Saturday, March 31, 2007

Λιμοντσέτο: βραβεία Διαβάζω 2007

Μικρές λίστες μυθιστορήματος και διηγήματος

Την Τετάρτη ανακοινώθηκαν σε μια λιτή τελετή οι βραχείες λίστες των κατηγοριών που βραβεύει το περιοδικό «διαβάζω»:

Μικρή λίστα Διηγήματος

- “Από την άλλη γωνία” του Βασίλη Γκουρογιάννη
- “Η γυναίκα που πετάει” του Μένη Κουμανταρέα
- “Μικρό τρίπτυχο του νόστου” του Παναγιώτη Κουσαθανά
- “Στενογραφία” του Κώστα Μαυρουδή
- “Ο βράχος στο σύννεφο” της Μαρίας Στεφανοπούλου
- “Όντα και μη όντα” του Αργύρη Χιόνη

Μικρή λίστα Μυθιστορήματος

- “Επικράνθη, διά χειρός Αλέξη Ραζή” της Νίκης Αναστασέα
- “Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη” του Χρήστου Αστερίου,
- “Τα χερουβείμ της μοκέτας” της Ελένης Γιαννακάκη
- “Λευκή πετσέτα στο ρινγκ” του Νίκου Δαββέτα
- “Θερμοκρασία δωματίου” της Δήμητρας Κολλιάκου
- “Καταδολίευση” του Πρόδρομου Μάρκογλου
- “Νυχτερινή διαδρομή” του Μιχάλη Μιχαηλίδη
- “Πυθαγόρεια εγκλήματα” του Τεύκρου Μιχαηλίδη
- “Το μονοπάτι στη θάλασσα” του Αντώνη Σουρούνη
- “Τα δώρα του πανικού” του Κοσμά Χαρπαντίδη


Το εχέγγυο για την επιλογή της βραχείας λίστας αλλά και του τελικού νικητή είναι η σύνθεση της επιτροπής, η οποία δεν αποτελείται από άσχετους συγγραφείς-ονόματα του χώρου, αλλά από καταξιωμένους ειδικούς: Γιώργος Αράγης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αλέξης Ζήρας, Αγγέλα Καστρινάκη, Κώστας Κατσουλάρης, Λευτέρης Παπαλεοντίου και Νικήτας Παρίσης. Ασχέτως αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τις επιμέρους επιλογές, η επιτροπή κατέθεσε τη γνώμη της (θα περιμένουμε να δούμε και αναλυτικά την καταγεγραμμένη άποψη του καθενός για τις υποψηφιότητες) και περιέλαβε σημαντικά βιβλία της χρονιάς.

Πατριάρχης Φώτιος
31.3.2007

Tuesday, March 27, 2007

Χυμός αχλάδι: αυτοβελτίωση

Πώς διορθώνεται ένας συγγραφέας;

Υπόθεση εργασίας: ένας συγγραφέας (μπορεί και) θέλει να βελτιωθεί και δεν επαναπαύεται ούτε στις πωλήσεις ούτε στη ναρκισσιστική του αυτοεπιβεβαίωση. [Δεν είμαι συγγραφέας, αλλά ένας αναγνώστης που θα ήθελε να βλέπει τους συγγραφείς να βελτιώνονται από έργο σε έργο]. Τι κάνει για να το πετύχει;

