Saturday, May 31, 2014

“Οι αγνοί” του Άντριου Μίλερ

Αφιέρωμα: Βρετανική και ιρλανδική λογοτεχνία (7). Η καταστροφή ενός νεκροταφείου από τις Αρχές δεν είναι μια απλή κατεδάφιση. Είναι πρώτιστα μια πράξη ρήξης, που δεν έχει μόνο γραφειοκρατικές διαδικασίες. 
 
 
Γαλλικός καφές με μπράντυ:
Andrew Miller
“Pure”
Sceptre 2011
Άντριου Μίλερ
Οι αγνοί
μετ. Θ. Σκάσσης
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Είδα το έργο εξ αρχής ως αλληγορία, προφανώς απ’ όσα διάβασα από εδώ κι από κει, και κυρίως από όσα με προϊδέασαν γραμμένα στο οπισθόφυλλο. Αλλιώς θα το διάβαζα σαν ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα εποχής που μιλά για μια γειτονιά του Παρισιού, ενός Παρισιού διόλου λαμπρού, απλού, φτωχού ίσως, εκεί μέσα στον 18ο αιώνα.
            Ο Ζαν-Μπατίστ Μπαράτ αναλαμβάνει, απεσταλμένος του Υπουργού, να ξεθεμελιώσει ένα παλιό νεκροταφείο, που βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού, εν έτει 1785 και μολύνει με την παρουσία του την αναπνοή και τη ζωή των περιοίκων. Τέσσερα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, ο ορθολογισμός επιβάλλει ρυμοτομικές αλλαγές, που ενδέχεται να κλονίσουν την παράδοση, την καθημερινή ζωή των κατοίκων της συνοικίας, και ορθολογικές διευθετήσεις που πιθανόν να πηγαίνουν ενάντια στις εκκλησιαστικές αρχές και στα πιστεύω των απλών ανθρώπων για τους νεκρούς-τους. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, μηχανικός με πίστη στην αποστολή-του, επωμίζεται το βάρος του έργου με απόλυτη προσήλωση, οργανώνει συνεργεία εργατών και προγραμματίζει τη δράση-του, έστω κι αν σκέφτεται τους ανθρώπους που θα χάσουν τη δουλειά-τους, όπως τον οργανοπαίχτη Αρμάν και μερικούς άλλους.

           


 

Είπα και προηγουμένως ότι είδα το κείμενο ως αλληγορία και περίμενα με υπομονή να διαψευστώ ή να επιβεβαιωθώ. Τι θα μπορούσε τελικά να συμβολίζει η εκθεμελίωση του νεκροταφείου;
1)                            την επιβολή του ορθολογισμού πάνω
στη μεταφυσική, η οποία όμως επιμένει;
Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα περίμενα
όχι βέβαια φαντάσματα και άλλα τινά,
αλλά αντιδράσεις των κατοίκων, οι οποίοι
θα θεωρούσαν προσβολή των
θρησκευτικών-τους πεποιθήσεων μια
τέτοια ενέργεια.
2)                            την επιβολή της τεχνολογικής προόδου στην παράδοση; Τότε η όλη δράση μπορεί και να είχε αίσια αποτελέσματα, αν το μυθιστόρημα έδειχνε την αλλαγή και την αναβάθμιση μιας υποβαθμισμένης περιοχής.
3)                            την επιβολή του γραπτού νόμου πάνω στους άγραφους; Μιλάμε για το 1785, εν μέσω βασιλικής απολυταρχίας, όταν η φωνή της εξουσίας ήταν νόμος. Οδηγούμαστε σε μια εξέγερση ενάντια στην αυταρχική απόφαση; Μιλάμε για οιωνούς της επανάστασης;  Είναι μια άλλη προσπάθεια του κράτους να βάλει χέρι στις άγραφες αξίες των κατοίκων;
Οι εικασίες αυτές δείχνουν τα αναγνωστικά βήματα που ακολούθησα για να «διαβάσω» το έργο. Μέσα από τέτοιες υποθέσεις, περνάμε από την ημιμάθεια στη γνώση, όσο το ίδιο το κείμενο γεννά διερευνητικές σκέψεις, κι έπειτα, καθώς η ανάγνωση συνεχίζεται, οι απαντήσεις αργούν. Ενώ οι ανασκαφές συνεχίζονται και εκατοντάδες σκελετοί ξεθάβονται, ο Μπαράτ παθαίνει ένα ατύχημα, μένει εν μέρει τυφλός και καλεί στο σπίτι, που νοικιάζει, την πόρνη Ελοΐζ να συγκατοικήσουν… 
  Τελικά, πόσο ο 18ος αιώνας έρχεται ως εμάς, πόσο αυτή η περιδιάβαση στα σοκάκια και στους ανθρώπους του Παρισιού αφήνει την αλληγορία να φανεί; Σε έναν Γάλλο ίσως πιο πολύ, σε μένα λιγότερο.

