Ο Γ. Ξενάριος καταθέτει συχνά πολύ μελετημένες απόψεις για τη λογοτεχνία μας. Στο τεύχος του «διαβάζω» (486, Ιούνιος 2008), που μόλις κυκλοφόρησε, επισημαίνει κάτι που πολλοί το είχαν συνειδητοποιήσει αλλά δεν τον είχαν ως τώρα καταγράψει: την αδυναμία του λογοτέχνη να επανεμφανίσει μια καλή δουλειά μετά το καλό ή και εξαιρετικό πρωτόλειό του. Παραθέτω την αρχή που είναι άκρως κατατοπιστική:
“Ένα από τα σταθερά φαινόμενα της ελληνικής λογοτεχνίας είναι η εμφάνιση συγγραφέων μ’ ένα πρώτο καλό, κάποτε-κάποτε και εντυπωσιακό, βιβλίο […] και η εν συνεχεία επαναλαμβανόμενη διάψευση αυτής της πρώτης εμφάνισης με απανωτές αποτυχίες […]. Αν κάποιος ήθελε να εντοπίσει τις αιτίες του, θα έβρισκε δύο ομάδες αιτίων που το προκαλούν: μια δέσμη ψυχολογικών και μια αντίστοιχη λογοτεχνικών αιτίων”.
Η πρώτη αιτία εξηγείται ως η συσσώρευση πάθους και ζήλου για το ξεκίνημα, τα οποία κοπάζουν μετά, καθώς δεν συνοδεύονται κι από ανάλογη “ανάπτυξη αφηγηματικών τεχνικών, τη συνολικότητα του αφηγηματικού οράματος, τη σοφία στη διαχείριση των μέσων, την ύπαρξη ενός αισθητικού οράματος κ.λπ.”. Η δεύτερη δέσμη αναφέρεται σε ένα σύστημα, όπως το ονομάζει ο Ξενάριος, -μια λογοτεχνική παρακαταθήκη θα έλεγα εγώ- μέσα από την οποία μπορεί και θα μπορεί να αντλεί ο λογοτέχνης στοιχεία που θα αρδεύουν κάθε του έργο. Στην ουσία οι περισσότεροι νεοεισελθέντες στον χώρο λογοτέχνες έχουν νερό μόνο για το πρώτο τους έργο, ενώ γρήγορα στερεύουν για το επόμενα.
Η δυνατότητα εύκολης έκδοσης (ειδικά για το πρωτόλειο), το λάιφ στάιλ, ο τηλεοπτικός λόγος, η αποσύνδεση από τη λογοτεχνική παράδοση, ο τυφλός μιμητισμός της ξένης λογοτεχνίας, τα περιορισμένα βιώματα σε μια εποχή που τα δίνει όλα έτοιμα είναι κάποιοι από τους παράγοντες που καθηλώνουν στα αβαθή τούς νέους μας συγγραφείς. Το δεύτερο έργο είναι συχνά είτε πανομοιότυπο με το πρώτο, οπότε δεν ενθουσιάζει εξίσου -εκδιπλούμενο σαν μανιέρα και απομίμηση-, είτε διαφορετικό, αλλά βιαστικό (ώστε να προλάβει τα φώτα που είναι ακόμα πάνω στον δημιουργό), ρηχό (χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό) ή απλώς πειραματικό (αλλά χωρίς τη δημιουργική πνοή που χρόνια ολόκληρα διοχετευόταν στο πρώτο έργο).
Φυσικά, υπάρχουν και οι αντίθετες περιπτώσεις σταδιακής ή και γοργής βελτίωσης, συμπτώματα που καθορίζουν και το στίγμα του δημιουργού σε μεγαλύτερη διάρκεια. Δεν ξέρω ποια τάση υπερτερεί αλλά φοβάμαι πως συχνά το πρώτο έργο είναι πυροτέχνημα για πάρα πολλούς λογοτέχνες.
Πατριάρχης Φώτιος