Friday, July 31, 2020

ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Κάθε χρόνο το Βιβλιοκαφέ κλείνει για διακοπές. Ο μάγειρας φεύγει για το νησί του, ο μπαρίστα πάει στο χωριό του, τα γκαρσόνια στα εξοχικά τους.

Κι εγώ αναχωρώ για την Ήπειρο. Βουνό, δάσος, δροσιά… Χωριό και ξεκούραση, αλλά και βόλτα στην πόλη για

Μια κούτα βιβλία, μια κούτα τσιγάρα και όλη τη διάθεση να ξελαμπικάρω.

Εύχομαι σε όλους να ξανανιώσουν, γιατί τα δύσκολα μπορεί να είναι μπροστά μας ή μπορεί να είναι και μέσα μας.

Με το καλό τον Σεπτέμβρη.

Πάπισσα Ιωάννα


Wednesday, July 29, 2020

Ahmet Altan, “Δεν θα δω τον κόσμο ξανά”

Κάτι μεταξύ προσωπικής ιστορίας και στοχασμού, το κείμενο του Τούρκου συγγραφέα αναφέρεται στη σύλληψή του από το καθεστώς Erdogan και την καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη.

 

Ahmet Altan

“I Will Never See the World Again”

2018

“Δεν θα δω τον κόσμο ξανά”  

μετ. Μ. Μακρόπουλος

εκδόσεις Διόπτρα

2020

  

Ήθελα να δω πώς είναι ο εγκλεισμός, όπως εμείς, κι έτσι βρήκα το βιβλίο που αναλογικά μιλάει για φυλακή και συγκεκριμένα για τη φυλάκιση στην Τουρκία του Ερντογάν, μετά το πραξικόπημα του 2016. Είναι η ψυχολογία του κρατούμενου όμοια με τη δική μας;


> Ο Αχμέτ Αλτάν γεννήθηκε στην Άγκυρα το 1950. Θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους συγγραφείς και δημοσιογράφους της Τουρκίας. Αποφοίτησε από τη Σχολή Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα πολύ νέος ως ρεπόρτερ και αργότερα διετέλεσε διευθυντής εφημερίδας. Το 1990 διέκοψε την αρθρογραφία και ασχολήθηκε με την παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων. Το 1995 καταδικάστηκε για το συγγραφικό του έργο σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών.

Το πρώτο του μυθιστόρημα "Τέσσερις εποχές φθινόπωρο" εκδόθηκε το 1982. Με το επόμενο βιβλίο του, "Ίχνη στο νερό", που κυκλοφόρησε το 1985, κατηγορήθηκε ότι προσέβαλε τη δημόσια αιδώ και με δικαστική απόφαση αποσύρθηκε από την κυκλοφορία. Το 1991 εκδόθηκε το τρίτο του μυθιστόρημα με τίτλο "Ιστορία της μοναξιάς" και ακολούθησαν τα "Επικίνδυνα παραμύθια" (1996), που έκανε ρεκόρ πωλήσεων, και "Του έρωτα και της αμαρτίας" (1998), που έκανε 33 εκδόσεις τον πρώτο χρόνο. Έγραψε επίσης τα δοκίμια: "Τραγούδια του μεσονυχτίου" και "Πρωινά πουλιά στο λυκόφως". Είναι συγγραφέας επτά δοκιμίων και δέκα μυθιστορημάτων.

Τον Ιούλιο του 2016 συνελήφθη κατά τις εκκαθαρίσεις στον τουρκικό Τύπο, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Τον Φεβρουάριο του 2018 ο Altan και ο αδελφός του καταδικάστηκαν σε ισόβια και θα έπρεπε να μένουν κλεισμένοι στο κελί 23 ώρες ημερησίως. Πενήντα ένας Νομπελίστες, μεταξύ των οποίων πολλοί συγγραφείς, έστειλαν ανοιχτή επιστολή προς τον Ερντογάν, ζητώντας του να απελευθερώσει τον Altan.


Ο AHMET Altan είναι γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας της Τουρκίας. Έχει γράψει πολλά βιβλία, άσκησε το επάγγελμα του δημοσιογράφου και μάλιστα ήταν αρχισυντάκτης σε μια εφημερίδα. Προφανώς, επειδή ήταν αντικαθεστωτικός, η κυβέρνηση Ερντογάν τον θεώρησε συνυπεύθυνο, ηθικό ίσως αυτουργό, για το πραξικόπημα και βρήκε ευκαιρία να τον διώξει, συλλαμβάνοντάς τον.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ δεν αφορά παρά έμμεσα την αδικία που υπέστη, καθώς συνελήφθηκε και φυλακίστηκε χωρίς πραγματικό λόγο. Αυτό λέγεται κι ακούγεται, αλλά γρήγορα ο αναγνώστης συναντά τη σκέψη (φιλοσοφική και υπαρξιακή) του συγγραφέα για τη συνθήκη κάτω από την οποία βρίσκεται, τις άθλιες συνθήκες, όχι βασανιστήρια, την αναξιοπρέπεια της όλης κατάστασης, τη μοναξιά, τον παγωμένο χρόνο (tempus absolutο, όπως τον λέει), το κενό που βιώνει, τον Θεό και τον θάνατο. Ταυτόχρονα, η επαναλαμβανόμενη ζωή στη φυλακή υποβάλλει ένα είδος αυτογνωσίας αλλά και διαλλακτικότητας με τους συγκρατούμενούς του.

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ του είναι ένα είδος μνήμης (αλλά και λήθης όσων τον καταπιέζουν) που ανάγεται σε αποτίμηση όσων στην υπόλοιπη “ομαλή” ζωή τα αγνοούμε, μάλλον εμείς, γιατί οι συγγραφείς τα ζυγίζουν και τότε. Είναι γεμάτος με παραθέματα, από μνήμης, καθώς ως συγγραφέας ο Altan είναι ένα ζωντανό διακείμενο με λόγια και σκέψεις άλλων.


