Monday, June 28, 2010

Τσιμπολογώντας: ουζομεζέδες από τον τύπο

Οι εφημερίδες και τα περιοδικά που ασχολούνται με το βιβλίο είναι βασικοί παράγοντες (ελπίζουμε μαζί με τα ιστολόγια) για τη διαμόρφωση του λογοτεχνικού γούστου, για τη συζήτηση γύρω από την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή, για την κριτική στάση του αναγνώστη γύρω από την πεζογραφία και την ποίηση, αλλά και τα άλλα είδη του γραπτού λόγου.

1. Η “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας αλλάζει μέρα: από Παρασκευή μεταφέρεται στο Σάββατο. Την επόμενη δηλαδή εβδομάδα θα κυκλοφορεί με το φύλλο του Σαββάτου (3 Ιουλίου). Κάτι τέτοιο θα την ενισχύσει, καθώς θα απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό. Αν θέλει βέβαια να το κερδίσει και να μη φυλλορροήσει κι αυτό, όπως έγινε με όσους την αγόραζαν τις Παρασκευές, πρέπει να πάψει να λειτουργεί σαν εβδομαδιαίο εσωστρεφές και αγοραφοβικό περιοδικό. Πού αναφέρομαι; Μα στην κατ’ εξακολούθηση συνήθεια των συνεργατών-της να γράφουν κριτικές και παρουσιάσεις για βιβλία που δεν έχουν κυκλοφορήσει πρόσφατα: λ.χ. στο φύλλο της 25 Ιουνίου είδα: Michèle Fitoussi, “Ο τελευταίος κλείνει την πόρτα” (2006), Virgil Gheorghiou, “Ο Θεός στο Παρίσι” (2001) !!!! και Σταμάτης Δαγδελένης, “Το βιβλίο των αιρέσεων” (2008). Έλεος!

2. Το μέλλον είναι ψηφιακό. Άρθρο των Νέων του Σαββατοκύριακου (Χάρη Ποντίδα, «Οι νέοι σταρ έρχονται από το Internet») πραγματεύεται κάτι που είχε ήδη αρχίσει να γίνεται κατανοητό, ότι η μουσική βιομηχανία έχει περάσει στο διαδίκτυο και ότι τα νέα αστέρια γίνονται γνωστά μέσω του youtube. Το ίδιο παρατηρείται και στην ενημέρωση με τα blogs να συναγωνίζονται επάξια τις εφημερίδες στην απήχηση που έχουν στο ευρύ κοινό και στην παροχή πληροφοριών σε διάφορα θέματα (Νατάσα Μπαστέα, «Οι αξίες της νέας δημοσιογραφίας»). Αν διαβάσουμε τις τάσεις, τότε αναλογικά και τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια παίζουν τον άτυπο ρόλο του βιβλιοκριτικού, έστω και στην ερασιτεχνική-τους μορφή, έστω κι αν είναι αποσπασματικά και υποκειμενικά. Όμως ούτε να υποτιμάμε τη δύναμη των συστηματικών ιστολόγων, ούτε να υπερτιμάμε τον θεσμικό ρόλο των επαγγελματιών κριτικών.

3. Ποιες κατηγορίες βιβλίων προτείνονται από τον τύπο για το καλοκαίρι; Παλαιότερα, θυμάμαι, υπήρχε κατηγορία ιστορικών μυθιστορημάτων, ενώ τώρα κυριαρχούν άλλα είδη: ξένη λογοτεχνία, ελληνική λογοτεχνία, βιογραφίες, ιστορίες μυστηρίου, ιστορία, δοκίμια, graphic novels, παιδικό βιβλίο (βλέπε τις προτάσεις των Νέων). Δεν θα σταθώ σε τίτλους αλλά θα σημειώσω δύο-τρεις τάσεις που παρατηρούνται:
α) όπως προείπα, το “ιστορικό μυθιστόρημα” μάλλον δεν έχει πάψει να διαβάζεται, αλλά έχει ανέβει σε ποσοστό η έκδοση και η ανάγνωση ιστορικών-επιστημονικών έργων, ειδικά με τα πολυάριθμα βιβλία για τον Εμφύλιο και την αναθεώρησή-του, β) το αστυνομικό μυθιστόρημα που είχε κατακλύσει τον κόσμο τις δύο τελευταίες δεκαετίες, εντάσσεται στις «ιστορίες μυστηρίου», όπου βλέπουμε και το νουάρ και γ) το “γραφιστικό μυθιστόρημα” κερδίζει σε απήχηση, αφού βγαίνει από τους στενούς-του κύκλους και ανοίγεται στο ευρύ κοινό. Δεν ξέρω αν σ’ αυτό έπαιξε βασικό ρόλο ο Δοξιάδης και η παρέα-του με το “Logicomix”.

