Σαν σήμερα στις 21 Ιουνίου 2006 η “Κάτια”
συνέλαβε την ιδέα, τη συζήτησε με τον “Πατριάρχη Φώτιο” και μαζί την πραγματοποιήσαμε
μόλις ανοίξαμε το Βιβλιοκαφέ και βάλαμε τα πρώτα τραπεζάκια. Η “Κάτια”, που
στην πραγματική-της ζωή είναι άνδρας, αποχώρησε, όταν το Βιβλιοκαφέ απέκτησε
σιγά σιγά το στίγμα-του, αλλά η αρχική-της συνεισφορά και ώθηση ήταν και είναι
πολύτιμη. Από τότε υπηρετώ μόνος-μου αυτό το καφενεδάκι ως μάγειρας,
σερβιτόρος, καθαρίστρια, μάνατζερ, λατζέρης κ.ο.κ. (με τη σύντομη μεταφραστική
βοήθεια της “Bookmark”, για την οποία την ευχαριστώ θερμά), πιστεύοντας ότι η
συζήτηση για το βιβλίο είναι το ίδιο σημαντική με την ανάγνωση.
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ, χωρίς να σχολιάζουν.
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ και σχολιάζουν.
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ κι ανοίγουν σχόλιο το
σχόλιο διάλογο με τα γειτονικά τραπεζάκια και την ταπεινότητά-μου.
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ και θεωρούν ότι κάτι
έχει να πει στο βαθύτερο είναι-τους.
Ευχαριστώ όσους “κλέβουν” ιδέες, έστω και αν δεν παραπέμπουν
στο vivliocafe.blogspot.gr.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που πιστεύουν στο Βιβλιοκαφέ και
στέλνουν στον Φώτιο τα βιβλία τους.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που απαντάνε καλοπροαίρετα στην
αυστηρή κριτική που τους ασκώ.
Ευχαριστώ τους
συγγραφείς που εκτιμούν το Βιβλιοκαφέ ακριβώς επειδή ασκεί τίμια αν και αυστηρή
κριτική στα έργα τους.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που διαβάζουν χολωμένοι την αυστηρή
κριτική μου και σκέφτονται πόσο άδικο έχω.
Ευχαριστώ όσους έχουν τον οποιοδήποτε αντίλογο (και τον
εκφράζουν).
Θεώρησα ότι ο καλύτερος τρόπος να εκφράσω όσα νιώθω και
σκέφτομαι για το Βιβλιοκαφέ και τις φιλοδοξίες-μου είναι μια σειρά
ερωταπαντήσεων. Κρίμα που δεν το σκέφτηκα πιο νωρίς, για να ζητήσω από εσάς να
μου καταθέσετε τις ερωτήσεις, που θα θέλατε να απαντήσω.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Δ. Καταρχάς, πείτε μας
πώς ξεκίνησε το όλο εγχείρημα.
Π.Φ. Η ιδέα ανήκει στην Κάτια. Η Κάτια, που σημειωτέον είναι
άνδρας, μου πρότεινε ένα είδος ψηφιακού βήματος, το μπλογκ, που τότε το
αγνοούσα εντελώς. Εκεί θα γράφαμε ό,τι ο καθένας ήθελε, με ψευδώνυμο,
προκειμένου να παρεμβαίνουμε με τον λόγο-μας και να εκφράζουμε τις απόψεις-μας
για το βιβλίο και τη λογοτεχνία.
Δ. Το όνομα ανήκει κι
αυτό στην Κάτια;
Π.Φ. Το όνομα “Βιβλιοκαφέ” ήταν δική-μου ιδέα. Σκέφτηκα ότι
για κάθε ανάρτηση, ανάλογα με το είδος-της, να υπάρχει ένα διαφορετικό ρόφημα,
ποτό, σνακ κ.ο.κ., που να δηλώνει τι θα ακολουθήσει. Σκέφτηκα έναν ζεστό χώρο,
που θα φιλοξενεί ανθρώπους με ενδιαφέρον για το βιβλίο, οι οποίοι θα πίνουν το
καφεδάκι-τους και θα συνομιλούν γι’ αυτό.