[Οι φωτογραφίες -πάντα από πάνω προς τα κάτω κι από αριστερά προς τα δεξιά- ελήφθησαν από τα εξής σάιτ: aglobalaffair.com, cultureandstuff.com, www.marcelgagne.com, www.flickr.com και www.nytimes.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 28, 2014

“Στην καρδιά της πόλης” της Ζέιντι Σμιθ

Ερώτημα πρόσληψης: ένα καλό βιβλίο αφορά όλο το κοινό; και τι ρόλο παίζει η διαπολιτισμική μεταφορά; πώς κρίνεται το έργο από το κοινό μιας άλλης χώρας; 
 
 
British Coffee:
Zadie Smith
“NW”
Hamish Hamilton
2012
Ζέιντι Σμιθ
“Στην καρδιά της πόλης”
μετ. Ι. Ηλιάδη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Καθώς διάβαζα το βιβλίο, έκανα δυο παρατηρήσεις, σχετικά άσχετες με το περιεχόμενο του μυθιστορήματος της Βρετανής συγγραφέως:
1.       Η λογοτεχνία διδάσκει ανοχή. Αν κάθε αναγνώστης που πέφτει πάνω σε ένα κείμενο, αλλόδοξο, γραμμένο με τρόπο παρεκκλίνοντα από όσα έχει αυτός συνηθίσει, αιρετικό στις απόψεις ή στη μορφή-του κ.ο.κ., το έκλεινε από τις πρώτες σελίδες, τότε δεν θα έπρεπε να διαβάζει. Μόνο όμως αν ο υποψιασμένος αναγνώστης είναι έτοιμος να συναντήσει στα διαβάσματά-του εξωγήινους αλλά και μικρόβια, έκφυλους αλλά και στυλίτες μοναχούς, αφηγηματικά βάραθρα και γλωσσικά αδιέξοδα, μόνο τότε θα μπορέσει να απλώσει το βλέμμα-του και έξω από το παράθυρό-του. Η λογοτεχνία διδάσκει την πολυφωνία.
2.       Η λογοτεχνία δεν προσλαμβάνεται εξίσου από πολιτισμό σε πολιτισμό. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο λ.χ. με την τεχνική της τεθλασμένης αφήγησης μιας φυλής στη Λατινική Αμερική δεν θα μπορεί να εκτιμηθεί από έναν κάτοικο της πολιτισμένης Νορβηγίας κι ένα διήγημα με πραγματολογικό υλικό από την ιστορία της Τασκένδης δεν θα μπορεί να γίνει κατανοητό από έναν μέσο Αμερικάνο. Χρειάζονται πολιτισμικές γέφυρες για να διαβάσει κανείς τα βαριά σε πολιτισμικό status κείμενα άλλων λαών. 