- Λαμβάνει υπ’ όψη του τα σχόλια δικών του ανθρώπων (φίλων, συγγενών, συναδέλφων με τους οποίους γνωρίζεται); Η οικειότητα προκαλεί μερική τύφλωση.
- Διαβάζει τους κριτικούς; χαίρεται με όσα θετικά τού επισημαίνουν ή στέκεται και στα αρνητικά; Μήπως είναι αρτηριοσκληρωτικός; ή προσπαθεί να κατανοήσει όσα επιχειρήματα έχουν λογική, άσχετα αν τα θεωρήσει μετά από βάσανο λανθασμένα; Απαντά στις κριτικές, πιστεύοντας ότι μπορεί να δικαιολογήσει ακόμα και τη λανθασμένη εκτίμηση των άλλων μέσω του λόγου του και όχι με το έργο του;
- Ακούει τους αναγνώστες και όσα του καταμαρτυρούν; Τα μπλογκς είναι μια τέτοια ευκαιρία για διάλογο.
- Ξαναδιαβάζει το έργο του από απόσταση και προσπαθεί να το δει σαν μακρινός αναγνώστης (δύσκολο);
- Συνεχίζει (αν βέβαια το έκανε και μέχρι τώρα) να μελετά άλλους συγγραφείς, να διαβάζει θεωρητικά και να ψάχνει ό,τι θα τον ωθήσει σε μια συγγραφική αυτογνωσία; Έχει κατά νου ότι δεν είναι το θέμα που θα τον κάνει να ξεχωρίσει αλλά ο χειρισμός του, δεν είναι η ιστορία αλλά η αφήγηση, δεν είναι οι έξυπνες επινοήσεις αλλά η δομή και το καλοδουλεμένο ύφος;
- Έχει υπομονή; Ή μήπως βιάζεται να ξανακάνει επιτυχία με τη συνταγή της παλιάς; μήπως προσπαθεί να είναι στο επίκεντρο ως πρόσωπο παραγνωρίζοντας το συγγραφικό του έργο;
Οι “ρομαντικές” αυτές ερωτήσεις στηρίζονται στη θέληση να δούμε συγγραφείς που δεν θα είναι αιθεροβάμονες, αλλά προσπαθούν να διατηρήσουν το έργο τους και όχι το κασέ τους ή τη φήμη τους. Καταλαβαίνω ότι κάθε συγγραφέας παλεύει με δύο αντίρροπες τάσεις: από τη μία αγαπά τα παιδιά του, ειδικά όσο είναι νεογέννητα, και δύσκολα βλέπει τα λάθη τους, κι από την άλλη θέλει να ξεφύγει από τη μανιέρα και να πειραματιστεί πολλές φορές, αναζητώντας τη διαφορά με τα προηγούμενα έργα του.

Πατριάρχης Φώτιος
27.3.2007

Saturday, March 24, 2007

Καφές λούνγκο: ιστορικό θρίλερ

Γ. Αιόλου, “Η νύχτα των εννέα ήλιων”

