Οι Κύπριοι είναι σαν τους Ελλαδίτες και σαν τους Γερμανούς. Οι Ελλαδίτες τολμούν τα τελευταία χρόνια να βάλουν τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων και να ψαύσουν τα τραύματα του Εμφυλίου και της Δικτατορίας, οι Γερμανοί να ξαναπιάσουν την καυτή πατάτα του χιτλερικού-τους παρελθόντος και οι Κύπριοι να ανοίξουν λογοτεχνικά το θέμα του Κυπριακού, από τη δεκαετία του ’50 και τον αγώνα κατά των Άγγλων μέχρι το κομβικό 1974. Ψαρεύω ενδεικτικά από την τελευταία διετία: “Θρυμματισμένο γυαλί” του Νίνου Φένεκ Μικελίδη (2010), “Αναφορά στον Νικόλαο Θησέα” της Αγγελικής Σμυρλή (2009), “Ρέκβιεμ για τους απόντες” του Κυριάκου Μαργαρίτη (2009).
Κυπριακός καφές:
Άντης Ροδίτης
“Δέκα χιλιάδες μέλισσες”
εκδόσεις Αρμός
2010
Ο Ροδίτης, σε αντίθεση με τον νεαρό Μαργαρίτη, ανήκει σε παλιότερη γενιά, καθώς γεννήθηκε το 1946, και βλέπει τα πράγματα με τη θέληση να πλησιάσει το παρελθόν και όχι να το ξεχάσει. Το “μυθιστόρημα αληθινών γεγονότων”, όπως το υποτιτλίζει, αναφέρεται στα χρόνια του Μακαρίου και με αναδίφηση αρχείων και μαρτυριών επιχειρεί να απομυθοποιήσει τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και να τον καταδείξει ως βασικό υπαίτιο της στρεβλής πορείας που πήραν τα γεγονότα μέχρι το 1974 αλλά και εξής. Ο τίτλος παραπέμπει στο ποίημα του Π. Μηχανικού “Ονήσιλος” (1975) του οποίου οι στίχοι είναι εύγλωττοι για την αδυναμία των ανθρώπων να αφυπνιστούν μπροστά στις εθνικές συμφορές:
«Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές-του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε πάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτε να νιώσουμε.»
Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να δούμε είναι το γραμματολογικό είδος στο οποίο ανήκει το έργο, ώστε το διαβάσουμε με την ανάλογη ετοιμότητα. Κάποιος θα μπορούσε να το δει ως ένα είδος αρνητικής (μυθιστορηματικής) βιογραφίας του Εθνάρχη Μακαρίου, που ξεκινά ωστόσο από την εξορία του το 1955 στις Σεϋχέλλες. Ανάλογη εικασία θα το ήθελε ιστορικό μυθιστόρημα, έργο δηλαδή που προσεγγίζει την (πρόσφατη) ιστορία της Κύπρου για να ξαναδεί τις πηγές των τωρινών προβλημάτων. Γνώμη-μου ωστόσο είναι ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα non-fiction, επειδή η λογοτεχνικότητα της γραφής δεν περιορίζει τη μαρτυρία ντοκουμέντων, γραμμένο με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε να πιστεύει ο αναγνώστης πως πρόκειται για ιστορικό κείμενο (με τις πηγές και τις παραπομπές-του, με την ιστορική αποτύπωση και τον “αντικειμενικό”-του λόγο). Non-fiction ονομάζεται η λογοτεχνία που παρουσιάζει όσα αφηγείται ως γεγονότα, με την ιστοριογραφική ακρίβεια και την όποια αντικειμενικότητα, με τις μεθόδους των ντοκουμέντων και της αυθεντικότητας των πηγών. Ο ίδιος ο υπότιτλος “μυθιστόρημα αληθινών γεγονότων” παραπέμπει σε μια τέτοια υβριδική κατάσταση.
Δύο πράγματα κάνουν το βιβλίο αξιανάγνωστο και γενικά εύκολα αναγνώσιμο, αν και δεν είναι καθόλου ρηχό. Από τη μία, η παλαιική γλώσσα, που εκπέμπει ζεστασιά και τη γοητεία της παλιάς αφήγησης, εμπλουτισμένη με κεφάλαια της κυπριακής διαλέκτου. Όσοι ασχολήθηκαν με το έργο εξήραν αυτήν τη γλωσσική-του δύναμη. Από την άλλη, η αφηγηματική εναλλαγή των χρονικών επιπέδων, που θυμίζει Ηρόδοτο, καθώς ο Ροδίτης εμβάλλει συχνά παρένθετες ιστορίες που δίνουν βάθος στην ιστορία, αλλά και δεν αφήνουν το μυαλό να βαλτώσει. Η αναγνώστρια (
http://anagnostria.blogspot.com/2010/07/blog-post_10.html ) εύλογα απορεί γιατί παρεμβάλλονται κεφάλαια για τον
Πρέμπε: η απάντηση εξάγεται αν εντάξει κανείς το βιβλίο στη μετααποικιακή λογοτεχνία, αφού ο Ροδίτης μελετά την εποχή και την αντίδραση εν προκειμένω του κυπριακού λαού και του ηγέτη-του του Μακάριου απέναντι στην αποικιοκρατική στάση της Αγγλίας, όπως αντίστοιχα είχε συμβεί και με τον Αφρικανό ηγεμόνα των Ασάντι Πρέμπε.
