Friday, December 21, 2018

Χρήστος Χωμενίδης, “Ο φοίνικας”


Ο Σικελιανός κι ο Ψευδο-Σικελιανός, τον οποίο έφτιαξε ο Χωμενίδης ως καρικατούρα, ως μυθιστορηματικό ήρωα που κινείται στα όρια του λογικού, με σκηνές και με ακρότητες εξόχως διογκωμένες.



Χρήστος Χωμενίδης
“Ο φοίνικας”
εκδόσεις Πατάκη -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Το έργο του Χωμενίδη μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν με αδιαπέραστα στεγανά τα έργα του. Απ’ τη μια, κείμενα με πολιτική σκέψη, αφηγηματική άνεση, σύνδεση του ατομικού και του κοινωνικού, μια χωμενίδεια σοβαρότητα που βρίσκει πλευρές του ανθρώπου να αξιοποιήσει με επιτυχία (Π.χ. η “Νίκη”). Απ’ την άλλη, η υπερβολή της διακωμώδησης, η φάρσα ως αφηγηματική τεχνική, η παρωδία ως διαρκές γίγνεσθαι, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας ως λοξή ματιά, στοιχεία που καθιστούν την ανάγνωση …χλιαρή.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι η βιογραφία του Παρασκευά (Πάρη) Κερκινού.
Κι εδώ έχουμε το εξής παρωδιακά πρωτόγνωρο. Συνήθως έχουμε βιογραφία πραγματικών προσώπων ή μυθιστορηματική βιογραφία ιστορικών προσωπικοτήτων. Το ένα άκρο. Το άλλο άκρο θέλει βιογραφίες φανταστικών προσώπων, τα οποία παρουσιάζονται σαν πραγματικά με όλες τις λεπτομέρειες της μυθοπλαστικής ζωής τους. Ο Χωμενίδης κάνει κάτι διαφορετικό κι απ’ τα δύο. Πάνω στα πρότυπα του Άγγελου Σικελιανού (και της Εύας Πάλμερ) ο συγγραφέας φτιάχνει έναν Ψευδο-Σικελιανό, τον Πάρη Κερκινό, που κρατά τους απόηχους της ζωής του πραγματικού ποιητή, αλλά μόνο αυτούς, καθώς όλα τα άλλα είναι φανταστικές σκηνές, μυθιστορηματικά γνωρίσματα, παρωδιακές καταστάσεις, που δημιουργούν έναν αλλόκοτο υβρίδιο πραγματικής ζωής (λιγότερο) και αχαλίνωτης φαντασίας (περισσότερο).


Ο Πάρης Κερκινός παρουσιάζεται ως νόθος γιος του αρχηγού των Αρβανιτών Ζήσιμου Μπούα, αλλά μεγάλωσε στο σπίτι ενός δάσκαλου στην Ελευσίνα στο όριο του 19ου και του 20ού αιώνα. Κι ενώ οι μεγάλοι έχουν όνειρα γι’ αυτόν, ο ίδιος θέλει να γίνει ηθοποιός –δίπλα στον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο-, γνωρίζει τη μεγαλύτερή του Vivian (Ivy) Springfield, γόνο πάμπλουτης αμερικανικής οικογένειας, η οποία θέλει ν’ αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό μεγαλείο. Σαγηνεύεται απ’ την αύρα του Πάρη, τον ενθαρρύνει να συνεχίσει να γράφει ποίηση και τον παντρεύεται άρον άρον στο ταξίδι τους για την Αμερική.

Ο Χωμενίδης ξεσαλώνει αφηγηματικά. Πάντα ήμουν σίγουρη ότι ήταν ένας αξεπέραστος παραμυθάς, που πλάθει ιστορίες απ’ το πουθενά. Κι εδώ η σχέση Σικελιανού – Πάλμερ δίνει μόνο το έναυσμα, γιατί από κει και πέρα ο συγγραφέας φτιάχνει σκηνές κτηνοτροφικής μετοικεσίας, γυμνών κοριτσιών στην πλύση στο ποτάμι, διώξεις κάτω στα υπόγεια tunnel της Αθήνας, πολυήμερο ταξίδι προς την Αμερική, παραμονή σε καλύβα με Ινδιάνους και άλλα επεισόδια που παίζουν ευτράπελα με την έννοια του πιστευτού.

Η απορία μου είναι τι θέλει να πετύχει έτσι ο συγγραφέας. Βλέπει συνεχώς την πραγματικότητα με τα παραμορφωτικά γυαλιά του και την αποτυπώνει ανάλογα; Δείχνει έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο ότι η σοβαροφάνεια δεν είναι η πραγματική εικόνα της ζωής; Ή ξεφεύγει από την όποια πραγματικότητα για να δοκιμάσει πάνω της την ανατρεπτική, παρωδιακή, διαστρεβλωτική, κωμική πένα του; Παίζει δηλαδή συγγραφικά για να φτιάξει τους δικούς του κόσμους, όπως στο “Ο κόσμος στα μέτρα του”, τεντώνοντας τη ζωή και την κοινωνία έξω απ’ τα όριά τους;

Κι ο Σικελιανός με τις ιδιορρυθμίες του, τη μεγαλομανία και τον ναρκισσισμό του, τις στο όριο του ουτοπικού βλέψεις του και την ωραιοπάθειά του είναι μια προσωπικότητα, που χωρά τράβηγμα, καρικατουρίστικη ματιά κι υπερβολές. Είχα συνεχώς την αίσθηση ότι μπροστά μου δεν έχω τον όποιο Σικελιανό, αλλά μια γελοιογραφία του, βγαλμένη απ’ τον βίο του αλλά συνάμα με μια μονοκονδυλιά τραβηγμένη και διαστρεβλωμένη. Έβλεπα δηλαδή τα χωμενίδεια χαρακτηριστικά του να κυριαρχούν, αλλά στο βάθος ν’ αχνοφαίνεται ο πραγματικός ποιητής με τη γυναίκα του. Αν ήταν ο πραγματικός ποιητής με τις μυθιστορηματικές του πτυχές, θα καταλάβαινα τη λογική. Αν απ’ την άλλη ο Πάρης ήταν μια πλήρως αυτονομημένη μυθιστορηματική προσωπικότητα, θάμπαινα στην εσωτερική λογική του κειμένου. Τώρα, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στον έναν και στον άλλο κι έτσι δεν μπορώ να απολαύσω την αφήγηση, που ’χει τη δική της αξία.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Ο Χωμενίδης βρήκε στο πρόσωπο του Σικελιανού το σχέδιο κι έβαλε αυτός τα χρώματα. Αλλά ήταν σκόπιμα υπερβολικά, κωμικά, καρικατουρίστικα, με αποτέλεσμα να νοιάζει τον συγγραφέα πιο πολύ η δική του υπέρμετρη και γελοιογραφική αφήγηση παρά το πραγματικό πρόσωπο.



