Thursday, November 29, 2012

“Εν οίκω” του Δημήτρη Πετσετίδη

Το αυτοβιογραφικό διήγημα ανάγει σε σημαντικό είτε το ίδιο το βίωμα είτε τη ματιά που το βλέπει. Αν όμως η ματιά δεν μπορεί να μετατρέψει το βιωμένο σε λογοτεχνικό, τότε προς τι η δημοσίευση; 


Μοκατσίνο:
Δημήτρης Πετσετίδης
Εν οίκω
εκδόσεις Μεταίχμιο
2012 

            Νιώθω μια ανίκητη ανάγκη να εξαφανίσω από το εκδοτικό σύμπαν κάθε αυτοβιογραφική αφήγηση.
            Νιώθω μια ακαταμάχητη επιθυμία να διαγράψω από τη λογοτεχνία κάθε ιστορία που είναι ξερή καταγραφή/αντιγραφή των βιωμάτων του συγγραφέα.
            Κι εκεί που πίστευα ότι μόνοι οι νέοι, οι άπειροι, αυτοί που δεν ξέρουν τον κόσμο και νομίζουν ότι αυτό που ζουν είναι το άπαν και γι’ αυτό μεταφέρουν ελαφρά τη καρδία στο χαρτί τη ζωή-τους, γράφουν μονοδιάστατα για τη ζωή-τους, ανακαλύπτω ότι και μεγάλοι άνθρωποι αναπολώντας το παρελθόν-τους επιχειρούν να το κάνουν μικρές ιστορίες και να το μεταδώσουν σαν θεία κοινωνία από το ιερό δισκοπότηρό-τους. Γενικότερα αυτή η τάση για “αυτοβιογραφισμό” στα μάτια-μου λέει είτε ότι η έμπνευση έχει αδειάσει σαν αφόρτιστη μπαταρία και δεν μπορεί να γεννήσει -έστω και βασιζόμενη σε στοιχεία από τη ζωή του πεζογράφου- κάτι ευφάνταστο, ή ότι ο δημιουργός θεωρεί ότι όσα έζησε αξίζουν να παρουσιαστούν ατόφυα ή ελαφρά παραποιημένα, γιατί συνοψίζουν καίριες ματιές στο φαινόμενο της ζωής.
            Ο εβδομηνταδυάχρονος Πετσετίδης παρουσιάζει δεκαπέντε ιστορίες, μικρές σε έκταση, που ξεκινούν από τα παιδικά χρόνια-του στη Σπάρτη και συνεχίζονται αργότερα. Ο εμφύλιος ως απόηχος και οι αναμνήσεις από την οικογένεια και το χωριό, στιγμιότυπα που έρχονται σαν αντίλαλοι από ένα απώτατο παρελθόν, μικρά περιστατικά που εντυπώθηκαν στην ψυχή του μικρού αφηγητή κ.ο.κ. Αν ήμουν της ίδιας γενιάς, μπορεί και να ταυτιζόμουν. Αν ήμουν της ίδιας τοπικής παράδοσης, μπορεί και να αναζητούσα στοιχεία μιας παλιότερης αίσθησης της εποχής. Αν αναζητούσα την ιστορία και όχι την υπόθεση, το βίωμα και όχι τη μυθοπλασία, το παιχνίδι του μυαλού και όχι τη ζωή κομμένη φέτες, θα το διάβαζα ίσως με μεγαλύτερο ενδιαφέρον…
            Τώρα όμως είδα λίγη λογοτεχνία, λίγη μαγεία, πολλή πραγματικότητα, πολλή ανάμνηση και αυτοβιογραφικότητα, πολύ αδιαμόρφωτο υλικό. Κι ακόμα χειρότερα, αυτό το γνήσιο υλικό δεν πλάστηκε σε μικρές αυτοτελείς ιστορίες, με αρχή, μέση και τέλος, με τη μυθοπλαστική επεξεργασία του δημιουργού, αλλά εκτέθηκε χύδην, σαν φωτογραφίες που έπεσαν στο τραπέζι και έτσι επιζητούν τη συγκίνηση. Διαβάζεις το υλικό σαν να ακούς τους ανθρώπους στο καφενείο να μιλούν για τα περασμένα, χωρίς να βλέπεις μια προσπάθεια δραματοποίησης που θα αναδείκνυε το βιωμένο υλικό και θα του έδινε λογοτεχνική στόφα.
            Το πρώτο διήγημα που ξεφεύγει από το πραγματικό και επιχειρεί με καφκικές απηχήσεις (μοιάζει πολύ με τον Κλοντέλ που συζητήσαμε παλιότερα) να ανασυστήσει την αγωνία του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι οδηγός για ένα άλλο είδος γραφής. Αλλά όλα τα άλλα θυμίζουν μνήμες που βγαίνουν αυθόρμητα και δεν έχουν λογοτεχνική αξία.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 26, 2012

“Το Τουρκάκι” του Μετίν Αρντιτί

Το Τουρκάκι που ήταν τελικά Εβραίος και παρουσιάστηκε στη Βενετία σαν Έλληνας: μια τοιχογραφία εποχής που διερωτάται γύρω από θέματα ταυτότητας και για την αθανασία της τέχνης, πάνω κι από την εφήμερη ζωή του δημιουργού. 


Τουρκικός καφές με ολίγη:
Metin Arditi
“Le Turquetto”
Actes Sud
2011
Μετίν Αρντιτί
Το Τουρκάκι
μετ. Ρ. Κολαΐτη
εκδόσεις Καλέντη
2012  

