Friday, October 29, 2010

“Το χιόνι του καλοκαιριού” του Νίκου Μάντη

Αν το όνομα «Νίκος Μάντης» δεν σας λέει κάτι, τότε χάσατε μια συλλογή διηγημάτων με το όνομα «Ψευδώνυμο» (2006), η οποία αφήνει καλές εντυπώσεις, ειδικά σε μερικά-της διηγήματα. Κι όσο κι αν η συγγραφική πνοή του νεαρού συγγραφέα σταδιακά ξεφούσκωνε, το πρώτο-του αυτό έργο άφηνε υποσχέσεις. Βλέπε και την ανάρτηση της 20ης Ιανουαρίου 2007.

Φραπέ με βότκα:
Νίκος Μάντης
“Το χιόνι του καλοκαιριού”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

        Τώρα τι προέκυψε με το δεύτερο βιβλίο-του και πρώτο μυθιστόρημά-του; Πόσο κατάφερε να φτάσει ή και να ξεπεράσει το πρώτο-του έργο; Και κυρίως τι οιωνούς αφήνει για το μέλλον;
        Ο αφηγητής γνωρίζει τον κόσμο, καταρχάς το στενό-του περιβάλλον στη βόρεια Πελοπόννησο όπου ζει, και σιγά σιγά την ευρύτερη πραγματικότητα. Και το βλέμμα-του ακολουθεί αυτή ακριβώς την πορεία, αφού πρόκειται για τον οκτάχρονο Λεωνίδα, ο οποίος το καλοκαίρι του 1983 βιώνει μια επανασύνδεση που δεν ήταν όπως την περίμενε. Η μητέρα-του, που τους είχε εγκαταλείψει για ένα χρόνο, επιστρέφει στο σπίτι όπου ζει αυτός, ο πατέρας-του και η νόνα-του, αλλά ο μικρός έχει την έντονη αίσθηση ότι δεν είναι η πραγματική-του μητέρα. Η γνωριμία-του με ένα κοριτσάκι, τη Μαρισόλ, θα τον οδηγήσει σε έναν Σοβιετικό κατάσκοπο (;), ο οποίος θα απαγάγει τα δύο παιδιά σε αναζήτηση της πραγματικής μητέρας του Λεωνίδα. Παρένθετες ημερολογιακές καταγραφές της ίδιας της μητέρας μάς πληροφορούν ότι αυτή ήταν Γεωργιανή, παντρεμένη με τον Βίκτορ (τον Σοβιετικό), αλλά το έσκασε με τον πατέρα του Λεωνίδα.
       Η περίληψη της ιστορίας, δεν ξέρω καθόλου, αν προσελκύει την προσοχή του αναγνώστη ή αν φαντάζει κοινή και τεχνητά εξωτική.
       Το μυθιστόρημα ξεκινάει αργά και νωχελικά, καθώς ο μικρόκοσμος του Λεωνίδα δεν προκαλεί δράση. Μετά τη μέση η εμφάνιση του Βίκτορ επιχειρεί να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα και να σπιντάρει τον ρυθμό. Το μυστήριο της χαμένης μητέρας είναι πολύ ρηχό όμως για να κρατήσει το ενδιαφέρον κι αυτό κάνει το όλο εγχείρημα ανούσιο και άβαθο. Ο Μάντης ξέρει να γράφει χωρίς να στραμπουλίζει τη γλώσσα, ξέρει να πλάθει σκηνές και να μεταφέρει την αύρα της δεκαετίας του ’80 στον αναγνώστη… Από εκεί και πέρα, τα υλικά-του βρέθηκαν σε μια μεγάλη κατσαρόλα, μέσα στην οποία δεν μπόρεσαν να δέσουν σε μια εύγευστη συνταγή.
          Το μυθιστόρημα απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και σοφά επιλεγμένες κορυφώσεις, που δεν βρίσκουμε. Το μυθιστόρημα θέλει μέσα από το ειδικό να φαίνεται το γενικό και το ανάποδο, ζητά στιβαρή υπόθεση και αν είναι δυνατόν μια πλημμύρα ιδεών που να απορρέουν από τους χαρακτήρες ή τα γεγονότα. Ο Μάντης πρέπει να ξαναβρεί τη δύναμη να χρησιμοποιήσει τις τεχνικές των καλών διηγημάτων-του και να τις γαλβανίσει με τη δυναμική του μυθιστορήματος, αν θέλει να σηκώσει το όνομά-του ψηλότερα.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, October 26, 2010

“Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα” του Γιασμίνα Χάντρα

Ένας αξιωματικός του αλγερινού στρατού που γράφει στα γαλλικά με γυναικείο ψευδώνυμο: μια από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας, όπου το ψευδώνυμο πρόσωπο κρύβει μια μεγάλη πένα. Όταν μου ζήτησαν από το περιοδικό FAQ να γράψω ένα μικρό σημείωμα για όποιο βιβλίο μου άρεσε, η επιλογή του αλγερινού λογοτέχνη προέκυψε βέβαια από τα αναγνώσματα των τελευταίων ημερών, αλλά ανταποκρίνεται και στην ανάγκη να μιλήσω για αυτόν τον σημαντικό γαλλόφωνο συγγραφέα.

Γαλλικός με λικέρ σοκολάτα:
Yasmina Khandra
2008
Γιασμίνα Χάντρα
“Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα”
μετ. Γ. Στρίγκος
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

Ιδού η σύντομη βιβλιοπαρουσίαση (FAQ, 7-13 Οκτωβρίου 2010, σελ. 36):
Με φόντο τη γαλλοκρατούμενη Αλγερία ο μικρός Γιουνές μεγαλώνει ξεκινώντας από τη φτωχή ζωή σε μια παραγκούπολη του Οράν ώς την ενήλικη ζωή του ως φαρμακοποιού στο Ρίο Σαλάδο. Στην ουσία, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μαθητείας, στο οποίο ο Χάντρα καταφέρνει να δώσει τη σκληρή ζωή των Αράβων της πατρίδας του και τον αγώνα τους τόσο για προσωπική επιβίωση σε άθλιες συνθήκες όσο και την εθνική υπόθεση της ανεξαρτησίας (1) (2). Γεγονός καθοριστικό στάθηκε η αγάπη του Γιουνές για την όμορφη Εμιλί, την οποία όμως αναγκάστηκε να αρνηθεί, με αποτέλεσμα η πορεία που ακολούθησαν να τους γεμίσει με δυστυχία (3). Ο πρωταγωνιστής ζει την τραγικότητα των αντιφατικών πλευρών που τον συνιστούν, από τη μία Άραβας κι από την άλλη γαλλοτραφής, από τη μια φτωχός και ξαφνικά πλούσιος στο σπίτι του θείου του, από τη μία ερωτευμένος κι από την άλλη δέσμιος της υπόσχεσής του να απαρνηθεί τον έρωτά του, από τη μια φιλήσυχος κι από την άλλη εκών άκων βοηθός στην απελευθέρωση της χώρας του (4). Οι καμπές της προσωπικής και εθνικής ιστορίας ρίχνουν αλάτι σε καθεμιά από αυτές τις πληγές, σε ένα μυθιστόρημα που με λελογισμένο ρυθμό κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε κάθε του φάση (5).