> O Xρήστος Xωμενίδης γεννήθηκε το 1966 στην Aθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και παρακολούθησε μαθήματα νομικών στην Σοβιετική Ένωση και Επικοινωνίας στην Αγγλία. Αρχικά εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο των Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1988, με διήγημά του στο περιοδικό "Playboy". Έκτοτε συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, με πιο πρόσφατες τις συνεργασίες με "Τα Νέα" και με το περιοδικό "Capital". Tο 1993 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Tο σοφό παιδί" (Εστία, 21η έκδοση: Μάιος 2001· Εκδόσεις Πατάκη, 2008), που το 1997 μεταφράστηκε στα γαλλικά ("Le Jeune sage", Seuil) και στη συνέχεια στα ιταλικά και στα εβραϊκά. Ακολούθησε το μυθιστόρημα "Tο ύψος των περιστάσεων" (Εστία, 1995, γαλλικά: "La hauteur des circonstances", Seuil, 1998), η συλλογή διηγημάτων "Δεν θα σου κάνω το χατίρι" (Εστία, 1997), το μυθιστόρημα "H φωνή" (Εστία, 1998, 10η έκδοση: 1999· Εκδόσεις Πατάκη, 2011, γαλλικά: "La voix volee", Seuil, 2003), καθώς και τα βιβλία "Δεύτερη ζωή" (διηγήματα, Εστία, 2000), "Υπερσυντέλικος" (μυθιστόρημα, Εστία, 2003), "Το σπίτι και το κελλί" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2005· 8η έκδοση, 2014), "Λόγια φτερά" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2009), "Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία" (διηγήματα, Πατάκης, 2010), "Ο κόσμος στα μέτρα του" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2014), "Νίκη" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2014, Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, Bραβείo μυθιστορήματος του περιοδικού "Αναγνώστης" και Βραβείο μυθιστορήματος Public), "Νεαρό άσπρο ελάφι" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2016). Τα βιβλία του έχουν µεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, τσεχικά, λιθουανικά, τουρκικά και εβραϊκά. Μετέφρασε στα ελληνικά το θεατρικό έργο "The Rope" του Patrick Hamilton (α' παράσταση: Θέατρο Χώρα, 1998), και έγραψε το σενάριο για την ταινία "Μαύρο γάλα" (σκην. Νίκος Τριανταφυλλίδης, 1999) και για την τηλεοπτική σειρά της ΕΤ1 "Η φωνή" (πάνω στο δικό του μυθιστόρημα, σκην. Γιώργος Οικονόμου, 18 επεισόδια, 2001). Για ένα μικρό διάστημα αναμίχθηκε στην πολιτική, ως μέλος της ΚΕ του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ). Μεταξύ 2002-2010 εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός, με καθημερινή εκπομπή στα ερτζιανά. Σήμερα κατοικεί πάντα στην Κυψέλη και επιµένει να ελπίζει στο καλύτερο.
Πάπισσα Ιωάννα

Monday, December 17, 2018

Αβραάμ Β. Γεοσούα, “Η κομπάρσα”


Τελικά τι σημαίνει “δεν θέλω να κάνω παιδιά”; Πώς βλέπουν οι άλλοι μια τέτοια απόφαση και ποια μικρά συμβάντα θα δώσουν τον τόνο τους στην ίδια την πρωταγωνίστρια;


א.ב. יהושע‎

2014
Αβραάμ Β. Γεοσούα
“Η κομπάρσα”
μετ. Μ. Κοέν
εκδόσεις Καστανιώτη -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Η “Ρετροσπεκτίβα” του Yehoshua ήταν απ’ τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Η ισραηλινή λογοτεχνία ήταν πάντως στις πολύ καλές επιλογές, αφού πολυάριθμοι συγγραφείς της μας έχουν αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις. Βουρ λοιπόν στο νέο βιβλίο…

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Η Noga είναι αρπίστρια στη συμφωνική ορχήστρα του Arnhem της Ολλανδίας. Επειδή η μητέρα της θέλει να δοκιμάσει να μείνει σε γηροκομείο στο Τελ Αβίβ, έρχεται με τρίμηνη άδεια στην Ιερουσαλήμ, για να μείνει στο πατρικό σπίτι. Εκεί βρίσκει πρόσκαιρα δουλειά ως κομπάρσα σε ταινίες κι όπερες, αντιμετωπίζει δυο πιτσιρίκια που τρυπώνουν στο σπίτι για να δουν τηλεόραση και ξανασυναντά την πατρίδα της, με τους υπερορθόδοξους Εβραίους.

Η ιστορία εξελίσσεται αργά και χωρίς κορυφώσεις. Από την καθημερινότητα της Noga και τις εμπειρίες της στον κινηματογράφο έως τις επισκέψεις στη μητέρα της και τις κόντρες της με τους ανήλικους εισβολείς. Κάθε επεισόδιο είναι συνήθως μικρό κι ανοίγει απλώς τον φακό προς μία ακόμα πτυχή της άνευρης ιστορίας. Άνευρης επειδή δεν είχε συγκρούσεις κι όλοι εμφανίζονταν καλοί, καλοπροαίρετοι, μειλίχιοι και ειρηνικοί…

… μέχρι μετά τη μέση του μυθιστορήματος όταν η Noga συγκρούεται με τη μητέρα της. Αιτία η εμφάνιση του πρώην άντρα της αρπίστριας, του Ούρια, ο οποίος την είχε χωρίσει πριν από εννέα χρόνια, επειδή δεν ήθελε να κάνουν παιδιά. Τώρα παντρεμένος με δύο παιδιά, επανεμφανίζεται τυχαία και ξεκινά ένας νέος γύρος επαφών. Ώσπου η Noga επιστρέφει στην Ολλανδία, καθώς η μητέρα της αποφάσισε πού τελικά θα μείνει.