Δ. Για πότε μιλάμε;
Π.Φ. Η ιδέα συνελήφθη την 21η Ιουνίου 2006 και μετά από λίγο
ψάξιμο και συζητήσεις για το προφίλ, τα χρώματα, τις γραμματοσειρές κ.ο.κ.
πραγματώθηκε εν οθόνη την 26η του ίδιου μήνα.
Δ. Το δικό-σας όνομα
πώς προέκυψε;
Π.Φ. Το όνομα δεν ήθελα να παραπέμπει σε κάποιο
χαρακτηριστικό-μου άσχετου με το βιβλίο. Επέλεξα λοιπόν, από το παραγκωνισμένο
Βυζάντιο, το όνομα ενός λογίου που έφτιαξε μια από τις πιο γνωστές συλλογές
αναγνωστικών γνωμών για βιβλία που είχε διαβάσει, τη “Μυριόβιβλο”. Μια τέτοια
κιβωτό διέσωσε έργα που τώρα πλέον είναι χαμένα. Φιλοδοξία-μου, λοιπόν, ήταν να
γράφω σημειώματα για βιβλία που διάβασα σε ένα είδος ηλεκτρονικού ημερολογίου.
Δ. Σας κατηγορούν ότι
το όνομα δείχνει έπαρση…
Π.Φ. Συνειδητοποίησα αργότερα ότι μπορεί να εκληφθεί ως
αλαζονία να υπογράφεις ως Πατριάρχης. Νομίζω, εκ των υστέρων κρίνοντας, ότι
θέλησα να τιμήσω έναν τέτοιο πνευματικό άνθρωπο, σαν τον Φώτιο, αλλά πλαγίως να παίξω με την “Πάπισσα
Ιωάννα” του Ροΐδη και το αλάθητο του Πάπα, που δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση
για όσα γράφω.
Δ. Πρώτη απήχηση του
ιστολογίου;
Π.Φ. Στην αρχή το δουλεύαμε σαν ένα είδος μονόλογου, χωρίς
ανάγκη για διάδραση. Σταδιακά, όμως, εγώ τουλάχιστον περίμενα τον επισκέπτη που
θα μπει και να συνομιλήσει μαζί-μας. Τους πρώτους μήνες, κατά τους οποίους
γράφαμε αραιά και πού, και μάλιστα μικρά κείμενα, φευγαλέα και επιδερμικά, δεν
είχαμε παρά ένα δυο επισκέπτες και σχολιαστές. Δεν μπορώ να ορίσω πότε γίναμε
ένα ευπαρουσίαστο μαγαζάκι που μάζευε περισσότερο κόσμο…
Δ. Με την Κάτια
μαλώσατε;
Π.Φ. Όχι, ευτυχώς. Εκείνος (επειδή πρόκειται για άνδρα)
θέλησε σταδιακά να αποδεσμευτεί λόγω υποχρεώσεων. Σαν να πίστεψε ότι το
Βιβλιοκαφέ θα του έτρωγε πολύ χρόνο, σαν να ήθελε να αφιερωθεί χωρίς δεσμεύσεις
στα δικά-του διαβάσματα και γραψίματα.
Δ. Είχατε πρότυπα;
Π.Φ. Νομίζω ότι δικαιωματικά το μπλογκ diavazo.blogspot.gr,
όπου ο Reader’s diggest έγραφε εκείνη την εποχή και σάρωνε ό,τι συνέβαινε στην ελληνική
τουλάχιστον βιβλιοπαραγωγή, ήταν βασικός πυλώνας εισόδου στη χώρα των
ιστολογίων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι άνοιξε δρόμους ως προς τη δυνατότητα να
μιλάμε για βιβλία και να συζητάμε επ’ αυτών.
Δ. Κι από τότε;
Π.Φ. Κλείνω σήμερα εννέα χρόνια κι είμαι ευτυχής που έκανα το
χόμπι-μου τακτική ενασχόληση.
