Wednesday, October 31, 2007

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Συνέδριο Νίκου Καζαντζάκη
Έτος Καζαντζάκη φέτος και διοργανώνεται Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών από την Πέμπτη 1 Νοεμβρίου ως το Σάββατο 3 Νοεμβρίου.
Την Πέμπτη το απόγευμα (19.00) θα μιλήσει ο Peter Bien και έπειτα θα προβληθεί το ντοκυμανταίρ του Λ. Χαρωνίτη για τον Καζαντζάκη.
Την Παρασκευή έχουν προγραμματιστεί ομιλίες όλη τη μέρα για τα μυθιστορήματα του συγγραφέα, την Ασκητική, στην Αναφορά στο Γκρέκο κ.ά., ενώ το βράδυ στις 20.00 οργανώνεται στρογγυλή τράπεζα με Γ. Γραμματικάκη, Δ. Καλοκύρη, Μ. Πρατικάκη, Κ. Αγγελάκη-Ρούκ και Ρ. Γαλανάκη.
Το Σάββατο (πρωινές ώρες) συζητούνται οι φιλοσοφικές απόψεις του Καζαντζάκη, το θεατρικό του έργο κ.ά.

Πατριάρχης Φώτιος
31.10.2007

Saturday, October 27, 2007

Βότκα πορτοκάλι. Κριτικοί

Κριτικοί ελληνικής πεζογραφίας

Το Κατοικίδιο έκανε μια πολύ εύστοχη κίνηση: επιχείρησε να θέσει σε κριτική τους κριτικούς (της νεοελληνικής πεζογραφίας) και να αξιολογήσει τη γραφή τους. Η ιδέα του μπορεί να βοηθήσει να σταθμιστεί η νεοελληνική κριτική, να φανούν οι δυνατότητες και οι αδυναμίες της και να χαρτογραφηθεί η εμβέλειά της. Σε βοήθεια του εγχειρήματος σχολιάζω τον κατάλογο των βιβλιοκριτικών του (τα σχόλιά μου με μπλε στοιχεία) και αντιπροτείνω και άλλα ονόματα με τα έντυπα στα οποία αρθρογραφούν:

Ερώτηση 1η: Από τη στιγμή που στη λίστα δηλώνεται ότι περιέχονται όσοι βιβλιοκρίνουν κι όχι όσοι βιβλιοπαρουσιάζουν, πώς παρεισφρέουν άτομα με τη δεύτερη ιδιότητα;
Ερώτηση 2η: δεν περιλαμβάνει τους πανεπιστημιακούς, γιατί δεν “τον πείθουν ως βιβλιοκριτικοί και γι’ αυτό δεν τους περιέλαβε εξαντλητικά” (δεν περιέλαβε κανέναν). Μήπως ζούμε στην εποχή του εμπειρισμού και μόνο (βιβλιοκριτικός = εμπειριστής αναγνώστης χωρίς κατάρτιση);

Η λίστα από το: kritikohroma.blogspot.com:
Αλέξης Ζήρας
Ελένη Γκίκα
Κατερίνα Σχινά (συνήθως γράφει για τη μεταφρασμένη ξενόγλωσση λόγοτεχνία)
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Δημοσθένης Κούρτοβικ
Μάρη Θεοδοσοπούλου
Γιώργος Βέης
Βασίλης Καλαμάρας (δημοσιογράφος-βιβλιοπαρουσιαστής, αλλά όχι κριτικός)
Λίνα Πανταλέων
Τάκης Θεοδωρόπουλος (βιβλιοπαρουσιαστής με άποψη, αλλά όχι κριτικός)
Τιτίκα Δημητρούλια
Πέτρος Τατσόπουλος (βιβλιοπαρουσιαστής, ενίοτε με άποψη (κριτικός;)
Χρήστος Αστερίου (πού τον συνάντησε κριτικό; με ποια συχνότητα;)
Γιώργος Αράγης
Κώστας Κατσουλάρης
Ελισάβετ Κοτζιά
Δημήτρης Ραυτόπουλος
Γιώργος Κορδομενίδης (περιστασιακά)
Σταυρούλα Σκαλίδη
Αναστάσης Βιστωνίτης (συγγραφέας; δοκιμιογράφος; κριτικός;)