Το θέμα τελικά του μυθιστορήματος, γύρω απ’ το οποίο γυρίζουν όλα τ’ άλλα είναι η μητρότητα. Η σχέση της Noga και τ’ αδελφού της με τη μητέρα τους, η άρνηση της πρωταγωνίστριας να κάνει παιδιά, όσο ήταν παντρεμένη με τον Ούρια, η εγκυμοσύνη μιας συναδέλφου στην ορχήστρα, που της στέρησε το ταξίδι στην Ιαπωνία για συναυλίες εκεί, το έργο του Debussy “La mer (η θάλασσα) που ακούγεται το ίδιο με το “La mère” (η μητέρα), το όνομα της Noga που συνδέεται με την Αφροδίτη, η επάνοδος της περιόδου της Noga είναι επιμέρους θέματα που συναρθρώνονται γύρω από τη μητέρα/μη-μητέρα και τον ρόλο της. Κάνω ή δεν κάνω παιδιά, έχω κάποιον να με φροντίζει όταν μεγαλώσω, πώς πρέπει να νοιάζομαι για τα παιδιά μου ακόμα κι όταν είναι μεγάλα κ.ο.κ.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Το βιβλίο ποτέ δεν απογειώθηκε, κι η σύγκρισή του με τη “Ρετροσπεκτίβα” το κάνει να φανεί υποδεέστερο. Όμως, απ’ τη στιγμή που ανακάλυψα το βασικό του θέμα, θες ως γυναίκα, θες επειδή βρήκα τη λογική του, μπήκα στο κλίμα του και προχώρησα μαζί του. Ο τίτλος “κομπάρσα” είναι σαν να υπαγορεύει έναν ρόλο δεύτερο για όποια γυναίκα δεν έχει παιδιά, λες και στο έργο της ζωής θα είναι πάντα άφωνη και περιφερειακή. Δεν ξέρω αν θα συμφωνούσαν οι πολιτισμένες δυτικές κοινωνίες μας…


> Ο Αβραάμ Β. Γεοσούα γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1936. Έχει γράψει θεατρικά έργα που παίχτηκαν στο Ισραήλ και στο εξωτερικό, δοκίμια και άρθρα με θέμα τη σιωνιστική ιδεολογία, τη λογοτεχνία και την πολιτική. Mαζί με τον Άμος Oζ θεωρείται ο σπουδαιότερος σύγχρονος Iσραηλινός συγγραφέας.
Τα μυθιστορήματά του κέρδισαν πολλές διακρίσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική και του χάρισαν διεθνή φήμη και αναγνώριση. "Ο εραστής" (1976) κυκλοφόρησε σε είκοσι τέσσερις γλώσσες και το "Ένα αργοπορημένο διαζύγιο" (1982) σε δεκαπέντε χώρες. "Ο κύριος Μάνι" δημοσιεύτηκε το 1990 και πήρε το Α΄ Βραβείο Λογοτεχνίας του Ισραήλ. "Tο ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας" τιμήθηκε στις HΠA με το Mέγα Bραβείο Kριτικών Eβραίων Συγγραφέων.
Παράλληλα με τη συγγραφική του δουλειά, ο Γεοσούα είναι ενεργό μέλος του Κινήματος για την Ειρήνη και υπέρμαχος μιας ειρηνικής επίλυσης του παλαιστινιακού προβλήματος. Σήμερα διδάσκει εβραϊκή και συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Χάιφας.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, December 14, 2018

Λούκα Ντ’ Αντρέα, “Η κατάρα της Λίσι”


Θρίλερ σημαίνει ένταση, ανατροπές και αίμα. Όλα αυτά όμως όχι με την εύκολη λύση της φαντασμαγορίας αλλά με τη δύσκολη της μελετημένης πλοκής και της σταδιακής κατάκτησης της γραφής.


Luca D’ Andrea
“Lissy”
2017

Λούκα ΝτΑντρέα
“Η κατάρα της Λίσι”
μετ. Ά. Ραΐκου
εκδόσεις Ψυχογιός -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Όταν έχω πήξει από το “σοβαρό” διάβασμα κι όταν οι υπόλοιπες υποχρεώσεις με πνίγουν, διαλέγω ένα γρήγορο ανάγνωσμα, που δεν θα είναι πιθανόν καλλιτεχνικό αριστούργημα αλλά θα απορροφήσει τους κραδασμούς της ζωής.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
“Χειμώνας, 1947. Η Μαρλέν έχει παντρευτεί τον Χερ Βίγκαναρ, τον άνθρωπο που φοβούνται όλοι στο Νότιο Τιρόλο, για να ξεφύγει από τη μίζερη ζωή της. Τώρα όμως κάτι έχει αλλάξει και δεν μπορεί να υποκρίνεται ότι δεν έχει συμβεί τίποτα. Ξέρει ότι ο άντρας της δε θα συγχωρήσει την προδοσία της αλλά αποφασίζει να το σκάσει αφού αρπάξει τον πολύτιμο θησαυρό του, κάτι που ξεπερνά την όποια χρηματική αξία. Όταν όμως έχει ένα ατύχημα στην προσπάθειά της να περάσει τα σύνορα, τη σώζει ο Ζίμον Κέλερ, ένας ορεσίβιος που ζει σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα. Στο μεταξύ ο Χερ Βίγκαναρ, εξοργισμένος και αντιμέτωπος με μια εγκληματική οργάνωση, το Καρτέλ, έχει εξαπολύσει κυνήγι εναντίον της, ενώ και ένας πληρωμένος δολοφόνος είναι στα ίχνη της, αποφασισμένος να ολοκληρώσει την αποστολή του. Πολύ σύντομα η Μαρλέν θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ποια είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη ζωή της: ο άντρας της, ο εκτελεστής, ο Ζίμον Κέλερ ή... η Λίσι.”

Με λίγα λόγια η υπόθεση από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Το βιβλίο μυρίζει θριλεράκι με την ωμή του βία και σελίδες δράσης, μυρίζει κυνηγητό και suspense, μυρίζει τεταμένες σκηνές και γρήγορα επεισόδια.

Απ’ τη μια μεριά, ο Robert Wegener από μικρό παιδί μέσα στον πόλεμο έγινε αδίστακτα και αριβιστικά μεγάλος και τρανός μαφιόζος. Κι απ’ την άλλη η γυναίκα του Marlene, που κλέβει τα ζαφείρια του κι εξαφανίζεται. Σε δυστύχημα πέφτει σε χαντάκι απ’ όπου τη μαζεύει ένας ορεσίβιος αγροκτηματίας, ο Simon Keller, που την περιποιείται στην απομονωμένη, χιονισμένη αγροικία του. Ο άντρας της έχει δώσει εντολή σε έναν πληρωμένο δολοφόνο να τη βρει και να την σκοτώσει…

