Sunday, March 31, 2019

Αύγουστος Κορτώ, “Σκυλίσια ψυχή”


Hitler και ζωοφιλία. Πώς συνδέονται; Πώς το θέμα των διώξεων των Εβραίων μετατρέπεται σε μια φιλοζωική ιστορία; Και πώς το σύμβολο του σκύλου γίνεται αντικείμενο χειρισμού από τον Κορτώ;



Αύγουστος Κορτώ
“Σκυλίσια ψυχή”
εκδόσεις Πατάκη
-2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Χαζεύω τη λίστα με τα έργα του Κορτώ. Μια τεράστια λίστα που ξεκινά το 1999, όταν ο συγγραφέας ήταν 20 χρονών, και φτάνει ώς τώρα. Μετράω 19 μυθιστορήματα-νουβέλες και μια σειρά από θεατρικά, ευθυμογραφήματα, ποιήματα… Αυτό καθαυτό δεν μου λέει πολλά. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Αυτό που μου έκανε κλικ είναι με πόσο διαφορετικά θέματα ασχολήθηκε ο συγγραφέας: από ερωτικά βίτσια και σεξουαλικά βαμπίρ μέχρι αστυνομικά μυθιστορήματα. Kι από την τρέλα στον πυρήνα της οικογένειας έως την ιστορία μιας πόρνης. Κι από τη Σοβιετική Ένωση του Shostakovich μέχρι τη Γερμανία του Hitler.

“Ο δαιμονιστής” το 2007, “Δεκάξι” και η “Ρένα” το 2017 είναι τρία από τα έργα του που έχουμε διαβάσει. Ετερόκλιτες γραφές, διασπορά θεμάτων, σκηνικά και δράσεις από διαφορετικούς χώρους.

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Η ηρωίδα είναι Εβραία. Η Esther Klein μένει με τον πατέρα της, που είναι γιατρός, καθώς η μητέρα της έχει πεθάνει. Μόνιμη συντροφιά της είναι ο σκύλος της που είναι και ο καλύτερός της φίλος. Τα πράγματα αρχίζουν να συνδέονται στενά με την Ιστορία, όταν η δεκαετία του ’30 φέρνει τον Hitler, τους Nazi και τις εβραιοδιώξεις.

Κι εκεί αρχίζω να αναρωτιέμαι τι καινούργιο έχει να μας πει αυτός ο ευφυής παραμυθάς; Πόσα έχω διαβάσει για τους Nazi και τους Εβραίους και τι διαφορετικό, ιδεολογικά, συγκινησιακά, ιστορικά, έχει να παρουσιάσει ο Κορτώ;

Και πραγματικά, εκεί που αναρωτιόμουν όλα αυτά, ο Μεγάλος Θεός της Λογοτεχνίας μού έστειλε την απάντηση. Η ηρωίδα συλλαμβάνεται, οδηγείται μαζί με τον πατέρα της στο στρατόπεδο του Buchenwald, όπου της επιφυλάσσεται ένας πολύ …διαφορετικός ρόλος. Μετατρέπεται σε …σκύλο στο σπίτι της Ilse Koch, της γυναίκας του στρατοπεδάρχη, η οποία χρειαζόταν ένα κατοικίδιο στη θέση τους σκυλιού που έχασε πρόσφατα. Έτσι, η Esther αντιμετωπίζεται ως σκυλί, πέφτει στα τέσσερα, τρώει από μια γαβάθα, κατουράει στο ύπαιθρο. Ο συμβολισμός είναι εύγλωττος και αναδεικνύεται σε μια εξαιρετική σκέψη: οι Εβραίοι, ή γενικότερα οι φυλακισμένοι, αντιμετωπίζονται σαν ζώα, εξευτελίζονται, υποβαθμίζονται σε μια κατώτερη βαθμίδα ζωής, γιατί έχουν χάσει την ανθρώπινή τους υπόσταση. Μετατρέπονται σε κατοικίδια, τρέφονται και καλύπτουν τις ανάγκες τους στοιχειωδώς, θεωρούνται υπ-άνθρωποι!

Άλλα έργα όπου ο σκύλος αποκτά άλλες (συμβολικές) διαστάσεις;
Στην “Καρδιά σκύλου” (γραμμένο το 1925) του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται άξαφνα σε σκύλο, σε ένα είδος σάτιρας της σοσιαλιστικής ισοπεδωτικής αλλαγής, ένα ευφρόσυνο μυθιστόρημα με κοινωνικές και πολιτικές παραπομπές, στην “Αθανασία των σκύλων” (2013) του Κώστα Μαυρουδή παρελαύνουν μια σειρά από σκύλους σε ποικίλες εκδοχές ζωής, καθώς ο συγγραφέας βάζει και βγάζει τους σκύλους του μέσα από πίνακες, βιβλία, ιστορικά γεγονότα, καθημερινές σκηνές, στον “Καϊάφα” (2016) του Νίκου Βουδούρη ο σκύλος συνοδεύει τον ήρωα στη στροφή προς μια μποέμ ζωή.

Η σκυλοποίηση της Esther τελειώνει γρήγορα, αφού μετά από είκοσι περίπου σελίδες απελευθερώνεται και μένει κλεισμένη –παραδόξως- σε ένα πολυτελές οίκημα, χωρίς άλλες εξηγήσεις. Πού το πάει ο δαιμόνιος Κορτώ; Κι αφού θα μπορούσε να μείνει στην εξαιρετική του ιδέα, γιατί βιάζεται να φύγει; Η Esther κλείνεται σε ένα πολυτελές υπόγειο, με έναν σκύλο παρέα. Αυτή συνδέεται σταδιακά με το σκυλί, έπειτα με ένα άλλο που της φέρνουν αντικαταστάτη του πρώτου, με απώτερο σκοπό να το “υιοθετήσει”, αν και, χωρίς να το ξέρει, φροντίζει το σκυλί του Hitler. Τελικά, φεύγει στην Αμερική, κληρονομεί ένα πλούσιο πάτρονά της, αλλά ο Τιμωρός κυνηγά ό,τι έχει μείνει από τους Nazi και μαζί με τους Ναζιστές έχει βάλει στόχο να εξολοθρεύσει και τον σκύλο του Führer. Και το καταφέρνει. Η Esther ξαναγυρίζει εντέλει στο Berlin, διανύοντας μια ζωή αγάπης για τα σκυλιά.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Ο Κορτώ παίρνει ένα ιστορικό άνυσμα που είναι στιγματισμένο με το Ολοκαύτωμα και το μετατρέπει σε μια ζωοφιλική ιστορία. Η δυνατή αφήγηση, η ιστορική βαρύτητα και οι καλές είκοσι σελίδες της σκυλοποίησης της ηρωίδας ξεφουσκώνουν, λες και ο συγγραφέας δεν θέλει/δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της φρίκης και το μετακινεί δίπλα.