Άλλα ονόματα που με λίγο ψάξιμο βρήκα (βάζω ερωτηματικό όπου έχω κάποιες αμφιβολίες: είναι βιβλιοπαρουσιαστής ή κριτικός;, έχει τακτική παρουσία; κλπ.):
Γ. Ξενάριος (Ελευθεροτυπία, διαβάζω) ομολογώ ότι μερικές φορές έχει πολύ οξυδερκή όσφρηση και σημαντικά επιχειρήματαΕ. Χουζούρη (Ελευθεροτυπία [και αλλού;])
Δ. Μαμαλούκας (Αυγή) (;)
Ε. Γαραντούδης (Τα Νέα) πανεπιστημιακός που ξέρει να διαβάζει λογοτεχνία και να την αναλύει, χωρίς να συμφωνώ πάντα με τις επιλογές τουΗ. Μαγκλίνης (Η Καθημερινή) (;)
Γ. Μπασκόζος (Εξπρές) (κριτικός ή δημοσιογράφος-βιβλιοπαρουσιαστής;)
Χ. Σπυροπούλου (;)
Μ. Φάις (Εντευκτήριο, τουλάχιστον παλαιότερα)
Μ. Στασινοπούλου (Εντευκτήριο) σταθερή παρουσία, άλλοτε με καλά σημάδια κι άλλοτε με μέτρια
Ε. Μπέλλα (Βραδυνή) δεν έχω σαφή γνώμη, αλλά έχω ακούσει καλά λόγια
Ο κατάλογος μπορεί να γίνει πολύ ευρύτερος (και ουσιαστικότερος, αν ξεχωρίσουμε το στάχυ από την ήρα), αλλά χρειάζεται ενδελεχέστερη έρευνα και επιτέλους μια Ιστορία της νεοελληνικής κριτικής. Φυσικά τα μεγάλα ονόματα της νεοελληνικής κριτικής, που καθορίζουν ως ένα σημείο και τον ορίζοντα της εποχής, υπάρχουν στον κατάλογο του Κατοικίδιου. Η συνεισφορά των αναγνωστών είναι να προτείνουν και άλλους ή να διαφωνήσουν με μερικούς απ΄αυτούς, είτε στη λίστα του Κατοικίδιου είτε στη δική μου προσθήκη.

Πατριάρχης Φώτιος
27.10.2007

Tuesday, October 23, 2007

Mocca: Δ. Σιατόπουλος

Δ. Σιατόπουλος, “Ελ Γκρέκο: ο ζωγράφος του Θεού”