4. Ποίηση και δημοσιότητα. Στο “Κ” της Καθημερινής δημοσιεύτηκε συνέντευξη του Λευτέρη Πούλιου, ποιητή που κέρδισε το Κρατικό Βραβείο ποίησης. Πρόκειται για έναν ερημίτη, που ζει και εργάζεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η περίπτωσή-του μού έδωσε το στίγμα των ποιητών σε αντίθεση με τους πεζογράφους. Οι πρώτοι, επειδή η ποίηση δεν είναι ευπώλητη και τρέντυ, κινούνται στο περιθώριο, δεν επιδιώκουν και δεν έχουν δελεαστεί από το σταρ σύστεμ, είναι ολιγαρκείς και παράγουν σε μια προσωπική σχέση με τον κόσμο και τη γλώσσα. Αντίθετα, οι πεζογράφοι (κατά Μ.Ο. φυσικά) υπηρετούν μια τέχνη που λίγο πολύ τους φέρνει στο προσκήνιο, κι αυτό τους έχει προσδέσει στο άρμα του image making. Έτσι, άλλοι απ’ αυτούς απλώς προσπαθούν να συντηρήσουν το όνομά-τους με τη διακριτική παρουσία-τους στα λογοτεχνικά events, ενώ άλλοι βάζουν στόχο-τους τις δημόσιες σχέσεις, χρησιμοποιούν τα media και εσχάτως τον κυβερνοχώρο, για να πλάσουν το πρόσωπό-τους και προβάλλουν το εγώ-τους, όχι πάντα κατ’ αναλογία με το έργο-τους. Οι ποιητές είναι η μειονότητα που δεν επαναπαύεται, ενώ οι πεζογράφοι είναι η πλειονότητα που έχει γίνει μόδα και γι’ αυτό συχνά άγεται και φέρεται από την εποχή και τα πρότυπά-της.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 25, 2010

“Το παιχνίδι με τα αξεσουάρ” της Β. Κανελλοπούλου

Ο χώρος της πολυκατοικίας, το είχα ξαναπεί, γίνεται την τελευταία διετία πεδίο μυθιστορηματοποίησης από νέες γυναίκες συγγραφείς, οι οποίες βρίσκουν στην καθημερινότητά-του το πλαίσιο αποτύπωσης των ατομικοτήτων και των τύπων της ελληνικής κοινωνίας. Η βραβευθείσα από το «διαβάζω» Κάλια Παπαδάκη, η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου και τώρα η Βίλη Κανελλοπούλου.

Dolcino Freddo φράουλα:
Βίλη Κανελλοπούλου
“Το παιχνίδι με τα αξεσουάρ”
εκδόσεις μελάνι
2010

       Σ’ αυτή τη “λογοτεχνία της πολυκατοικίας” η Κανελλοπούλου, πρωτοεμφανιζόμενη στον πεζογραφικό στίβο, αποτυπώνει τόσο τη γένεση όσο και τη διάρθρωση της πολυκατοικίας φροντίζοντας ιδιαίτερα την εσωτερική τοπογραφία του κτηρίου όσο και τις μεταξύ των ενοίκων σχέσεις. Αφορμή στάθηκε μια συνέλευση στην οποία καταλήγουν οι μεμονωμένες εξιστορήσεις των ζωών των ανθρώπων. Πρόκειται για ανώνυμους χαρακτήρες, που ζουν στον μικρόκοσμό-τους: από τη γηραιά κυρία στο ρετιρέ ως την τριμελή οικογένεια και από τη χήρα του στρατηγού στον …Νεκτάριο.
         Σε κάθε κεφάλαιο-ιστορία ο βίος των ανθρώπων δίνεται με αναδρομές αλλά και με ένα συνεχές γαϊτανάκι που ξεκινά από τα πρωτεύοντα πρόσωπα και απλώνεται σε λαβυρίνθους δευτερευόντων προσώπων και κομπάρσων. Σ’ αυτό το πλέγμα η μνήμη και η λήθη οδηγεί στο παρελθόν, άλλοτε σε προσπάθεια συμφιλίωσης μαζί-του κι άλλοτε σε απόπειρα απαγκίστρωσης σε μια τελική λύση.
        Το έργο διακρίνεται για τη σκληρή ποιητικότητά-του, για τη γραφή-του που στηρίζεται σε μια δοκιμιακή όσο και λυρική γλώσσα, σε μια άγρια ακριβόλογη ιδιόλεκτο, αιχμηρή κι ίσως ακατάλληλη για τον αόρατο αφηγητή που περιτριγυρίζει μέσα στους χώρους της πολυκατοικίας. Η αφήγηση γρατζουνίζεται πάνω στη γλώσσα και έτσι δεν κυλάει όπως και όσο θα έπρεπε.
         Εν τέλει, μπορούμε να δούμε σ’ αυτήν την πολυκατοικία μια νέα ματιά; Τα κουτάκια-της αποτελούν και χώρους ταξινόμησης, αλλά και χώρους ταφής των προσωπικών μύθων, χωρίς να γίνεται εύκολη η διαπροσωπική επαφή και δη η εξ αυτής κατανόηση του κόσμου του άλλου. Κρατάω αυτήν την προσπάθεια και περιμένω περισσότερη συνθετικότητα στο όλο εγχείρημα.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, June 21, 2010

4 ΧΡΟΝΙΑ Β Ι Β Λ Ι Ο Κ Α Φ Ε

ΓΕΝΕΘΛΙΑ 4 ΕΤΩΝ: Από το 2006 κερνάμε καφέδες και βιβλία, συζητάμε, ανταλλάσσουμε απόψεις, συμφωνούμε, διαφωνούμε, συμ-πίνουμε και συν-τρώμε σαν μια μεγάλη διαδικτυακή παρέα που καθόμαστε γύρω από το τζάκι τον χειμώνα ή στη σκιερή αυλή το καλοκαίρι με άξονα το βιβλίο.

409 αναρτήσεις, από τις οποίες
151 για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία και 13 για κλασικά έργα της γραμματείας-μας,
38 για ξενόγλωσσα κείμενα και 18 αναφορές στην ποίηση,
12 αναρτήσεις βιβλίο το οποίο συζητήθηκε κατόπιν συμφωνίας από τους θαμώνες
και 4 αφιερώματα σε ζώντες έλληνες συγγραφείς.

