Το αυτοβιογραφικό διήγημα ανάγει σε
σημαντικό είτε το ίδιο το βίωμα είτε τη ματιά που το βλέπει. Αν όμως η ματιά
δεν μπορεί να μετατρέψει το βιωμένο σε λογοτεχνικό, τότε προς τι η δημοσίευση;
Μοκατσίνο:
Δημήτρης Πετσετίδης
“Εν οίκω”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2012
Νιώθω
μια ανίκητη ανάγκη να εξαφανίσω από το εκδοτικό σύμπαν κάθε αυτοβιογραφική
αφήγηση.
Νιώθω
μια ακαταμάχητη επιθυμία να διαγράψω από τη λογοτεχνία κάθε ιστορία που είναι ξερή
καταγραφή/αντιγραφή των βιωμάτων του συγγραφέα.
Κι
εκεί που πίστευα ότι μόνοι οι νέοι, οι άπειροι, αυτοί που δεν ξέρουν τον κόσμο
και νομίζουν ότι αυτό που ζουν είναι το άπαν και γι’ αυτό μεταφέρουν ελαφρά τη
καρδία στο χαρτί τη ζωή-τους, γράφουν μονοδιάστατα για τη ζωή-τους, ανακαλύπτω
ότι και μεγάλοι άνθρωποι αναπολώντας το παρελθόν-τους επιχειρούν να το κάνουν
μικρές ιστορίες και να το μεταδώσουν σαν θεία κοινωνία από το ιερό
δισκοπότηρό-τους. Γενικότερα αυτή η τάση για “αυτοβιογραφισμό” στα μάτια-μου
λέει είτε ότι η έμπνευση έχει αδειάσει σαν αφόρτιστη μπαταρία και δεν μπορεί να
γεννήσει -έστω και βασιζόμενη σε στοιχεία από τη ζωή του πεζογράφου- κάτι
ευφάνταστο, ή ότι ο δημιουργός θεωρεί ότι όσα έζησε αξίζουν να παρουσιαστούν
ατόφυα ή ελαφρά παραποιημένα, γιατί συνοψίζουν καίριες ματιές στο φαινόμενο της
ζωής.
Ο
εβδομηνταδυάχρονος Πετσετίδης παρουσιάζει δεκαπέντε ιστορίες, μικρές σε έκταση,
που ξεκινούν από τα παιδικά χρόνια-του στη Σπάρτη και συνεχίζονται αργότερα. Ο
εμφύλιος ως απόηχος και οι αναμνήσεις από την οικογένεια και το χωριό,
στιγμιότυπα που έρχονται σαν αντίλαλοι από ένα απώτατο παρελθόν, μικρά
περιστατικά που εντυπώθηκαν στην ψυχή του μικρού αφηγητή κ.ο.κ. Αν ήμουν της
ίδιας γενιάς, μπορεί και να ταυτιζόμουν. Αν ήμουν της ίδιας τοπικής παράδοσης,
μπορεί και να αναζητούσα στοιχεία μιας παλιότερης αίσθησης της εποχής. Αν
αναζητούσα την ιστορία και όχι την υπόθεση, το βίωμα και όχι τη μυθοπλασία, το
παιχνίδι του μυαλού και όχι τη ζωή κομμένη φέτες, θα το διάβαζα ίσως με
μεγαλύτερο ενδιαφέρον…
Τώρα
όμως είδα λίγη λογοτεχνία, λίγη μαγεία, πολλή πραγματικότητα, πολλή ανάμνηση
και αυτοβιογραφικότητα, πολύ αδιαμόρφωτο υλικό. Κι ακόμα χειρότερα, αυτό το
γνήσιο υλικό δεν πλάστηκε σε μικρές αυτοτελείς ιστορίες, με αρχή, μέση και
τέλος, με τη μυθοπλαστική επεξεργασία του δημιουργού, αλλά εκτέθηκε χύδην, σαν
φωτογραφίες που έπεσαν στο τραπέζι και έτσι επιζητούν τη συγκίνηση. Διαβάζεις
το υλικό σαν να ακούς τους ανθρώπους στο καφενείο να μιλούν για τα περασμένα,
χωρίς να βλέπεις μια προσπάθεια δραματοποίησης που θα αναδείκνυε το βιωμένο
υλικό και θα του έδινε λογοτεχνική στόφα.
Το
πρώτο διήγημα που ξεφεύγει από το πραγματικό και επιχειρεί με καφκικές
απηχήσεις (μοιάζει πολύ με τον Κλοντέλ
που συζητήσαμε παλιότερα) να ανασυστήσει την αγωνία του ανθρώπου θα μπορούσε να
είναι οδηγός για ένα άλλο είδος γραφής. Αλλά όλα τα άλλα θυμίζουν μνήμες που
βγαίνουν αυθόρμητα και δεν έχουν λογοτεχνική αξία.
Πατριάρχης Φώτιος