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1974 και ξαναήρθε στο προσκήνιο με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη από τον Γ. Σμαραγδή. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το σενάριο απέχει πολύ από το μυθιστόρημα (γεγονός καθόλου αξιοκατάκριτο): είναι πιο γρήγορο, πιο αλματώδες, αποσιωπά τις διάφορες ερωτικές περιπέτειες του Δομήνικου στην Κρήτη και στη Βενετία κρατώντας μόνο τη Βενετή αρχόντισσα και την Ισπανίδα σύντροφό του, εμβάλλει τον καθοριστικό ρόλο του καθολικού αρχιεξεταστή Νίνιο Γκουεβάρα κ.ά. Μιλάμε επομένως για δύο διαφορετικές αφηγήσεις. Θα ξεκινήσω από την ταινία:
Υπερπαραγωγή εποχής με εξαιρετικά κοστούμια, σκηνικά και φωτογραφία. Αυτό και μόνο κάνει τον θεατή να μαγεύεται από το σύνολο της ταινίας και να βυθίζεται στην παρακολούθησή της. Ο Έλληνας που διαπρέπει στο εξωτερικό είναι θέμα εθνικής υπερηφάνειας που κάπως συγκινεί (στο βιβλίο βέβαια η ίδια η γλώσσα, ελληνική με στρογγυλεμένες καταλήξεις και ιταλικά στοιχεία, δημιουργεί ατμόσφαιρα, καθώς προσπαθεί να αναπλάσει τη γλώσσα των Κρητικών της εποχής, λίγο πριν την Κρητική Αναγέννηση του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης). Οι ηθοποιοί γενικά έπαιζαν καλά –ξεχωρίζω τον πρωταγωνιστή Nick Ashdon που ως physic αλλά και ως ταμπεραμέντο ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά –και κάτι παραπάνω- στον ρόλο του, με πολύ καλή εξίσου παρουσία του ηθοποιού που ενσάρκωνε τον Ισπανό Ιεροεξεταστή. Τέλος μικρά σκηνοθετικά-σεναριακά ευρήματα δικαιώνονται όπως ο σύντροφος Νικολιός που διαβάζει τις σπάλες ή η αλληγορία του συμπλέγματος του Λαοκόωντα.
Από εκεί και πέρα, η ταινία κινήθηκε σε πολύ μέτρια επίπεδα, κυρίως λόγω της έλλειψης εσωτερικής δραματικότητας. Ο κινηματογραφικός Ελ Γκρέκο δεν είχε στίγμα, αφού ο Σμαραγδής προσπάθησε να συνθέσει έναν ηρωικό, αντισυμβατικό και αντικομφορμιστή άνθρωπο, που συγκρούεται με το κατεστημένο της εποχής, δηλαδή την Ιερά Εξέταση, με τον λόγο του, τη στάση του, τη διαφορετική σύλληψη της πραγματικότητας. Έριξε δηλαδή το βάρος στην αντικληρική του δράση με κέντρο την εν γένει αντιδραστικότητά του. Απέτυχε ωστόσο να καταδείξει ότι αυτά όλα τα είχε στο έργο του. “Βλάσφημος” και εξτρεμιστικός στη ζωή, αλλά όχι στους πίνακές του. Όλες οι κατηγορίες της Ιεράς Εξέτασης για το έργο του δεν έπειθαν κανέναν θεατή. Καμία καινοτομία της ζωγραφικής του δεν φάνηκε να ξεχωρίζει από τα έργα των συγχρόνων του, κανέναν νεωτερισμό που να δείχνει αυτό το ατίθασο πνεύμα του Θεοτοκόπουλου δεν είδαμε στους πίνακές του. Ή καλύτερα τίποτα τέτοιο δεν μας έδειξε ο σκηνοθέτης, ώστε να μας πείσει για την πρωτοπορία του ζωγράφου. Ο Σμαραγδής μετέφερε με άλλα λόγια την ανατρεπτική διάθεση της τέχνης του Ελ Γκρέκο στην εξωτερική αντίδραση του ίδιου του καλλιτέχνη και όχι στα έργα του. Παρουσίασε έναν ήρωα σύγχρονης κοπής και όχι έναν ανανεωτικό ζωγράφο.
Από αυτήν την άποψη το βιβλίο είναι πολύ πιο καίριο. Παρά τις όποιες ατέλειές του ως μιας παραδοσιακής μυθιστορηματικής βιογραφίας, το έργο του Σιατόπουλου στήνει μπροστά στον αναγνώστη μια συνεπή προς τον εαυτό της πραγματικότητα. Ο μυθοπλαστικός Ελ Γκρέκο είναι ρηξικέλευθος, γιατί καταφέρνει στο έργο του να συνενώσει τον ανατολικό μυστικισμό με τη δυτική τεχνοτροπία, να ξεφύγει από τον “νατουραλισμό” του 16ου αιώνα και να πρωτοπορήσει ενδυναμώνοντας τη ζωγραφική με εσωτερικότητα και ανάταση. Αυτήν την ανάταση μάλιστα την κατορθώνει με τις ψιλόλιγνες φιγούρες που τείνουν προς τα πάνω σαν να εξαϋλώνονται. Στο βιβλίο το βάρος πέφτει στον ζωγράφο Θεοτοκόπουλο και όχι στον άνθρωπο, ή καλύτερα όσα αφορούν στον άνθρωπο αποκαλύπτονται και μέσα στην τέχνη του. Ακόμα και μπροστά στην Ιερά Εξέταση βλέπουμε κρίση τεχνοτροπίας (και ορθόδοξου δόγματος που σέβεται πλήρως τη θρησκεία) και νεωτερισμούς ως προς την καλλιτεχνική παράδοση.
Βεβαίως, δεν κρίνουμε τι απ’ όσα διαβάζουμε ή βλέπουμε ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Κρίνοντας την ταινία ή το βιβλίο αυτόνομα, μας νοιάζει αν η ηρωοποίηση έγκειται στην ευρύτερη αντίδραση του Ελ Γκρέκο ή στην καταξίωση της τέχνης του που προκύπτει από τις καινοτόμες συλλήψεις και εκτελέσεις. Ο προβληματισμός που μένει είναι αν τελικά η κινηματογραφική εικόνα μπορεί να αποδώσει την εσωτερικότητα της λογοτεχνίας και την καλλιτεχνική επαναστατικότητα της ζωγραφικής.

