Βερολίνο, το σύμβολο της
προστατευμένης ζωής, που πρέπει να μείνει πίσω, έστω και με ρίσκο, έστω και με
οδήγηση στα όρια του νόμου, προκειμένου το παιδί να γίνει ενήλικος. Μια σκληρή
όσο και φρέσκια στην απόδοσή-της ωρίμανση (Γερμανόφωνη
Λογοτεχνία -3).
Καφές χωρίς καφεΐνη:
Wolfgang Herrndorf
“Tschick”
Berlin, Rowohlt 2010
“Βερολίνο, γεια”
μετ. Α. Στραγαλινός
εκδόσεις Κριτική
2015
|
Αναρωτιόμουν
τις προάλλες εδώ στο Βιβλιοκαφέ, τι κάνει η σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία, αφού
η Γερμανία ως υπερδύναμη, κανονικά, θα έπρεπε να επιχειρεί και ένα δυναμικό
μπάσιμο στις τέχνες, για να κατοχυρώσει και να προβάλει τη θέλησή-της για
παγκόσμια κυριαρχία. Και οι εκδόσεις Μεταίχμιο όπως και οι εκδόσεις Κριτική
βάλθηκαν να μου υποδείξουν παλιότερες και σύγχρονες γερμανόφωνες πέννες, όπως
τους Τσβάιχ, Schlink, Bernhard και τώρα τον άγνωστό-μου Herrndorf.
Η ιστορία αφορά σε μια εφηβική περιπέτεια,
η οποία ωστόσο ξεκινά από την απαξίωση δύο δεκατετράχρονων μαθητών του σχολείου,
μαθητών που ξεκινάνε από τελείως διαφορετική αφετηρία. Ο αφηγητής Μάικ
Κλίνγκενμπεργκ, παιδί μιας αλκοολικής και ενός αδιάφορου πατέρα, είναι καλός
μόνο στο άλμα εις ύψος και στη ζωγραφική, ενώ όλοι στην τάξη-του τον έχουν στο
περιθώριο. Το τέλος του χρόνου τον βρίσκει απογοητευμένο επειδή η ενδόμυχη
αγάπη-του Τατιάνα δεν τον καλεί στο πάρτι που θα κάνει. Από την άλλη, ο Αντρέι
Τσιχάτσοφ ή Τσικ, Ρώσος εμιγκρές, όταν δεν πίνει είναι πολύ δυνατός στα
μαθηματικά, αλλά γενικά είναι βρόμικος και φέρεται παράξενα. Τους ενώνει ένα Λάντα, που τους φέρνει στους
γερμανικούς δρόμους κατά τις καλοκαιρινές διακοπές…
Το έργο από μυθιστόρημα μαθητείας
εξελίσσεται σε road novel. Το πρώτο μένει να φανεί μέχρι
τέλους πόσο θα είναι τέτοιο, πόσο δηλαδή θα αλλάζει ο νεαρός Μάικ, πόσο θα
εξελίσσεται, πόσο θα μαθαίνει από τις δοκιμασίες που βιώνει. Το δεύτερο συνδέει
τη φιλοπερίεργη εφηβεία, την εφηβεία που θέλει να σπάσει τα δεσμά με την εστία
(μεταφορικά και κυριολεκτικά) και να ανοιχτεί στο πέλαγος νέων εμπειριών. Ο
προορισμός των δύο στην ουσία παιδιών, η Βλαχία, μπορεί όντως να είναι η
Ρουμανία ή το πουθενά, αφού στα
γερμανικά Walachei είναι και το αντίστοιχο με τη δική-μας Κωλοπετεινίτσα, ένα μέρος που δεν
έχει βρεθεί στον χάρτη. Η πορεία-τους λοιπόν δεν έχει προορισμό, παρά μόνο την ενηλικίωση;
Η
οπτική γωνία του νεαρού δεκατετράχρονου κάνει το κείμενο να κινείται ανάμεσα στην παιδική αφέλεια και στην
ενήλικη ανάγκη να πάρει κανείς αποφάσεις. Η σκηνή όπου οι δυο φυγάδες
κοιτάζουν τ’ αστέρια και συζητάνε είναι εξαιρετική, καθώς συνδυάζει
ημιχωνεμένες γνώσεις, σενάρια φαντασίας και όνειρα ανώριμης επιθυμίας από δυο
εφήβους με φρέσκια σκέψη και αχαλίνωτη φαντασία. Η σκηνή είναι ενδεικτική,
διότι όλο το μυθιστόρημα διακρίνεται από φρεσκάδα, νεανική ορμή και διάθεση
φυγής, στοιχεία που αντικατοπτρίζονται και στη γραφή του Herrndorf.
Τελικά, ο τρόπος για να ενηλικιωθεί ο μικρός Μάικ είναι ο
δρόμος, η περιπέτεια, η έξοδος από το περιβάλλον της οικογένειας. Όταν τον
ρωτάνε «Γιατί έκανε όλα αυτά;», αυτά τα κολάσιμα, τα παραβατικά, δεν ξέρει να
απαντήσει. Πιθανόν δεν ξέρει, επειδή η
περιέργεια, η διάθεση να ξεφύγει από το περιβάλλον-του, να ακολουθήσει τον Τσικ
που είναι πιο ξεβγαλμένος και να σπάσει τη μονοτονία, που τον κάλυπτε σαν
φωτοστέφανο της παιδικότητας, ήταν ορμέμφυτα που τον οδήγησαν να ρισκάρει
και να προβεί σε ενέργειες που η δειλία-του δεν θα επέτρεπαν σε άλλες συνθήκες.
Το
“Βερολίνο, γεια” είναι ένας αποχαιρετισμός στην παιδικότητα!
[Το κείμενο είναι δικό-μου και πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life την 1η/12/2015. Οι εικόνες απ’ την άλλη αποτελούν προϊόν δανεισμού
από: parentingteens.about.com, www.telegraph.co.uk, www.metrolyrics.com και terences.deviantart.com]
Πατριάρχης Φώτιος