Μετά την επιτυχία του «Κώδικα Ντα Βίτσι» του Νταν Μπράουν έγινε περισσότερο της μόδας αυτό που θα ονομάζαμε ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ. Γνωστό και καλό έργο του είδους είναι το «Όνομα του ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο, μυθιστόρημα που αναφέρεται εδώ, γιατί έχει σχέση με το αδελφάκι του στα καθ’ ημάς, τη “Νοσταλγία των δράκων” (2000) του Δ. Κούρτοβικ. Άλλα δείγματα του είδους στην ημεδαπή δεν έχω πρόχειρα κατά νου, εκτός από το πρόσφατο βιβλίο του Γ. Αιόλου “Η νύχτα των εννέα ήλιων” (2006). Πρόκειται για μυθιστόρημα που συνδυάζει την ιστορία (λιγότερο), τη μουσική, την εκκλησία και μια ερωτική ιστορία σε μια αφήγηση συνωμοσίας και σασπένς. Μια μυστική (παρ)εκκλησιαστική καθολική οργάνωση μεταφέρει μια παρτιτούρα-μήνυμα ως σήμερα, παρτιτούρα που πέφτει κατά λάθος στα χέρια του πρωταγωνιστή, ο οποίος αρχίζει να το ψάχνει. Το τέλος μετά από περιπέτειες, σκάνδαλα, απειλές και αποκαλύψεις είναι ανάλογο με άλλα έργα: το μυστικό μισοαποκαλύπτεται, αλλά εντέλει μένει στην ουσία του κρυφό.
Ποιο το πρόβλημα με αυτά τα έργα, όσα βέβαια από αυτά δεν μπορούν να πείσουν για τη λογοτεχνική τους αξία; Συνδέουν την ιστορία με την πλοκή και όχι με τη “στοχαστική”-προβληματίζουσα αφήγηση. Έτσι, παρόλο που ο πρωτοεμφανιζόμενος Αιόλου δεν γράφει άσχημα, ούτε στήνει άτεχνα την πλοκή του, το όλο εγχείρημα μένει εκεί. Ο αναγνώστης το διαβάζει γρήγορα και με περιέργεια, σαν ανάγνωσμα παραλίας ή κομμωτηρίου, αλλά δεν αποκομίζει τίποτα άλλο. Κι αν τον όποιο συγγραφέα δεν τον νοιάζει, κρατάμε ένα βιβλίο για τρεις-τέσσερις ώρες και πάει καλά. Αν όμως τον νοιάζει για κάτι βαθύτερο, όπως και τον ψαγμένο αναγνώστη, τότε ούτε η εκκλησιαστική συνωμοσιολογία, ούτε ο αδιέξοδος έρωτας που καταλήγει σε άλλη σχέση, ούτε η λίγη ιστορία της μουσικής μπορούν να ικανοποιήσουν τις βαθύτερες ανάγκες του. Όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα απέκτησε ποιότητα, όταν μεταλλάχτηκε σε κοινωνικό, έτσι και το ιστορικό θρίλερ θα κερδίσει τον απαιτητικό βιβλιόφιλο, όταν πάψει να στηρίζεται ΜΟΝΟ στην ευφυή εξέλιξη των γεγονότων από μυστήριο σε μυστήριο.

