Monday, March 29, 2021

Σωτηρία Μαραγκοζάκη, “Ο κλήρος του αίματος”

Έξι φωνές της εποχής του Εμφυλίου, Αριστεροί και Δεξιοί, ή μάλλον καλοπροαίρετοι Κομουνιστές και φασίστες Εθνικόφρονες, φωτίζουν μονότροπα την εποχή. Ένα σύγχρονο στη γραφή μυθιστόρημα που αναπλάθει το τότε με όρους του τότε.


Σωτηρία Μαραγκοζάκη

“Ο κλήρος του αίματος”

εκδόσεις Πατάκη

-2020


Ο Εμφύλιος πάντα (ακόμα) γεννά πεδία σκέψης. Το δίκιο και το άδικο, οι διάφορες εκδοχές της αλήθειας, η πολιτική του διάσταση ακόμα και σήμερα. Επομένως, εγώ που ως γενιά είμαι απομακρυσμένη από το τότε θα ήθελα να μπαίνω στο κλίμα.


> Η Σωτηρία Μαραγκοζάκη γεννήθηκε το 1964 και μεγάλωσε στα Λουτρά Αλεξανδρούπολης. Σπούδασε διοίκηση και οικονομία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην ΕΡΑ, σε εφημερίδες, περιοδικά και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ. Βραβεύτηκε για διηγήματά της και τη συμβολή της στην προώθηση της ανάγνωσης σε άτομα με αναπηρία. Έχει μια κόρη, τη Χριστίνα Μπαχαράκη.

 

ΒΛΕΠΩ ότι οι γυναίκες λογοτέχνιδες για να μιλήσουν για το τραύμα χρησιμοποιούν συχνά το μοιρολόι. Χρησιμοποιούν το συναίσθημα που λιώνει ό,τι πέσει μέσα του σε ένα καυτό αμάλγαμα. Το ίδιο έκανε η Σωτηρίου στην “Πικρία χώρα” για την Κύπρο, το ίδιο κάνει εδώ η Μαραγκοζάκη για τον Εμφύλιο, στην αρχή του έργου, ενώ κατόπιν συνεχίζει με πολυφωνικές αφηγήσεις.

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ένα παλίμψηστο συναιρεί το έπος και την τραγωδία, τον εκκλησιαστικό λόγο και το δημοτικό τραγούδι, το μοιρολόι με την εξομολόγηση. Όλα αυτά σε ένα παραμιλητό που συνεπαίρνει. Που σηκώνει πανιά. Κι έπειτα κάθε ραψωδία και μια παρήχηση του αντίστοιχου γράμματος, στην Α΄ το α, στη Β΄ το β, στη Γ’ το γ΄ κ.ο.κ. Και σε κάθε ραψωδία ένας χαρακτήρας, που εμπλέκεται στα γεγονότα του Εμφυλίου στη Θάβη, μια πόλη στη βορειοδυτική γωνία της Ελλάδας. Η Αντιγόνη, νεαρή πολεμίστρια του Δημοκρατικού Στρατού, ο Χρήστος Α., ταγματασφαλίτης, η Γκωγκώ, γερασμένη πια πόρνη, ο Ιωσήφ Κελέκης, φιλελεύθερος δικηγόρος, ο Γιάννης-Κλέαρχος, στρατιώτης του ΔΣΕ, και ο ζαβός του χωριού. Συνολικά έξι.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, μετά την εισαγωγή, παίρνει καθαρά αφηγηματικές διαστάσεις. Κάθε ραψωδία αποτελεί την αφήγηση με την οπτική γωνία ενός από τους παραπάνω. Οι έξι τους μοιράζονται τις 24 ραψωδίες σε μια αφηγηματική σκυταλοδρομία. Ο καθένας να υποστηρίζει την αριστερή ή δεξιά πλευρά, να καταθέτει τις εμπειρίες του, να διαβάζει και να μας μεταφέρει ειδήσεις και σχόλια από τις εφημερίδες της εποχής, να τοποθετεί το δικό του λιθαράκι στο ψηφιδωτό του Εμφυλίου.

ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ήδη περίμενα ένα “μυθιστόρημα πολυφωνικό”, μια τοιχογραφία του Εμφυλίου με τα δίκια και τα άδικα κάθε πλευράς. Γρήγορα κατάλαβα ότι αντί για πολύχρωμο ψηφιδωτό, έχουμε ένα ασπρόμαυρο μωσαϊκό: άσπρες πέτρες οι κομουνιστές και μαύρες οι άλλοι. Οι κομμουνιστές, όπως η Αντιγόνη, ο Κλέαρχος κ.ο.κ., πολεμούν για το καλό της πατρίδας και του λαού αλλά τελικά υφίστανται τα πάνδεινα εξαιτίας των φασιστών. Οι άλλοι, όλοι φιλογερμανοί και ακροδεξιοί, λειτούργησαν συμφεροντολογικά σε συνεργασία με τον Γερμανό κατακτητή και τους Άγγλους διαδόχους του. Οι Αριστεροί αφηγητές βλέπουν ρεαλιστικά, ενώ στους δεξιούς υπάρχει έντονη αυτοειρωνεία, καθώς όσα λένε και πιστεύουν έχουν ακραίες πλευρές και εκτρωματικές διαστάσεις. Ο μανιχαϊσμός είναι τόσο έκδηλος, που η πολυφωνία γίνεται κομματική προπαγάνδα.

ΚΙ ΑΥΤΟ γιατί μετά από τόσα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Εμφύλιο, για τα λάθη των μεν και των δε, όχι ισόποσα ίσως, αλλά ο καθένας τα εκτιμά με τις ιδεολογικές του αντιλήψεις, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για καλούς Κομουνιστές και για κακούς Δεξιούς, μονόπλευρα και ολοκληρωτικά. Μετά από μελέτες και άρθρα, μυθιστορήματα και μαρτυρίες που έχουν αναδείξει ότι η διαχωριστική γραμμή των θυμάτων Αριστερών και των θυτών Δεξιών έχει διατρηθεί πολλές φορές, δεν είναι δυνατόν να συνεχίζουμε αυτό το διπολικό σχήμα των λευκών και των μαύρων.