Ο Μετίν Αρντιτί, παρόλο που γεννήθηκε στην Άγκυρα, μετακόμισε και ζει στη Γενεύη. Η τουρκική-του ταυτότητα, τώρα που το σκέφτομαι, συνδυάζεται με την ελβετική παράδοση στα καντόνια και συνεπώς στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ιταλόφωνων, γαλλόφωνων και γερμανόφωνων πληθυσμών, που απαρτίζουν ένα ενιαίο κράτος αλλά με πολλές φυγόκεντρες κουλτούρες. Γι’ αυτό “Το Τουρκάκι” είναι ένα έργο που μελετά την πορεία ενός μικρού εβραιόπουλου στην Κωνσταντινούπολη του 16ου αιώνα, που μεγάλωσε με κηδεμόνα μια Αρμένισσα και σύχναζε στις ελληνικές γειτονιές. Εκεί ο Ελί έμαθε ελληνικά και υιοθέτησε μια οπτική απεικόνιση του κόσμου, όπως την υπέβαλλαν οι αγιογραφίες στις ορθόδοξες εκκλησίες, ενώ οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι απέφευγαν να εξεικονίζουν τον Θεό. Το διαπολιτισμικό αυτό πέρασμα θα τον οδηγήσει στη Δύση, για να γίνει ζωγράφος, όπου βαπτίστηκε καθολικός.
Η ουσία βέβαια του μυθιστορήματος έγκειται στη μαγεία της τέχνης σε μια εποχή όπου η Βενετία προέβαλε την καλλιτεχνική-της αίγλη ως απαύγασμα της οικονομικής-της δύναμης. “Εκείνο που μετράει”, λέει ο δάσκαλός-του Τιτσιανός, “είναι εκείνο που νιώθεις μπροστά σ’ έναν πίνακα” κι ο Ελί, παρόλο που ακολούθησε τελείως διαφορετική τεχνοτροπία, έγινε πρώτο όνομα στους κύκλους των φιλοτέχνων. Η περίπτωση του Ελί θυμίζει λίγο Θεοτοκόπουλο και δεν ξέρω αν ο Αρντιτί είχε κατά νου, όταν συνέλαβε τον ήρωά-του, τον Έλληνα που σπούδασε κι αυτός στη Βενετία κι έπειτα διέπρεψε στην Ισπανία. Μήπως ο Αρντιτί επιχείρησε να πλάσει αντί για έναν El Greco έναν El Turquetto;
Τέλος πάντων. Το κέντρο του βιβλίου είναι αλλού. Με μικρά κεφάλαια ο συγγραφέας απλώνει τις πινελιές-του πάνω στον καμβά. Μπορεί να μην ανοίγεται μπροστά-μας όλος ο κόσμος της ζωγραφικής, μπορεί να μη μυρίζουμε χρώματα, νέφτι και ασβέστη, αλλά οι αφηγηματικές επιφάνειες του πεζογράφου αποσκοπούν καταρχάς στο να αποδώσουν το κλίμα της αναγεννησιακής Βενετίας. Ο χριστιανικός διάκοσμος και ο καλλιτεχνικός περίκοσμος είναι η επιφάνεια μιας βαθύτερης παρακμής. Αυτή υποκριτικά καλύπτεται από χριστιανικούς μεγαλόσταυρους και ζωγραφικές καινοτομίες μεγάλης ευσέβειας, αλλά δεν γίνεται να καλυφθεί η αποφορά της μεγαλομανίας, της επιδεικτικής φιλανθρωπίας, της ατομικιστικής προβολής και του ανταγωνισμού μεταξύ των πλούσιων και των ευγενών. Κι αυτή η ατμόσφαιρα έλκει τον αναγνώστη στα δρομάκια και στα κανάλια της Γαληνοτάτης…
Ο Αρντιτί όμως σηκώνει την ένταση πιο ψηλά. Πρώτ’ απ’ όλα η αναμονή για την αποκάλυψη του μεγάλου έργου του Τουρκέτο, του μνημειώδους σε διαστάσεις και μεγαλοπρέπεια “Μεγάλου Δείπνου”, επιταχύνει τους σφυγμούς για το απρόοπτο. Και το απρόοπτο έρχεται καθώς ο ζωγράφος αποδίδει με απερίφραστο όσο και αμφιλεγόμενο τρόπο την αίγλη της Βενετίας μέσα στον πίνακά-του και επιπλέον δίνει τη δική-του μορφή στο πρόσωπο του Ιούδα. Η έκπληξη σοκάρει τους πάντες, άλλους να αναγνωρίζουν την ευφυΐα του κι άλλους να σκανδαλίζονται από την τόλμη.
Και σύντομα έρχεται η δεύτερη κορύφωση, κατά την οποία οι κύκλοι της Γαληνοτάτης ανακαλύπτουν την πραγματική ταυτότητα του ζωγράφου και σχεδιάζουν πάνω στην αποκαθήλωσή-του τη δική-τους επίρρωση. Η ζωγραφική λειτουργεί ως πεδίο δόξας αλλά και ως αλληγορία που λέει πολύ περισσότερα από όσα οι υπόλοιπες μορφές έκφρασης. Ο Ιούδας μέσα στον Μυστικό Δείπνο και ο εβραίος Τουρκέτο μέσα σε μια χριστιανική πόλη, η καταξίωση της τέχνης και η καταβαράθρωση της καταγωγής, ο τύπος που μπορεί να τσακίσει την ουσία, όλα προκύπτουν ξαφνικά σαν να σήκωσε κύμα μέσα στο Canale Grande και ο αναγνώστης ανταμείβεται από το τσουνάμι της δράσης και της τραγικής σύγκρουσης.
Το τελευταίο, κι ίσως σημαντικότερο ζήτημα, είναι ακριβώς η προτεραιότητα του καλλιτέχνη ή του έργου-του. Με άλλα λόγια, αν πρέπει να σωθεί ο ένας από τους δύο, η ζυγαριά θα κλίνει προς την επιβίωση του έργου, αν και στο ίδιο το μυθιστόρημα ο δημιουργός ζει, χάνοντας όμως, έστω και στο μεγαλύτερο μέρος, την ιδιότητά-του ως ζωγράφου. Κι αυτό είναι ένα δίλημμα που κολακεύει την τέχνη ως υπερ-ανθρώπινη αξία, αλλά θέτει σε βάσανο την αξία της ανθρώπινης ζωής. 
[Πρώτη δημοσίευση στο In2life στις 16.10.2012]
Πατριάρχης Φώτιος


“Le Turquetto” 