Πατριάρχης Φώτιος
24.3.2007

Wednesday, March 21, 2007

21η μαρτίου: Ημέρα ποίησης

Επειδή σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, κάνω ένα διάλειμμα από την πεζογραφία, για να καταθέσω κι εγώ ένα ποίημα από τη "Φιλοσοφία των λουλουδιών" του Νικ. Βρεττάκου:

Η Ελληνική γλώσσα

Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω
όπως ένα ρυακάκι πού μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου
ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους,
θα τους μιλήσω ελληνικά,
επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες.
Μιλάνε μεταξύ τους μέ μουσική.

Πατριάρχης Φώτιος
21.3.2007

Sunday, March 18, 2007

Σαγκρία: Αχιλλέας Κυριακίδης

Αχιλλέας Κυριακίδης: ο πολυπράγμων

Αύριο, Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007, και ώρα 20.30 στο Θέατρο «Άνεσις», Κηφισίας 14 παρουσιάζονται τα δύο τελευταία έργα του Αχιλλέα Κυριακίδη, “Ο καθρέφτης του τυφλού” και “Μικρή περιοχή”, από τους Σοφία Νικολαΐδου, Κατερίνα Σχινά, Τάσο Γουδέλη και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Ο Αχ. Κυριακίδης διακρίνεται για την πολυπραγμοσύνη του στον χώρο της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Πέρα από μεταφραστής του Μπόρχες και ειδικός μπορχεσιολόγος στην Ελλάδα, έχει μεταφράσει πάμπολλους ξένους (Περέκ, Ροθ, Σεπούλβεδα, Κρούμι κ.τ.λ.), έχει γράψει βιβλία με διηγήματα και δοκίμια, ενώ έχει καταπιαστεί και με τη συγγραφή τριών σεναρίων.
Η συλλογή διηγημάτων του “Τεχνητές αναπνοές” (2003) απέσπασε δίκαια το Κρατικό Βραβείο διηγήματος. Όντως είναι εξαιρετικό δείγμα διηγημάτων που καταξιώνει το είδος. Φαίνονται οι ευρωπαϊκές και λατινοαμερικάνικες επιρροές που δίνουν στα κείμενα ευέλικτη πλοκή με ουσιαστικό τέλος, χωρίς να λείπουν και οι αφηγηματικές καινοτομίες. Θυμίζουν φυσικά Μπόρχες, απηχούν κινηματογράφο και εν μέρει αποτελούν έξυπνες αλλά και με περιεχόμενο υποθέσεις.
Το 2005 με τον “Καθρέφτη του τυφλού” διατηρεί καταρχάς τα ίδια καλά στοιχεία (διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα, χρήση του φανταστικού, έξυπνη αφήγηση, λεκτική πολυμορφία). ΑΛΛΑ: ο αναγνώστης παρατηρεί ένα είδος κόπωσης και επανάληψης, σαν να εξαντλήθηκε η λογοτεχνική έμπνευση, σαν να απέτυχαν πειράματα που επιχείρησε, σαν να άλλαξε προσανατολισμό και χάθηκε.
Φέτος η “Μικρή περιοχή”. Πρόκειται για βιβλιοπαρουσιάσεις και μικρά δοκίμια για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Κείμενα αναγνωστικής απόλαυσης ως προς το ύφος τους, για τον Σινόπουλο, τον Βαρβέρη, τον Καλοκύρη, τη Χατζηδημητρίου, τον Μαυρουδή, τον Παναγιωτόπουλο, τον Ξανθούλη κ.ά., για να μείνω στα καθ’ ημάς. Ο αναγνώστης απολαμβάνει τον χειρισμό του λόγου, ΑΛΛΑ μου φαίνονται υπερβολικά δύο σημεία της γραφής του: α) πολύ έμφαση στον λόγο της ίδιας της παρουσίασης και όχι στο τι του βιβλίου, λεκτικά παιχνίδια και πυροτεχνήματα αλλά λίγη, λιγότερη απ’ όσο θα μπορούσε, ουσία, γλωσσικά πυροτεχνήματα και ελάχιστα επιχειρήματα, β) όλα εξηγούνται βάσει του Μπόρχες (το όνομά του συναντάται σχεδόν σε κάθε κείμενο) και του Γκρέινβιλ. Τέτοια μονομέρεια δεν πείθει.
Ο Κυριακίδης είναι μορφή στον χώρο με το πλούσιο μεταφραστικό του έργο και με τη μετακένωση μπορχικών και άλλων τεχνικών στην Ελλάδα, …αρκεί να μην επαναλαμβάνεται με μανιέρες και αυτοϋπονομεύεται.