Η εκδίκηση είναι ο μόνιμος μοχλός που κινεί τα νήματα και πυροδοτεί τη βία. Τόσο στο παρόν με τον πληρωμένο Άντρα Εμπιστοσύνης να ξαμολιέται πίσω από τη Marlene όσο και στο παρελθόν όταν ο Simon Keller σκότωσε τον πατέρα του, όταν αυτός είχε σκοτώσει την κόρη του Elisabeth (Lissy), κι έπειτα προχώρησε με μια ψυχολογική παρόρμηση στη θανάτωση πολλών άλλων. Έτσι, όλοι οι χαρακτήρες που παρελαύνουν μέσα στο μυθιστόρημα έχουν ισχυρά απωθημένα, τα οποία ξεσπούν με φόνους και μορφές εκδίκησης. Και μάλιστα ο DAndrea καταφέρνει όλοι να είναι αντιμέτωποι με κάποιον τρόπο μεταξύ τους: η Marlene μισεί τον Wegener λόγω της καταπίεσης του κι αυτός διώκει τη γυναίκα του, επειδή τον πρόδωσε, ο Simon θέλει αίμα, ενώ η Marlene κάποια στιγμή οσμίζεται τη φονική του φύση και επιχειρεί να τον σκοτώσει… για να μη βάλουμε σ’ αυτές τις δολοφονικές εξισώσεις τον Άνδρα Εμπιστοσύνης, το Καρτέλ και ποικίλους δευτερεύοντες χαρακτήρες. Η ευφυής πένα του DAndrea φέρνει τους δυο μονομάχους σε μια μοιραία σύγκλιση, τον Zimon Keller και τον Άνδρα Εμπιστοσύνης. Η φονική κατάληξη απελευθερώνει γουρούνες, γυναίκες και δυνάμεις…

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Δυνατό ανάγνωσμα. Θρίλερ, μυστήριο, ανατροπές, ατμόσφαιρα, ένταση, συγκίνηση, ωμότητα, πίστη, φωνές, φόνοι, ενοχές, παρελθόν, εκδίκηση, καχυποψία, όλα σε ένα δυναμικό crescendo που εκτινάσσει το τέλος στα ύψη.


In2life, 12/12/2018 

> Ο Λούκα Ντ' Αντρέα γεννήθηκε το 1979 στο Μπολτσάνο, όπου και ζει. Είναι ο συγγραφέας της τηλεοπτικής σειράς Mountain Heroes, με θέμα τις πραγματικές διασώσεις στις Άλπεις. "Η ουσία του κακού", το πρώτο του θρίλερ, πούλησε στην Ιταλία περισσότερα από 100.000 αντίτυπα μέσα σε μερικούς μήνες από την κυκλοφορία του και τα δικαιώματά του έχουν πουληθεί σε 31 χώρες.

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, December 11, 2018

Θωμάς Κοροβίνης, “Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν”


Λαϊκό ρομάντζο μιας άλλης εποχής που ξαναζωντανεύει σε συσκευασία μυθιστορήματος. Κι ο αναγνώστης του 21ου αιώνα διακτινίζεται στις αρχές του 20ού και ξαναζεί τη μεγάλη φωτιά της Θεσσαλονίκης.



Θωμάς Κοροβίνης
“Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν”
εκδόσεις Άγρα -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Το όνομα του Κοροβίνη το έχω συνδυάσει με αφηγήσεις βασισμένες στην ελληνοτουρκική ιστορία. Σε πόλεις με μικτό πληθυσμό και δρώμενα που δείχνουν την έντονη, συνεχή αλληλεπίδραση των δύο λαών, όσο ζούσαν σε κοινά μέρη. Στο ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ έχουμε διαβάσει το “’55” (29/9/2013), “Το πρώτο φιλί” (7/10/2015) και τον “Κατάδεσμο” (22/11/2016).

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Στο παρόν πλούσιο μυθιστόρημα, πλούσιο σε σελίδες και σε πληροφορίες, διαβάζω με έκπληξη στον υπότιτλο: “Λαϊκό ρομάντζο τον καιρό της φωτιάς του ’17 στη Θεσσαλονίκη”. Ρομάντζο; Δηλαδή λαϊκό ανάγνωσμα που εκδιδόταν σε εφημερίδες της εποχής, σε συνέχειες, και αποτελούσε παραλογοτεχνία, ικανή για τους λαϊκούς αναγνώστες που έβρισκαν ψυχαγωγία σε τέτοια κείμενα. Και σκέφτομαι ότι στην εποχή μας, στην εποχή της “ανακύκλωσης”, παλιά είδη έρχονται να ξαναχρησιμοποιηθούν, όχι βέβαια με τους όρους της πρώτης τους χρήσης, αλλά με μια νέα ματιά και σε νέα καλούπια.

Ο Κοροβίνης λοιπόν ανανεώνει με μεταμοντέρνο τρόπο το “ρομάντζο”, εστιάζοντας στη Θεσσαλονίκη του 1917. Ιστορικά, η πόλη, απ’ όσο θυμάμαι, είναι πλέον ελληνική, αλλά ακόμα διατηρεί την πολυπληθυσμιακή της σύσταση. Έτσι, ο συγγραφέας απλώνει στον καμβά της πόλης τρία βασικά θέματα:
1_ η πολυπολιτισμική της ιδιοσυγκρασία συγκεντρώνει σε μια πολυστρωματική σύνθεση Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Αλβανούς, Εβραίους και προσώρας Βαλκάνιους, Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους κ.ο.κ., στρατεύματα δηλαδή που καταυλίζονταν εκεί στο πλαίσιο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού.
2_ λαϊκός πολιτισμός, που αποτελείται από φτωχογειτονιές, φαγητά, λαϊκή θυμοσοφία, μαγγανείες και αφελείς πίστεις, θρησκοληψία, μαγκιά, κρασοπουλειά, βρισιές, πόρνες, χαμίνια και άλλα στοιχεία που ζωγραφίζουν το τοπίο, τόσο σκηνικά όσο και ατμοσφαιρικά.
3_ Ανδρεία και λαγνεία: άνδρες γενναίοι, μπαρουτοκαπνισμένοι, αράθυμοι, αψείς, με όπλα, μουστάκια, μπότες, βαριές εκφράσεις, σκληρά βλέμματα και γυναίκες μαργιόλες, ανατολίτικης λαγνείας, λευκόσαρκες, λαγγευτικές, μαντάμες και πόρνες, που περιφέρονται φιλήδονα και σκορπούν αρώματα και εξάψεις. Συνευρέσεις, απιστίες, εκμαυλισμοί, πορνεία, αρσενοκοιτία, αιμομιξία απαρτίζουν το γενετήσιο μωσαϊκό με το οποίο κοσμεί ο Κοροβίνης το έργο του.