          Metin Arditi, was born in Ankara, but he moved and then lived in Geneva. His Turkish identity, now that I think about it, is combined with the Swiss tradition of the cantons and therefore the interaction between the Italian, the French and the German-speaking people, who all make up a single nation, but at the same time with many centrifugal cultures. So "The Little Turk" is a story that studies the life of a little Jewish boy in 16th-century Istanbul, who was brought up by an Armenian woman and used to hang out in the Greek parts of Istanbul. There Elie learned Greek and adopted a visual representation of the world, such as the paintings of the orthodox churches, while Muslims and Jews avoided portraying God. This intercultural passage will lead him to Europe to become a painter, where he will be baptized Catholic.
          The point of the novel lies in the magic of art at a time when Venice raised the artistic glory as a way to show the world its economic power. "What counts," says his teacher Titian "is what you feel in front of a painting" and Elie, although following a completely different style, became one of the first names in the circles of art lovers. His story reminds me of El Greco and I do not know if Arditi had him in mind when he created his hero. El Greco is a Greek that studied in Venice and then excelled in Spain. Did Arditi attempt to create instead of a one El Greco an El Turquetto?
          Nevertheless, the centre of the book is elsewhere. With his small chapters it is like the author spreading touches onto the canvas. The whole world of painting cannot be unraveled in front of us, we cannot smell the paint, the turpentine and the lime, but the surfaces of narrative prose intended primarily to convey the atmosphere of Renaissance Venice. The Christian decor and the artistic trim is the surface of a deeper decline. This hypocritical Christian Cross of covered paintings and large innovations piety do not cover the megalomania, the demonstration charity, and the individualistic view of the competition between the rich and the nobles. And this atmosphere draws the reader into Venice’s streets and canals...
        Arditi turns up the tension even higher. First of all, the wait for the revelation of Turquetto’s great work, in its monumental size and grandeur "The last dinner" creates an atmosphere for the unexpected. And the unexpected comes as the artist presents with explicit and controversial manner the glory of Venice in his painting and still gives his own form to Judas. This is a shocking surprise to everyone; others recognize his intelligence and others are offended by his audacity.
        And soon the second climax comes, in which the cycles of Serene discover the artists true identity and design his abasement. The painting serves as a glory and a metaphor that says far more than other forms of expression. Judas in the Last Supper and the Jewish Turquetto into a Christian city, the prestige of art and the decline of origin, the man who can crush the essence, everything suddenly arises like waves lifted into the Grand Canal and the reader is rewarded with a tsunami of action and tragic conflict.
        The final and perhaps most important issue is what comes first, the artists priority or his work? In other words, if you need to save one of them, the scales will tilt towards the survival of the artists work, although in the novel the artist lives, he loses for the most part his capacity as a painter. And this is a dilemma that is quite flattering for art as super-human value, but sets to torment the value of the human life.
Bookmark

Thursday, November 22, 2012

Από την τηλεοπτική αερολογία …στην έμπρακτη δράση

 ...ή αλλιώς, μεταξύ Κουμανταρέα και Μίσσιου!

Αν περιμένουμε ότι οι συγγραφείς είναι και πνευματικοί άνθρωποι, τότε θα απογοητευτούμε όταν ακούμε από τον Κουμανταρέα να δηλώνει ότι “Αν βιάσεις μια γυναίκα, μπορεί και να το θέλει” (Ο συγγραφέας ήταν χθες βράδυ προσκεκλημένος σε εκπομπή της Έλλης Στάη).
πηγή:
www.axortagos.gr

Αν αυτή είναι η πνευματική ιντελιγκέντσια του τόπου, τότε καλύτερα να μένουμε στα βιβλία-τους, να απολαμβάνουμε την αφήγησή-τους και να συζητάμε για την πολυσημία των λόγων-τους αδιαφορώντας για τις συνεντεύξεις-τους και τις προσωπικές-τους απόψεις. Ναι, να αδιαφορούμε για όσα δηλώνουν θεωρώντας τον εαυτό-τους στοχαστή και περινούστατο όν, αν και στην πράξη οι αφηγηματικές τους ικανότητες δεν μπορούν μερικές φορές να καλύψουν τον στενό τρόπο σκέπτεσθαι. Ο Κουμανταρέας -τον έχω ακούσει ζωντανά- εκφράζεται συχνά αφ’ υψηλού και με μια ελιτίστικη αλαζονεία, πράγμα που συμβαίνει σε πολλούς συγγραφείς, οι οποίοι δεν είναι κατ’ ανάγκη διανοούμενοι.

Στο πλαίσιο της μηνιαίας αναφοράς-μου σε ένα κλασικό κείμενο, προγραμματίζω για την 1η Δεκεμβρίου μια ανάρτηση με θέμα το έργο του Χρόνη Μίσσιου “…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς” (1985). Κι αυτό θα γίνει όχι μόνο επειδή το κείμενο αυτό έχει μια ουσιαστική θέση μέσα στη μεταπολιτευτική-μας λογοτεχνία, αλλά και επειδή ο πρόσφατος θάνατος του συγγραφέα έφερε ξανά στο προσκήνιο τόσο τη μαχητική ζωή-του όσο και τον καίριο τρόπο γραφής-του.
Δεν θα πω περισσότερα τώρα. Άλλωστε εύκολες βιογραφήσεις και πρόχειρα, βιαστικά σχόλια είδαν πολλά στο φως της δημοσιότητας. Το ζητούμενο είναι ο θάνατος ενός καλλιτέχνη, ενός ανθρώπου που έγραφε από τη ζωή και για τη ζωή, από τη δράση και για τη δράση, να οδηγήσει στο έργο-του και να μας κάνει να βρούμε μέσα σ’ αυτό τον παλμό που λείπει από μια αραχνιασμένη καθημερινότητα.
Ραντεβού, λοιπόν, όσοι αναπολούν τον Μίσσιο και όσοι θέλουν να τον γνωρίσουν στο ποστ της 1ης Δεκεμβρίου.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 20, 2012

“το κίτρινο γιλέκο” του Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε

Μια περιπετειώδης ιστορία, με σκηνικά και κοστούμια εποχής, με ίντριγκες και συνωμοσίες βασιλικού βεληνεκούς είναι ικανή να ταξιδέψει τον αναγνώστη; 