Πατριάρχης Φώτιος
18.3.2007

Thursday, March 15, 2007

Πικρός βυζαντινός καφές: Βιτάλη

Λεία Βιτάλη, Ιερή παγίδα

Στην ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος η “Ιερή παγίδα” ακολουθεί τις καινοτομίες του είδους ως προς στα εξής:
1. Καταπιάνεται με τη Βυζαντινή περίοδο, η οποία δεν ήταν μέχρι πρότινος και πολύ αγαπημένη, αν και τα τελευταία χρόνια επανήλθε με τον “Σκούφο από πορφύρα” της Μ. Δούκα ή τους “Παλαιολόγους” του Λεονάρδου. (Και εγώ σαν Βυζαντινός Πατριάρχης άλλο που δεν θέλω για αυτήν την παραγνωρισμένη περίοδο του ελληνισμού).
2. Βάζει γυναίκα αφηγήτρια, που σπάει την ανδρική κυριαρχία στις ιστορικές μορφές, και δικαιολογείται να εξιστορεί ένα χρονικό με διαφορετική εκδοχή από τα συνηθισμένα. Το ίδιο έκανε πάλι η Δούκα στον “Σκούφο από πορφύρα” αλλά και άλλοι συγγραφείς.
3. Βρίσκει κενά στην ιστοριογραφία και τα συμπληρώνει με δική της εξήγηση των παρασκηνίων.
4. Χειρίζεται επάξια τις αναχρονίες, καθώς κινείται εναλλάξ στα πριν το 1453 γεγονότα και στα μετά, χρόνος που συνταιριάζεται με την εναλλαγή στον τόπο, από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία με μια παρένθεση στην Αδριανούπολη.
5. Έξοχη αποτύπωση του ευνουχισμού του ήρωα που αγγίζει τα όρια μιας σκληρής εικονοποιίας με απαράμιλλο ωστόσο αισθητικό αποτέλεσμα.
6. ΠΡΩΤΙΣΤΟ: Η Βιτάλη προβληματίζεται πάνω στα αίτια της πτώσης της Πόλης Η αφήγηση, κατά τον Κούρτοβικ στο “Πού κοιτάζει ο δικέφαλος αετός”, (20.1.2007) “αμφισβητεί την αλήθεια των άλλων αφηγήσεων για την Άλωση”. Έτσι, “Η εικόνα που μας δίνει για την Κωνσταντινούπολη των παραμονών της Άλωσης μικρή σχέση έχει με την καθιερωμένη. Η Πόλη έχει ουσιαστικά αλωθεί εκ των ένδον πριν ακόμη την πατήσει ο Μωάμεθ. Ο Κωνσταντίνος αντιμετωπίζει την κατακραυγή του λαού του, που τον βρίζει προδότη για τη φιλοενωτική πολιτική του. Οι καλόγεροι πρωτοστατούν σε συνωμοσίες εναντίον του και πολλοί από αυτούς συνεργάζονται κρυφά με τους πολιορκητές. Ο Λουκάς Νοταράς θεωρεί αναπόφευκτο το τέλος της αυτοκρατορίας και αποβλέπει στη διαφύλαξη των προνομίων της τάξης του, γιατί, όπως λέει, οι αυτοκρατορίες παρέρχονται, αλλά μένουν εκείνοι που έχουν τη δύναμη με το χρήμα τους να κινούν την Ιστορία.”. Ο αναγνώστης εντέλει ξαναβλέπει τα γνωστά γεγονότα από άλλη εστίαση.
Από την άλλη, το σοβαρότερο αρνητικό στοιχείο είναι η προσπάθεια να αφηγηθεί την ιστορία μια γυναίκα, που πολύ λίγη συμμετοχή μπορούσε να έχει στα γεγονότα. Ο Reader (7.1.2007) το εξηγεί ως εξής: «Πολλά από τα γεγονότα δεν τα έχει δει, σε πολλά είναι μάλλον εξωπραγματική η παρουσία της και όταν εξαντλούνται τα επιτυχημένα συγγραφικά τρικ και κλισέ (όπως η ανάγνωση ενός ημερολογίου) η όλη υπόθεση “μπάζει’’ κάτι που μπορούσε να αποφευχθεί με την ουδέτερη τριτοπρόσωπη περιγραφή.»
Αυτό που προβληματίζει εμένα περισσότερο είναι η τάση του ιστορικού μυθιστορήματος. Ωραία, επιχειρεί να αναιρέσει την υποκειμενικότητα της ιστοριογραφίας, ωραία, προσπαθεί να ξαναδεί την ιστορία από άλλη σκοπιά… Αλλά μήπως εγκαθιδρύει μια άλλη μεροληψία στη θέση της παλιάς, μήπως υιοθετεί μια εξίσου μονόπλευρη θεώρηση και έτσι πλασάρει στον αναγνώστη μια αλήθεια εξίσου μονοδιάστατη; Κι αν η απάντηση είναι ότι η μυθοπλασία αναγκαστικά στήνει τη δική της (υποκειμενική) αλήθεια, τότε η λύση είναι το ανοιχτό μυθιστόρημα, που δεν χειραγωγεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά αφήνει εναλλακτικές επιλογές στον αναγνώστη.

