Saturday, October 29, 2016

“Ο καθηγητής είναι νεκρός” του Joost de Vries

Ένα πανεπιστημιακό μυθιστόρημα βασισμένο στις χιτλερικές σπουδές!, που θέτει σε ένα καλάθι πολλά ετερόκλητα στοιχεία, με σκόπιμα άναρχη δομή.


Ολλανδικός γλυκόπικρος καφές:

Joost de Vries
“De republiek”
Prometheus,
Amsterdam 2013

 
“Ο καθηγητής είναι νεκρός”
μετ. Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά
εκδόσεις Μεταίχμιο
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή μου άρεσε ο τίτλος κι επίσης ήθελα να διαβάσω ολλανδική πεζογραφία, για την οποία έχω θολές εντυπώσεις.

 Καθώς το διάβαζα:
          Το βιβλίο περιδιαβαίνει τα χωράφια του campus novel αλλά το κάνει με μια σκόπιμα ανατρεπτική και εν μέρει “σουρεαλιστική” γραφή. Η σοβαρότητα διαδέχεται την ευτράπελη χωρίς γέλιο καρναβαλοποίηση των πάντων, το βαρύ φορτίο των συνεδρίων και των μελετών εξαχνώνεται σε μια ευφυή ανακατωσούρα.
          Ο πολύ καθηγητής της φιλοσοφίας Γιόσιπ Μπρικ είναι ένας άνθρωπος κύρους, αλλά συνάμα αγγίζει την αυτογελοιοποίηση με τις διάφορες ιδιαιτερότητές-του. Ο αφηγητής της ιστορίας Φρίζο ντε Βος είναι ιστορικός, διευθυντής του περιοδικού “Υπνοβάτης”, που ασχολείται κατά βάση με τις χιτλερικές σπουδές, ήταν πολύ κοντινός άνθρωπος του καθηγητή, αλλά, όταν ο Μπρικ πεθαίνει, ο Ντε Βος ανακαλύπτει πως υπάρχει κάποιος Φίλιπ ντε Βρις που εμφανίζεται δημόσια ως ο αρμοδιότερος να μιλήσει για τον αποθανόντα. Και κάπου εκεί νιώθει ότι χάνει τη δόξα του δελφίνου και με μια κωμικοτραγική μεταλλαγή παρουσιάζεται με την ταυτότητα του ανταγωνιστή-του.
          Οι νότες ιλαρής ατμόσφαιρας και ανατρεπτικής διάθεσης είναι διάσπαρτες μέσα στο μυθιστόρημα, σαν έξυπνα ενσφηνωμένες πινέζες: ο ίδιος ο καθηγητής και οι χιτλερικές σπουδές που απλώνονται σε απίθανες κατευθύνσεις (από τους επιζώντες χιλτερικούς έως το μουστάκι του Φύρερ κι από το ναζί πορνό μέχρι το τέλος της Ιστορίας). Ο Φρίζο μάλιστα πηγαίνει στην Αργεντινή για να βρει ανθρώπους που λέγονται Χίτλερ (ως μικρό όνομα) και να μελετήσει το στίγμα-τους ως φορείς ενός στιγματισμένου ονόματος.
Κι από εκεί και πέρα, το τέχνασμα με τον Φρίζο να αυτοσυστήνεται ως Φίλιπ ντε Βρις (προσέξατε ότι το επώνυμο είναι το ίδιο με του συγγραφέα;) είναι ένα κόλπο εγνωσμένης λογοτεχνικής αξίας. Θυμήθηκα αμέσως τον “Μαριάμπα” του Σκαρίμπα, ο οποίος εμφανίστηκε στη Χαλκίδα για να αναλάβει τη θέση-του ως δημόσιος υπάλληλος, αλλά η συμπεριφορά-του κάθε άλλο παρά συμβατική και δημοσιοϋπαλληλική είναι. Η εξήγηση είναι ότι ως Μαριάμπας εμφανίστηκε κάποιος άλλος, που ως αλλότριος της ταυτότητας μπορεί να κάνει ό,τι αλλόκοτο θέλει χωρίς να εκτίθεται. Το ίδιο μπορεί και ο Ντε Βος!
Ακόμα και η μείξη του πραγματικού με το μυθοπλαστικό, που περνιέται για πραγματικό, είναι προς αυτήν την κατεύθυνση.

Αφού το διάβασα:
          Νομίζω ότι το μυθιστόρημα του De Vries αποτυπώνει τη μεταμοντέρνα κατάσταση, όπου η ετερόκλητη πραγματικότητα διαχέεται σε παιχνίδια ταυτότητας, μέσα από τα οποία διεκδικεί κανείς μια κάποια ανάδειξη. Κι επιπλέον, η σχετικά ακατάστατη δομή, όπου χωρούν ευτραπέλως οι χιτλερικές σπουδές και η σύγχρονη σκηνή, τα επιστημονικά συνέδρια και οι δελφινομαχίες, ένας θάνατος και πολλές υπεκφυγές, αντικατοπτρίζει μια εικόνα του κόσμου, χωρίς συνοχή και χωρίς νομοτέλεια. Υποψιάζομαι ότι αν διάβαζα το έργο, αναζητώντας συνάμα τις εσωτερικές συνάψεις, θα οδηγούμουν σε πιο ενδελεχή συμπεράσματα, καθώς νιώθω υποδόρια να κινείται ένα δίκτυο υπόγειων τούνελ που κάπου συναντώνται και κάπου χωρίζουν.

