Tuesday, February 26, 2013

“Ιστορία του κόσμου σε 10½ κεφάλαια” του Τζούλιαν Μπαρνς

Ωραία η ιστορία του Νώε. Περιέχει ανθρωπολογικές βάσεις, οικολογικές ανησυχίες, ηθικές προεκτάσεις, μελλοντολογικές προοπτικές, αλλά ο συγγραφέας ναρκοθετεί όλα αυτά παρωδώντας με μπρίο τόσο τον ίδιο τον μύθο όσο και τις ιστορικές-του επιβιώσεις.


Espresso Diretto:
Julian Barnes
“A History of the World in 10½ Chapters”
1989
Τζούλιαν Μπαρνς
“Ιστορία του κόσμου σε 10½ κεφάλαια”
μετ. Θ. Σκάσσης
εκδόσεις Μεταίχμιο
2012 

            Το μυθιστόρημα δεν είναι όπως ίσως υπονοεί ο τίτλος μια χρονολογική ιστορία του κόσμου γραμμένη με αφηγηματικό τρόπο. Ούτε είναι δοκίμιο περί παγκόσμιας ιστορίας. Δεν είναι παρωδιακή εξιστόρηση σημαντικών γεγονότων με λοξή ματιά και ανατρεπτική γραφή. Στην ουσία είναι η ιστορία της Κιβωτού και των επιβιώσεων ενός μυθικού μοτίβου.
            Δέκα (ή έντεκα;) κεφάλαια που θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτόνομα διηγήματα συναπαρτίζουν το όλον, χωρίς εμφανείς αρμούς ανάμεσά τους. Μόνοι άξονες είναι το σαράκι που περνά από ιστορία σε ιστορία (πρώτιστα στις πρώτες) και κυρίως το μοτίβο του Κατακλυσμού και της Κιβωτού του Νώε ως δοκάρι στήριξης όλο του οικοδομήματος. Η πρώτη ενότητα ξεκινά μάλιστα από το παλαιοδιαθηκικό δρώμενο, η δεύτερη αναφέρεται στις ισραηλινοαραβικές διενέξεις με βάση μια πλοιοπειρατεία από άραβες τρομοκράτες, η τρίτη μια παρωδία δίκης κατά των σαρακιών την περίοδο της Ιεράς Εξέτασης, η τέταρτη για την αναχώρηση της ηρωίδας σε μια βάρκα για να γλυτώσει το πυρηνικό ολοκαύτωμα, η πέμπτη για το ναυάγιο του ‘Μέδουσα’ και τον πίνακα του Ζερικό που απεικονίζει τη σχεδία διάσωσης (εδώ μάλιστα αξίζει κανείς να δει συγκριτικά το μυθιστόρημα του Μοδινού Η σχεδία) κ.ο.κ. Ο Μπαρνς γράφει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπου η Κιβωτός έρχεται και ξανάρχεται, για να θυμίσει τις άλογες εμμονές του ανθρώπου.
            Τα κεφάλαια εναλλάσσουν κωμικούς και τραγικούς τρόπους, χαλαρό ύφος και τραγικότητα, συναίσθημα και προβληματισμό. Αν τα κοιτάξει κανείς πρόχειρα, θα δει μικρές ιστορίες που εστιάζουν στο μερικό. Αν όμως ψάξει την ιστορική-τους σημασία και τα εντάξει σε ένα ευρύτερο παράδειγμα, θα καταλάβει ότι οι 10,5 επιλεγμένες αφηγήσεις είναι ένα καλειδοσκόπιο οπτικών γωνιών της μεγάλης αφήγησης που λέγεται παγκόσμια (θρησκευτική) Ιστορία. Ας το επιχειρήσουμε παρέα:
            Η Κιβωτός είναι η αρχή: ο κόσμος ξαναφτιάχνεται σχεδόν από το μηδέν, η εξέλιξη των ειδών διακόπτεται σε μερικά ενώ σε άλλα συνεχίζεται απρόσκοπτα, ο άνθρωπος σβήνει το παρελθόν και βάζει το μηδέν στην ιστορία-του, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι άμωμος. Η νέα αυτή αρχή θέτει ζητήματα για τον Θεό -τιμωρό και σοφό-, για τον άνθρωπο που κόβει και ράβει κατά βούληση, για τη φύση που προσπαθούν να τη βάλουν σε καλούπια, για την πίστη που ξεπέφτει ενίοτε σε αφέλεια. Η αρχή του κόσμου είναι κατά τον Μπαρνς μυθική.
            Πάνω σ’ αυτό το αλληγορικό μοτίβο, ο συγγραφέας διαπερνά τους αιώνες και άλλοτε παίρνοντάς-το κυριολεκτικά κι άλλοτε συνυποδηλωτικά, φτιάχνει ιστορίες με θεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Λ.χ. η αυστηρή στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής δεσποινίς Φέργκιουσον παίρνει κατά γράμμα όσα λέγονται στην Παλαιά Διαθήκη και επιχειρεί να ανέβει στο Αραράτ για να βρει ίχνη της Κιβωτού. Σε αντίστιξη με την πραγματική Κιβωτό -σε άλλο διήγημα- ο πεζογράφος παρουσιάζει τον υπέργηρο Μπίσλι ως έναν από τους λίγους διασωθέντες από τον Τιτανικό, που σαν άλλος Νώε επέζησε από μια μεγάλη καταστροφή, ή παρακάτω η ιστορία του Ιωνά αντι-προβάλλεται, αφού η μυθική διάσωσή-του στην κοιλιά της φάλαινας είναι μια ανάλογη περίπτωση μάχης του ανθρώπου με τα νερά.
            Όλα λοιπόν τα κεφάλαια, όπως τα ονομάζει ο συγγραφέας, έχουν μικρή ή μεγάλη σχέση με τον Νώε σε ένα πέρασμα μέσα από την ιστορία. Κατά βάση ο Μπαρνς γράφει μια λοξή ιστορία της θρησκείας, είτε πρόκειται για μυθικά μοτίβα ή για σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων ή εκφάνσεις της θρησκευτικότητας που ξεφεύγουν από τη λογική. Έτσι, προσπαθεί να δείξει μέσα στο μυθιστόρημά-του πόσο διαστρεβλωτικά γυαλιά φοράνε όσοι χρησιμοποιούν τη θρησκεία αντί για τον αμφιβληστροειδή των ματιών-τους και εξηγούν τοις μετρητοίς όσα αυτή προβάλλει. Φυσικά πρόκειται για μια επίθεση του ορθολογισμού σε όλα τα θέματα πίστης που δείχνουν αφέλεια ή πείσμα, και μια μεταξύ σοβαρού και αστείου αντιθρησκειολογική ανάγνωση του κόσμου. Βέβαια, στο κεφάλαιο με τη δ/ίδα Φέργκιουσον οι μοναχοί σε μια μονή του Αραράτ είναι πιο ισορροπημένοι από την ηρωίδα που τηρεί μια σκληρή καλβινική στάση, πράγμα που δείχνει ότι οι στρεβλές θεωρήσεις της θρησκείας που είναι και οι πιο πολλές, κατά τον Μπαρνς, αλλοιώνουν την εικόνα του ανθρώπου επί της γης.
            Στο ίδιο κλίμα, η πρόθεση ενός αστροναύτη χωρίς θρησκευτικές ανησυχίες να βρει την Κιβωτό στο όρος Αραράτ μετά τη φωνή που άκουσε στη Σελήνη δείχνει τρέλα. Γενικότερα, φαίνονται σαλοί όσοι θεωρούν δεδομένο το Θεό, ειδικά έναν Θεό που υπαγορεύει παρανοϊκά σενάρια σε μια γήινη ρεαλιστική πραγματικότητα. Κι είναι όντως τρέλα να προβάλλεις την πίστη σε βαθμό υπερβολής, υπερβολής που σε κάνει να κρίνεις βιαστικά και να αποδίδεις σε θεϊκή παρέμβαση ό,τι εκ πρώτης όψεως αφύσικο συναντάς. Ο συγγραφέας εκφράζει πολύ καλά το πνεύμα των καιρών-μας, που προσγειώνει κάθε μεταφυσική ανησυχία στο έδαφος της λογικής, ενώ παράλληλα παρουσιάζει έντεκα καλογραμμένες ιστορίες, άλλες με περισσότερη ένταση κι άλλες με λιγότερη, που κάνουν τον αναγνώστη να θέλει να προχωρά από τη μία στην άλλη.
[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 17/1/2013 ]

