Friday, January 29, 2016

“Βερολίνο, γεια” του Wolfgang Herrndorf

Βερολίνο, το σύμβολο της προστατευμένης ζωής, που πρέπει να μείνει πίσω, έστω και με ρίσκο, έστω και με οδήγηση στα όρια του νόμου, προκειμένου το παιδί να γίνει ενήλικος. Μια σκληρή όσο και φρέσκια στην απόδοσή-της ωρίμανση (Γερμανόφωνη Λογοτεχνία -3).


Καφές χωρίς καφεΐνη:

Wolfgang Herrndorf
“Tschick”
Berlin, Rowohlt 2010

“Βερολίνο, γεια”
μετ. Α. Στραγαλινός
εκδόσεις Κριτική
2015
 


          Αναρωτιόμουν τις προάλλες εδώ στο Βιβλιοκαφέ, τι κάνει η σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία, αφού η Γερμανία ως υπερδύναμη, κανονικά, θα έπρεπε να επιχειρεί και ένα δυναμικό μπάσιμο στις τέχνες, για να κατοχυρώσει και να προβάλει τη θέλησή-της για παγκόσμια κυριαρχία. Και οι εκδόσεις Μεταίχμιο όπως και οι εκδόσεις Κριτική βάλθηκαν να μου υποδείξουν παλιότερες και σύγχρονες γερμανόφωνες πέννες, όπως τους Τσβάιχ, Schlink, Bernhard και τώρα τον άγνωστό-μου Herrndorf.
          Η ιστορία αφορά σε μια εφηβική περιπέτεια, η οποία ωστόσο ξεκινά από την απαξίωση δύο δεκατετράχρονων μαθητών του σχολείου, μαθητών που ξεκινάνε από τελείως διαφορετική αφετηρία. Ο αφηγητής Μάικ Κλίνγκενμπεργκ, παιδί μιας αλκοολικής και ενός αδιάφορου πατέρα, είναι καλός μόνο στο άλμα εις ύψος και στη ζωγραφική, ενώ όλοι στην τάξη-του τον έχουν στο περιθώριο. Το τέλος του χρόνου τον βρίσκει απογοητευμένο επειδή η ενδόμυχη αγάπη-του Τατιάνα δεν τον καλεί στο πάρτι που θα κάνει. Από την άλλη, ο Αντρέι Τσιχάτσοφ ή Τσικ, Ρώσος εμιγκρές, όταν δεν πίνει είναι πολύ δυνατός στα μαθηματικά, αλλά γενικά είναι βρόμικος και φέρεται παράξενα. Τους ενώνει ένα Λάντα, που τους φέρνει στους γερμανικούς δρόμους κατά τις καλοκαιρινές διακοπές
          Το έργο από μυθιστόρημα μαθητείας εξελίσσεται σε road novel. Το πρώτο μένει να φανεί μέχρι τέλους πόσο θα είναι τέτοιο, πόσο δηλαδή θα αλλάζει ο νεαρός Μάικ, πόσο θα εξελίσσεται, πόσο θα μαθαίνει από τις δοκιμασίες που βιώνει. Το δεύτερο συνδέει τη φιλοπερίεργη εφηβεία, την εφηβεία που θέλει να σπάσει τα δεσμά με την εστία (μεταφορικά και κυριολεκτικά) και να ανοιχτεί στο πέλαγος νέων εμπειριών. Ο προορισμός των δύο στην ουσία παιδιών, η Βλαχία, μπορεί όντως να είναι η Ρουμανία ή το πουθενά, αφού στα γερμανικά Walachei είναι και το αντίστοιχο με τη δική-μας Κωλοπετεινίτσα, ένα μέρος που δεν έχει βρεθεί στον χάρτη. Η πορεία-τους λοιπόν δεν έχει προορισμό, παρά μόνο την ενηλικίωση;
          Η οπτική γωνία του νεαρού δεκατετράχρονου κάνει το κείμενο να κινείται ανάμεσα στην παιδική αφέλεια και στην ενήλικη ανάγκη να πάρει κανείς αποφάσεις. Η σκηνή όπου οι δυο φυγάδες κοιτάζουν τ’ αστέρια και συζητάνε είναι εξαιρετική, καθώς συνδυάζει ημιχωνεμένες γνώσεις, σενάρια φαντασίας και όνειρα ανώριμης επιθυμίας από δυο εφήβους με φρέσκια σκέψη και αχαλίνωτη φαντασία. Η σκηνή είναι ενδεικτική, διότι όλο το μυθιστόρημα διακρίνεται από φρεσκάδα, νεανική ορμή και διάθεση φυγής, στοιχεία που αντικατοπτρίζονται και στη γραφή του Herrndorf.
          Τελικά, ο τρόπος για να ενηλικιωθεί ο μικρός Μάικ είναι ο δρόμος, η περιπέτεια, η έξοδος από το περιβάλλον της οικογένειας. Όταν τον ρωτάνε «Γιατί έκανε όλα αυτά;», αυτά τα κολάσιμα, τα παραβατικά, δεν ξέρει να απαντήσει. Πιθανόν δεν ξέρει, επειδή η περιέργεια, η διάθεση να ξεφύγει από το περιβάλλον-του, να ακολουθήσει τον Τσικ που είναι πιο ξεβγαλμένος και να σπάσει τη μονοτονία, που τον κάλυπτε σαν φωτοστέφανο της παιδικότητας, ήταν ορμέμφυτα που τον οδήγησαν να ρισκάρει και να προβεί σε ενέργειες που η δειλία-του δεν θα επέτρεπαν σε άλλες συνθήκες.
          Το “Βερολίνο, γεια” είναι ένας αποχαιρετισμός στην παιδικότητα!