Κοντά σ’ αυτά, 43 ποστ με προβληματισμούς πάνω στη λογοτεχνία, την κριτική, το βιβλίο και την προώθησή-του, την τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης, τις πρακτικές των συγγραφέων και τον αντίκτυπό-τους στον αναγνώστη, ποστ που με χαρά-μου παρατηρώ ότι σήκωσαν και την περισσότερη συζήτηση, αφού όλοι λίγο-πολύ είχαν άποψη και προσπάθησαν να την καταθέσουν και να τη στηρίξουν.

Τέλος, 17 αναρτήσεις με ειδήσεις, 5 τσιμπολογήματα από τον βιβλιοφιλικό τύπο, κάτι ψιλά για τη γλώσσα και το θέατρο, ενώ 12 σχόλια για ευρύτερα θέματα της κοινωνικής-μας ζωής.

Ο αριθμητικός απολογισμός κρίνεται πλούσιος._
Ο ποιοτικός απολογισμός είναι φυσικά θέμα όσων συχνάζουν στο καφενεδάκι-μας, από τους οποίους 120 είναι τακτικοί θαμώνες (followers), όπως φαίνεται στη λίστα με τις φωτογραφίες. Αλλά και πέρα απ’ αυτούς άλλοι παρεμβαίνουν συχνά ή αραιά, για να σχολιάσουν και να δώσουν τη δική-τους οπτική γωνία στα βιβλία που συζητάμε. Κι από όσο ξέρω από μηνύματα που δέχομαι, υπάρχουν και άλλοι (λαθρ)αναγνώστες του ιστολογίου-μου που βλέπουν, διαβάζουν αλλά δεν αφήνουν τα γραπτά-τους ίχνη.

Δείτε μια άποψη για μένα από τον Μάνο Κοντολέοντα
(http://manoskontoleon2.blogspot.com/2010/03/blog-post_27.html ):
"Σε ένα από τα blog που παρακολουθώ, το vivliocafe.blogspot.com , υπεύθυνος είναι ο Πατριάρχης Φώτιος, περσόνα καθαρά διαδικτυακή που από τα γραφόμενά του μπορώ (αυθαίρετα βέβαια) να συμπεράνω πως πρόκειται για ένα άντρα γύρω στα 40+, με μεγάλη αγάπη στη λογοτεχνία, με κάποιες πανεπιστημιακές γνώσεις για τη συγγραφή, με συχνές αναγνώσεις και με αναγνωστικές προτιμήσεις που αν και έλκονται από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εντούτοις πολύ συχνά ασχολούνται και με ξένους συγγραφείς, όπως και με έλληνες προηγούμενων γενεών. Είναι ευγενικός, φιλικός, παρορμητικός. Τελικά συμπαθής.
Διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αναρτήσεις του και χαίρομαι με το πάθος του, αλλά και προβληματίζομαι για τον τρόπο που η κριτική ματιά του πολλές φορές τον οδηγεί με ελλιπή συμπεράσματα.
Ίσως να είναι φαινόμενο των ανθρώπων της γενιάς του –μια γενιά που δεν έχει μπορέσει όλα να τα γνωρίσει, αλλά που ξαφνικά απέκτησε τη δυνατότητα να δημοσιοποιεί την άποψή της και μάλιστα κάτω (τις περισσότερες φορές) από ένα ψευδώνυμο.
Το πρόσωπο και το είδωλό του –Που αρχίζει το ένα και που τελειώνει το άλλο; Πού συνυπάρχουν, πού διαφωνούν;
Ερωτήματα που θα έχουν ίσως απαντήσεις από ειδικούς επιστήμονες του μέλλοντος.
Προς το παρόν μένω στο ό,τι υπάρχουν άνθρωποι που διαθέτουν ένα μέσο κοινοποίησης των απόψεών τους, που μέσω αυτού μπορούν και να αντιτεθούν σε επίσημους εκφραστές, αλλά και να προβάλουν μια νέας ηθικής ενημέρωση.
Αλλά έχω την εντύπωση πως το σύστημα καλά κρατεί και αντέχει και συχνά απορροφά όσους προσπαθούν κάτι διαφορετικό να εκφράσουν.
Κάτι τέτοιο –σε ένα βαθμό- συμβαίνει με τον αγαπητό Πατριάρχη Φώτιο. Συμβουλεύεται, ενημερώνεται, σχολιάζει πολύ συχνά δημοσιεύματα γνωστών εντύπων. Κακό αυτό; Καθόλου. Μόνο που δείχνει κάπως ως δευτερογενής λόγος –δηλαδή με την μη αμφισβητούμενη άποψη πως εκείνος είναι λογικό (αν όχι και υποχρεωτικό ακόμη) να γνωρίζει το τι γράφει ο Τάδε και η Δείνα δημοσιογράφοι – κριτικοί, ενώ αυτοί μπορεί (με την έννοια πως δεν έχουν υποχρέωση) να μην διαβάζουν τις δικές του αναρτήσεις. Αυτός συνδιαλέγεται μαζί τους."
Σχόλιο στην παραπάνω ανάρτηση γραφέν από τον Κώστα Παπαποστόλου:
"Το ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ χαίρει εκτίμησης με 102 αναγνώστες (έτσι έγινα και εγώ αναγνώστης του, μου είπαν ότι υπάρχει αυτό το μπλογκ που κάνει κριτική λογοτεχνίας και επηρρεάζει κάποιο κόσμο)… Τουλάχιστο στον Πατριάρχη Φώτιο διάβασα και αρνητικές κριτικές και αυτό είναι κάπως θετικό και τολμηρό."