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ στην ιστορική μυθοπλασία θα ερχόταν αν ναι μεν οι Αριστεροί υποστήριζαν τη σοσιαλιστική τους ουτοπία και οι Δεξιοί την παγιωμένη κοινωνική τάξη (λόγοι ιστορικής αληθοφάνειας), αλλά υπήρχαν και Αριστεροί που αμφισβητούσαν το απόλυτο δίκιο της πλευράς τους και του κόμματός τους (άλλωστε έχουν γράψει τόσα ο Αλεξάνδρου, ο Μίσσιος κ.ο.κ.), αλλά και Δεξιοί που θα αμφέβαλλαν για τις τακτικές του κράτους και του παρακράτους εκείνη τη μεταπολεμική εποχή. Σ’ ένα μυθιστόρημα με τέτοιες αυτοκριτικές οπτικές γωνίες, η κομματική νομιμοφροσύνη θα υποχωρούσε στη διερεύνηση της πολυπρισματικής αλήθειας. Αυτό δεν θέλησε να κάνει η Μαραγκοζάκη.

ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ τώρα της συγγραφέως, η γραφή της είναι κοφτερή και καίρια. Αποδίδει το πνεύμα της εποχής, παρακολουθεί τις σκέψεις των προσώπων με καθαρό τρόπο, χωρίς να επιδιώκει να εισχωρήσει στον εσωτερικό μονόλογο της συνείδησής τους, η οπτική τους γωνία είναι συνεπής με τον χαρακτήρα τους και την ιδεολογία τους. Π.χ. χάρηκα την ανάγνωση του κεφαλαίου όπου ο μετριοπαθής Κελέκης συναντά σε μια δεξίωση ενός πλούσιου συχωριανού του τον Αμερικάνο πρέσβη Porter: από τη μια, η ειρωνεία με τη βοήθεια της καθαρεύουσας αποκαλύπτει έναν μαυραγορίτη αριβίστα συχωριανό που πλούτισε κερδοσκοπώντας και κυνηγώντας ευκαιρίες, κι απ’ την άλλη η καθαρή ματιά του Porter σκιαγραφεί αποστασιοποιημένα και αμερόληπτα τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας.

ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ, το βιβλίο εκφράζει με έναν πολύ σύγχρονο τρόπο (ύφος, πολυγλωσσία, εναλλαγές, ένθεση αποσπασμάτων από εφημερίδες) μια παλαιοκομματική γραμμή σκέψης που έχει μείνει στη δεκαετία του ’40. Ο μανιχαϊσμός του, οι καλοί κομουνιστές και οι κακοί δεξιοί, η δικαιολόγηση π.χ. της αποχής από τις εκλογές του 1946, η θυματοποίηση της μίας πλευράς, μια μικρή αναφορά στον σοφό Στάλιν… Η ανάγνωσή του πρόσφερε ένα ωραίο, καλοσχεδιασμένο μπουκάλι κρασί με παλιό περιεχόμενο, που ξεθυμαίνει εύκολα στη σημερινή εποχή της (μετ)εμφυλιακής –θα ήθελα να πιστεύω- συνθήκης.

Πάπισσα Ιωάννα

Friday, March 26, 2021

Annie Ernaux, “Μια γυναίκα”

Η μητέρα δεν είναι απλώς η μήτρα που μας γέννησε, αλλά και μια γενιά πριν από εμάς που φαίνεται πλέον αφελής και ξεπερασμένη, αλλά συνάμα γεμάτη μνήμες και βιώματα που τα νοσταλγούμε.

 

Annie Ernaux

“Une femme”

1987

Μια γυναίκα

μετ. Ρ. Κολαΐτη

εκδόσεις Μεταίχμιο -2020


Διάβασα τον “Τόπο”
και έβαλα στο αναγνωστικό μου ημερολόγιο τη Γαλλίδα.


> Η Αννί Ερνώ γεννήθηκε στη Γαλλία (Lillebonne) το 1940. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν και εργάστηκε σαν καθηγήτρια στο Centre National d' Enseignement par Correspondence. Τα σύντομα, αυτοβιογραφικά της αφηγήματα -τα οποία δεν ξεπερνούν, συνήθως, τις εκατό σελίδες- ασχολούνται με θέματα της παιδικής της ηλικίας, των σχέσεων με τους γονείς της και με τους ερωτικούς της συντρόφους, χωρίς να χάνουν τη ζωντάνια, τη δύναμη και την οξυδέρκειά τους: "Les armoires vides", 1974, "Ce qu' ils disent ou rien", 1977, "La place", 1984 (ελλ. "Η θέση", εκδ. Χατζηνικολή) "Une femme", 1987, "Passion simple", 1991 (ελλ. "Πάθος", εκδ. Χατζηνικολή), "Journal du dehors", 1993, "La honte", 1997 (ελλ. "Ντροπή", εκδ. Χατζηνικολή), "Je ne suis pas sortie de ma nuit", 1999 (ελλ. "Δεν βγήκα από το σκοτάδι μου", εκδ. Χατζηνικολή), "L' evenement", 2000, "La vie exterieure", 2000, "Se perdre", 2001 (ελλ. "Χάνομαι", εκδ. Χατζηνικολή), "L' occupation", 2002, "L' ecriture comme un couteau"- συνεντεύξεις με τον Frederic-Yves Jeannet, 2003. Σε ένα τηλεοπτικό πορτραίτο που ετοίμασε για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού o Timothy Miller, το 2000, η Αννί Ερνώ ισχυρίζεται ότι δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν στη γραφή της: αυτό της κοινωνικής ανισότητας, της τομής ανάμεσα στον οικογενειακό κοινωνικό της χώρο και στον κόσμο των γραμμάτων που διάλεξε ν' ακολουθήσει η ίδια, αφενός, και αφετέρου το στοιχείο της ανδρικής κυριαρχίας στον κόσμο. Μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προϊόν της φαντασίας, αναζητά την πραγματικότητα μέσα από τις αναμνήσεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της, είτε πρόκειται για συναισθήματα -κοινωνικής- ντροπής, είτε πάθους. "Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου", λέει, "δημιουργική εργασία ή εργασία γύρω από θέματα μορφής που να μην έχει αφετηρία της την πραγματικότητα". Το 2001 δημοσίευσε το προσωπικό της ημερολόγιο με τίτλο "Se perdre" ("Χάνομαι"). Τα έργα της διδάσκονται στο γαλλικό σχολείο ως σύγχρονη κλασική λογοτεχνία. Το 1984, το αυτοβιογραφικού περιεχομένου έργο της "Η θέση" (La place) τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot. Το βιβλίο της τα "Τα χρόνια" (Εditions Gallimard, 2008) τιμήθηκε με τα βραβεία Marguerite Duras (2008) και Francois Mauriac (2008).


ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ, ενώ η Γαλλίδα πεζογράφος αφηγείται λιτά, ξερά κι απέριττα περιστατικά απ’ τη ζωή της και το οικογενειακό της παρελθόν, να καταφέρνει να μας συνεπάρει, όχι συγκλονίζοντάς μας αλλά βυθίζοντάς μας σε μια ζεστή αύρα; Αυτό το γλυκό “γιατί” δίνει σκέψεις στον αναγνώστη για το τι είναι καλή λειτουργική λογοτεχνία.

ΕΝΩ στο προηγούμενο έργο της η ματιά εστιάζει στον πατέρα και στην ανέλιξη από γενιά σε γενιά, τώρα επίκεντρο βρίσκεται η μητέρα. Έτσι, από το οικογενειακό που άπτεται της εργασίας και της κοινωνικής ανόδου, περνάμε στο πιο εσωτερικό ενδοοικογενειακό. Πάλι βέβαια τονίζεται η κινητικότητα, καθώς η μητέρα από εργάτρια καταφέρνει με τον άντρα της να ανοίξουν παντοπωλείο και να κάνουν ένα βήμα προς τα πάνω. Ο μεσοπόλεμος και οι πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στη Γαλλία αντανακλούν ίσως μια γενικότερη άνοδο σε όλη την Ευρώπη.

 

“Πιστεύω ότι γράφω για τη μητέρα μου γιατί είναι η δική μου σειρά να τη φέρω στον κόσμο”

 

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, μετά τον θάνατο της μητέρας της γίνεται η ίδια μήτρα ζωής μέσα απ’ το έργο της. Εκεί αναβιώνει τη μητρική φιγούρα. Εκεί αφήνει “αθάνατη” την παρουσία της που χάθηκε. Είναι η γραφή η δύναμη με την οποία ο άνθρωπος γράφει ιστορία, όχι μόνο στα μεγάλα, εθνικά και πολιτικά, αλλά και στα μικρά προσωπικά. Είναι το ημερολόγιο ή η λογοτεχνία μια δύναμη απαθανάτισης. Κι είναι όντως μαγικό πως τα γράμματα της αλφαβήτου μπορούν να κάνουν παρόν ένα χαμένο παρελθόν, να διατηρήσουν ό,τι βιολογικά χάθηκε, ενισχύοντας τη μνήμη κι επιπλέον αναπλάθοντας τις αναμνήσεις.

ΕΙΝΑΙ τελικά μια φυσική λιτότητα που κάνει το κείμενο δελεαστικό. Το εγώ παρατηρεί και εξιστορεί, κοιτάζει φωτογραφίες και σκέφτεται, σκιαγραφεί χωρίς περιττά σχόλια. Είναι το απόσταγμα προσωπικής ματιάς και λογοτεχνικής ουσίας.

ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ. Αν όμως έχει κανείς διαβάσει τον “Τόπο”, που γράφτηκε τρία χρόνια νωρίτερα, το 1984, θα βαλτώσει, βλέποντας έναν ανάλογο τόνο. Η μητέρα που εκφράζει μια άλλη γενιά, που εκτιμά τα γράμματα αλλά όχι τις ελευθερίες της κόρης της, το χάσμα γενεών και η απόσταση από τη διανοούμενη Annie στη “χωριάτα” μάνα της, το γήρας που την κάνει ανήμπορη και παιδί με όλα όσα υφίσταται (π.χ. Alzheimer), η ζωή στην πόλη σε σχέση με την αλλοτινή στο επαρχιακό Yvetot. Η συγκίνηση και η απλότητα της γραφής σε πάνε μέχρι τέλους αλλά δεν σε συντηρούν περαιτέρω. “Μια γυναίκα” είναι μια πλάγια επανάληψη του προηγούμενου βιβλίου και γι’ αυτό δεν εδραιώνει μια κραταιά ανάγνωση.

Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, March 21, 2021

Έλενα Μαρούτσου, “Θηριόμορφοι” – Ούρσουλα Φωσκόλου, “Η Παναγία των εντόμων”

Έντομα και θηρία, άνθρωποι και φυσικό τοπίο, τοπίο όμως που απλώνεται συμβολικά μέσα τους: η μία παίζει με τις ζωόμορφες φωτογραφίες κι η άλλη με το μουσείο φυσικής ιστορίας, όπου αντανακλάται η ζωή του πρωταγωνιστή.

 

Έλενα Μαρούτσου

“Θηριόμορφοι”

εκδόσεις Πόλις

-2020

 

Ούρσουλα Φωσκόλου

“Η Παναγία των εντόμων”

εκδόσεις Κίχλη

-2020

 

 

Απόλαυσα το “Οι χυδαίες ορχιδέες” της Μαρούτσου, αλλά έχασα το “Δύο”, που γράφτηκε από τη Μαρούτσου με τη συμβολή της Φωσκόλου. Έτσι, πήρα το τελευταίο βιβλίο της καθεμιάς.


> Η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία και στις Εικαστικές Τέχνες στο Reading University της Αγγλίας. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και το κολάζ. Έχει γράψει τις συλλογές διηγημάτων "Του ύψους και του βάθους", "Οι προδοσίες των ονομάτων", "Οι χυδαίες ορχιδέες" (υποψήφιο για το Βραβείο του περιοδικού Ο Αναγνώστης, για το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος). Το 2009 το μυθιστόρημά της "Μεταξύ συρμού και αποβάθρας" βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature από το περιοδικό (δέ)κατα. Ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Αθήνα..

> Η Ούρσουλα Φωσκόλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986 και εργάζεται ως γραφίστρια. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού Φρέαρ και επιμελείται τη σελίδα του στο διαδίκτυο. Μεταφράσεις και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Νέα Ευθύνη, Νέο Επίπεδο, Το Δέντρο, (δέ)κατα, Ένεκεν, manifesto, Ακτή, Θράκα, Πλανόδιον και Φρέαρ. Το βιβλίο της "Το κήτος" (Κίχλη 2016) απέσπασε το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη του περιοδικού Κλεψύδρα / Έναστρον.