[Το κείμενο είναι δικό-μου και πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life την 1η/12/2015. Οι εικόνες απ’ την άλλη αποτελούν προϊόν δανεισμού από: parentingteens.about.com, www.telegraph.co.uk, www.metrolyrics.com και terences.deviantart.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, January 26, 2016

“Η γυναίκα στη σκάλα” του Bernhard Schlink

Η γυναίκα είναι αυτή του πίνακα ή αυτή που ενέπνευσε τον πίνακα; είναι η γυναίκα στο μυαλό του ζωγράφου ή η πραγματική; είναι η θολή απεικόνιση ή η έμψυχη οντότητα που αξίζει την προσοχή-μας; (Γερμανόφωνη λογοτεχνία -2).


Γερμανικός καφές με κανέλα:
Bernhard Schlink
“Die Frau auf der Treppe”
Diogenes Verlag
Ζυρίχη 2014

“Η γυναίκα στη σκάλα”
μετ. Α. Στραγαλινός
εκδόσεις Κριτική
2015



          Όποιος έχει διαβάσει το “Διαβάζοντας στη Χάννα”, σίγουρα θα έχει τον Σλινκ στην καρδιά-του, τόσο για την καθαρότητα της γραφής-του όσο και (κυρίως) για το ανθρωπιστικό μήνυμα του έργου. Κι εδώ η ευκρίνεια των λόγων του, η σαφήνεια και η ενάργεια είναι τόσο διακριτές που ο αναγνώστης μπαίνει ολόκορμος στο μικρό μυθιστόρημα, χωρίς αναστολές αλλά παραδομένος στα οφθαλμοφανή χνάρια τα οποία αφήνει ο συγγραφέας στις σελίδες.
          Ο πυρήνας της ιστορίας απηχεί αμυδρά το “Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ”: ένας πίνακας παίρνει εν μέρει τη θέση ενός προσώπου. Εδώ έχουμε τον πίνακα του Καρλ Σβιντ “Γυναίκα στη σκάλα”, ο οποίος απεικονίζει την Ιρένε Γκούντλαχ. Όταν ο ζωγράφος απεικόνισε τη σύζυγο του πλούσιου εντολοδόχου-του, δεν περίμενε ότι θα την ερωτευτεί και θα την πάρει από εκείνον, αλλά συνάμα δεν μπορεί να ξεχάσει το έργο-του και συχνά-πυκνά πηγαίνει στο σπίτι του συλλέκτη για να διορθώσει φθορές που παρουσιάζονται. Εντέλει, αποφασίζουν να συμφωνήσουν μία “τίμια” ανταλλαγή: ο Σβιντ να ξαναπάρει τον πίνακα και ο Πέτερ Γκούντλαχ τη γυναίκα-του!
          Την ιστορία την αφηγείται ο τότε νεαρός δικηγόρος που είχε αναλάβει τη μεσολάβηση και ερωτεύτηκε, τρίτος στη σειρά, την Ιρένε. Τη βοήθησε μάλιστα να κλέψουν τον πίνακα, νομίζοντας ότι θα φύγουν μαζί για το εξωτερικό, αλλά αυτή το έσκασε μαζί με το έργο. Τώρα, σαράντα χρόνια μετά, ανακαλύπτει τον πίνακα σε μια πινακοθήκη στην Αυστραλία και εντοπίζει τα ίχνη της μοιραίας γυναίκας.
          Στην ουσία λοιπόν έχουμε δύο κοινότοπα μοτίβα που συγκλίνουν σε ένα ενιαίο πλαίσιο: το έργο τέχνης ως συμπύκνωση μιας ιστορίας και η μοιραία γυναίκα που οδηγεί σε έναν προδομένο έρωτα. Και πάνω σ’ αυτό το συνηθισμένο δίπτυχο φυτρώνουν πολλές παραφυάδες, από τον ρόλο της τέχνης μέχρι τη θέση της γυναίκας ως θύματος αλλά και ως θύτη κι από την έννοια της προδοσίας και αυτήν της ιδιοκτησίας μέχρι τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του έρωτα προς τη γυναίκα και προς τη ζωγραφική. Στο απομονωμένο σπίτι όπου ζει η Ιρένε ξανασυναντώνται, μετά από σαράντα χρόνια, ο αφηγητής-δικηγόρος, ο συλλέκτης-σύζυγος Πέτερ Γκούντλαχ και ο ζωγράφος Καρλ Σβιντ, για να θέσουν ξανά αυτά τα ερωτήματα επί τάπητος.
          Κι ενώ ο Σλινκ γράφει καθαρά και αρυτίδωτα, στο δεύτερο μέρος, εκεί που όλοι διεκδικούν το δίκιο-τους, δεν ξέρεις ποιος έχει δίκιο και ποιος ρητορεύει κούφια, δεν ξέρεις πού είναι οι ισορροπίες και τι αντιπροσωπεύει ο καθένας, εν τέλει δεν ξέρεις ποια νήματα δένονται μεταξύ-τους προς την ολοκλήρωση ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Κι όσο προχωράει το έργο, τόσο η δομική-του κατασκευή υποχωρεί, δίνοντας προτεραιότητα στα αισθήματα όσον αφορά στα γηρατειά, στην ανάγκη του άλλου, στη σημασία που έχει ο άνθρωπος για τον καθένα (σε αντίστιξη με το καλλιτέχνημα) κ.ο.κ. Ο αναγνώστης ξεχνά προσώρας (;) τα ιδεολογικά ζητήματα περί τέχνης και τον πίνακα “Η γυναίκα στη σκάλα” και εστιάζει στην ίδια τη γυναίκα, την Ιρένε, και στον τρόπο που ζει εκτός πίνακα.
          Όσο καταλάβαινα πού το πάει, τόσο από τη μία επέκρινα τη στροφή του μυθιστορήματος κι από την άλλη επιδοκίμαζα το συναισθηματικό φορτίο που με συνόδευε ως το τέλος. Δεν ξέρω τελικά ποιο επικράτησε.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17/11/2015 στον ιστότοπο In2life κι εδώ εικονογραφείται, εκτός της τελευταίας εικόνας που απεικονίζει τον πίνακα του Gerhard Richter "Ema", ο οποίος και ενέπνευσε τον συγγραφέα, με φωτογραφίες που κατέβασα από: yolandalopezpeluquerias.com, www.pinterest.com και projectfairytale.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, January 23, 2016