> Ο Πέτρος Χατζόπουλος, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Αύγουστου Κορτώ, γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, νουβέλες, κριτικές και βιβλία για παιδιά.
Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, March 27, 2019

S. Yizhar, “Ήταν το Χιρμπέτ Χιζέ”

Τραγωδία: να είσαι Ισραηλινός που πάει να ερημώσει ένα παλαιστινιακό χωριό, αλλά καταλαβαίνεις ότι οι άλλοι, οι εχθροί, θα εξοριστούν και θα στερηθούν την πατρίδα τους.


ס. יזהר
חִרְבֶּת חִזְעָה”
1949

S. Yizhar
“Ήταν το Χιρμπέτ Χιζέ”
μετ. Ί. Βασιλειάδης
εκδόσεις Μελάνι -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Ισραηλινή λογοτεχνία. Μια μεγάλη σχολή που δεν είναι γνωστή αλλά μερικά ονόματά της έχουν ξεχωρίσει, όπως ο Amos Oz και ο Abraham Yehoshua κ.ο.κ. Κι εδώ στο Βιβλιοκαφέ έχουμε διαβάσει κατά καιρούς πολλούς απ’ αυτούς με πολύ δυνατές εντυπώσεις.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Η ιστορία της νουβέλας στηρίζεται στην οπτική γωνία ενός στρατιώτη του ισραηλινού στρατού την περίοδο του αραβοϊσραηλινού πολέμου. Η επιχείρηση που τους διέταξαν είναι να επιτεθούν σε ένα χωριό των Παλαιστινίων κι, αφού το βάλλουν, να συλλάβουν τον πληθυσμό.

Η αφήγηση είναι πολύ μειλίχια, πιο πολύ βαρετή θα λέγαμε, σαν ο πόλεμος να είναι μια αγγαρεία, σίγουρα όχι ένα ιερό καθήκον, αν και φωνές από συστρατιώτες του αφηγητή υψώνονται εναντίον του εχθρού. Η αναμονή, η επίθεση και λοιπά δίνονται με ήπιο τρόπο…  και όλο αυτό το κλίμα κορυφώνεται, καταρχάς, όταν εύχεται να μην πετύχουν τους ταλαίπωρους άμαχους που φεύγουν άρον άρον από το χωριό. Κι έπειτα η αμηχανία μπροστά στους αμάχους, η ψυχική συντριβή που εκφράζεται με το “καλύτερα να πολεμούσαμε παρά να είμαστε εδώ”, μέχρι και τα λόγια του αφηγητή που βρίσκουν δίκιο και στην πλευρά των Αράβων, καθώς οι Ισραηλινοί έρχονται να κατακτήσουν τα εδάφη τους.

Η τελευταία αντίληψη, που διατυπώνεται λίγες σελίδες πριν από το τέλος, συνοψίζει μια αντ-εθνική ρητορική, πολύ επικίνδυνη για το ισραηλινό φρόνημα του 1949, όταν δηλαδή οι Εβραίοι απανταχού της γης προσπάθησαν και απέκτησαν εθνικό κράτος. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι εκεί που το ίδρυσαν, ή που το επαν-ίδρυσαν, ζούσαν για αιώνες οι Άραβες, οι οποίοι πίστευαν με τη σειρά τους ότι η γη εκείνη τούς ανήκει εξίσου, ή και πιο πολύ.

Η τραγικότητα θα μπορούσε να ορθωθεί πιο έντονα, καθώς κι οι δυο πλευρές έχουν ένα δίκιο. Ο Yizhar στην αρχή επιλέγει μια ήπια σύγκρουση, της φωνής της δικαιοσύνης και της κατανόησης του άλλου (που θα εξοριστεί από την πατρίδα του) με τη φωνή της εθνικής ορθοπρέπειας, που εκφράζουν οι περισσότεροι συστρατιώτες του. Σταδιακά όμως κορυφώνεται, αφού ο αφηγητής καταλαβαίνει τι σημαίνει εξορία, συνειδητοποιεί ότι οι Άραβες φεύγουν από τη γη τους, όπως για αιώνες έμεναν μακριά κι οι ίδιοι οι Εβραίοι, ταυτίζεται με τον “εχθρό” και

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Το κείμενο είναι αντιηρωικό, αντιπολεμικό και αντ-εθνικιστικό. Και μάλιστα γράφεται στις φλεγόμενες στιγμές του αραβοϊσραηλινού πολέμου, γεγονός που δείχνει μεγάλη συγγραφική τόλμη. Έτσι, περνά στη μεταπολεμική περίοδο της άρσης των εθνών και των ιδεολογιών τους, ή τουλάχιστον στη διεθνιστική αντίληψη του δίκιου και της άλλης πλευράς.

In2life, 8/3/2019 

> Ο S. Yizhar (ψευδώνυμο του Yizhar Smilansky) γεννήθηκε το 1916 στην
Παλαιστίνη από οικογένεια συγγραφέων, υπηρέτησε στον ισραηλινό στρατό κατά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο και ασχολήθηκε με την πολιτική.
Έχει τιμηθεί με πολλά λογοτεχνικά βραβεία στη χώρα του. Πέθανε το 2006 στο Ισραήλ.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, March 22, 2019

Franz Kafka, “Το κτίσμα”


Με τι παρομοιάζουν συνήθως την κατασκευή ενός κειμένου; Με λαβύρινθο, με υφαντό, με κάτοπτρο, με πίνακα ζωγραφικής. Ο Kafka το προσομοιάζει με λαγούμι!


Franz Kafka
Der Bau
1923-1924

“Το κτίσμα”
μετ. Α. Ρασιδάκη
εκδόσεις Άγρα -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Τα βασικά απ' τα έργα του Kafka είναι το καθένα κι ένας μύθος που συνεχίζουν αέναα να προκαλούν συζητήσεις και να επιδρούν στους μεταγενέστερους. Μερικά πιο άγνωστα δείχνουν εξίσου μεγάλη δεξιοτεχνία όπως “Στη σωφρονιστική αποικία”.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Αφηγητής, κάτι που το καταλαβαίνουμε απ' τις πρώτες σελίδες, είναι ένα ζώο που ζει υπόγεια και τρέφεται με σάρκες (ποντίκια, ζωύφια κ.ο.κ.). Αφηγείται λοιπόν πώς κατασκεύασε το “κτίσμα”, το τεράστιο πολυδαίδαλο λαγούμι του, με πολλούς διαδρόμους και πλατείες, ώστε να μην είναι δυνατόν να το βρουν οι εχθροί και να συσσωρεύει την τροφή του.