 

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ της Μαρούτσου γράφεται σε παραλληλία με τις φωτογραφίες της Makabresku (της οποίας είναι και οι καλλιτεχνικές φωτογραφίες του ποστ). Κείμενο και φωτογραφίες φέρνουν σε επαφή ανθρώπους και ζώα. Η εναλλαγή υποδεικνύει και τον τρόπο ανάγνωσης.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Σπύρος ταξιδεύει στην Κρακοβία για ένα συνέδριο κι εκεί γνωρίζει την ηθοποιό Μαριάνα. Την βλέπει ερωτικά μέσα σε ένα πολυδαίδαλο ψυχικό τοπίο εικόνων, αναμνήσεων και τραυμάτων. Η εξωτερική δράση λοιπόν είναι ισχνή, καθώς βαραίνει η εσωτερική δραματικότητα. Όλα περνάνε μέσα από μια μεμβράνη μελαγχολίας, αισθητικής αύρας και αναπάντητων πράξεων. Τα περισσότερα δεν εξηγούνται με βάση μια κραταιά λογική, αλλά βυθίζονται στο μελάνι πριν πήξουν στο μυαλό.

ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ σημείο είναι η θηριώδης ψυχολογία των ανθρώπων. Των ανθρώπων που γίνονται συχνά (και απλά) ζωώδεις, δίπλα στα ανθρωπόμορφα ζώα που αποκτούν αντιθετικά ανθρώπινα αισθήματα. Όλες οι ιστορίες που ρέουν σαν παραπόταμοι από και προς τη βασική ιστορία υπαγορεύουν πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Αυτής που πλησιάζει στο ζώο, σ’ αυτό που έχουμε μέσα μας και δεν φαίνεται. Δημιουργείται έτσι ένας ιστός ανθρώπων, ζώων και συναισθημάτων. Το καθένα από αυτά εξακτινώνεται προς διάφορες κατευθύνσεις, φτιάχνει μικρές ιστορίες, κεντά μικρά μοτίβα. Όλα μαζί συνδέονται πιο πολύ αισθητικά και αισθητιστικά, αλλά και συμβολικά.

ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ, το κείμενο αφήνει έκθετα κουμπιά, που αν τα πατήσεις βρίσκεσαι σε άλλο επίπεδο. Ψυχανάλυση, συμβολοποιία, ζωομορφισμός και ανθρωπομορφισμός, γλωσσική εκζήτηση, αισθητισμός, σεξουαλικότητα, διαφυλικές σχέσεις αλλά και σχέσεις με το εγώ μας, εφιαλτικό παραμύθι, μελαγχολικό θρίλερ, αγχώδης σουρεαλισμός, μαύρη ποίηση. Τελικά μένεις στο αισθητικό όλο και ξεχνάς τα επιμέρους ποταμάκια.

 

Η ΝΟΥΒΕΛΑ της Φωσκόλου παρακολουθεί παράλληλα δυο ιστορίες. Και στις δύο αφηγητής είναι ένας άντρας που αγαπά τον παιδικό του έρωτα, την Αλίκη. Στη μία ιστορία προχωρά μέσα σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας και περιγράφει τα εκθέματα. Στην άλλη σκέφτεται την Αλίκη. Αυτές οι δύο ιστορίες δεν αντιστοιχούν ακριβώς στα κεφάλαια, που εναλλάσσονται. Σ’ αυτά η πορεία μέσα στο μουσείο διακόπτεται από αναμνήσεις του για την Αλίκη. Στα ενδιάμεσα η Αλίκη είναι ξαπλωμένη στο πάτωμα στο σπίτι του κι αυτός θαυμαστικά περιγράφει το σώμα της.

ΤΟ ΥΦΟΣ του κειμένου είναι ποιητικά περιγραφικό κι ακόμα πιο ποιητικά αφηγηματικό. Οι γραμμές, ενώ είναι καθαρές, ταυτόχρονα έχουν κάτι από τη σαγήνη των λέξεων και των μεταφορών. Βλέπουμε το μουσείο και τον κόσμο, τον έρωτα και το γυναικείο σώμα μέσα από ένα πρίσμα παραμυθιού, ποιητικής αύρας και σωματικής μυστηριακής θρησκείας. Μου θύμισε έντονα τα τατουάζ στον “Χορτοφάγο” της Κορεάτισσας Χαν Γκανγκ. Το σώμα ως καμβάς γίνεται πεδίο του έρωτα. Και πάνω στη μαγεία με την οποία το περιβάλλει η Φωσκόλου, ξεπηδά ο θάνατος ως ιδανική κατάληξη.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ γλώσσα σαν κέντημα ή σαν μικρογραφία σε χειρόγραφο. Θέλεις μεγεθυντικό φακό για να δεις κάθε πινελιά, κάθε ίνα. Εικόνες που εναλλάσσονται με σκέψεις, περιγραφές που γίνονται κινητικές εικόνες, παρομοιώσεις που ξεπηδούν μέσα στην αφήγηση. Η γλώσσα περνά το πινέλο της πάνω στα αντικείμενα, τόσο του μουσείου, όσο και της ψυχολογίας του αφηγητή. Κάτι τέτοιο φέρνει σε αντίθεση τη μαγική του αίσθηση με τον ταραγμένο κόσμο του, ο οποίος στο τέλος θα φανεί πόσο διαταραγμένος είναι.

ΠΙΟ ΠΟΛΥ, όσο φτάνω στο τέλος, με την κορύφωση μιας καταστροφικής και αυτοκαταστροφικής πράξης, θυμήθηκα το “Όφις και κρίνο” του Καζαντζάκη, όπου το ζευγάρι των ηρώων πεθαίνουν μέσα στα λουλούδια. Έτσι, ένας επανερχόμενος αισθητισμός, μια θανατολαγνία, μια εστέτ αντίληψη της ζωής και του έρωτα, μια υπεράνω σύλληψη της πραγματικότητας, που οδηγεί σε λεξιλάγνες περιγραφές και ερωτόπληκτα αισθήματα, φαίνεται εγκλωβισμένη στο συγγραφικό εγώ. Το κείμενο ξεχειλίζει με ωραιοπαθείς εικόνες, ώστε να οδηγήσει τον αναγνώστη στο θανατηφόρο (με δόσεις παράνοιας) τέλος.