“Πρόζα” του Thomas Bernhard

Μέσω της λογοτεχνίας βλέπουμε έναν άνθρωπο (τον συγγραφέα), έναν λαό (αυτόν από τον οποίο εκείνος κατάγεται) αλλά και πολλούς φανταστικούς τύπους που θα μπορούσαν να είναι πραγματικοί (Γερμανόφωνη λογοτεχία -1).


Thomas Bernhard
“Prosa”
Φρανκφούρτη 1967

Πρόζα
μετ. Β. Τσαλής
εκδόσεις Κριτική
2015
 


          Ο Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989) ξεκινά να γράφει το 1963 και έκτοτε αποτέλεσε μια σημαντική γερμανόφωνη πέννα, που συμπορεύτηκε με τη μεταπολεμική Γερμανία. Κι εκεί που αναζητούσαμε σε προηγούμενη ανάρτηση τη λογοτεχνία της σύγχρονης Γερμανίας, η οποία θα έπρεπε να είναι ακμαία, αν υιοθετήσουμε την άποψη περί δύναμης μιας χώρας που εκδηλώνεται και στον πολιτιστικό τομέα, έρχεται αυτό το βιβλιαράκι να μας θυμίσει Γερμανούς συγγραφείς για τους οποίους μιλάμε παγκοσμίως.
          Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, δεν ανήκουν στον φυσιολογικό μέσο όρο. Ο παιδαγωγός στο διήγημα “Οι δύο παιδαγωγοί” πάσχει από αϋπνία και πυροβολεί ένα ζώο που έρχεται κάθε βράδυ έξω από τον κοιτώνα-του και τον ενοχλεί. Ήταν όμως όντως ζώο αυτό που πυροβόλησε έξω από το κτήριο του οικοτροφείου;… Και στην “Τραγιάσκα” ο οριακά ψυχοπαθής αφηγητής προσπαθεί σε ένα απομονωμένο εξοχικό να βρει την ηρεμία-του, για να μην τρελαθεί, αλλά σύντομα αποκτά εμμονή με μία τραγιάσκα. Αλλά και έπειτα, πολλοί πρωταγωνιστές κινούνται στα όρια του λογικού με την τρέλα…
          Το διήγημα “Γιάουρεκ” δείχνει, νομίζω, πιο εύγλωττα τα βασικά χαρακτηριστικά των διηγημάτων του πρώιμου Μπερνχαρντ. Ο αφηγητής-πρωταγωνιστής επιλέγει να πάει στη μικρή πόλη Γιάουρεκ και να δουλέψει στα ορυχεία του θείου-του. Κι αυτό το κάνει είτε επειδή μισεί τον συνωστισμό της πολυάνθρωπης πόλης είτε επειδή μισεί τον θείο-του, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τον θάνατο της μητέρας-του. Έτσι, εδώ βλέπουμε τη μονομανία του ήρωα, χαρακτηριστικό κοινό και με άλλους ήρωες του γερμανόφωνου συγγραφέα. Παράλληλα, διακρίνουμε την πολυστρωματική ψυχολογία ενός ανθρώπου σε σχέση με κάποιον άλλο, τον ιδιότυπο ψυχισμό που προσπαθεί να εξηγήσει τη δική-του συμπεριφορά αλλά και τη στάση του θείου. Οι σχέσεις των ανθρώπων στον Μπέρνχαρντ είναι ηλεκτρισμένες, όχι λόγω οξέων αντιπαραθέσεων αλλά λόγω εσωτερικών φορτίων. Κι όλο αυτό το κλίμα αποπνέει μια ασφυξία, που καταρχάς διακρίνει τον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά μαζί-του πνιγόμαστε κι εμείς οι αναγνώστες στο λαχάνιασμά-του, στις εμμονές-του, στις αδιευκρίνιστες προθέσεις-του καθώς και στο αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
"Η αναγνώστρια" της L C Neill
          Ο μακροπερίοδος λόγος του συγγραφέα και οι χωρίς τέλος ιστορίες-του αφήνουν εμάς τους αναγνώστες κρεμασμένους στο κενό. Κι αν το πρώτο λύνεται όταν προχωρήσουμε το κείμενο και προσανατολιστούμε ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τα πρόσωπα, το δεύτερο κλείνει το εκάστοτε διήγημα με απορίες και νέφη, με ερωτηματικά και προβληματισμούς.