[Οι εικόνες αντλήθηκαν από:  www.gettyimages.co.nz,  oglobo.globo.com,  lambrospantsios.wordpress.com  και  bottejellema.nl]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, October 27, 2016

“Ο γλωσσολόγος ήταν σχεδόν τέλειος” του Ντέιβιντ Κάρκιτ


Αστυνομική λογοτεχνία και μαθηματικά έχουμε δει· αστυνομική λογοτεχνία και γλωσσολογία σπανιότερα. Εδώ ο επιτονισμός και η προφορά έρχεται να σηματοδοτήσει την ανακάλυψη του δράστη.


Καφές φίλτρου με γεύση κάστανο:

David Carkeet
“Double Negative”
Dial 1980

 
Ντέιβιντ Κάρκιτ

“Ο γλωσσολόγος ήταν σχεδόν τέλειος”
μετ. Α. Κορτώ
εκδόσεις Πατάκη
2016
 

         
          Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή είδα ένα γλωσσικό παιχνίδι στον τίτλο, που με έκανε να σκεφτώ ότι η γλωσσολογία μπορεί να συνδυαστεί με το έγκλημα, όπως αλλού αυτό συνδυάζεται με τα μαθηματικά. Θυμήθηκα μάλιστα το βιβλίο του Πέτερ Χόε “Η δεσποινίς Σμίλα διαβάζει το χιόνι” κι είχα μια αδημονία να ξαναδιαβάσω κάτι παρόμοιο.

Καθώς το διάβαζα:
          Όλα διεξάγονται σε ένα ερευνητικό κέντρο, το οποίο λειτουργεί ως νηπιαγωγείο με δασκάλους και νηπιαγωγούς, αλλά συνάμα και ερευνητές γλωσσολόγους, που εργάζονται πάνω στους πρώτους και μεταγενέστερους έναρθρους φθόγγους που εκφέρουν τα νήπια. Και σ’ αυτό το σκηνικό ο γηραιός Άρθουρ Στιφ βρίσκεται νεκρός στα γραφείο του αφηγητή Τζέρεμυ Κουκ. Ποιος σκότωσε τον καθηγητή, χτυπώντας-τον με το αυτοκίνητο, τον μετέφερε στο γραφείο και προσπάθησε να ενοχοποιήσει τον Κουκ; Τις έρευνες αναλαμβάνει ο υπαστυνόμος Λιφ… Κι έπειτα βρίσκεται ένα δεύτερο πτώμα, αυτό του Φίλποτ, δημοσιογράφου που είχε αναλάβει να παρουσιάσει το ινστιτούτο στον κόσμο.
          Στον πυρήνα του κειμένου βρίσκονται οι υπόγειες αντιπάθειες και μίση μεταξύ των επιστημόνων, θέμα κοινό, που δίνει ωστόσο την αφορμή για μια αστυνομική ιστορία. Αυτή απλώνεται στον μικρόκοσμο του ερευνητικού κέντρου, στις σχέσεις που αναπτύσσονται, στις εντυπώσεις του ενός από τον άλλο, στα μικρά και μεγάλα που τους χωρίζουν και τους ενώνουν.
Καθώς προχωρώ το έργο, δεν βλέπω ούτε το σφιχτό δίκτυο των σχέσεων να διαμορφώνει ένα πέπλο μυστηρίου, ούτε οι γλωσσολογικές έρευνες να εγείρονται ως φόντο, ως πλαίσιο, ως κλειδί για την εξιχνίαση του φόνου. Όλα δίνονται σε ένα ανάλαφρο κλίμα, με πεταχτές πινελιές και μικρά άλματα. Αλλά περιμένω…
Ειδικά, όταν ο Κουκ άρχισε να επεξεργάζεται τους έναρθρους / άναρθρους φθόγγους των νηπίων, ειδικά του Ουόλλυ, ο αναγνώστης υποψιάζεται ότι κάπου εκεί μπορεί να βρεθεί η λύση στο αίνιγμα των δύο φόνων. Οι συζητήσεις μεταξύ των έξι εναπομεινάντων γλωσσολόγων του κέντρου δείχνουν ποιος μισεί ποιον, ποιον νομίζει ότι κάποιος μισεί ποιους, ποιος δέχεται την αγάπη των άλλων και άλλες συναισθηματικές σχέσεις που είναι σημαντικές. Αυτές μπορεί να δείχνουν και βαθύτερες επιβουλές που δεν φαίνονται, ειδικά όσο είναι όλοι ύποπτοι για τους φόνους.


Αφού το διάβασα:
          Ο τίτλος “Ο γλωσσολόγος ήταν σχεδόν τέλειος” θυμίζει το “Ο φόνος ήταν σχεδόν τέλειος”, επιδίωξη κάθε ενσυνείδητου δολοφόνου. Τελικά, το τέλος σ’ αυτό το αστυνομικό έρχεται με την αναμενόμενη συμβολή της γλωσσολογίας και αποδεικνύεται ένοχος αυτός που δεν ήταν περισσότερο ύποπτος από τους άλλους. Καλό; Μάλλον αδιάφορο.