 

Philip Leslie Hale
"The Crimson Rambler"

ΝΙΩΘΩ ότι και τα δύο κείμενα αφέθηκαν πολύ στο ποτάμι της γλώσσας, γέμισαν ναρκισσιστικά απ’ τη σαγήνη της και παρασύρθηκαν σε μια παλιομοδίτικη προσκόλληση σ’ αυτήν. Μια ρομαντική περιδίνηση στον μεταφορικό λόγο, σ’ αυτόν που περιγράφει μεταφυσικά και που συνδέει το ερωτικό με το δολοφονικό, μας ξαναγυρίζει σε μια λογοτεχνία άλλων εποχών. Πιάνω τον εαυτό μου να γίνεται αναγνώστρια του 19ου αιώνα, όπου όλα είναι κλεισμένα σε ένα πέπλο μαγείας και γλωσσικής αναπνοής. Να θλίβομαι και να πονώ, μέσα στην υπερβολή της αφήγησης, που θέλει να παίξει στα ήρεμα πλήκτρα αλλά τελικά καταντά βαρυφορτωμένη με τα περιττά στολίδια της.

Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, March 18, 2021

Τζόναθαν Κόου, “Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ”

Ο διάσημος σκηνοθέτης Wilder και η τελευταία του ταινία, που γυρίζεται στην Ελλάδα. Έτσι, μια Ελληνίδα βρίσκεται τυχαία δίπλα του, αλλά κερδίζει την εμπιστοσύνη του.


Jonathan Coe

“Mr Wilder and Me”

2020

Τζόναθαν Κόου

“Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ”

μετ. Α. Τριμπέρη

εκδόσεις Πόλις -2020

 

Γνωστός στο Βιβλιοκαφέ ο Coe. Έχει έρθει μερικές φορές, έχει πιει τον καφέ του, μερικά απογεύματα το βρετανικό του τσάι, έχει πιει και τα ουισκάκια του. Τα βιβλία του έχουν συζητηθεί. Άλλωστε έχουν μεταφραστεί πολλά έργα του στα ελληνικά. 


> Ο Jonathan Coe γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1961. Σπούδασε φιλολογία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ και είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Γουόρικ (αντικείμενο της διατριβής του αποτέλεσε το έργο του Henry Fielding, "Tom Jones"). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ και εργάστηκε παράλληλα ως μουσικός, συνθέτοντας τζαζ, και ως δημοσιογράφος, διατελώντας τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας "The Guardian" και κριτικός κινηματογράφου του "New Statesman". Για το βιβίο του "Μέση Αγγλία" τιμήθηκε με το Prix du Livre Europeen (2019).


ΜΙΑ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ πλέον γυναίκα, η Καλλιστώ, με άνδρα και δυο παιδιά, συνθέτρια που όμως δεν πολυδουλεύει σε ταινίες, όπως παλιά, αναπολεί τη συνεργασία της με τον μεγάλο σκηνοθέτη Billy Wilder. Ο Άγγλος δηλαδή συγγραφέας παίρνει μια πραγματική κινηματογραφική περσόνα και την θέτει στο κέντρο της μυθοπλασίας του, δίπλα σε μια πλαστή όπως είναι η Καλλιστώ.


Billy Wilder: Η ζωή και οι ταινίες του

 

Ο εβραϊκής καταγωγής, Βιενέζος Μπίλι Γουάιλντερ (Billy Wilder) (γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1906), αποφάσισε στα 18 του χρόνια να αφοσιωθεί στη δημοσιογραφία, χάρη στην οποία μετακόμισε στο Βερολίνο για να εργαστεί σ' ένα μεγάλο ταμπλόιντ της πόλης. Στον κινηματογράφο στράφηκε το 1929, γράφοντας σενάρια για διάφορες ταινίες, ανάμεσά τους και την κλασική «Οι άνθρωποι την Κυριακή». Η άνοδος, όμως, του Χίτλερ στην εξουσία τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το Βερολίνο και αφού παρέμεινε για ένα μικρό διάστημα το Παρίσι, να καταλήξει στο Χόλιγουντ, όπου θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του το Μάρτιο του 2002.

Πολύ γρήγορα κατάφερε να μάθει την αγγλική γλώσσα (παρ' όλο που δεν έχασε ποτέ τη γερμανική προφορά του) και, το 1937, άρχισε να γράφει σενάρια για τον Ερνστ Λούμπιτς («Η 8η σύζυγος του Κυανοπώγωνα», «Νινότσκα»), δημιουργό που θαύμαζε και που σίγουρα τον επηρέασε στις όλο σαρκασμό και βιτριόλι κατοπινές κωμωδίες του. Σενάρια έξυπνα, με εύστροφους, καυστικούς, «σοφιστικέ» διαλόγους, που έγραφε με τον Τσαρλς Μπράκετ, συνεργάτη του σε 13 συνολικά ταινίες, γραμμένα για σκηνοθέτες με τους οποίους όμως ο Γουάιλντερ δεν ήταν ικανοποιημένος, με αποτέλεσμα να πείσει τελικά το στούντιο να του επιτρέψει να σκηνοθετήσει ο ίδιος την ταινία «Υπερφυσική μπεμπέκα» (1942).

Το 1944 ο Γουάιλντερ συνεργάζεται με το συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ρέιμοντ Τσάντλερ στην ταινία «Κολασμένη αγάπη», από τα πιο αντιπροσωπευτικά φιλμ νουάρ που έδωσε το Χόλιγουντ - από τις πιο θυελλώδεις συνεργασίες, με έναν εξοργισμένο Τσάντλερ να προσπαθεί πείσει το στούντιο να απολύσει τον Γουάιλντερ!

Στη συνέχεια, ο Γουάιλντερ γυρίζει το «Χαμένο Σαββατοκύριακο» (1945), μελέτη του αλκοολισμού, με σκηνές γυρισμένες στους δρόμους της Νέας Υόρκης, που χάρισε στον Γουάιλντερ δύο Όσκαρ (σκηνοθεσίας και σεναρίου), με την ταινία να κερδίζει άλλα δύο (καλύτερης ταινίας και της ερμηνείας του Ρέι Μιλάντ). Το 1949 γυρίζει τη σαρδόνια, μαύρη κωμωδία του «Η λεωφόρος της Δύσεως», καυστική ματιά πάνω στον κόσμο του Χόλιγουντ, που του χάρισε άλλο ένα Όσκαρ για το σενάριο (τελευταία του συνεργασία με τον Μπράκετ).