Πατριάρχης Φώτιος
15.3.2007

Sunday, March 11, 2007

Bloody Mary: Παύλος Μάτεσις

Παύλος Μάτεσις: μεταξύ ύψους και βάθους

Μεθαύριο, την Τρίτη 13 Μαρτίου (στις 20.00), στον Ιανό οργανώνεται εκδήλωση με αφορμή την 50ή έκδοση της “Μητέρας του σκύλου”. Θα μιλήσουν οι Τ. Χυτήρης, Στ. Δάνδολος και Αύγ. Κορτώ.
Ο Παύλος Μάτεσις είναι στ’ αλήθεια ιδιαίτερη περίπτωση καταρχάς θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου με κείμενα που κινούνται από το πιο υψηλό στο πιο χαμηλό επίπεδο και τανάπαλιν. Ακριβώς επειδή πειραματίζεται, άλλα του θεατρικά έργα είναι στρυφνά και απωθητικά (π.χ. το φωκνερικό “Προς Ελευσίνα”) κι άλλα παιγνιώδη (λ.χ. “Λύκε λύκε”) και βαθυστόχαστα χωρίς να ελιτίζουν (λ.χ. Η Τελετή). Στα πεζά του ακολούθησε φθίνουσα πορεία από την απώτατη κορυφή (το εμβληματικό “Η μητέρα του σκύλου”) σταδιακά σε κατώτερα επίπεδα, όπως “Ο Παλαιός των Ημερών” (1994), ο “Σκοτεινός οδηγός” (2002) και ο “Μύρτος” (2004). Τα έργα του μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: α) σ’ αυτά που ακολουθούν την κλασική αφηγηματική δομή με αρχή, μέση και τέλος (“Η μητέρα του σκύλου”) και β) σ’ αυτά που γράφονται με την “επεισοδιακή” κατ’ Αριστοτέλη γραφή ως συνονθύλευμα εικόνων και σκηνών.
“Η μητέρα του σκύλου” (1990) είναι έργο σταθμός όχι μόνο για τον ίδιο τον δημιουργό, αλλά και για όλη τη νεότερη ελληνική πεζογραφία. Ο συγγραφέας αποδεικνύει πως είναι υφοπλάστης περιωπής, που μπορεί ακόμα και να γράψει σε αυτό που έχω ονομάσει γυναικεία-θυμική γραφή, καθώς βάζει την ηρωίδα του να μιλάει με αφέλεια αλλά και ειλικρίνεια, με συναισθηματισμό αλλά και με ανυποψίαστη ωμότητα… Πρόκειται για την αφήγηση επαρχιώτισσας ηθοποιού γύρω από τις δύσκολες μέρες της κατοχής, η οποία βγάζει στην επιφάνεια την απλή ματιά, έστω κι αν συνοδεύεται από σκόπιμη αφέλεια, αυταπάτες, φαντασιώσεις και παρακρούσεις που ανατινάζουν τον ρεαλισμό της αφήγησης. Έχουμε στην ουσία μια στρεβλή ματιά για τον στρεβλό νεοελληνικό μας βίο, μια αυτοσαρκαστική κατόπτευση της μεταπολεμικής Ελλάδας με όλα τα μίζερα συμπλέγματά της.
Ενδιαφέρουσα θα είναι η παρουσίαση από τον Αύγουστο Κορτώ, καθώς σε εμπρηστικό δοκίμιό του στο “να ένα μήλο” (τχ. 2) αναγνωρίζει στο έργο την κορυφαία θέση που του αξίζει, αλλά κατακεραυνώνει τον “Σκοτεινό οδηγό” ως “βιβλίο κουραστικό και ασυνάρτητο” κ.τ.λ. Αν πάρει πίσω όσα έχει με ζέση δηλώσει, θα έχει πέσει κι αυτός στην παγίδα των δημοσίων σχέσεων…
Εν τέλει, όπως ισχύει και σε άλλες περιπτώσεις, δεν αγαπάμε τον δημιουργό και το σύνολο του έργου του, αλλά συγκεκριμένα κείμενα που ξεχωρίζουν και μπορούν να διαβαστούν περισσότερες της μίας φορές.

Πατριάρχης Φώτιος
11.3.2007

Wednesday, March 07, 2007

Coca Cola light.γνωρίζω τον συγγραφέα

Γνωριμία με συγγραφείς

Σενάριο 1ο: Ένας φίλος, τον οποίο εκτιμώ, μου φέρνει το υπό έκδοση βιβλίο του να το αξιολογήσω. Πόσο μπορώ να μείνω ανεπηρέαστος από την προσωπική μας σχέση;

Σενάριο 2ο: δυο τρεις συγγραφείς επισκέπτονται επώνυμα το blog μου, με τους οποίους γνωριζόμαστε και μιλάμε σε οικείο τόνο. Πολλές φορές ανταλλάσσουμε φιλοφρονήσεις, μιλάμε πια φιλικά, κερδίζει ο ένας τη συμπάθεια του άλλου. Και κάποια στιγμή ένας από αυτούς εκδίδει λ.χ. ένα μυθιστόρημα. Πώς θα μπορέσω να αναρτήσω τη γνώμη μου σε ένα post έχοντας τη συνείδησή μου ήσυχη ότι δεν τον είδα θετικά χάρη στη γνωριμία μας ή ότι δεν τον αδίκησα εξαιτίας της διάθεσής μου να φανώ αντικειμενικός;