Και τώρα για το βιβλίο. Θεωρήθηκε ένα από τα καλύτερα βρετανικά μυθιστορήματα του 2012 και ξεχωρίζει για την ωμή αποσπασματικότητα, που επιχειρεί ωστόσο να αποδώσει την καθημερινότητα. Η αποσπασματικότητα και η επιμονή στη λεπτομέρεια αντικατοπτρίζουν την πολυσύνθετη ζωή στο Λονδίνο, μια πόλη πολυπολιτισμική, πολύβουη, ζωντανή όσο και ανεξέλεγκτη. Έτσι, καθετί στο έργο πιάνεται από μια πραγματικότητα που δεν τη νιώθουμε όσο ο πολιτισμικός κώδικας της αγγλικής πρωτεύουσας δεν φιλτράρεται για να μεταφερθεί σε μας, αλλά μεταδίδεται live σαν μια διαρκής πηγή εσωτερικών και εξωτερικών μηνυμάτων. Οι τέσσερις βασικοί χαρακτήρες ζουν την πραγματικότητα αυτή, η οποία διασταυρώνεται με τις σκέψεις-τους και μετατρέπεται σε έναν λαβύρινθο συναντήσεων και αδιεξόδων.
Η Λία Χάνγουελ είναι ιρλανδικής καταγωγής και ζει στο Ουίλσντεν, ένα προάστιο του Λονδίνου με έντονη αφρο-καραϊβική κοινότητα. Είναι πλέον παντρεμένη με τον Μισέλ, αφρικανικής καταγωγής που έζησε στη Γαλλία, και έχει καλύτερη φίλη τη Νάταλι (Κίσα) Μπλέικ. Από εκεί και πέρα, ο Φίλιξ και ο Νέιθαν, η μητέρα της Λία ονόματι Πολίν και πολλοί άλλοι συστήνουν έναν ιστό σχέσεων και επιλογών, που στηρίζουν το κοινωνικό οικοδόμημα της Ζέιντι Σμιθ.
Τελικά, όπως οι δυο προκαταρκτικές επισημάνσεις που έκανα έδειξαν, το έργο δεν ανταποκρίθηκε στην αναγνωστική-μου συγκρότηση. Φαίνεται είμαι πολύ ευρωπαίος επαρχιώτης, για να βρω κάτι στον λονδρέζικο μικρόκοσμο. Δεν ξέρω αν ο Λονδρέζος θα έβρισκε ενδιαφέρουσα την αποτύπωση του μικρόκοσμου του Περιστερίου λ.χ. Ακόμα περισσότερο, το πλήθος λεπτομερειών αναγκάζει τον αναγνώστη να ψάχνει λεπτομέρεια με τη λεπτομέρεια μην του ξεφύγει κάτι, να συνδέει κόκκο κόκκο το τσουβάλι με τους σπόρους που έχει μπροστά-του, το κλίμα είναι πολύ στενά προσαρμοσμένο στους χαρακτήρες και στη ζωή που αντικατοπτρίζουν, με αποτέλεσμα εμείς οι απ’ έξω να κοιτάμε με απορία. 

[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από τους εξής ιστότοπους: saltwater.typepad.com, www.spring.org.uk, sevencpartnering.wordpress.com, askmissa.com, www.visailing.com και www.vol1brooklyn.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 24, 2014

“Expo 58” του Jonathan Coe

Αφιέρωμα: Βρετανική και ιρλανδική λογοτεχνία (5). Εν όψει Ευρωεκλογών ένα κείμενο που πραγματεύεται την έννοια του Ευρωπαίου. Ένα ευφυές όσο και καλογραμμένο έργο, με κατασκοπικές προεκτάσεις αλλά και πολύ προσωπικές κατευθύνσεις, με χιούμορ αλλά και με ζωντανές σκηνές, με τύπους-ποίημα και με ένα πρωταγωνιστή που βγαίνει από το βιβλίο μπροστά-μας. 
 
 
Καφές στιγμής με έναν κύβο ζάχαρη:
Jonathan Coe
“Expo 58”
Viking 2013
Τζόναθαν Κόου
Expo 58”
μετ. Μ. Ζαχαριάδου
εκδόσεις Πόλις
2013 