Το βιβλίο είναι αρκετά ασυνεχές, με την έννοια ότι χωρίζεται σε επιμέρους κεφάλαια, σαν να τα διαβάζει κανείς στην εφημερίδα. Κάθε κεφάλαιο αφορά σε ένα περιστατικό της ζωή του Ασλάν Καπλάν ή της Θεσσαλονίκης και των κατοίκων της. Η υπόθεση δηλαδή είναι στοιχειώδης και πιο πολύ το βάρος πέφτει στον διάκοσμο, στα άπειρα στιγμιότυπα της πόλης, στα λαογραφικά στοιχεία, στα χρώματα και τις λαλιές, στους ανθρώπινους τύπους και τις συνήθειές τους, στα δρομάκια, στα μαγαζιά, στα επαγγέλματα… Ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, που δίνει την εντύπωση ότι αυτό αποτελούσε τη βασική πρόθεση του Κοροβίνη και όχι η ιστορία του.

Ο ίδιος ο Ασλάν Καπλάν είναι ένα είδος Ζορμπά, που ζει τη ζωή του αλλά συνάμα διατηρεί μερικές βαθιές αξίες, όπως “μπέσα, τιμιότητα, φιλία, φιλοπατρία, δικαιοσύνη”. Με μια δική του ηθική ελεημονούσε όσους είχαν ανάγκη και περιέθαλπε στα νοσοκομεία του ασθενείς, κυνηγούσε την αδικία και προστάτευε τους ανήμπορους. Απ’ την άλλη, ήταν “ασυναγώνιστος ερωτύλος”, αφού πίστευε στον έρωτα σαν μοίρα και δεν δίσταζε να ξεδιψάσει κάθε θηλυκό, ακόμα και την ετεροθαλή αδελφή του.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Ωραία μαγική αφήγηση. Σε ταξιδεύει. Και μένει στον νου για τις έντονες σκηνές του. Η εποχή αναβιώνει. Η Θεσσαλονίκη ζωντανεύει. 

> Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Από το 1988 έως το 1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 1995 μέχρι και το 1999 εργάστηκε ως παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών στον 9,58 FM της Θεσσαλονίκης. Έγραψε τα βιβλία: "Τουρκικές παροιμίες", "Κανάλ ντ' Αμούρ", "Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου", "Φαχισέ Τσίκα", "Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες", "Κωνσταντινούπολη, λογοτεχνική ανθολογία: Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη", "Ο Μάρκος στο χαρέμι", "Το χτικιό της Άνω Τούμπας", "Οι ασίκηδες", "Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας", "Όμορφη νύχτα", "Σμύρνη: μια πόλη στη λογοτεχνία", "Ο γύρος του θανάτου", "Το αγγελόκρουσμα", κ.ά. Το 1995 βραβεύτηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του "Ο γύρος του θανάτου", με θέμα την υπόθεση του "Δράκου του Σέιχ-Σου", Αριστείδη Παγκρατίδη. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Έχει συνεργαστεί με τα συγκροτήματα "Βόσπορος", "Εν χορδαίς" και "Λωξάντρα". Το 2002 δημιούργησε, μαζί με την Τουρκάλα ερμηνεύτρια Ντιλέκ Κοτς, το συγκρότημα παραδοσιακής ελληνικής και τουρκικής μουσικής "Ανατολίτικος Σεβντάς". Δισκογραφία (σύνθεση-ερμηνεία): "Από έβενο κι αχάτη", "Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν", "Τακίμια", "Το κελί", και συμμετοχή ως στιχουργός σε δίσκους των Νίκου Παπάζογλου, Λιζέτας Καλημέρη, Χρήστου Τσιαμούλη, Βούλας Σαββίδη, Ελένης Βιτάλη, Δημήτρη Κοντογιάννη, κ.ά. Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Από το 2009, στις αρχές του καλοκαιριού, οργανώνει στο κτήμα του στα Λεχώνια Πηλίου μια βραδιά πανελλήνιας συνάντησης συγγραφέων και αναγνωστών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τη συμμετοχή μουσικών συγκροτημάτων.
Πάπισσα Ιωάννα


Friday, December 07, 2018

Fabio Stassi, “Η χαμένη αναγνώστρια”


Μπορεί η λογοτεχνία όχι μόνο να δώσει απαντήσεις στα τραύματα του ανθρώπου αλλά και να οδηγήσει στην επίλυση μιας εξαφάνισης; Τουλάχιστον το βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα είναι το ίδιο τερπνό και ωφέλιμο, αφού ανοίγει στη σκέψη ευχάριστα και δημιουργικά.


Fabio Stassi
“La lettrice scomparsa”
2016

“Η χαμένη αναγνώστρια”
μετ. Δ. Δότση
εκδόσεις Ίκαρος -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Αν ψάξει κανείς στα βιβλιόφιλα blogs, σίγουρα θα ανακαλύψει ότι σε μας τους bloggers αρέσουν τα βιβλιόφιλα βιβλία, τα βιβλία που αναφέρονται σε αναγνώστες και σε βιβλία.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Κάθε βιβλιαναφορικό βιβλίο είναι κάτι ιδιαίτερο. Κι αυτό που έχω στα χέρια μου τώρα είναι πολύ ειδικό και στηρίζεται σε μια πολύ έξυπνη ιδέα. Ο αφηγητής-ήρωας Vince Corso είναι φιλόλογος και έχει κάνει μερικά σεμινάρια counseling. Έτσι και ελέω ανεργίας, αποφασίζει ν’ ανοίξει γραφείο όπου θυροκολλά πινακίδα με τον τίτλο:
COUNSELOR ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

Η δουλειά του με λίγα λόγια είναι να δίνει ψυχολογικές συμβουλές σε όποιον έχει προβλήματα, με συνιστώμενη αγωγή ένα μυθιστόρημα που ενδέχεται να δώσει λύση στο πρόβλημά του. Είναι δηλαδή ένας “ψυχολόγος” που θεραπεύει με βιβλία! Που εντοπίζει με τη συζήτηση τον πυρήνα του τραύματος και προτείνει το αντίστοιχο βιβλίο. Κι ενώ προσπαθεί να ορθοποδίσει, εξαφανίζεται μια γυναίκα στην πολυκατοικία, η γηραιά Isabella Paronti, που παρεμπιπτόντως ήταν αναγνώστρια.