Πατριάρχης Φώτιος

 

Julian Barnes
“A History of the World in 10½ Chapters”
1989

The novel is not what the title implies it to be, a chronological history of the world written in neither a narrative way, nor an essay on world history. It is not a burlesque chronicle narrative of important events with a weird outlook on them and subversive writing. In essence, it is the story of the Ark and the survivals of a mythical motif.
     Ten (or eleven?) chapters that could stand as independent stories make up the whole, without anything visible joining them together. Only one axis is the blight that goes from story to story (primarily in the first) and especially the pattern of the Flood and Noah's Ark is the beam that supports the whole edifice. The first section starts from Noah’s Ark from the old testimony, the second refers to the Israeli-Arab conflict based on Arab terrorists who catch the ship passengers, the third chapter is a mock trial against carpenter ants in the period of the Inquisition, the fourth is about the departure of the heroine in a boat to escape the nuclear holocaust, the fifth is about  the sinking of the 'Medusa' and the painting by Gericault depicting “the life raft” (It is actually worth seeing and comparing the novel from Modinos "The Raft") etc. Barnes writes a vertebrate novel where the Ark comes again and again to remind us of the irrational obsessions that man has.
        The chapters alternate between comedy and tragedy ways, and between relaxed style of tragic emotion and reflection. If you only look, you will see short stories that focus on the partial. But if you look for the historical significance and integrate them into a broader example, you will understand that the selected narratives 10.5 is a kaleidoscope of perspectives the great story called global (religious) history. Let's try this together:
            The Ark is the beginning: the world is rebuilt almost from scratch, the evolution of species is interrupted in some, while others continued unimpeded, man forgets his past and he starts over, but he is immaculate. This new authority raises questions about God- how he is wise but at the same times punishes- and for the man who changes everything at will, for trying to put nature into molds, the faith sometimes declines because people became naive. The beginning of the world according to Barnes is mythical.
On this allegorical motif, the author crosses the centuries by making sometimes literally history with theological and social content. For example the strict interpretation of the Bible makes Miss Ferguson believe literally what is said in the Old Testament and her attempt to climb Mount Ararat to find traces of the ark. In counterpoint to the real Ark –in another story- the novelist presents is the decrepit Beasly, who is as one of the few survivors of the Titanic, which like Noah survived a major disaster, or below, the story of Jonah anti-displayed after the mythical rescue-in the belly of the whale is a similar case about the battle between man and the sea.
            So all the” chapters”, as called by the author, have little or great relationship to Noah at some point in the story. Basically Barnes writes a twisted history of religion, whether mythical patterns or relations between Christians and Muslims or expressions of religiosity that are beyond logic. So, trying to show through the novel how wearing rose tinted glasses use religion instead of the retina of the eye and take for granted whatever religion says. Of course this is an attack of rationality in all matters of faith showing naivety or stubbornness, and a jokingly anti-religious reading world. Of course, in the chapter Miss Ferguson who maintains a tough stand such as Calvin is less balanced then the monks in the Monastery of Ararat, which indicates that the distorted considerations of religion which are the most numerous, according to Barnes, alter the image of man on earth.
            In the same spirit, the intent of an astronaut without religious concerns to find the Ark on Mount Ararat after the voice which he heard on the Moon shows madness. Generally, those who believe in God seem foolish, a God who dictates paranoid scenarios in a realistic earthly reality. And it is indeed madness to show such a degree of exaggeration in religion that makes someone judge hastily and attribute to divine intervention rather than prima facie inconsistent encounter. The author expresses the spirit of the times, our landing, every metaphysical concern the ground of logic very well, while also presenting eleven well-written stories, some with more intensity more with less, making the reader want to progress from one to the other.
Bookmark
[οι φωτογραφίες λήφθησαν από: scrapetv.com, www.guardian.co.uk, blogs.telegraph.co.uk, www.aerospaceguide.net, www.forbes.com, www.bibleprophecyupdate.com, justingridveritasluxmea.blogspot.com,   www.throneofgod.com, vippasstothespiritworld.blogspot.com]

Saturday, February 23, 2013

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ στην εποχή της ΚΡΙΣΗΣ


Κυρίες και κύριοι εκδότες,
  
ζητούμενο, τόσο για σας όσο και για μας τους βιβλιόφιλους ιστολόγους, είναι να αυξηθεί η αναγνωσιμότητα σε μια Ελλάδα, που διαβάζει όλο και λιγότερο.
Βασικό πρόβλημα τα τελευταία χρόνια είναι η κρίση. Μια κρίση οξύτατη και πολυεπίπεδη. Έχει εισβάλει στις επιχειρήσεις σας, αλλά διαστρωματωμένα αποτυπώνεται πλέον και στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και επηρεάζει, αντιστοίχως αναλογικά και πάντως δραματικά, τη ζωή όλων μας. Όταν η ανεργία και η κάθετη πτώση του εισοδήματος έχουν εκτοξευθεί στους πιο υψηλούς δείκτες των τελευταίων δεκαετιών, η βασική βεβαίως προτεραιότητα δεν μπορεί παρά να είναι η υπεράσπιση της Αξιοπρέπειας στην καθημερινή διαβίωση με όλα όσα πρέπει αυτή να περιλαμβάνει σε συνθήκες Δημοκρατίας: Υγεία, Στέγη, Τροφή, Εκπαίδευση, Ελευθερία.
Για τους βιβλιόφιλους αυτής της χώρας, που στην πλειονότητά τους δεν είναι ένα προνομιούχο κομμάτι, που ζει εκτός κοινής οικονομικής πραγματικότητας, το βιβλίο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό αγαθό ενταγμένο στα παραπάνω, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει στην λίστα εκείνων, που θα μειωθούν ή θα κοπούν εντελώς, επειδή η ακρίβεια το καθιστά συχνά απλησίαστο.
Αν με τις προσφορές, τα παζάρια, την στροφή στους παλιούς τίτλους και την επιστροφή στις βιβλιοθήκες διαφαίνεται μια καλή λύση, τι θα γίνει με τους καινούργιους τίτλους;
Θα αφορούν σε όλο και πιο λίγους; Και αν παγιωθεί αυτό ως αναγκαστική συνθήκη στην κρίση, θα πάμε από την εκδοτική πλημμυρίδα σε μιαν εκδοτική άμπωτη, της οποίας τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά θα περιγράφονται με την φράση εκδίδουμε ό,τι μπορεί να αποσβέσει;
 
