Μπορεί ο αναγνώστης να μπει “κυριολεκτικά” στο κείμενο και να
βρεθεί νοητά σε άλλους τόπους; Ναι, αν η γραφή έχει τη δύναμη να απλώσει γύρω
γύρω την ατμόσφαιρα των κειμένων και να ζωντανέψει το κλίμα των ιστοριών-της.
Συχνά, όταν το διήγημα έχει μεγάλες δόσεις βιωματικότητας γιατί αρδεύεται από
τη στιγμή που γεννά την έμπνευση, αυτό το κλίμα είναι πιο έντονο, αρκεί να μην
καταντήσει εξομολόγηση και αποτύχει να σταθεί αυτόνομα από τη ζωή του συγγραφέα.
Εδώ, ο Μητάς δεν κρύβει το βρετανικό-του παρελθόν που επώασε τα αυγά της
φαντασίας-του με εμπειρίες και γεγονότα της εκεί παραμονής-του, αλλά καταφέρνει
να στήσει τα σκηνικά-του έτσι ώστε να μη φαίνεται καθόλου το συγγραφικό εγώ.
Στιγμιαίος καφές με κονιάκ:
Γιώργος Μητάς
“Ιστορίες του Χαλ”
Κίχλη
2011
Ένας
έλληνας βιολόγος φεύγει στη Βρετανία να κάνει μεταπτυχιακά κι εκεί η μεσογειακή
ματιά και η πρωτόγνωρη ζωή στα campus και στις μπιραρίες του Χαλ τον οδηγεί στο να
παρατηρεί, να στοχάζεται και να ντύνει με ελληνικές λέξεις τις ιστορίες που ζει
ή φαντάζεται.
Κάπως
έτσι ο σαρανταπένταχρονος συγγραφέας προσέκρουσε στα ερεθίσματα που τον
παρακίνησαν να γράψει, βρήκε τη μοναξιά μήτρα και τροφό της αυτοσυγκέντρωσης,
βρήκε το υλικό που έμελλε να το φωτίσει με τον δικό-του προβολέα. Τα τρία
εκτενή διηγήματα στηρίζονται δεδηλωμένα στα βιώματα του Μητά στο Kingston upon Hull, στο παγωμένο κλίμα μιας
παραθαλάσσιας πολιτείας που κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια και αδειάζει τους
δρόμους, όταν το σκοτάδι έρχεται νωρίς και το χιόνι στοιβάζεται γύρω γύρω.
Η
πρώτη ιστορία αναφέρεται στη γηραιά χήρα κα. Ρότζερς η οποία χάρηκε πολύ όταν ο
νεαρός Ισπανός που ερχόταν στην Κινηματογραφική Λέσχη δέχτηκε την πρόσκλησή-της
για τσάι. Η μοναξιά της βρήκε συνομιλητή. Το ύφος του διηγήματος, το νιώθεις,
είναι ζεσταμένο από τη θέρμη του κλειστού χώρου, με τζάκι ή άλλη θέρμανση, από
τη θαλπωρή που αγκαλιάζει τις παραγράφους με τις άνετες περιγραφές, ενώ έξω το
χειμωνιάτικο βράδυ κάνει ακόμα πιο θελκτικό το ζεστό δωμάτιο. Αυτό το κλίμα με
την αντίθεση ζεστού μέσα και ψυχρού έξω κάνει πιο διακριτή την αντίθεση κρύα
και μοναχικά γηρατειά vs. ζεστά και ζωντανά νιάτα. Και παράλληλα, η βρετανική
ευπρέπεια συναντά την ισπανική εξωστρέφεια και κάνει την επικοινωνία αναγκαία
παγοθραυστική συνθήκη της ζωής. Οι δυο ζυγοί της ζυγαριάς θέτουν τους όρους της
ιστορίας, κάνοντάς-την να αναγάγει την ανθρώπινη επαφή σε πρώτη προτεραιότητα.