Ισπανικός καφές από καστιλιάνικο χαρμάνι:
Arturo Pérez-Reverte
“El caballero del jubón amarillo”
2003
Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε
“Το κίτρινο γιλέκο”
μετ. Δ. Δημουλάς
εκδόσεις Πατάκη
2012 
            Τι περιμένει κανείς από τη σύγχρονη ισπανική πεζογραφία όταν χρησιμοποιεί το “μυθιστόρημα εποχής” για να γυρίσει σε ένα ένδοξο παρελθόν, το οποίο όμως παρουσιάζεται με λιγότερο λαμπερά χρώματα απ’ ό,τι θα ταίριαζε στην προβαλλόμενη δόξα-του;
            Ο καρθαγένιος συγγραφέας κερδίζει τον αναγνώστη που ανοίγει το βιβλίο-του με δυο τρεις πρώτες αλλά πετυχημένες πινελιές. Ένας αφηγητής, ο Ίνιγο Βαλβόα Αγίρε, ακόλουθος του λοχαγού και δεινού, αλλά οξύθυμου, ξιφομάχου Διέγο Αλατρίστε, παραμερίζει τον εαυτό-του για να περιγράψει το αφεντικό και τον κύκλο-του. Φυσικά, κάποια στιγμή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία, αφού η παρουσία-του θα συνδυαστεί με την αποκάλυψη μιας συνωμοσίας. Η εξιστόρηση απλώνεται σταδιακά, χωρίς βιασύνη που οδηγεί άλλους πεζογράφους στη συσσώρευση λεπτομερειών και προσώπων από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Οι μικρές αυτές πινελιές κυκλώνουν το θέμα και σταδιακά το αποκαλύπτουν. Η αφήγηση θυμίζει ελαφρά Θερβάντες και την τεχνική της εποχής να μιλάει ο αφηγητής χωρίς να πολυφαίνεται, να σχολιάζει, να ζητά συγγνώμη για τα λάθη-του, να διατηρεί ένα κουβεντιαστό ύφος που απευθύνεται ενίοτε στον αναγνώστη κ.ο.κ.
            Το δεύτερο στοιχείο είναι η αποτύπωση της εποχής. Πρόκειται για τις αρχές του 17ου αιώνα, όταν η Μαδρίτη διατηρεί ακόμα την αίγλη της ισπανικής κοσμοκρατορίας, αλλά με εμφανή τα σημάδια της παρακμής και με ακόμα πιο εμφανή τα συμπτώματα μιας υποβόσκουσας κοινωνικής κρίσης, όπου κυριαρχεί η υποκρισία, η αρχοντική ξιπασιά, η επιφάνεια που αποδέχεται την τιμή ως ύψιστη αξία αλλά κατά βάθος προβαίνει στις μέγιστες αυθαιρεσίες, η τιμή των όπλων, πιο πολύ ως εγωισμός παρά ως αξιοπρέπεια, η απιστία, η παρασκηνιακή πολιτική από το παλάτι και την άρχουσα τάξη που ζει αλαζονικά, η νύχτα της πόλης και ο υπόκοσμος που προσπαθεί να επιβιώσει, η ανασφάλεια των δρόμων… Και μέσα σ’ όλα αυτά, προβάλλεται διακειμενικά η υψηλή θέση της λογοτεχνίας, περισσότερο του θεάτρου (με προεξάρχοντα τον δραματουργό Λόπε δε Βέγα) και της ποίησης με τον Φρανθίσκο δε Κεβέδο και λιγότερο της πεζογραφίας, όπου η μορφή του Μιγέλ δε Θερβάντες αρχίζει δειλά δειλά να κερδίζει την εκτίμηση του κοινού.
            Το πλαίσιο, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι σαφή. Μένει να δούμε πώς αυτό το κλίμα θα προσδώσει στην ιστορία μυθοπλαστική ένταση (τραγική; ειρωνική; κοινωνική; κ.ο.κ.).
            Κι εκεί κάπου, καθώς το μυθιστόρημα έχει φτάσει στη μέση-του, ο λοχαγός Αλατρίστε κατηγορείται για απόπειρα δολοφονίας του ίδιου του βασιλιά, αποτέλεσμα μιας καλοστημένης μηχανορραφίας που μετέτρεψε μια βραδινή έξοδο σε παγίδα. Έτσι, το μυθιστόρημα αποκαλύπτει πλήρως την περιπετειώδη φύση-του, σαν αυτά του 19ου αιώνα, όπου σπαθιά, μονομαχίες και νυχτερινές διαφυγές παίρνουν πρωταγωνιστική θέση. “Οι τρεις σωματοφύλακες” γίνονται παράδοση, που έρχεται μέχρι τον 21ο αιώνα να συνεχιστεί ως ανάγνωσμα εποχής που βυθίζεται στην ατμόσφαιρα μιας περιόδου, η οποία ευνοούσε –τουλάχιστον λογοτεχνικά- το σκηνικό περιπέτειας και σασπένς.
            Αν κανείς μείνει στην περιπέτεια και στην ιστορική ανάπλαση, κέρδισε ένα ανάγνωσμα που δεν συνεπαίρνει καθηλωτικά, αλλά προσελκύει σε αξιοπρεπή βαθμό το ενδιαφέρον και ζωντανεύει τον 17ο αιώνα με κινηματογραφικές φωτογραφίες και καίριες λογοτεχνικές περιγραφές. Αν όμως θελήσει να δει πίσω από τα χρώματα, ίσως εκτιμήσει και την αποτύπωση της σήψης μιας κοινωνίας, που από τη μία βιώνει την υποκρισία της υψηλής κοινωνίας (μια καλοστημένη βιτρίνα πίσω από την οποία ούτε οι ίδιοι οι υψηλά ιστάμενοι δεν ήταν ικανοποιημένοι με τη ζωή-τους και φρόντιζαν να την διανθίσουν χωρίς όμως να γίνουν αντιληπτοί) κι από την άλλη ανέχεται τα κατώτερα στρώματα που ζουν στην αμάθεια, στην ανέχεια, στη διαφθορά και στην κοινωνική υποβάθμιση. Η Μαδρίτη του 17ου αιώνα, η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας δύο τουλάχιστον ηπείρων και πολλών θαλασσών, είναι και το δείγμα της εποχής, η οποία, ενώ καλλιεργεί τα γράμματα ως εξωτερικό διάκοσμο, τα παραμερίζει όταν το χρήμα ή το συμφέρον υποσχεθούν πιο άμεσα κέρδη.
            Μου φαίνεται ότι τελικά το πρώτο κυριαρχεί και το δεύτερο έρχεται να προσδώσει βάθος, χωρίς να είναι άμεση φιλοδοξία του συγγραφέα. Μια απλή περιπέτεια είναι εντέλει ή όχι λίγη;
            [Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 1/10/2012 ]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 16, 2012

“Τα μαύρα πρόβατα” του Γκούναρ Στόλεσεν

Πίσω από την υπόθεση πρέπει να καραδοκεί ...η κοινωνία, πίσω από το αίνιγμα πρέπει να περιπολούν ...η συνειδητοποίηση και η ευαισθητοποίηση για κοινωνικά θέματα, πίσω από την ταχύτητα των εξελίξεων πρέπει να ελλοχεύει η εσωτερική κατανόηση της ανθρώπινης ζωής. 


Ζεστός καφές με κονιάκ:
Gunnar Staalesen
“Svarte får”
1988
Γκούναρ Στόλεσεν
“Τα μαύρα πρόβατα”
μετ. Γ. Στρίγκος
εκδόσεις Πόλις
2012 