Θ' ακολουθήσουν οι ταινίες: «Το τελευταίο ατού» (1951), το πορτρέτο ενός κυνικού ρεπόρτερ, «Θάλαμος εξοντώσεως 17» (1953), το δράμα των αιχμαλώτων πολέμου σε ναζιστικά στρατόπεδα, «Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (1954), ρομαντική κωμωδία με την Οντρεϊ Χέπμπορν. Βραβεύτηκε με Όσκαρ Κοστουμιών και Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Σεναρίου.


Επιπλέον το «Εφτά χρόνια φαγούρα» (1955), σέξι κωμωδία, πρώτη συνεργασία του Γουάιλντερ με τη Μέριλιν Μονρόε, «Λίντμπεργκ» (1957), γύρω από το περιβόητο ταξίδι του Λίντμπεργκ πάνω από τον Ατλαντικό και «Μάρτυς κατηγορίας» (1957), δικαστικό θρίλερ της Αγκάθα Κρίστι με τη Μάρλεν Ντίτριχ και τον Τσαρλς Λότον. Με την επόμενη ταινία του, «Αριάν» (1957), ρομαντική κομεντί και πάλι με την Οντρεϊ Χέπμπορν, ο Γουάιλντερ βρίσκει ένα νέο συνεργάτη στο σενάριο, τον Ι.Α.Λ. Ντάιαμοντ.

Μαζί του φτιάχνει μερικά από τα μεγάλα του αριστουργήματα: «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959), παρωδία των γκανγκστερικών ταινιών, με το απολαυστικό τρίο Τζακ Λέμον - Μέριλιν Μονρόε - Τόνι Κέρτις, «Η γκαρσονιέρα» (1960), τολμηρή για τα χολιγουντιανά πρότυπα της εποχής δραματική κομεντί, «Ένα, δύο τρία» (1961), σατιρική κωμωδία με φόντο το «διχασμένο» Βερολίνο, «Γλυκιά μου Ίρμα» (1963), άλλη απολαυστική κωμωδία, διασκευή θεατρικού έργου, με τον Τζακ Λέμον και τη Σίρλεϊ ΜακΛέιν, «Φίλησέ με κουτέ» (1964), μια ακόμη προκλητική για τα τότε ήθη της Αμερικής κωμωδία και «Ένας υπέροχος απατεώνας» (1966), με τον Γουόλτερ Ματάου (Όσκαρ ερμηνείας) να ερμηνεύει τον αδίστακτο, αμοραλιστή δικηγόρο του Τζακ Λέμον.

Η δεκαετία του '70 αρχίζει με τις «Περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς» (1970), από την οποία οι παραγωγοί αφαίρεσαν ένα ολόκληρο επεισόδιο, ενώ ακολουθούν η ρομαντική, ειρωνική κωμωδία «Αβάντι» (1972), και πάλι με τον Τζακ Λέμον, και η καυστική για τον κιτρινισμό στον Τύπο κωμωδία «Η πρώτη σελίδα» (1974), με το δημοσιογράφο Λέμον να συγκρούεται με τον εκδότη του, Ματάου. Θα περάσουν όμως τέσσερα χρόνια πριν ο Γουάιλντερ μπορέσει να γυρίσει την επόμενη ταινία του, «Φεντόρα» (1978), ιστορία μιας απομονωμένης ηθοποιού, εμπνευσμένης από την Γκρέτα Γκάρμπο, που τμήμα της γυρίστηκε στην Ελλάδα. Η καριέρα του κλείνει με μια ακόμη απολαυστική κωμωδία, «Τα φιλαράκια» (1981), με το δίδυμο Λέμον-Ματάου.

http://www.cinephilia.gr/index.php/prosopa/classicus/367-billy-wilder


Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ, που είναι ελληνικής καταγωγής, γίνεται ο δούρειος ίππος του μυθιστοριογράφου, για να παρακολουθήσει αυτός κι εμείς τον διάσημο σκηνοθέτη και μαζί του το Hollywood, την Marilyn Monroe, τον κινηματογραφικό Sherlock Holmes κ.λπ. Συναντά για πρώτη φορά τον Wilder το 1976 κι επομένως η ίδια δεν έζησε από κοντά τα μεγάλα του έργα. Γιατί ο Coe επέλεξε να διεμβολίσει τον κόσμο του Wilder στο τέλος της ζωής του; Τι σχέση έχει η ελληνική καταγωγή της αφηγήτριας με το αμερικάνικο όνειρο; Τι ήθελε ο ίδιος ο συγγραφέας να βρει στον κινηματογράφο; Ωραία αναγνωστικά ερωτήματα, που δεν ξέρω αν θα βρω την απάντηση διαβάζοντας το βιβλίο.

ΤΟ ΙΔΙΟ το βιβλίο δίνει σιγά σιγά απαντήσεις. Η Καλλιστώ είναι Ελληνίδα, γιατί γνωρίζει τον Wilder, όταν αυτός προετοιμάζει την ταινία «Φεντόρα» (1978) που θα γυριστεί εν μέρει στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα. Επομένως, η ηρωίδα, η οποία θα βοηθήσει άθελά της στην ταινία, γίνεται ο σύνδεσμος του σκηνοθέτη με το ελληνικό πλαίσιο, εκεί στα πρώτα χρόνια μετά τη χούντα. Η δεκαετία του ’70 ζωντανεύει τόσο στο αμερικάνικο σκέλος της όσο και στο ελληνικό.

ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ όμως ο Coe εστιάζει, όπως φαίνεται σταδιακά, στον ίδιον τον Wilder και στην ταινία του Fedora ως δείγματα ηλικιωμένων και παρωχημένων καλλιτεχνών που βλέπουν τα πράγματα να αλλάζουν και να μένουν πίσω. Είναι μια ανάλογη αίσθηση με τους ηλικιωμένους ήρωες των δικών μας πεζογράφων (ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ: ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ), που βλέπουν τις εξελίξεις κι αυτοί θέλουν πολύ να ακολουθήσουν, αλλά δεν μπορούν… Ο Wilder ξεπερνιέται από τον Spielberg, βλέπει ότι δεν βρίσκει εύκολα χρηματοδότηση, αγωνιά να καταλάβει προς τα πού πάει ο κινηματογράφος, τι θέλουν οι νέοι, τι ζητά εντέλει η ιστορία. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο 60χρονος Coe, που δεν είναι τόσο μεγάλος, σκέφτεται κάτι αντίστοιχο. Ίσως συμπάσχει με χαμένες προσωπικότητες, χαμένες από τον χρόνο και την εξέλιξη, που τις αφήνει στα περασμένα μεγαλεία.