            Είχαν ακουστεί και παλιότερα αντιρρήσεις για την τιμή του βιβλίου, τόσο από αναγνώστες όσο και από τους ειδικούς του χώρου, δημοσιογράφους και κριτικούς. Όταν ένα μέσο βιβλίο στοιχίζει 15-20€, οι περισσότεροι θα προτιμήσουν να παρακολουθήσουν μια ταινία στον κινηματογράφο, που κοστίζει πολύ κάτω από 10€ ή τα ίδια χρήματα να τα αφιερώσουν σε άλλου είδους (ψυχαγωγική) διέξοδο.

Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για το ηλεκτρονικό βιβλίο. Εκεί που θα έπρεπε η τιμή να είναι πολύ χαμηλότερη, δεδομένου ότι τα έξοδα έκδοσης είναι μικρότερα, παρατηρούνται μικρές διαφορές σε σχέση με το έντυπο βιβλίο. Το λογικό θα ήταν ο αναγνώστης, που έχει την ανάλογη συσκευή, να παρακινηθεί να αγοράζει άυλα κείμενα, ενώ αυτός που δεν έχει, να βρει κίνητρο για να ακολουθήσει την εξέλιξη.
 
Πριν φτάσουμε στο θλιβερό και στρεφόμενο στην ουσία κατά του πολιτισμού μας σημείο, να εκμηδενιστεί δηλαδή εντελώς ο αριθμός των αναγνωστών, ας επιχειρήσετε εσείς, οι εκδοτικοί οίκοι, καθώς σ’ εσάς πέφτει πρωτίστως αυτή η υποχρέωση, ένα θαρραλέο βήμα: μείωση της τιμής των καινούργιων τίτλων, ώστε να μην ανακοπεί η δημιουργική έκφραση όλων αυτών, στους οποίους ανάμεσα, πάντοτε, υπάρχουν ταλέντα που δεν πρέπει να χαθούν, επειδή θα έχει προκριθεί λόγω ωμής ανάγκης, το εφήμερο και το ευπώλητο.
 
Το βιβλίο, σήμερα, είναι ακριβό και αποτρέπει την αγορά του. Αυτή είναι η πραγματικότητα, την οποία όμως, εσείς, μπορείτε να αλλάξετε.
 
Ως αναγνώστες, ιστολόγοι και πολίτες, σας ζητάμε την μεγαλύτερη δυνατή μείωση και, αν το πράξετε, πρώτοι εμείς, θα την υποστηρίξουμε.
Αντιλαμβανόμαστε τις ποικίλες δυσκολίες, από τις  υποχρεώσεις σας στους εργαζόμενους, το κόστος χαρτιού, τα βάρη των δικαιωμάτων, των μεταφράσεων και ούτω καθεξής μέσα μάλιστα στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς με τους γλωσσικούς της περιορισμούς και τον ελάχιστο πληθυσμό, όμως και πάλι  το βιβλίο, ακριβώς στην παρούσα κρίση, οφείλουμε να το διαδώσουμε ως αγαθό και όχι ως πολυτέλεια των ολίγων.
Τα ιστολόγιά μας, πάντα φιλόξενα και χωρίς κανενός είδους αντάλλαγμα, λειτουργήσαμε και λειτουργούμε, εκ των πραγμάτων, ως… διαφημιστές βιβλίων! Ειδικά εκείνων που υπερβαίνουν το εφήμερο…
 
Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε υπηρετώντας από κοινού με σας την Λογοτεχνία (και κάθε άλλου είδους λόγο) και συμβάλλοντας στην επιβίωσή της, αν κι εσείς θελήσετε να προχωρήσετε σ’ αυτό, που επιτακτικά πλέον σας ζητάμε: χαμηλές τιμές σε όλα και ειδικότερα στα καινούργια βιβλία, χωρίς αλλαγή στην αισθητική και την ποιότητά τους.
 
Με εκτίμηση
 

Librofilo
Βιβλιοκαφέ
Διαβάζοντας
Βολτίτσες
Anagnostria
Το Ιστολόγιο του Θαλή
Read-for-a-Life
Desperado
Καγκουρό
Λέσχη Ανάγνωσης του Degas
Εαρινή Συμφωνία
 


Όλα ξεκίνησαν όταν ανέβασα μια ανάρτηση (14/02/2013) για την επιστροφή πολλών ιστολόγων στη βιβλιοθήκη-τους, στα παζάρια, σε παλιότερα βιβλία, σε δανεισμό, προκειμένου να βρουν κείμενα για διάβασμα και να αποφύγουν τις τσουχτερές τιμές του βιβλίου. Η Βιβή Γ. του ιστολογίου Λέσχη ανάγνωσης του “Degas πήρε τη σκυτάλη και εμπνεύστηκε, οργάνωσε, έγραψε μια ανοιχτή επιστολή και συντόνισε τους βιβλιόφιλους ιστολόγους σε μια διαμαρτυρία, με σκοπό να παρακινήσουμε στο να μειωθεί η τιμή πώλησης του έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου. Ο έπαινος για την πρωτοβουλία ανήκει σ’ αυτήν. Εμείς απλώς ακολουθήσαμε και σήμερα μερικά ιστολόγια αναρτούμε τις θέσεις-μας (και φυσικά όποιος άλλος θέλει), για να συνεχίσει η αναγνωστική-μας αξιοπρέπεια σε καιρούς κρίσης.
 
[Οι φωτογραφίες έχουν ληφθεί με τη σειρά από: www.ysterografa.gr,  www.now24.gr, www.salon.com, www.handeband.com,  www.bookstoreguide.org, www.news.pathfinder.gr και www.favim.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, February 21, 2013

“Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι” του Δημήτρη Οικονόμου

Η ιδεαλιστική νιότη και η πιο προσγειωμένη ωριμότητα, η ερωτική φοιτητική ζωή και η μοναξιά της επόμενης δεκαετίας, η αντίθεση μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας.
 