Τους ευχαριστώ και τους δύο, αλλά και όλους όσοι αναγνωρίζουν την προσπάθειά-μου και ταυτόχρονα μού υποδεικνύουν κενά και παραλείψεις.

Μια σκέψη για τα ιστολόγια γενικότερα:
στον καιρό του facebook και του twitter, ίσως τα blogs να είναι πλέον παλιομοδίτικα. Ειδικά τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια πιο πολύ εξυπηρετούν τους διαχειριστές-τους, είτε επειδή αυτοί είναι δημιουργοί και θέλουν να προβάλουν τη δουλειά-τους είτε επειδή είναι αναγνώστες με μεράκι που διαβάζουν και αναρτούν.
         Δεν πρέπει να κρύψω ωστόσο την αδυναμία όλων να κάνουμε διάλογο, αφού στα περισσότερα ποστ εισέρχονται λίγοι/ελάχιστοι φίλοι, όπως βλέπω να συμβαίνει και αλλού. Αυτό εξηγείται διττώς: αφενός δεν διαβάζουν πολλοί εκεί έξω ή στην καλύτερη περίπτωση διαβάζουν άλλα (δόξα τω Θεώ, πολλά βιβλία κυκλοφορούν). Αφετέρου, δεν έχουμε κουλτούρα διαλόγου (κι εγώ μαζί), αφού ακούμε τι λέει ο άλλος αλλά δεν προσπαθούμε να τον καταλάβουμε, έχουμε ή δεν έχουμε άποψη, αλλά δεν την περνάμε από τη βάσανο της συζήτησης, αντιλαμβανόμαστε τη γνώμη του άλλου ως πολλαπλή αλήθεια, αλλά δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να εντοπίσουμε λάθη και να συζητήσουμε επ’ αυτών, διορθώνοντας τις παρανοήσεις τόσο τις δικές-μας όσο και των συνομιλητών-μας.
Πάψτε, επομένως, απλώς να παρακολουθείτε, αλλά σχολιάστε και ανοίξτε διάλογο. Ενεργοποιηθείτε. Η ανάγνωση είναι εφαλτήριο διαλόγου!

Χρόνια πολλά και στην Anagnostria εκ Κύπρου (anagnostria.blogspot.com), η οποία “γεννήθηκε” την ίδια μέρα με μένα, πριν από τέσσερα επίσης χρόνια. Στην παράλληλή-μας πορεία: ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και ΚΑΛΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ.

Την 1η Ιουλίου θα ετοιμάσουμε κρέπα στον Τάκη Θεοδωρόπουλο με αφορμή το τελευταίο-του έργο “Το ξυπόλητο σύννεφο”. Η εικοσιπεντάχρονη παρουσία-του στα ελληνικά γράμματα πιστοποιεί όχι μόνο τη διάρκεια αλλά και μια πορεία με μερικές αξιοσημείωτες κορυφές.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, June 15, 2010

Καφές φίλτρου με άρωμα ρούμι: “Οδηγός επιβίωσης” του Γ. Ζαρκαδάκη

Οι σπουδές του συγγραφέα στην εφαρμοσμένη κυβερνητική και στην τεχνητή νοημοσύνη εξηγούν τα θέματα των μυθιστορημάτων-του και τις απόπειρές-του να δει τον κόσμο με άλλο μάτι.