            Οι Ολυμπιακοί αγώνες στο Λονδίνο το 2012 και η τελετή έναρξης προκάλεσαν ποικίλα σχόλια για το ποια «βρετανικότητα» ήθελαν να προβάλουν οι διοργανωτές στο παγκόσμιο σκηνικό. Κάπως έτσι ξεκινά και ο προβληματισμός στο νεοφουρνισθέν βιβλίο του Κόου, που ανάγεται στο 1958, χρονιά της Διεθνούς Έκθεσης των Βρυξελών, έκθεσης ομού διεθνιστικής όσο και καπιταλιστικής. Η χρονιά εκείνη θεωρείται η επίσημη αρχή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας -μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957-, ενώ η Έκθεση των Βρυξελών τοποθετείται στο κέντρο του ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Η βρετανικότητα δοκιμάζεται στις Συμπληγάδες των Υπερδυνάμεων…
            Τι κάνει, λοιπόν, ο Τόμας Φόλεϊ, υπάλληλος της Βρετανικής κυβέρνησης, στο βρετανικό περίπτερο της Έκθεσης και ποιον ρόλο του ανέθεσαν ορίζοντάς-τον υπεύθυνο της παμπ; Και τα πράγματα γίνονται πιο ύποπτα, όταν βλέπουμε πράκτορες να τον παρακολουθούν και να θέλουν να ελέγξουν τα πολιτικά-του φρονήματα, τα περίπτερα της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης να είναι δίπλα δίπλα, ο ψυχρός πόλεμος να μετατρέπεται σε πόλεμο εντυπώσεων, επιστημονικού ανταγωνισμού και επιδίωξης κύρους.  
            Η γραφή του Κόου κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή και τον κάνει να πιστέψει ότι έτσι γράφεται η υψηλή λογοτεχνία. Διαλέγει ένα θέμα με εθνικά και διεθνιστικά χαρακτηριστικά, πλάθει έναν απλό άνθρωπο και τον θέτει στο κέντρο εξελίξεων που τον ξεπερνάνε (το ίδιο είχε κάνει και στον «Ιδιωτικό βίο του Μάξουελ Σιμ»), ανάγει το ιστορικό σε διαχρονικό, αφηγείται και ταυτόχρονα κανείς νιώθει ότι η υπόθεση δεν τρέχει εμπροσθοβαρώς… Οι εξελίξεις παίρνουν μόνο μετά τη μέση του κειμένου μορφή χιονοστιβάδας, σοφά δημιουργημένης και σοφά σκιαγραφημένης, ώστε να οδηγήσει τα φαινομενικά ήρεμα σε εκκωφαντικά ραγδαία.
            Κι ακόμα περισσότερο, το φοβερό μ’ αυτό το βιβλίο είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει σοβαρά θέματα: τρόπος ανάλαφρος, έμμεσος, υπαινικτικός, ειρωνικός, λοξός, δήθεν αδιάφορος. Π.χ. ο επιστολικός διάλογος μεταξύ του Τόμας από το Βέλγιο και της γυναίκας-του Σύλβια στη Βρετανία, όπου κι οι δυο υπαινίσσονται φλερτ με τρίτα πρόσωπα, αλλά κανείς δεν παραδέχεται τη σοβαρότητα της πράξης του άλλου. Ανάλογα, οι κατασκοπικές βλέψεις ενός Ρώσου δημοσιογράφου και ο κίνδυνος να κατηγορηθούν οι Βρετανοί της παρέας για φιλοκομουνισμό περνάνε μεταξύ βότκας και μπαλέτων σε διαλόγους και ψιλοσυζητήσεις που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα ύποπτο. Ο Κόου καταφέρνει να αποκρύψει αλλά και να αποκαλύψει τα υπόγεια δεδομένα, να συγκαλύψει αλλά και να προβάλλει τον πόλεμο των φύλων και των εθνών.
            Το βιβλίο κινείται τόσο στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων και των κατασκοπικών συγκρούσεων στο πλαίσιο του Ψυχρού πολέμου, όσο και στο διαπροσωπικό επίπεδο, όπου η απομάκρυνση από το (βρετανικό) σπίτι επιφέρει κλονισμό στη σχέση του Τόμας με την εστία, και τη γυναίκα-του. Νομίζω πως πρόκειται για ένα διπλό crash test της ταυτότητας, αφενός της εθνικής και της υποβολής-της στους πειρασμούς της Ευρώπης και των κακόβουλων όσο και ύπουλων επιβουλών και αφετέρου της έκθεσης σε γυναικείους πειρασμούς, μακριά από την ασφάλεια του προστατευτικού υμέναιου.
            Δεν θέλω να παραλείψω το δημιουργικό χιούμορ που σε πολλούς Βρετανούς συγγραφείς είναι γονιμότατο. 