Πατριάρχης Φώτιος
23.10.2007

Tuesday, October 16, 2007

Μεξικάνικος καφές: Ελ. Ζαχαριάδου

Ελένη Ζαχαριάδου, Η μαμά δε λέει ψέματα ποτέ

Δεύτερο βιβλίο της νεαρής συγγραφέως που είχε πείσει για το πρώτο της: “Τα γλυκά του κουταλιού” (2003) ήταν πέντε αφηγήσεις για ανθρώπους που βίωναν μια διαφορετική μορφή ανελευθερίας και δυστυχίας με άξονα ένα γλυκό του κουταλιού. Η Ζαχαριάδου έπλασε με καθημερινό υλικό απλές ιστορίες που συγκινούν χωρίς μελοδραματισμούς, με σταθερό τέμπο και αδρή στο περίγραμμά της πλοκή. Οι ήπιοι τόνοι δεν αφήνουν έντονη γεύση παρά μόνο τη γλυκόπικρη αίσθηση της ζωής.Στο παρόν βιβλίο της ασχολείται με την περίπτωση ενός ατόμου με ατροφία και κινητικά προβλήματα. Ο Πέτρος κρατάει το πτώμα του νεκρού πατέρα του θαμμένο στον κήπο και ταυτόχρονα προσπαθεί να αμυνθεί στην έξωση που του γίνεται. Η νουβέλα κινείται σε δύο επίπεδα: στο παροντικό και στο παρελθοντικό, όταν ζούσαν και οι δύο γονείς του. Τότε η μητέρα του προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον ρίξει στη ζωή, να τον βγάλει από τη μεμψιμοιρία και τη μιζέρια, ενώ ο πατέρας του ήταν πιο νωθρός και στατικός. Το έργο τελειώνει με την αποκάλυψη του γιατί άφησε το πτώμα του πατέρα του στον κήπο χωρίς να το δηλώσει, μια εξήγηση που δεν προκαλεί το μεγάλο «α» της έκπληξης. Η πλοκή και η κορύφωση των επεισοδίων δεν είναι στα φόρτε της πεζογράφου, αλλά η συγκίνηση και η ευαισθητοποίηση που το βιβλίο προκαλεί κερδίζει εν μέρει τον αναγνώστη. Ωστόσο, δεν είδα σημαντικά βήματα εξέλιξης στη γραφή της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να τα κάνει στο μέλλον.
Πατριάρχης Φώτιος
16.10.2007

Sunday, October 14, 2007

Ειδήσεις του Οκτωβρίου

Ειδήσεις του Οκτωβρίου

ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗ 11, ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.
Η βρετανίδα συγγραφέας Doris Lessing στα 88 της χρόνια είναι η κάτοχος του Νομπέλ Λογοτεχνίας 2007. Εκτός από «επική ποιήτρια της γυναικείας υπόστασης, η οποία υπέβαλε σε λεπτομερή, παθιασμένη και αισιόδοξη εξέταση μια κουλτούρα διαιρεμένη» η Ντόρις είναι και η γηραιότερη τιμωμένη με το βραβείο. Το προνόμιο κατείχε ως σήμερα ο τιμημένος στα 85 του Theodor Mommsen το 1902. Το πρώτο της μυθιστόρημα The grass is singing δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1949, αφότου η συγγραφέας μετακόμισε στην Ευρώπη, όπου και παρέμεινε έκτοτε. Αξιοσημείωτο είναι ότι αρνήθηκε τον τίτλο της Dame ενώ αποδέχθηκε εκείνον της Κυρίας των Τιμών. Τα λογοτεχνικά βραβεία που έχει παραλάβει είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: Somerset Maugham Award (1954), Prix Medicis etranger (1976), Shakespeare-Preis der Alfred Toepfer (1982), Premio Grinzane Cavour (1989), Los Angeles Times Book Prize (1995), David Cohen British Literary Prize (2001), S.Τ. Dupont Golden ΡΕΝ Award (2002) και φυσικά Nobel Prize (2007).
(Νίκος Μπακουνάκης, Το Βήμα, 14.10.2007)