“Οδηγός επιβίωσης”
εκδόσεις Κέδρος
2009

      Ίσως το πιο πετυχημένο βιβλίο του συγγραφέα, τουλάχιστον όσο μπορώ να κρίνω απ’ αυτά που έχω διαβάσει. Το 1999 στην “Αρχιπελάγους πολιτεία” επιχείρησε να συνδυάσει τον ιστορικό λόγο με την τεχνολογία και το μυστήριο, αλλά δεν πέτυχε τη δέση κι επομένως αστόχησε και ως προς τη λύση. Το 2004 στο “Πέρασμα” προσπάθησε να γράψει ένα μεταφυσικό θρίλερ ή μια μελλοντολογική μυθιστορία: η ιδέα να παγώνει όλη η γη κι έτσι να εξαφανίζεται η πανίδα και η χλωρίδα έχει μια δόση πρωτοτυπίας, αλλά οι αλληγορικές σημάνσεις που επιχειρήθηκαν ήταν ημιτελείς.
       Αυτή τη φορά προχώρησε λίγο περισσότερο, έστω κι αν χρειάζεται ακόμα δουλειά για να με πείσει απόλυτα ότι μπορεί να συνδυάσει στιβαρή πλοκή σε φανταστικό-τεχνολογικό φόντο. Ωστόσο, στο είδος αυτό που θέλει να κινηθεί, είδα μια ωριμότητα, μια φιλότιμη προσπάθεια να προβληματίσει και να συλλάβει ου-τοπικές περιπτώσεις. Μια τέτοια είναι και η αυτοπροσωπαγνωσία του ήρωα, μια πάθηση κατά την οποία εξαιτίας ενός όγκου στον εγκέφαλο δεν μπορεί να αναγνωρίσει το είδωλό-του στον καθρέφτη. Η επερχόμενη εγχείριση κυοφορεί τον κίνδυνο να εξαλείψει όλες-του τις μνήμες κι έτσι να ξυπνήσει από το χειρουργικό τραπέζι με έναν άλλο εαυτό.
         Κι ενώ αυτό γίνεται σαφές, ο αναγνώστης πληροφορείται ότι ο ήρωας, ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Ελευθερίου, πυροβολήθηκε και η σφαίρα σφηνώθηκε στην πρόσθια νήσο του εγκεφάλου-του προκαλώντας-του ποικίλες παρενέργειες. Η εύλογη εικασία είναι ότι όλα όσα συνέβαιναν είναι αποτέλεσμα αυτής της επιπλοκής, ενώ το τέχνασμα αυτό δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να μπαινοβγαίνει στην πραγματικότητα και στο φανταστικό, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να καταλάβει πάντα αν η «πραγματικότητα» είναι η αντικειμενική ζωή ή η ψευδαίσθηση του ίδιου του ήρωα.
        Έδωσα την υπόθεση για να δείξω το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο προβληματισμός του Ζαρκαδάκη. Μέσα σ’ αυτό ακούγονται φωνές από την κατοχή και την εξόντωση των Εβραίων, επιστημονικές θεωρίες για την ταυτότητα και το εγώ, απόψεις για τον καθοριστικό ρόλο της μνήμης, αφηγήσεις για πολιτικά παιχνίδια που ξεσκέπασε ο δημοσιογράφος, αλληγορίες για ένα βιβλιοπωλείο στο οποίο όσο κατεβαίνεις τους ορόφους τόσο πλησιάζεις πάλι στο ισόγειο κ.ο.κ.
        Τελικά, δεν έπαψα στιγμή να αναρωτιέμαι αν το όλο δέσιμο των υλικών έγινε με τον κατάλληλο τρόπο ώστε η συνταγή να αποδώσει. Σε γενικές γραμμές τα υλικά δουλεύτηκαν καλά και το αποτέλεσμα πέρα από ενδιαφέρον είναι και εύγεστο, αλλά πάλι  δεν μπορώ να πω ότι θα θυμάμαι το επιστημολογικό παιχνίδι για πολύ. Οι προβληματισμοί για το εγώ μέσα στο εγώ ήταν γόνιμοι, αλλά χρειάζεται και μια γλώσσα που θα μπορεί να αναδείξει λογοτεχνικά το θέμα και όχι να το μεταφέρει απλώς από τη μία όχθη στην άλλη.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 11, 2010

Dolcino Freddo καραμέλα: “Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα-μου” του Κ. Κατσουλάρη

Η νουβέλα αυτή γράφτηκε για να διανεμηθεί με την εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», κατά δήλωση του συγγραφέα. Είναι μια τέχνη που σιτίζει και σιτίζεται από τις εφημερίδες, όπως και παλαιότερα που έγραφαν διηγήματα ή μυθιστορήματα σε συνέχειες για τους αναγνώστες του τύπου.

“Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα-μου”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2010

        Στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο ο Κατσουλάρης προσπαθεί να συλλάβει την ψυχολογία του ζηλιάρη, όχι βέβαια με την κλασική έννοια του ημίτρελου που κυνηγάει τη γυναίκα-του για να την πιάσει επ’ αυτοφώρω. Αντίθετα, ενώ τον κατατρώει η υποψία που δημιουργούν μικρές ενδείξεις, δεν ψάχνει εναγωνίως το αποδεικτικό στοιχείο, αλλά αλλάζει τη δική-του ζωή, με αίσθηση ελευθερίας, με αίσθηση ισότητας, με διέξοδο προς εξωσυζυγικές σχέσεις που ούτως ή άλλως και προηγουμένως είχε, αλλά τώρα βρίσκει πιο εύκολα άλλοθι για να τις επιδιώξει. Από εκεί και έπειτα η ζωή τού τα φέρνει μπούμερανγκ…
        Το βασικό θέμα δεν είναι η απιστία. Δεν είναι η οικογένεια. Δεν είναι η εξωσυζυγική ζωή. Είναι η ψυχολογία ενός ανθρώπου που ζει εν μέρει με ψευδαισθήσεις, που δεν καταλαβαίνει τα μηνύματα ούτε καν της γυναίκας-του. Η εσωτερική οπτική γωνία, δηλαδή η εστίαση που γίνεται με αφηγητή τον ίδιο τον “ζηλιάρη” μας μεταφέρει τα γεγονότα όπως ο ίδιος ο αφηγητής τα βλέπει και έτσι δεν ξέρουμε ούτε την άποψη της συζύγου, ούτε αν απιστεί ή όχι, ούτε πώς βλέπει τις κινήσεις του άντρα-της. Ώσπου κι ο ίδιος δέχεται αιφνιδίως την αίτηση διαζυγίου εκ μέρους-της κι όλοι-μας μαθαίνουμε την αφανή πλευρά των πραγμάτων.
        Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα. Διαβάζεται και με την αναγνωστική πεποίθηση ότι ο συγγραφέας συνθέτει χωρίς αγκομαχητό και χωρίς αβαρίες. Η υφολογική επιλογή παρακολουθεί τη σκέψη του πρωταγωνιστή κι έτσι ο αναγνώστης δεν σκοντάφτει σε κάθε-του βήμα. Αντίθετα, συχνά νιώθει τη γλώσσα να τον οδηγεί με ασφάλεια. Το ζητούμενο είναι πόσο βαθιά αποκαλύπτεται η εμμονή, πόσο καλά ψυχογραφείται ο ήρωας, πόσο περνάει η όλη ατμόσφαιρα στον αναγνώστη. Η επιφύλαξή-μου έγκειται στο γεγονός ότι εντέλει (κλείνοντας το βιβλίο) δεν μένω με την αίσθηση ότι μπήκα στο πετσί του ρόλου, ότι ένιωσα την τραγικότητα ή την κωμικότητά-του, ότι βίωσα κι εγώ την αγωνία ή τον προβληματισμό-του. Μόνο όταν ήλθε το διαζύγιο, είδα αλλιώς τους ρόλους του θύματος και του θύτη.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, June 07, 2010

Νες καφέ Μόντε Νέγκρο: “Εύα” της Έρσης Σωτηροπούλου

Χρόνος ιστορίας: μία νύχτα, η παραμονή των Χριστουγέννων. Ηρωίδα: η Εύα. Τόπος: η πόλη τη νύχτα.