[Οι φωτογραφίες που κοσμούν το κείμενο αντλήθηκαν από: www.meinbezirk.at, www.petridi.gr, www.jamestown.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, January 21, 2016

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Τι λογοτεχνία παράγεται στη Γερμανία; Η αφορμή δόθηκε σε κάποια προηγούμενη συζήτηση, όπου διαπιστώθηκε ότι, ενώ οι μεγάλες οικονομικά και πολιτισμικά χώρες, έχουν μια τρανή λογοτεχνία να προωθήσουν, η σημερινή Γερμανία υστερεί. Ισχύει όντως κάτι τέτοιο;
          Καταρχάς, η γερμανική (και γερμανόφωνη) λογοτεχνία δεν είναι καθόλου αμέτοχη στη διαμόρφωση του παγκόσμιου Κανόνα. Ο πρώτος μεγάλος μπορεί να θεωρηθεί ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε με τον “Φάουστ” και τον “Βέρθερο” κι ακολουθούν πολλοί ποιητές και δραματουργοί του 18ου και 19ου αιώνα Νοβάλις, Σίλερ, Φον Άρνιμ, Φον Κλάιστ, Χάινε, Χαίλντερλιν όπως φυσικά και ο μεταγενέστερος Μπρέχτ και ο νομπελίστας Χάουπτμαν κ.ο.κ.
Στην πεζογραφία εισαγόμαστε με βαριά χαρτιά στις αρχές του 20ού αιώνα και τη μοντερνιστική στροφή. Από τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε έως τον γερμανόφωνο Φράντς Κάφκα κι από τους Χάινριχ και Τόμας Μαν έως τον Χέρμαν Έσσε. Από τον Χάινριχ Μπελ έως τον Άλφρεντ Ντέμπλιν κι από τον Έριχ Μαρία Ρεμάρκ μέχρι τη Ρουμάνα γερμανόφωνη όμως Χέρτα Μύλερ. Να μην ξεχάσω τον Γκύντερ Γκρας και τον Ελβετό Φρήντριχ Ντύρενματ, τον Γιόσεφ Ροτ, τον Στέφαν Τσβάιχ, τον Χανς Φαλάντα, τον Τόμας Μπέρνχαρντ, τον Βίνφριντ Ζέμπαλντ, τον Μίκαελ Έντε, την Κρίστα Βολφ, τον Πάτρικ Ζύσκιντ… Μέσα στον 20ο αιώνα τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ (εκτός από τους παραπάνω Γ. Χάουπτμαν, Χ. Έσσε, Τ. Μαν, Χ. Μπελ, Γ. Γκρας, Χ. Μύλερ) και ο Τέοντορ Μόμσεν, ο Ρούντολ Όικεν, ο Πολ φον Χόυζε, ο Ελβετός Καρλ Σπίτελερ, η Σουηδή Νέλυ Ζαχς, ο βουλγαρικής καταγωγής Ελίας Κανέττι, η Αυστριακή Ελφρίντε Γέλινεκ, 13 συνολικά γερμανόφωνα Νόμπελ.
Σήμερα, ποιοι εν ζωή συγγραφείς μπορεί κανείς να πει ότι ταράζουν τα διεθνή ύδατα; Μαζεύω ονόματα, όπως του Μπέρνχαρντ Σλινκ, του Πέτερ Χάντκε, του Ίνγκο Σούλτσε, του Μάρτιν Βάλζερ, ενώ άλλοι νέοι όπως ο Ντάνιελ Κέλμαν ή ο Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ δεν ξέρω πόσο θα πείσουν με τη διάρκειά-τους.
Τελικά έχουν οι Γερμανοί βαρύ πυροβολικό σήμερα; Ποιοι απ’ αυτούς αξίζει να μας απασχολήσουν; Ποια άλλα κλασικά ονόματα παρέλειψα; Ποιοι σύγχρονοι μεταφράζονται και είναι καλό να τους διαβάσουμε;
Θα ακολουθήσουν αναρτήσεις για γερμανόφωνα βιβλία που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2015 στα ελληνικά και είπα να τα συγκεντρώσω εδώ. Αναφέρομαι στον Thomas Bernhard, τον Bernhard Schlink, τον Wolfgang Herndorf, τον Νομπελίστα Heinrich Böll για την 1η Φεβρουαρίου και τον Νομπελίστα Thomas Mann, λίγο αργότερα, μάλλον την 1η Μαρτίου.


[Οι εικόνες που συνοδεύουν την ανάρτηση ελήφθησαν από: www.literaturtipps.de, deutscheliteratur1.blogspot.com, www.sodahead.com, www.nobelprize.org και www.thomas-mann-works.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, January 17, 2016

“Αίμα στο χιόνι” και “Περισσότερο αίμα” του Jo Nesbo

Νουάρ σημαίνει, αν καταλαβαίνω καλά, ότι γνωρίζουμε τον δράστη, βλέπουμε τα πράγματα από τη σκοπιά-του κι όμως δεν λείπει η αγωνία και η κορύφωση, που κρατά τον ενδιαφέρον αμείωτο. Ο Nesbo ξέρει να στήνει ιστορίες με ένταση και τελικά μέσω της κατάλληλης πλοκής να φτάνει στο επιθυμητό τέλος. Δράση, ένταση, αγωνία, αλλά και σοφά φυτεμένες σκηνές που κολλάνε τα κομμάτια μεταξύ-τους.


Ζεστός καφές πραλίνα:


Jo Nesbo
Blod på Snø”
Όσλο 2015
“Αίμα στο χιόνι”
μετ. Γ. Αρβανίτη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015

 
Jo Nesbo
“Mere blod”
Όσλο 2015
“Περισσότερο αίμα”
μετ. Κ. Γλυνιαδάκη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015
 


Μια διλογία που αποτελείται από δύο έργα νουάρ, δυο επεισόδια της ίδιας ακολουθίας, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες εικόνες, ισχυρή δράση και σασπένς.