Το διήγημα του Kafka, έκτασης 60 περίπου σελίδων, είναι ένας συνεχής μονόλογος, που ασχολείται με το κτίσμα, αναθεωρεί με επαναλαμβανόμενες σκέψεις όσα μέχρι τώρα έχει κάνει, σκέφτεται βελτιώσεις, δουλεύει εναλλακτικά σχέδια, έχει υπαρξιακά περί του κτίσματος ερωτήματα. Η γλώσσα του είναι ακριβής και πού και πού τεχνοκρατική, αλλά ο προβληματισμός του είναι αβέβαιος και γεμάτος δεύτερες σκέψεις.

Δεν είναι εύκολο να ορίσω τι είναι το κτίσμα και τι αλληγορία πλάθει ο συγγραφέας. Δύο σκέψεις εγείρονται:

Αφενός, το κτίσμα μπορεί να είναι η προσωπικότητα που έχει διαπλάσει ο καθένας μας, προσωπικότητα λαβυρινθώδης, πολύπλοκη, εσωτερικά άνετη κι ασφαλής, αλλά πάντα να μας προκαλεί ένα άγχος για το πώς τη βλέπουν οι άλλοι, πόσο θωρακισμένη είναι απέναντι στις πιθανές επιθέσεις τους, πόσο εξυπηρετεί τον σκοπό της και ποιος είναι τελικά ο σκοπός της.

Αφετέρου, το κτίσμα μπορεί να είναι η λογοτεχνία που γράφει ο συγγραφέας, λογοτεχνία πολυδαίδαλη, πολυεπίπεδη, με δύσκολη είσοδο και πολλούς διαδρόμους ανάγνωσης, καλοδομημένη, αλλά πάντα να προκαλεί ανασφάλεια για την επιτυχία του εγχειρήματος, να προσπαθεί να προφυλαχθεί από ποικίλες αιτιάσεις, αλλά πάντα να είναι ανοικτή σε λεηλατήσεις, να έχει συνεχώς ο δημιουργός το άγχος της επίτευξης του σκοπού του και ποιος τελικά είναι ο σκοπός του.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Θα μπορούσα να ξαναδιαβάσω το κείμενο για να βρω κομμάτι κομμάτι τους συμβολισμούς με τη γραφή ή με τον χαρακτήρα του αφηγητή. Γιατί κάθε δρόμος και παράδρομος μιας τέτοιας αλληγορικής κατασκευής αντικατοπτρίζει κάτι άλλο.


> Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου του 1883 στην Πράγα από γονείς Εβραίους: από έναν πατέρα αυταρχικό, που κατόρθωσε να γίνει εύπορος υφασματέμπορος, κι από μια μάνα τρυφερή που, αντίθετα με τον πατέρα του, είχε μεγαλώσει μέσα σ' έναν περίγυρο βαθιά μορφωμένων ανθρώπων. Ο Φραντς ήταν ο πρωτότοκος. Είχε τρεις αδελφές και δύο αδελφούς, οι οποίοι πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και κυρίως οι σχέσεις με τον αυταρχικό και άξεστο πατέρα του, στοίχειωσαν τη ζωή του.

Μετά το γυμνάσιο, υπακούοντας στην επιθυμία του πατέρα του, ο Κάφκα αφού παρακολούθησε ορισμένα πανεπιστημιακά μαθήματα γερμανικής φιλολογίας, σπούδασε τελικά νομικά. Στο πανεπιστήμιο γνωρίστηκε με διάφορους γερμανόφωνους εκκολαπτόμενους λογοτέχνες όπως ο Μαξ Μπροντ, που έγινε επιστήθιος φίλος του. Στη συνέχεια εργάστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων της Βοημίας. Τις νύχτες του αφιέρωνε στο γράψιμο. Αυτό ήταν το μεγάλο του πάθος. Ήξερε ότι ο προορισμός του ήταν το γράψιμο, αλλά δεν κατάφερε -δεν τόλμησε- να το κάνει επάγγελμά του. Ελάχιστα κείμενά του δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, όπως η περίφημη "Μεταμόρφωση" (1916), "Η αποικία των τιμωρημένων", το "Ένας αγροτικός γιατρός", καθώς και "Το γράμμα στον πατέρα" (1919). Το 1914 αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, την οποία είχε γνωρίσει στο σπίτι του Μπροντ και με την οποία αλληλογραφούσε επί δύο χρόνια, διέλυσε όμως τον αρραβώνα επειδή ένιωθε ανίκανος να αντιμετωπίσει το γάμο. Άλλη μια απόπειρά του να παντρευτεί τη Φελίτσε κατέληξε σε αποτυχία, αφού το 1917 έγινε γνωστό ότι πάσχει από φυματίωση και μπήκε σε σανατόριο -με τη συμπαράσταση της αδελφής του Ότλα. Το 1923, σε ένα ταξίδι του στη Βαλτική, γνώρισε τη χειραφετημένη εβραία νηπιαγωγό Dora Diamant και μετά από λίγο μετακόμισε στο σπίτι της στο Βερολίνο, προσπαθώντας να ξεφύγει από την επίδραση της οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Πέθανε όμως φυματικός στις 3 Ιουνίου του 1924. Γενικά, η ζωή του υπήρξε απλή, χωρίς πολλές μετακινήσεις και μακρινά ταξίδια. Χωρίς "μεγάλες συναντήσεις". Λίγο πριν πεθάνει, παρακάλεσε τον Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που αυτός ευτυχώς παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε: "Η δίκη" (1925), "Ο Πύργος" (1926), "Αμερική" (1927).