Σενάριο 3ο: είμαι δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα και παίρνω συνεντεύξεις από συγγραφείς. Παράλληλα διατηρώ μια στήλη, όπου κάνω βιβλιοπαρουσιάσεις. Βρίσκομαι, λοιπόν, μέσα από τη δουλειά μου στο κύκλωμα –χωρίς αρνητικά υπονοούμενα η λέξη- και συμπαθώ (ή και αντιπαθώ) πρόσωπα Νεοελλήνων συγγραφέων, τους οποίους γνωρίζω πλέον. Καλούμαι, λοιπόν, κάποια στιγμή να γράψω τη γνώμη μου για το βιβλίο τους. Τι κάνω;

Τα σενάρια μπορούν να πολλαπλασιαστούν και να αποκτήσουν και όνομα.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πόσο η προσωπική σχέση με έναν συγγραφέα επηρεάζει την κριτική μου, ειδικά όταν έχω ένα δημόσιο βήμα (εφημερίδα, blog κ.τ.λ.); Είναι το πρόσωπο άσχετο με το βιβλίο; Είναι το βιβλίο που θα μείνει και επομένως αυτό και μόνο αυτό μετράει σε μια “αντικειμενική” παρουσίαση; Ακριβώς λόγω των παραπάνω οι ίδιοι οι συγγραφείς επιδιώκουν να γίνουν γνωστοί ως άνθρωποι και να επηρεάσει η προσωπικότητά τους την τύχη των βιβλίων τους; Το ζήτημα είναι τι κάνουν όλοι οι άλλοι!

Πατριάρχης Φώτιος
7.3.2007

Sunday, March 04, 2007

Καφές και τσιγάρο

“Ιστορίες καπνού”

Πώς γράφουν οι συγγραφείς; Καπνίζουν αρειμανίως ή επιμένουν στην καθαρότητα της ατμόσφαιρας και στη διαύγεια του πνεύματος;
Στο βιβλιαράκι 165 σελίδων δώδεκα γνωστοί συγγραφείς (Νικολαΐδου, Σωτηροπούλου, Μπαμπασάκης, Παναγιωτόπουλος, Κορτώ, Σιφωνιός, Ζουμπουλάκη, Αλεξάκης, Ταμβακάκης, Μιτσοτάκη, Νόλλας και Χωμενίδης), πιθανότητα καπνιστές, γράφουν ισάριθμα διηγήματα με κέντρο το κάπνισμα. Θα ξεχώριζα τρία: Τα “Φαντάσματα” του Ν. Παναγιωτόπουλου με την ενδιαφέρουσα γραφή τους που δένει με το περιεχόμενο, “Η Σοφία” του Β. Αλεξάκη με το ιδιαίτερο χιούμορ που δεν στερείται νοήματος και τέλος “Το τελευταίο τσιγάρο” του Χρ. Χωμενίδη με την ευφυή σύνδεση τσιγάρου και απόλαυσης ακόμα και μπροστά στον θάνατο.
Σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν:
- Ποια ατμόσφαιρα δημιουργεί το τσιγάρο την ώρα της συγγραφής; (Σημείωση: κανένα διήγημα δεν ήταν αυτοαναφορικό)
- Συνδυάζεται το λογοτεχνικό διάβασμα με καφέ και τσιγάρο; (όπως πολλοί διαβάζουν εφημερίδα με τη συνοδεία τσιγάρου).
- Δείχνει κάτι το κάπνισμα του ήρωα ως προς τη διάθεσή του και την προσωπικότητά του; Κείμενα με τέτοια παραδείγματα;
- Άλλα ερωτήματα ανάλογου ύφους;
Προσωπικά δεν καπνίζω (Δεν είχε έλθει στην εποχή μου ο καπνός από την μετακολομβιανή Αμερική!). Ωστόσο, μπορώ να φανταστώ εικόνες συγγραφέων ή αναγνωστών που απασχολούν έτσι το χέρι και τη σκέψη τους.