© silent-moment.com
            Όταν διαβάζεις ένα νορβηγικό έργο -μετά την εκατόμβη θυμάτων πέρυσι από τον διαβόητο Μπρέιβικ-, αναζητάς καμιά φορά δείγματα της νορβηγικής κοινωνίας που θα σε φωτίσουν για την κορυφή αυτή του παγόβουνου. Η χώρα της Σκανδιναβίας προβάλλεται ως μια πολιτισμένη κοινωνία όπου οι οικονομικοί δείκτες ευημερούν και το κράτος πρόνοιας είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Παράλληλα, όμως, η έλευση πολλών μεταναστών τα τελευταία χρόνια (περίπου 500.000 από τα 5.000.000 πληθυσμού) προκάλεσε τριγμούς στην αρραγή εικόνα της χώρας και ώθησε σε ρατσιστικές συμπεριφορές που αλλοιώνουν την καλή εικόνα της χώρας, ενώ το νεοναζιστικό κόμμα καταλαμβάνει υψηλά ποσοστά στη νορβηγική βουλή (Βλ. για τη Νορβηγία).
            Τα αστυνομικά έργα συχνά αποτελούν τον φάρο που φωτίζει τις ξέρες και τους επικίνδυνους υφάλους κάθε κοινωνίας και ειδικά οι σκανδιναβοί συγγραφείς επιμένουν πολύ στα βαθύτερα αίτια των κοινωνικών παθογενειών. Ο Στόλεσεν δεν είναι αμέτοχος κοινωνικά αλλά μέσω των έργων-του στοχάζεται πολιτικά και διαβάζει με την αστυνομική ματιά-του την ιστορία της χώρας-του και την κοινωνία μέσα στην οποία μεγαλώνει.
            Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Βαργκ Βέουμ (= ο λύκος στο ιερό, ο επικηρυγμένος) είναι μάλλον αντιπαθής φυσιογνωμία για τον μέσο αναγνώστη. Βγαλμένος από τα αμερικάνικα νουάρ μυθιστορήματα είναι προκλητικός, αυθάδης, τολμηρός και θρασύς, μιλάει συνέχεια με ατάκες και δίνει εξυπναδίστικες απαντήσεις, δεν φαίνεται και ιδιαίτερα πετυχημένος, αν εξετάσει κανείς την πελατεία-του, δεν έχει συνάψει ισχυρούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους, αφού όποιος τον έχει συναντήσει δεν τον θυμάται με τις καλύτερες αναμνήσεις, είναι χωρισμένος και γι’ αυτό ζει ρέμπελα, μποέμικα, χωρίς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, ενώ οι σχέσεις-του με την αστυνομία δεν είναι καθόλου καλές.
            Όλα αυτά τον κάνουν ιδανικό μπερδεψούρα που δεν υπολογίζει τίποτα και μπαίνει μέσα σ’ όλα, προκειμένου να κάνει τη δουλειά-του. Στο προκείμενο βιβλίο αναζητεί μια χαμένη αδελφή και παράλληλα προσπαθεί να σώσει τον αφρικανό Άλεξ από την απέλαση. Οι πορείες των δύο ερευνών θα διασταυρωθούν σε ένα κύκλωμα ναρκωτικών από ευυπόληπτους πολίτες. Έτσι, η αστυνομική πλοκή θα διαρθρωθεί στη σταγόνα σταγόνα ανακάλυψη στοιχείων που προωθούν την υπόθεση, στοιχεία που ανευρίσκει ο Βέουμ με συζητήσεις και κίνδυνο της ζωής-του, με έρευνες και παρακολουθήσεις, με τη σκληρή τακτική ενός tough guy. Ο Στόλεσεν σκηνοθετεί την έρευνα και σαν σκηνοθέτης οδηγεί τον αναγνώστη/θεατή-του να ακολουθεί τα βήματα του ήρωά-του και να ανακαλύπτει ψήγματα αληθειών που σταδιακά θα συνδυαστούν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο νορβηγός συγγραφέας δεν μπερδεύει τον αναγνώστη με διασπορά υπονοιών και σωρεία πιθανών ενόχων, αλλά στηρίζει το παιχνίδι-του σε μια διαδοχή μικρών κομματιών που κάποια στιγμή θα ολοκληρώσουν με αληθοφάνεια το παζλ-του.
            Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι, όπως προϋπαινίχθηκα, το κοινωνικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η δελεαστική υπόθεση. Είναι η νορβηγική κοινωνία της δεκαετίας του ’80 που συνοψίζεται στα λόγια του πλούσιου αυτοδημιούργητου Γιόακιμ Βέρνερ (σελ. 150): “-Και πώς βγήκαν τα παιδιά-μας; Πλάσματα αδύναμα, μαλθακά, που τα κακομάθαμε και τα βάλαμε από μωρά σε προστατευτικό κουκούλι. Με την παραμικρή δυσκολία ψάχνουν αμέσως την πιπίλα-τους να παρηγορηθούν”. Και λίγο πιο κάτω θίγει την άλλη πλευρά των κοινωνικών δεδομένων από την άποψη του Νορβηγού πολίτη: “-Για σκέψου λίγο σε ποιους ανοίγουμε τα σύνορά-μας. Στους νέγρους και σε κάτι κουμάσια από τη Λατινική Αμερική”.
            Στην ουσία από τη μια παραδέχεται ότι η δυτική κοινωνία μεγάλωσε τα παιδιά-της σε έναν γυάλινο πύργο, αποκομμένα από τη ζωή, αποχαυνωμένα στα πλούτη και στις ανέσεις, χωρίς ίχνος κοινωνικής ευαισθησίας και προσωπικής αυτοπεποίθησης. Αυτή είναι η ευδαιμονιστική πολιτισμένη κοινωνία που επαναπαύεται στον υλισμό της καλοπέρασης χωρίς βαθύτερες αξίες και εσωτερικές δυνάμεις που θα θωρακίσουν τον νέο απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Κι από την άλλη, εκφράζει τη ρατσιστική συμπεριφορά ενός ευκατάστατου Ευρωπαίου που αφενός χρησιμοποιεί τους μετανάστες σαν δούλους κι αφετέρου μέμφεται την κοινωνία-του, την πολυπολιτισμική κοινωνία, επειδή οι ξένοι αλλοιώνουν την ησυχία και την εσωστρέφεια των μελών-της.
            Θα διαβάσετε ένα καλογραμμένο αστυνομικό και μέσα σ’ αυτό δεν θα παύσετε να αναπνέετε τον αέρα μιας κοινωνίας που κρύβει στα ύφαλά-της ρωγμές και κουφάλες. Μην περιμένετε γλαφυρή γλώσσα ή εγκαιροφλεγείς στοχασμούς, αλλά θα περάσετε καλά με έναν σφιχτά σμιλεμένο Βάργκ Βέουμ και μια σειρά γραναζιών που έχουν λαδωθεί καλά.
            [Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 9/10/2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 13, 2012

Γόνιμη ΠΑΡΑΔΟΣΗ ή διεθνιστικός ΕΡΑΝΙΣΜΟΣ;

Σε ποστ πριν από λίγες μέρες εξέφραζα έναν προβληματισμό που προέκυψε όταν άκουσα πολλούς νέους συγγραφείς-μας να μιλάνε με άνεση και θαυμασμό για Αμερικάνους, Ιταλούς, Άγγλους κ.ο.κ. δημιουργούς, αλλά να δείχνουν να αγνοούν την ελληνική παράδοση, πρόσφατη και μη.
 