[Εικόνες διακόσμου:  www.psychologytoday.com,  www.babycollege.gr,  milano.talentgarden.org  και  www.ispiritsolutions.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, October 25, 2016

“Μελανθώ” του Χρίστου Δάλκου

Μπορεί ένα ξεχασμένο όνομα να αποτελέσει τον πυρήνα όχι μόνο μιας φιλολογικής εργασίας, αλλά και μιας λογοτεχνικής ανάπλασης; Μπορεί ο Όμηρος να κρύβει μυστικά που δεν αποδεικνύονται σχολαστικισμοί;


Υδρόμελο:

Χρίστος Δάλκος
“Μελανθώ”
εκδόσεις Μελάνι
2016
 


          Όταν μου πρότειναν το βιβλίο, πίστεψα ότι θα βαρεθώ αφόρητα. Μια φιλολογίστικη διαμάχη σε ένα συνέδριο για τον Όμηρο δεν μπορεί να ενδιαφέρει παρά μόνο τους φιλολόγους, που κάθονται και διυλίζουν τον κώνωπα, παίζουν με τη γραμματική και το συντακτικό, αλλά δεν μπορούν να εξαγάγουν συμπεράσματα για την ιδεολογία που προκύπτει από το κείμενο, το βαθύτερο στρώμα θέσεων που δεν εσωκλείεται στους αρχικούς χρόνους ή στην ετυμολογική ανάλυση.
          Ακόμα χειρότερα, όταν η γλώσσα του μικρού αυτού μυθιστορήματος, ενώ είναι η νεοελληνική δημοτική, ορθογραφείται με παλαιό τρόπο (π.χ. κυττώ, διωρθωμένος, ζη), ο αναγνώστης προδιατίθεται για μια παλιομοδίτικη ματιά. Αν συνυπολογίσει κανείς τα αρχαία χωρία, μερικά από τα οποία μένουν για λίγο ή πολύ αμετάφραστα, η δυσκολία αυξάνεται και η εντύπωση είναι πως ο αναγνώστης θα το παρατήσει σε λίγες σελίδες.
          Τελικά, δεν ήταν ακριβώς όπως το περίμενα. Δεν ήταν απλώς μια φιλολογίστικη αναψηλάφηση ομηρικών ζητημάτων, που δεν ενδιαφέρουν κανένα και κάνουν να μισήσει τα έπη ακόμα και ο πιο φανατικός αναγνώστης-τους. Δεν ήταν απλώς ένα άτυπο campus novel, όπου το συνέδριο στην Ιθάκη γίνεται αφορμή για πανεπιστημιακές μπηχτές, καθηγητικά άπλυτα, φιλολογικές έριδες και άλλα σκάνδαλα. Δεν ήταν απλώς ένας άκριτος θαυμασμός για τον ποιητή Όμηρο που έχει πει τα πάντα, ούτε μια αρχαιολατρία που μουχλιασμένη ξαναβγαίνει πού και πού για να επιδείξει τα σκουριασμένα σκέυη-της.
          Η υπόθεση αφορά όντως ένα ομηρικό συνέδριο στην Ιθάκη, όπου η γυναίκα τίθεται στο κέντρο των διαλέξεων και συζητήσεων. Η φεμινιστική ματιά κυριαρχεί και κριτικάρεται από τον συμμετέχοντα αφηγητή, όπως κατακρίνονται και όλες οι πιθανές μεταμοντέρνες αναγνώσεις του Ομήρου. Το ίδιο καυστικός είναι –και με το δίκιο-του- με τους αριθμοφιλόσοφους που αναλύουν την αρχαιότητα με αθροίσματα ψηφίων και άλλες τέτοιες αερολογίες. Ο αφηγητής ξεκίνησε να μιλήσει για μια λέξη του Ομήρου, το “κουρίξ”, που πιστεύει ότι έχει διασωθεί σε διαλεκτική μορφή έως σήμερα. Σταδιακά, όμως, και με την καθοδήγηση μιας φασματικής μορφής που προσδίδει στο έργο μεταφυσικό χρώμα, προσανατολίζεται να εξηγήσει την ιδιαίτερη περίπτωση του βοσκού Μελάνθιου, που μετά την επιστροφή του Οδυσσέα σκοτώνεται βάναυσα. Μήπως τελικά κάποιο χέρι, από λάθος ή εσκεμμένα, άλλαξε το όνομα και από θηλυκό, Μελανθώ, το έκανε αρσενικό;
          Η τελική γραμμή που παίρνει η νουβέλα δεν είναι στενά γλωσσολογική και κλασικοφιλολογική, αλλά κοινωνιολογική και ιστορική. Ο αφηγητής συμπεραίνει καταληκτικά ότι η μητρογραμμική κοινωνία της πρώιμης ελληνικής ιστορίας μετατράπηκε σταδιακά σε πατρογραμμική, η αλυσίδα δηλαδή της γυναικείας εξουσίας μετατοπίστηκε στην ανδρική κυριαρχία. Επομένως, τα σημάδια που η πρώτη είχε αφήσει στα έπη αντικαταστάθηκαν από τη μετέπειτα αντίληψη περί φύλων και ανδροκρατούμενης κοινωνίας, με αποτέλεσμα να γίνουν άτοπες αλλαγές και σε μερικά σημεία της Οδύσσειας. Ο αφηγητής, τελικά, καταλήγει σε μια φεμινιστική ματιά, που τόσο ξόρκιζε όσο εξελισσόταν η αφήγηση.
          Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το έργο του Δάλκου είναι μια μυθιστορηματοποίηση μιας επιστημονικής ανακοίνωσης. Ο πυρήνας-του είναι η θεωρία περί μητρογραμμικής κοινωνίας, η οποία μετατρέπεται σε προσχηματική λογοτεχνική ιστορία, αν και καμία άλλη ουσιαστική δράση δεν υπάρχει μέσα στη νουβέλα. Παρ’ όλα αυτά η περιέργεια εξάφθηκε επαρκώς και το μυστήριο της Μελανθώς συντηρεί την ανάγνωση έως τέλος.