“Εύα”
εκδόσεις Πατάκη
2009

         Μετά το τέλος ενός ρεβεγιόν σε κλαμπ, η Εύα περιπλανάται στην αρχή περνώντας από την τουαλέτα κι έπειτα περιφερόμενη στους σκοτεινούς δρόμους, όπου συναντά διάφορους ανθρώπους που αποκαλύπτουν το κρυμμένο πρόσωπο της πόλης αλλά και το κρυμμένο πρόσωπο της ζωής. Ο σύντροφός-της που άφησε στο κλαμπ, ένα απρόσμενο φιλί πριν φύγει από έναν γοητευτικό άνδρα, η συνάντηση με μια πόρνη, έναν κλέφτη, έναν βουλευτή κ.λπ. αποτελούν τον περίγυρο που καθορίζουν τη ζωή-της για μια νύχτα αλλά και την ψυχή-της  από τούδε και στο εξής.
            Η ιστορία αυτή καθεαυτή είναι μια αλυσίδα συναντήσεων, σχετικά …άσχετων μεταξύ-τους. Συνεπώς, ούτε η ίδια η συγγραφέας δεν ήθελε να δώσει βάρος σ’ αυτήν και γι’ αυτόν τον λόγο το έργο πρέπει να κριθεί με άλλους όρους. Αφενός οφείλουμε να σκεφτούμε αν η ίδια η ηρωίδα περνά μέσα από αυτή τη διαδικασία κερδίζοντας κάτι, αποκτώντας αυτογνωσία, αναθεωρώντας τη ζωή-της ή αναλογιζόμενη τις αποφάσεις-της και αφετέρου αν ο αναγνώστης εισπράττει αυτήν τη διπλή περιπλάνηση (όπως την ονομάζει η Κοτζιά, 17/1/2010) ως μια μύηση, μια διαδικασία ταύτισης, μια πορεία που μπορεί να γίνει και δική-του (αναφέρομαι πιο πολύ λογοτεχνικά και όχι τόσο ψυχολογικά).
        Η κριτική (δεν) απάντησε σ’ αυτά τα δύο ερωτήματα. Το βιβλίο –πιστεύω- ότι περνάει με τα γνωστά ίχνη της συγγραφέως να προσπαθούν να μπουν στην ψυχή του αναγνώστη, αλλά κατ’ ουσία είναι ένα βιβλίο που ξεχνιέται γρήγορα. Βουλιάζουμε σε μια στάσιμη ψυχοσύνθεση, μια θολή ατμόσφαιρα ομφαλοσκόπησης. Αν υπάρχουν φωνές που τους άρεσε το βιβλίο, πώς κατάφεραν και βγήκαν από το ρευστό-του τοπίο; Κι πώς θα αγγίξει αυτό το μυθιστόρημα το κοινό, όταν φλυαρεί ασύστολα με το άλλοθι της ενδοσκόπησης, όταν η ηρωίδα περιφέρει τη μοναξιά-της στον τραγικό της κόσμο, αλλά χωρίς συγκρούσεις και δίπολα αντιθέσεων;
        Το βιβλίο συζητήθηκε πολύ και κέρδισε σχετικά καλές κριτικές, αλλά ταυτόχρονα δεν προωθήθηκε λ.χ. στη βραχεία λίστα των βραβείων του περιοδικού «διαβάζω». Η Σωτηροπούλου έχει πολλούς φίλους από τον καιρό του “Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές”, αλλά παράλληλα δεν έχει καθιερωθεί σαν μια ισχυρή και διαχρονική ελληνική πέννα. Είναι μια αμφίθυμη πρόσληψη που δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει. Εγώ πάντως τάσσομαι υπέρ αυτών που αμφισβητούν τη βαθύτητα της γραφής-της.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, June 01, 2010

Κρέπα με σουτζούκι και χαλούμι Κύπρου: Βασίλης ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

Το παρόν υπάρχει, κατά τον Γκουρογιάννη, ως μια πραγματικότητα σμιλεμένη από τις αναμνήσεις και τα ιστορικά βιώματα, τα οποία στιγματίζουν την τύχη των ηρώων. Στα πεζά-του κείμενα προσπαθεί να υποβάλλει την έννοια της δικαιοσύνης ώστε να αποκατασταθούν χαμένες αλήθειες που ακόμα δεν έχουν ανακαλυφθεί. Στα κείμενα-του, λοιπόν, διαπιστώνεται μια αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τις σκοτεινές πλευρές της ζωής. Είτε με αναπόληση είτε με σάτιρα, είτε με αδρές είτε με λεπτομερείς γραμμές σκιαγραφούνται καταστάσεις που ξεκινούν από το καθημερινό και το ιδιωτικό αλλά κατά βάθος αφορούν στο ευρύτερα εθνικό. Ο αναγνώστης μένει με μια αίσθηση υπαινικτικής αποκάλυψης, αν και η γεώτρηση της ανάγνωσης συχνά δεν προχωράει σε βάθος.
          Ο Βασίλης Γκουρογιάννης γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Γρανίτσα Ιωαννίνων. Φοίτησε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, ενώ από το 1977 ασκεί δικηγορία στην Αθήνα. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1985 με την ποιητική συλλογή “Από φωτογραφία βουνού” και το 1987 κυκλοφόρησε την ποιητική σύνθεση “Σχόλια σε ποίηση”, ενώ στη συνέχεια τον κέρδισε η πεζογραφία με συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα. Το μυθιστόρημα “Ο θίασος των Αθηναίων”, το οποίο μεταφράστηκε στα ιταλικά.

