Μια κοινότοπη
ερωτική ιστορία μπορεί να ξανακαινουργιώσει, αν ιδωθεί με μια νέα ματιά, αν επενδυθεί με μια λοξή γλώσσα, αν ντυθεί με ειρωνεία, αν οδηγηθεί σε ένα
απρόσμενο τέλος. Τι επιλέγει ο Γιανναράς στις τωρινές απόπειρές-του;
Κρύος Moccaccino:
Σπύρος Γιανναράς
“Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσει”
εκδόσεις Άγρα
2015
|
Η πρώτη παρατήρηση, αρχή ακόμα,
μόλις ένα διήγημα, είναι ότι ο Γιανναράς παλεύει να βρει σιγά σιγά τα
γλωσσικά-του πατήματα. Μακριά από φιλοσοφικές πτήσεις και ειρωνικές ματιές,
επιχειρεί μια μεστή γραφή, ένα λίγο ποιητικό ύφος, όσο και αν αυτό μερικές
φορές ξεφεύγει σε παλιομοδίτικους τρόπους και άκαιρες λέξεις. Κι αυτή η γλώσσα, σε συνάρτηση με την
προσεγμένη αφήγηση, αντανακλά το συναισθηματικό φορτίο του χωρισμένου, ο
οποίος βιώνει την απώλεια και προσπαθεί να ξανατοποθετηθεί απέναντι στη ζωή.
Αυτά στο πρώτο διήγημα.
Από
εκεί και πέρα και καθώς προχώρησα στα επόμενα, συνειδητοποίησα ότι ο Γιανναράς διχάζεται ακόμα ανάμεσα στον
λογοτέχνη και στον διανοούμενο, τον στοχαστή. Όταν επικρατεί ο πρώτος, τα
διηγήματά-του είναι ευπρόσδεκτα, με ώριμη γλώσσα και ποιοτική αφηγηματικότητα.
Όταν επικρατεί ο δεύτερος, η λογοτεχνικότητα χάνεται, καθώς όλα εκφράζονται με
δοκιμιακό ύφος, άστοχο λεξιλόγιο, πολύ βαρύ λεκτικό εξοπλισμό. Με άλλα λόγια,
επειδή δεν μπορεί πάντα να αποβάλλει τη φιλολογική-του εξάρτυση, να “κατεβάσει”
τον λόγο-του και να τον ξεφορτώσει από τις υψιπετείς λέξεις-του, καταβαραθρώνει
τα διηγήματά-του σε κακοφορμισμένα συναισθήματα και κοινότοπους συλλογισμούς.
Παράδειγμα γι’ αυτό είναι οι δύο
κατευθύνσεις που χαράζει η γλώσσα-του στο διήγημα “Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του
καπνίσει”. Από τη μία, μια γλώσσα
στοχαστική, ήρεμη, με αποφθεγματικές αρετές και δυνατότητες πυκνότητας όσο και
αλληγορικής βαρύτητας. Η πρόταση π.χ. “Τώρα όμως οι λέξεις είναι πέτρες, και μονάχα τείχη μπορείς να χτίσεις με τα
λόγια, η κάθε λέξη είναι ακόμα ένα λιθαράκι που μπαίνει ανάμεσά-σας και σας
χωρίζει” δείχνει πόσο πολλά μπορεί να κάνει η γλώσσα όταν μπαίνει στην υπηρεσία
της σκέψης και της ποιητικής αφήγησης. Από
την άλλη, όμως, αναδεικνύεται ένας γλωσσικός ναρκισσισμός, που σου πετάει
κατάμουτρα λέξεις όπως “ευσάλευτη”, “μοναξιασμένη” και το κορυφαίο “ταχυεργά”. Η γλώσσα αυτοπροβάλλεται ως στόχος, ως επίδειξη,
ως λανθάνουσα αλαζονεία.
Αφήνω τη γλώσσα και στέκομαι λίγο
στη θεματική του τόμου. Πρόκειται για
ερωτικά διηγήματα, ερωτικά που περιλαμβάνουν μοτίβα από την αγάπη έως τον
χωρισμό κι από το ασύμβατο των δύο εραστών μέχρι τους τσακωμούς και τις κρίσεις
επικοινωνίας. Ο Γιανναράς μετατρέπει σε λογοτεχνία μικρές εμπειρίες,
στιγμιότυπα ερώτων που όλοι έχουν ζήσει, έτσι ή αλλιώς. Κι αυτό που καταφέρνει
είναι να δημιουργήσει μικρές φωτογραφίες ερώτων, ωραίων, παρακμαζόντων ή
απολεσθέντων, που ζωντανεύουν στο δωμάτιο ή στον δρόμο, στο φως ή στο σκοτάδι.
Κλείνω με μια συμβουλή. Αν ήμουν φίλος-του, θα τον
συμβούλευα εντελώς ειλικρινά να
ξεφορτώσει τον λόγο-του από τα διανοουμενίστικα παιχνίδια-του, να αφαιρέσει τα
περισσότερα επίθετα, των οποίων η κατάχρηση τσακίζει την ομαλότητα της
γλώσσας, να επιλέγει πιο απλές λέξεις, όχι τις ακραίες εκείνες που σε
περιμένουν στη γωνία για να φωνάξουν άλλα απ’ αυτά που θέλει ο διηγηματογράφος.
[Δανείστηκα τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τη βιβλιοπαρουσίαση από: ournameisblog.blogspot.com, en.wikipedia.org, www.canstockphoto.com και abcawesomepix.com]
Πατριάρχης Φώτιος