Στιγμιαίος με σοκολάτα:
Δημήτρης Οικονόμου
“Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι”
εκδόσεις Μελάνι
2012 

            Λένε συχνά ότι το δεύτερο βιβλίο μπορεί να σε στείλει στην καταξίωση ή στα τάρταρα, αφού την πρώτη εντύπωση τη σταθεροποιεί, αποδεικνύει τη συνέχειά-της ή την καταποντίζει ως πρόσκαιρο νεανικό πυροτέχνημα. Ο συγγραφέας με το πρώτο-του έργο με τον έξυπνο τίτλο “Η Πόλη του αναστέλλοντος ηλίου” (2009) είχε βρεθεί στη μικρή λίστα για το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού «Διαβάζω». Τότε η εξωπραγματική ατμόσφαιρα εκσφενδόνιζε την ανάγνωση, ενώ τώρα ο αναγνώστης προσγειώνεται σε μια ρεαλιστική πραγματικότητα.
            Το παρόν βιβλίο κινείται σε δύο αφηγηματικά επίπεδα, συνήθης τρόπος γραφής τα τελευταία χρόνια. Στο πρώτο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μια παρέα φοιτητών του Πολυτεχνείου περνά τις μέρες-της ανάμεσα στα έδρανα και στα κλαμπ, στις εκδρομές και τις μακρόπνοες και βραχύβιες σχέσεις, με κυριότερη αυτή με την όμορφη Ιλιάννα. Κι έπειτα από ένα ατύχημα ενός μπαλκονιού που έπεσε και σκότωσε κόσμο, υποσχέθηκαν στο εαυτό-τους να μην είναι αμελείς όταν θα γίνουν επαγγελματίες πολιτικοί μηχανικοί και να μην κάνουν αβαρίες όταν θα χτίζουν σπίτια. Στο δεύτερο επίπεδο πέντε έξι χρόνια μετά, στα 1998 κ.εξ., ο πρωταγωνιστής είναι πλέον υπάλληλος μιας κατασκευαστικής εταιρείας και έχει αναλάβει μια μεγάλη δουλειά, όπου οι κανόνες προστασίας δεν τηρούνται και βρίσκεται κάποια στιγμή μπλεγμένος σε υπόθεση εργατικού ατυχήματος, το οποίο προκάλεσε τον θάνατο ενός αλλοδαπού εργάτη. Η σκληρή ζωή εκτός σχολής φέρνει συμβιβασμούς αλλά και δυσκολίες πληρωμών από την εταιρία. Ενδιαμέσως ακούμε τις «ανταποκρίσεις» του Μιχάλη, φίλου του πρωταγωνιστή, που έχει πάει εθελοντής στην Αφρική και κάτι λυρικές καταγραφές ημερολογίου, αμφότερα άσχετα, όπως μου φαίνεται, με την υπόλοιπη ιστορία, εκτός κι αν διαφαίνεται μια ανολοκλήρωτη δίοδος φυγής από την ασφυξία της Αθήνας.
            Το θέμα της αλλαγής ανάμεσα στην ιδεαλιστική και συχνά αγωνιστική νιότη και στη συμβιβασμένη ωριμότητα έχει γίνει αντικείμενο πραγμάτευσης από σε ένα εξαιρετικό διήγημα του Μάριου Χάκκα ονόματι “Το ψαράκι της γυάλας”. Ο Οικονόμου, πολιτικός μηχανικός ο ίδιος, προσπαθεί να δείξει πόσο εύκολα αλλοτριώνεται κανείς, πόσο εύκολα εγκαταλείπει τις πρότερες αξίες-του, όχι επειδή γεννήθηκε ή μεγάλωσε ως αρριβίστας εκμεταλλευτής αλλά επειδή ο (ελληνικός) κοινωνικός χώρος ωθεί έμμεσα ή άμεσα σε συμβιβασμούς, υποχωρήσεις, ιδεολογικές προσχωρήσεις στην τρέχουσα αντίληψη για εύκολο χρήμα και κυρίως για mainstream αναρρίχηση στο status του επιτυχημένου. Ή ανεβαίνει κανείς ή μένει στον πάτο της αποτυχίας.  
            Η αντίθεση μιας νιότης που οραματίζεται, ερωτεύεται, κάνει σχέδια, φτιάχνει γκρουπάκια και γράφει τραγούδια, και μιας λίγο μεγαλύτερης ηλικίας που συμβιβάζεται και τελικά χάνει τον πρότερο εαυτό-της δεν είναι πολύ δραματικά δοσμένη. Οι δυο παράλληλες ιστορίες ναι μεν δείχνουν δυο αντίθετες πραγματικότητες, αλλά δεν οδηγούν τον αναγνώστη σε ένα εσωτερικό σκίρτημα που θα τον κάνει να συνειδητοποιήσει αυτή την υπαναχώρηση. Μια κρίση πριν από την κρίση. Τι λείπει; Μεγαλύτερη πυκνότητα ώστε να αποφευχθούν οι σχοινοτενείς αφηγήσεις και κατασκευή παροξυσμών που θα κορυφώσουν τη δράση. Μια μεγαλύτερη δηλαδή οικονομία της γραφής που θα τιθασεύσει το (βιωματικό) υλικό σε μια πιο σφιχτή πλοκή.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, February 19, 2013

“Εντιμότατη εταιρεία” των D. Manotti & DOA

Αν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα επιχειρεί να “παίξει” στο διεθνές πεδίο, οφείλει να μην χάσει την αυτοτέλειά-του και να μην μετατραπεί σε σχόλιο της εξωτερικής πραγματικότητας, χωρίς να πλάσει το δικό-του εσωτερικό σύμπαν γραφής. 


Γαλλικός καφές με καθόλου:
Dominique Manotti & DOA
Lhonorable société”
2011
“Εντιμότατη εταιρεία”
μετ. Γ. Στρίγκος
εκδόσεις Πόλις
2012 