“Αίμα στο χιόνι”

          Χαζός δολοφόνος; Συνήθως όχι. Ο εγκληματίας πρέπει να είναι έξυπνος για να βάλει δύσκολα στον αστυνόμο. Έτσι, θα αποκαλυφθεί η εξυπνάδα του τελευταίου. Έτσι το παιχνίδι της εξιχνίασης θα είναι ενδιαφέρον και για τον αναγνώστη. Έτσι το έγκλημα θα έχει γίνει με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις και η ανακάλυψη του δράστη δεν θα είναι παιχνιδάκι. Χαζός δολοφόνος; Μόνο αν είναι εκτελεστικό όργανο, που με χοντρό λαιμό, μυώδες σώμα, αμβλυμμένη σκέψη σκοτώνει χωρίς να σκέφτεται.
          Εδώ ο Νέσμπο φτιάχνει έναν ήρωα, και μάλιστα αφηγητή, ο οποίος είναι μεν εκτελεστικό όργανο αλλά οργανώνει μόνος-του τους εκ παραγγελίας φόνους. Αποδεδειγμένα δεν σκέφτεται, δεν μετρά, δεν στροφάρει, αλλά ταυτόχρονα εκπονεί πετυχημένα τα σχέδια των δολοφονιών-του. Είναι συνάμα αφελής και αποτελεσματικός, άνους αλλά και αξιόπιστος, σώμα χωρίς μυαλό αλλά συνάμα φερέγγυο όργανο του προαγωγού και εμπόρου ναρκωτικών Ντάνιελ Χόφμαν. Είναι ο Ούλαφ Γιόχανσεν ο οποίος αναλαμβάνει μάλιστα εκών άκων να εκτελέσει τη γυναίκα του αφεντικού, με διαταγή του ίδιου του αφεντικού. Μεγάλη δουλειά, διπλής παγίδευσης.
          Το μυθιστόρημα προχωράει με μια γρήγορη ανατροπή, μια ανατροπή εξαιτίας του ίδιου του αφελούς Ούλαφ, που δεν έμαθε καλά ποιος είναι ο εραστής της Κορίνα Χόφμαν και ταυτόχρονα την ερωτεύτηκε κιόλας. Ο Nesbo έφτιαξε έναν δυσλεξικό ήρωα που του αρέσουν τα βιβλία και έναν επαγγελματία δολοφόνο που δεν ξέρει καλά τους κανόνες του παιχνιδιού. Γι’ αυτό, είμαστε έτοιμοι να δούμε πολλά πρωτόγνωρα, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας δεν μπορεί να στηρίξει την κλασική αστυνομική υπόθεση. Ή αντίθετα, πάνω σ’ αυτόν μπορούμε να βρούμε έναν αντι-ήρωα, που σκέφτεται αλλόκοτα, που δρα παράλογα, που δεν ακολουθεί τους τυπικούς κανόνες και συνεπώς μπορεί να παίξει αιρετικά πάνω στα μονοπάτια του παραδοσιακού hard boiled.
          Αυτό που κάνει τον Νορβηγό συγγραφέα να θεωρείται δεξιοτέχνης στο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι η κορύφωση στην οποία οδηγεί το έργο. Ο πρωταγωνιστής φτάνει στο σημείο να γίνεται συνάμα διώκτης και διωκόμενος, αφού πρέπει να σκοτώσει για να μην τον σκοτώσουν. Και παραδόξως ο Ούλαφ ξέρει να σχεδιάζει και να προβλέπει, ώσπου να οδηγηθούμε στο αποκορύφωμα της αγωνίας, όταν είμαστε ακριβώς πριν το κρίσιμο σημείο. Η ένταση κρίνεται με όρους θρίλερ, με όρους νουάρ, αφού ξέρουμε αλλά ταυτόχρονα αγωνιούμε για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, υπέρ ή κατά του πρωταγωνιστή και των καλών σκοπών-του. Το πιστολίδι, η προδοσία, η αδρεναλίνη στα ύψη, οι εναλλαγές και η τελική διέξοδος κάνουν την ανάγνωση γρήγορη, αστραπιαία, που δεν αφήνει τον αναγνώστη να κλείσει το βιβλίο αν δεν τελειώσει, τουλάχιστον η τεταμένη σκηνή.
          Σ’ αυτό το βιβλίο του Νέσμπο δεν έχουμε αστυνομικό αίνιγμα, αλλά νουάρ ατμόσφαιρα, όπου ξέρουμε τον δολοφόνο, έναν καλόκαρδο και ανιδιοτελή δολοφόνο, ο οποίος τα βάζει με άλλους του υποκόσμου κι εκεί κερδίζει τους αναγνώστες και τη συμπάθειά-τους.

“Περισσότερο αίμα”