Και τώρα μια πιο αναλυτική ματιά σε όσα έγραψα και μερικές επεξηγήσεις:
1.       Καταρχάς, η άγνωστη Αλγερία, γνωστή ίσως από τη λεγεώνα των ξένων των Γάλλων συγγραφέων, αποτυπώνεται με τη συνταρακτική έναρξη του μυθιστορήματος. Η σκληρή ζωή στα χωράφια, η φτωχή οικογένεια που αγκομαχά πάνω από τα σιτηρά-της, η καταστροφή και έπειτα η παραγκούπολη του Ζενάν Ζατό, όπου αναδεικνύεται όλη η εξαθλίωση ανθρώπων που δουλεύουν για μια μπουκιά ψωμί και συχνά πέφτουν θύματα εξαπάτησης ή ληστείας.
2.       Η μορφή του πατέρα ήταν έκδηλα αποκαλυπτική. Ομολογώ πως μου θύμιζε τον πατέρα-μου, ή καλύτερα την ηθική τέτοιων ανθρώπων που έχουν πάνω απ’ όλα την τιμή-τους, που δαγκώνουν το κόκκαλο και αγωνίζονται, που δεν καταδέχονται να υποχρεωθούν ούτε στο ελάχιστο, που βάζουν τη δουλειά-τους θεμέλιο του είναι-τους και γι’ αυτό, αν δεν τα καταφέρουν, τρελαίνονται.
3.       Παρόλο που αυτό το δεύτερο μέρος ξεκινά με μια κοινότοπη σκηνή (ο μικρός που ξεπαρθενεύεται από μια ώριμη, την κα. Καζενάβ), η συνέχεια απομακρύνεται από τέτοιες ευκολίες. Ο κρυφός έρωτας για την Εμιλί, η οποία διεκδικείται από όλους τους φίλους της τετραμελούς παρέας, οδηγεί τα πέντε άτομα, αλλά και πολλά άλλα, σε περίπλοκες συναισθηματικές καταστάσεις και σε ορατές και αόρατες συγκρούσεις. Η αιτία είναι ότι η Εμιλί είναι κόρη της κας Καζενάβ κι ο μικρός Γιουνές δεσμεύεται με όρκο απόστασης από τη μικρή αγαπημένη-του.
4.       Οι ποικίλες ανατροπές, οι καμπές της ιστορίας, οι εναλλαγές στην ψυχολογία στηρίζονται στα συγκρουσιακά διλήμματα του πρωταγωνιστή και κυρίως στους διπλούς ρόλους που καλείται να παίξει. Γεννημένος Άραβας μεγαλώνει σαν Γάλλος, κάτι που θα αναδυθεί ως πρόβλημα κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, όταν και θα κληθεί να βοηθήσει. Με παιδικά χρόνια στη φτώχια και στην εξαθλίωση ζει πλουσιοπάροχα στο σπίτι του θείου-του, αλλά ποτέ δεν ξεχνά το περιβάλλον απ’ το οποίο προήλθε. Βαθιά ερωτευμένος και γνώστης ότι η ευτυχία-του αλλά και η ευτυχία της Εμιλί είναι να ζουν μαζί, παλεύει και καταφέρνει να μην εμπλακεί σε δεσμό μαζί-της, συγκρατημένος από μια μύχια αίσθηση τιμής.
5.       Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας περιγράφεται πότε πότε, άλλοτε ως απόηχος κι άλλοτε ως βασικό σκηνικό, αλλά πάντα δίνει την εντύπωση ότι είναι απλώς το φόντο μιας εσωτερικής διαπάλης.

Το συνταρακτικό ιστορικό μιας διχασμένης ζωής δεν είναι μόνο αυτό που κρατάει ζωντανό τον αναγνώστη. Είναι και η ίδια η γραφή του Χάντρα, ζεστή και καίρια, ακριβής και ποιητική, παραστατική και ακμαία σε κάθε-της σημείο. Ξέρεις από την πρώτη σελίδα ότι έχεις να κάνεις με έναν δουλεμένο τεχνίτη της γλώσσας που δεν διεκπεραιώνει απλώς την ιστορία-του αλλά δημιουργεί ατμόσφαιρα και μέσω του λόγου-του.
Ευχαριστώ την κα. Βασιλική Γεωργά, υπεύθυνη της στήλης για το βιβλίο, που είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει το βήμα στο FAQ για μια σύντομη βιβλιοπαρουσίαση.

* Οι δύο πίνακες που παρατίθενται είναι του Pierre August Renoir.

Λογοτεχνία, πολιτική και βραβεία
Μπαίνω στον πειρασμό να βάλω έναν δεσμό προς το άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή της Κυριακής (24.10.2010), που αναφέρεται στα πολιτικά κριτήρια του Νόμπελ αλλά και κάθε επιλογής στη λογοτεχνία (http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_24/10/2010_1293045 ).
Το διάβασα με απληστία, γιατί πιστεύω ότι με εκφράζει απόλυτα, ειδικά το σκεπτικό που αναφέρεται σε επιλογές βραβευθησομένων όχι τόσο με καθαρά αισθητικά κριτήρια όσο με πολιτικοκοινωνικά. Είναι γνωστό κάτι τέτοιο ως προς την Ακαδημία της Σουηδίας, είναι γνωστό ότι πολλά βραβεία στην Ελλάδα είχαν πολιτική (με την ευρεία ή τη στενότερη έννοια) κατεύθυνση, είναι γόνιμος ο προβληματισμός των αναγνωστών της Καθημερινής, όπως διατυπώθηκε κάτω από το άρθρο του Μπουκάλα στη διαδικτυακή-της ιστοσελίδα. Δυστυχώς, οι προσωπικές προτιμήσεις και η κοσμοθεωρία του καθενός επηρεάζει τις εκτιμήσεις-του, αλλά, αν δεν γίνεται σκόπιμα, απλώς ανήκει στην υποκειμενικότητα που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Αν όμως γίνεται σκόπιμα, τότε έχουν φανατισμό και κοινωνικό αποκλεισμό…
Λέτε παρεμπιπτόντως ο Χάντρα να φτάσει ποτέ ως το Νόμπελ;
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, October 23, 2010