Στη
δεύτερη ιστορία ο τυφλός συμφοιτητής Ντόναλντ του έλληνα αφηγητή πέφτει θύμα
του έρωτα κι όλοι αναρωτιόμαστε πόσες ελπίδες έχει να ζήσει κι αυτός τουλάχιστον
το φιλί που επιδιώκει. Τόσο ο αφηγητής όσο και ο σκωτσέζος τυφλός φίλος-του
βρίσκουν δυσκολίες εγκλιματισμού και γι’ αυτό η προσέγγιση, έστω και αραιά και
πού, είναι λογική. Κι οι δυο σε μια ξένη πόλη ξέρουν καλά ότι η φοιτητική ζωή
και το νέο περιβάλλον είναι πιο κρύα, αν δεν σε τρέφουν ζεστές ελπίδες για
συντροφιά και έρωτα. Τελικά μπορεί να γίνει η τύφλωση εμπόδιο στον έρωτα και το
αναμενόμενο φιλί να καλύψει το κενό; Ο Μητάς χειρίζεται τη γλώσσα με άνεση, με
άνεση που κρύβει δουλειά, με περιγραφική επάρκεια, με αφηγηματική ζέση. Η
γραφή-του σε τυλίγει, σε παρασέρνει στη σκοτεινή και παγερή Βρετανία, σε μυεί
στην ατμόσφαιρα του Χαλ και του Χάμπορ, των δρόμων και των συνθηκών-του. Χωρίς η
ιστορία να καλπάζει, έχει αυτό που χρειάζεται κάθε σωστό διήγημα, τον ρυθμό και
την εσωτερικότητα να αφήσει εντυπώσεις και ίχνη.
Η τρίτη και τελευταία
ιστορία αφορά στη συγκατοίκηση ενός Τούρκου φοιτητή, του Αζίζ, με τον βρετανό
σπιτονοικοκύρη-του, τον Στηβ, που έχει να καυχάται για το πολυταξιδεμένο
παρελθόν-του. Γενικότερα η πολυτάραχη ζωή-του έρχεται σε αντίθεση με τον
μετρημένο Αζίζ και το κέρασμα μπίρας με το οποίο τον δελεάζει δεν έρχεται ποτέ.
Τελικά ο αινιγματικός Στηβ (που φέρνει στον Λάζαρο της “Μαύρης μπίρας” του
Βασίλη Δανέλη) κρύβει έναν ολόκληρο μυστικό κόσμο πίσω από τα αληθοφανή άλλοθι,
ενώ ο ίδιος βασανίζεται από το νυχτερινό-του κρυφτό. Πώς μπορεί κανείς να
καταλάβει ποιοι καημοί ελλοχεύουν πίσω από το ανέμελο πρόσωπο και τον εξωστρεφή
χαρακτήρα κάποιου;
Ο Μητάς διυλίζει το
αγγλικό τοπίο με το ελληνικό πρίσμα θέασης του κόσμου. Μάλιστα σε κάθε
ιστορία-του θηλυκώνει έναν μεσόγειο, με νοοτροπία ζεστή και εκδηλωτική αλλά
διστακτική όσο κινείται σε άξενο τόπο, με έναν βρετανό, που δείχνει
επηρεασμένος από την ομίχλη, το κρύο και την επίδραση της μπίρας ή του τσαγιού,
αλλά στην ουσία είναι το ίδιο μόνος, ανασφαλής και κλονισμένος με τον αλλοεθνή
πόλο του ζεύγους. Τα διηγήματά-του διαβάζονται μονορούφι όχι επειδή τρέχουν την
υπόθεσή-τους με κινηματογραφική ταχύτητα, αλλά επειδή στήνουν ένα θεατρικό
σκηνικό, τόσο εξωτερικό όσο και εσωτερικό, και τραβούν μέσα-τους τον αναγνώστη
και τις προσδοκίες-του. Ο κόσμος δεν έχει να αντιμετωπίσει τόσο το παγερό τοπίο
όσο την παγωνιά της ψυχής, αν δεν βρεθεί κανείς να κεράσει μια κούπα τσάι, ένα
φιλί ή μια ζεστή χειραψία. Ο καθένας στην απλή καθημερινότητά-του έχει
βαθύτερους καημούς, που αναταράσσουν τον βυθό της ύπαρξής-του με δυσέφικτες
επιθυμίες ή ανομολόγητα βάρη.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη
φορά στον ιστότοπο In2life στις 19.1.2012]
Πατριάρχης Φώτιος
Υ.Γ. Θα τολμούσα να πω ότι είναι το
καλύτερο βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου για το 2011 και θα χαιρόμουν πολύ να το δω
να βραβεύεται στη σχετική κατηγορία βραβείων. Οψόμεθα όμως τους ειδικούς…