Εργογραφία που έχει ληφθεί από τη www.biblionet.gr:
- “Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή” (Μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2009.
- “Από την άλλη γωνία” (Διηγήματα), Μεταίχμιο, 2006.
- “Βέβηλη πτήση” (Μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2003.
- “Ο θίασος των Αθηναίων” (Μυθιστόρημα), Καστανιώτη, 1999.
- “Μήδεια” (θεατρικό), Καστανιώτη, 1995.
- “Το ασημόχορτο ανθίζει” (Μυθιστόρημα), Καστανιώτη, 1992.
- “Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων” (Αφηγήματα), Καστανιώτη, 1990.
- “Σχόλια σε ποίηση”, Δωδώνη, 1987.
- “Από φωτογραφία βουνού”, Το Δέντρο, 1985.

Βασικά χαρακτηριστικά της γκουρογιάννειας γραφής και θεματικής είναι:
- τα πρώτα-του έργα εκ ποίησης ορμώμενα προσπαθούν να συγκεράσουν ποίηση και πεζογραφία σε μια ενδιάμεση γραφή ώσμωσης και ταλάντευσης ανάμεσα στα είδη.
- Το ύφος του συγγραφέα στα (τελευταία) πεζά-του είναι λιτό και απλό. Δεν φαίνεται να πολυδουλεύει τον λόγο-του, ο οποίος –παρά τις επιμέρους ασταθείς διατυπώσεις- δεν ξενίζει ούτε θετικά ούτε αρνητικά.
- Ενασχόληση με θέματα της ιστορίας του άμεσου παρελθόντος φλερτάροντας με την ιστορία και το ξαναγράψιμό-της. Και δεν είναι μόνο το “Κόκκινο στην πράσινη γραμμή” αλλά και “Το ασημόχορτο ανθίζει” (1992) που άπτεται χριστιανομουσουλμανικών αντιδικιών στη Θεσπρωτία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
- Έμφαση στη γενέτειρα Ήπειρο με θέματα που άπτονται της λαϊκής παράδοσης, διυλισμένα από το βλέμμα ενός πεπαιδευμένου.
- Γενικότερα είναι εμφανής η τάση του Γκουρογιάννη να ξαναδεί τα εθνικά σύμβολα και να πραγματευθεί το ιστορικό γίγνεσθαι και τα ιδεολογήματά του. Έτσι, στη “Βέβηλη πτήση” (2003) πλάθει ένα σενάριο μερικής καταστροφής του Παρθενώνα με τις συνεπακόλουθες εξελίξεις. Ο ελληνικός, ο κυπριακός και ο βαλκανικός βίος τίθενται σε μια επαναξιολόγηση θέτοντας τη λογοτεχνία ως λυδία λίθο σε πολιτικές και εθνικές βεβαιότητες. Το στίγμα του, όπως το αφήνει σχεδόν παντού, είναι η απόπειρα να αποδεσμευτεί από εθνικά ιδεολογήματα και να προβάλει ως ελληνόφωνος συνήγορος της άλλης πλευράς τα δίκαια όλων όσοι υφίστανται τον ζυγό της εκ προοιμίου ελληνικής ανωτερότητας.