Δ. Τι ακριβώς
επιδιώκετε με το μπλογκ-σας;
Π.Φ. Στην αρχή το είδα σαν ένα είδος ημερολογίου, ή μάλλον
αρχείου, όπου θα κατέγραφα τις αναγνωστικές-μου εντυπώσεις από τα βιβλία που
διάβαζα. Ένα είδος Κιβωτού που θα διασώσει όσα διάβαζα, καλά και κακά. Από εκεί
και πέρα προσπάθησα, όχι με τόση επιτυχία όση θα ήθελα, να πυροδοτήσω διαλόγους
και να ανοίξω συζητήσεις με άλλους συν-αναγνώστες.
Δ. Γιατί λέτε “όχι με τόση
επιτυχία”;
Π.Φ. Γιατί τα μπλογκς έχασαν τον ρόλο-τους, όπως φοβόμουν από
την πρώτη στιγμή, όσο οι διαπροσωπικές σχέσεις επικράτησαν απέναντι στα βιβλία
και στις επ’ αυτών αναγνώσεις. Έτσι, ο διάλογος δεν είχε κίνητρο, όσο δεν ήταν
το βιβλίο στο επίκεντρο.
Δ. Σας κατηγορούν ότι
είστε πολύ αυστηρός στις εκτιμήσεις σας για τα βιβλία. Τι λέτε;
Π.Φ. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Έναν “αντικειμενικό” κι
έναν “υποκειμενικό”. Ο υποκειμενικός αφορά μόνο (ίσως) εμένα, αφού είμαι
περίεργος να δω νέους συγγραφείς και να ανακαλύψω νέες φωνές. Συνήθως βέβαια
απογοητεύομαι κι επομένως μπαίνω στο δίλημμα αν θα γράψω αρνητικά ή αν θα
προσπεράσω το βιβλίο. Κατά 70% (παλιότερα περισσότερο) τελικά γράφω, πιο πολύ
γιατί ακόμα και μέσα από μια τέτοια τοποθέτηση μαθαίνει κανείς, τόσο εγώ όσο
και ο επισκέπτης του Βιβλιοκαφέ, να σκέφτεται για τα κριτήρια της καλής
λογοτεχνίας.
Ο
αντικειμενικός λόγος είναι ότι δεν κυκλοφορούν τόσο πολλά καλά (ελληνικά) βιβλία,
ώστε να με ικανοποιούν. Οι περισσότεροι, κριτικοί όσο και ιστολόγοι, ξεκινούν
με θετική προκατάληψη που τους οδηγεί στο να βλέπουν μόνο τα θετικά σε ένα
βιβλίο. Όποιος όμως σκέφτεται με κριτήριο τον Χρόνο, δεν μπορεί να βλέπει όλα
όσα διαβάζει ως εξαίρετα, αξιόλογα, έξοχα, καταπληκτικά. Βάζω τον εαυτό-του στη
θέση του αναγνώστη λ.χ. είκοσι χρόνια μετά και προσπαθώ να καταλάβω πόσο
διαχρονικό, πόσο επίκαιρο, αισθητικά και ιδεολογικά, θα είναι το έργο, πόσο θα
διαρκέσει. Με αυτό το κριτήριο τα περισσότερα βιβλία αποδεικνύονται λίγα.
Δ. Μα υπάρχουν ένα σωρό
κλασικά και ένα σωρό ξένα που έχουν καταξιωθεί…
Π.Φ. Δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Ως προς τα κλασικά, έχω
την 1η μέρα κάθε μήνα μια “στήλη” που αναφέρεται σε έναν Νομπελίστα ή σε έναν
συγγραφέα με κλασική παρουσία μέσα στη διαχρονία. Αλλά ακόμα κι εκεί ό,τι έχει
μπει σε έναν Κανόνα, δεν σημαίνει ότι με τα προσωπικά-μου κριτήρια αξίζει. Ως
προς τα ξενόγλωσσα που μεταφράζονται ανακαλύπτω όλο και περισσότερο ότι
υπάρχουν μικρά και μεγάλα διαμαντάκια. Γι’ αυτό μετατοπίζω το βάρος των
αναγνώσεών-μου προς τα ξένα, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό ο ισολογισμός να
γέρνει προς την ξένη λογοτεχνία. Βεβαίως, πολλά απ’ αυτά, αν και αξιολογότατα,
δεν ανταποκρίνονται αναγκαστικά στην ελληνική πρόσληψη, για λόγους πολιτισμικής
ασυμβατότητας.