Χυμός μπανάνα και μήλο: Λογοτεχνία και θρησκεία2

Η αρχή έγινε πριν από είκοσι-τριάντα περίπου χρόνια, στο εξωτερικό φυσικά, όπου κυκλοφόρησαν πολλά (επιστημονικά) βιβλία με θέμα τη σχέση θρησκείας και επιστήμης. Η φουρνιά αυτή βιολόγων, αστρονόμων, φυσικών, θεολόγων κ.ο.κ. ήρθε και στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2000 και μετέφερε τον προβληματισμό γύρω από τη συμβατότητα ή μη των χριστιανικών απόψεων με τις επιστημονικές θεωρίες. Σε θέματα λ.χ. περί της ύπαρξης του Θεού, της καταγωγής του ανθρώπου, της “δημιουργίας” του σύμπαντος κ.ο.κ. διασταυρώθηκαν επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς.
      Αυτή ίσως η αναβίωση της Διαφωτιστικής σύγκρουσης θρησκείας και επιστήμης τροφοδότησε και τη λογοτεχνία, στην οποία σκεπτόμενοι άνθρωποι ξανάφεραν τα ηθικά, επιστημονικά, κοινωνικά κ.ο.κ. ζητήματα της θεωρίας αλλά και της πράξης του Χριστιανισμού στο προσκήνιο και μέσα από τα έργα-τους θέλησαν να διερευνήσουν τις ποικίλες πτυχές της θρησκευτικότητας στις μέρες-μας. Είδαμε επομένως στο Βιβλιοκαφέ, από την ανάρτηση της 11/10/2010 και εξής, μια πλειάδα μυθιστορημάτων (ο κατάλογος μπορεί να μεγαλώσει εύκολα) που άπτονται τέτοιων θεμάτων και συζητήσαμε τις τελευταίες δέκα μέρες τρία-τέσσερα από τα πιο πρόσφατα εξ αυτών, ενώ μερικά άλλα είχαν συζητηθεί σε παλιότερα ποστ.
        Τι συμβαίνει τελικά σήμερα στη σχέση του ανθρώπου με τη θρησκεία και τον Θεό;
        1. Το περίφημο 97% των Ελλήνων που δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι είναι, κατά τη γνώμη-μου, παρελθόν. Οι περισσότεροι δεν πηγαίνουν πλέον στην εκκλησία, δεν έχουν άμεση σχέση με τον χώρο, δεν προσεύχονται, και στη θεωρία μπορεί να πιστεύουν σε μια ανώτερη δύναμη, αλλά στην πράξη ζουν και πορεύονται με άλλες ιδέες (Αυτό δε σημαίνει ότι ο ελληνικός βίος δεν στηρίζεται ηθικά και πολιτιστικά στη χριστιανική δέσμη αρετών που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές).
        2. Στην υπόλοιπη Ευρώπη τα πράγματα είναι χειρότερα. Η τάση δεν είναι προς μια ανεξίθρησκη κοινωνία, όπου ο καθένας θα πρεσβεύει ελεύθερα το πιστεύω-του, αλλά προς μια ουδετερόθρησκη (κανένα πρόβλημα και σ’ αυτό) και ακόμα περαιτέρω προς μια ά-θρησκη κοινωνία. Η απαγόρευση των τζαμιών στην Ελβετία, η απαγόρευση της μαντίλας στη Γαλλία και άλλα ανάλογα φαινόμενα μάλλον για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μού ακούγονται, παρά για προάσπισή-τους. Κι όσο εμείς παλεύουμε για να φτιάξουμε τζαμί στους Μουσουλμάνους, οι λοιποί Ευρωπαίοι πασχίζουν να καταργήσουν εντελώς την όποια εκδήλωση θρησκευτικότητας, μπορεί από ισλαμικό φόβο αλλά πιθανότατα από διάθεση αποθρησκειοποίησης.
       3. Ακόμα περισσότεροι, οι διανοούμενοί-μας, πραγματικοί και μη, θεωρούν -στο πλαίσιο μιας αριστερής, προοδευτικής και ευρωστραφούς αντίληψης- τη θρησκεία απολίθωμα, προγονοπληξία και καθυστέρηση, με αποτέλεσμα οι δημοσιογράφοι, οι καθηγητές, οι συγγραφείς να αδιαφορούν ή να βάλλουν εναντίον-της (δεν θα ταυτίσω κατ’ ανάγκη τη θρησκεία και την εκκλησία). Αποτέλεσμα είναι το καθεστώς πλέον, ειδικά στους κόλπους των πνευματικών ανθρώπων, να είναι η κάθε μορφή απόστασης ή και αντίθεσης με τη θρησκεία, ενώ η θρησκευτικότητα είναι πλέον στο περιθώριο, κάτι το οποίο δεν πρέπει να δηλώνεται και να προβάλλεται από φόβο μήπως κανείς θεωρηθεί οπισθοδρομικός.
      4. Στη λογοτεχνία, λοιπόν, όλα τα έργα παίρνουν στην καλύτερη περίπτωση μια απόσταση και μια αμφισβήτηση της πίστης και στη χειρότερη τίθενται ανοικτά –κάτι που είναι πλέον πρωτοπορία- εναντίον της θρησκείας. Το politically correct είναι πλέον να είσαι αμφισβητίας, να είσαι αποθρησκειοποιημένος, δηλαδή ελεύθερος από πίστεις και θεούς, να είσαι πολέμιος ενίοτε, καθώς έτσι θα συμβαδίζεις με την κοινή γνώμη των προοδευτικών αναγνωστών. Το καθεστώς, επαναλαμβάνω, είναι να γράφεις βιβλία που αναιρούν τη χριστιανική κοσμοαντίληψη και το αντίθετο θα θεωρηθεί προγονόπληκτο.
Βλ. επίσης για το διάλογο θρησκείας και λογοτεχνίας: http://users.uoa.gr/~kkefalea/DOCS/E029_Fakelos.pdf .
      5. Η θρησκευτική πλέον στάση αφορά –στους κόλπους των διανοούμενων- τη μειονότητα. Ίσως σε λίγα χρόνια/δεκαετίες η πρωτοπορία να είναι η επιστροφή στη θρησκεία με έργα που να επικαιροποιούν το μήνυμα της αγάπης ή της αυτοθυσίας ή… Τώρα όλα αυτά ακούγονται μούχλα και συντηρητισμός. Μόλις πρόσφατα, ωστόσο, ανακάλυψα μια μικρή ομάδα διανοούμενων, όχι συγγραφέων, οι οποίοι προβάλλουν θεολογικές απόψεις και συζητάνε υπό το πρίσμα του χριστιανισμού τα σύγχρονα φαινόμενα και τις εξελίξεις στο διεθνές σκηνικό. Ο πολύ γνωστός φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος, τα δυο βιβλία του Σταύρου Ζουμπουλάκη της Νέας Εστίας «Ο Θεός στην πόλη» (2002) και «Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο» (2010), ο Θάνος Λίποβατς και μερικοί άλλοι, που δεν έχουν πρόσβαση στα media∙ σ’ αυτά είτε συχνάζουν πολέμιοι που ανταποκρίνονται στο κοινό αίσθημα περί κλήρου, είτε μαϊντανοί-ρασοφόροι, που αντιμετωπίζονται γραφικά, εκτός αν μιλάμε για μορφές όπως ο Αλβανίας Αναστάσιος που κερδίζουν με το μειλίχιο ύφος-τους την εκτίμηση δημοσιογράφων και κοινού.
          6. Τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα που σέβονται τον εαυτό-τους δεν είναι απόλυτα, δεν είναι φανατικά. Προωθούν την αμφιβολία και την αμφισβήτηση κατά καιρούς, αγγίζουν το άβατο της εκκλησίας, ξαναθέτουν χριστιανικές πρακτικές στη λυδία λίθο του νέου περιβάλλοντος που διαμορφώνεται διεθνώς, προωθούν έναν γόνιμο προβληματισμό, σχεδόν πάντα όμως από την πλευρά της α-χριστιανικής και αντι-χριστιανικής οπτικής γωνίας. Όσα βιβλία παρουσιάσαμε πρόσφατα (Ντερπούλης, Αλεξίου, Καρνέζης και Cossé) δεν προσβάλλουν και δεν σκανδαλίζουν. Οι έλληνες συγγραφείς τονίζουν πλευρές της καθημερινής συμπόρευσης πίστης και δεισιδαιμονίας ή των ανθρώπινων ελαττωμάτων που κρύβονται πίσω από το χριστιανικό (προ)σχημα, ενώ η γαλλίδα συγγραφέας, πιο θεωρητικά, διεκδικεί το δικαίωμα στην ελευθερία, έξω από κάθε δέσμευση.

        Ως Πατριάρχης (να μην ξεχνάτε με ποιον μιλάτε!), βλέπω το κοσμικό πνεύμα να διεισδύει παντού και να επικρατεί, αλλά ακούω με ενδιαφέρον και φωνές που δειλά ή χαμηλόφωνα προβάλλουν την άλλη πλευρά που δεν είναι πια ούτε μόδα, ούτε καθεστώς, ούτε σύμβαση.

Φωτογραφία κορυφής:
http://www.infoaddict.com/cant-science-and-religion-just-get-along
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, October 21, 2010

“Η απόδειξη” της Laurence Cossé

Το μικρό αφιέρωμα στη σχέση λογοτεχνίας και θρησκείας, με κείμενα που πραγματεύονται το θείο υπό ποικίλες σκοπιές, κλείνει εδώ με το μυθιστόρημα μιας γαλλίδας πεζογράφου, που συλλαμβάνει πρωτότυπα την ιδέα της απόδειξης της ύπαρξης του Θεού.
Ο πίνακας είναι φυσικά του El Greco, έργο του 1595.