ΌΛΑ αυτά, η στοχαστική διάθεση, το κλίμα συνδιαλλαγής και όχι όξυνσης, το ύφος που έχει πιο πολύ φιλοσοφικό τόνο κι όχι καταγγελτικό, η απλή φρασεολογία δεν ξεσηκώνουν τον αναγνώστη, ούτε για το άδικο της ποινής ούτε για τη θλίψη-κατάθλιψη του κρατουμένου. Έτσι, δεν συν-αισθανόμαστε τον πόνο και την αγανάκτηση, ούτε τη βαθιά μονοτονία του κελιού, αλλά περισσότερο το διανοητικό διαμέτρημα ενός σκεπτόμενου ανθρώπου… ώσπου καταδικάζεται σε ισόβια και τότε συνειδητοποιεί ο ίδιος αλλά κι εμείς ότι άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη, άλλο η ψυχική προετοιμασία για το κακό κι άλλο η πραγματική βίωσή του.

ΚΑΙ ΩΣ κερασάκι στην τούρτα όλα όσα ζει ο Altan τα βλέπει ως συγγραφέας, τόσο ως τροφή για τη γραφή του, ακόμα κι αν εκμηδενίζεται ως άτομο, όσο και ως διακειμενικές αναφορές μέσα από τα μάτια άλλων συγγραφέων. Έτσι, αναδεικνύει το γράψιμο ως θεραπεία για όλα τα δεινά της φυλακής, καθώς μ’ αυτό απ’ τη μια μπορεί να στοχαστεί πάνω σ’ αυτά και μέχρι ενός σημείου να τα εκλογικεύσει κι απ’ την άλλη να ταξιδέψει εκτός των τοίχων της και να βρεθεί εδώ κι εκεί, μέσα κι έξω, εδώ και αλλού.

In2life, 19/5/2020 

Πάπισσα Ιωάννα


Sunday, July 26, 2020

Georges Simenon, “Ο Μαιγκρέ στήνει παγίδα”

Σύγκλιση αστυνομικού και ψυχολογικού μυθιστορήματος, κάτι στο οποίο ο Simenon είναι μανούλα. Απ’ τη μια, η έρευνα κι απ’ την άλλη η ψυχολογική διερεύνηση του διώκτη και του διωκόμενου

 

Georges Simenon

“Maigret tend un piége”

1955

“Ο Μαιγκρέ στήνει παγίδα”

μετ. Α. Μακάροφ

εκδόσεις Άγρα 

2019

  

Διαβάζω από μικρή Simenon. Είναι ίσως ο μόνος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας που δελεάζει τη γυναικεία μου φύση. Γιατί; Γιατί συνδυάζει το αίνιγμα, που έχει περισσότερο εγκεφαλική διάσταση, με την ψυχολογία των προσώπων. Έχουμε λοιπόν διαβάσει εδώ στο Βιβλιοκαφέ πολλά του έργα, όλα στις εκδόσεις Άγρα:


-“Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ” 

-“Ο θάνατος της Μπέλλ” 

-“Στριπτήζ” 

-“Ο Μαιγκρέ φοβάται” 

- “Μπέττυ” 

                                                  -“Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς” 

-“Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του” 

-“Ο ένοικος” 

-“Τα υπόγεια του Ματζεστίκ” 

-“Οι δαίμονες του πιλοποιού”  


> Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη "Γκαζέτ ντε Λιέζ". Το πρώτο του μυθιστόρημα, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο George Sim, με τίτλο "Στο γεφύρι του Αρς" εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ' τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο "λαϊκό" του μυθιστόρημα, "Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου". Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις "Φαγιάρ" για να πάει στις εκδόσεις "Γκαλλιμάρ", όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις είκοσι δύο "Υπαγορεύσεις" του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα "Memoires intimes" (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.


ΟΠΟΙΟΣ ξέρει τις πρακτικές του Simenon αλλά κι όποιος δώσει βάση στον τίτλο θα καταλάβει ότι όλα αυτά τα σούρτα φέρτα στο αστυνομικό τμήμα, οι επιτηδευμένες κινήσεις του Maigret και των συν αυτώ, η παρουσία δημοσιογράφων που χάφτουν μύγες και άλλα ανάλογα δεν είναι παρά ένα καλοπαιγμένο θέατρο. Ο δεν σου γεμίζει το μάτι αστυνόμος αφήνει σκόπιμα να διαρρεύσει, χωρίς να έχει πει κάτι, ότι οι πέντε φόνοι γυναικών μέσα σε ένα εξάμηνο έχουν φτάσει σε μια αποκαλυπτική στιγμή.

ΠΟΙΟ είναι τελικά το προφίλ ενός ανθρώπου που σκοτώνει με μαχαίρι μετά τη δύση του ήλιου γυναίκες, τις οποίες δεν συνδέει κανένα άλλο στοιχείο παρά μόνο το 18ο διαμέρισμα του Παρισιού, όπου διαπράττονται οι φόνοι; Πάλι ένας serial killer, όπως και στο “Οι δαίμονες του πιλοποιού”, που είδαμε στο προηγούμενο post. Εδώ, το προφίλ του επιχειρούν να σκιαγραφήσουν ακόμα και ψυχίατροι, οι οποίοι επιστρατεύονται, πάντα άτυπα, προκειμένου να επισημαίνουν την ανάγκη του δράστη να δείξει στην κοινωνία την αξία του και άμεσα ή έμμεσα αποκαλύπτουν τα “ανδραγαθήματά” τους.