[Η πρώτη δημοσίευση του κειμένου έγινε στο In2life στις 6/5/2014. Οι φωτογραφίες ελήφθησαν από: dekluizenaar.mimesis.nl, commons.wikimedia.org και de.wikipedia.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 21, 2014

“Μοιραία Πράγα” του Philip Kerr

Αφιέρωμα: Βρετανική και ιρλανδική λογοτεχνία (4). Η Ιστορία σκοτώνει ανθρώπους μέσα στον πόλεμο, δολοφονεί για μεγάλα πάθη, για υψηλά συμφέροντα, για λόγους τιμής και θανατώνει για λόγους εκδίκησης. Το μίγμα λοιπόν της συνταγής είναι σκόπιμο να περιέχει όσα από αυτά θα κάνουν τη λογοτεχνία να μας μεταφέρει σε άλλη εποχή και να μας δώσει τα γυαλιά να τη δούμε ολοκληρωμένα. Συνάμα όμως να μας κάνει πιο υποψιασμένους για την ναζιστική βαρβαρότητα που αλωνίζει…
 
 
Γερμανικός καφές από καλαμπόκι:
Philip Kerr
“Prague Fatal”
2011
Μοιραία Πράγα
μετ. Δ. Αθηνάκης
εκδόσεις Κέδρος
2013 

            Δύσκολη η ζωή στο Βερολίνο του 1941. Όλα έχουν επιστρατευθεί για τον πόλεμο που μαίνεται στο ανατολικό μέτωπο, η κοινωνική ομαλότητα είναι ελλιπής, τα τρόφιμα εκλείπουν, οι Εβραίοι στοχοποιούνται, η εγκληματικότητα ανθεί κι η αστυνομία δεν έχει τα μέσα για να κάνει σωστά τη δουλειά-της. Εκεί ζει και εργάζεται, αφού επέστρεψε από το μέτωπο της Ουκρανίας, ο αστυνόμος Μπέρνχαρντ Γκούνερ, ο οποίος, αν και αντιφασίστας, αναγκάζεται να υπηρετεί το Γ΄ Ράιχ.
            Το πρώτο πράγμα που κάνει αμέσως εντύπωση είναι ότι ο Κερ δημιουργεί, θεατρικά θα έλεγε κανείς, ατμόσφαιρα, αφού καταφέρνει με εξαιρετικά σκιαγραφημένες λεπτομέρειες να αποδώσει το κλίμα της εποχής. Οι αναγνώστες βλέπουμε ολοζώντανα μπροστά-μας το εξαθλιωμένο Βερολίνο, τα αποστεωμένα σώματα των Γερμανών, την καχεκτική ζωή-τους, το φάσμα του πολέμου να πλανάται πάνω και μέσα στους δρόμους της πόλης, την καθημερινότητα πάνω απ’ όλα να ζωγραφίζεται με ευστοχία. Σαν σε κινηματογραφική ταινία είμαστε μέσα σε όλα αυτά, είμαστε κομμάτι της ζωής της εμπόλεμης Γερμανίας και της αύρας που αποπνέει ο ναζισμός και οι πρακτικές-του. Μέχρι να αρχίσουν να σκάνε τα πτώματα, έχουμε αφουγκραστεί τον σφυγμό της εποχής, πράγμα που λίγα ιστορικά έργα καταφέρνουν τόσο πειστικά.