[Πρώτη δημοσίευση: In2life 9/7/2016. Οι εικόνες ελήφθησαν από:  www.argiro.gr,  www.klinebooks.com,  symplectic.co.uk  και www.famousauthors.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 24, 2016

Ακαδημαϊκό μυθιστόρημα

Ώστε υπάρχει και τέτοιο είδος! Στην Αγγλία μάλιστα (και στην Αμερική), όπου οι πανεπιστημιουπόλεις είναι κοινωνικό φαινόμενο, το είδος ανθεί. Σημαντικοί συγγραφείς ανάμεσα στους οποίους οι Donna Tartt, Kingsley Amis, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Malcolm Bradbury, Ντέιβιντ Λοτζ, A.S. Byatt, Τζον Μπαρθ κ.ο.κ.
          Αναφέρεται στην ακαδημαϊκή ζωή, ανάμεσα στο campus και στα μαθήματα, ανάμεσα στις επιστημονικές και όχι μόνο διαφωνίες και τα συνέδρια. Η κλειστή κοινωνία των πανεπιστημιακών καθηγητών και η ευρύτερη των φοιτητών αντανακλά εν πολλοίς την κοινωνική ιεραρχία, τους ανταγωνισμούς, τις έριδες (ακόμα και μέχρι φόνου), τις διάφορες δηλαδή συγκρούσεις που προωθούν τη μυθιστορηματική υπόθεση αλλά και δείχνουν το παρασκήνιο της καθωσπρέπει αγγλικής (και αμερικάνικης) ζωής.
          Έτσι, πέρα από το κοινωνικό εύρος που μπορεί να δώσει το λεγόμενο campus novel, η πάγια καταστασιακότητα της πανεπιστημιακής ζωής μπορεί να συνδυαστεί με τα μαθηματικά, την εξουσία, το αστυνομικό είδος, την ψυχολογική εμβάθυνση, το χιούμορ, την κίνηση των ιδεών κ.ο.κ. Έτσι, το πανεπιστήμιο γίνεται στον αγγλοσαξoνικό κόσμο άξονας κοινωνικής κριτικής και κατάδειξης των ιεραρχιών.
          Τρία πανεπιστημιακά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2016, ένα ελληνικό, που αναφέρεται σε ένα συνέδριο ομηρολογίας, και δύο ξένα, ενός Αμερικανού κι ενός Ολλανδού, που ζει στην Αμερική, δείχνουν πως το είδος συνεχίζεται.

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, October 21, 2016

“Δύο χρόνια, οχτώ μήνες και είκοσι οχτώ νύχτες” του Σαλμάν Ρούσντι

Πώς θα ξανάλεγε τις ιστορίες-της η Σεχραζάτ αν ζούσε τον 21ο αιώνα; Μα με τον μεταμοντέρνο, αποσπασματικό, χαοτικό, πολυπρόσωπο τρόπο της σύγχρονης μυθοπλασίας. Και μέσα-της οι κόσμοι ωσμώνονται, τόσο ο γήινος όσο και ο πνευματικός, σε μια διαμάχη καλών και κακών δυνάμεων.


Ινδικός καφές με μέλι:

Salman Rushdie
“Two Years Eight Months and Twenty-Eight Nights”

Νέα Υόρκη
2015
 
Σαλμάν Ρούσντι
“Δύο χρόνια, οχτώ μήνες και είκοσι οχτώ νύχτες”

μετ. Έ. Τσιρώνη
εκδόσεις Ψυχογιός
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο Ρούσντι είναι ένα μεγάλο όνομα που μπαινοβγαίνει στις λίστες για τα βραβεία Booker και μοστράρει ως ένα βαρύ χαρτί της αγγλόφωνης ινδικής λογοτεχνίας