ΠΕΡΑ από τον αστυνομικό γρίφο, βλέπουμε δύο είδη ψυχολογικής διερεύνησης, κάτι στο οποίο ο Simenon είναι μάστορας. Αφενός, ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται ο αστυνόμος δείχνει κλασικές σιμενονικές πρακτικές, δείχνει πως το υπόγειο του μυαλού γεννά πέρα απ’ τις προσδοκίες μηχανές και πλεκτάνες. Αφετέρου, και κυρίως, έχουμε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η σκέψη ενός εγκληματία, ο οποίος δεν έχει αφήσει εμφανή ίχνη, καθώς το προφίλ του δεν είναι ορατό μέσα από την ακολουθία των φόνων.

Πάπισσα Ιωάννα

 


Thursday, July 23, 2020

Georgi Gospodinov, “Φυσικό μυθιστόρημα”

Η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι πάντα συνεκτική. Πολλά τυχαία στοιχεία διασταυρώνονται κι η ζωή μας αποτελείται από τέτοιες συμπτωματικότητες. Το “φυσικό μυθιστόρημα”, λοιπόν, πρέπει να αντανακλά μια τέτοια συναστρία πιθανοτήτων, ώστε να αναδείξει καλειδοσκοπικά το βασικό θέμα, που εδώ είναι ο χωρισμός.

 

Георги Господинов

Естествен роман

1999

Georgi Gospodinov

“Φυσικό μυθιστόρημα”  

μετ. Α. Ιωαννίδου

                                  εκδόσεις Ίκαρος

                                  2020

 

“Αναρχικό-πειραματικό ντεμπούτο” το διαφημίζει το New Yorker. Ωραίο εξώφυλλο με πράσινα φύλλα, κι αναρωτιέμαι τι είδους “φυσικό μυθιστόρημα” θα διαβάσω: οικολογικό; Άλλο;

> O Georgi Gospodinov (Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ) γεννήθηκε στην πόλη Γιάμπολ της Βουλγαρίας το 1968. Είναι ένας από τους πιο μεταφρασμένους Βούλγαρους συγγραφείς μετά το 1989, ενώ συγκαταλέγεται στους πιο εφευρετικούς και τολμηρούς λογοτέχνες της Ευρώπης. Το πρώτο του μυθιστόρημα "Estestven roman" (Φυσικό μυθιστόρημα) κυκλοφόρησε το 1999 και έγινε διεθνές μπεστ σέλερ, μεταφράστηκε σε 23 γλώσσες και χαρακτηρίστηκε από το The New Yorker ως ένα "αναρχικό-πειραματικό ντεμπούτο".

Το δεύτερo μυθιστόρημά του "Περί φυσικής της μελαγχολίας" (Ίκαρος, 2018) είχε θερμή υποδοχή από τη διεθνή κριτική, κέρδισε πολλά λογοτεχνικά βραβεία στην κατηγορία Καλύτερου Μυθιστορήματος, μεταξύ άλλων το Κρατικό Bραβείο Mυθιστορήματος στη Βουλγαρία (2013) και το ελβετικό διεθνές βραβείο Jan Michalski Preis (2016), ενώ συμπεριλήφθηκε και στη μακρά λίστα τεσσάρων διεθνών λογοτεχνικών βραβείων της Ευρώπης: Premio Strega Europeo, Premio Gregor von Rezzori, Brueke Berlin Preis και Haus der Kulturen der Welt Preis. Μέχρι στιγμής έχει μεταφραστεί σε 10 γλώσσες.

Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ έχει διδάξει στο Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστήμιου Humboldt στο Βερολίνο. Επίσης, εργάστηκε ως επισκέπτης συγγραφέας στο Berliner Kunstlerprogramm des DAAD και στο Wissenschaftskolleg zu Berlin.

 

ΚΑΤΑΡΧΑΣ, θεωρώ απαράδεκτο να γράφεται το όνομα του Βούλγαρου συγγραφέα όχι στα βουλγαρικά (λογικό), αλλά ούτε και στα ελληνικά (γιατί όχι, άραγε;), αλλά με λατινικούς χαρακτήρες.

ΤΟ ΠΡΟΣΠΕΡΝΩ. Το μυθιστόρημα ονομάζεται έτσι γιατί υποτίθεται ότι πρόκειται για ένα έργο με δεκάδες αρχές, ρίζες, ξεκινήματα ιστοριών, αλλά καμιά απ’ αυτές δεν ολοκληρώνεται, σαν σπέρματα που δεν βρήκαν ωάριο. Ουσιαστικά όμως είναι ένα κοπρολογικό κείμενο, όχι βωμολόχο, αλλά που αναλύει την κουλτούρα της τουαλέτας, με βάση ταινίες, βιβλία και λοιπές αναφορές σε ένα θέμα taboo. Η τουαλέτα προσεγγίζεται όχι μόνο ως ανάγκη, αλλά και ως αρχιτεκτονική, ως ανέκδοτο, ως πράξη επανάστασης, ως ιδιωτικό κι ως δημόσιο οίκημα.

ΔΙΠΛΑ σ’ αυτό το θέμα που αναπτύσσεται δοκιμιακά, ξεδιπλώνεται ο χωρισμός του αφηγητή, που έχει το ίδιο όνομα με τον συγγραφέα, με την Έμμα. Ο πεζογράφος σπάει με αυτοαναφορικούς προβληματισμούς όλα τα κλισέ, αφού ούτε κάνει μελό το διαζύγιο, ούτε το παίζει σκληρό αντράκι που θα βρει γρήγορα μια άλλη. Πιο πολύ στοχάζεται ρητά πώς θα ξεκινήσει και πώς θα συνεχίσει αυτή την κατάσταση, πώς δηλαδή θα μετατρέψει το συμβάν σε αφήγηση, ενώ παράλληλα επιχειρεί να διερευνήσει την ψυχολογία που πρέπει να έχει ο ήρωάς του, δηλαδή ο εαυτός του.