Πατριάρχης Φώτιος
4.3.2007

Thursday, March 01, 2007

Χυμός μήλο: Τα βραβεία μυθιστορήματος "να ένα μήλο"

Βραχεία λίστα μυθιστορήματος

Ανακοινώθηκε σήμερα η βραχεία λίστα του περιοδικού “να ένα μήλο” για τα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2006, λίστα που διαμόρφωσαν οι 50 συνεργάτες του περιοδικού. Τα 5 βιβλία δείχνουν πολυφωνία και ποικιλία απόψεων, όμοια με την ετερόκλητη ομάδα των νέων συγγραφέων που έκαναν τις επιλογές. Καταγράφονται τα επιλεγέντα μυθιστορήματα με αλφαβητική σειρά:

Ελ. Γιαννακάκη, “Τα χερουβείμ της μοκέτας”: δύσκολο στην ανάγνωση για τον εύκολο αναγνώστη, αλλά τεχνουργημένο εξαιρετικά πάνω στην τεχνική του προσωπικού μονολόγου. Όλα τα κλισέ καταρρίπτονται, η υπόθεση εξελίσσεται με αργά αλλά μεθοδικά βήματα, τα επίπεδα της γραφής αλληλοσυμπλέκονται αγαστά. Η ηρωίδα αναδεικνύεται σε ιδεώδη μορφή νοικοκυράς και συζύγου, ώσπου να καταπέσει κάθε τέτοια εντύπωση. Ο Κούρτοβικ το θεώρησε το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς.

Αντζ. Δημητρακάκη, “Το μανιφέστο της ήττας”: κοσμοπολίτικο βιβλίο με προμελετημένη δομή, με ένθετες ιστορίες και αναχρονίες, με έξυπνο το παιχνίδι της εναλλαγής συγγραφέα και αφηγητή στο τέλος. Από την άλλη, ο φασισμός που επικαλείται η πεζογράφος ως πρόθεσή της δεν φαίνεται, οι ήρωες δεν αποτυπώνονται σε βάθος και κυριαρχούν προσωπικές εμμονές όπως το εύκολο σεξ και λιγότερο στα ναρκωτικά, σαν μια μόδα συνηθισμένη μεταξύ των νέων.

Αντ. Σουρούνης, “Το μονοπάτι στη θάλασσα”: Ο Σουρούνης ανήκει στην πάστα των συγγραφέων τους οποίους θα ονόμαζα παραμυθάδες, αφού μπορούν για μικρά περιστατικά της καθημερινότητας να πλάσουν ολόκληρες ιστορίες, όπου η αφήγηση κυλάει αβίαστα. Ο βασικός άξονας σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι η ένδεια και η ανεργία, καθώς και οι προσπάθειες των φτωχών ανθρώπων να την ξεπεράσουν με θεμιτά και ημι-αθέμιτα μέσα. Παράλληλα, αναπτύσσονται άλλοι άξονες, όπως η σεξουαλική ωρίμαση, η εκκλησία, οι παιδικές φιλίες και σχέσεις κ.λπ.

Αλ. Σταμάτης, “Αμερικάνικη φούγκα”: περιπετειώδες μυθιστόρημα για αναζήτηση του βαθύτερου χαρακτήρα της Αμερικής και προσπάθεια για μια αυτοσυνειδησία του ήρωα. Εντέλει διαβάζει κανείς μια ιστορία που κινείται σε γρήγορους (κινηματογραφικούς) ρυθμούς -με όλα τα αρνητικά της εσπευσμένης δράσης-, η οποία θα ήθελε να έχει ένα κάποιο βάθος, αλλά δεν το φτάνει ποτέ. Το πολυφορεμένο θέμα αλλαγής ρόλων δεν στηρίζεται από εμβάθυνση στην ψυχολογία. Θετικό κρίνεται το αυτοαναφορικό εύρημα της συγγραφής από τον ήρωα-συγγραφέα της ζωής που τώρα ο ίδιος ζει.

Π. Τατσόπουλος, “Η καλοσύνη των ξένων”: Το βιβλίο κερδίζει τον αναγνώστη (μολονότι δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα). Είναι το προσωπικό ξετύλιγμα της υιοθεσίας του ίδιου του συγγραφέα και η προβληματική γύρω από θέματα οικογένειας και παιδιών. Χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με πολύ χιούμορ και ειρωνεία ο Τατσόπουλος γράφει τα κεφάλαια του με θέματα που φαινομενικά ξεφεύγουν από τον άξονα του βιβλίου, αλλά που στο τέλος καταλήγουν πάντα εκεί. Προς το τέλος η αφήγηση εξασθενίζει και φθίνει.

Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος
1.3.2007