Καθώς το διάβαζα:
          Οι πεθαμένοι φιλόσοφοι Αλ-Γκαζαλί και Ιμπν Ρουσντ μάχονται για τη σχέση πίστης και ορθολογισμού με τις εξής ευφάνταστες αλληγορίες. Ο δεύτερος, φιλόσοφος της Ανδαλουσίας γνωστός και ως Αβερρόης (12ος αιώνας), παραλληλίζει την πίστη με την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, που ψάχνει μέσα στην άγνοιά-της να βρει εξηγήσεις και υπερβατικές ερμηνείες για τον κόσμο και τη ζωή. Έπειτα ακολουθεί η ενηλικίωση με την επιστήμη και τις θεωρίες-της. Ο πρώτος, Πέρσης αντι-αριστοτελικός φιλόσοφος του 11ου αιώνα, αντιτείνει ότι ο ορθολογισμός είναι το νεανικό έργο του ανθρώπου, μια νεανική επανάσταση ενάντια στον Θεό, ενώ με την ενηλικίωση η ανθρωπότητα θα επιστρέψει στην πίστη-της στο αόρατο. 
          Αυτός ο άξονας αποτελεί τον έναν από τους δύο πυλώνες του τετρακοσιασέλιδου άρτι εκδοθέντος μυθιστορήματος του Αμερικανοϊνδού συγγραφέα. Ο Ρούσντι πιάνει τον συνονόματό-του Ιμπν Ρουσντ, τον παντρεύει με την Εβραία Ντουνιά, που κρύβει τόσο την εβραϊκή-της ταυτότητα όσο και την εξωανθρώπινη φύση-της, αφού είναι τζίνι, και τον αφήνει να γεννά πολυάριθμα παιδιά, που διακρίνονται από την έλλειψη λοβών στα αυτιά-τους. Έτσι, ο συγγραφέας συνδυάζει το ιστορικό, το φιλοσοφικό με το μεταφυσικό και μάλιστα δεδηλωμένα φλερτάρει με τις “Χίλιες και μία νύχτες” και τη Σεχραζάτ, για να προβάλει τη δύναμη της αφήγησης.
          Ο άλλος πόλος είναι οι διάφοροι Ντουνιαζάτ, τα παιδιά και οι απόγονοι της Ντούνια, όπως ο Τζερόνιμο, κηπουρός και διακοσμητής κήπων στη Νέα Υόρκη, που ανακαλύπτει ότι δεν πατάει στο έδαφος αλλά ίπταται λίγα χιλιοστά ή και εκατοστά από πάνω. Γεννήθηκε νόθος στη Μομπάι της Ινδίας και διακρινόταν κι αυτός από την έλλειψη λοβών, χαρακτηριστικό που από μόνο-του τον συνέδεε με πλάσματα έξω από την ανθρώπινη φύση. Ή ο Τζίμι Καπούρ, δημιουργός του κόμικ Ναταράτζα, που πρόκειται να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, και πολλοί άλλοι που ως απόγονοι κινούνται μεταξύ ρεαλισμού και φανταστικού.
          Όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο του Ρούσντι, μπορεί να καταλήξει σε τρία τουλάχιστον συμπεράσματα:      
1.     Ένα είδος “ανατολίτικου μαγικού ρεαλισμού” διαπερνά τις σελίδες-του, καθώς ο κόσμος του φανταστικού δεσπόζει και δίνει τη δική-του παράλληλη ή και ενδιάθετη ακτίνα με τη σφαίρα της ανθρώπινης πραγματικότητας. [Ανοίγω μια παρένθεση, καθώς ο Ρούσντι ως άθεος αποδέχεται τον μεταφυσικό κόσμο και τον εμβάλλει στο λογοτεχνικό-του σύμπαν, αλλά δεν πιστεύει σε Θεούς και υπερβατικά όντα: αντίφαση ή θεμιτή σύνδεση;].
2.     Ο μεταμοντέρνος ταυτοχρονισμός έρχεται να συνενώσει στο ίδιο κείμενο ονόματα και γεγονότα από διαφορετικές εποχές. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από τα εξωλογικά όντα που δεν δεσμεύονται χρονικά και μπορούν να διαπερνούν χρονικά στεγανά.
3.     Η αμερικάνικη τεχνοτροπία της πληθώρας προσώπων, των πολλαπλών ανθρωπωνυμίων και μικροϊστοριών, του λαβυρινθώδους πλαισίου, των πολυάριθμων ένθετων αφηγήσεων στίζει και αυτό το μυθιστόρημα. Κεντρικός ήρωας δεν υπάρχει, όσο κι αν κάποιοι υπερτερούν των άλλων, ο βασικός κορμός διακλαδίζεται συνεχώς και ξαναγυρίζει στο κεντρικό-του κλαδί, το χάος προσπαθεί να μείνει συνεκτικό μέσα από την κοινότητα της εμπειρίας.

Τελικά, μετά από κύκλους και διακλαδώσεις, ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι το κέντρο του κειμένου έγκειται στη διαμάχη καλών και κακών δυνάμεων επί της ψυχής του ανθρώπου. Εκτός από την Ντούνια, τα άλλα τζίνια δεν έχουν ηθική και έτσι ακούσια ή εκούσια ρίχνουν τους ανθρώπους σε παρεκκλίνουσες συμπεριφορές. Ο σάχης Ζουντουρούντ λ.χ. με τον Ζαμπαρντάστ εμφανίζεται ως ο κακός που θέλει να βλάψει τον Τζερόνιμο. Η μάχη διεξάγεται πάνω στην πλάτη της ανθρωπότητας, περιλαμβάνει έρωτες και επιβουλές, κατάρες και προστασία από αυτές, μετατρέπεται σε καταιγίδα που σαρώνει τη Νέα Υόρκη...
Ο Ρούσντι γίνεται η Σεχραζάτ του 21ου αιώνα, που προσπαθεί να σώσει τον κόσμο με τις απειράριθμες ιστορίες-της.

Αφού το διάβασα:
     Δεν ξέρω αν μπορώ να εκφράσω τελική γνώμη. Αφενός δεν ξέρω το νόημα που εξάγεται. Αφετέρου, δεν ξέρω αν αυτή η χαοτική πραγματικότητα, που θέλει να συλλάβει την “πραγματική πραγματικότητα”, μπορεί να φτάσει ως εμένα όχι μόνο με τη μαγεία της αφήγησης, αλλά και με τη νοηματοδότηση που χρειάζεται το τακτοποιημένο μυαλό-μου.

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 31/5/2016 και εδώ κοσμείται με εικόνες που έλαβα από:  goodcharacters.blogspot.gr,  www.philosophybasics.com,  breathedreamgo.com,  knowledgeequalsblackpower.com,  pinterest.com,  a2ua.com,  nean.deviantart.com  και  www.famousauthors.org]

     Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, October 18, 2016

“Σκούρο γκρι σχεδόν μαύρο” της Ελένης Γιαννακάκη

Η ψυχολογία της γήρατος, ο φόβος της περιθωριοποίησης και έμμεσα του θανάτου, ο απολογισμός μιας ζωής και η στασιμότητα του παρόντος, η μοναξιά, ο αποκλεισμός, το άδειασμα…


Ελληνικός καφές με ντάκο:

Ελένη Γιαννακάκη
“Σκούρο γκρι σχεδόν μαύρο”
εκδόσεις Πατάκη
2016



          Αξιοπρέπεια!     
Αυτή είναι η κραυγή που εκπέμπει η γηραιά αφηγήτρια του νέου βιβλίου της Γιαννακάκη. Ζητά, εκλιπαρεί με τον τρόπο-της, ωρύεται στη σιωπή-της, για να κερδίσει την αξιοπρέπεια που έχει στερηθεί λόγω του γήρατος, του Αλτσχάιμερ, του Πάρκινσον, λόγω της ανημπόριας και του αποκλεισμού σε ένα γηροκομείο. Ζητά να ξαναβρεί τον εαυτό-της, τον ακμαίο και ευπρεπή, αυτόν που της αφαίρεσε η ηλικία. Ζητά την αναγνώριση της ανθρώπινής-της υπόστασης που της αρνούνται η κόρη-της Μαρία, η οποία την έχει πετάξει σε μια άκρη, οι νοσοκόμες που δεν έχουν την υπομονή να τη συντροφεύσουν στην τουαλέτα και γενικά οι νέοι, που δεν μπορούν να συν-αισθανθούν τη φθορά και την παρακμή, στην οποία θα βρεθούν και οι ίδιοι!
          Παρακολουθούμε επομένως τον χειμαρρώδη μονόλογο της Δήμητρας, που θυμάται πολλά από το παρελθόν, που ελεεινολογεί το παρόν και που παίζει με τα παζλ του μυαλού-της, το οποίο την προδίδει και αναξιόπιστο της αφήνει κενά και διαλείψεις. Είναι ο κλασικός εσωτερικός μονόλογος που αρέσκεται να χρησιμοποιεί η συγγραφέας, όπως έκανε και στα άλλα-της έργα. Εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας (αν θυμάμαι καλά, οι περισσότερες αφηγήτριες είναι γυναίκες), κάνει διάφανο το πρόσωπό-της και έτσι οι αναγνώστες εισχωρούμε στο βαθύτερο είναι-της, δείχνει πώς σκέφτεται αυθόρμητα και αδιαμεσόλαβητα ο πρωταγωνιστής. Σ’ αυτό, ειδικά στο “Σκούρο γκρι σχεδόν μαύρο”, βοηθάει η προφορικότητα του λόγου, όχι μόνο στο ρέον τρέξιμό-του αλλά κυρίως στις στάσεις, στις παλιλλογίες, στις διορθώσεις, στα κοψίματα των λέξεων. Εξαιτίας της φύσης της εν λήθη και συγχύσει ηρωίδας η ομιλία-της είναι πιο κοφτή, πιο “ανεπεξέργαστη”, πιο τσακισμένη από το αλτσχάιμερ και την αποσπασματικότητα της σκέψης, με τον συνειρμό να προσπαθεί να γεφυρώσει σκόρπια γεγονότα και σκέψεις.
          Ο τίτλος θυμίζει –σκόπιμα- το βιβλίο του Βαλτινού “Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο”, όπου πάλι μια υπέργηρη κυρία, θολωμένη και μπερδεμένη, διηγείται… Τον Βαλτινό δεν τον έχω διαβάσει, αλλά βρήκα μια πολύ καλή κριτική που συνδέει, κρίνει και συγκρίνει, τα δύο βιβλία. Η Παπαργυρίου στην “Εφημερίδα των συντακτών” φωτίζει ομοιότητες και διαφορές (“Δύο αποχρώσεις του γκρι”, 6/5/2016), αναδεικνύοντας τη σχέση-τους σε μας που δεν έχουμε πλήρη εποπτεία.
          Ξαναγυρίζω στη Γιαννακάκη. Το θέμα της τρίτης ηλικίας δεν έχει ξεφύγει από τις εικόνες της τηλεόρασης με τους ηλικιωμένους στην ουρά του ΙΚΑ ή στις αυλές των σπιτιών να πλέκουν. Στη λογοτεχνία, αν το καλοσκεφτούμε, πολλοί μεγάλοι σε ηλικία συγγραφείς γράφουν για τη γενιά-τους, αλλά η Γιαννακάκη απ’ τη μια δεν είναι ηλικιωμένη κι απ’ την άλλη μιλά γι’ αυτά που δεν λένε οι υπερήλικες πεζογράφοι: για την αναξιοπρέπεια και τη μιζέρια στην οποία τους έχει ρίξει η ζωή. Κι απ’ την άλλη η αφηγήτρια συνειδητοποιεί μέσα στην παραζάλη-της ότι είχε αδικήσει “γαϊδουρινά” τη δική-της μητέρα, σαν να είναι αυτός ο αποκλεισμός των μεγάλων αέναο δεδομένο της νεότητας.
          Νομίζω ότι θα μπορούσε το βιβλίο να γίνει νουβέλα και όχι μυθιστόρημα, να μείνει δηλαδή στις 100-120 σελίδες, κυρίως επειδή ο βασικός-του στόχος, όπως το διαβάζω, είναι να αποδώσει τον φόβο των γηρατειών και της περιθωριοποίησης από τη ζωή. Επειδή λοιπόν κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται ιστορία, στόρι, πλοκή δράσης αλλά συναίσθημα, μονόλογο, εσώψυχα, όπως κάνει εν πολλοίς πετυχημένα η συγγραφέας, δεν χρειάζονται διακόσιες σελίδες χωρίς εξέλιξη στην υπόθεση. Ας πούμε η πολιτική πτυχή, που θέλει τον πατέρα της αφηγήτριας να υφίσταται “διώξεις”, επειδή δεν είναι αριστερός, δεν βασίζεται ικανοποιητικά και μένει ερωτηματικό. Αν αναπτυσσόταν, θα μπορούσε να στηρίξει μια πιο ενεργή εξέλιξη.
          Η Γιαννακάκη ξέρει να γράφει πάντα με διπλοβελονιά, αλλά θεωρώ πως δεν ήταν τόσο προκλητική όσο στα άλλα-της γραπτά.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 2/8/2016. Εδώ αναδημοσιεύεται στολισμένο με εικόνες που πήρα από τα:  pinterest.com,  www.flixtonmanor.com  και  www.enet.gr]


Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, October 15, 2016

“Πειραιώτες” του Διονύση Χαριτόπουλου

Οι Πειραιώτες είναι “εξωγήινοι” που αναδίδουν μια άλλη οσμή, θυμίζουν (πρώιμες) ελληνικές ταινίες, βγαίνουν ολοζώντανοι από τον Τύπο και τα δικαστήρια, ζουν χαμερπώς αλλά περπατάνε μάγκικα….