Για τον Νίκο Εγγονόπουλο
Το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας συμμετέχει στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου, τον Οκτώβριο, με δύο αφιερώματα. Το πρώτο, με τίτλο «Μιλάμε για τον Νίκο Εγγονόπουλο», θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις και απαγγελίες συνοδεία μουσικής, το δεύτερο θα καταγράψει μία ανίχνευση των ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου, με τη βοήθεια του ποιητή Γιώργου Μπλάνα, της Εριέττας Εγγονοπούλου, του συγγραφέα Σάββα Μιχαήλ κ.ά. Την επιμέλεια του αφιερώματος έχει ο Κώστας Καναβούρης, ενώ ποιήματα θα μεταδίδονται σποραδικά, κατά τη διάρκεια του προγράμματος, σε απαγγελία Θοδωρή Γκόνη.
(Το Βήμα, 14.10.2007)

Διά την αντιγραφήν
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, October 10, 2007

Γλυκύς βραστός: Ξ. Μπρουντζάκης

Ξενοφών Μπρουντζάκης, Οι καλύτερες μέρες

Η υπόθεση συνδέει τους (εφήμερους και αμοραλιστικούς) έρωτες της πρωταγωνίστριας με την ιστορία της οικογένειάς της που ξεκινά από τον Μεσοπόλεμο και φτάνει ως τη Δικτατορία και τη Μεταπολίτευση. Η πλοκή ανυπόστατη (γραμμική και αδιάφορη), η ατμόσφαιρα δήθεν γεμάτη προβληματισμό αλλά κατά βάθος ανούσια, ένα είδος ταξιδιού αυτογνωσίας (λέμε τώρα), η ανάγνωση βαρετή και καταναγκαστική. Ο συγγραφέας πρέπει να μάθει πώς να δένει την προσωπική με την εθνική ιστορία δημιουργώντας ταυτόχρονα πλοκή και δράση, ενώ θα πρέπει να πάψει να γράφει με το «κάποιος», αόριστα και γενικόλογα, χωρίς συγκεκριμένα περιστατικά και ονόματα που θα δώσουν την αληθοφάνεια στη μυθοπλασία.

Πατριάρχης Φώτιος
10.10.2007

Saturday, October 06, 2007

Καφές με βότκα: Μ. Καραγάτσης

Μ. Καραγάτσης, “Γιούγκερμαν”