Η ΔΙΑΘΕΣΗ του συγγραφέα είναι να διερευνήσει την ίδια την ιδέα του μυθιστορήματος. Λέει χαρακτηριστικά:

Πώς είναι εφικτό ένα μυθιστόρημα σήμερα που έχουμε χάσει την αίσθηση του τραγικού; Πώς είναι γενικώς δυνατή και η σκέψη για μυθιστόρημα όταν λείπει η αίσθηση του υψηλού; Όταν υπάρχει μόνο η καθημερινότητα με όλη της την προβλεψιμότητα, ή και –ακόμα χειρότερα- με όλο της το μυστήριο των καταστροφικών συμπτώσεών της; Η καθημερινότητα μέσα στη γελοιότητά της –εδώ μόνο διαφαίνονται το τραγικό και το υψηλό. Στη μετριότητα της καθημερινότητας

Ο Господинов απαντά σ’ αυτά τα ερωτήματα αφενός με την εξάρθρωση του μυθιστορήματος, δομώντας το με άπειρες ενάρξεις, με άπειρες μικρο-ιστορίες, οι οποίες άλλοτε συνεχίζουν τον χωρισμό του ζευγαριού κι άλλοτε μιλάνε για άλλα θέματα, λίγο ή πολύ σχετικά. Με αυτό τον τεχνικό ελιγμό προσπαθεί να αντικατοπτρίσει το σύνολο τυχαιοτήτων που δεν συνέχουν τη ζωή μας κι έτσι φτιάχνει ένα μυθιστόρημα, όπου όλα είναι ασύμπτωτα και δεν εφάπτονται. Ο αναγνώστης διαβάζει πολλές μικρές αφηγήσεις, με μεγάλη ταχύτητα, αλλά χωρίς να απολαμβάνει τη σύγκλιση που θα του επέτρεπε να δει τον μυθιστορηματικό κόσμο, έστω και αποσπασματικό, να έχει νόημα.

Πάπισσα Ιωάννα


Monday, July 20, 2020

Isaac Bashevis Singer, “Σώσα”

Πώς η εβραϊκότητα βρίσκεται στο κέντρο μιας διελκυστίνδας ανάμεσα στο μένω και το φεύγω, ενώ ο Hitler είναι προ της εισβολής στην Πολωνία; Μια ελεγεία ανάμεσα στην παράδοση, που δεν παύει να έχει συμβολικό και βιωματικό χαρακτήρα, και το νέο, που σημαίνει χρήμα και σωτήριο βήμα.

 

Isaac Bashevis Singer

“Shosha”

1974

Σώσα

μετ. Μ. Πάγκαλος

εκδόσεις Κίχλη

2019

 

Νομπελίστας ο Singer, που μας έχει ξαναπασχολήσει (“Ένας φίλος του Κάφκα και άλλες ιστορίες”) και τώρα βρίσκει ακόμα περισσότερο τη θέση του στην καρδιά μας. 


> Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ γεννήθηκε το 1902 στο Leoncin της Πολωνίας, από πατέρα ραββίνο και μάνα κόρη ραββίνου. Το 1935 μετανάστευσε στην Αμερική, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1991, στη Φλόριντα, σε ηλικία 88 ετών. Το 1978 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και παιδικά βιβλία. Όλο το έργο του είναι γραμμένο στα γίντις, τη γλώσσα των ασκενάζι Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Ο κόσμος των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του είναι ο κόσμος των Εβραίων που μιλούν γίντις, είτε αυτοί ζουν σε κάποια πολίχνη της Πολωνίας είτε ζουν στις εβραϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ προχωρά απλά και στρωτά, αλλά όσο πάει αποκτά και μεγαλύτερο εύρος. Ο Aaron Greidinger είναι ένας νεαρός που δεν έχει κατασταλάξει, αλλά θέλει να γίνει συγγραφέας. Γνωρίζεται λοιπόν με δυο Αμερικανούς, τον γηραιό εκατομμυριούχο Dreimann και τη νεαρότερη ηθοποιό Betty, που πιστεύουν σ’ αυτόν και του αναθέτουν να γράψει ένα θεατρικό έργο, το οποίο θα ανεβάσουν στη Βαρσοβία. Ο Aaron αναλαμβάνει με επιφυλάξεις το έργο, γνωρίζεται με διάφορα άτομα του κύκλου τους, αποχαιρετά την κοπέλα του Dora που φεύγει ως κομουνίστρια για τον Παράδεισο της ΕΣΣΔ, αλλά πάντα έχει στον νου του στην παιδική του φίλη-έρωτα Shosha.

ΤΕΛΙΚΑ οι δύο συνιστώσες, οι δύο κυρίαρχες συνιστώσες, αναμένεται να συγκλίνουν. Ή όχι; Απ’ τη μια, η εβραϊκότητα σε μια χώρα που συνθλίβεται προπολεμικά ανάμεσα στη χιτλερική Γερμανία και τη σταλινική ΕΣΣΔ κι απ’ την άλλη ο πανερωτισμός ως στάση ζωής όχι μόνο του φίλου συγγραφέα Morris Feitelzohn αλλά και του ίδιου του Aaron. Οι ποικίλες γυναίκες που βρίσκονται στον δρόμο του έχουν πάντα κάτι θελκτικό, όπως η Dora που ήθελε να κάνει τον κόσμο καλύτερο, η Betty που επιζητούσε τη διασημότητα μέσα από το θέατρο, η παντρεμένη Celia που επιδίωκε έντονες συγκινήσεις, η υπηρέτρια Tekla που είχε μια λαϊκή αυθεντικότητα και φυσικά η ατροφική Shosha, που αντιπροσώπευε την παιδική του ηλικία.