Γαλλικός καφές με λικέρ:
Laurence Cossé
“Le Coin du voile”
Gallimard
1996
“Η απόδειξη”
μετ. Ρ. Παπαδάκη
εκδόσεις Πόλις
2010

        Η ιδέα αυτή αφορά στην ουτοπική ανεύρεση της απόδειξης ότι υπάρχει Θεός. Αν αυτό που τώρα θεωρείται ανέφικτο (η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού), εμφανιστεί μια μέρα με αδιαμφισβήτητο τρόπο, ποιες συνέπειες θα έχει στη ζωή των ανθρώπων και πώς θα το χειριστούν εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άνδρες;
      Το μυθιστόρημα στηρίζεται σ' αυτήν την απόδειξη που στέλνεται σε μια ομάδα Καζουιστών, οι οποίοι προβληματίζονται για το τι να κάνουν, ενώ άλλοι από τους πολιτικούς που το μαθαίνουν εκστασιάζονται, όπως ο πρωθυπουργός, κι άλλοι ανησυχούν για την ανισορροπία που θα προκαλέσει στον κόσμο. Επομένως, η πρώτη σκέψη είναι να το αποκρύψουν, ώστε να μην κλονίσουν τα δεδομένα δύο χιλιάδων ετών.
πηγή: http://www.paulschelder.net/
       Αν το σκεφτεί κανείς, η απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού είναι μια πράξη ανελευθερίας και ντετερμινισμού. Ενώ μέχρι τώρα ο ίδιος ο Θεός έχει αφήσει την ανθρωπότητα να επιλέξει αν θέλει να πιστέψει ή όχι, αφήνει δηλαδή τον άνθρωπο ΕΛΕΥΘΕΡΟ να δείξει εμπιστοσύνη με βάση κάποιες ενδείξεις ή να απορρίψει την ύπαρξή-του βάσει ορθολογιστικών συλλογισμών, τώρα είναι υποχρεωμένος να γίνει πιστός. Η πίστη αντικαθίσταται με τη γνώση, η επιλογή με την ανάγκη. Αυτό καθεαυτό είναι μια υποδούλωση του ανθρώπινου πνεύματος, μια άρση της παραδείσιας επιλογής ανάμεσα στο να φάνε ο Αδάμ και η Εύα το μήλο ή να μην το φάνε.
        Η Cossé βάζει τους ηγέτες της ανθρωπότητας (τουλάχιστον στη Γαλλία) να συνειδητοποιούν και άλλες πρακτικές επιπτώσεις, όπως την εγκατάλειψη της παραγωγικότητας, την προσκόλληση στην προσευχή, τον παραγκωνισμό πολλών δευτερευουσών και επιζήμιων ενασχολήσεων, την απαξίωση έτσι πολλών επαγγελμάτων, την ανατροπή με άλλα λόγια πάμπολλων δραστηριοτήτων που εδράζονταν ως τώρα είτε στην αθεΐα είτε στην εν αμφιβόλω πίστη. Δηλαδή αντί η αποκάλυψη της θεϊκής ύπαρξης να γίνει εφαλτήριο μιας καλύτερης πραγματικότητας, οι ιθύνοντες φοβούνται –εν μέρει και ιδιοτελώς- την άρδην αλλαγή του σκηνικού και την επιστροφή του ανθρώπου σε πιο απλές μορφές ζωής, χωρίς τη μανία του κέρδους και το κυνήγι της αμαρτίας που κινητοποιεί ποικίλες δραστηριότητες.

      Το βιβλίο διαβάζεται με ενδιαφέρον, όχι μόνο για την τύχη της απόδειξης, αλλά και χάρη στα μικρά κεφάλαια που συνθέτουν την οικονομία της δράσης. Η κινηματογραφική σύλληψη των επιμέρους σκηνών, με εναλλαγή προσώπων και σκηνικών, κάνει την ανάγνωση πιο γοργή και τον βηματισμό πιο ραγδαίο. Η ακρίβεια των σκηνών αντικατοπτρίζει και την ψυχολογία των χαρακτήρων, οι οποίοι, αν και δεν σκιαγραφούνται ολοκληρωμένα, αναδεικνύουν μορφές εξουσίας και σκέψης που προβληματίζονται πάνω στην επανάσταση που μπορεί να επέλθει. Στην ουσία οι πάντες είναι μέλη μιας ρεαλιστικής αλληγορίας, που θέτει το ζήτημα της θεϊκής ύπαρξης ως αναρχικό στοιχείο ανατροπής και ανισορροπίας.
      Ωστόσο στην εκτέλεση αυτή η εξαιρετική ιδέα έχει μερικά κενά. Η απόδειξη φυσικά δεν αποκαλύπτεται κι αυτό, όσο κι αν κρίνεται αναγκαίο, φαίνεται ταυτόχρονα και αφύσικο στην όλη οικονομία του μυθιστορήματος. Μικρό όμως το κακό και κατ’ ανάγκη το συγχωρούμε. Από την άλλη, όμως η αντίδραση όσων διάβασαν την απόδειξη περιορίζεται σε ανησυχίες που έχουν μόνο πρακτικό χαρακτήρα και δεν προχωράνε σε πιο βαθιές θεολογικές προσεγγίσεις, πλην μερικών σελίδων στο τέλος. Αυτό δείχνει ότι η συγγραφέας, είτε δεν έχει θεολογικές ανησυχίες ή δεν ήθελε να εμβαθύνει σε τέτοια μεταφυσικά ερωτήματα, αλλά να καταπιαστεί μόνο με τον γήινο αντίκτυπο μιας τέτοιας απόδειξης. Το έργο όμως έτσι ατονεί σε εύρος και βάθος.
       Συνολικά, η πραγμάτωση μιας ιδέας τέτοιας έχει έντονα μυθοπλαστικό ενδιαφέρον και ειδικά στο θέμα της ελευθερίας του ανθρώπου. Η πίστη είναι πράξη ελευθερίας, όπως και η απιστία.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 18, 2010

“Το μοναστήρι” του Πάνου Καρνέζη

Η περίπτωση Καρνέζη ακολουθεί μια γραμμή με θεαματικό ξεκίνημα και κατοπινές αυξομειώσεις. Έλληνας ο ίδιος του εξωτερικού σπούδασε μηχανολόγος και παράλληλα παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Το πρώτο-του βιβλίο, οι “Μικρές ατιμίες” (2003), έκανε αίσθηση για την ποιότητα της γραφής και την ανάπλαση της ελληνικής επαρχίας με όρους νεοηθογραφίας και απήχηση μαγικού ρεαλισμού. Τα επόμενα έργα-του ήταν άνισα, καθώς διατήρησε μεν μια απλότητα, μια σαφήνεια και μια ατμοσφαιρικότητα στη γραφή-του, κινήθηκε μάλιστα και σε ποικιλία θεμάτων, αλλά αστόχησε λίγο ή πολύ στην εμβάθυνση του θέματός-του. Ο “Λαβύρινθος” (2004) αναφέρεται στη Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ το “Πάρτι γενεθλίων” (2007) στον Ωνάση και στην πολυτάραχη οικογένειά-του.