ΤΟ “Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ” είναι ακριβώς το ένδοξο παρελθόν που συναντά το φιλόδοξο / δειλό παρόν. Η Καλ είναι μια συνεσταλμένη κοπέλα, ενώ ο Μάθιου εκπροσωπεί τη θύελλα που θέλει να φέρει το καινούργιο στο cinema. Και τώρα που η Καλ είναι μεγάλη, βλέπει το ίδιο χάσμα γενεών να τη χωρίζει από τις κόρες της. Ο κύριος Γουάιλντερ είναι η ιστορία που περνά, κι εγώ, η Καλ, το μέλλον που βλέπει το παρελθόν και θέλει να το πιστέψει.

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, March 15, 2021

Ελένη Μπουκαούρη, “άθελά μας”

 Οι Αλσατοί βρίσκονταν πάντα ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Γάλλους, αδυνατώντας να βρουν μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία. Κι εμείς σήμερα που κάνουμε πράγματα άθελά-μας.


Ελένη Μπουκαούρη

“άθελά μας”

εκδόσεις Αλεξάνδρεια

2020

 

Ο Πατριάρχης Φώτιος ήξερε τη δημοσιογράφο Ελένη Μπουκαούρη από τον «Φλας», όπου την άκουγε παλιά. Το βιβλίο της λοιπόν ήρθε να δέσει το δημοσιογραφικό παρελθόν με ένα συγγραφικό παρόν που δεν ξέρουμε τι θα φέρει.


> Η Ελένη Μπουκαούρη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Γαλλική Λογοτεχνία, Γλωσσολογία και Ιστορία στο Στρασβούργο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον τομέα των Διεθνών Ειδήσεων, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και στο ραδιοσταθμό "Φλας". Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές στις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Η συλλογή διηγημάτων "Οχτωμισάρια" ήταν το πρώτο της πεζογράφημα.

 

ΤΡΟΜΕΡΗ ιδέα. Οι Αλσατοί είναι μια φυλή γερμανογαλλική, που κατοικούν ανάμεσα στις δύο χώρες, μιλάνε μια ξεχωριστή γλώσσα/διάλεκτο και είχαν από το 1914 έως το 1940 αλλάξει επικράτεια τέσσερις φορές, μια στη Γαλλία και μια στη Γερμανία. Ακόμα χειρότερα οι Nazi είχαν στρατεύσει εφήβους και νεαρούς Αλσατούς, μόλις προσάρτησαν την επαρχία το 1940, και τους έστειλαν με ελάχιστη εκπαίδευση να πολεμήσουν στο Ανατολικό μέτωπο, όπου πέθαναν χιλιάδες από αυτούς. Επίσης, τους είχαν πάρει μαζί τους στη σφαγή του Oradur που έγινε τον Ιούνιο του 1944 μέσα στη γαλλική επικράτεια. Συνέπεια όλων αυτών, που έγιναν “Malgré nous”, δηλαδή άθελά μας, ήταν όλοι να τους μισούν, τόσο οι Γερμανοί που τους θεωρούσαν Γάλλους, όσο και οι Γάλλοι που τους θεωρούσαν πουλημένους.


ΑΥΤΟΝ τον διχασμό, την ενδιάμεση ταυτότητα, την ακούσια στράτευση, την άμοιρη συμπερίληψη με τους
Nazi αξιοποιεί η συγγραφέας στο πρόσωπο του γηραιού πλέον Meyer, που παντρεύτηκε Ελληνίδα και βρίσκεται τώρα υπερήλικας και άρρωστος σε νοσοκομείο της χώρας μας, με τη φροντίδα της κόρης του Λουίζας. Εκεί τον συναντά η Ειρήνη, που σπούδασε στο Strasbourg, και ενδιαφέρεται για αυτή τη διχοστασία των χωρίς-τη-θέλησή-τους Αλσατών. Η κατάστασή τους θυμίζει τους Σλάβους της Βόρειας Μακεδονίας, τους οποίους στις αρχές του 20ού αιώνα τραβούσαν πότε οι Βούλγαροι και πότε οι Σέρβοι ως ομοεθνείς τους.

ΩΣΤΟΣΟ, η Μπουκαούρη αντιμετωπίζει το θέμα με μια αφηγηματική αμηχανία. Ξεκινά με δυο άλλους, τον Άκη και τον Τάκη, που βιώνουν την κρίση, φτάνει κάποια στιγμή στο κέντρο του θέματός της, εμφανίζει και εξαφανίζει τους δύο φίλους, θέτει ανάμεσα λογοτεχνικά προσχέδια κείμενα και ημερολογιακές καταγραφές, εξιστορεί ωμή την ιστορία της περιοχής, απλώνει με λίγα λόγια τα υλικά της σκόρπια και ασύνδετα. Υπάρχει μια χαώδης αναρχία. Το τότε συμπλέκεται με το σήμερα, αλλά δεν φαίνεται η αντιστοιχία, η αντανάκλαση του διχασμού και της τραγικότητας των “Malgré nous” με τις ψυχικές εκκρεμότητες των σύγχρονων Ελλήνων.

ΠΡΟΣ το τέλος, σε ένα είδος αφηγηματικού κύκλου, το μυθιστόρημα επιστρέφει στον Τάκη Κ. κατά βάση, που βρίσκεται στα τελευταία του και γράφει λογοτεχνικά έργα, ψάχνοντας την πρωτότυπη ιστορία αλλά και τη δική του αλήθεια. Πιθανόν λοιπόν κέντρο του βιβλίου της Μπουκαούρη είναι φαινομενικά οι Αλσατοί στρατευμένοι ενώ στην πραγματικότητα αναφέρεται στους ανθρώπους του σήμερα που κάνουν πράγματα “malgré nous”, άθελά τους, σε έναν κόσμο που δεν τους στηρίζει.

Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, March 11, 2021

Alexis Ragougneau, “Νιλς”

Η αποναζιστοποίηση στη Γαλλία φαίνεται ότι μοιάζει με αυτήν της Ελλάδας, μόνο που εμείς περάσαμε κι έναν Εμφύλιο. Κι εκεί οι συνεργάτες των Γερμανών διώκονται, ίσως με υπερβάλλοντα ζήλο, πέρα από τις πραγματικές ενοχές τους.

