλη, μια του Μπίλλυ, μια της Φαίης, μια των τριών, τεχνική που εκφράζει (και μέσω της λιτότητας) τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας απ’ αυτούς βλέπει τους άλλους και το στιγμιότυπο μέσα στο οποίο εμπλέκεται.

ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ μου άρεσε η αυτοθυσία του Μπίλλυ, ο οποίος πιθανόν μπήκε φυλακή, αλλά κατάφερε να δώσει ώθηση σε όνειρα που θα έμεναν νεκρά, χωρίς τη δική του συμμετοχή. Το τέλος… που δεν το αποκαλύπτω, δεν είναι αιματηρό ή εντελώς αιφνιδιαστικό, δεν έρχεται όμως κι από το πουθενά, αλλά στηρίζεται στη νοοτροπία του κεντρικού ήρωα.

Πάπισσα Ιωάννα