          Ο πρωταγωνιστής Γιουν Χάνσεν βρίσκεται πλέον στη βόρεια Νορβηγία, στη λαπωνική επικράτεια, σε ένα μικρό χωριό ονόματι Κόσουν. Επειδή υπεξαίρεσε από τον Ψαρά πολλά χρήματα και ναρκωτικά, βρέθηκε στο στόχαστρό-του και προτίμησε να την κάνει, παρά να μείνει στο Όσλο και να δεχτεί μια σφαίρα στον σβέρκο από τους πληρωμένους διώκτες του μεγαλεμπόρου ναρκωτικών.
          Το Κόσουν είναι μια ιδιαίτερη κοινωνία, όπου η αγριάδα της φύσης συνδυάζεται με την ιδιορρυθμία των κατοίκων-του, όπως συμβαίνει σε κάθε μικρό μέρος. Κι ενώ ο μετονομασμένος πλέον Ουλφ γίνεται ασμένως δεκτός από τον τοπικό πληθυσμό, παρά τα ψέματα με τα οποία έντυσε την άφιξή-του, αρχίζει γρήγορα να αντιλαμβάνεται πόσα μυστικά έχουν κι αυτοί. Ο εξαφανισθείς Χιούγκο έδερνε τη γυναίκα-του Λέα, ο μικρός γιος-τους Κνουτ παρατηρεί με εξυπνάδα όσα γίνονται, ο ψιλομέθυσος Λάπωνας Ματίς είναι πανταχού παρών, το θρησκευτικό δόγμα των Λασταντιανών κυριαρχεί σκορπίζοντας σε όλους ηθικές αρχές και απειλές για την Κόλαση…   
          Το μυθιστόρημα έτσι κινείται σε δύο μονοπάτια. Από τη μία, το απειλούμενο κυνήγι των μαφιόζων προς τον “Ουλφ”, κι από την άλλη η ζωή με τα παράξενα του τόπου στο απομακρυσμένο, σχεδόν ξεχασμένο σε μια προχριστιανική ζωή, Κόσουν. Ο πληρωμένος δολοφόνος φτάνει αλλά εύκολα (;) πείθεται ότι δεν είναι εκεί ο ήρωας κι έτσι φεύγει, ενώ ο Ουλφ παρατηρεί ανθρώπους, συναντά περίεργα, εγκλιματίζεται σε έναν ήρεμο αλλά υπόγεια επικίνδυνο τόπο.
          Για ένα μεγάλο διάστημα το νουάρ στοιχείο υποχωρεί πίσω από την κουρτίνα, αν και πάντα υπολανθάνει απειλητικό. Το βάρος του μυθιστορήματος μετακινείται στη διελκυστίνδα ανάμεσα στη λασταντιανή πίστη και στον έρωτα, ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω. Κάποιες θρησκευτικές παρατηρήσεις του Νέσμπο φαίνονται πρόχειρες και βιαστικές, αλλά η ένταση μεταξύ των κανόνων και των επιθυμιών, του καθωσπρεπισμού και της ουσίας δίνει νόημα σε πολλές σελίδες του έργου.
          Και φυσικά το μυθιστόρημα δεν θα προδώσει τη νουάρ φύση-του, αφού «ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε», οι διώκτες θα φανούν, μετά από προδοσία, κι ο Ουλφ θα πρέπει να προφυλάξει το τομάρι-του.
          Εντέλει, το “Περισσότερο αίμα” κρατά τη δράση αλλά σίγουρα ο Νέσμπο είχε αποφασίσει όταν το έγραφε να προχωρήσει προς μια κοινωνική προοπτική. Θετικό σημείο, σίγουρα. Ωστόσο μου φάνηκε ότι ως αναγνώστες δεν είμαστε έτοιμοι να δούμε αυτήν την αλλαγή σε μια διλογία που κατά βάση φωνάζει πως μιλάει νουάρ, ντύνεται νουάρ, χορεύει και πυροβολεί νουάρ.

[Δημοσιεύτηκε στην In2life στις 8/12/2015 και εδώ κοσμείται με εικόνες που αντλήθηκαν από: weheartit.com, www.yourepeat.com, www.pinterest.com, www.freeimages.com, www.scanbaltexperience.com, www.robertharding.com και www.telegraph.co.uk]

Πατριάρχης Φώτιος  

Friday, January 15, 2016

“Η αλεπού της σκάλας” του Ηλία Παπαμόσχου και “Μπαλαντέρ” της Μαρίας Γιαγιάννου

Πού μας πάει η γλώσσα; Στην ποίηση; Στο συναίσθημα; Στην ατμόσφαιρα; Σε ποιο λιμάνι; Ή δεν μας πάει πουθενά και μας αφήνει να ταξιδεύουμε αμέριμνα ή να πελαγοδρομούμε ανέστια (και αν-ίστια);


Καφές γλωσσο-ποιητικός:


Ηλίας Παπαμόσχος
“Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες”
εκδόσεις Κίχλη
2015