Βαρύς κι ασήκωτος με καϊμάκι:

Διονύσης Χαριτόπουλος
“Πειραιώτες”
εκδόσεις Τόπος
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή διάβασα στο εξώφυλλο το εξής πολύ έξυπνο: “Ήρθαν πρόσφυγες από παντού. Γύρω από το έρημο αρχαίο Λιμάνι μαζευτήκαν πρώτα Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, μετά Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, και έφτιαξαν μια νέα ράτσα, λιμανίσια: τους Πειραιώτες.

Καθώς το διάβαζα:
          Το κείμενο στο οπισθόφυλλο αλλά και το όλο πνεύμα του βιβλίου, όπως και το προηγούμενο έργο του Χαριτόπουλου “Εκ Πειραιώς” αναδεικνύει μια λατρεία για τον Πειραιά, που έχει αναχθεί σε προσκύνημα των ιερών χωμάτων, άλλοτε λασπών κι άλλοτε αλμυρισμένης ασφάλτου. Είναι η λατρεία προς ένα λιμάνι-χωνευτήρι, όπως πολλά άλλα ανά την υφήλιο, αλλά ειδικά ο Πειραιάς συναιρεί τα αλάνια με τα σαλόνια, χωρισμένος καθώς είναι στα δύο, από τις φτωχογειτονιές έως τα αρχοντόσπιτα κι από τη ζωή της μέρας ως τη ζωή της νύχτας.
          Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα παράξενο υβρίδιο: πολλές μικρές ιστορίες σαν διηγήματα που αφορούν έναν Πειραιώτη κάθε φορά, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται ειδησάρια από τις εφημερίδες της εποχής (πρώτη μεταπολεμική περίοδος, εκεί γύρω στη δεκαετία του ’50). Οι ιστορίες αναδεικνύουν θέματα της παραβατικότητας, παράξενες ειδήσεις, ιδιαίτερα επεισόδια που ωστόσο υποβάλλουν την ιδέα ότι είναι αντιπροσωπευτικά μιας ολόκληρης κοινωνίας. Το ίδιο κάνουν και οι ψαρεμένες από τον Τύπο ειδησούλες, οι οποίες μιλάνε για ταξίδια και δρομολόγια πλοίων, για εγκλήματα, τιμής και οικονομικά, για σεξουαλικές πομπές, για την κοινωνική εν γένει παθογένεια που ανθεί σε λιμάνια σαν τον Πειραιά.         
Η φωτογραφία ανήκει στον 
Περικλή Παπαχατζιδάκης:
Πλανόδιος ψιλικατζής
      Σκηνικό είναι όντως ο Πειραιάς και η νοοτροπία που δέσποζε στις υποβαθμισμένες συνοικίες-του. Η μαγκιά, ο υπόκοσμος, η τιμή, η φτώχια και οι παρενέργειές-της, οι μικρο-απατεωνιές, η αφέλεια… Και πρωταγωνιστές είναι οι Πειραιώτες, μάγκες, μαγκίτες, αρκουδόμαγκες, ντερβισόμαγκες, ασίκηδες, αλάνια, χασικλήδες, μαγκιόροι, σαΐνια, ντερβίσια, αρουραίοι, μπεσαλήδες, μπράβοι, τσογλάνια, αγιογδύτες, κουτσαβάκια, τσαμπουκαλεμένοι, σακαφιόρες, μπουρούχες…  Κάθε ιστορία κουβαλά τη μαγκιά μιας γενιάς και την κουτοπονηριά που θέλει να πλουτίσει.
          Ο Χαριτόπουλος μεταφέρει στον Πειραιά του ’50 “Τα στοιχεία για τη δεκαετία του ’60” του Βαλτινού. Δεν είναι μόνο τα αποκόμματα από τις εφημερίδες της εποχής, δείγμα μιας δήθεν αδιαμεσολάβητης αντικειμενικότητας,  αλλά και τα θέματα μιας υπανάπτυκτης Ελλάδας, που ακόμα βουλιάζει στη μικροαστική νοοτροπία, στους κώδικες τιμής μιας προ-νεωτερικής κοινωνίας και στην αφέλεια μιας χώρας που τανύζεται για να προοδεύσει αλλά ακόμα μένει στάσιμη και μίζερη. 

Αφού το διάβασα:
          Νομίζω, καταληκτικά, ότι ο Πειραιάς όπως οικοδομείται από τον Χαριτόπουλο είναι εξωτικός. Έτσι, ο αναγνώστης συναρπάζεται από τον χώρο και τον χρόνο, βλέπει ανθρώπους από άλλο …πλανήτη, βρίσκει σκηνικά εξωπραγματικά, βγαλμένα από τον μικρόκοσμο των μεταπολεμικών εφημερίδων και τα βιώματα μιας γενιάς που μεγάλωσε στα λασπόνερα και στην ανέχεια.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 9/8/2016. Εδώ αναδημοσιεύεται στολισμένο με εικόνες που πήρα από:  thetoc.gr,  pinterest.com,  pireorama.blogspot.gr,  cemantron-anastasia.blogspot.gr  και  piraeuspress.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, October 13, 2016

“Γυναικείες ιστορίες” του Γιώργη Μασσαβέτα


Πειραιάς τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τους λασπωμένους δρόμους, μικρές ιστορίες με κέντρο τον συγγραφέα, αλλά ευρύτερα με άξονα την κουλτούρα ενός λιμανιού και των περικείμενων συνοικιών-του.