            Έγραφα λοιπόν στις 4/11/2012 : “αυτοί οι νέοι συγγραφείς είναι τόσο μονόπλευρα προσκολλημένοι στις ξένες-τους επιρροές που αγνοούν την ελληνική παράδοση, σε αξιακό και γλωσσικό επίπεδο; Η γραφή-τους θέλοντας και μη δεν μπορεί να είναι μονόπαντα διεθνιστική, αφού η γλώσσα τους εντάσσει σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν που καθορίζεται από τα όποια μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής. Αν το αγνοούν, πολύ φοβάμαι ότι ακριβώς γι’ αυτό θα τους απαξιώσει και η γραφή, όπως και οι επόμενες γενιές αναγνωστών και συγγραφέων. Αν δεν διαβάζουν τους παλαιότερους, πώς ελπίζουν ότι θα διαβαστούν οι ίδιοι στο μέλλον; Εκτός κι αν δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον, αλλά μόνο το παρόν!
            Προχθές (11/11/2012) ο Γιάννης Μπασκόζος, δημοσιογράφος του Βήματος, εξέφραζε τον ίδιο προβληματισμό στο άρθρο-του «Μονομέρειες»: “Γνωρίζω πολλούς νέους φανατικούς με το βιβλίο. Τους βλέπω στις εκδηλώσεις, διαβάζω τα κείμενά τους στα blogs, παρακολουθώ τα σχόλιά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ανάμεσά τους διακρίνω πολλούς ικανούς και διαβασμένους. Υπάρχει όμως κάτι που με ξενίζει. Το σημειώνω γιατί πια νομίζω ότι διαμορφώνεται ως τάση. Πολλοί από αυτούς διαβάζουν μόνο ξένη λογοτεχνία, κυρίως αγγλοσαξονική. Γνωρίζουν λεπτομέρειες για τον Πίντσον, τον Πολ Οστερ ή τον Μακ Κάρθι, αλλά αγνοούν πλήρως τους κλασικούς. Δεν έχουν διαβάσει ποτέ ρώσους ή γάλλους κλασικούς, τον Σαίξπηρ θέλουν κάποτε να τον διαβάσουν, ο Δάντης ή ο Γκαίτε ούτε ως μακρινός στόχος δεν μπαίνει στα σχέδιά τους. Επίσης αγνοούν την ελληνική γραμματεία, τους αρχαίους και τους σχετικά νεότερους λογοτέχνες μας. Ξοδεύουν πολλές λέξεις για τους μοντέρνους και μεταμοντέρνους ξένους, αναφέρουν ονόματα που είναι σχεδόν άγνωστα στους πολλούς, αλλά αγνοούν τους μοντέρνους και τους πιο «προχώ» της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν ξέρουν και δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα έργο μοντέρνων Ελλήνων, όπως της Μέλπως Αξιώτη, του Γιάννη Σκαρίμπα, του Ν. Πετζίκη, του έλληνα μπιτ Μάριου Χάκκα, του γκόθικ Δημοσθένη Βουτυρά και του συγγραφέα του «περιθωρίου» Πέτρου Πικρού. Μπορεί να απαγγέλλουν απ' έξω στίχους του Γκίνσμπεργκ, αλλά αγνοούν τον Λευτέρη Πούλιο ή τον Γιώργο Μακρή.
[_ _ _] Δεν θέλω να πω ότι δεν πρέπει να παρακολουθεί κάποιος την ξένη λογοτεχνία. Το αντίθετο. Πολλοί και σπουδαίοι Αγγλοσάξονες, Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί και άλλοι έχουν ανανεώσει τη λογοτεχνική θεματολογία, έχουν αναπτύξει νέες φόρμες και έχουν διεισδύσει σε νέες περιοχές της λογοτεχνίας. Όταν πας να τους κρίνεις όμως πρέπει να ξέρεις τι έχουν κάνει οι προηγούμενοι, δικοί σου και ξένοι. Πρέπει να έχεις γνωρίσει τους κλασικούς. Να γνωρίζεις ότι πολλά πράγματα που τα θεωρούμε καινούργια έχουν ανακαλυφθεί ως θεματολογία ή ως λογοτεχνική διαπραγμάτευση από πολύ παλιά. Ότι κάποιοι λογοτέχνες έχουν βάλει τον πήχη πολύ ψηλά και αν θέλεις να συγκρίνεις πρέπει να βλέπεις πού είναι αυτός ο πήχης. Αλλιώς κινδυνεύεις να την πατήσεις και να ανακαλύψεις πάλι τον τροχό ”.
Προσυπογράφω όλα όσα λέει και συνεχίζω. Τι κοινό έχει ένας νέος έλληνας συγγραφέας με τους ξένους μεγάλους; Αν τους δει ως πρότυπα, θα θελήσει να μετάσχει κι αυτός στην αφηγηματική-τους δεινότητα, στην υφολογική-τους ακρίβεια, μεστότητα ή αμφισημία, στην πληρότητα των χαρακτήρων-τους, στην παγκοσμιότητα των θεμάτων-τους κ.ο.κ. Αλλά διαφέρει κιόλας γιατί αυτός ανήκει σε μια πολιτισμική και κυρίως γλωσσική παράδοση που τον κάνει κρίκο σε μια αλυσίδα, η οποία ξεκινά από τους αρχαίους ή καλύτερα, για να μην πάμε τόσο πίσω, από τον Ρήγα και τον Κοραή και συνεχίζεται μέσω του Ροΐδη, του Βικέλα, του Παπαδιαμάντη μέχρι τον Σκαρίμπα, τον Α. Κοτζιά, τον Αλεξάνδρου κ.ο.κ. Στο ίδιο μήκος κύματος, βλέπω τους νέους πεζογράφους να διαβάζει ο ένας τον άλλο, σε μια τάση ενδογενεακής αλληλεγγύης και ανταγωνισμού, αλλά δεν ξέρουν τι έγραψαν οι ακριβώς προηγούμενες ή οι πιο προηγούμενες γενιές που έφεραν κι αυτοί από το εξωτερικό –άλλος καλύτερα κι άλλος χειρότερα- τα καινοτόμα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής εποχής.
 Επειδή τα “όρια της γλώσσας-μου είναι και τα όρια του κόσμου-μου”, όπως είπε ο Wittgenstein, καλό είναι οι έλληνες δημιουργοί-μας να διαβάζουν ξένους συγγραφείς, αφού ούτως ή άλλως εκεί είναι τα πρότυπα της πρωτοπορίας, αλλά εφόσον γράφουν στα ελληνικά, δεν μπορούν να αγνοήσουν όλο το φορτίο που έχουν οι λέξεις, οι αφηγήσεις, η κουλτούρα την οποία κουβαλούν εν αγνοία-τους μέσα στη γλώσσα. Η γλώσσα είναι η διακειμενική-τους περιουσία, με όλα τα αξιακά, πολιτισμικά και κοινωνικά κεντήματα που μεταφέρει.
Στο ερώτημα του τίτλου, η απάντηση είναι «γόνιμη παράδοση ΚΑΙ διεθνιστικός ερανισμός», ώστε η πρώτη να τεθεί καταρχάς ως πολιτισμικό και γλωσσικό θεμέλιο και να εμπλουτιστεί, να ανανεωθεί, να αναβαθμιστεί με τη μοντέρνα ή μεταμοντέρνα ματιά, που σαφώς εκφράζεται καλύτερα στο εξωτερικό.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 10, 2012