Και τώρα ερχόμαστε στην ιδεολογική βάση του βιβλίου, το οποίο είναι δηλωμένα αντιμακαρικό, αφού κατηγορεί τον Αρχιεπίσκοπο για φιλόδοξο, μεγαλομανή, φίλαρχο, αλαζονικό, γυναικά, κακό διαπραγματευτή, ειδικά αφού εξαιτίας-του, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, η Κύπρος οδηγήθηκε στην Ανεξαρτησία και όχι στην Ένωση με την Ελλάδα, γεγονός που επέφερε τις γνωστές αρνητικές συνέπειες του ’74, κ.ο.κ.. Όλα τα γεγονότα συγκλίνουν προς αυτόν τον άξονα, στοιχείο που δηλώνεται ξεκάθαρα με όλα όσα ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει ως ντοκουμέντα.
Αν θελήσει, λοιπόν, κανείς να κρίνει το έργο σαν ιστορικό κείμενο, θα πρέπει να διαθέτει γνώσεις της κυπριακής ιστορίας, να αντιπαραβάλλει την αλήθεια της άλλης πλευράς, να διασταυρώσει πηγές, ώστε να ελέγξει την αλήθεια των λόγων του Ροδίτη, όπως προέκυψε από όγκο εγγράφων και βιβλίων που μελέτησε. Οι ειδικοί μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη-τους για τη μεθοδολογία του συγγραφέα και για την ιστορική συνέπεια όσων λέει. Εγώ δυστυχώς δεν έχω τέτοια σκευή και επομένως δεν μπορώ να κρίνω. Θα ήθελα ωστόσο, για να μπορεί να πειστεί ο όποιος δύσπιστος, να υπάρχουν παντού παραπομπές και να μην αφήνονται φήμες να διαμορφώνουν την ιστορία, όπως στη σελ. 96 όπου αναφέρεται πως στη βαλίτσα του Μακάριου βρέθηκαν γυναικείες κάλτσες…
Αν θελήσει κανείς τώρα να ακολουθήσει την πρόθεση του συγγραφέα και να το δει ως λογοτεχνία η θεωρία της λογοτεχνίας θα είναι χρήσιμος βοηθός. Ενώ πλέον προκρίνονται πολυφωνικά βιβλία, έργα που αφήνουν τον αναγνώστη να συνδιαλεχτεί με το κείμενο και να καταλήξει μόνος-του σε μία από τις ποικίλες αλήθειες του λογοτεχνικού σύμπαντος (τονίζω: του λογοτεχνικού χώρου μέσα στο βιβλίο), ο Ροδίτης επιβάλλει τη δική-του και μόνο οπτική. Ενώ ένα λογοτεχνικό έργο κρίνεται με βάση το μυθοπλαστικό πλαίσιο που δημιουργεί, ο Ροδίτης δεν ενδιαφέρεται για την κατασκευή (με την έννοια της «αναγωγής» σε μια ad hoc πραγματικότητα που θα εξασφαλίσει αυτονομία), αλλά εμμένει στην ιστορική αλήθεια, η οποία ωστόσο εμφανίζεται μονόπλευρη και χειραγωγητική [Το ίδιο θα έλεγα και αν εγκωμίαζε τον Μακάριο και προέβαλε μια εξιδανικευμένη εικόνα της προσωπικότητάς του]. Ο αναγνώστης συνεπώς διαβάζει ένα “μυθιστόρημα με θέση”, κάτι που στη λογοτεχνία παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές όξυνσης και χαρακωμάτων, ενώ τώρα, όπως προείπα, η τάση δεν είναι να γράφονται μονολιθικά έργα αλλά πολυφωνικά, ανοικτά στην εκτίμηση του αναγνώστη μέσα από ποικίλες αλήθειες.
Ίσως ο Ροδίτης, επειδή ήθελε να προβάλει τις θέσεις-του και τον καημό-του για την τύχη της Μεγαλονήσου, δεν θα έπρεπε να προκρίνει τη φόρμα του μυθιστορήματος, όπου η αλήθεια είναι σχετική και η ιστορική πλέον ακρίβεια δεν πείθει τον αναγνώστη.
Ευχαριστώ, ούτως ή άλλως, θερμά τον Άντη Ροδίτη, ο οποίος, παρόλο που δεν με ξέρει, μου έστειλε το βιβλίο-του κι έτσι βουτηγμένος σε έναν μεστό ποιότητας λόγο κατάφερα να γνωρίσω την εποχή, την Κύπρο και τη μία τουλάχιστον άποψη για τον Μακάριο.
Πατριάρχης Φώτιος