            Κρίνεται ένα αστυνομικό έργο, ένα ιστορικό, ένα μαθηματικό, ένα πολιτικό μυθιστόρημα κ.ο.κ. με άλλα κριτήρια από ένα οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό έργο; Εκτός δηλαδή από τα κριτήρια του επιμέρους είδους, λαμβάνουμε υπόψη και ευρύτερα λογοτεχνικά κριτήρια, με τα οποία σταθμίζουμε την αισθητική αξία ενός πεζογραφήματος; Η προσωπική-μου απάντηση είναι ΝΑΙ. Επομένως, για να εξηγήσω αν το μυθιστόρημα των γάλλων συγγραφέων είναι αξιόλογο, θα πρέπει να σταθώ στις αστυνομικές-του προδιαγραφές, αλλά και στις γενικότερες λογοτεχνικές-του συνιστώσες.
            Καταρχάς, πρόκειται για νουάρ. Αν συλλαμβάνω καλά τη διαφορά με τα αστυνομικά, είναι ότι αφηγούνται όχι μόνο τις προσπάθειες των όποιων αστυνόμων, όπως εδώ του Παρίς, αλλά και των εγκληματιών, οι οποίοι παράλληλα προσπαθούν να καλύψουν τις βρωμιές-τους. Οι γάλλοι συγγραφείς γράφουν πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι ένα “πολυσκηνικό” έργο, με κινηματογραφικές εναλλαγές και μεταφορά από το ένα σκηνικό στο άλλο, από το ένα επίπεδο δράσης στο άλλο. Έχουμε λοιπόν: α) τους αστυνόμους, β) τους οικολόγους που έτυχε να συνέλαβαν με την κάμερά-τους τις σκιές των δολοφόνων, γ) τους δολοφόνους και την πολιτική παράταξη που τους κινεί, δ) τον όμιλο Πικό-Ρομπέρ που αναμιγνύεται στις εκλογές, ε) τον πατέρα της οικολόγου που προσπαθεί να μάθει τι γίνεται διενεργώντας τη δική-του έρευνα κ.ο.κ.
            Τι κερδίζουμε; Πρωταρχικά μια γρήγορη εξέλιξη που κάνει τις σελίδες να γυρίζουν από μόνες-τους. Οι «καλοί» προσπαθούν να βρουν ενδείξεις και αποδείξεις, να βρουν την άκρη του νήματος και οι «κακοί» να προλάβουν και να εξοντώσουν μάρτυρες ή να εξαφανίσουν πειστήρια. Κι από τη μέση και ύστερα, ο αναγνώστης μπαίνει δρομαίος στη δράση και αδημονεί για το τέλος. Από την άλλη, έχουμε μια πανοραμική θέα της Γαλλίας παραμονής εκλογών (του 2007 φαντάζομαι) και όλο το πανηγύρι με τη διαπλοκή ανάμεσα στην εξουσία, στα επιχειρηματικά συμφέροντα, στις μυστικές υπηρεσίες, στον τύπο… Οι Manotti & DOA γράφουν το ψηφιδωτό μιας γνωστής κατάστασης που δεν ξενίζει κανέναν, αλλά αποκαλύπτεται στις λεπτομέρειές-της.
            ΟΜΩΣ… Η προσπάθεια να συνδυαστεί αστυνομικό σασπένς και κοινωνικοπολιτική ανατομία κάνει το ένα να αποτελεί βαρίδι για το άλλο. Κι αυτό δεν το λέω ως γενικό κανόνα, αλλά ως εφαρμογή στο παρόν μυθιστόρημα. Μέχρι τη μέση του έργου η δράση είναι στάσιμη και τελματώνεται. Μετά συνέρχεται αλλά όχι μέχρι τέλους. Τα πρόσωπα είναι επίπεδα, ρηχά, μαριονέτες σε ένα σαφάρι ρόλων και σκηνών, πολλές φορές τα ονόματα έρχονται και παρέρχονται και μέσα στον πολυπρόσωπο θίασο ξεχνάς ποιος είναι ποιος. Αφετέρου, η πολιτική καταγγελία δεν αιφνιδιάζει, αφού πιο πολύ είναι περιγραφική, δημοσιογραφική παρά βαθειά και θεμελιώδης. Το πώς αναφύεται η διαπλοκή είναι διαισθητικά γνωστό, το ποια κοινωνικά θεμέλια τη στηρίζουν (στη Γαλλία αλλά και εδώ) είναι πιο ενδιαφέρον και πιο ριζικό. Θα ήθελα λοιπόν ευρύτερες αναλύσεις που δεν ξέρω αν μπορούν να γίνουν μέσα σε ένα τέτοιο έργο.
            Κλείνω άλλο ένα αστυνομικής κοπής έργο κουρασμένος. Η δράση δεν ξαφνιάζει, ενώ η κοινωνική ανάλυση δεν πείθει. Τουλάχιστον άνοιξε ένα παράθυρο για τη γαλλική παρασκηνιακή ζωή, τα πυρηνικά και την πολιτική, και ξαναδούλεψε στο μυαλό όλο το εκλογικό υπέδαφος που και σε μας πάντοτε κινεί νήματα.
            [Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 8/2/2013]
[Η φωτογραφία κορυφής έχει ληφθεί από το www.wat.tv, ενώ οι υπόλοιπες με τη σειρά από τα buildeco.wordpress.com, ibnlive.in.com, www.economist.com και www.buscadestinos.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, February 16, 2013

“Φιλμ νουάρ” του Δημήτρη Στεφανάκη

Μια προσωπικότητα που δεν έγραψε πολεμική ή πολιτιστική ιστορία, αλλά κινήθηκε επιχειρηματικά πίσω από τα μεγάλα γεγονότα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα τι ποιόν μπορεί να κουβαλά;