Dolcino Freddo σοκολάτα:
Πάνος Καρνέζης
“Το μοναστήρι”
εκδόσεις Λιβάνη
2010

        Η υπόθεση εξελίσσεται σε ένα καθολικό μοναστήρι της Ισπανίας, όπου ζουν μια φούχτα καλόγριες υπό την πνευματική επίβλεψη του επισκόπου της περιοχής. Η ζωή έχει λάβει τους καθιερωμένους ρυθμούς, με μια καθημερινότητα χωρίς συγκινήσεις, πέρα φυσικά από την επαφή με τον Θεό και την μακαριότητα του δοσίματος σ’ αυτόν. Τα νερά ταράζει η εύρεση ενός εκτεθειμένου βρέφους, το οποίο διαλύει την καθημερινότητα και θέτει ερωτήματα πρακτικής και θεολογικής φύσης.
        Κάθε μέλος αυτής της κοινότητας έχει διαφορετική γνώμη, στηριγμένη στην προσωπική-του στάση ζωής και στους στόχους-του, από τους οποίους άλλοι είναι θρησκευτικής κι άλλοι προσωπικής φύσεως. Η ηγουμένη Μαρία Ινέθ μαζί με την αδελφή Μπεατρίθ είναι της γνώμης να κρατήσουν το παιδί∙ ειδικά η ηγουμένη βαρύνεται από τύψεις για μια έκτρωση που είχε κάνει, όταν ήταν ακόμα λαϊκή, και τώρα βρίσκει το παιδί σαν θεόσταλτη λύση στη μητρική-της ανάγκη. Αντιθέτως, η αδελφή Άννα, που τρέφει προσδοκίες για αναρρίχηση στην ιεραρχία, πιστεύει ότι το μωρό διασαλεύει την ηρεμία και την ευταξία της μονής, ενώ, επειδή βρήκε ρούχα βαμμένα σε αίμα, θεωρεί το βρέφος απεσταλμένο του Διαβόλου, με το οποίο η ηγουμένη διαπράττει σατανιστικές τελετές.
         Πρώτο πλεονέκτημα του μυθιστορήματος είναι αυτή η καρνεζιακή γραφή που είχε μαγέψει στις «Μικρές ατιμίες». Ένα ύφος απλό, προσγειωμένο, ακριβές, που δεν δυσκολεύει, αλλά αντίθετα λειτουργεί σαν κυλιόμενος διάδρομος για άνετη ανάγνωση. Παρ’ όλ’ αυτά, η πορεία της αφήγησης δεν είναι στάσιμη, αλλά, ενώ η μοναστική ενατένιση της αιωνιότητας, υπαγορεύει μια ράθυμη εξέλιξη, πολλά μικρά γεγονότα λειτουργούν ως καμπές που συνεχώς κινητοποιούν τις δυνάμεις της ιστορίας προς το τέλος.
        Το δεύτερο και σημαντικότερο ατού του έργου έχει να κάνει με την εμβάθυνση στην ψυχοσύνθεση των προσώπων και στη διερεύνηση των κινήτρων-τους, πίσω και πέρα από την εξωτερική-τους δράση. Κάθε βασικό πρόσωπο, η ηγουμένη, η Μπεατρίθ, η Άννα, ακόμα και ο επίσκοπος, κρύβουν ένα μυστικό που σε βάθος διαταράσσει την ομαλότητα της ζωής-τους, κλονίζει την ισορροπία της σχέσης-τους με τους άλλους και τον Θεό (αν και αυτό δεν πολυπαίζει) και τους ωθεί σε πράξεις που δεν θα τις έκαναν, αν είχαν ψυχική ηρεμία. Ο συγγραφέας βάζει στο άντρο της ψυχικής καθαρότητας, στο μοναστήρι δηλαδή, μια πέτρα σκανδάλου που αναδύει μυστικά και μύχιες παρορμήσεις, ώς τώρα καλά κρυμμένες, οι οποίες ωστόσο οδηγούν λ.χ. την ηγουμένη στην αυτοκτονία και τους άλλους σε δραματικές εξελίξεις.
      Προσπερνώντας μερικά ατοπήματα αληθοφάνειας, ο αναγνώστης διαβάζει με ταχύτητα αλλά και με υπομονή, κι έτσι ανακαλύπτει τον άλλο κόσμο πίσω από την επιφάνεια της ατομικού «είμαι καλά».
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, October 15, 2010

“Αμαρτωλά θαύματα” του Δημήτρη Αλεξίου

Τι ρόλο παίζει το εξώφυλλο στην επιλογή του βιβλίου; Επειδή η πρώτη επαφή του αναγνώστη στο βιβλιοπωλείο με το ίδιο το υλικό αντικείμενο του βιβλίου είναι η θέα του εξωφύλλου, το χρώμα, το σχέδιο, η υφή επηρεάζουν, απωθητικά ή ενθαρρυντικά, στην αγορά-του. Λ.χ. αυτά τα βιβλία που προορίζονται για ευπώλητα, από συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους προς συγκεκριμένο κοινό που έχει τηλεοπτική παιδεία, τυπώνονται με φανταχτερά εξώφυλλα, γεμάτα χρώματα σαν παγώνια που ανοίγουν τα πολύχρωμα φτερά-τους για να θέλξουν το άλλο φύλο. Το εξώφυλλο λοιπόν είναι ο κράχτης που φωνάζει: «είμαι αστραφτερό, γκλάμουρ, μια καλή βιτρίνα που σε προσκαλεί να με αγοράσεις και φυσικά να με βλέπεις και να με ανοίγεις».

Γαλλικός με γάλα:
Δημήτρης Αλεξίου
“Αμαρτωλά θαύματα”
εκδόσεις διόπτρα
2010

       Απ’ αυτήν την άποψη, το βιβλίο του Αλεξίου αδικείται από το εξώφυλλο. Ενώ η γλωσσική επιμέλεια είναι πολύ καλή, σχεδόν άριστη, η επιλογή του εξωφύλλου υποβάλλει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα ρηχό έργο. Αν συνυπολόγιζα τις συνυποδηλώσεις της λέξης «αμαρτωλά», που ίσως προκαταβολικά παραπέμπει σε ερωτικές αμαρτίες και ζουμερές σκηνές, ενώ και η λέξη «θαύματα», σε περιβάλλον μη κυριολεκτικό, προσθέτει λίγο χαϊλίκι, τότε δεν θα αγόραζα ποτέ από πάγκο βιβλιοπωλείου αυτό το βιβλίο.
       Ο φίλος εν βιβλίω Δημήτρης Αλεξίου είχε την καλή διάθεση να μου το στείλει κι έτσι μπήκα στον “κόπο” να το διαβάσω, κόπος που σταδιακά μετατράπηκε σε αναγνωστική απόλαυση.
       Η υπόθεση του έργου ξεκινάει με δύο αλληλοεμπλεκόμενες ιστορίες. Από τη μία, ο Στέλιος φτάνει αλλόφρων στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χορταρούς, βρίσκει στοργή και φιλοξενία από τον ηγούμενο Διόδωρο και μένει εκεί ώσπου γίνεται μοναχός (με το όνομα Σίμων), λίγες μέρες μετά το «θαύμα» που επιτέλεσε η Παναγία. Από την άλλη, η Μαρία γεννήθηκε μουγκή, η ανατροφή-της συνοδεύτηκε από μερικά μικρά μεταφυσικά γεγονότα, βιάστηκε στα δώδεκά-της και έχασε το παιδί-της και στο τέλος καταφεύγει στο μοναστήρι και γίνεται μοναχή. Στο δεύτερο μέρος, η Ζωή, φιλόδοξη δημοσιογράφος, πολλά χρόνια μετά τις πρώτες ιστορίες, επισκέπτεται το μοναστήρι για να κάνει ρεπορτάζ αλλά και να διερευνήσει πόσο άγιος ήταν εντέλει ο Σίμων, του οποίου ο θρύλος αιωρείται πάνω από το μέρος και τους ανθρώπους-του. Το τέλος αποκαλύπτει κάτι που είχε προοικομηθεί συν τω χρόνω, ότι δηλαδή τα θαύματα είτε είναι αποτέλεσμα παραισθησιογόνων μανιταριών είτε άλλων πιο λογικών παραγόντων, κάποιοι από τους οποίους είναι και προσωπικά ιδιοτελείς.
       Το μυθιστόρημα διαθέτει σφριγηλή πλοκή με ιστορίες που διασταυρώνονται σε καίρια σημεία και η μία εξηγεί τα κενά της άλλης. Οι δύο πρώτοι δρόμοι της αφήγησης, φαινομενικά άσχετοι, βρίσκουν την εκβολή-τους στην τρίτη αφήγηση, που ολοκληρώνει, συμπληρώνει και νοηματοδοτεί τις προηγούμενες. Οι εξηγήσεις είναι σαφείς και εν γένει αληθοφανείς.
         Η γλώσσα του έργου κρίνεται άρτια. Στην αρχή παρατηρεί κανείς έναν παλιομοδίτικο τρόπο γραφής, τρόπο που έκανε τη γυναίκα-μου να μη θελήσει να το συνεχίσει. Όταν ξεπεραστεί (στις πρώτες κιόλας σελίδες) κι αν παραγνωριστούν άλλα τέτοια σημεία, το ύφος των οποίων είναι λίγο γλυκερό, λίγο παρωχημένο, ο αναγνώστης βλέπει ότι ο συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ομαλότητας, υφολογικής σαφήνειας και γλωσσικής σταθερότητας. Όπου φαίνεται παρωχημένος, είναι επιλογή-του, η οποία μπορεί να εκλείψει στα μελλοντικά έργα-του.
        Ιδεολογικά, ο Αλεξίου προσεγγίζει τη θρησκευτική ζωή με αγάπη και με καλοπροαίρετη διάθεση. Τα συμπεράσματά-του βέβαια είναι αρνητικά, αφού τα θαύματα είναι μάλλον ψευδαισθήσεις, αλλά οι ηγούμενοι και οι μοναχοί ή οι μοναχές είναι άνθρωποι με αγάπη που δεν βρίσκει κανείς εύκολα εκτός του ανιδιοτελούς δοσίματος σε έναν σκοπό, είτε είναι ο Θεός είτε τα παιδιά κ.ο.κ. Οι μορφές μέσα στο μοναστήρι είναι ατόφιες και ουσιαστικές ως προς την αγάπη-τους και την προσφορά-τους. Στόχος, ακόμα και των «αμαρτωλών θαυμάτων» είναι ο συνάνθρωπος και η ανακούφισή-του και όχι η προσωπική επιτυχία. Ακόμη περισσότερο, τα θαύματα, σύμφωνα με τον ηγούμενο Διόδωρο, που αποτελεί την πιο αυθεντική ενσάρκωση της ορθόδοξης εσωτερικότητας είναι προσωπική υπόθεση και όχι έρεισμα για μεγαλεία ή πομπώδεις εκδηλώσεις, είναι εσωτερικό βίωμα και όχι βιτρίνα και επιδειξιομανία. Τα θαύματα δεν γίνονται για να φανεί η δόξα του Θεού, αλλά για να ταρακουνηθεί λίγο ή πολύ ο άνθρωπος.
          Μέσα σ’ όλο αυτό το κλίμα, δίνεται το κατεξοχήν στίγμα του έργου. Η αμαρτία και η επανόρθωση, το θαύμα και το κακό, η προσφορά και η κοινωνική απήχηση είναι δορυφόροι της ανάγκης για να βρει κανείς τον εαυτό-του, της ανάγκης για αναζήτηση αληθειών που κρύβονται πίσω από το φαίνεσθαι. Πολλοί θα μείνουν στην επιφάνεια (είναι οι φαρισαίοι της κοινωνίας), ενώ άλλοι θα δουν ότι η ουσία δεν βρίσκεται στο θαύμα, πραγματικό ή τεχνητό, αλλά στην άδολη καθημερινότητα, στα μάτια ενός παιδιού, στην ολόφωτη επικοινωνία ανθρώπου προς άνθρωπο. Το θαύμα κατεβαίνει στη γη!
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, October 13, 2010