Μαρία Γιαγιάννου
“Μπαλαντέρ”
εκδόσεις Μελάνι
2015




          Δεν είναι καινούργιο. Η γλώσσα καθορίζει για πολλούς την ποιότητα ενός λογοτεχνήματος. Ο συγγραφέας οφείλει να είναι άριστος χειριστής-της. Να ξέρει να παίζει με τις λέξεις. Να ελίσσεται. Να κρατά τη μεταφορική-τους υπαινικτικότητα. Να απλώνει τα σχήματα λόγου. Να δημιουργεί εικόνες. Άλλοτε με υφολογική μαεστρία κι άλλοτε με παιχνιδίσματα. Τα δύο βιβλία που διάβασα στηρίζονται στη γλώσσα, το καθένα με διαφορετικό τρόπο.
          Κανονικά τα κείμενα του Παπαμόσχου δεν θα έπρεπε να μου αρέσουν. Εκ-μηδενίζουν την ιστορία και ενθρονίζουν στη θέση-της τον λόγο και την ατμόσφαιρα. Κάθε διήγημα αφήνει μια ιμπρεσσιονιστική εικόνα, βασισμένη σε ποιητικές πινελιές. Η γλώσσα καθηλώνει την ανάγνωση, σκιαγραφεί λίγο φλου τα πράγματα, ζωγραφίζει αισθήματα στο μακεδονικό τοπίο της Καστοριάς. Κανονικά λοιπόν δεν θα έπρεπε να μου αρέσουν τέτοιες ιστορίες χωρίς πλοκή. Αλλά εδώ λειτούργησε ένα ύπουλο, άλογο ένστικτο που παραμέρισε τα a priori κριτήρια.
          Ο διηγηματογράφος μπόρεσε να καταυγάσει μέσα από το βλέμμα-του όλη τη λαϊκή ματιά της υπαίθρου. Η φύση με τα πλάσματά-της, οι άνθρωποι, τα ημίρευστα τοπία, ο καιρός και η πλαγίως ηθογραφική εικονοποιία, όλα, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο, κρατάνε τον παλμό και μας τον μεταδίδουν με αδρές μονοκονδυλιές. Κάθε διήγημα, μικρό κατά βάση και αδρομερώς σκιαγραφημένο, είναι μια μονοκονδυλιά, που αφήνει το ίχνος της πάνω στο χνώτο του τζαμιού. Ένιωθα, σαν διάβαζα το βιβλίο, ότι παρατηρώ τον κόσμο μέσα από ένα θολό, χειμωνιάτικο τζάμι. Όχι τόσο επειδή δεν έβλεπα καθαρά, αλλά κυρίως επειδή ό,τι έβλεπα ήθελε να μείνει ως εντύπωση και όχι σαν περίγραμμα με λεπτομέρειες και σαφείς γραμμές.
Ο Αλέξης Σ., επισκέπτης του Βιβλιοκαφέ, άφησε παλιότερα το εξής σχόλιο: “νομίζω ότι μεγάλο μέρος της σημερινής διηγηματογραφίας(ένα πρόσφατο παράδειγμα που μου έρχεται είναι η "Αλεπού της σκάλας") πάσχει από βυζαντινισμό. Πρόκειται για "εικόνες"- περιγραφές φτιαγμένες με μια ανούσια γλωσσική μαστοριά […] άψυχες κι εντέλει άχρηστες” και συμπληρώνει ο Θεράπων: “Νομίζω ότι το κείμενο του Παπαμόσχου είναι προγραμματικά υβριδικό (ποίηση/διήγημα) και άρα ίσως δεν ενδείκνυται τόσο για γενικότερα συμπεράσματα. Σε σχέση πάντως με την πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Αλέξη Σ., νομίζω κωδικοποιεί και μια δική μου αίσθηση, σε σχέση με την ελληνική πεζογραφία. Έχω την αίσθηση δηλαδή ότι οι περισσότεροι έλληνες πεζογράφοι ιστορικά έδιναν πολύ μεγαλύτερη σημασία στο λόγο (με όλες τις προεκτάσεις αυτού, δηλαδή ύφος, ατμόσφαιρα, εκφραστικός πλούτος, φροντίδα και στυλ) και αρκετά λιγότερη στο μύθο - κοινώς (μιλώντας για τη λεγόμενη 'σοβαρή' λογοτεχνία, κι όχι εκείνη των ειδών, τουλάχιστον όπως ίσχυε μέχρι πρόσφατα) σπάνιζαν οι αποκαλούμενοι story-tellers, οι παραμυθάδες. Και είναι κάτι που τα τελευταία ας πούμε τριάντα χρόνια μάλλον επιδεινώνεται. Διαβάζοντας δηλαδή μυθιστορήματα από τα εγχώρια ονόματα, είναι αυξανόμενα δύσκολη η απάντηση στο ερώτημα "τι συμβαίνει;" (δείτε εδώ)

          Η Γιαγιάννου από την άλλη δεν γράφει ποιητικά αλλά γλωσσολογικά. Το είδος που υπηρετεί δεν είναι απλώς τα πεζοποιήματα (τίτλος προηγούμενου βιβλίου-της), αλλά τα γλωσσικά μαγειρέματα, καθώς μιλάει πιο πολύ με σημαίνοντα παρά με σημαινόμενα, πιο πολύ με τον ήχο των λέξεων, που περιστασιακά παραπέμπουν στη σημασία-τους, με λογικές ηχοποιήσεις, με απόηχους ξεχασμένων αισθήσεων των λέξεων. Γι’ αυτήν όλα είναι γλώσσα, από τις λέξεις μέχρι το σώμα και μάλιστα το ερωτικό κι από τους ήχους μέχρι τα κύρια ονόματα. Η γλωσσολαγνία-της καταβροχθίζει και σ’ αυτή τη νουβέλα την υπόθεση του έρωτα του Άγη και της Ερατώς, σπάζοντάς-την σε μικρές ενότητες, καθώς μένουμε πιο πολύ στα παιχνιδίσματα, στις αντιθέσεις, στις ετυμολογήσεις και στα σχήματα λόγου…
          Η αφήγηση δεν έχει σκοπό να εξιστορήσει μια ακολουθία γεγονότων. Τα συμβάντα υπάρχουν για να γίνουν το καλούπι των προτάσεων, των λεκτικών ελιγμών, των ακουστικών διελεύσεων. Μιλά ερωτευμένη και αποδίδει τα πάντα σε μια χημεία σωμάτων και γλωσσικών προσεγγίσεων.
          Κι όλα περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα, κυρίως τον σωματικό, που στηρίζεται στο φλερτ σωμάτων και στομάτων, κινήσεων και φράσεων. Ο υπότιτλος “ερωτική εξτραβαγκάντσα”, αν καταλαβαίνω καλά, υπαινίσσεται, αν δεν το λέει ρητά, την ερωτική ακρότητα ως παιχνίδι της γραφής, ως κέντρο μιας συνομιλίας της συγγραφέως όχι μόνο με τον ερωτικό παρτενέρ αλλά και με την ίδια τη ομιλούσα φύση του σώματος, του έρωτα και της επαφής. Ο τίτλος από την άλλη “Μπαλαντέρ” υποδηλώνει τον αστάθμητο παράγοντα που μπορεί να δράσει ως καταλύτης στο ερωτικό χαρτοπαίγνιο της ζωής και το “Σ’ αγαπώ” ως λέξη που εννοεί άπειρα νοήματα.
          Τελικά ο βερμπαλισμός της Γιαγιάννου (μάλιστα μιλά η ίδια για Βυζαντινισμό, όπως ο Αλέξης Σ.) δεν συγκρίνεται με τη γλωσσική σταυροβελονιά του Παπαμόσχου. Ο διηγηματογράφος βγάζει κάθε λέξη-του από ένα εσωτερικό καμίνι, ενώ η νεαρή συγγραφέας αφήνεται στη γλώσσα σαν βάρκα χωρίς ιστία και δοιάκι.