ΜΕΣΑ στο μυθιστόρημα υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες που ενσαρκώνουν το καινούργιο και το προοδευτικό. Φυσικά οι δυο Αμερικάνοι που υπερθεματίζουν στο χρήμα και τη δόξα και θέλουν να πάρουν μαζί τους τον Aaron, αλλά και ο Feitelzohn, που εγκωμιάζει την αιώνια διασκέδαση του Coney Island και, ακολουθώντας τον David Hume, λατρεύει το νέο, αναθεματίζοντας το γήρας πολιτισμών και κοινωνιών. Όλα αυτά είναι πειρασμοί για τον Aaron. Και τότε, αντιθετικά, ποιος εκπροσωπεί το παλιό; Μα φυσικά η    S h o s h a ! Είναι ένα ανώριμο κορίτσι, που δεν ξέρει να γράφει, φτωχό, μεγαλωμένο σε μια φτωχογειτονιά όπως είναι η Krochmalna, αλλά είναι πάντα η αθωότητα, η αφέλεια, η παλιά τάξη που ποτέ δεν ξέχασε ο πρωταγωνιστής μας. Και μαζί με τη Shosha εγείρεται κι η εβραϊκή συνείδηση του ήρωα, η οποία με τη φωνή των προγόνων τού υποδεικνύει τι σημαίνει καθαρή ζωή.

Σ’ ΑΥΤΟ το δίλημμα (φυγή = χρήμα, δόξα και κυρίως ασφάλεια από τους Nazi ή παραμονή = αυθεντική ζωή και καθαρή συνείδηση, αλλά κίνδυνος για εξόντωση) ο Aaron αμφιταλαντεύεται.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ είναι γραμμένο με μια έξοχα απλή ρεαλιστική γραφή, χωρίς κόλπα και χωρίς συγγραφικές απάτες. Έχει έντονα θεατρική δομή, όχι μόνο χάρη στους διαλόγους αλλά και χάρη στην πολυφωνία των προσώπων, καθένα απ’ τα οποία υποστηρίζει με τα λόγια και τη συμπεριφορά του μια στάση ζωής, τόσο λεπτομερώς σκιαγραφημένη που πείθει μόνο με την παρουσία του γι’ αυτήν.

In2life, 30/6/2020

Πάπισσα Ιωάννα


Thursday, July 16, 2020

Ιωάννα Μπουραζοπούλου, “Κεχριμπαρένια έρημος”

Η βόρεια όχθη της Πρέσπας είναι έρημος κι οι δρακολόγοι αναζητούν τρόπους να μελετήσουν το τέρας που τους κατατρύχει. Τι γίνεται τελικά στο τριεθνές και πώς όλα αυτά τα αλλόκοτα αντικατοπτρίζουν τη δική μας κατάσταση;

 

Ιωάννα Μπουραζοπούλου

“Κεχριμπαρένια έρημος”  

εκδόσεις Καστανιώτη

2019

  

“Η κοιλάδα της λάσπης” ήταν ένα πολυεπίπεδο έργο. Επομένως, για την περίοδο της καραντίνας δοκιμάσαμε πάλι Μπουραζοπούλου, γιατί περιμέναμε πολλαπλούς ορόφους και κλίμακες.


> Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε Διοίκηση Ξενοδοχείων στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Ρόδου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο University of Buckingham της Αγγλίας, στον τομέα του Διεθνούς Ξενοδοχειακού Management. Κυκλοφορούν πέντε μυθιστορήματά της και ένα βιβλίο για παιδιά. Τα έργα της εντάσσονται στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού και της πολιτικής δυστοπίας, περιγράφοντας μελλοντικά συστήματα εξουσίας, φανταστικές κοινωνίες σε κρίση ή σε μετάβαση, και κοσμοθεωρίες σε σύγκρουση.


ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ του προηγούμενου βιβλίου η συγγραφέας οδηγεί πλέον το σκηνικό στον χώρο της Βόρειας Μακεδονίας, στο βόρειο μέρος της λίμνης Πρέσπας. Νέοι χαρακτήρες, λοιπόν, νέοι πρωταγωνιστές, νέα τοπία και πλαίσια… Αλλά κάτι μου λέει ότι η φιλοσοφία της νέας ιστορίας κουμπώνει με αυτήν του προηγούμενου βιβλίου στο ίδιο μήκος κύματος.

Η ΕΠΕΛΑΣΗ του θηρίου είναι σαρωτική. Στην "Κεχριμπαρένια Έρημο" η αφήγηση μας μεταφέρει στην πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας. Εκεί ο δράκος εμφανίζεται ως απόκοσμη άμμος που μετατρέπει τη λίμνη σε αδιάβατη έρημο. Οραματιστές και τυχοδιώκτες, δημαγωγοί και εγκληματίες, φιλόσοφοι και έμποροι συναγωνίζονται και συνωμοτούν στη φωλιά του. Απατηλός και απρόβλεπτος, ο δράκος προκαλεί τους ερευνητές που τον μελετούν, την αγορά που τον ορέγεται και την κοινωνία που τον ανέχεται, τον συντηρεί και τον φαντασιώνεται, αλλά ο μύθος του αρχίζει να κλονίζεται...” να πώς το οπισθόφυλλο ξεκαθαρίζει την υπόθεση πριν μπούμε στα βαθιά νερά της λίμνης, ή στα άπατες αμμώδεις της κοιλάδες…

ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ, “η συγγραφέας βάζει σε μια διμέτωπη αναμέτρηση δυο εκφοβιστικούς παράγοντες. Αμφότεροι απειλούν, ο καθένας από την πλευρά-του, τον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε θεούς και δαίμονες. Ανάμεσα στα άγρια στοιχεία (και στοιχειά) της φύσης και την ανθρώπινη υπεροψία που στηρίζεται σε οικονομικούς δείκτες και ποσοτικά δεδομένα. Πρόκειται για τον εντός και τον εκτός Πρέσπας τόπο, για δυο επικράτειες που δεν εφάπτονται παρά μόνο στο δεύτερο μισό του μυθιστορήματος όπου συγκλίνουν επικίνδυνα. Θα μπορούσε δηλαδή κανείς να δει στο έργο μια οικολογική ματιά. Μια ματιά που βλέπει ως αντίπαλο τη διάθεση των αρχών να εκμεταλλευτούν τη φύση, την παράδοση, τη φυσική ζωή και τις παγανιστικές αντιλήψεις που εγείρονται γύρω από τους φυσικούς νόμους”. Αυτά τα έγραφα για την “Κοιλάδα της λάσπης” κι εδώ φαίνονται να συνεχίζουν την ίδια λογική.

ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ της βόρειας όχθης αναζητούν με τον δικό τους τρόπο το αίνιγμα του τέρατος. Ρητά κι ολοφάνερα αποκαλύπτεται ότι το τέρας είναι μια απάτη. Μια καλοστημένη υποβολή, ώστε κάποιοι να κρατούν τους κατοίκους υπό καθεστώς μιας ιδιότυπης ομηρείας. Η κεντρική κυβέρνηση θέλει να ελέγχει τα πάντα. Θέλει να εκμεταλλεύεται οικονομικά την περιοχή. Θέλει να υποδαυλίζει τα μίση, ώστε να διαιρεί και να κυβερνά.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ προχωρά μια στα ανώτερα κλιμάκια του παρασκηνίου και μια στα κατώτερα των δρακολόγων. Η άμμος, η ξεραΐλα, οι ξαφνικές εμφανίσεις του δράκου και τα χτυπήματα στις εξέδρες. Αλλά και στο προσωπικό, οι εσωτερικές κόντρες των ομάδων που δουλεύουν εκεί. Η προσπάθεια μερικών να ξεπεράσουν τα τεχνητά φράγματα και να συναντήσουν, πνευματικά και σωματικά, τους εχθρούς αλλόχθιους της νότιας πλευράς. Τα αινίγματα, οι συγκρούσεις, τα σχέδια και οι ανατροπές τους, οι χαρακτήρες και οι ιδιαιτερότητές τους. Όλα αυτά φτιάχνουν έναν νέο πλανήτη, που φαντάζει μαγικός όσο και ρεαλιστικός, υπερκόσμιος όσο και οικείος.

ΠΟΙΟ είναι το βαθύτερο νόημα όλων αυτών των επιπέδων που συντήκονται; Η φύση, οι έριδες, η οικονομική κρίση; Πού η αφήγηση ανοίγει τρύπες για ουσιαστικότερη σκέψη; Προς το παρόν μαγεύομαι από το ταξίδι κι ίσως περιμένω το τρίτο έργο της τριλογίας για να ολοκληρωθεί κυκλικά και ευρέως το όραμα της συγγραφέως. (Έκανα και στίχο!).

Πάπισσα Ιωάννα

 


Sunday, July 12, 2020

Ίαν ΜακΓιούαν, “Η κατσαρίδα”

Τι σχέση μπορεί να έχει η κατσαρίδα με το Brexit; Ποια η σχέση του Boris Johnson με τον Αντιστροφισμό; Πώς οι οικονομικές πρακτικές των Βρετανών μπαίνουν στο blender της παγκόσμιας κοινότητας;

 

Ian McEwan, “Cockroach” 2019


Ίαν ΜακΓιούαν, “Η κατσαρίδα”

μετ. Κ. Σχινά, εκδόσεις Πατάκη 2019

 

Γενικά ο McEwan μας αρέσει, καθώς αποτελεί μία από τις σημαντικές πένες της βρετανικής πεζογραφίας. Έχουμε διαβάσει μερικά βιβλία του [το “Καρυδότσουφλο”, το Solar και τις “Μηχανές σαν κι εμένα”] και συνεχίζουμε…

 

> Ο Ίαν Μακ Γιούαν γεννήθηκε το 1948, σπούδασε στα Πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο "Fist Love, Last Rites", το 1975, αποσπώντας μάλιστα το βραβείο Somerset Maughman, και τη δεύτερη με τίτλο "Between the Sheets", το 1977. Το 1987 κέρδισε το Whitbread Award (και το Prix Femina Etranger, έξι χρόνια μετά), για το μυθιστόρημά του "Child in Time". Έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Τρία μυθιστορήματά του συμπεριλήφθηκαν στις τελικές υποψηφιότητες για το βραβείο Booker ("Έμμονη αγάπη", "Άμστερνταμ", "Εξιλέωση"). Το βραβείο τού απονεμήθηκε, τελικά, το 1998, για το "Άμστερνταμ". Η "Εξιλέωση" (2002), επίσης, έχει τιμηθεί με τα εξής βραβεία: W.H. Smith Literary Award (2002), National Book Critics' Circle Fiction Award (2003), Los Angeles Times Prize for Fiction (2003), και Santiago Prize for the European Novel (2004). Για το μυθιστόρημα "Σάββατο" τιμήθηκε το 2006 με το βραβείο James Tait Black Memorial Prize.


Σ’ ΑΥΤΟ του το έργο εντάσσεται στη χορεία των συγγραφέων που ασχολούνται με το Brexit, τόσο πριν γίνει όσο και μετά. Εδώ στο Βιβλιοκαφέ ας πούμε, έχουμε διαβάσει το βιβλίο του  Jonathan Coe “Μέση Αγγλία”, όπου ο μυθιστοριογράφος πραγματεύεται τη “ριζοσπαστική αναποφασιστικότητα”, όρος που περιγράφει την αμφιθυμία των Βρετανών, η οποία τους οδηγεί ακόμα και τώρα σε παλινωδίες για το μέσα-έξω από την ΕΕ. Ο McEwan απ’ την άλλη μοιάζει να χρησιμοποιεί το βρετανικό χιούμορ για να δείξει την “τρέλα” της βρετανικής πολιτικής.

ΡΗΤΑ ήδη από την πρώτη αράδα ο συγγραφέας παρωδεί τον Kafka και ειδικά τη “Μεταμόρφωση”: αντί για τον Gregor Samsa βάζει ως ήρωα τον Jim Sams, ο οποίος σε αντίστροφη πορεία γίνεται από κατσαρίδα άνθρωπος και ποιος άνθρωπος; ο πρωθυπουργός της Βρετανίας που καλείται να την βγάλει από την ΕΕ. Η αυτού πρωθυπουργικότης ο Boris Johnson! Το μυθιστορηματικό πλαίσιο που τίθεται δεν αναφέρεται ευθέως στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ορίζει την αλλαγή του Ηνωμένου Βασιλείου από την “Ωρολογιόστροφη” πολιτική στον “Αντιστροφισμό”. Μ’ αυτήν την ευφυή κυριολεκτικά σύλληψη, ο McEwan βάζει τους συμπολίτες του να επιλέγουν μια οικονομική πολιτική κατά την οποία πληρώνεται όποιος ξοδεύει και ανάλογα με τις αγορές του, ενώ δουλεύει και καταθέτει τον όποιο μισθό του στον εργοδότη του. Στην ουσία πληρώνεται όποιος αγοράζει και έτσι αντιστρέφεται η ροή του χρήματος. Αυτή η καινοτομία αλλάζει γενικότερα τη χώρα και την απομακρύνει από το υπόλοιπο παγκοσμιοποιημένο σύστημα.

ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΙΣΤΕΣ εκπροσωπούν τους Brexiteers απέναντι στους Remainers, καθώς οι πρώτοι πάνε κόντρα στον υπόλοιπο κόσμο ενώ οι δεύτεροι, συντηρητικοί και σύμφωνοι με τους δείκτες του ρολογιού, θέλουν να τηρήσουν την επαφή της Βρετανίας. Ο συγγραφέας με χιούμορ, ειρωνεία και τραγελαφικές καταστάσεις σατιρίζει τον Johnson αλλά και την παρανοϊκή και ενάντια σε κάθε λογική τάση των Βρετανών να αποσχιστούν από την Ευρώπη. Στήνει όντως ένα μικρόκοσμο όπου ο Κατσαρίδας πρωθυπουργός λειτουργεί λιγότερο ως έντομο και περισσότερο ως άνθρωπος ενθουσιάζεται και ενθουσιάζει για τη ρηξικέλευθη ιδέα του. Η σύγκρουσή του με τη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και με τον μέχρι πρότινος υπουργό Εξωτερικών δείχνει έναν αριβίστα πολιτικό που κάνει τα πάντα για να πετύχει μια ουτοπική ή και δυστοπική ιδέα.

Ο McEWAN αντιμετωπίζει όλο αυτό σαν μια παράλογη πολιτική πράξη και γι’ αυτό τη γελοιοποιεί με πολλούς τρόπους: αφενός, ο τίτλος “κατσαρίδα” υπονοεί, όπως φαίνεται και στο τέλος, ότι η ανθρωπότητα έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις και έτσι θα αφήσει ελεύθερο το πεδίο για τις αθάνατες κατσαρίδες να κατακλύσουν τον πλανήτη. Αφετέρου, η πολιτική γλώσσα που ακούγεται σε όλο το μήκος του μυθιστορήματος παρωδείται, ώστε να φανεί ότι κάτω απ’ τη σοβαρότητα κρύβεται παρασκήνιο αλλά και γελοιότητα.

Πάπισσα Ιωάννα


Thursday, July 09, 2020

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, “Σε ποιον ανήκει η κόλαση”

Μικρά διηγήματα. Ζυμωμένα με χιούμορ. Ανατροπές και προκλήσεις. Παραδοξότητες και αιφνιδιασμοί. Μερικά πολύ καλά. Μερικά πολύ ιδιαίτερα. Πολιτικά σχόλια και λοξή κοινωνική κριτική. 

 

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

“Σε ποιον ανήκει η κόλαση”

εκδόσεις Μεταίχμιο

2019


Διαβάζω στο οπισθόφυλλο “Σε κάποιους αναγνώστες θα φανεί” ως μια εξαιρετικά εκτενής και πιθανά παράδοξη συλλογή διηγημάτων, για τον συγγραφέα του ωστόσο είναι κατά κάποιο τρόπο ένα νέο είδος μυθιστορήματος”.


> Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970 και σήμερα ζει στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο. Εργάστηκε στην τηλεόραση, στη διαφήμιση και στον κινηματογράφο. Διηύθυνε την πολιτιστική έκδοση "Highlights". Έχει γράψει τα βιβλία: "Η συνάντηση" (νουβέλα, Ίνδικτος, 2002), "Βαθύ πηγάδι" (μυθιστόρημα, Ίνδικτος, 2003), "O βαθμός δυσκολίας" (μυθιστόρημα, Ίνδικτος, 2004), "Παραβολή" (νουβέλα, Καστανιώτης, 2006), "Η εφεύρεση της σκιάς" (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2008), "Τερματικός σταθμός" (θεατρικό έργο, Εξάρχεια, 2015), "Η πόλη και η σιωπή" (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2013), "Το πέρασμα" (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2016), "Μια εξαιρετικά απλή δουλειά" (θεατρικό έργο, Εξάρχεια, 2017), "Ίσως την επόμενη φορά" (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2017), και έχει λάβει μέρος σε συλλογικά, θεματικά λογοτεχνικά εγχειρήματα. Το πρώτο του θεατρικό έργο "Ουδέτερη ζώνη" απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το μυθιστόρημά του "Το πέρασμα" το βραβείο The Athens Prize for Literature του περιοδικού "(δέ)κατα", το 2017. Το θεατρικό έργο του "Μια εξαιρετικά απλή δουλειά" περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. Κείμενά του καθώς και άρθρα για θέματα πολιτισμού και σύγχρονης τέχνης έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.

 

Μικρά διηγήματα 2-4 σελίδων κατά μέσο όρο. Ζυμωμένα με χιούμορ, ανατροπές, παραδοξότητες. Τα περισσότερα είναι μικρές βιογραφίες ασήμαντων ανθρώπων, οι οποίοι ωστόσο ξεφεύγουν από το κανονικό. Κάνουν ένα διανοητικό άλμα και μια παράξενη πράξη, ακολουθούν μια αλλόκοτη συνήθεια, ανατρέπουν το καθημερινό… Επομένως, μ’ αυτό το βλέμμα κάθε ιστορία αναμένεται με ενδιαφέρον, έστω κι αν δεν φτάνει πάντα στο ύψος των προσδοκιών.

Ξ ε χ ω ρ ί ζ ω:

“Μετά θάνατον αναγνώριση”: ο διάσημος ποιητής κερδίζει σε επαίνους, αφιερώματα και κριτικές για το έργο του, όταν πεθαίνει ο δίδυμος ομοζυγωτικός εαυτός του κι όλοι νομίζουν ότι πέθανε ο ίδιος. Αυτός απολαμβάνει τη διασημότητα, αλλά όταν πάει σαν αδελφός να εκδώσει και τα δικά του ποιήματα, συναντά τον εκδότη του, ο οποίος… Ο Τζαμιώτης παίζει με τον σωσία, και σε άλλα διηγήματά του, καθώς η αντικατάσταση του ενός με τον άλλο παράγει αποτελέσματα.

“Γυναίκες του καλοκαιριού”: δεν έχει χιούμορ όπως τα περισσότερα, αλλά διακρίνεται από συγκίνηση και νοσταλγία. Ο παππούς συγκεντρώνει πολλές γυναίκες εργάτριες για να μαζέψουν τα βαμβάκια. Κι ο αφηγητής, μικρό παιδί, κερδίζει απ’ αυτές φιλιά και χάδια, σαν να ήταν δικό τους παιδί. Αυτός απολαμβάνει –με μια δόση ερωτισμού αλλά κυρίως τρυφερότητας- την προσοχή τους και τώρα αναπολεί τον απολεσθέντα παράδεισο του τότε…

“Αποπληθωρισμός”: το ραντεβού με μια κοπέλα οδηγεί στον κινηματογράφο, όπου για να προβληθεί η ταινία χρειάζονταν οκτώ άτομα κι αυτή αγοράζει τα υπόλοιπα εισιτήρια, για να την απολαύσουν μαζί. Με μια δόση ανακούφισης, και ελάχιστης ειρωνείας, ο αφηγητής ομολογεί ότι τώρα το minimum είναι 4-5 άτομα κι επομένως η ευόδωση του έρωτα έρχεται πιο …φτηνά.

“Ο Πρίαμος στο Μάλεμε”: ένας ηλικιωμένος Γερμανός φτάνει στο ελληνικό χωριό και περιφέρεται ντυμένος με τις στολές των στρατιωτικών Ναζί, ώσπου ένας ήρωας του χωριού τού πιάνει κουβέντα, σεβόμενος την απώλεια του παιδιού του και δεχόμενος τα συλλυπητήριά του για τα δικά του παιδιά που έχασε. Ο Γερμανός σαν άλλος Πρίαμος…


Δύο άξονες αναδεικνύουν καλύτερα διηγήματα: αυτή που έχει αυτοαναφορικό περιεχόμενο κι αυτή με πολιτικό. Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη κυριαρχεί το χιούμορ, το οποίο με τις ανατροπές του περνάει μηνύματα για την τέχνη και τους γελοίους θιασώτες της (“Το άκοπο αντίτυπο”) ή την απαξίωσή της από την κοινωνία, για την πολιτική αβελτηρία (“Λάθος φορά”) συχνά με σατιρικό χαρακτήρα για το πολιτικό ήθος της Ελλάδας (“Πολιτική αντιπαράθεση”). Η ματιά του Τζαμιώτη είναι ανατρεπτική, καθώς μέσα στα σοβαρά θέματα εμφιλοχωρεί το κωμικό, εμφιλοχωρεί το απλό αλλά παράχορδο που δείχνει ενίοτε ηλιθιότητα.

Θα μπορούσε να είναι ελαφρύτερη σε όγκο η συλλογή; Ναι, θα μπορούσε, αφού πολλά κείμενα είναι αδιάφορα ή άστοχα. Μερικά είναι προχειρογραμμένα, αφού είναι μπερδεμένα τα ονόματα (“Μουτζούρες”). Άλλα είναι καλά, και μερικά είναι πολύ καλά, σαν τα παραπάνω. Αλλά, νομίζω ότι ο Τζαμιώτης δεν θέλησε να αναδείξει μεμονωμένα διηγήματα, όπως έκανα εγώ η ριψοκίνδυνη, αλλά να δώσει ένα ενιαίο όλο, ένα πολύπτυχο, ένα εκατόφυλλο, που παρακολουθεί διάφορες πλευρές της ελληνικής ζωής. Όσο λοιπόν κι αν τα μέρη υστερούν, ίσως το σύνολο να αφήνει σημάδια. Στη θέση του συγγραφέα, εγώ θα διάλεγα μόνο 10-20 και θα εξέδιδα αυτά.

Πάπισσα Ιωάννα