Μ' όλο που έχει διασωθεί ένα πολυσέλιδο ημερολόγιό του (3.000 σελ.), πολλά από τη ζωή του Κάφκα παραμένουν άγνωστα. Τούτο οφείλεται ιδιαίτερα ατα πολιτικά γεγονότα μεταξύ 1933 και 1945: Στο Βερολίνο, στο σπίτι της Dora Diamant, της πιστής φίλης του στα ύστερα χρόνια της ζωής του, κατασχέθηκε από τη Γκεστάπο μια δέσμη από χειρόγραφά του που θεωρούνται σήμερα χαμένα. Το 1935 απαγορεύτηκε η δημοσίευση των έργων του. Οι μάρτυρες της ζωής του, οι τρεις αδελφές του, φίλοι, συγγενείς, θανατώθηκαν από τους Ναζί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα αρχεία καταστράφηκαν. Η βιβλιοθήκη και πολλά γράμματά του χάθηκαν. Το έργο του, αρχικά γνωστό σ' ένα μικρό μόνο λογοτεχνικό κύκλο της Γερμανίας, διαδόθηκε μετά το θάνατό του στη Γαλλία, χάρη στους H. Breton, A. Camus και J. P. Sartre, ύστερα στην Αγγλία και Αμερική και τελευταία στη Ρωσία. Οι πρώτες μεταφράσεις στα Τσεχικά δημοσιεύτηκαν το 1957 στην Πράγα.

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, March 18, 2019

Πάνος Αμυράς, “Ο λιμός”


Αστυνομική λογοτεχνία μέσα στην Κατοχή. Αυτό σημαίνει γρίφος μέσα στους ιστορικούς όρους σε ένα μυθιστόρημα εποχής που διεκδικεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη.



Πάνος Αμυράς
“Ο λιμός”
εκδόσεις Διόπτρα -2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Αστυνομικό με γερές δόσεις μυθιστορήματος εποχής. Η Κατοχή, που δεν είναι πολύ προσφιλής στους συγγραφείς μας, συνδυάζεται με τον φόνο και την έρευνα. Γιατί όχι; Πάμε να δούμε τι θα βγει…

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Ο Γερμανός απεσταλμένος του Hitler λοχαγός Kraus δολοφονείται στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία και ρίχνεται στον δρόμο. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Υπαστυνόμος Β΄ Νίκος Αγραφιώτης, ενώ αντίστοιχα οι Γερμανοί, τους οποίους ενδιαφέρει ιδιαίτερα η υπόθεση, απλώνουν κι αυτοί τα δίχτυα τους όχι τόσο για τον ένοχο, αλλά για τον χαρτοφύλακα του λοχαγού, που έκρυβε όλα τα στοιχεία που συγκέντρωσε γύρω από τον μαυραγοριτισμό στην Ελλάδα. Η έρευνα, η οποία εξελίσσεται με πλείστες δυσκολίες λόγω του κρύου και της πείνας, λόγω της διαμάχης της Wehrmacht και των Waffen SS, λόγω των Ελλήνων που συνεργάζονται με τους Γερμανούς και επιχειρούν να πλουτίσουν μέσα στον πόλεμο, προχωρά βήμα βήμα. Ο Αγραφιώτης ανακαλύπτει το παρασκήνιο που εμπλέκει Έλληνες και Γερμανούς στην εξολόθρευση του επικίνδυνου απεσταλμένου του Βερολίνου.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο το βιβλίο ζωγραφίζει την αμείλικτη πείνα που βασάνιζε τους Αθηναίους και σκότωνε χιλιάδες στους δρόμους. Σε σκηνές, που μερικές φορές ξεφεύγουν ελαφρά από την κύρια υπόθεση, βλέπουμε τα παιδιά να λιμοκτονούν, τον Ερυθρό Σταυρό να μην μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά, τις τιμές να παίρνουν καθημερινά την ανηφόρα, τους εκβιασμούς, τα ξεπουλήματα περιουσιών για λίγο λάδι, τη μαύρη αγορά, τη μετακίνηση του χρήματος, τους Γερμανούς να δηλώνουν ως ένοχους τους Βρετανούς που δεν άφηναν να περάσουν φορτία!... Η κρύα Αθήνα του 1941 κι ο θανατηφόρος λιμός είναι εχθροί ίσως πιο απηνείς κι απ’ τους κατακτητές.

Τελικά προς τα πού γέρνει το μυθιστόρημα του Αμυρά; Αν λάβουμε υπόψη και τον αποκαλυπτικό τίτλο, ο στόχος δεν ήταν η αστυνομική υπόθεση, η οποία αποτέλεσε μάλλον το δόλωμα μιας καλοδουλεμένης αφήγησης, αλλά η πείνα και οι παρενέργειες του πολέμου. Η φρίκη της λιμοκτονίας και η απελπισία των ανθρώπων είναι πιο σημαντικά απ’ τον φόνο ενός αδιάφορου Γερμανού, αν και αυτή η δολοφονία σχετίζεται στενά με το πρόβλημα του επισιτισμού του πληθυσμού.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Κάπου αμυδρά …ο Αμυράς αφήνει υπονοούμενα για παραλληλισμούς μεταξύ της πείνας στην Κατοχή εξαιτίας των Γερμανών και της κρίσης τον 21ο αιώνα πάλι εξαιτίας τους. Όχι ότι το υποστηρίζει ρητά αλλά χαραμάδες ίσως υπονοούν μια τέτοια σύγκριση. Ούτως ή άλλως, το μυθιστόρημα κερδίζει επειδή α) στηρίζεται σε μια στιβαρή αστυνομική πλοκή, β) η ατμόσφαιρα της Αθήνας της εποχής είναι πειστική, αν και όχι απόλυτα καθηλωτική και γ) η κοινωνική προέκταση του λιμού εξακτινώνει τον γρίφο σε άλλες διαστάσεις.

In2life, 6/3/2019 


> Ο Πάνος Αμυράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ αλλά γρήγορα στράφηκε στη δημοσιογραφία. Ξεκίνησε την καριέρα του από την οικονομική εφημερίδα Εξπρές. Το 1994 εντάχθηκε στο δημοσιογραφικό δυναμικό του Ελεύθερου Τύπου, ενώ από το 2011 έχει αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας. Έχει εργαστεί στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ (Α΄ Πρόγραμμα) και στον ραδιοφωνικό σταθμό City FM. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, March 17, 2019

Κιβωτός βιβλίων και αναγνώσεων


Πάντα επιδιώκαμε το Βιβλιοκαφέ να αποτελέσει μια κιβωτό ιδεών και αναγνώσεων, ένα αρχείο βιβλίων που θα άξιζε κανείς να διαβάσει (ή να μην διαβάσει), ένα σύνολο βιβλιαναγνώσεων, που δείχνουν σκέψη και κατανόηση του φαινομένου της λογοτεχνίας.