Η τηλεοπτικοποίηση του Καραγάτση συνεχίζεται με ένα έργο που διαθέτει όσα θέλει ο μέσος τηλεθεατής: δράση, σκηνικά και κοστούμια εποχής, φαύλα πρόσωπα και αήθικες καταστάσεις που δημιουργούν συγκρούσεις. Γι’ αυτό διάλεξαν άλλωστε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όπως και το “10”, και όχι λ.χ. τη “Μεγάλη χίμαιρα”, το καλύτερο κατά τη γνώμη μου έργο του συγγραφέα, το οποίο ωστόσο είναι βαθύτερα ψυχολογικό και λιγότερο κινηματογραφικό σε εξωτερική δραματικότητα.
Ο “Γιούγκερμαν” (1940-1941) παρουσιάζει την ταραχώδη ζωή ενός Ρώσου (;) φινλανδικής καταγωγής, γόνος ανώτερης οικογένειας, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα, όπου και έμεινε, μεταφέροντας στον περίγυρό του τον αμοραλισμό με τον οποίο μεγάλωσε. Η αφηγηματική άνεση του λογοτέχνη, οι ρεαλιστικές αλλά καθόλου κουραστικές λεπτομέρειες, το μωσαϊκό των προσώπων, αλλά και η δραματική γραφή του κερδίζει τον αναγνώστη. Ο Καραγάτσης στήνει τον ήρωά του πάνω σε φροϋδικές και γιουγκικές θεωρίες γύρω από το ένστικτο της ηδονής και της υπεροχής, τα οποία πραγματώνονται μέσα σε έντεχνα προδιαγεγραμμένες καταστάσεις. Το δεύτερο μισό κερδίζει και σε εσωτερική δραματικότητα, γεγονός που επιπλέον του προσδίδει βάθος και αισθαντικότητα. Ο όγκος του δίνει απόλαυση στην ανάγνωση, αν και ξεδιπλώνονται αμέτρητες παράμετροι που δεν υπηρετούν την πλοκή, εκτός κι αν συμβάλλουν στην απόδοση της ατμόσφαιρας και της ψυχολογίας του πρωταγωνιστή.
Γενικότερα, ο Καραγάτσης δημιουργεί για άλλη μια φορά έναν αντι-ήρωα, ο οποίος καταστρατηγώντας ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες καταφέρνει και ανελίσσεται κοινωνικά. Το πρώτο επεισόδιο της σειράς στον ANT1 ακολουθεί την αφηγηματική σειρά ξεκινώντας από το ταξίδι του Βάσια Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν στην Ελλάδα, το οποίο διακόπτεται με αναδρομές στην παιδική του ηλικία στη Φινλανδία και στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε.
Υποσημείωση: δεν προτείνω ανεπιφύλακτα τα σήριαλ· κάθε άλλο, αφού τα βαριέμαι και πολλές φορές αγανακτώ με τη φιλοσοφία τους. Απλώς, δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουμε και να ξαναδούμε το λογοτεχνικό έργο.


Πατριάρχης Φώτιος
6.10.2007

Wednesday, October 03, 2007

Μπέιλι: λογοτεχνία και κινηματογράφος

Η λογοτεχνία στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη
Η συζήτηση ξεκίνησε από την τηλεοπτικοκοποίηση του μυθιστορήματος «10» του Μ. Καραγάτση, που παίζεται αυτήν την εποχή στον Alpha. Συνεχίστηκε με την κινηματογραφική γραφή του «Σμήνους» του Φρ. Σέτσινγκ. Στις δύο αυτές καταχωρίσεις διεξήχθη ένας διάλογος που άνοιξε το ευρύ θέμα του κατά πόσο ένα πεζογράφημα κερδίζει ή χάνει από τη μεταφορά του στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη.
Από τη μία η κινηματογραφική εκδοχή αποτελεί και άνοιγμα στο ευρύ κοινό που αφενός θα έλθει σε γνωριμία με το έργο –έστω και σε άλλη “εκτέλεση”- και αφετέρου ίσως θα επιστρέψει στο βιβλίο για να το διαβάσει. Παράλληλα, ο σεναριογράφος με τον σκηνοθέτη αποτελούν κι αυτοί ένα είδος αποδέκτη της αφήγησης του μυθιστορήματος και επομένως ένα είδος πρόσληψης του έργου. Σ’ αυτήν την πρόσληψη έχουμε και την ερμηνεία τους, η οποία προβάλλεται εντέλει στον (τηλε)θεατή. Ο κινηματογράφος δηλαδή αποτελεί και επανανάγνωση του λογοτεχνήματος.
Από την άλλη, οι κατήγοροι του όλου εγχειρήματος βλέπουν ειδικά στα σήριαλ εκείνη εμπορευματοποίηση που μετατρέπει ένα έργο τέχνης σε φτηνό καταναλωτικό προϊόν που εμβάλλει τις διαφημίσεις και τη φιλοσοφία του καναπέ στη σύνολη ατμόσφαιρα. Ακόμη περισσότερο η “φιλμοποίηση” της πεζογραφίας συνήθως δεν ερμηνεύει αλλά αλλοιώνει, παραχαράσσει, διαστρεβλώνει το νόημα του κειμένου, εκχωρώντας δικαιώματα σε εκδοχές πολύ διαφορετικές από το πρωτότυπο έργο.
Περιμένω με ειλικρινή περιέργεια τη γνώμη των μεν και των δε.
Πατριάρχης Φώτιος
3.10.2007