“πώς τελειώνει ο κόσμος” της Μαρίας Ξυλούρη

Το ζητούμενο ίσως δεν είναι πώς τελειώνει ο κόσμος, αφού τελειώνει για τον ενδιαφερόμενο με τον θάνατό-του, αλλά πώς αρχίζει και πώς τελειώνει για τους άλλους. Κι ανάλογο ζητούμενο είναι πώς αρχίζει και πώς τελειώνει ένα βιβλίο, για τον αναγνώστη, που δέχεται να μπει στον λαβύρινθό-του, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να πελαγοδρομεί επ’ αόριστον. 


Εσπρέσο χωρίς ζάχαρη:
Μαρία Ξυλούρη
“πώς τελειώνει ο κόσμος”
εκδόσεις Καλέντη
2012 

Αθήνα, 20/9/2012 

Αγαπητή Μαρία,
                    καταρχάς νιώθω την ανάγκη να σε ευχαριστήσω γιατί εκτιμάς το ιστολόγιό-μου και τις γνώμες που ακούγονται σ’ αυτό, με αποτέλεσμα να εμπιστευθείς και το δεύτερο βιβλίο-σου στα χέρια και στα μάτια-μου. Σ’ ευχαριστώ ακόμα και για τα θερμά λόγια που έχεις γράψει στη σελίδα που εσώκλεισες στο βιβλίο-σου. Εγώ υποσχέθηκα τίμιες προθέσεις και ιδιαίτερη προσοχή στη διερεύνηση όσων νοημάτων μπορεί το αναγνωστικό-μου κόσκινο να κρατήσει.
          Είχα διαβάσει κάπου ότι υπάρχει μια τάση στο σύγχρονο μυθιστόρημα να απλώνεται σε πολλά πρόσωπα, να διανέμει τους ρόλους σε πολλούς χαρακτήρες, χωρίς να αίρεται κάποιος στον πρωταγωνιστικό θώκο, να κινείται σε πολυάριθμα σκηνικά και διακλαδώσεις. Το βλέπω ανάγλυφα στο έργο-σου όπου ένας πολυπληθής θίασος προσώπων κινείται γύρω από ένα χαμένο κέντρο, ή μάλλον δύο, τον αυτόχειρα Δημήτρη και την εξαφανισθείσα Άννα, οι οποίοι, ενώ δεν τους ακούμε να μας μιλάνε, όπως τους υπόλοιπους χαρακτήρες, βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής όλων των άλλων. Με μια δαιδαλώδη πλοκή που ελίσσεται με κύκλους, με σπιράλ, με ελικοειδείς πορείες, ξεδιαλύνουμε σταδιακά το παζλ των ποικίλων σχέσεων που συνδέουν τον Ορέστη, τη Φανή, την Κατσαρίδα, τον Φώτη, τη Δώρα κ.ο.κ.
          Χωρίς να κουράσω όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, θα μείνω στις οικογενειακές, ερωτικές και φιλικές σχέσεις που αναπτύσσονται, καθώς από τον ένα δεσμό περνάμε στον άλλο σε ένα γαϊτανάκι, αφού ο εραστής της μίας γίνεται συν τω χρόνω εραστής της άλλης. Το βιβλίο φυσικά δεν είναι ερωτικό, αλλά απλώνει τα πόδια-του σε όλο το μυστήριο της ανθρώπινης ζωής, διασταυρωμένης με τις άλλες αλλά και με το βέβαιο τέλος-της που είναι ο θάνατος. Παρακολουθούμε πολλές μικρές ιστορίες, φυγόκεντρες, κυκλικές, συχνά παρένθετες και στην ουσία συναντάμε, καθώς προχωράμε τις σελίδες, ένα ψηφιδωτό επεισοδίων και σκηνών, που απλώνονται διακλαδωτά και με λαβυρινθώδη τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι τα πρόσωπα εξασθενούν μέσα στο σύνολο, παύουν να είναι θεμέλια της ιστορίας και μετατρέπονται σε μια πολυάριθμη αλλά ενίοτε ρηχή επαναλαμβανόμενη παρέλαση. Ο αναγνώστης χάνει το βάθος κάθε προσώπου, αδυνατεί λόγω συσσώρευσης να θυμάται τις λεπτομέρειες που θα συγκροτούσαν την προσωπικότητα κάθε χαρακτήρα, προσκρούει σε μνημονικά προσκόμματα και τυφλούς διαδρόμους.
          Αν δεις τον άνθρωπο”, γράφεις στη σελίδα 90, “σαν τις ιστορίες-του, θα πρέπει να παραδεχτείς ότι αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν και τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, ανθρώπων που έζησαν κάποτε, που ζουν τώρα, που θα ζήσουν αύριο, η μια ιστορία δίπλα στην άλλη, η μια ιστορία μετά την άλλη, από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Και σκέφτομαι ότι γι’ αυτό γράφει κανείς, για να φτιάξει μια αρχή κι ένα τέλος σε κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος, για να ελέγξει το ανεξέλεγκτο”. Το βιβλίο-σου ακολουθεί αυτόν τον κανόνα, μόνο που δεν μπορεί κανείς να βρει την αρχή και το τέλος στον σχεδιασμένο-σου λαβύρινθο.