 

Alexis Ragougneau

Niels

2017

“Νιλς”

μετ. Μ. Πιμπλής

εκδόσεις Στερέωμα -2020


Μετά το αφιέρωμα στον ναζισμό και τα ίχνη του ("Η λογοτεχνία της ευρωπαϊκής αντίστασης απέναντι στον Ναζισμό", 22 Οκτωβρίου 2018), που κάναμε παλιότερα, εξακολουθούμε να αναζητούμε καλά βιβλία που βλέπουν την εποχή αυτή και γενικά τη δεκαετία του ’40 υπό το πρίσμα των απόηχων της χιτλερικής χολέρας.


> Ο Αλέξις Ραγκουνιό (Alexis Ragougneau), γεννημένος το 1973, είναι θεατρικός συγγραφέας. Έχει δημοσιεύσει δώδεκα θεατρικά έργα, οκτώ από τα οποία γράφτηκαν μετά το 2004. Σημαντικός αριθμός από τα θεατρικά του έργα ανέβηκαν στη Γαλλία και την Ελβετία. Το βιβλίο του "Η Μαντόνα της Νοτρ-Νταμ" είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Ο Ραγκουνιό εργάστηκε πολλά χρόνια στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων (Νοτρ-Νταμ). Γνωρίζει όλα τα αμέτρητα μυστικά της, τους ξεχασμένους πια ανθρώπους που περιτριγύριζαν τον ναό, που τους αποκαλεί "οι ξεστρατισμένες ψυχές της Νοτρ-Νταμ".


ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ξεκινά στη Δανία, παραμονές της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Niels Rasmussen είναι σαμποτέρ, που τελευταία στιγμή δεν ανατινάζει έναν γερανό, γιατί μαθαίνει τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, ενώ ταυτόχρονα πληροφορείται τη δίκη για δωσιλογισμό του Jean-François Canonnier, ανθρώπου του γαλλικού θεάτρου με τον οποίο είχε συνεργαστεί ως σκηνοθέτης την περίοδο πριν από την έναρξη του πολέμου. Ο Niels λοιπόν επιστρέφει στο Παρίσι, όπου έρχεται αντιμέτωπος με τη ρευστή κατάσταση αντιστασιακών και συνεργατών των Γερμανών, ουδέτερων που κατηγορήθηκαν, άλλων που άλλαξαν στρατόπεδο και γενικότερα μιας γαλλικής κοινωνίας χωρίς άσπρα και μαύρα τετράγωνα.

Ο RAGOUGNEAU εστιάζει ακριβώς στη ζώνη του λυκόφωτος, αλλά και στο μεταίχμιο, όπου τι σημαίνει συνεργασία με τους εχθρούς, τι σημαίνει αντίσταση και τι ανοχή είναι ρευστά, και δύσκολα κανείς μπορεί να ξεχωρίσει με ακρίβεια τι συμβαίνει. Όχι επειδή τα πράγματα είναι αδιευκρίνιστα, αλλά επειδή οι γκρίζες ζώνες της ουδετερότητας, της ανοχής, της καταναγκασμένης συμμετοχής, της ενεργού συμμετοχής, της ιδεολογικής ταύτισης δεν είναι σαφή. Κι ειδικά όταν εμπλέκεται το θέμα της φιλίας, το δίλημμα μεγαλώνει για τον Niels, αν και στην αρχή είναι επιφυλακτικός ή και αντίθετος να βοηθήσει, αυτός ένας παθιασμένης αντιναζιστής που ρίσκαρε τη ζωή του στη Δανία, να βοηθήσει έναν δωσίλογο παλιό φίλο.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ στήνεται πάνω στην έρευνα του Niels να διευκρινίσει πόσο και αν άλλαξε ο παλιός του φίλος, ώστε να κατηγορείται ως δωσίλογος. Αλλά η έρευνα αυτή ταυτόχρονα τον οδηγεί (κι εμάς μαζί) να ανακαλύψει πώς λειτούργησε η Γαλλία μετά την ήττα από τον Hitler και πώς ο Στρατάρχης Pétain, ο δοτός πρωθυπουργός της χώρας επί Κατοχής, μάζεψε γύρω του πολλούς. Κι αυτοί οι πολλοί είτε από ιδεολογία, είτε από φιλοτομαρισμό, είτε επειδή κινήθηκαν στα θαμπά όρια της φιλοπατρίας και της υποταγής στον κατακτητή, είτε… συνεργάστηκαν και δεν συνεργάστηκαν, πίστεψαν και επιφυλάχθηκαν, έκαναν το μαύρο γκρι αλλά και το άσπρο πάλι γκρι!

Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ Γαλλία μοιάζει με την Ελλάδα, ίσως και με άλλες χώρες. Επιχειρεί μια αυτοκάθαρση από τους συνεργάτες των Nazi, αλλά τα όρια μεταξύ των δωσίλογων και των αντιστασιακών, είτε σκόπιμα είτε ασύνειδα, θολώνουν. Ακόμα δεν είναι ευδιάκριτο αν έχουμε αντικειμενικές κατηγορίες ή ιδιοτελείς μομφές, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αλλά και πολλοί μεταπήδησαν στο άλλο στρατόπεδο όταν είδαν ότι τα πράγματα αλλάζουν.

Ο NIELS έρχεται αντιμέτωπος με μαρτυρίες ανθρώπων που προσπαθούν να παρουσιάσουν τον εαυτό τους καθαρό, ενώ υποψιάζεται πως είχαν συμμετάσχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο καθεστώς του Vishy. Κι ανάμεσά τους άνθρωποι των γραμμάτων που έδειξαν φιλοναζιστικά στοιχεία: ο πολύς Louis-Ferdinand Céline, ο Robert Brasillach, ο Pierre Drieu La Rochelle, ο Lucien Rebatet, ο Charles Maurras, ενώ στους κύκλους αυτούς ανήκε και ο συγγραφέας Jean Cocteau, που συναναστρεφόταν άλλους διανοούμενους της εποχής, όπως τον Ernst Jünger, τους Paul Morand και Henry Millon de Montherlant, τον εκδότη Gaston Gallimard τον Carl Schmitt. Ο Γάλλος μάλιστα συγγραφέας πλάθει ένα μικρό θεατρικό, μέσα στο μυθιστόρημα, όπου συνδιαλέγονται σε ένα σαλόνι του καλού κόσμου πολλοί απ’ αυτούς…


In2life, 8/3/2021 

Πάπισσα Ιωάννα