Καπουτσίνο μοχίτο:

Γιώργης Π. Μασσαβέτας
“Γυναικείες ιστορίες”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή το όνομα «Μασσαβέτας» κάτι μου έλεγε είτε ως δημοσιογράφος είτε ως συγγραφέας του οποίου ως τώρα δεν έτυχε να διαβάσω κανένα βιβλίο, αλλά με μια παράξενη προκατάληψη που έπαιζε στο μυαλό-μου θεωρούσα ότι έπρεπε να τον δοκιμάσω.

Καθώς το διάβαζα:
          Αν δει κανείς κατά βάθος τα διηγήματα αυτού του μικρού το δέμας τομίδιου, θα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για ένα σπονδυλωτό αφήγημα, τα μέρη του οποίου περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο τον συγγραφέα. Έχουμε λοιπόν μια σειρά από αυτοβιογραφικές ιστορίες, πολλές από τις οποίες εκπορεύονται από τη γυναικεία οπτική, οπτική που λέει πολλά αλλά πάντα με ιδιαίτερο τρόπο. Οι ιστορίες αυτές είναι πιο αληθινές, η μία συμπληρώνει την άλλη, η μια κόβει κι η άλλη ράβει, σε ένα γαϊτανάκι αφηγήσεων, με μισόλογα και υπονοούμενα, αλλά και με κοφτές και αιχμηρές εξηγήσεις.
          Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να με κερδίσουν. Η αυτοβιογραφία, κατά μία εκδοχή, ανήκει σ’ αυτούς που νομίζουν ότι η ζωή-τους είναι τόσο σημαντική που αξίζει να γίνει βιβλίο, δείγμα δηλαδή μια ναρκισσιστικής αντίληψης.
          Κι όμως το βιβλιαράκι του Μασσαβέτα αξίζει για δύο άλλους λόγους.
          Αφενός, είναι η άνετη αυθόρμητη γραφή του συγγραφέα. Επειδή όλα αυτά τα έχει ζήσει, επειδή προκύπτουν αυτόματα από τη λαϊκή ψυχή που εκείνος ήταν, όταν μεγάλωνε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, επειδή όλα αυτά σφράγισαν τη ζωή-του, τώρα που τα γράφει ξέρει –υποσυνείδητα- να τα αφηγείται με ακώλυτο τρόπο. Έτσι, εμείς οι αναγνώστες περνάμε από τη μία σελίδα στην άλλη με μια ταχύτητα, που κάνει το διακοσιοπενηντασέλιδο βιβλίο να τρώγεται σαν πιάτο ημέρας, με όλα τα συμπαρομαρτούντα μεζεδάκια που το συνοδεύουν. Σ’ αυτό το κλίμα της προφορικής εξιστόρησης κάθε διήγημα δεν τηρεί τη σειρά μιας σφιχτής ιστορίας, αλλά μια εξομολόγησης, η οποία δεν παύει να κάνει άλματα, παρεκβάσεις και πισωγυρίσματα, χωρίς όλα αυτά να ακολουθούν μια μοντερνιστική δυσχερή τεχνοτροπία.
          Από την άλλη, οι ιστορίες του Μασσαβέτα, ενώ έχουν θεωρητικά και πρακτικά, κέντρο τη ζωή-του, διαδραματίζονται στους συνοικίες του Πειραιά, της Νίκαιας, του Κορυδαλλού… εκεί τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Αυτό κάνει τον τόπο και τον χρόνο που επιλέγεται να παίρνει πρωταγωνιστική θέση στο όλο αφήγημα κι έτσι να προσδίδει εξωτισμό, λαϊκή μαγεία, γνήσιες πινελιές, μυρωδιές από μια ατόφια ζωή που δεν συναντάται πια. Ο μικρός ορφανός Γιωργής περιπλανάται για να δουλέψει, να σπουδάσει, να αλητέψει, να ζυμωθεί με το λαϊκό αίσθημα που τον μεγαλώνει, να μυηθεί στην κουλτούρα των περιοχών εκείνων, που μέσα από τη λογοτεχνία διατηρούνται και γίνονται γνωστές στους παραέξω.

Αφού το διάβασα:
          Μου έμεινε η αίσθηση του ατόφιου, του “καινούργιου”, του παλαιϊκά νέο-ηθογραφικού, αλλά ταυτόχρονα η αίσθηση του ανεπεξέργαστου, που στηρίζεται στο αληθινό αλλά μένει εκεί. Προς το τέλος, μόλις πέρασε η γυαλάδα του γνήσιου πειραιώτικου, βαρέθηκα τις ιστορίες των γυναικών που δεν είχαν τη δική-τους νομοτέλεια. Μου έμεινε η γλυκόπικρη γεύση εξομολογήσεων που κρατάνε το λαϊκό χαρακτήρα-τους αλλά δεν τον εμβαθύνουν.

[Οι εικόνες που στολίζουν τα μαύρα κατσουνάκια βρέθηκαν στα:  gr.pinterest.com, www.candianews.gr,  www.pinterest.com,  Parapolitika.gr  και alevre5544.wordpress.com]

Πατριάρχης Φώτιος