Δ. Για τι είστε
περήφανος ως τώρα;
Π.Φ. Για την αξιοπιστία-μου. Όχι για την αλήθεια των
λόγων-μου, όχι για την ορθότητα των σκέψεών-μου, όχι για τη φιλικότητα των
κρίσεών-μου, αλλά για τη φερέγγυα προσέγγιση σε ό,τι διαβάσω. Ελπίζω άλλοι να
βρίσκουν περισσότερα να πουν.
Δ. Για τι έχετε
μετανιώσει;
Π.Φ. Για την ταχύτητα της ανάγνωσης/ανάρτησης και την
καταναλωτική μανία στην οποία παρασύρθηκα ως προς τον αριθμό των βιβλίων και
τον όγκο των επιλογών, πολλές από τις οποίες δεν ήταν καλές.
Δ. Άρα αλλάζετε;
Π.Φ. Νομίζω ότι όποιος δεν αλλάζει, όποιος δεν μαθαίνει από
τα λάθη-του, είναι γέρος. Επομένως, ακούω τους επισκέπτες-μου και προσπαθώ να
καταλάβω και τον εαυτό-μου, ώστε να εξελίσσομαι και να βελτιώνω το
καφενεδάκι-μου. Μείωσα τον αριθμό των αναρτήσεων, έπαψα να ασχολούμαι με την
επισκεψιμότητα, έπαψα να γράφω για πολύ κακά βιβλία, αποφάσισα να γράφω πιο
συχνά σχόλια σε μπλογκς άλλων, για να δείξω μ’ αυτόν τον τρόπο την εκτίμησή-μου
στη δουλειά-τους… Κι ακόμα περισσότερο θα περιορίσω τις άσκοπες αναρτήσεις, δεν θα γράφω για μέτρια ή κακά βιβλία, θα στραφώ ίσως πιο πολύ στην ξένη λογοτεχνία...
Δ. Τι περιμένετε από
τους δικούς-σας επισκέπτες;
Π.Φ. Το πρώτιστο, Δ ι ά λ ο γ ο. Καταλαβαίνω βέβαια ότι δεν είναι
δυνατόν να έχουν διαβάσει τα ίδια βιβλία που εγώ συζητώ, αλλά, επειδή κάθε
ποστ-μου προσπαθώ να δίνει αφορμές για συζήτηση γενικότερα για το πού πάει η
λογοτεχνία, για την ανάγνωση, για το νόημα, για τη συγγραφή, αλλά και για
κοινωνικά, πολιτικά, ανθρώπινα κ.ο.κ. ζητήματα, να μπουν στη διαδικασία να δουν τα
θέματα αυτά με κουβεντούλα. Από κει και πέρα, ζητώ να μου υποδείξουν ό,τι
στραβό, μέτριο, ανεπαρκές, σόλοικο, ανάξιο κ.ο.κ. βλέπουν στο Βιβλιοκαφέ και να
με βοηθήσουν έτσι να το διορθώσω.
Δ. Τι σχέδια κάνετε για
το μέλλον;
Π.Φ. Σε μια Ελλάδα που βράζει και ρέει σαν λάβα, κανείς δεν
μπορεί να ανοίξει φτερά για μακριά. Ας ελπίσουμε ότι του χρόνου τέτοια μέρα, θα
είμαστε όλοι καλά, θα μπορώ να διαβάζω (θέμα χρημάτων και διάθεσης να
ασχολούμαι ενεργά όπως τώρα) και ευελπιστώ να ετοιμάσω ένα αφιέρωμα για τη
δεκαετία του ιστολογίου.
Δ. Μια τελευταία ευχή…
Π.Φ. Χρόνια πολλά στη συναναγνώστρια εκ Κύπρου anagnostria.blogspot.gr, που κι αυτή εννιά χρόνια τώρα
διαβάζει και σκέφτεται!