“Το νησί κάτω από την ομίχλη” του Αλέξανδρου Ντερπούλη

Η σύνδεση εκκλησίας και θρίλερ, μυστηρίου και θεολογίας είναι αρκετά προσφιλές θέμα στη λογοτεχνία όχι μόνο με τον Ουμπέρτο Έκο και τον Νταν Μπράουν, αλλά και τον δικό-μας Κώστα Αρκουδέα. Το αποτέλεσμα συχνά αποζημιώνει…

Ελληνικός αχνιστός με καϊμάκι:
Αλέξανδρος Ντερπούλης
«Το νησί κάτω από την ομίχλη»
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

        Στη μυθική ομιχλώδη Σαντορίνη των αρχών του αιώνα αποστέλλεται ο αρχιμανδρίτης Δανιήλ από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, για να διερευνήσει το ζήτημα των παλαιοημερολογιτών. Κομβικό σημείο θεωρείται το αρχείο με τα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο, όπως πιστεύεται, περιέχουν στοιχεία υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Φύλακες είναι τέσσερα μέλη του Τάγματος της Σαρακοστής, τα οποία το ένα μετά το άλλο δολοφονούνται, με αποτέλεσμα όλο το νησί να βρίσκεται σε αναταραχή.
        Αυτή η περίληψη της υπόθεσης δείχνει πως η ιστορία περιλαμβάνει εκκλησιαστικές έριδες, στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος, θεολογικές διαμάχες, λαϊκές δοξασίες και προκαταλήψεις, θρίλερ, μυστήριο… Το βιβλίο ωστόσο δεν είναι τόσο γρήγορο όσο θα μπορούσε, αφού οι 600 περίπου σελίδες δίνουν ένα αργό ρυθμό, ο οποίος, όσο καταλαβαίνω, αποσκοπεί στο να μεταφέρει την προσοχή όχι τόσο στην αστυνομική ίντριγκα όσο στις επιπτώσεις που έχει η αποκάλυψη της όποιας αλήθειας. Για να είμαι πιο σαφής, διαβάζει κανείς το έργο τόσο με ενδιαφέρον για την εξέλιξη της ιστορίας όσο και για τα επιμέρους σημεία εκκλησιαστικής ορθοτομίας και τοπικής κοινωνίας, αλλά δυσκολεύεται να αντιληφθεί ποιο είναι το κέντρο βάρους όλης της σύνθεσης.
        Το βιβλίο στηρίζεται σε συνεχείς αντιθέσεις που δημιουργούν ένα αέναο πλαίσιο έντασης και δραματικότητας. Από τη μία, οι νεοημερολογίτες ιερείς έχουν τα τρωτά-τους σημεία: ο πρωταγωνιστής Δανιήλ παρουσιάζεται δεινός ρήτορας και ιδιαίτερα μορφωμένος, άνθρωπος ειδικών αποστολών, ζηλωτής, σχεδόν φανατικός, φιλόδοξος, θιασώτης του ρητού «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», μηχανορράφος, σκληρός, ενώ ο μητροπολίτης Σαντορίνης Αγαθάγγελος εμφανίζεται πιο προσιτός και φιλικός, αλλά στην ουσία διπλωμάτης και μετριοπαθής, συμβιβασμένος με την εξουσία και την ανάγκη να τα έχει καλά με όλους. Το ίδιο μιαροί εμφανίζονται και οι άλλοι ιερείς που παρελαύνουν, εκτός από τον παλαιοημερολογίτη Τιμόθεο, ο οποίος σκιαγραφείται με θετικά χρώματα, ανυστερόβουλος και έντιμος, σοφός και συγκαταβατικός μέχρις ότου στο τέλος αποκαλυφθούν οι απώτεροι στόχοι-του.
        Άλλες αντιθέσεις είναι η σοφία απέναντι στην άγνοια των κατοίκων και τις προκαταλήψεις-τους, η φωτεινή πλευρά του κόσμου που συχνότατα καλύπτεται από την ομίχλη του νησιού, δείγμα μιας μυστηριώδους σιωπής που καλύπτει τα πάντα, ο κόσμος της γης και των φυσικών φαινομένων απέναντι στα άυλα και μεταφυσικά που περιίπτανται τριγύρω κ.ο.κ.
       Ο Ντερπούλης στήνει ένα άρτιο κατασκεύασμα από την άποψη της πλοκής και των συγκρούσεων των χαρακτήρων. Παρόλο που είναι αργό και γεμάτο λεπτομέρειες που στόχο έχουν την περιγραφή των προσώπων και τη διαμόρφωση της κατάλληλης ατμόσφαιρας, ο αναγνώστης παρακολουθεί τα κομμάτια του παζλ να μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση-τους. Παρόλο που τέσσερις φόνοι κρατάνε σαν αλυσίδα τα γεγονότα, το έργο δεν είναι αστυνομικό. Η προσοχή δεν εστιάζεται στην αποκάλυψη του δράστη ούτε τόσο του μυστηρίου με τα χαμένα πρακτικά, αλλά στην εξιχνίαση των αληθειών που υπόκεινται σε κάθε δράση, των κινήτρων που κατευθύνουν τις κινήσεις των ανθρώπων.
       Το τέλος ωστόσο ήταν απογοητευτικό. Όχι τόσο για την τύχη του δράστη ή των πρακτικών, αλλά γιατί η όλη δράση ανάχθηκε σε ένα κινηματογραφικά αιμοδιψές θριλερικό τέλος που ανατινάζει τους τόνους και την ατμόσφαιρα όλου του άλλου κειμένου, που δεν είναι βίαιο και αιμοχαρές αλλά περισσότερο πνευματικό και υπαινικτικό.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 11, 2010