Και τώρα, βλέπω ότι δυο μέρες τώρα οι αναρτήσεις του Βιβλιοκαφέ διαβάζονται υπέρμετρα, σε εκατοντάδες clicks, γεγονός που δείχνει ότι κάποιος ή κάποιοι βρίσκουν στο blog μας …ό,τι του χρειάζεται!

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, March 12, 2019

Χεσούς Καρράσκο, “Άγρια ερημιά”


Εσωτερική ανάγνωση. Ο εξωτερικός χώρος, άγριος και έρημος, αφιλόξενος κι απειλητικός, διεισδύει στον αναγνώστη και εργάζεται μέσα στο μυαλό του.


Jesús Carrasco
Intemperie
2013
Χεσούς Καρράσκο
“Άγρια ερημιά”  
μετ. Λ. Φραγκοπούλου
εκδόσεις Αντίποδες -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Είδα την κριτική του Μαρίνου σε ψηφιακό ιστότοπο: και με φώτισε πλήρως για το βιβλίο που διάβασα. Την παραθέτω σε μεγάλα της τμήματα.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
“Ποιος να ήταν, άραγε, ο στόχος που κινητοποίησε τον Ισπανό Χεσούς Καρράσκο να ξεκινήσει τη διαδρομή του στη λογοτεχνία με ένα μυθιστόρημα πολλαπλών σημάνσεων; Στην περίπτωση του μυθιστορήματός του Άγρια ερημιά δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο ντεμπούτο, μια δήλωση προθέσεων, αλλά με μια συνολική τοποθέτηση πάνω στο ανθρώπινο αίνιγμα. Αν και οι επιρροές του είναι προφανείς (από το πικαρέσκο μυθιστόρημα έως τον Καμίλο Χοσέ Θέλα κι από τον ΜακΚάρθυ έως τον Θόρντον Ουάιλντερ και τον Κόνραντ Ρίχτερ), το δικό του αποτύπωμα είναι ευδιάκριτο.
Ναι, το θέμα της φυγής και της on the road ανέλιξης ενός μύθου δεν είναι καινούργιο, όμως αυτό που προσδίδει στο μυθιστόρημα του Καρράσκο μια μορφή νεωτερισμού είναι ότι ενσωματώνει στοιχεία της παλαιάς αγροτικής ζωής (ο ίδιος κατάγεται από το Μπαταχόθ, μια παραδοσιακά αγροτική περιοχή της Ισπανίας που πλέον έχει αναπτυχθεί οικονομικά) με βιβλικές συνδηλώσεις”

Αυτό που, όντως, χτυπά εξ αρχής στον αναγνώστη είναι αυτή η σύζευξη μυθιστορήματος περιπλάνησης και δίωξης, ένα είδος αμερικάνικου road movie (χωρίς αυτοκίνητο αλλά με ανάλογα ξερά τοπία) και αγροτικής ζωής, αλλά και βιβλικών απηχήσεων. Μου θύμιζε συνεχώς αμερικάνικη ύπαιθρο παρά ισπανική, γεγονός που μάλλον οφείλεται στην άχρονη και άτοπη υφή του σκηνικού.

“Η ποιότητα του βιβλίου αναφαίνεται από τη χρήση της γλώσσας, καθώς «παίζει» συνεχώς με τα αντιθετικά σχήματα. Στο ίδιο «σώμα» συνυπάρχουν η τραχύτητα της υπαίθρου, ο μυστικισμός της Βίβλου, ο λυρισμός των ανθρώπινων συναισθημάτων και ο αιχμηρός τόνος των κατώτερων ενστίκτων που οδηγούν σε σκηνές βίας, αποκτήνωσης και εξανδραποδισμού.”

Σε κάθε σχεδόν σελίδα παρελαύνουν λέξεις δηλωτικές της ανυδρίας, της ξεραΐλας, της εγκατάλειψης… Περιγραφές και λέξεις που σαφέστατα ζωντανεύουν το τοπίο, μέσα στο οποίο ο ήλιος και η ζέστη, η καυτή ατμόσφαιρα σκιτσάρουν με ευκρίνεια το σκηνικό. Η γλώσσα του Carrasco χτυπά σαν σφυρί, ωμή, ουδέτερη αλλά πολύ δραστική στην απόδοση του κλίματος.

“Ο Καρράσκο δημιουργεί ένα σκηνικό που μπορεί να στερείται γεωγραφικών συντεταγμένων (δεν μαθαίνουμε ποτέ τη χώρα και την εποχή που αναπτύσσεται η πλοκή), είναι όμως δηλωτικό της σκληρότητας που περιμένει τους ήρωες. Όλα ξεκινούν με την άτακτη φυγή ενός παιδιού από το σπίτι του. Ο μικρός φυγάς δεν αποχωρίζεται την οικογενειακή θαλπωρή με σκοπό να ανοιχτεί στη μεγάλη περιπέτεια του κόσμου”

Ο μικρός διαφεύγει απ’ τον χωροφύλακα της περιοχή, που τον χρησιμοποιεί ως σεξουαλικό βοήθημα, για να βρει καταφύγιο σε έναν γηραιό βοσκό. Η σχέση τους δεν είναι στοργική, αλλά περισσότερο μια σχέση σκληραγώγησης, στην οποία ο μικρός εισέρχεται ολόκορμος και τελικά δένει με τον σοφό κηδεμόνα του. Παρά τις επιφυλάξεις του νεαρού, η ιστορία φέρνει και τους δυο αντιμέτωπους με τον βίαιο χωροφύλακα και τον βοηθό του, τους οποίους αντιμετωπίζουν γενναία και ωμά.