Μια γνώμη για το τελευταίο βιβλίο-του «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή»:
         Μερικά θέματα ταμπού δεν αγγίζονται από τους έλληνες συγγραφείς, γιατί πιστεύουν ότι οι αναγνώστες, πολιτικά κρίνοντας, θα αντιταχθούν στην αξία του βιβλίου-τους από προκατάληψη. Τα τελευταία όμως χρόνια που επανέρχεται η πολιτική λογοτεχνία, τόσο με τα θέματα λ.χ. του Εμφυλίου όσο και με άλλα μέχρι πρότινος απλησίαστα ζητήματα της τελευταίας εξηκονταετίας, οι λογοτέχνες τολμούν να εκτίθενται.
         Έτσι εκτέθηκε και ο Βασίλης Γκουρογιάννης με ένα θέμα που αφορά στην Κύπρο και μάλιστα στις ταραγμένες μέρες του Ιουλίου-Αυγούστου του 1974. Και λέμε εκτέθηκε γιατί βρέθηκαν πολλοί (εμπλεκόμενοι με τα γεγονότα και μη) που ξιφούλκησαν εθνικιστικά, όχι για τη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος, αλλά για το πόσο τιμητικό στάθηκε για τους αγωνιστές της εποχής, πόσο σεβάστηκε την «ιστορική αλήθεια», πόσο εθνικά σωστό κρίνεται από τον έλληνα αναγνώστη του 2009.
         Ένας σύλλογος ελδυκαρίων αγωνιστών του 1974 οργανώνουν (με προεξάρχοντα τον δικηγόρο πρόεδρό-τους) ένα συνέδριο στη Λευκωσία, όπου επιδιώκουν να καταθέσουν τις προσωπικές-τους εμπειρίες από τον πόλεμο ενώπιον των υπολοίπων συναγωνιστών-τους αλλά και ενός ιστορικού ο οποίος καταγράφει μαρτυρίες στην προσπάθειά-του να μελετήσει τα κρίσιμα γεγονότα της ελληνοκυπριακής άμυνας. Όλοι φαίνονται να κουβαλάνε την τρέλα-τους και τα ψυχοσωματικά-τους συμπτώματα, αποτέλεσμα των βιωμάτων-τους τα οποία τους άφησαν κουσούρια -φυσικά δεν εννοούμε τα σωματικά τραύματα αλλά τις ψυχολογικές πληγές που τους κατατρύχουν ακόμα.
         Η επιτροπή του περιοδικού "διαβάζω" το βράβευσε, αν ερμηνεύω σωστά τις προθέσεις-της, γιατί είδε σ' αυτό τη θεματική τόλμη και τη συγκινησιακή αναφηλάφιση ενός θέματος που καίει.
        Η πορεία της αφήγησης, παρά τις αναδρομές και το πηγαινέλα μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, κρίνεται μονοεπίπεδη: πάνω σε μια γραμμή που καθορίζεται από τις ομιλίες του συνεδρίου διακλαδίζονται ιστορίες και ένθετα ντοκουμέντα και αφηγήματα που δεν επιφυλάσσουν ανατροπές ή καμπές. Απόδειξη αποτελεί λ.χ. το κεφάλαιο με την κύπρια κοπέλα, την οποία ο δικηγόρος είχε γνωρίσει τότε, και τώρα θα ήθελα να την ξαναδεί: το κεφάλαιο αυτό μπήκε απρόσμενα στην 300ή περίπου σελίδα, χωρίς να έχει προοικονομηθεί από πριν. Το μόνο σημείο αφηγηματικού ενδιαφέροντος είναι η μυστηριώδης παρουσία του προέδρου στον τότε πόλεμο, του οποίου η αγωνιστικότητα αμφισβητείται, ενώ κι ο ίδιος δεν τολμά να βγάλει τα εσώψυχά-του και να δώσει πειστικές απαντήσεις. Η αποκάλυψη του μυστικού-του κρίνεται εντέλει πετυχημένη.
      Πέραν τούτων, υπάρχουν σημεία που έχουν αξία χάρη στον προβληματισμό που προκαλούν και την αναμόχλευση πληγών που ενώ πυορροούσαν δεν είχαν ως τώρα ξαναξυστεί. Και υπάρχει και η συνάντηση των ελλαδιτών βετεράνων με τούρκους ομολόγους τους στα Κατεχόμενα, σκηνή που εκπέμπει συγκίνηση και έντονη δραματικότητα, αν και προσπερνιέται κι αυτή χωρίς ένταση και έκταση ικανή να δημιουργήσει κορύφωση. Ίσως πρόκειται για τον πυρήνα του έργου που μετατρέπει το ιστορικό θέμα σε διεθνική τραγωδία, εστιασμένη, όπως και όλο το βιβλίο, στον ατομικό πόνο, ο οποίος βέβαια συμπυκνώνει τον εθνικό καημό.
        Τελικά, το συνολικό αποτέλεσμα δεν με ικανοποίησε. Αφενός ως προς την πλοκή και τον τρόπο δόμησης του υλικού, όπως προείπα, το μυθιστόρημα κρίνεται απλό και μονοκόμματο. Όταν κατάλαβα (κι αυτό έγινε νωρίς) πώς εξελίσσεται η ροή της ιστορίας, έπαψα να νιώθω έντονο ενδιαφέρον για την εξέλιξη. Από την άλλη, ιδεολογικά το έργο είναι αναμενόμενο, για να μην πω (πλέον) συντηρητικό. Οι απόψεις των αγωνιστών είναι ότι ο πόλεμος ήταν λιγότερο ηρωικός απ’ όσο φαντάζεται κανείς, όλοι (Έλληνες και Τούρκοι) είχαν διαπράξει έκτροπα, πολλοί στρατιώτες βρέθηκαν στην Κύπρο αλλά δεν πολέμησαν ουσιαστικά τον εχθρό, άλλοι ζουν ακόμα με τους εφιάλτες και τις τύψεις-τους… Αν εξαιρέσει κανείς την τελευταία περίπτωση, τα άλλα τα φανταζόμουν ως δεδομένα που δεν τα πρωτοαναδεικνύει ο Γκουρογιάννης, ούτε προβάλλει τις ιδιαίτερες πτυχές-τους. Στην ουσία ο συγγραφέας κάνει μια τοιχογραφία των ελλαδιτών κατά βάση αυτοπτών μαρτύρων, χωρίς να δίνει μεγαλύτερη εμβέλεια σε ένα καυτό θέμα.

        Πάνω που είχα προγραμματίσει την παραπάνω ανάρτηση, οι Ισραηλινοί έκαναν επίκαιρο το θέμα με μια άλλη, ανάλογη όμως, επίδειξη δύναμης, επιβολής και θηριωδίας. Με αδίστακτη δράση, με τη σκληρή των όπλων γλώσσα αποδεικνύουν ότι τα θέματα που απασχολούν ένα λαό είναι ίδια με πολλών άλλων και πως η βία και ο πόλεμος είναι η απάνθρωπη δύναμη που καταστρατηγεί πολιτισμούς. Είμαι πολύ θυμωμένος με τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος επαναλαμβάνει την ιστορία-του…
Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος