Saturday, February 27, 2016

“Μέλισσες ιέρειες” της Χαράς Νικολακοπούλου

Είναι η γυναίκα μια Ιφιγένεια προς θυσία; Είναι μια ταξιδιώτισσα στην έρημο της ζωής; Είναι το διιστορικό θύμα; Μπορεί να γλιτώσει αν μετουσιωθεί σε ιέρεια ή σε μητέρα;


Ελληνικός γλυκός:

Χαρά Νικολακοπούλου
“Μέλισσες ιέρειες”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2015
 


          Δύο νουβέλες που αφηγούνται την περιπέτεια της γυναίκας, όχι με φεμινιστικό οίστρο αλλά με τη δύναμη της αλληγορίας. Η αλληγορία λέει μια φαινομενικά αθώα ιστορία, η οποία όμως πίσω-της κρύβει ένα εκτεταμένο δίκτυο σημασιών. Σερβίρει μια παραβολή, αφηγηματικά εύπεπτη, αλλά σημασιολογικά βαρύνουσα. Αυτό κάνει πετυχημένα και η Νικολακοπούλου με δυο κείμενα στη συσκευασία του ενός.
          Στο πρώτο, τα κορίτσια του χωριού εξαφανίζονται το ένα μετά το άλλο. Εκεί στα δώδεκα χρόνια-τους χάνονται ξαφνικά από τους γονείς-τους, από την κάμαρά-τους και κανείς δεν ξέρει τι να συμπεράνει. Στην αρχή βέβαια υποψιάζονται απαγωγή, κλέψιμο με κάποιον αγαπητικό, δολοφονία και ό,τι μπορεί να βάλει του γονέα ο νους. Έπειτα, όμως, καθώς οι εξαφανίσεις πληθαίνουν, γίνεται αντιληπτό ότι κάτι αφύσικο και ασύλληπτο έχει συμβεί. Στη δεύτερη νουβέλα η αφηγήτρια διανύει την έρημο με μια μυστική φιλοδοξία να φτάσει στη θάλασσα. Εκτός από τις δυσκολίες της δίψας και της πείνας, έχει να αντιμετωπίσει έναν άνδρα που σε μια όαση την έθελξε, αλλά τελικά της έκλεψε το τζιπ και τα πράγματά-της, καθώς και έναν πλούσιο “σεΐχη” που την ήθελε κοντά-του να του κάνει γιο.
          Αν ξεχώρισα κάτι στη στρωτή αφήγηση που μπορεί να φανεί στον καθένα αδιάφορη είναι η επαγωγή από τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις στη γυναίκα ως ον και ως κοινωνικό ρόλο. Οι μικρές χωριατοπούλες που μόλις μπήκαν στην εφηβεία αρπάζονται από την Άρτεμη και μεταμορφώνονται σε μέλισσες. Ο ασφυκτικός κλοιός της επαρχίας, τα βαριά χνώτα και οι χωριάτικες αντιλήψεις, η βαλτωμένη κοινωνία, οι άστοργοι γονείς που σκέφτονται αόριστα και ανεπίγνωστα την τιμή-τους, ο χωρίς προοπτική βίος, η αναμενόμενη έλευση ενός γάμου και φυσικά παιδιών ετοιμάζουν τις νεαρές κοπέλες για το μαγκανοπήγαδο της ανελευθερίας. Από την ακούσια επιλογή μιας μουντής ενηλικίωσης τις έσωσε σαν άλλες Ιφιγένειες η θεά Άρτεμη, προστάτιδα των παρθένων, η οποία τις μετουσίωσε σε μέλισσες-ιέρειες ενός χαμένου ιερού που βρισκόταν στην περιοχή. Έτσι, έμειναν για πάντα παιδίσκες, άφθαρτες, αιώνιες…
           Το δεύτερο κείμενο παρακολουθεί μια γυναίκα αβοήθητη αλλά όχι ανήμπορη στο πέρασμα της ερήμου… της ζωής. Ταξιδεύει με στόχο τη θάλασσα, κάτι το άπιαστο, το μακρινό, το ονειρεμένο. Αλλά κοινωνικά αφελής πέφτει θύμα του άνδρα που της κλέβει το τζιπ κι ενός άλλου που τη θέλει μήτρα αρρένων παιδιών. Η ίδια η ιστορία φαίνεται μανιχαϊστική, αλλά αποδίδει μια ιστορική πραγματικότητα. Νομίζω ωστόσο ότι αποτυπώνει όχι το σήμερα, το μεταφεμινιστικό σήμερα, όπου η γυναίκα πιθανόν να έχει το πάνω χέρι και να φέρεται πιο πονηρά και διεκδικητικά απ’ ό,τι ο άνδρας, αλλά ένα διαχρονικό χθες, όπου η γυναίκα έπεφτε θύμα των διαφυλικών ανισοτήτων, πολλές φορές με τη χειραγωγημένη θέλησή-της.
          Μαζεμένο βιβλιαράκι, αφανές όσο και προβληματισμένο.

[Το άχαρο κείμενο στολίζεται με χρώμα, με παραστάσεις, με εικόνες που έλαβα από: www.beeremovalsource.com,  www.myinnerpath.com,  el.wikipedia.org  και www.coolhunting.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, February 24, 2016

“Μαύρο εκλεκτό” του Γιάννη Ευσταθιάδη

Μικρά διηγήματα που συμπυκνώνουν μια ατμόσφαιρα, που αφήνουν τις υψηλές ακροβασίες του νου να εκτραχυνθούν, που έρχονται να αμαυρώσουν το επινοημένο με τον λεκέ του πραγματικού.


Ristretto:
Γιάννης Ευσταθιάδης
“Μαύρο εκλεκτό”
εκδόσεις Μελάνι
2015
 



          Μετά την εξαιρετική συλλογή μικρών διηγημάτων με τίτλο “Εκατό” ο Ευσταθιάδης επανέρχεται με 14 κείμενα, ετερόκλιτα και ανισοϋψή, κλασσικότροπα και αντισυμβατικά, ρεαλιστικά και παράλογα.
          Η αλήθεια είναι ότι προσπέρασα αδιάφορα δύο διηγήματα με συμπιληματικό χαρακτήρα και αδιάφορο, για μένα, σκοπό, προσπέρασα και δυο-τρία άλλα που διαβάζοντάς-τα δεν μπόρεσα να φτάσω σε κανένα επίπεδο συγκινησιακής ή διανοητικής ευχαρίστησης και κρατώ από αυτό το μικρό τευχίδιο των εκατό σελίδων πάνω από τα μισά.
          Ένα μέρος από αυτά αφορούν τον έρωτα και τα παιχνίδια που κάνει το μικρόβιό-του στο μυαλό, παιχνίδια φαντασίας, υποψίας, βασανιστικών σκέψεων ή αχαλίνωτου ταξιδιού, τριβελίσματος ή ηδονικής επινοητικότητας. Όταν η γυναίκα του αφηγητή κάνει μια ασήμαντη παρατήρηση για το πώς πρέπει να πλένουν την οδοντόβουρτσα, αυτός καταλήγει να υποθέσει ότι κάτι άλλαξε στη ζωή-της κι αυτό είναι ένας εραστής! (“Η οδοντόβουρτσα”). Στον “Βελονισμό” από την άλλη ο ξαπλωμένος μπρούμυτα βελονισμένος ακούει από το διπλανό παραβάν κάποια να γδύνεται και φαντάζεται τη γυναίκα που βγάζει ένα ένα τα ρούχα-της, αλλά κατόπιν ανακαλύπτει ότι… Και ανάλογα ο αφηγητής παρατηρεί με κυάλια μια γυναίκα να επισκέπτεται κάθε μέρα τον εραστή-της, κάτι που τελικά δεν έχει συμβεί ποτέ… (Αυτόπτης μάρτυς).
          Παρόμοια ερωτογενή συναισθήματα γέννησαν το διήγημα “Δείκτης προστασίας”, όπου ένας μικρός προσκαλείται να βάλει λάδι στην λάγνα πλάτη μιας παιχνιδιάρας ενήλικης, πράξη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηδυπαθής παρενόχληση ανηλίκου. Στο “Rewind” η ανακάλυψη της γυναίκας βίντεο με την απιστία του άνδρα-της, αντί να την κάνει έξαλλη, συδαυλίζει τον πόθο-της για εκείνον. Και τέλος, σ’ αυτόν τον κύκλο έρωτα και παιχνιδιού, ο άνδρας αποκαλύπτει στη γυναίκα-του μια απιστία ετών, αλλά κανείς τελικά δεν καταλαβαίνει γιατί αυτή η παράλληλη ηδονική σχέση δεν τον έκανε ευτυχισμένο (“Μαύρο φόρεμα”).
          Σε όλα αυτά ο Ευσταθιάδης δημιουργεί ατμόσφαιρα, χρησιμοποιεί τη φαντασία για να γεννήσει φιλήδονα σκηνικά και τη γλώσσα, ή μάλλον την αφήγηση, για να τα κάνει δελεαστικά και θελκτικά. Το μυαλό μπορεί να φανταστεί μη πραγματικές σκηνές, να τις εμπλουτίσει με προεκτάσεις, να μπει σ’ αυτές και να ηδονιστεί, μια πνευματική ηδονή που το κρατά ζωντανό και παράλληλα εκτρέφει τη λογοτεχνία. Το τέλος που απρόσμενα βάζει το δικό-του τελειωτικό λιθαράκι ξεσκεπάζει την πλάνη, πλάνη ως απάτη αλλά και ως περιπλάνηση, χωρίς να στερεί τη μαγεία.
          Θα σταθώ ακόμα σε δύο διηγήματα “αστυνομικού” χαρακτήρα. Στο “Επ’ αμοιβή” ζητείται από έναν συγγραφέα να περιγράψει ευφάνταστα τον θάνατο του εντολοδόχου-του κι αυτός το κάνει κυριολεκτικά πράξη, ενώ στην “Τρίλια του Διαβόλου” ο αστυνόμος ανακρίνει έναν συγγραφέα στο βιβλίο του οποίου εξιστορούνται τρεις φόνοι, οι δύο από τους οποίους έγιναν μετά την έκδοση του μυθιστορήματος, όπως ακριβώς αυτό τους περιγράφει. Ο τρίτος…; Και στα δύο έργα το μυστήριο συνδέεται με τους δρόμους της λογοτεχνίας, με τη δυνατότητά-της να ακονίζει το μυαλό και να επινοεί τη ζωή, εισάγοντας πιθανά σενάρια που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν.
          Σπουδή στο μικρό διήγημα που έχει το ακαριαίο αποτέλεσμα της συμπύκνωσης, της ατμόσφαιρας και της κοφτερής κατάληξης.


[Αυτή η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 16/2/2016 στο In2life και εδώ αναδημοσιεύεται, με μια μικρή εισαγωγή όπως πάντα, και εικόνες που ελήφθησαν από:  www.wattpad.com, 7-themes.com, chinataxcon.com, wallpaperswa.com, oliviajadetantra.tumblr.com και www.lund-park-group.org.uk]

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, February 21, 2016

ΜΝΗΜΗ: Ουμπέρτο Έκο (1932 – 2016)


Συγγραφέας ή φιλόσοφος, σημειολόγος ή διανοούμενος, ο Έκο ήταν ένα πολύ δραστήριο πνεύμα, που άπλωνε τα δίχτυα-του σε πολλά πεδία του ανθρώπινου επιστητού. Ακονισμένο μυαλό, χιούμορ, εργατικότητα, ικανότητα σύνθεσης, παραγωγής και δημιουργίας συστημάτων γνώσης…

Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Από το 1975 έχει την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 είναι πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Αν και αρχικά παρακολούθησε σπουδές Νομικής, εγκατέλειψε αυτό τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας με διδακτορική διατριβή στον Θωμά Ακινάτη. Δούλεψε στη RAI και έπειτα δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη Σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών. Μέσα στη δεκαετία του ’70, άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματά του, κάνοντας την αρχή με ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ, που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 και το Médicis Étranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ο Έκο περνάει τον καιρό του με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι. Πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου 2016.
(Το βιογραφικό αυτό σημείωμα
στηρίχτηκε στην ιστοσελίδα των εκδ. Ψυχογιός και στην Wikipedia)

Λογοτεχνικά έργα
-        Il nome della rosa (1980) (Το όνομα του Ρόδου). Συνοδεύτηκε από το "Επιμύθιο στο όνομα του Ρόδου".
-        Il pendolo di Foucault (1988) (To Εκκρεμές του Φουκώ)
-        L’ isola del giorno prima (1994) (Το νησί της προηγούμενης ημέρας)
-        Baudolino (2000) (Μπαουντολίνο)
-        La misteriosa fiamma della regina Loana (2004) (Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα)
-        Il Cimitero di Praga (2010) (Το κοιμητήριο της Πράγας) 
-        Numero Zero (2015) (Φύλλο Μηδέν

Έχω διαβάσει –σταδιακά- όλα τα έργα του Έκο, εκτός από το “Μπαουντολίνο”. Έχω την αίσθηση ότι η συγγραφή δεν ήταν γι’ αυτόν μια λογοτεχνική – αισθητική ενασχόληση, αλλά μια δοκιμή των θεωρητικών και σημειωτικών-του ιδεών. Έβλεπε δηλαδή τον κόσμο διά της αφήγησης και πειραματιζόταν μ’ αυτήν, ώστε να ελέγξει αν οι πλαστοί κόσμοι που έφτιαχνε μπορούσαν να αντέξουν τις θεωρίες-του. Στην ουσία πιστεύει ότι η αλήθεια μπορεί να δοκιμαστεί σε διαφορετικά περιβάλλοντα και να φανεί πόσο αντέχει.
Η Ιστορία καταρχάς ενέχει επιτελεσμένες αλήθειες, αλλά τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, αφού όλα επιδέχονται ερμηνείας. Στο Όνομα του Ρόδου, το πιο καλό μυθιστόρημά-του, ξεκινά ως αντικείμενο αστυνομικής έρευνας και συνεχίζεται με θεολογικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Ούτε φανατισμός των θεολόγων ούτε η θρησκοληψία των ακραίων μοναχών αλλά ούτε και η αφέλεια οδηγούν στην αλήθεια, η οποία χρειάζεται μετριοπάθεια, ανοικτό και οξύ μυαλό, διαλλακτικότητα. Σ’ αυτό το πλαίσιο δημιουργεί έναν σήριαλ-κίλλερ, ο οποίος αφήνει τα σημάδια-του σε κάθε φόνο σαν μια σημειωτική αλυσίδα, που θέλει αποκωδικοποίηση. Το διακύβευμα είναι η θεολογική αλήθεια και η προστασία-της, ειδικά από το χαμένο πλέον 2ο βιβλίο της Ποιητικής του Αριστοτέλη.
Η αλήθεια υπάρχει όσο τα κείμενα ερμηνεύονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όσο κάθε εποχή εξηγεί με τις δικές-της (παρ)ερμηνείες τον κόσμο. Ο γραπτός λόγος περνά μέσα από ένα σημείωμα στο Εκκρεμές του Φουκό και δημιουργεί μια σειρά από εικασίες και διαστρεβλώσεις. Τρεις επιμελητές εκδόσεων προσπαθούν να ανασυνθέσουν το μυστικό των Ναϊτών, πράγμα που θα εξελιχθεί τελικά σε πλάνη. Σημεία και πληροφορίες μέσα σε τόνους σκουπιδιών, απόκρυφες επιστήμες, εναλλαγές σοφίας και ψέματος ανασυγγράφουν την Ιστορία. Πρόκειται για ένα παζλ με κομμάτια από χρονογραφίες, απομνημονεύματα, μελέτες και ιστορικά δοκίμια. Η μαγεία του Έκο…
Το κείμενο, όπως τα κόμικς στη Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα, αποτελεί φορέα μνήμης. Ο αφηγητής ξαναγυρίζει στο σπίτι του παππού, όπου ξεθάβει τα κόμικς της παιδικής ηλικίας, μέσα από τα οποία ξαναζεί νοσταλγικά τα χρόνια του μεσοπολέμου και του πολέμου και ανασυνθέτει τη μουσολινική περίοδο. Η αλήθεια είναι θέμα μνημονικών συνάψεων και διακειμενικών αναφορών. Το ίδιο επίφοβη είναι και όταν γίνεται γλωσσικό όργανο στα χέρια αδίστακτων δημοσιογράφων που επινοούν την πραγματικότητα. Στο Φύλλο μηδέν” εξυφαίνεται ένα κλασικό σενάριο συνωμοσιολογίας που επιδέχεται πολλών ερμηνειών και δείχνει πόσο εύκολο είναι να πειστεί ο μέσος άνθρωπος από τα ΜΜΕ ότι κάτι κρύβεται που δεν του το λένε, αλλά πρέπει να το ξέρει. η ιδέα της ίδρυσης μιας εφημερίδας και όλο το συμβολικό πεδίο που πλάθεται είναι πολύ εύστοχο, αφού αναδεικνύει με την υπερβολή και τη σκοπιμότητά-του τη διαφθορά των ΜΜΕ, τα υπόγεια παιχνίδια παραπλάνησης, τον λαϊκισμό-τους και τη διαστρέβλωση κάθε κανόνα δεοντολογίας, προς εξυπηρέτηση κάθε είδους προπαγάνδας.
Παντού η Ιστορία, τετελεσμένη ή δυνητική, γραπτή ή άγραφη, παρελθούσα ή παρούσα. Παντού η συνεχώς κινούμενη και αέναα θηρευόμενη αλήθεια, αλήθεια που μάλλον ουδέποτε θα πιαστεί στο δίχτυ. Περνά μέσα από τη γραφή, την ερμηνεία, τις εικασίες και τις (α)βάσιμες αναγνώσεις και πιο πολύ υπάρχει όσο υπάρχουν κείμενα και αναγνώστες παρά ως αντικειμενικό δεδομένο. Το μυστήριο είναι τοποθετημένο σε μια σειρά από σημεία, τα οποία σαν παιχνίδι με τελίτσες μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη ή στην πλάνη.

[Οι εικόνες αντλήθηκαν από:  www.theguardian.com, www.math-only-math.com, www.clickatlife.gr και sherwoodforesthistory.blogspot.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 19, 2016

“Οι πληροφοριοδότες” του Juan Gabriel Vásquez

Οι Γερμανοί εξόριστοι στην Κολομβία είναι το φόντο, μπροστά από το οποίο παίζονται δράματα, τόσο από τα θύματα όσο και από τους ακούσιους θύτες. Η ανθρώπινη ψυχολογία, η προδοσία, η λήθη, η προσαρμογή, τα πολιτικά παιχνίδια, ο άνθρωπος που διώκεται… όλα αυτά σε μια πολυσύνθετη μυθοπλασία.


Καπουτσίνο με σαγκρία:

Juan Gabriel Vásquez
“Los Informantes”
Alfaguara 2004

Οι πληροφοριοδότες
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Ίκαρος
2015
 


          Διαβάζω το πίσω αυτί του βιβλίου. Δυο τρεις συγγραφείς και κριτικοί εντοπίζουν ως κύριο θέμα του έργου την προδοσία και τις συνέπειές-της. Κι όμως όσο έχω ξεκινήσει, καμιά 100-120 σελίδες, βλέπω πιο πολύ το θέμα της λήθης, της ανάγκης για λήθη, και συνειδητοποιώ ότι το κυλιόμενο θέμα, αυτό που ξεκινά από μια παρονυχίδα και σταδιακά φτάνει στο κέντρο-του (ή δεν φτάνει ποτέ) είναι πιο ενδιαφέρον, εν τέλει.
          Ο δημοσιογράφος Γκαμπριέλ Σαντόρο γράφει ένα βιβλίο-μαρτυρία για τη Σάρα Γκούτερμαν, γηραιά πλέον Εβραία της Μπογκοτά που μικρό κορίτσι έφυγε με τους γονείς-της από τη ναζιστική Γερμανία και κατέφυγε στην Κολομβία (οι “Αιρετικοί” του Παδούρα έχουν ανάλογη φυγή ναζόπληκτων προς τη Λατινική Αμερική). Η πρώτη αρνητική κριτική που δέχεται είναι από τον πατέρα-του, Γκαμπριέλ Σαντόρο κι αυτός, ο οποίος κατακεραυνώνει το βιβλίο ως καθηγητής ρητορικής που είναι. Τώρα που είναι στα τελευταία-του ξετυλίγεται στο μυαλό του γιου το πώς και το γιατί της πράξης του πατέρα.
          Η πρώτη εξήγηση που δίνεται είναι η ανάγκη για λήθη. Αυτό το βιβλίο του Σαντόρο, ενώ φαίνεται να ξεδιπλώνει τα δεινά του ναζισμού και της προσφυγιάς, είναι ένα έργο που ξεθάβει μισοξεχασμένες ντροπές και αφήνει τη δυσωδία-τους να αναδίδεται στην ατμόσφαιρα. Χρήσιμο είναι εδώ ένα μικρό παράρτημα για την ιστορία της Κολομβίας σε σχέση με τη συμμαχία-της με την Αμερική και την αντίδρασή-της στον Άξονα, παράρτημα που υπάρχει στο τέλος του έργου του Βάσκεθ. Όταν η χώρα συμμάχησε με τους Αμερικάνους, υποχρεώθηκε να βάλει σε μαύρη λίστα όσους είχαν ή έχουν ύποπτες σχέσεις με τον Άξονα κι έτσι δημιουργήθηκε ένα δίκτυο με πληροφοριοδότες, δηλαδή καταδότες, που ενημέρωναν τις αρχές.
          Τι σχέση είχε με όλα αυτά ο πατέρας Γκάμπριελ Σαντόρο;
          Κεντρική φιγούρα είναι ένας φίλος του Σαντόρο, ο Κόνραντ Ντέρεσερ, ο οποίος, επειδή ήταν Γερμανός, μπήκε στη μαύρη λίστα και υπέστη τον κοινωνικό αποκλεισμό των Κολομβιανών. Ο γιος-του Ενρίκε σιχάθηκε τη γερμανική κληρονομιά, ενώ ο ίδιος επέμενε ότι πάνω από τον Χίτλερ, ο οποίος είναι φυσικά βδέλυγμα, η Γερμανία είναι διαχρονική αξία και αξίζει να προστατευθεί. Γι’ αυτό έκανε παρέα με όποιον Γερμανό συναντούσε, ακόμα και ναζιστικών καταβολών, γι’ αυτό απόπαιρνε τον γιο-του, ο οποίος είχε χάσει την πίστη-του στις γερμανικές αξίες, γι’ αυτό άντεχε, παρόλο που είχε δεχτεί πολλά χτυπήματα. Ο Κόνραντ αναδεικνύεται σε τραγική φιγούρα, που παλεύει ανάμεσα σε δύο αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες τον λιώνουν…
          Ο πατέρας Σαντόρο νιώθει, όπως αποκαλύπτεται, τύψεις γι’ αυτήν την υπόθεση, επειδή έδωσε κάποιες πληροφορίες στις αρχές, όχι βέβαια με διάθεση χαφιεδισμού, αλλά αυτές οι πληροφορίες εξέθεσαν τον Κόνραντ. Έκ τοτε προσπάθησε να ξεχάσει το θέμα, δεν μπόρεσε, το βιβλίο του γιου-του ξύπνησε άγριες μνήμες και στην προσπάθειά-του να δει τον γιο του Κόνραντ Ενρίκε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Η τραγικότητα της περίπτωσης του Κόνραντ συνοδεύεται με την τραγικότητα του Γκαμπριέλ…
          Κι εκεί που το αφηγηματικό ξεδίπλωμα έχει κουράσει με μια άνευρη και υποτονική γραφή, ο Βάσκεθ κάνει μια πιρουέτα και ανυψώνει το μυθιστορηματικό επίπεδο. Με την τεχνική του εγκιβωτισμού, όπως την είδαμε σε πιο πολύπλοκο βαθμό στους “Κιβδηλοποιούς” του Ζιντ, όχι μόνο δείχνει ότι ο Γκαμπριέλ Σαντόρο έγραψε και δημοσίευσε το βιβλίο-του με τίτλο “Μια ζωή στην εξορία” για τη Σάρα Γκούτερμαν, αλλά γράφει και δεύτερο βιβλίο με τίτλο “Οι πληροφοριοδότες” στο οποίο σχολιάζει την ανακάλυψη της συμμετοχής του πατέρα-του σε όλα αυτά και το πώς έγραψε το πρώτο βιβλίο. Και φυσικά δεν ξεχνάμε ότι όλο αυτό εμπεριέχεται στο μυθιστόρημα του Βάσκεθ “Οι πληροφοριοδότες”…
Ευτυχώς, αυτές οι αφηγηματικές τεχνικές δεν είναι φτηνά κόλπα, αλλά ουσιώδεις καμπές σε μια διαρκή αναζήτηση. Ο νεαρός δημοσιογράφος ξεκίνησε να αναζητήσει τη μοίρα των Γερμανών προσφύγων και σταδιακά κατέληξε να αναζητεί τη μοίρα του άγνωστου εν πολλοίς πατέρα του. Κι ίσως και τη δική του μοίρα. Γι’ αυτό γράφει ένα και δύο και… βιβλία, αφού μέσω της γραφής επαν-ορίζει τους ανθρώπους και τον κόσμο.
Νομίζω ότι θα μπορούσε ο Κολομβιανός συγγραφέας να είναι πιο μεστός, πιο περιεκτικός, αφού αφέθηκε να κεντήσει το κομψοτέχνημά-του με λεπτομέρειες, πολλές φορές περιττές. Παρ’ όλα αυτά, διάβασα ένα έργο με πολλούς τραγικούς ήρωες, με αναζητήσεις και ανακαλύψεις, με καλοστημένες σκηνές.

[Η βιβλιοπαρουσίαση πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 9/2/2016 και εδώ παρουσιάζεται με φωτογραφικό διάκοσμο αντλημένο από:  es.turismojudaico.com, www.telegraph.co.uk, www.kingsacademy.com, seecolombia.travel, www.pinkpangea.com και www.urbantravelblog.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, February 16, 2016

“Το διπλό πρόσωπο του νου” του Γιάννη Παπαγιάννη

Ο Ιανός λατρευόταν από τους Ρωμαίους ως ο θεός με τα δύο πρόσωπα, σαν τον άνθρωπο, κάθε άνθρωπο, που έχει πολλαπλούς εαυτούς, πραγματικούς και φανταστικούς. Ο Ιανός αναφερόταν εξίσου στον πόλεμο και στην ειρήνη, στον ήλιο και στη σελήνη, στη νιότη και στα γηρατειά. Ήταν γενικότερα ο θεός της μετάβασης από τη μία κατάσταση στην άλλη. Είναι το σημερινό σύμβολο της αμφιθυμίας, της αμφιταλάντευσης, της επαμφοτερίζουσας στάσης.


Κρύος διπλός καφές:

Γιάννης Παπαγιάννης
“Το διπλό πρόσωπο του νου”
εκδόσεις Κριτική
2015
  


          Είναι το δεύτερο βιβλίο μέσα στη χρονιά που το άφησα μετά τις πρώτες σελίδες κι έπειτα το ξανάπιασα από τύψεις. Ένιωθα κάπου μέσα-μου ότι το αδίκησα, ότι το υποτίμησα προκαταβολικά, μάλλον επειδή πίστεψα ότι πρόκειται για ένα συγκεχυμένο πείραμα ανακατεμένων κεφαλαίων, χωρίς ουσία.
          Όταν το ξαναπήρα στα χέρια-μου, αντιλήφθηκα ότι δεν είναι τόσο μπερδεμένο, αλλά η διττή-του πλευρά αφήνει τον αναγνώστη να καταλάβει το πώς και το γιατί. Για το δεύτερο, όχι απόλυτα, αλλά τουλάχιστον βάζει την ανάγνωση σε δύο μονοπάτια, που εναλλάσσονται, και σπάνια νιώθει κανείς ότι πατά κουτσαίνοντας στο ένα ή στο άλλο, μετέωρος.

Η διφυΐα του μυθιστορήματος έγκειται στους δύο πρωταγωνιστές, στον συγγραφέα Γιάννη Παπαγιάννη και στον ήρωα Βασίλη Ζώη. Ο συγγραφέας κατεβαίνει από τον θρόνο-του και γίνεται ένα με τη δράση, υποβιβάζεται στο επίπεδο των χαρακτήρων-του κι έτσι δεν εκμεταλλεύεται την προνομιακή-του θέση. Γνωρίζει τον Βασίλη στις διακοπές, στην πορεία προς ένα νησί, μαζί με την παρέα-του, τις τρεις κοπέλες, τη φίλη-του Καμίλ, τη Λένα και την Αριάγνη, που τελικά γουστάρει τον συγγραφέα. Ένας φόνος κι η ξαφνική φυγή των άλλων τριών αφήνουν τον Παπαγιάννη έκθετο και ύποπτο, μπερδεμένο και έρμαιο στις ορέξεις της αστυνομίας.
Όπως προείπα, τα κεφάλαια είναι μισά εστιασμένα στο Βασίλη και μισά στον συγγραφέα, μισά τριτοπρόσωπα και μισά πρωτοπρόσωπα, μισά δράση και μισά αυτοαναφορικά σχόλια για τη συγγραφή. Έτσι, ο μυθιστοριογράφος πλάθει ένα σύγχρονο στη γραφή έργο, που ακολουθεί τη τάση των καιρών να διαασπούν πολλαπλώς την αφήγηση και που κάνει τον συγγραφέα απλό κομμάτι στο πολυμερές ψηφιδωτό της συγγραφής, χωρίς κανένα προνόμιο λόγω αυθεντίας, χωρίς κανένα πλεονέκτημα λόγω συγγραφικής παντεποπτίας. Η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη αλλά εφαρμόζεται άρτια και κάνει το βιβλίο καλογραμμένο, καλοσχεδιασμένο και σοφά ζυγισμένο.
Ο Παπαγιάννης παίρνει την ιδέα η οποία έχει ομολογουμένως ξαναχρησιμοποιηθεί και την εφαρμόζει έτσι ώστε να φανεί το προγραμματικό-του σχέδιο. Ο συγγραφέας βιώνει τόσο έντονα όσα γράφει που γίνεται κι ο ίδιος τμήμα του βιβλίου-του, αισθάνεται στριμωγμένος μετά τη δολοφονία της Αριάγνης, σαν να τον κυνηγάνε όλοι, κι έτσι μπαίνει βαθιά στο πετσί των ρόλων που καλούνται να παίξουν οι άλλοι χαρακτήρες. Γράφει ενδεικτικά αλλά και αποκαλυπτικά: «νομίζουν ότι υπάρχει η ζωή-τους, όμως δεν υπάρχει παρά η αφήγησή-της» (σελ. 103). Αντεστραμμένη αφήγηση, αφού η ζωή (του συγγραφέα) περιέχεται μέσα στο έργο και δεν είναι το έργο που περιέχεται μέσα στη ζωή του συγγραφέα. Σ’ αυτό συμβάλλει και η διασπορά χωρίων ή αφομοιωμένων αποσπασμάτων από άλλους συγγραφείς, ώστε να φανεί η διπλή διάσταση της γραφής.
Κι εκεί που πιστεύεις ότι το νερό μπήκε στ’ αυλάκι, αποδεικνύεται –προς αιφνιδιασμό και του εσωτερικού συγγραφέα- ότι οι τρεις κοπέλες και ο Βασίλης ήταν ηθοποιοί (ο Βασίλης ίσως όχι), που έπαιζαν έναν ρόλο, δυστυχώς με απροσδόκητα αποτελέσματα. Επομένως, έχουμε θέατρο μέσα στο λογοτέχνημα (κάτι σαν τον «Άμλετ»), πλοκή μέσα στην πλοκή, χειραγώγηση ρόλων και παραπλάνηση, αφού η σκηνοθεσία της ζωής εγκιβωτίζεται μέσα στο μυθιστόρημα. Και ακόμα περισσότερο, ένα δεύτερο (ή μήπως τρίτο;) επίπεδο καταλαμβάνει η σύγχυση του νου του Βασίλη, που δεν μπορούσε να χωνέψει τον φόνο της μητέρας-του, με αποτέλεσμα να πλάσει ακούσια μια παράλληλη παλίμψηστη πραγματικότητα.

Κρατώ την πολύ καλή ιδέα, την εξέλιξή-της, το παιχνίδι της τέχνης με τον διπολικό κόσμο, τις αυτοαναφορικές επισημάνσεις που νοηματοδοτούν το εγχείρημα και δίνουν σάρκα και οστά στην αφήγηση. Πετάω τις σκηνές που φλυαρούν, τα υπονοούμενα που κάνουν το κουβάρι αξεδιάλυτο, το μοτίβο του έρωτα που φουρτουνιάζει τετριμμένα τη ζωή. Κρατώ μια καλή συγγραφική απόπειρα και μια ανάλογα καλή αναγνωστική εμπειρία.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 2/2/2016 και εδώ αναδημοσιεύεται με μια πρόσθετη εισαγωγή, όπως πάντα, και στολισμένο με εικόνες που έλαβα από:  desticorp.typepad.com,  progressivechristianity.org, www.ew.com, www.stylepinner.com, commons.wikimedia.org και www.openask.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, February 13, 2016

Ο Αναγνώστης Και Οι Προκαταλήψεις-Του

Εγώ πάω στο βιβλίο ή αυτό σε μένα; Προσαρμόζομαι στις ποιοτικές προδιαγραφές-του ή το απορρίπτω επειδή έχω προδιαγεγραμμένα θέλω; Διαβάζω για να επεκτείνω τους ορίζοντές-μου ή για να ταιριάξω σ’ αυτούς ό,τι μου αρέσει;
Ξεκινάω ένα καινούργιο βιβλίο, ας πούμε από αυτά που μου χάρισαν, ώστε να αφήσω στην άκρη όσα επέλεξα εγώ. Διαβάζω μερικές σελίδες και προσπαθώ να βρω το στίγμα του έργου και το δικό-μου μέσα στα νερά-του. Ναι, το ύφος και η γλώσσα ευρύτερα είναι τα πρώτα δείγματα γραφής, που ίσως με απωθούν ή με ελκύουν. Μετά, ενδέχεται να μετράει η πλοκή και το πώς οι αφηγηματικές τεχνικές, η σύνδεση των γεγονότων, οι ελιγμοί της ιστορίας και ο τρόπος προβολής-της οικοδομούν μια άρτια ολότητα. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα-μου, πριν ανοίξω το βιβλίο, και επηρεάζουν τη θετική ή αρνητική στάση-μου απέναντι στο κείμενο.
          Σήμερα, όμως, με απασχολεί κάτι άλλο. Το πώς εγώ, ο αναγνώστης, μπαίνοντας στις σελίδες του έργου επηρεάζομαι από το είδος του κειμένου, τον τρόπο γραφής ή το ρεύμα στο οποίο ανήκει. Λ.χ. τι κάνω όταν συναντώ χωρίς να το υπολογίζω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ εγώ είμαι αρνητικός απέναντι σ’ αυτό; Ή τι κάνω όταν περιμένω κάτι ρεαλιστικό και συναντώ μια ρομαντική, ενίοτε ποιητική, γραφή; Πώς αντιδρώ όταν πέφτω πάνω σε ένα ξεχαρβαλωμένο κείμενο, σκόπιμα αποσπασματικό, ενώ εμένα μ’ αρέσουν οι στρωτές αδιατάρακτες αφηγήσεις; Τι κάνω όταν διαβάζω πολλή ιστορία, ενώ εγώ προτιμάω εξομολογήσεις ή και αυτοσχόλια σε μια προσωπική αφήγηση; Και ούτω καθεξής…
      Το πιο έντιμο είναι να διαβάσω το έργο και να προσαρμοστώ εγώ στις απαιτήσεις και τις συντεταγμένες που θέτει. Να μπω στην κοίτη-του και να κρίνω με βάση τα δεδομένα που μου θέτει και όχι να το απορρίψω από τις πρώτες σελίδες, μιας και δεν ανταποκρίνεται στα στάνταρ-μου. Επειδή όμως δεν είμαι επαγγελματίας, αλλά μέσος αναγνώστης, αυτό είναι μια εργαστηριακή απαίτηση, που    δ ε ν    μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ψάχνω βιβλία (και με το δίκιο-μου) που να ανταποκρίνονται στις ψυχικές και νοητικές ανάγκες-μου και επομένως, αν συναντήσω μια ακραία, ανισόρροπη για τα γούστα-μου γραφή, θα σταματήσω ή θα δυσανασχετήσω ή θα προχωρήσω με βέβαιες προκαταλήψεις, που θα χτυπάνε στην οθόνη του μυαλού-μου αρνητικά πρόσημα.

   Καλώς ή κακώς, προσεγγίζουμε κάθε βιβλίο με τις προκαταλήψεις-μας. Προκαταλήψεις με βάση το όνομα του συγγραφέα, με βάση τον εκδοτικό οίκο, με βάση το είδος του μυθιστορήματος, με βάση τη χώρα προέλευσης… και ενίοτε, ανάλογα με το ποσοστό διαλλακτικότητας που μας διέπει, μένουμε πιστοί στις προκαταλήψεις-μας ή τις παραγκωνίζουμε και μετέχουμε στη γοητεία του βιβλίου.
         
Και τότε ακριβώς ξεπροβάλλει το ιδεολόγημα περί γούστου. “Περί ορέξεως …ουδείς λόγος” σημαίνει απλά ότι μπορώ να διαβάζω και να εκτιμώ ό,τι να’ ναι, χωρίς να υπάρχει αντίρρηση. Δημοκρατία έχουμε. Ο καθένας διαβάζει ανάλογα με τα γούστα του …κ.ο.κ. Η ποιότητα δηλαδή είναι άκρως υποκειμενική, η τέχνη, ακριβώς επειδή είναι πολύσημη, μπορεί να εκλαμβάνεται αυθαίρετα, το προσωπικό γούστο δεν ελέγχεται κ.ο.κ…. Φυσικά διαβάζω ό,τι μ’ αρέσει, μπορεί να σταματήσω και να το παρατήσω, μπορεί να προσπαθήσω να φτάσω κάπου που δεν έφτανα παλιότερα, μπορεί… ό,τι θέλω. Απλώς αυτός ο άκρατος υποκειμενισμός, όταν δημοσιοποιείται, δεν ευνοεί τον διάλογο, δεν δοκιμάζει τα κριτήρια του καθενός με όσα η εμπειρία της κοινότητας έχει να προσκομίσει και εντέλει καταντά ένας αδιέξοδος σολιψισμός.
          Ανάμεσα στο κοινωνικό και στο ατομικό, ανάμεσα στο ιστορικά δικαιωμένο και το σύγχρονο, ανάμεσα στον εαυτό που λειτουργεί με τις προκαταλήψεις-του και την κοινότητα που έχει εγκαθιδρύσει τις δικές-της προκαταλήψεις, υπάρχει πουθενά παρθένα πρόσληψη; Πώς μπορώ να ισορροπήσω ανάμεσα στον Κανόνα και στις προτιμήσεις-μου, ανάμεσα σ’ αυτά που κουβαλάω πριν ανοίξω το βιβλίο και σ’ αυτά που θα βρω μέσα σ’ αυτό; 
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, February 10, 2016

“Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά” του Παναγιώτη Γούτα

Όταν γράφεις από χόμπι, από μεράκι, δεν νοιάζεσαι αν είσαι πρωτοπορία ή όχι. Δείχνεις ψυχούλα και προχωράς. Βεβαίως, υστερείς στη συνταρακτικότητα των λόγων-σου, αλλά κερδίζεις τη συγκίνηση και την ανθρώπινη ματιά.


Freddo cappuccino:
Παναγιώτης Γούτας
“Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά”
εκδόσεις Κέδρος
2015



          Το ιδιαίτερο σημείο που εντόπισα από τα πρώτα δύο διηγήματα της συλλογής είναι η σύζευξη σημείων που δεν φαίνονται ταιριαστά αλλά με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο συνδέονται στην ίδια ιστορία. Μπαίνω κατευθείαν στο ψαχνό, γιατί η γραφή του Γούτα δεν εκπλήσσει μορφικά, αλλά μπορεί και κερδίζει τον αναγνώστη με τον εύστοχο τρόπο που ωσμώνει διαφορετικής φύσης υλικά.
          Η γραφομηχανή λ.χ. ενός συγγραφέα μοιάζει με τη γραφομηχανή ενός τρομοκράτη, καθώς ο διηγηματογράφος, με αδιόρατες ομοιότητες και με συνεχή πήγαινε-έλα, ορθώνει μπροστά-μας την παραλληλία των δύο προσώπων-ρόλων. Ή ο φίλαθλος του ΠΑΟΚ που παρακολουθεί τον αγώνα και μαθαίνει όσα γίνονται, παρόλο που είναι τυφλός, θύμα κροτίδας, μπορεί να σταθμίσει τα πράγματα και να βγάλει συμπεράσματα για την ομάδα. Ο τρομοκράτης-συγγραφέας και ο τυφλός θεατής είναι δυο εύστοχες εικόνες της αντιφατικής αλλά όχι αλλόκοτης πραγματικότητας. Ή ο μοναχικός θεολόγος, που διαβάζει τον σκανδαλώδη Καβάφη, κερδίζει τον έρωτα μιας μαθήτριας, πέρα από κάθε κοινωνική υποψία.
Δύο άλλα διηγήματα δίνουν ένα διαφορετικό στίγμα: ο άνθρωπος που βλέπει γύρω-του τη δυστυχία είναι καταρχάς ιδιοτελής αλλά μέσα-του νιώθει τύψεις και αλλάζει συμπεριφορά. Ο περαστικός που βλέπει τον ζητιάνο ναρκομανή αρνείται να τον βοηθήσει αλλά οι ενοχές του προκαλούν σφοδρές ημικρανίες και τελικά αναζητεί μια διέξοδο ψάχνοντάς-τον. Ή ο επιβάτης του ταξί βρίσκει στο πάτωμα ένα πενηντάευρο και σκέφτεται να το κρατήσει, ώσπου συμπαθεί τον ταξιτζή και το άρρωστο παιδί-του, με αποτέλεσμα να ξαναφήσει το χαρτονόμισμα εκεί που το βρήκε.
Ο Γούτας δεν καινοτομεί. Ούτε στη μορφή, ούτε στο περιεχόμενο. Γράφει με τους αναμενόμενους όρους και για θέματα που τα βλέπει με ανθρωπισμό και με συγκίνηση. Είναι ο κλασικός συγγραφέας που με έναν σαμαρακικό τρόπο πιστεύει στο καλό και στη δυνατότητα του ανθρώπου να οδηγηθεί σ’ αυτό, ακόμα και αν ξεκινά από άλλη αφετηρία. Είναι ο άνθρωπος που γράφει επειδή έχει πράγματα να πει και όχι από επαγγελματισμό ή από τη λογική του σιναφιού. Οι ιστορίες-του, υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι τίμιες, αυθεντικές, έρχονται στον αναγνώστη ειλικρινείς.

Πολύ αισθαντικά θεώρησα τα “μουσικά” διηγήματα, όπου με λέξεις επιχειρήθηκε να συλληφθεί το άγγιγμα της μουσικής. Μουσικά σάουντρακ σε μια ιστορία απώλειας, τζαζ κομμάτια που συνοδεύουν τα αισθήματα του ήρωα, τριζάτα σολαρίσματα που ανακαλούν αναμνήσεις και εικόνες. Η λογοτεχνία συναντά συχνά τη μουσική, καθώς μέσω αυτής συγκινεί, ξυπνά, αναπολεί, συγκλονίζεται… Ο Γούτας αφήνει κατά μέρος την πρωτοτυπία της αφήγησης, για να συνταιριάξει τη μνήμη με το μουσικό-της ένδυμα, μέχρι τα αυτιά και την ψυχή του αναγνώστη. Η μουσική ταυτόχρονα εξωραΐζει και εξυψώνει τον άλλο, ενώ, όταν αποκαλυφθεί η πραγματικότητα, όλα προσγειώνονται σε μια πιο ρεαλιστική και ωμή βάση.
Βλέπεις σε πολλά διηγήματα τον κεντρικό χαρακτήρα να είναι δειλός, ή καλύτερα συνεσταλμένος, άτολμος, να αφήνει τις γυναίκες να περνάνε, να κλείνεται στη μουσική-του και να μην τολμά να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες. Είναι μια συστολή πολύ εύλογη, που δείχνει ωστόσο και μια παθητική στάση απέναντι στη ζωή. Ίσως αυτό που στη ζωή δεν μπορεί να κατακτηθεί, τελικά μεταφέρεται ως νίκη μέσα στη λογοτεχνία.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 26/1/2016 και εδώ στολίστηκε με εικόνες από:  besthypnosismp3downloads.com, www.telegraph.co.uk, www.uucpa.org, www.parapolitika.gr και 365.com.mk]

Πατριάρχης Φώτιος