“Αυτό το παράξενο δίδυμο, δύο άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα, μόνοι τους σε έναν αφιλόξενο ξερότοπο, προχωρούν προς το μεγάλο πουθενά γνωρίζοντας πως τα βήματά τους στο χώμα γίνονται χνάρια και οδοδείκτες για τους διώκτες τους. Η συνάντηση με την ειμαρμένη δεν θα αργήσει. Ο χωροφύλακας με την πλουμιστή μηχανή και την αγριωπή θωριά θα βρει την κρυψώνα τους, αλλά όχι και το παιδί. Ο βοσκός έχει προλάβει να το κρύψει. Η τιμωρία που θα λάβει για τη γενναία πράξη του θα είναι σκληρή. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα το μυθιστόρημα αποκτάει έντονα δραματικό χαρακτήρα. Γίνεται ένα εκκρεμές μεταξύ ελπίδας και καταδίκης. Οι δύο φυγάδες ολοένα φεύγουν και συνεχώς βρίσκονται στην ακτίνα του διωκτών τους. Η τελική συνάντηση θα είναι πνιγμένη στο αίμα. Το δράμα θα κορυφωθεί, τη λύση θα τη δώσει ο γέρος (πάλι εις βάρος του εαυτού του), αλλά η λύτρωση στις ανθρώπινες υποθέσεις σπάνια είναι ανέξοδη. Κάθε στιγμή ελευθερίας έχει πληρωθεί με πολλαπλάσιες στιγμές σκλαβιάς του σώματος και της ψυχής. Ο τραχύς τσοπάνης –ένας άνθρωπος χθόνιος, γέννημα θρέμμα του κακοτράχαλου τόπου– μαθαίνει στο παιδί την αξία της συγχώρεσης. Χωρίς αυτό να αφαιρεί το δικαίωμα του θύματος να πάρει εκδίκηση. Όπως και γίνεται.”

Αναρωτιέμαι αν ο Carrasco μιλά για τη βία και την αντίσταση σ’ αυτήν σε ένα άνυδρο τοπίο. Είναι το κλίμα του έργου, ξερό, στεγνό, έρημο, άγριο, απεικόνιση μιας κοινωνίας που δεν ξέρει από νόμους και ταλανίζεται από αυταρχικούς δυνάστες και ανήμπορους πολίτες;

“Ο Καρράσκο, αφαιρώντας τα στοιχειώδη πραγματολογικά στοιχεία (λείπουν ακόμη και τα ονόματα των ηρώων, καθώς κρατούν μόνο τις ιδιότητές τους), δίνει στο βιβλίο του τη δυνατότητα να αποκτήσει τη μορφή καθολικότητας. Μέσω του μεμονωμένου γεγονότος μιλάει συνολικά για την ανθρώπινη περίπτωση. Μεταμορφώνει το καθημερινό σε γενικό μύθο. Η δονούμενη αλληγορία του βιβλίου θυμίζει τα μεσαιωνικά moralitas, όπου οι χαρακτήρες φέρουν μια συμβολική διάσταση που τους ξεπερνάει. Παρά το γεγονός ότι από τη δράση δεν απουσιάζουν ρεαλιστικά στοιχεία (η καθημερινή ζωή ενός βοσκού, οι σκληροτράχηλοι χωρικοί, η ξηρασία, τα όπλα, η κτηνωδία κ.ά.), τα αισθητικά στοιχεία που νοηματοδοτούν το βιβλίο είναι εξόχως ψυχολογικά και θρησκευτικά. Οι βασικοί ήρωες, καίτοι από τη φύση τους είναι μονοδιάστατοι, εμφανίζονται να είναι φτιαγμένοι να έρθουν αντιμέτωποι με τον αξιακό τους κώδικα και με την ανάγκη τους να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους. Έχουμε να κάνουμε με μια δυστοπία που αναπτύσσεται σε δύο δρόμους: έναν εξωτερικό κι έναν εσωτερικό. Το περιβάλλον καθορίζει τις συμπεριφορές και οι ατομικότητες βρίσκονται μπροστά σε ένα διαρκές αδιέξοδο που οφείλουν να υπερβούν για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν το καταφέρνουν όλοι, όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε πως το μεγάλο «στοίχημα» του βιβλίου, και ο κυρίαρχος πρωταγωνιστής του, είναι το παιδί – ο μοναδικός φορέας του μέλλοντος.”

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Με κέρδισε όχι ο ρυθμός κι η υπόθεση αυτή καθαυτή. Με κέρδισε σίγουρα η ατμόσφαιρα που χτίστηκε σταδιακά, που εντάσσει βαθιά μέσα της τον αναγνώστη, που αφήνει σύμβολα και προεκτάσεις τις οποίες δεν συλλαμβάνει κανείς αμέσως, αλλά δουλεύουν μέσα του ακόμα και μετά το τέλος της ανάγνωσης.


> O Jesus Carrasco γεννήθηκε στο Badajoz (Μπαδαχόθ) της Εστρεμαδούρα, στην Ισπανία, το 1972. Σπούδασε φυσική αγωγή και εργάστηκε κατά διαστήματα ως καθηγητής φυσικής αγωγής, μουσικός παραγωγός, γραφίστας, κειμενογράφος στη διαφήμιση και επιμελητής εκθέσεων. Ασχολήθηκε με το γράψιμο μετά την εγκατάστασή του στη Μαδρίτη, το 1992, κρατώντας ημερολόγια και γράφοντας διηγήματα, βιβλία για παιδιά κι ένα μυθιστόρημα. Το 2005, εξέδωσε ένα εικονογραφημένο βιβλίο για νέους αναγνώστες και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Σεβίλλη, όπου ζει ως σήμερα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "Άγρια ερημιά" ("Intemperie", 2013, αγγλ. τίτλος "In The Open"), ανακηρύχθηκε Βραβείο της Χρονιάς από την Ένωση Βιβλιοπωλών της Μαδρίτης και τιμήθηκε με τα βραβεία Fundacion de Estudios Rurales (Ισπανία), English PEN Award, Prix Ulysse, European Union Prize for Literature (το 2016), ενώ ήταν υποψήφιο για ακόμη περισσότερα (European Literature Award, Ολλανδία, Prix Mediterranee Etranger, Γαλλία, Dulce Chacon, Quimera, Calamo και San Clemente, Ισπανία, κ.ά.)
Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, March 07, 2019

Charles Dickens, “Ο σηματωρός”


Μια ιστορία φαντασμάτων, που κινείται στο όριο του πραγματικού και του φανταστικού, δείχνει ίσως μια βαθύτερη σύλληψη της μοίρας: έρχεται, συχνά προειδοποιεί κιόλας, αλλά ποτέ δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ο άνθρωπος λοιπόν περιμένει εναγωνίως να βγει ό,τι προσημάνθηκε.