Espresso caramel
Δημήτρης Στεφανάκης
“Φιλμ νουάρ”
εκδόσεις Ψυχογιός
2012

            Διαβάζω τον Στεφανάκη γιατί πιστεύω ότι μπορεί να αξιοποιήσει την αφηγηματική του ικανότητα. Τον παρακολουθώ από την “Καΐρα” (το πιο λιτό και απέριττο έργο-του, αλλά και το πιο πηγαίο) έως τα τελευταία-του μυθιστορήματα. Ψάχνω να δω πότε θα ανέβει πάνω από το επίπεδο που μας έχει συνηθίσει και να δείξει λογοτέχνης φτασμένος και έτοιμος.
            Με το παρόν έργο κατάλαβα τι ακριβώς του λείπει. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
            Το “Φιλμ νουάρ” είναι μια πλάγια βιογραφία του Βασίλη Ζαχάρωφ, Έλληνα που περιηγήθηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα ως επιχειρηματίας και μάλιστα ως έμπορος όπλων. Η ζωή του ενέχει κοσμοπολιτισμό, εμπορικό δαιμόνιο, πολιτική όσφρηση, ερωτισμό, αεικίνητο πνεύμα και σοφά κερδισμένο πλούτο. Η ζωή του συμπλέκεται με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 αλλά και οι πτωχεύσεις της χώρας, πριν και μετά, χώρας για την οποία νιώθει αγαθά αισθήματα και ανησυχεί ως πατριώτης. Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητά του κλίνει προς τα αρνητικά, όχι τόσο επειδή ήταν φαύλος και εγωκεντρικός, αλλά επειδή είχε εκείνο το δαιμόνιο που τον ωθούσε στο να κάνει τα πάντα για να κερδίσει, σε οικονομικό επίπεδο ή αλλού.
            Αφηγηματικά ο Στεφανάκης πετυχαίνει κάτι πολύ έξυπνο, αν και όχι πρωτόγνωρο. Η αφήγηση του ιστορικού παρελθόντος εναλλάσσεται με την αφήγηση για ένα παρόν που ορίζεται στα 1939, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τη χρονιά εκείνη ο Φιλίπ Τεμπό, νεαρός δημοσιογράφος, αναζητά πληροφορίες για τον Ζαχάρωφ, τόσο μέσα από όσα ξέρει από τον παππού-του, ο οποίος τον είχε γνωρίσει, όσο και από τις συζητήσεις-του με τον Μιγκέλ Θαραμπόν, γηραιό ισπανό αντικαθεστωτικό, που έχει οξεία πολιτική αντίληψη και γνωρίζει λεπτομέρειες για τον βίο και την πολιτεία του Βασιλείου. Έτσι, ο αναγνώστης πηγαινοέρχεται από τον 19ο αιώνα στο 1939 κι από το Παρίσι σε όλη την ταραγμένη Ευρώπη του μεσοπολέμου.
            Ανάλογες πανοραμικές τοιχογραφίες επιχείρησε ο πεζογράφος τόσο στο “Μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία” (2004) όσο και στο “Μέρες Αλεξάνδρειας” (2007) , στο πρώτο με φόντο τη σύγχρονη τρομοκρατία, ενώ στο δεύτερο αποτυπώνοντας με ζωντανά χρώματα την ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας κατά τον μεσοπόλεμο.
            Και τώρα, ας συζητήσουμε ποιο είναι το πρόβλημα που κάνει τα έργα-του λιγότερο δραστικά απ’ όσο θα μπορούσε. Αν συγκρίνει κανείς τα τρία αυτά κείμενα, θα διαπιστώσει ότι οι “Μέρες Αλεξάνδρειας” κερδίζουν τον αναγνώστη, ενώ τα άλλα δύο όχι, γιατί εκεί ο Στεφανάκης καταφέρνει να φτιάξει ατμόσφαιρα, να δώσει λεπτομέρειες και σκηνικά, να αποδώσει με μαγική πέννα την εποχή, σε σημείο που ο αναγνώστης να περιηγείται μέσα της σαν να βλέπει φωτογραφίες ή να βουτά σε μια πολύχρωμη οθόνη. Στα άλλα δύο, και πιο συγκεκριμένα στο “Φιλμ νουάρ”, στο οποίο πιστεύω ότι επιχείρησε να κάνει κάτι ανάλογο, υστέρησε γιατί η εποχή δεν αναδεικνύεται τόσο δυναμικά, ο ήρωας κρατά την πρωτοκαθεδρία και το ιστορικό φόντο ξεθωριάζει, το σκηνικό δεν είναι τόσο κινηματογραφικό ώστε να τραβήξει μέσα του τον αναγνώστη…
            Έτσι, η προσπάθεια του συγγραφέα να στοιβάξει πολυάριθμα στοιχεία, βιογραφίας, εποχής, ιστορίας, ελληνισμού και κοσμοπολιτισμού, πρόσωπα και καταστάσεις, κοινωνικά και διεθνή κ.ο.κ., στερημένη από το βάθος του πίνακα, κάνει το έργο να κυλάει εν μέρει αδιάφορο, εν μέρει σιωπηλό και εν μέρει στηριγμένο στην αναζήτηση της ποιότητας του Ζαχάρωφ, χωρίς τελικά ο αναγνώστης να μπορεί να τοποθετήσει το πελώριο δέντρο (τον ήρωα) μέσα στο δάσος (στην εποχή).
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 29/1/2013]
<Οι φωτογραφίες λήφθησαν ως εξής: η φωτογραφία κορυφής από το www.ethnos.gr, ο Ζαχάρωφ από το dimitrisstefanakis.psichogios.gr, το Παρίσι από το minniesboys.blogspot.com, το εργοστάσιο όπλων από το www.theatlantic.com και το Παναθηναϊκό Στάδιο από το polites-ampelokipon.blogspot.com>
            Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, February 14, 2013

Επιστροφή στη βιβλιοθήκη

Ή πώς η κρίση στέλνει τους αναγνώστες στα παλιά βιβλία

            Παρατηρώ τελευταία ότι δίπλα στα πολλά καινούργια βιβλία που εκδίδονται και κυκλοφορούν, δίπλα σ’ αυτά τα φρέσκα έργα για τα οποία γράφουν οι συν-μπλόγκερς, κινούνται σε μεγάλο βαθμό και άλλα, παλαιότερα που έχουν εκδοθεί εδώ και πολύ καιρό, και μερικά από αυτά θεωρούνται κλασικά.
coleenpatrick.com
            Λ.χ. ο LouRead παρουσιάζει το “Logicomix” των Απόστολου Δοξιάδη, Χρίστου Χ. Παπαδημητρίου, Αλέκου Παπαδάτου και Annie di Donna (2008), ο NO12ME “Το μυστικό της Λίλυ Νταλ” της Siri Hustvedt (ελληνική έκδοση 1998), ο Nautilus γράφει για τις “Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι” του Κώστα Μαυρουδή (2000) και τέλος η Κατερίνα διαβάζει Γκαίτε, “Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου” (εκδόσεις Άγρα, 1996) ή τη “Μύτη” του Νικολάι Γκογκόλ (εκδόσεις Κοροντζή, 2007).
dkphotolife.com
            Αν εξαιρέσει κανείς τον Ναυτίλο που έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη πως αφήνει επίτηδες τα βιβλία να ωριμάσουν, σαν το παλιό καλό κρασί, και τα διαβάζει μετά από καιρό, τι δηλώνει μια τέτοια ανερχόμενη, όπως τη βλέπω, τάση; Έχω την εντύπωση ότι η οικονομική κρίση έστρεψε την προσοχή πολλών από μας σε παλιότερα έργα για δυο τρεις πολύ σημαντικούς λόγους, συνειδητούς ή υποσυνείδητους:

1.      Κάθε εθνική κρίση κάνει τους ανθρώπους πιο συντηρητικούς στις εκδηλώσεις-τους, πιο προσανατολισμένους σε παραδοσιακές αξίες και ιδεώδη. Είναι μια ασύνειδη άμυνα, που ορθώνει ο οργανισμός, προκειμένου να αποκρούσει τη λαίλαπα των καιρών. Έτσι, στρεφόμαστε στο παλιό, στο δοκιμασμένο, στο διαχρονικά καλό, για να βρούμε δυνάμεις, ενώ το νέο είναι πιο αβέβαιο, πιο ριψοκίνδυνο, πιο επίφοβο.
www.beautiful-libraries.com
2.      Η οικονομική ένδεια φέρνει και κρίση στις σχέσεις-μας με το βιβλιοπωλείο. Επομένως, οι καλές προσφορές, τα βιβλία με έκπτωση, οι παλιές εκδόσεις που είναι και πιο φτηνές αποτελούν δελεαστικότερο στόχο απ’ ό,τι παλιά. Συνεπώς, πολλοί αγοράζουν βιβλία που καταγράφουν γενναία έκπτωση στην τιμή-τους ή βλέπουν το παζάρι βιβλίου στην πλατεία Κοτζιά ως μια καλή αφορμή για …τροφοδοσία. Το παλιό αλλά καλό βιβλίο γίνεται και ανάγκη της τσέπης.
Rogier van der Weyden,
"Η Μαγδαληνή διαβάζει"
(15ος αιώνας)
3.       Στο ίδιο μήκος κύματος, κάποιοι ξεθάβουν βιβλία από τη βιβλιοθήκη-τους, βιβλία που είχαν διαβαστεί παλιά, που αξίζουν τώρα μια δεύτερη ανάγνωση εν όψει και του μπλογκ, βιβλία που ίσως είχαν αγοραστεί παλιότερα και ξεχάστηκαν… Ή το ίδιο το ιστολόγιο ωθεί τον διαχειριστή-του να γράψει για ένα παλιό βιβλίο, χωρίς να το έχει διαβάσει πρόσφατα, προκειμένου να διατηρήσει πυκνή αναρτησιμότητα. Ούτως ή άλλως, η αναζήτηση σε ό,τι έχουμε ή ακόμα και ο δανεισμός από φίλους ή το διαδεδομένο και χρήσιμο bookcrossing καλύπτει τις αναγνωστικές-μας ανάγκες …ελλείψει χρημάτων.
kinnareads.wordpress.com
Πενία τέχνας κατεργάζεται, έλεγαν οι αρχαίοι, ειδικά τώρα που το χαρτοβόρο τέρας το οποίο κρύβεται μέσα-μας, αυτό το αδηφάγο στόμα το οποίο καταβροχθίζει βιβλία ζητά συνεχώς να το ταΐζουμε. Γι’ αυτό τα παλιότερα, τα κλασικά, οι προσφορές των εφημερίδων, η βιβλιοθήκη-μας ή οι βιβλιοθήκες των άλλων είναι η βιβλιοφιλική τράπεζα, που δεν έχει κόψει όπως οι άλλες τα δάνεια, μια τράπεζα χρήσιμη και ανακουφιστική.
[Η φωτογραφία κορυφής έχει ληφθεί από το www.telegraph.co.uk]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, February 11, 2013

“Μνήμες της Κωνσταντινούπολης” του Αχμέτ Ουμίτ


Γιατί ο κόσμος παρακολουθεί τουρκικά σήριαλ; Είναι μια μόδα όπως παλιότερα τα μεξικάνικα; Ασφαλώς, και γι’ αυτό θα περάσει γρήγορα. Είναι όμως και μια διπλή ανάγκη: αφενός να ξαναβρεί ο μέσος Έλληνας αξίες μιας παλιάς κοινωνίας που κάποτε τις είχαμε κι εμείς (η ανδρική τιμή, η γυναικεία σεμνότητα, η οικογένεια, η αγάπη, η κοινωνική αλληλεγγύη κ.ο.κ.) και αφετέρου να ταξιδεύσει σε ένα παρελθόν (στα βάθη της Ανατολής ή στα βάθη της ιστορίας) όπου πολλά φαίνονται παραμυθένια, οικεία εξωτικά, ανατολίτικα μαγικά, σαγηνευτικά και θελκτικά. 


Τουρκικός καϊμακλής:
Ahmet Ümit
“İstanbul Hatɩrasɩ”
Everest
2010
Αχμέτ Ουμίτ
“Μνήμες της Κωνσταντινούπολης”
μετ. Θ. Ζαραγκάλης
εκδόσεις Πατάκη
                                2012 

            Όταν βρίσκεται το πρώτο πτώμα κοντά σε ιστορικά μνημεία με ένα νόμισμα που απεικόνιζε τον Βύζαντα, τον πρώτο οικιστή της Κωνσταντινούπολης, ο αστυνόμος Νεβζάτ και οι συνεργάτες-του ξεκινούν μια έρευνα στο τώρα αλλά και στο παρελθόν. Τα επόμενα έξι πτώματα, επιμελώς τοποθετημένα με ένα νόμισμα κάθε φορά από τον Κωνσταντίνο Α΄, τον Θεοδόσιο τον Β΄, τον Ιουστινιανό κ.ο.κ. αναγκάζουν την αστυνομία να μάθει ιστορία, να περιδιαβεί τους βυζαντινούς αιώνες και την οθωμανική αυτοκρατορία για να αντιληφθεί το σχέδιο των δολοφόνων.
            Το έργο είναι αστυνομικό, όπως έγινε αντιληπτό, αλλά η έρευνα ξεδιπλώνεται με ιστορικά στοιχεία, συχνά ανεκδοτολογικά, που αποκαλύπτουν ίχνη του παρελθόντος σε μια πόλη που ξεχνά την ιστορία-της. Ο αναγνώστης απολαμβάνει διπλά, ή μάλλον τριπλά, την αφήγηση, αφού: α) η γνωστή συνταγή του ενός πτώματος που φέρνει τ’ άλλο και τα δυο το τρίτο κάνει την έρευνα κλιμακωτά ενδιαφέρουσα, παρά τις μικρές ή μεγάλες ατέλειες στη διενέργειά-της, β) η ιστορία που δεν προσφέρεται μόνο ως γνώση, συχνά φορτωμένη και αχρείαστη, αλλά και ως κλειδί για την εξιχνίαση των εγκλημάτων κάνει το έργο να προσκτά βάθος και γ) η ταξιδιωτική περιήγηση στην ιστορική Κωνσταντινούπολη, σχεδόν σαν να ξεχνά κανείς τη σύγχρονη Ιστανμπούλ που παραδίδεται σε μια ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση, δίνει στην ιστορία περιηγητικό ενδιαφέρον. Το μυθιστόρημα είναι συνεπώς ένας καλός οδηγός στην ιστορία και στην αίγλη της Πόλης.
www.visit2istanbul.com
            Πέρα από την αφήγηση που γίνεται το δόλωμα της ανάγνωσης, το έργο μας στήνει γέφυρες με την ίδια την πόλη. Η Ιστανμπούλ είναι αυτό που είναι επειδή φτιάχτηκε σε ένα παλίμψηστο επίπεδο πολλαπλών στρωμάτων, από το αρχαιοελληνικό Βυζάντιο έως τη χριστιανική Κωνσταντινούπολη κι έπειτα στην οθωμανική-της, μουσουλμανική, πλευρά. Κάθε πόλη είναι το ιστορικό αμάλγαμα μιας μακραίωνης, συχνά άδηλης παράδοσης, σαν σκυταλοδρομία λαών και πολιτισμών.
            Η σύγχρονη ζωή συχνά σκοτώνει το παρελθόν, δηλαδή σκοτώνει το βάθρο του μεγαλείου της πόλης, κι η ίδια η πόλη, οπλίζοντας το χέρι κάποιων, εκδικείται τους ιδιοτελείς, τους κερδοσκόπους, τους εκμεταλλευτές-της. Τα πτώματα ήταν άνθρωποι που προσπάθησαν να χτίσουν εις βάρος της ιστορικότητας των μνημείων και να κερδίσουν χρήματα δολοφονώντας το παρελθόν. Πολύ καλά δουλεμένο είναι το ζεύγος του αστυνόμου Νεζβάτ και του υπαστυνόμου Αλή, αφού ο πρώτος είναι ο πιο λογικός και μετριοπαθής, ενώ ο δεύτερος πιο ακραίος και παρορμητικός, με αποτέλεσμα κάθε ανάκριση να ακολουθεί σκοτσέζικο ντους.