            Ως αστυνομικό ακολουθεί το μοτίβο του κλειδωμένου δωματίου, μέσα στο οποίο βρίσκεται το πτώμα ενός λοχαγού, του Κούρτερ, υπασπιστή του στρατηγού της Βοημίας Χάιντριχ, στην έπαυλή-του στην Πράγα. Ο ίδιος ο στρατηγός αναθέτει την αποστολή στον Γκούνερ, ακριβώς επειδή ο τελευταίος είναι ανεξάρτητος και αντισυμβατικός. Η έρευνα περνάει πάνω από πολλούς αξιωματικούς των Ναζί, που αναγκάζονται να υφίστανται τις αναιδείς ερωτήσεις του Γκούνερ, όπως του έδωσε την απεριόριστη δικαιοδοσία ο στρατηγός. Και τελικά, μετά από μια ενδελεχή έρευνα, ανακαλύπτεται ο ένοχος που είναι φυσικά πέραν πάσης υποψίας.
            Η αστυνομική πλοκή είναι ένα καλό δέλεαρ. Οι δόσεις κατασκοπίας ενισχύουν το σασπένς και εντείνουν τη φόρτιση. Η αφήγηση ακολουθεί ομαλή πορεία με συλλογισμούς και συνδυασμό ενδείξεων, ώστε να μην νιώθει ο αναγνώστης προδομένος και εξαπατημένος. Τα μικρά κενά δικαιολογούνται, αφού το σύνολο ικανοποιεί.
            Το πιο σημαντικό όμως είναι το κλίμα του ναζισμού που αναγκάζει τους ανθρώπους να αποκτηνώνονται. Πολλοί αξιωματικοί κλονίζονται ψυχικά από τις απάνθρωπες εκκαθαρίσεις στις οποίες αναγκάζονται να προβούν, ζουν με ηρεμιστικά ή αυτοκτονούν, βλέπουν το παράλογο του πολέμου αλλά από φόβο, προσωπικές φιλοδοξίες ή πίστη στον Χίτλερ δεν το καταγγέλλουν ανοικτά. Ο ναζισμός διαμέσου του αντιφασίστα κομισάριου ξεμπροστιάζεται μέσα σε ένα εξαιρετικά καλοσχεδιασμένο πλαίσιο, όπου συνδυάζονται και αντιτίθενται η πείνα του λαού και η χλιδή των αξιωματικών, η καχυποψία και η ιδιοτέλεια, ο αρριβισμός και η υποταγή στους ανωτέρους, η σήψη ενός συστήματος που κατέστρεψε την ανθρωπότητα.
            Το βιβλίο του Kerr συνδυάζει αινιγματική δράση και πολιτικό παρασκήνιο, αναπλάθει την εποχή με γκρίζα χρώματα και κρατάει όρθιο τον αναγνώστη. Γι’ αυτό είναι μια επιλογή για την οποία δεν μετανιώνεις.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 18/2/2014. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο προέρχονται από τα: czechmatediary.com, www.cte-mortoneast.org, www.mirror.co.uk, www.ww2shots.com και www.tripadvisor.com]
            Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 19, 2014