Charles Dickens
“The Signalman”
1866

“Ο σηματωρός”
μετ. Μ. Ζαχαριάδου
εκδόσεις Άγρα -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Οι ιστορίες φαντασμάτων, που ήταν πολύ προσφιλείς τον 19ο αιώνα, δεν είναι αφηγήσεις τρόμου, που έχουμε συνηθίσει απ’ το cinema. Η πρώτη επαφή μ’ αυτές (“Το άγρυπνο μάτι” του Sheridan Le Fanu) ήταν πολύ ενθαρρυντική για να συνεχίσουμε.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Μικρό βιβλιαράκι. Ένα διήγημα του πολύ Dickens, γραμμένο με την τεχνική της υπαινικτικότητας. Ο αφηγητής βρίσκεται σε ένα απόμερο μέρος, έξω από ένα tunnel, όπου ζει μόνος ένας σηματωρός. Η δουλειά του είναι να προσέχει τη σιδηροδρομική γραμμή. Αυτός του εξομολογείται ότι τρέμει στην ιδέα ότι ένα φάντασμα έχει εμφανιστεί δύο φορές κουνώντας το χέρι σαν προειδοποιητικό σήμα. Και τις δύο φορές έγινε κατόπιν ένα δυστύχημα, τη μία ένα δυστύχημα στο τρένο προκάλεσε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες και την άλλη μια γυναίκα πέθανε μέσα στο κουπέ της.

Το μυστήριο διαμορφώνεται πάνω στα εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν. Ποια είναι αυτή η μορφή που εμφανίζεται απρόοπτα; Πώς ακριβώς συνδέεται με τα επακόλουθα δυστυχήματα; Κι αν όντως προειδοποιεί για κάτι, τι είναι αυτό; Κι, όπως αναρωτιέται ο ίδιος ο σηματωρός, τι μπορεί να κάνει ο ίδιος για να προλάβει τα προειδοποιηθέντα συμβάντα; Ο χώρος, η φασματική μορφή, τα βασανιστικά ερωτήματα δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να διαβάσω το διήγημα με την αργόσυρτη αλλά ουσιαστική περιέργεια του γιατί, όσο κι αν τέτοια έργα δεν δίνουν ξεκάθαρη απάντηση.

H boomerang δράση που κάνει τον αποδέκτη του μηνύματος να γίνεται και το θύμα δεν ξενίζει, αφού κάτι τέτοιο έκτοτε είναι συνηθισμένο στη λογοτεχνία. Αν πρέπει κάτι να αναζητήσω περαιτέρω, εκτός από την ατμόσφαιρα του διηγήματος, είναι το γιατί. Διάβασα και την εισαγωγή του Simon Bradley αλλά αυτός επικεντρώθηκε στα βιώματα του Dickens που τον οδήγησαν στη συγγραφή ενός σιδηροδρομοκεντρικού κειμένου. Κουβέντα όμως για το συμβολικό, αν έχει, περιεχόμενό του.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Αν μείνω στο κλίμα και στη γλώσσα ή στην αφήγηση, θα πω “άλλο ένα δείγμα της γραφής του 19ου αιώνα, που δεν μπορεί να ξεσηκώσει τον σημερινό αναγνώστη”. Αν αναζητήσω μια αλληγορία, έστω κι αν το φανταστικό δεν επιδέχεται πάντα τέτοιες ερμηνείες, θα είκαζα τη δύναμη του μοιραίου που ενδεχομένως ειδοποιεί κιόλας, αλλά τελικά έρχεται απηνές. Και συχνά η προειδοποίηση δεν μπορεί να αποτελέσει βατήρα πρόληψης, αφού “το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον”. Τελικά σηματωρός είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας στην κυριολεκτική του ιδιότητα να στέλνει σινιάλα στα τρένα, ή το φάσμα που έστειλε τρεις φορές προειδοποιητικό σήμα; Πολύ απολαυστικό ανάγνωσμα.



> Ο Τσαρλς Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας στις 8 Φεβρουαρίου 1812, και ήταν το δεύτερο από τα οχτώ παιδιά της οικογένειάς του. Όταν ο Κάρολος ήταν 12 χρονών, ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή για χρέη και ο μικρός αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά. Οι παιδικές του εργασίες είναι παρόμοιες μ' αυτές που περιγράφει στο βιβλίο του "Δαβίδ Κόππερφιλντ. Η επίσημη εκπαίδευσή του ήταν περιορισμένη, αλλά, καθώς είχε γνώσεις στενογραφίας, πολύ νέος έπιασε δουλειά ως ρεπόρτερ στη "Morning Chronicle". Από τη θέση αυτή παραιτήθηκε ύστερα από μερικά χρόνια, όταν πια είχε αρχίσει τη συγγραφική του σταδιοδρομία. Αργότερα έγινε πρακτικογράφος στη Βουλή. Το 1836 δημοσίευσε τον πρώτο τόμο με άρθρα του για την καθημερινή ζωή στο Λονδίνο, με τίτλο "Σκίτσα του Μποζ". Το 1837 ακολούθησε ο δεύτερος τόμος. Το μυθιστόρημά του "Όλιβερ Τουίστ" (1838) θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό. Το πρώτο του ταξίδι στην Αμερική (1841) του ενέπνευσε δύο έργα το "Αμερικάνικα σημειώματα" (1842) και το μυθιστόρημα "Μάρτιν Τσασλουάιτ" (1844). Εγκλήματα, αθλιότητα, κτηνωδία και θάνατος συνυπάρχουν με κωμική εφευρετικότητα και απέραντη τρυφερότητα στο έργο του Τσαρλς Ντίκενς. Άλλα σημαντικά έργα του είναι: "Δαβίδ Κόπερφηλντ" (1850), "Τα δύσκολα χρόνια" (1854), "Ιστορία δύο πόλεων" (1859), "Μεγάλες προσδοκίες" (1861). Πέθανε στο Λονδίνο στις 9 Ιουνίου 1870, στη χώρα κηρύχθηκε πένθος και τον έθαψαν στη γωνία των ποιητών, στο Γουεστμίνστερ Άμπεϋ. Η δημοτικότητά του ήταν εξαιρετική όσο ζούσε και, όπως είπε και ο Walter Allen, "η επιρροή του εξακολουθεί να είναι αισθητή και το έργο του μέρος του λογοτεχνικού κλίματος μέσα στο οποίο ζει ο δυτικός άνθρωπος".
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, March 03, 2019

Ιωάννα Καρυστιάνη, “Χίλιες ανάσες”


Πολλά πρόσωπα, πολλές σκηνές, το γνωστό ύφος της συγγραφέως, ο μεγάλος καμβάς που περικλείει μικρότερους, λόγια και αναμνήσεις, υφαντά που δένουν νήματα και ζωές.