Χωρίς το κείμενο να είναι προκλητικό, δεν λείπουν οι εκδοχές της ιστορίας που απορρέουν από την τουρκική οπτική γωνία. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήταν Ρωμαίοι, δικαιολογημένα όπως οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν, αλλά ο Ουμίτ ξεχνά ότι ήταν Χριστιανοί και μιλούσαν από τον 6ο τουλάχιστον αιώνα ελληνικά. Γι’ αυτό επινοήθηκε ο ιστορικός όρος ‘Βυζαντινοί’, τον οποίο σκόπιμα (;) ο τούρκος συγγραφέας αποσιωπά. Κι από την άλλη, η Ευγενία, την οποία έχει ερωτευθεί ο αστυνόμος, είναι προφανώς Ελληνίδα, αλλά η ίδια θεωρεί ότι κατάγεται από τους Ρωμαίους (σελ. 265)!!! Φυσικά ο όρος «Ρωμιός» αυτό σήμαινε, αλλά έχει πάψει αιώνες τώρα να κουβαλά ένα τέτοιο παλαιο-ιστορικό φορτίο. Κανένας Έλληνας της Πόλης δεν θα μιλούσε έτσι. Έχει λοιπόν και …δεν έχει δίκιο ο Φιλίππου που λέει: “Ο Αχμέτ Ουμίτ διακρίνεται για κάποιου είδους φιλελληνισμό (σημειώνει ότι οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται την Πόλη είναι Έλληνες και δεν διστάζει να υπογραμμίσει την ύπαρξη ενός θρύλου που θέλει τους Έλληνες, με επικεφαλής έναν βασιλιά Κωνσταντίνο, να την παίρνουν πίσω για να αναστήσουν ξανά τον χριστιανισμό), ενώ δεν παραλείπει να θυμίζει τη δόξα της Κωνσταντινούπολης.” («Το Βήμα», 26/8/2012).


            Αυτή η σύζευξη ιστορικού παρελθόντος και σύγχρονου παρόντος αποτελεί και τον άξονα δράσης ενός άλλου αστυνομικού μυθιστορήματος, του “Περαίωση” του Πέτρου Μάρκαρη, ο οποίος, επειδή ξέρει τουρκικά καθότι Κωνσταντινουπολίτης, πιθανολογώ ότι διάβασε τον Ουμίτ στο πρωτότυπο και επηρεασμένος θέλησε να μεταφέρει την ιδέα στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας. Κι επιπλέον δείχνει την ίδια με τον τούρκο συνάδελφό-του συμπάθεια προς τους θύτες, αφού ενήργησαν μεν από εκδίκηση αλλά αυτή συνοδεύεται από ευαισθησία, πληγωμένη οργή και ιδεαλισμό.
Ο κόσμος, λοιπόν, για να τελειώσω όπως ξεκίνησα, μπορεί να διαβάσει το μυθιστόρημα όπως βλέπει τα τούρκικα σήριαλ: με ενδιαφέρον, με εξωτισμό, με ιστορική περιέργεια, με περιηγητική διάθεση, με φωτογραφική δυναμική… Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ το χάρηκα, όχι μόνο χάρη στην ευφυή αστυνομική-του πλοκή και χάρη στην ώσμωση παρόντος και ιστορίας, δράσης και γνώσης, αλλά και χάρη στην ευαισθησία με την οποία ο τούρκος συγγραφέας βλέπει την πόλη-του και τους ανθρώπους-της.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 14/1/2013]
Πατριάρχης Φώτιος

 
Memories of Istanbul

When the first corpse is found near the historic monuments with a coin depicting Byzas, the first settler of Istanbul, policeman Nevzat and his associates start an investigation of today and the past. The next six corpses, which are carefully arranged with  one currency at a time from Constantine I, Theodosius II, Justinian etc., are forcing the police to learn history, to walk around the Byzantine period and the Ottoman Empire to perceive the murderers’ plan.
It’s a crime novel, as was seen, but the investigation unfolds with historical data, often anecdotal, revealing traces of the past in a city that often forgets its history. The reader enjoys double, or rather triple, narration, since: a) the known formula that one corpse brings another and another which makes the research interesting, despite minor or major flaws in conducting in b ) the story does not only offer knowledge, often loaded and unnecessary, but is also  a key to solving crimes which makes the novel have depth and c) a sightseeing tour of the historic Istanbul almost makes you  forget the modern Istanbul delivering an uncontrolled reconstruction, it makes the history of touring interesting. The novel is therefore a good guide to the history and glamour of the city.
Beyond the narrative that becomes the bait of reading, this work constructs bridges with the city itself.  Istanbul is what it is because it was built on a palimpsest multilayer level, from the ancient Byzantium to Christian Constantinople, and then the Ottoman, Muslim side. Every city is the historic amalgam in the long, often invisible tradition as relay of people and cultures.
Modern life often kills the past; it kills the pedestal of greatness of this city, and the city itself, arming someone's hand, avenging their selfish profiteers, and the exploiters of the city. The corpses were people who tried to build the detriment of the historic monuments and earn money by killing the past. Policeman Nezvat and the Police Lieutenant Ali is very well crafted, since the former is the more reasonable and moderate, while the second more extreme and impulsive, so every interrogation is like taking a Scottish shower.

  The text is not being provocative; it’s not missing the versions of history stemming from the Turkish perspective. The inhabitants of Constantinople were Romans, they rightly called themselves Romans, but Umit forgets that they were Christians and were speaking Greek from the 6th century. So the historian coined term 'Byzantine' which the Turkish writer intentionally (?) do not mentions. And on the other hand, Eugenia, who has fallen in love with the policeman, is obviously Greek, but she believes that she comes from the Romans (p. 265)! Of course the term "Romios" uses to mean exactly that, but it has ceased centuries now to carry such an old historic load. No Greek from Istanbul would speak like that. Therefore Phillipou is and the same time isn’t right to say: "Ahmet Umit is a distinguished philhellenism of some kind (he notes that most tourists visiting the city are Greek and does not hesitate to emphasize the existence of a legend that wants the Greeks, led by a King Constantine, to get the city back and to resurrect again Christianity), and does not fail to remind the glory of Istanbul.» ("To Vima", 8/26/2012).

       This coupling of the historical past and the present and this is the line of action of another crime novel, the "Completion" of Peter Markakis, who, because he knows Turkish since he is from Istanbul, suggests that he originally read and was influenced by Umit and wanted to convey the idea to the archaeological sites of Athens. And furthermore he shows the same sympathy for the perpetrators as his fellow Turk, as acted by hand but revenge is accompanied by tenderness, anger and wounded idealism.
To finish, people can read the novel as they watch the Turkish shows: with interest, with exoticism with historical curiosity, with a touristic mood, with a photographic dynamic ... The truth is that I enjoyed myself, not only thanks to the smart police plot but also to the action and the knowledge, but also thanks to the sensitivity with which the Turkish writer sees the city and its people.
Bookmark