Χυμός μπανάνα: λογοτεχνία και θρησκεία

Είναι επίκαιρη η θρησκεία; Είναι η θρησκεία καθεστώς εναντίον της οποίας η “αιρετική” λογοτεχνία προσπαθεί να βάλει; Ή μήπως η αθεΐα είναι περισσότερο in και όσοι ασχολούνται με τη θρησκεία είναι πλέον ντεμοντέ; Ή ο Θεός είναι ένας διαχρονικός προβληματισμός και πολλοί, είτε πιστεύουν είτε όχι, θέτουν το ζήτημά-του στα έργα-τους;
      Παλιότερα που η κοινωνία διακρινόταν για τη μεγαλύτερη θρησκευτικότητά-της οι συγγραφείς εμπλούτιζαν τα έργα-τους με θρησκευτικά στοιχεία ως φυσική απόρροια της δεσπόζουσας ιδεολογίας και της προσωπικής-τους στάσης απέναντι στο θείο. Έτσι, ο Παπαδιαμάντης ή ο Κόντογλου και αργότερα ο Πεντζίκης εξέφραζαν το αμιγώς ορθόδοξο τρόπο σκέψης προσδίδοντας στα κείμενά-τους πιο πολύ τις ηθικές αξίες της χριστιανοσύνης παρά την ίδια την εν Χριστώ εκκλησιαστική ζωή.
       Υπήρχαν φυσικά και οι άθεοι, οι αντικληρικαλιστές, οι αγνωστικιστές, οι σκεπτικιστές, οι οποίοι οδηγούνταν σε ώσμωση λογοτεχνίας και θρησκείας για να καυτηριάσουν πρακτικές, να ψέξουν, να απομυθοποιήσουν «πιστεύω», όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης στην «Πάπισσα Ιωάννα». Αυτές οι δύο τάσεις εξέφραζαν αντίστοιχα το κατεστημένο και την απόκλιση, το δεδομένο και την αίρεση, το χριστιανικό βίωμα και την ορθολογική άρνηση.
          Τα τελευταία χρόνια (οπότε η θρησκευτικότητα έχει ατονήσει, αλλά ταυτόχρονα επανέρχεται κατά καιρούς με νέους όρους), η σχέση των συγγραφέων με τη θρησκεία εμφανίζεται με πολλές εκφάνσεις, άλλες από αυτές εμβάλλουν την επιστήμη ως αντίπαλο δέος, άλλες θέτουν σε αμφιβολία την ηθικότητα της εκκλησίας, άλλες αναζητούν μυστήρια στην ιστορία και στο ρόλο των κληρικών. Όσο αντίστοιχα κυκλοφορούν πολλά βιβλία που πραγματεύονται την επιστημονική άποψη σε σχέση με τα “πιστεύω” της θρησκείας, τόσο το θέμα του Θεού είναι ακόμα περισσότερο στο μυαλό και στις συζητήσεις που έχουν ανάλογο περιεχόμενο.
       Έψαξα λίγο να δω τι κινήθηκε τον τελευταίο καιρό στο πεδίο αυτό και καταγράφω μερικά βιβλία με ανάλογο θέμα:
- Δημήτρης Καπετανάκης, “Η συμμορία της συγκίνησης” (2007) (σχέση επιστήμης και θρησκείας)
- Κώστας Ακρίβος, “Πανδαιμόνιο” (2007) (η σχέση ενός μοναχού με μια γυναίκα)
- Βασίλης Αλεξάκης, “μ.Χ.” (2007) (η ζωή στο Άγιο Όρος και η σχέση εκκλησίας και αρχαίας Ελλάδας)
- Αλέξης Σταυράτης, “Το Ευαγγέλιο της Ιωάννας” (2009) (Τα ευαγγελικά γεγονότα ξαναγράφονται από μια γυναίκα)
- Ρήγας-Γιώργος Σκουτέλης, “Δεν θέλω να πάω στον παράδεισο” (2010) (κωμική προσέγγιση του Παραδείσου και της Κόλασης)
- Αλέξανδρος Ντερπούλης, “Το νησί κάτω από την ομίχλη” (2010)
- Δημήτρης Αλεξίου, “Αμαρτωλά θαύματα” (2010)
- Πάνος Καρνέζης, “Το μοναστήρι” (2010)

       Με τα τρία τελευταία θα ασχοληθώ στις προσεχείς αναρτήσεις σε ένα μίνι αφιέρωμα, στο οποίο θα περιλαμβάνεται και “Η απόδειξη” της Laurence Cossé.

       Η λογοτεχνία κατά βάση μπορεί να δει την εκκλησία και να ανιχνεύσει πόσο η θρησκεία δίνει λύση στα προβλήματα του κόσμου. Προφανώς, δεν περιμένουν γνήσια χριστιανική θέση, γιατί οι περισσότεροι συγγραφείς κείνται –απ’ όσο καταλαβαίνω- σε μια αδιάφορη θέση ως προς τα θεολογικά θέματα [“Οι συγγραφείς της μοντέρνας λογοτεχνίας –πλην σπανίων εξαιρέσεων– αγνοούν σε μεγάλο βαθμό τη σοβαρή θεολογία, αρκούμενοι στις «θρησκευτικές γνώσεις» και τα θρησκευτικά εφόδια της σχολικής αγωγής.” (Π. Καλαϊτζίδης: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_18/05/2003_63508 ).].
        Ωστόσο, διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα ο αναγνώστης δεν μπορεί να μείνει στο μυστήριο και στη θρησκειολογική προσέγγιση του Χριστιανισμού, αλλά θέλει είτε να ξαναδεί χαμένες αλήθειες σε ένα πλαίσιο αθεϊστικό, είτε να τον απορρίψει στο πλαίσιο της νέας εποχής στηριγμένος σε νέες εκδοχές της υπονόμευσής-του.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, October 08, 2010

“Δέκα χιλιάδες μέλισσες” του Άντη Ροδίτη

Οι Κύπριοι είναι σαν τους Ελλαδίτες και σαν τους Γερμανούς. Οι Ελλαδίτες τολμούν τα τελευταία χρόνια να βάλουν τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων και να ψαύσουν τα τραύματα του Εμφυλίου και της Δικτατορίας, οι Γερμανοί να ξαναπιάσουν την καυτή πατάτα του χιτλερικού-τους παρελθόντος και οι Κύπριοι να ανοίξουν λογοτεχνικά το θέμα του Κυπριακού, από τη δεκαετία του ’50 και τον αγώνα κατά των Άγγλων μέχρι το κομβικό 1974. Ψαρεύω ενδεικτικά από την τελευταία διετία: “Θρυμματισμένο γυαλί” του Νίνου Φένεκ Μικελίδη (2010), “Αναφορά στον Νικόλαο Θησέα” της Αγγελικής Σμυρλή (2009), “Ρέκβιεμ για τους απόντες” του Κυριάκου Μαργαρίτη (2009).

Κυπριακός καφές:
Άντης Ροδίτης
“Δέκα χιλιάδες μέλισσες”
εκδόσεις Αρμός
2010

        Ο Ροδίτης, σε αντίθεση με τον νεαρό Μαργαρίτη, ανήκει σε παλιότερη γενιά, καθώς γεννήθηκε το 1946, και βλέπει τα πράγματα με τη θέληση να πλησιάσει το παρελθόν και όχι να το ξεχάσει. Το “μυθιστόρημα αληθινών γεγονότων”, όπως το υποτιτλίζει, αναφέρεται στα χρόνια του Μακαρίου και με αναδίφηση αρχείων και μαρτυριών επιχειρεί να απομυθοποιήσει τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και να τον καταδείξει ως βασικό υπαίτιο της στρεβλής πορείας που πήραν τα γεγονότα μέχρι το 1974 αλλά και εξής. Ο τίτλος παραπέμπει στο ποίημα του Π. ΜηχανικούΟνήσιλος” (1975) του οποίου οι στίχοι είναι εύγλωττοι για την αδυναμία των ανθρώπων να αφυπνιστούν μπροστά στις εθνικές συμφορές:

«Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές-του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε πάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτε να νιώσουμε.»

        Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να δούμε είναι το γραμματολογικό είδος στο οποίο ανήκει το έργο, ώστε το διαβάσουμε με την ανάλογη ετοιμότητα. Κάποιος θα μπορούσε να το δει ως ένα είδος αρνητικής (μυθιστορηματικής) βιογραφίας του Εθνάρχη Μακαρίου, που ξεκινά ωστόσο από την εξορία του το 1955 στις Σεϋχέλλες. Ανάλογη εικασία θα το ήθελε ιστορικό μυθιστόρημα, έργο δηλαδή που προσεγγίζει την (πρόσφατη) ιστορία της Κύπρου για να ξαναδεί τις πηγές των τωρινών προβλημάτων. Γνώμη-μου ωστόσο είναι ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα non-fiction, επειδή η λογοτεχνικότητα της γραφής δεν περιορίζει τη μαρτυρία ντοκουμέντων, γραμμένο με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε να πιστεύει ο αναγνώστης πως πρόκειται για ιστορικό κείμενο (με τις πηγές και τις παραπομπές-του, με την ιστορική αποτύπωση και τον “αντικειμενικό”-του λόγο). Non-fiction ονομάζεται η λογοτεχνία που παρουσιάζει όσα αφηγείται ως γεγονότα, με την ιστοριογραφική ακρίβεια και την όποια αντικειμενικότητα, με τις μεθόδους των ντοκουμέντων και της αυθεντικότητας των πηγών. Ο ίδιος ο υπότιτλος “μυθιστόρημα αληθινών γεγονότων” παραπέμπει σε μια τέτοια υβριδική κατάσταση.
       Δύο πράγματα κάνουν το βιβλίο αξιανάγνωστο και γενικά εύκολα αναγνώσιμο, αν και δεν είναι καθόλου ρηχό. Από τη μία, η παλαιική γλώσσα, που εκπέμπει ζεστασιά και τη γοητεία της παλιάς αφήγησης, εμπλουτισμένη με κεφάλαια της κυπριακής διαλέκτου. Όσοι ασχολήθηκαν με το έργο εξήραν αυτήν τη γλωσσική-του δύναμη. Από την άλλη, η αφηγηματική εναλλαγή των χρονικών επιπέδων, που θυμίζει Ηρόδοτο, καθώς ο Ροδίτης εμβάλλει συχνά παρένθετες ιστορίες που δίνουν βάθος στην ιστορία, αλλά και δεν αφήνουν το μυαλό να βαλτώσει. Η αναγνώστρια (http://anagnostria.blogspot.com/2010/07/blog-post_10.html ) εύλογα απορεί γιατί παρεμβάλλονται κεφάλαια για τον Πρέμπε: η απάντηση εξάγεται αν εντάξει κανείς το βιβλίο στη μετααποικιακή λογοτεχνία, αφού ο Ροδίτης μελετά την εποχή και την αντίδραση εν προκειμένω του κυπριακού λαού και του ηγέτη-του του Μακάριου απέναντι στην αποικιοκρατική στάση της Αγγλίας, όπως αντίστοιχα είχε συμβεί και με τον Αφρικανό ηγεμόνα των Ασάντι Πρέμπε.
         Και τώρα ερχόμαστε στην ιδεολογική βάση του βιβλίου, το οποίο είναι δηλωμένα αντιμακαρικό, αφού κατηγορεί τον Αρχιεπίσκοπο για φιλόδοξο, μεγαλομανή, φίλαρχο, αλαζονικό, γυναικά, κακό διαπραγματευτή, ειδικά αφού εξαιτίας-του, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, η Κύπρος οδηγήθηκε στην Ανεξαρτησία και όχι στην Ένωση με την Ελλάδα, γεγονός που επέφερε τις γνωστές αρνητικές συνέπειες του ’74, κ.ο.κ.. Όλα τα γεγονότα συγκλίνουν προς αυτόν τον άξονα, στοιχείο που δηλώνεται ξεκάθαρα με όλα όσα ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει ως ντοκουμέντα.
         Αν θελήσει, λοιπόν, κανείς να κρίνει το έργο σαν ιστορικό κείμενο, θα πρέπει να διαθέτει γνώσεις της κυπριακής ιστορίας, να αντιπαραβάλλει την αλήθεια της άλλης πλευράς, να διασταυρώσει πηγές, ώστε να ελέγξει την αλήθεια των λόγων του Ροδίτη, όπως προέκυψε από όγκο εγγράφων και βιβλίων που μελέτησε. Οι ειδικοί μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη-τους για τη μεθοδολογία του συγγραφέα και για την ιστορική συνέπεια όσων λέει. Εγώ δυστυχώς δεν έχω τέτοια σκευή και επομένως δεν μπορώ να κρίνω. Θα ήθελα ωστόσο, για να μπορεί να πειστεί ο όποιος δύσπιστος, να υπάρχουν παντού παραπομπές και να μην αφήνονται φήμες να διαμορφώνουν την ιστορία, όπως στη σελ. 96 όπου αναφέρεται πως στη βαλίτσα του Μακάριου βρέθηκαν γυναικείες κάλτσες…
       Αν θελήσει κανείς τώρα να ακολουθήσει την πρόθεση του συγγραφέα και να το δει ως λογοτεχνία η θεωρία της λογοτεχνίας θα είναι χρήσιμος βοηθός. Ενώ πλέον προκρίνονται πολυφωνικά βιβλία, έργα που αφήνουν τον αναγνώστη να συνδιαλεχτεί με το κείμενο και να καταλήξει μόνος-του σε μία από τις ποικίλες αλήθειες του λογοτεχνικού σύμπαντος (τονίζω: του λογοτεχνικού χώρου μέσα στο βιβλίο), ο Ροδίτης επιβάλλει τη δική-του και μόνο οπτική. Ενώ ένα λογοτεχνικό έργο κρίνεται με βάση το μυθοπλαστικό πλαίσιο που δημιουργεί, ο Ροδίτης δεν ενδιαφέρεται για την κατασκευή (με την έννοια της «αναγωγής» σε μια ad hoc πραγματικότητα που θα εξασφαλίσει αυτονομία), αλλά εμμένει στην ιστορική αλήθεια, η οποία ωστόσο εμφανίζεται μονόπλευρη και χειραγωγητική [Το ίδιο θα έλεγα και αν εγκωμίαζε τον Μακάριο και προέβαλε μια εξιδανικευμένη εικόνα της προσωπικότητάς του]. Ο αναγνώστης συνεπώς διαβάζει ένα “μυθιστόρημα με θέση”, κάτι που στη λογοτεχνία παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές όξυνσης και χαρακωμάτων, ενώ τώρα, όπως προείπα, η τάση δεν είναι να γράφονται μονολιθικά έργα αλλά πολυφωνικά, ανοικτά στην εκτίμηση του αναγνώστη μέσα από ποικίλες αλήθειες.
       Ίσως ο Ροδίτης, επειδή ήθελε να προβάλει τις θέσεις-του και τον καημό-του για την τύχη της Μεγαλονήσου, δεν θα έπρεπε να προκρίνει τη φόρμα του μυθιστορήματος, όπου η αλήθεια είναι σχετική και η ιστορική πλέον ακρίβεια δεν πείθει τον αναγνώστη.
      Ευχαριστώ, ούτως ή άλλως, θερμά τον Άντη Ροδίτη, ο οποίος, παρόλο που δεν με ξέρει, μου έστειλε το βιβλίο-του κι έτσι βουτηγμένος σε έναν μεστό ποιότητας λόγο κατάφερα να γνωρίσω την εποχή, την Κύπρο και τη μία τουλάχιστον άποψη για τον Μακάριο.
Πατριάρχης Φώτιος