[Εκτός από τον πίνακα "Λεύκες στο Epte" του Claude Monet, οι υπόλοιπες φωτογραφίες ελήφθησαν από: www.paraskhnio.gr, rutheh.com, britishlibrary.typepad.co.uk, www.kazpsychic.co.uk και www.srpl.net]

Πατριάρχης Φώτιος  

Tuesday, January 12, 2016

“Καζάνι” της Μαρίας Α. Ιωάννου

Όσα βράζουν μέσα-μας, μια μέρα θα εκραγούν, όσα κοχλάζουν, θα ανατιναχτούν και μαζί θα πάρουν όλο τον περιβάλλοντα χώρο σε μια ανάφλεξη χωρίς όρια.



Κυπριακός με καϊμάκι:

Μαρία Α. Ιωάννου
Καζάνι
εκδόσεις Νεφέλη
2015
 


          Μ’ αρέσουν οι συλλογές διηγημάτων που έχουν έναν κεντρικό άξονα, ο οποίος συνδέει τα επιμέρους κείμενα. Είναι ίσως μια πυρηνική ιδέα πάνω στην οποία ο συγγραφέας χτίζει μία μία τις ψηφίδες-του ή ένα σχέδιο, υποσυνείδητο, που παίρνει σχήμα και μορφή, όταν γραφεί και το τελευταίο διήγημα.

          Η νεαρή Κύπρια συγγραφέας με είχε καταπλήξει με το προηγούμενο βιβλίο-της “Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας”, με την πρώτη συλλογή διηγημάτων-της στην οποία έδειξε συγγραφικό τσαμπουκά. Τώρα επανέρχεται με μια ανάλογη συλλογή μικρών ή μεσαίων σε έκταση κειμένων, όπου φαίνεται πάλι η εκρηκτική διάσταση της σκέψης και του λόγου-της.
          Καταρχάς, ένα καζάνι είναι ο ψυχισμός-της, που βράζει, βρυχάται σαν ηφαίστειο, λιώνει εμπειρίες και σκέψεις, αναδίδει αναθυμιάσεις και είναι πάντα έτοιμο να εκραγεί. Είναι η συμπίεση που νιώθουν οι ήρωες των διηγημάτων, προερχόμενη από την κοινωνία, τους άλλους ή από εσωτερικές τραγωδίες. Αυτή η συμπίεση κοχλάζει ες αεί και κάποια στιγμή δεν συγκρατείται αλλά εφορμά προς τα πάνω, κάνοντας τον κόσμο γης μαδιάμ. Αυτό το “γης μαδιάμ” γεννά το αλλόκοτο, αλλόφρον, παθιασμένο, λελογισμένα άναρχο, σκόπιμα αντικομφορμιστικό γράψιμο της Ιωάννου, καθώς το πυρακτωμένο μάγμα μετατρέπεται σε λέξεις και εικόνες.
          Αυτή η αγανάκτηση, η οργή, ο αναβρασμός εκδηλώνεται άλλοτε με παραδοξότητες, που έχουν ένα στοιχείο άλογο, ιονεσκικό, παράλογο, κι άλλοτε με σκηνές σκληρές, πικραμένες, φορτισμένες με μια ωμότητα πολύ ερεθιστική, η οποία σοκάρει. Στο πρώτο κιόλας διήγημα ο Πάολο, μαύρος μετανάστης στην Κύπρο, μαζεύει μυρμήγκια, τρώει χαρτιά και κάνει εμετό, μια σουρεαλιστική σκηνή με πολλές προεκτάσεις, ενώ στο δεύτερο η ηρωίδα, με κομμένα πόδια και με τεχνητά μέλη (;), θυμίζει στον υπαίτιο την παρουσία-της. Από τη μια ένα παράλογο κοκτέιλ κι από την άλλο ο κυνισμός, από τη μία η ζωή ως συλλέκτης τραγελαφικών στιγμών κι από την άλλη η ωμή αλήθεια ως υπενθύμιση ηττών και ενοχών.
"Ο προσκυνητής"
του Ρενέ Μαγκρίτ
          Σε πολλά διηγήματα η συγγραφέας παίζει με την αποκάλυψη της ταυτότητας ενός “εγώ” ή ενός “εσύ”, το οποίο παραμένει άγνωστο εκτός από πολυάριθμες νύξεις για την ταυτότητά-του, ον που μπορεί να είναι ένα άψυχο αντικείμενο ή μέλος σώματος. Αυτό κάνει αφενός την ανάγνωση ντετεκτιβική εμπειρία και συνάμα γεννά συμβολισμούς και προεκτάσεις, τις οποίες ο αναγνώστης χαίρεται να εξιχνιάζει. Αυτό είναι ίσως το δυνατό-της κομμάτι, μαζί με μια υπόγεια συναισθηματική πίεση που εδώ κι εκεί αχνοφαίνεται, σαν κουφοβράζει, και ζητεί χαραμάδες να διοχετευτεί, για να μην εκραγεί.
          Αν ήταν το πρωτόλειο της νεαρής συγγραφέως, θα εκτιμούσα πολλά απ’ αυτά που είδα και στην “Γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας”. Επειδή όμως είναι το δεύτερο, στο οποίο θα περίμενα εξέλιξη, αλλαγή, εμβάθυνση κ.ο.κ., θεωρώ ότι δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε και παρέμεινε σε μια ιδιοσυστατική γραφή, μια γραφή αναμενόμενη και εν μέρει στάσιμη.

[Οι εικόνες που σπάνε τη μονοτονία του κειμένου αντλήθηκαν από: www.chowhound.com, www.tes.com και www.alexanderwild.com]

Πατριάρχης Φώτιος