“Χίλιες ανάσες”εκδόσεις Καστανιώτη-2018



Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Είναι μεγάλη συγγραφέας η Καρυστιάνη; Μα φυσικά. Η συνονόματή μου θεωρείται, νομίζω, από τις κλασικές πένες της σύγχρονης πεζογραφίας μας. Τα μυθιστορήματά της π.χ. η “Μικρά Αγγλία”, με τον ναυτικό κόσμο της, με τη μοναξιά των γυναικών να βαραίνει σε όλη τους τη ζωή, με τις εικόνες από τη μεσοπολεμική Άνδρο, με μια αρχοντιά που απλώνεται απ’ τα σαλόνια ως τις ρούγες κι από τα ρούχα ως τις γυναικοπαρέες. Και “Τα σακιά”, στα οποία χρησιμοποίησε έναν λόγο σκληρό, καταιγιστικό, αιχμηρό, που πετάει ενίοτε βιτριολικά σχόλια και οξείες ατάκες. Αλλά και τα διηγήματά της (“Καιρός σκεπτικός”), όπου η ματιά της δεν παύει να είναι ούτε εδώ διεισδυτική και παρατηρητική, αφού ξέρει να συγκεντρώνει πολλές απλές στιγμές, να συναθροίζει καθημερινές εμπειρίες και κοινωνικά επίκαιρα, να κάνει ντάνες τα βιώματα όλων μας χωρίς αυτή η πληθωρικότητα να φαίνεται ξένη στη βασική ιστορία και στον άξονα που στηρίζει κάθε διήγημα.

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γεμάτο απ’ τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την συγγραφέα. Πολλές συσσωρευμένες λεπτομέρειες που απλώνουν ένα τεράστιο ψηφιδωτό της καθημερινής ζωής. Πολλά πρόσωπα, άλλα σε πρωταγωνιστικό ρόλο όπως η Πηγή Βογιατζή με τις φίλες της Πόπη Χράπη και Πέπη Μεϊντάνη, που ξεδιπλώνουν πολλαπλές μικροϊστορίες, αναμνήσεις και σκέψεις –και κοντά η κόρη της Αμαλία. Τέλος, σε πρώτη φάση, πάλι η μικρή κοινωνία ενός νησιού, όχι της Άνδρου πια, αλλά του φανταστικού Κουκουτσιού.

Η ιστορία ξεκινά όταν ανακαλύπτεται, μετά από μήνες εξαφάνισης, το πτώμα του Στέλιου Βογιατζή, μισοφαγωμένο μέσα στο πέλαγος. Κι η χήρα πλέον Πηγή το φέρνει στο νησί για την κηδεία. Δίπλα της οι συγχωριανοί της κι οι δυο φιλενάδες της, με τη δική τους ζωή και τα δικά τους βιώματα. Απλώνεται σιγά σιγά, λοιπόν, ένα πλέγμα ιστοριών, αναμνήσεων, κοινών βιωμάτων, που μετακινούνται πότε στη μία και πότε στην άλλη κατεύθυνση. Το βασικό ερώτημα πώς χάθηκε ο μακαρίτης εναλλάσσεται με μικρές σκηνές της ζωής. Είναι όντως το πτώμα που αναγνώρισε η χήρα το σωστό ή μήπως θάφτηκε κάποιος άλλος;

Η Καρυστιάνη ξεκινά απ’ τα μικρά καθημερινά, μέσα στα οποία αργοσέρνονται μυστικά για τα οποία ακούγονται υπαινιγμοί, αλλά στην αρχή τουλάχιστον δεν δίνονται σαφή στοιχεία. Όλα ίσως σχετίζονται μ’ ένα βαθύτερο μυστικό, μια αινιγματική κατάσταση που ανάγεται στον Σεπτέμβριο του 1975, γεγονότα πούκαναν τον νεαρό τότε Στέλιο να φύγει στον Καναδά. Σ’ αυτά, ρόλο έπαιξαν οι φίλοι του Ισίδωρος Παούρης και Ηλίας Κουγιουλής, ενώ κάτι ξέρει κι ο ξάδελφός του Θοδωρής Βογιατζής. Όλα τα μισόλογα έχουν στόχο την αποκάλυψη, όλες οι δειλές αλήθειες το αποκορύφωμα.

Η αργόσυρτη εξέλιξη και η επιμονή στις μικρές σκηνές της καθημερινότητας δείχνει, όσο προχωρά το μυθιστόρημα, ότι η διερεύνηση του θανάτου είναι σε δεύτερη μοίρα, ή τουλάχιστον σε παράλληλη μοίρα με τα μύρια όσα κρατάνε την ζωή. Μικρές κυκλικές πορείες σε μια στάσιμη λίμνη. Κι η ανάγνωση το ίδιο. Η λογοτέχνιδα μπλέκει πάλι με τα στενοσόκακα των απλών ανθρώπων και χάνει το νήμα της κεντρικής αφήγησης. Έτσι, ούτε το μικρό παίρνει δύναμη μέσα στο μεγάλο, ούτε το μεγάλο ολοκληρώνεται με τη σύνδεση/διάστιξη/διασταύρωση/αντίθεση/αλληλεπίδραση κ.ο.κ. των μικρών.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Κρατώ τη γλώσσα της Καρυστιάνη που τσουβαλιάζει ευχάριστα λαϊκές λέξεις, καθημερινές και λόγιες, ένα ωραίο αμάλγαμα προφορικής ομιλίας και γραπτού λόγου, ώστε να αποδώσει τη ματιά του απλού ανθρώπου όπως περνά από το πρίσμα του αφανούς μορφωμένου αφηγητή.


> Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1952 στα Χανιά της Κρήτης από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε νομικά. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με το σκίτσο και την εικονογράφηση (με το όνομα "Ιωάννα"). Δούλεψε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης", στα περιοδικά "Τέταρτο", "Ένα", "Εικόνες", και σε ξένες εφημερίδες. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1994, με τη συλλογή διηγημάτων "Η κυρία Κατάκη". Ακολούθησε το μυθιστόρημα "Μικρά Αγγλία", το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το 1998, και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και για το λογοτεχνικό βραβείο Balkanika. Το επόμενο μυθιστόρημά της, "Κουστούμι στο χώμα", τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού "Διαβάζω" το 2001.
Είναι παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη και μητέρα των σκηνοθετών Αλέξανδρου Βούλγαρη ("Κλαις;", "Ροζ") και Κωνσταντίνας Βούλγαρη ("Γιούπι", "Με τα φώτα νυσταγμένα", "Βαλς Σεντιμεντάλ").
Πάπισσα Ιωάννα