O Stassi θέτει στην ουσία δύο ερωτήματα για τη σχέση της λογοτεχνίας με την πραγματικότητα. Απ’ τη μια, μπορεί η λογοτεχνία να θεραπεύσει τα ψυχολογικά μας προβλήματα με το περιεχόμενο ή με την αύρα της; Κι απ’ την άλλη, μπορούμε να φτιάξουμε το profile του ανθρώπου με βάση τι διαβάζει;

Ο Corso είναι επιφυλακτικός για το πρώτο ερώτημα, παρόλο που εκτελεί με ευσυνειδησία τη δουλειά του. Κι όντως η λογοτεχνία δεν δίνει έτοιμες απαντήσεις. Ο Γιαννακόπουλος στο “Εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη” ισχυρίζεται ότι, αν ανοίξει κανείς τυχαία ένα βιβλίο, θα βρει και το χωρίο που ταιριάζει στη στιγμή του. Μάλλον όμως η λογοτεχνία δεν έχει τέτοιες μαγικές δυνάμεις. Γνώμη μου είναι ότι η ίδια η ανάγνωση μπορεί να ανοίξει μια “μαγική” παρένθεση, που απορροφά το βάρος της καθημερινότητας. Δεν ξέρω αν υπάρχουν κατάλληλα βιβλία, αλλά υπάρχουν οι ίδιες οι αναγνώσεις καλών έργων που ανανεώνουν την ψυχή.

Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση δεν αγγίζεται παρά αδρομερώς. Ξεφεύγοντας από το συγκεκριμένο βιβλίο θα έλεγα ότι όντως, αν τα διαβάσματα δεν είναι τυχαία, μπορούμε να φτιάξουμε ένα βασικό profile κάθε αναγνώστη, ανάλογα με το είδος που διαβάζει, την κουλτούρα που επιλέγει, τα θέματα που τον απασχολούν.

Ενώ το βιβλίο ξεκινά χαλαρά μ’ αυτό το απίθανο επάγγελμα του βιβλιοθεραπευτή, στη συνέχεια βαθαίνει ουσιαστικά. Η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, η δυστυχία και οι μορφές της, η ανάγνωση και οι διέξοδοι που δίνει, η σχέση της λογοτεχνίας και της πραγματικότητας, η φυγή και απόσυρση είναι μερικά δεδομένα που δίνουν βάθος στο έργο. Όλα αυτά δεν κάνουν το κλίμα βαρύ, αλλά με ήπιο τρόπο, που δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, το κείμενο ρέει. Και μέσω διακειμενικών αναφορών, που διασπείρονται στις σελίδες, προϊδεάζεται η λύση στην εξαφάνιση της κυρίας Paronti. Και μάλιστα με πολύ πιο πετυχημένο τρόπο απ’ ό,τι περίμενα. Έτσι, το βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα του Stassi κερδίζει επάξια τον τίτλο του, αφού δίνει λύση στο αστυνομικό αίνιγμα, το οποίο διατρέχει την υπόθεση, μέσω των αναγνωσμάτων και των κλειδιών που προσφέρει η παγκόσμια λογοτεχνία.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Ένα εξαιρετικό βιβλίο. Ελαφρύ καθώς παίζει με μια έξυπνη ιδέα, αλλά και σοβαρό, καθώς ανάγει τη λογοτεχνία σε πανάκεια ψυχολογικών και κοινωνικών προβλημάτων. Διαβάζεται γρήγορα, καθώς συνδυάζει τη βιβλιοφιλία, το αστυνομικό αίνιγμα που νοτίζει την ατμόσφαιρα και τον ψυχολογικό προβληματισμό.

In2life, 17.10.2018


> Ο Φάμπιο Στάσι (Ρώμη, 1962) είναι συγγραφέας, υπεύθυνος ιταλικής λογοτεχνίας σε γνωστό εκδοτικό οίκο της Ιταλίας και ταυτόχρονα εργάζεται σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ρώμης. Πρωτοεμφανίστηκε στον συγγραφικό χώρο το 2006. Έχει γράψει επτά μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και βιβλία για παιδιά. Το 2013 γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στο μυθιστόρημά του "Ο τελευταίος χορός του Σαρλό", το οποίο μεταφράστηκε σε 19 χώρες, ενώ στην Ιταλία τιμήθηκε με έξι βραβεία μεταξύ των οποίων και το Premio Campiello. Το 2016 "Η χαμένη αναγνώστρια" κέρδισε το βραβείο Scerbanenco για το καλύτερο νουάρ μυθιστόρημα της χρονιάς.
Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, December 05, 2018

Dorthe Nors, “Άλλαξε ταχύτητα”


Μια γυναίκα. Γύρω της άλλες γυναίκες. Κι ένας άνδρας δάσκαλος οδήγησης. Και ο συγγραφέας που μεταφράζει. Κι οι ανασφάλειές της. Και η ψυχανάλυση. Η δυσκολία στην αφόδευση στο ύπαιθρο. Κι η αδελφή της με την οποία έχουν πλέον απόσταση. Και το μασάζ.


Dorthe Nors
Spejl, skulder, blink
2015

“Άλλαξε ταχύτητα”
μετ. Λ. Καλοβυρνάς
εκδόσεις Μεταίχμιο -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Υποψήφιο για το Man Booker International. Κι αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά, λέει όμως ότι μια επιτροπή θεώρησε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο ξεχωρίζει από πολλά άλλα. Ας δούμε.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Καταρχάς μπαίνω γρήγορα στο concept, ειδικά αφού πρόκειται για ένα γυναικείο μυθιστόρημα. Γυναίκα η πρωταγωνίστρια, γυναίκες οι δευτεραγωνίστριες και γυναικεία η σύλληψη και η ιστορία. Κέντρο η Sonja, μια σαραντάρα μεταφράστρια, και δίπλα της η Jite που της διδάσκει οδήγηση, η Ellen, που αποτελεί τη ψυχαναλύτριά της και εν μέρει φίλη της, κι η αδελφή της η Kate. Στα δανικά ο τίτλος μοιράζεται σε τρία μέρη που σημαίνουν “ Καθρέπτης, ώμος, σινιάλο”, ένας αποσπασματικός τίτλος που δείχνει μια αποσπασματική σύλληψη του βιβλίου, που, ενώ έχει ενιαία αφήγηση, δείχνει ελλειπτικό.

            Όλο το μυθιστόρημα καλουπώνεται πάνω σε έναν χαρακτήρα. Η Sonja μεταφράζει τον Jesta Svenson και τα αιματηρά αστυνομικά του μυθιστορήματα, νιώθει μόνη ειδικά μετά τον Paul, ψυχαναλύεται και αναζητά την ταυτότητά της. Όσα γίνονται είναι καθημερινά στιγμιότυπα που δεν ξενίζουν αλλά λιθαράκι λιθαράκι χτίζουν το profile της. Από την πεζοπορική ψυχανάλυση στο Άλσος των Ελαφιών, την οποία η Sonja εγκαταλείπει, μέχρι την ανικανότητά της να αλλάξει ταχύτητες κατά τα μαθήματα οδήγησης κι από το medium, που έφερε στο σπίτι της, έως την απόσταση που τη χωρίζει απ’ την αδελφή της. Ιδιαίτερα περιστατικά που δείχνουν ανασφάλειες και φοβίες. Το ψυχολογικό υπόβαθρο κινείται κάτω απ’ την αφήγηση και την δονεί.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Είναι η απόσταση της ηλικίας που με άφησε απέξω; Είναι που δεν έχω εμφανή ψυχολογικά; Είναι που δεν βρήκα μια καινοτόμο γραφή στην αυτοψυχανάλυση της Sonja; Είναι…;