          Τέλος πάντων, αυτό αποτελεί επιλογή που υπηρετείται με συνέπεια και γι’ αυτό την προσπερνώ. Συγκρατώ περισσότερο την επιμονή στον ατομικό βίο, στις σχέσεις των χαρακτήρων και στη διαπροσωπική-τους επαφή, την αναγωγή του καθημερινού σε τραγικό, την αναγωγή καλύτερα των ακραίων συμβάντων όπως η εξαφάνιση ενός ανθρώπου και οι ψυχολογικές συνέπειες που αυτή επέφερε σε κέντρο ενός κόσμου που περιμένουμε να δούμε “πώς θα τελειώσει”. Με βάση τις ενδοκειμενικές δηλώσεις-σου, ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στο εύρος της ματιάς-μας και στην εμβέλεια της αντίληψής-μας. Επομένως, τα άλλα, τα μεγάλα, τα ιστορικά, τα σπουδαία, εφόσον δεν εμπίπτουν στον κύκλο των δραστηριοτήτων-μας, δεν μας αφορούν. “Ακόμα και οι μεγαλύτερες τραγωδίες-μας… όλα αυτά είναι πράγματα που υπάρχουν κι έχουν νόημα στη δική-μας εκδοχή του κόσμου· η συντέλεια που διαβάζουμε… είναι πάντα η συντέλεια του δικού-μας κόσμου που πολύ απέχει απ’ το να είναι όλος ο κόσμος” (σελ. 149). Αυτή η μεταμοντέρνα συλλογιστική, που έχει φυσικά μια βάση, δεν μπορεί να με αφορά ως αναγνώστη, γιατί απλά κλείνει μέσα-της μια εσωστρέφεια που δεν με καλύπτει και μια μερικότητα με την οποία δεν μπορώ να ταυτιστώ. Πρέπει αυτός ο μικρόκοσμος που τελειώνει να μπει στον δικό-μου μικρόκοσμο για να τον νιώσω. Αλλιώς μένει ξένος…
          Φυσικά, η επαφή με την ξένη λογοτεχνία μπορεί να φέρνει τέτοιες τάσεις, τις οποίες προσπαθώ κι εγώ να αφουγκραστώ. Εσύ, ίσως πιο εξοικειωμένη μ’ αυτές, “τόσα χρόνια διάβαζες τα βιβλία-σου στ’ αγγλικά, μια άλλη γλώσσα, έτσι που με άλλους δεν μπορούσες καλά καλά να συζητήσεις, γιατί τους έλεγες για πράγματα που στα ελληνικά δεν υπήρχανε” (σελ. 280). Διαβάζεις απ’ ό,τι μαθαίνω Αντρέα Φραγκιά, Πολ Όστερ, Ζοζέ Σαραμάγκου, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Ρομπέρτο Μπολάνιο, Ντέιβιντ Μίτσελ, Χαρούκι Μουρακάμι. Γιόκο Ογκάουα, Πέρσιβαλ Έβερετ, Νικόλ Κράους, Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, Αλεχάντρο Σάμπρα και φυσικά Τόμας Πύντσον. Μην με παρεξηγείς λοιπόν αν αυτό που στη μεταμοντέρνα εποχή-μας είναι καθεστώς, εγώ το βλέπω με επιφύλαξη. Και σ’ αυτό το μεταμοντέρνο τοπίο μ’ αρέσει που ο Σαραμάγκου, ο Μπολάνιο, ο Έβερετ και ο Μουρακάμι λ.χ. βρίσκουν ισορροπία μεταξύ χάους και πλοκής. Άλλοι, αντίθετα, μεταμοντέρνοι διερευνούν τον λαβύρινθο χωρίς να δίνουν στον αναγνώστη έναν χάρτη. Άλλωστε, από τέτοιες ίσως ακρότητες, που στην αρχή φαίνονται πειραματικές, επέρχεται ένα καταστάλαγμα σε πιο ισορροπημένες καταστάσεις.
          Από την άλλη, δεν μπορώ να μην εκτιμήσω την αντίστροφη χρονολογική εξέλιξη των τεσσάρων οπτικών γωνιών (Ορέστης: 2008, Φώτης: 2007-2008, Φανή: 2007, Σκεύος: 2000) κι ύστερα ξανά από το παρελθόν του 2000 ως το παρόν του 2008. Σταδιακά περίμενα να δω πόσο καλά μπορεί να αξιοποιηθεί ως αφηγηματική τεχνική. Κι είδα μια ανάδρομη πορεία προς την εξαφάνιση της Άννας και μετά μια χρονολογική με τις συνέπειες του γεγονότος μέχρι την αυτοκτονία του αδελφού-της Δημήτρη. Είδα μια ιστορία που ανασκάπτεται προς τα πίσω και μετά μια προσπάθεια ανασύστασής-της. Νομίζω ότι είναι το πιο πρωτοποριακό στοιχείο του μυθιστορήματος, όπως ευρηματικό θεώρησα και το κεφάλαιο με τον Σκεύο και τον παππού-του, ο οποίος βλέπει στα όνειρά-του ποιος θα πεθάνει (θα έλεγα επίσης το γνωστό εύρημα να εμφανίζεται μια Μαρία μέσα στο μυθιστόρημα που θα γράψει ένα βιβλίο με ήρωα τον Δημήτρη και τους άλλους φίλους-της)!
Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτή η ευφυής δόμηση του έργου είναι το μόνο πράγμα στο οποίο ουσιαστικά ρίσκαρες και γι’ αυτό δεν μπορώ να πω ότι είδα θεαματική «πρόοδο» σε σχέση με το πρώτο-σου βιβλίο, το “Rewind”. Είδα πάλι τη σκιά του θανάτου, της εξαφάνισης και της πίστης ότι οι άνθρωποι που αποτελούν το περιβάλλον-μας δεν μας ξέρουν καλά, είδα μια στιβαρή γλώσσα χωρίς όμως τολμήματα, που αποδίδει τη σκέψη μέχρι εκεί που η σκέψη ακολουθεί το ψυχικό φορτίο του χαρακτήρα, είδα αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο να δένει τις άσχετες εμπειρίες της ζωής, χωρίς όμως αυτό να αρκεί για να αναχθεί σε αφηγηματική οικονομία (εκτός αν το μεταμοντέρνο πρότυπο αρκείται σε τέτοιες αποσπασματικότητες)…
Δεν ξέρω ποιοι μπορούν να αγαπήσουν αυτό το βιβλίο, χωρίς να ξέρουν τη συγγραφέα και τους κόπους-της. Έψαξα κριτικές αλλά δεν είδα καμιά αποκαλυπτική, πλην ίσως αυτή του Γιάννη Φαρσάρη που αγάπησε το βιβλίο, αν δεν το εκτίμησε επειδή πρώτα γνώριζε τη συγγραφέα. Για τον μέσο ωστόσο αναγνώστη οι μικρές ιστορίες και οι χαμένες ανθρώπινες σχέσεις ξεχνιούνται εύκολα και για τον ψαγμένο μένει σε εκκρεμότητα η επιτυχία του αμαλγάματος.
Με εκτίμηση
Πατριάρχης Φώτιος
 
[Διασκευή κειμένου που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 20/9/2012]