> Η Dorthe Nors είναι γεννημένη τον Μάιο του 1970 και έχει σπουδάσει σκανδιναβική φιλολογία. Πριν αρχίσει να γράφει βιβλία, μετέφραζε σουηδικά αστυνομικά - κυρίως βιβλία του Johan Theorin. Έκανε το ντεμπούτο της το 2001. Γράφει μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα. Πιο γνωστό της βιβλίο είναι το Kant Slag, μια συλλογή διηγημάτων που έχει εκδοθεί στα αγγλικά ως Karate Chop. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά έντυπα, όπως το Harper’s, η Boston Review, η Guernica. Είναι η πρώτη Δανή συγγραφέας που έχει δημοσιεύσει διήγημα στο New Yorker - το διήγημα "The Heron" με εικονογράφηση του σπουδαίου Ιταλού coloured pencil artist Marco Mazzoni. Το 2011 έλαβε τριετή υποτροφία από τον Δανέζικο Οργανισμό Τεχνών για το "ασυνήθιστο και εξαιρετικό ταλέντο της". Για τη συλλογή διηγημάτων "Karate Chop" κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο P.O. Enquist.
Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, December 01, 2018

Κλαρίσε Λισπέκτορ, “Τα κατά Α.Γ. πάθη”


Έχοντας διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο της Lispector, την “Ώρα του αστεριού”, ήξερα ότι αξίζει η πυκνή γραφή της, που είναι γεμάτη με εμβριθείς ατάκες, με λέξεις στοχαστικές, με φράσεις που με ωθούσαν κάθε τρεις και λίγο να σηκώνω το μολύβι για να τις σημειώσω.


Clarice Lispector
“A Paixão segundo G.H.”
1964

Κλαρίσε Λισπέκτορ,
“Τα κατά Α.Γ. πάθη”
μετ. Μ. Χατζηπροκοπίου
εκδόσεις Αντίποδες -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Ήξερα ότι διαβάζοντας πάλι Lispector θα ανέβαινα έναν Γολγοθά. Η γραφή της είναι τόσο πυκνή που στέκεσαι πρόταση πρόταση και πάλι νιώθεις ότι έχεις χάσει το 50% των νοημάτων. Κάθε της πρόταση μια υπαρξιακή αγωνία και μια περιεκτική συμπύκνωση.
“Γιατί ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας Κόλασης”


Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Η αφηγήτρια, σε μια ελικοειδή προσπάθεια αυτογνωσίας, ξεκινά από τη μέρα που παραιτήθηκε η υπηρέτριά της. Και τότε η Α.Γ. ξεκινά να καθαρίζει από το δωμάτιο της οικιακής βοηθού. Τι μπορεί να κρύβει αυτό το δωμάτιο; Αντί να βρει σκοτάδι, βρήκε ένα φωτεινό δωμάτιο, χωρίς την ακαταστασία που περίμενε. Μόνο στον τοίχο ζωγραφισμένα με κάρβουνο ένας άνδρας, μια γυναίκα και ένας σκύλος. Και μέσα στην ντουλάπα μια εφιαλτική κατσαρίδα.

Η Α.Γ. έρχεται έτσι αντιμέτωπη με τον κόσμο και με τον εαυτό της. Είναι σαν να ζούσε ώς τότε στο γυάλινο πύργο της και τώρα έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την εξωτερική αλήθεια. Η οικιακή βοηθός, όπως φαίνεται στη ζωγραφιά, ίσως τη μισούσε, αν και δεν είχε δείξει κάτι αρνητικό όσο ζούσε κοντά της. Κι η κατσαρίδα είναι δείγμα μια μικρής απειλής, που ωστόσο φαντάζει στο μυαλό της τεράστια.
με μια εμπειρία
για την οποία ζητάω συγγνώμη από τον ίδιο μου τον εαυτό έβγαινα από τον κόσμο μου και έμπαινα στον κόσμο

Η σκέψη της Lispector είναι υπαρξιακή. Αναρωτιέται μέσα στην καθημερινότητα της γραφής της το είναι μας. Ψάχνει την άλλη πλευρά της ζωής. Μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, όπως ο Καζαντζάκης: “Από τη γέννηση ώς το θάνατο είναι το διάστημα κατά το οποίο με αποκαλώ ανθρώπινη” (θυμήθηκα τη φράση της “Ασκητικής” “Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή”). Κι όταν ο Καζαντζάκης ρωτά “Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.”, η Lispector σαν να απαντά: “Κάθε «έλλειψη νοήματος» είναι ακριβώς η τρομακτική βεβαιότητα πως το νόημα βρίσκεται εκεί και πως όχι απλώς δεν το φτάνω, αλλά και δεν θέλω να το φτάσω γιατί δεν έχω εγγυήσεις”. Το νόημα απασχολεί τη συγγραφέα, αφού θεωρεί μιλά για την “κόλαση, γιατί ο κόσμος δεν είχε πια για μένα ανθρώπινο νόημα”.

Εκτός από τον Υπαρξισμό υπάρχουν και απηχήσεις από τον Χριστιανισμό. Πέρα απ’ τον τίτλο, η συγχώρηση που “είναι το γνώρισμα της ζωντανής ύλης”. Η αυτοανάλυση που οδηγεί στη συμφιλίωση με τον άλλο. Η προσπάθεια να ξεπεράσεις το εγώ.

Η γλώσσα της Lispector είναι έντονα αυτοαναφορική. Μιλάει όχι για να δηλώσει την πραγματικότητα, αλλά για να σημάνει την ίδια την ύπαρξη που δένεται με τη γλώσσα. Είναι συνάμα φιλοσοφική και ποιητική, που ενίοτε εξομολογείται και ενίοτε θεολογεί. Είναι πυκνή, περιεκτική και βαθιά, πολλές φορές όμως είναι αινιγματική και δεν είναι σίγουρο τι εννοεί ή περιέχει αντιφάσεις.
Το μυστήριο του ανθρώπινου πεπρωμένου είναι ότι είμαστε μοιραίοι,
έχουμε όμως την ελευθερία να εκπληρώσουμε ή όχι το μοιραίο μας:
από εμάς εξαρτάται να ακολουθήσουμε το μοιραίο μας πεπρωμένο”.


Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Διαβάζοντας Lispector νιώθω ότι η δύναμη της γραφής της δεν είναι η ταχύτητα και η βαρύτητα της πλοκής, αλλά της μεστότητας κάθε φράσης. Και με αυτό το σκεπτικό όποιος μπει στο βιβλίο της δεν το εγκαταλείπει.


 > Η Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) γεννήθηκε στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας από Εβραίους γονείς. Η οικογένειά της μετανάστευσε το 1922 στη Βραζιλία. Το 1943 παντρεύτηκε τον πρώην συμμαθητή της στη Νομική Σχολή, Μαουρί Γκουρζέλ Βαλέντε και έλαβε τη βραζιλιάνικη υπηκοότητα. Τον Δεκέμβριο του 1943 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, "Perto do coracao selvagem" ("Κοντά στην άγρια καρδιά"), το οποίο προξένησε πολύ μεγάλη εντύπωση, κέρδισε το βραβείο Graca Aranha για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα και ανακηρύχθηκε καλύτερο μυθιστόρημα του 1943. Την ίδια χρονιά, ακολουθώντας τον σύζυγό της στη διπλωματική του αποστολή εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα ως εθελόντρια στο αμερικανικό στρατιωτικό νοσοκομείο και άρχισε να γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά της, "O Lustre" ("Ο πολυέλαιος", 1946). Στη Ρώμη γνωρίζεται με τον ποιητή Giuseppe Ungaretti, που μετέφρασε αποσπάσματα από το "Κοντά στην άγρια καρδιά" για το περιοδικό "Prosa" και με τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που φιλοτέχνησε το πορτρέτο της. Μετά από μια σύντομη επιστροφή στη Βραζιλία, το ζεύγος εγκαθίσταται, μεταξύ 1946-49, στη Βέρνη της Ελβετίας. Στο διάστημα αυτό γεννιέται ο πρώτος γιος της Λισπέκτορ, Πέδρο, και γράφει το επόμενο μυθιστόρημά της, "A cidade sitiada" ("Η πολιορκημένη πόλη", 1949), καθώς και τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής "Lacos de familia" ("Οικογενειακοί δεσμοί", 1960). Μετά από μια σύντομη παραμονή έξι μηνών στο Τόρκι της Αγγλίας, το 1950, το 1952 ο Μαουρί μετατίθεται στην Ουάσινγκτον, όπου γεννιέται ο δεύτερος γιος της Λισπέκτορ, Πάουλο, το "Κοντά στην άγρια καρδιά" μεταφράζεται στα γαλλικά και αρχίζει να δουλεύει το επόμενο μυθιστόρημά της, "A Maca no Escuro" ("Το μήλο στα σκοτεινά", 1961), καθώς και μια νέα συλλογή διηγημάτων. Ωστόσο, ο γάμος της με τον Μαουρί μπαίνει σε κρίση, καθώς η Λισπέκτορ αντιλαμβάνεται σιγά σιγά τη δυσκολία της ζωής στη συμβατικότητα των διπλωματικών κύκλων. Το 1959 ταξιδεύει μόνη της στην Ολλανδία και στη συνέχεια επιστρέφει στη Βραζιλία, αποφασισμένη να ζήσει μόνη με τους δύο γιους της, και αρχίζει να αρθρογραφεί σε γυναικεία περιοδικά. Η συλλογή διηγημάτων "Οικογενειακοί δεσμοί", που εκδίδεται το 1960, συγκεντρώνει διθυραμβικά σχόλια ("η πιο σημαντική συλλογή διηγημάτων που εκδόθηκε ποτέ στη χώρα από την εποχή του Μασάντο ντε Ασίς", γράφει ο συγγραφέας Φερνάντο Σαμπίνιο). Το 1961 εκδίδεται το μυθιστόρημα "Το μήλο στα σκοτεινά" που κερδίζει το βραβείο Carmen Dolores Barbosa. To 1964 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων "A legiao estrangeira" ("Η λεγεώνα των ξένων") και το μυθιστόρημα "A Paixao segundo G.H." ("Τα κατά G.H. πάθη"), ένα από τα σπουδαιότερα και πιο πολυσυζητημένα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. To 1966, ενώ εκδίδεται η πρώτη μελέτη για το έργο της (Μπενετίτο Νούνες, "Ο κόσμος της Κλαρίσε Λισπέκτορ"), η Λισπέκτορ νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με εγκαύματα τρίτου βαθμού καθώς αποκοιμιέται μ' ένα τσιγάρο αναμμένο που προκαλεί πυρκαγιά. Το 1967 εκδίδεται το πρώτο παιδικό βιβλίο της, "Το μυστήριο του σκεπτόμενου ψαριού", που βραβεύεται με βραβείο καλύτερου παιδικού βιβλίου, και αρχίζει να δραστηριοποιείται πολιτικά απέναντι στις ωμότητες της δικτατορίας στη χώρα της. Ακολουθούν τα βιβλία, "Η γυναίκα που σκότωσε τα ψάρια" (παιδικό, 1968), "Μαθητεία ή Το βιβλίο των ηδονών" (μυθιστόρημα, 1969), "Λαθραία ευτυχία" (διηγήματα, 1971), "Ζωντανό νερό" (μυθιστόρημα, 1973), "Μίμηση του ρόδου" (διηγήματα, 1973), "Ο γολγοθάς του σώματος" (ερωτικά διηγήματα, 1974), "Πού ήσουν τη νύχτα" (διηγήματα, 1974), "Η εσωτερική ζωή της Λάουρας" (παιδικό, 1974), "Η ώρα του αστεριού" (αφήγημα, 1977), που θα είναι το τελευταίο βιβλίο της που εκδίδεται εν ζωή, καθώς διαγιγνώσκεται με μη αναστρέψιμο καρκίνο στις ωοθήκες. Μια φίλη της διηγείται ότι πηγαίνοντας στο νοσοκομείο, λέει: "ας προσποιηθούμε ότι δεν πάμε στο νοσοκομείο, ότι δεν είμαι άρρωστη και ότι πάμε στο Παρίσι" και φιλοδωρεί τον ταξιτζή με το δεκαπλάσιο της αξίας της διαδρομής. Πεθαίνει ενάμιση μήνα μετά στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στις 9 Δεκεμβρίου 1977, την παραμονή των 57ων γενεθλίων της. Μετά το θάνατό της εκδίδονται το παιδικό βιβλίο "Σχεδόν στ' αλήθεια", το πεζογράφημα "Μια ανάσα ζωής" (διάλογος ενός Δημιουργού με το έργο του) και μεταδίδεται η μοναδική της τηλεοπτική συνέντευξη, στο κανάλι TV Cultura του Σάο Πάολο.


Πάπισσα Ιωάννα