“Ο φάρος” της Alison Moore

Αφιέρωμα: Βρετανική και ιρλανδική λογοτεχνία (3). Αφού ζω σε φάρο και μέρα-νύχτα αγναντεύω το πέλαγος και τον Θεό, είπα να διαβάσω ένα βιβλίο με ανάλογο τίτλο. Ο φάρος θα μπορούσε να είναι σημείο φωτός ή όριο απομόνωσης, μεταίχμιο ζωής και θανάτου ή ανάστημα του ανθρώπου προς τον ουρανό. 
 
 
Νες με άρωμα πραλίνα:
Alison Moore
“The Lighthouse”
2012
Ο φάρος
μετ. Α. Δημητριάδου
εκδόσεις Ίκαρος
2013  

            Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον τρόπο που θα ήθελε κάθε αναγνώστης, για να πειστεί ότι έχει να κάνει με μια σοβαρή συγγραφέα. Με σταθερή γλώσσα, με ύφος στιβαρό, με την αφήγηση να ισορροπεί τα εξωτερικά και τα εσωτερικά γεγονότα, καθώς παρακολουθεί τον Φουθ να αρχίζει το ταξίδι-του από τη γενέτειρα Βρετανία στην ηπειρωτική Ευρώπη.
            Κέντρο της όλης ιστορίας είναι αυτός ο Φουθ και εμμέσως το μικρό μπουκαλάκι άρωμα που κουβαλά, ένα μπουκαλάκι σε σχήμα φάρου το οποίο όμως είναι κενό. Ένας συμβολισμός ορθώνεται εξ αρχής σ’ αυτόν τον μικρό φάρο, που τονίζεται περισσότερο με τον ομώνυμο τίτλο. Ο Φουθ ταξιδεύει προς τη Γερμανία, απ’ όπου κατάγεται ο πατέρας-του, ένα ταξίδι που το είχε ξανακάνει μαζί-του μικρός, ένα ταξίδι που τον βγάζει μακριά από τον πρόσφατο χωρισμό-του με την Άντζελα. Στον δρόμο-του συναντά, σε πραγματικό χρόνο ή σε παρελθόντα, τον Καρλ, την Έστερ, τον Κένι, στιγμές σε μια αλυσίδα συναντήσεων και αναμνήσεων, κόμβων αυτογνωσίας και κρίκων αφύπνισης. Ο Φουθ παραμένει όμως σιωπηλός και εσωστρεφής…
            Η καλοσμιλεμένη αφήγηση καταφέρνει και συνδέει σχεδόν ανεπαίσθητα το παρόν με το παρελθόν. Ο Φουθ θυμάται την πρώτη-του γυναίκα, την Άντζελα, πώς γνωρίστηκαν και τα σχετικά, ενώ συνεχίζει το ταξίδι που φέρνει νέες μικρές εμπειρίες και επαναφέρει μνήμες. Η Έστερ, ξενοδόχισσα στη μικρή πόλη του Χελχάουζ (που σημαίνει «φάρος»!), κάνει τις καθημερινές δουλειές-της και ενδιάμεσα παρεισφρέουν αναμνήσεις από τον άνδρα-της, τον Μπέρναρντ. Ο Φουθ συμπεριφερόταν στις γυναίκες σαν να επρόκειτο για τη μητέρα-του, η Έστερ γνώρισε τον σύζυγό-της, ενώ προηγουμένως τα είχε με τον αδελφό-του. Κι οι δυο έζησαν ένα είδος υπολανθάνουσας αιμομιξίας με άξονα ένα μικρό μπουκαλάκι άρωμα βιολέτα σε σχήμα φάρου.
            Η Μουρ ξέρει επίσης να αποδίδει, σχεδόν νατουραλιστικά, τα αντικείμενα και τα πρόσωπα. Οι περιγραφές-της δεν είναι καθόλου εξιδανικευμένες, αλλά σκιαγραφούν με ωμότητα λ.χ. ασπρουλιάρικα δέρματα και χαλαρωμένα μπούτια ή άλλες λεπτομέρειες σε έναν μυθιστορηματικό κόσμο, όπου το καθημερινό συναντά το ρεαλιστικά ασυνήθιστο. Ωστόσο αγνοεί τελείως το γερμανικό σκηνικό και αδιαφορεί, πέρα από την μπίρα, να το περιγράψει γλαφυρά, ώστε να εντάξει την ιστορία σε μια ρεαλιστική σκηνογραφία. Άλλη μια βρετανοκεντρική αφήγηση…
            Τελικά, βούλιαξα σε μια αργή αφήγηση που, ενώ ανανεώνεται με τις αναδρομές, δεν παύει να τελματώνεται. Οι αργές περιδιαβάσεις του Φουθ, οι αργοκίνητες βάρκες της σκέψης-του, οι εμβόλιμες αναδρομές επιδιώκουν να ορίσουν την προσπάθεια της συγγραφέως να αναδείξει τον κενό αρώματος φάρο σε σύμβολο μιας άδειας ζωής. Το γκρίζο άφωτο περιβάλλον τόσο του Φουθ όσο και της Έστερ, όπου η στάσιμη ζωή-τους αντανακλά το μουντό παρελθόν-τους, δίνει ένα κείμενο στατικό και λιμνάζον.  

[Δανείστηκα τις φωτογραφίες για τη σημερινή ανάρτηση από: thehappinesszone.hoop.la, luvparfum.com, wisetrips.blogspot.com, www.webmd.boots.com και bloggingonthebrightside.wordpress.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, May 15, 2014

“Ζωή μετά τη ζωή” της Kate Atkinson

Αφιέρωμα: Βρετανική και ιρλανδική λογοτεχνία (2). Στη ζωή υπάρχουν συνήθως περιορισμένες επιλογές, τις οποίες όποιος πάρει, δύσκολα μπορεί να τις αλλάξει εκ των υστέρων. Στη λογοτεχνία η διερεύνηση ποικίλων εκδοχών του βίου μπορεί να δώσει εξαίσιες ιστορίες… 
 
 
Στιγμιαίος καφές με μόκα:
Kate Atkinson
“Life after Life”
Doubleday 2013
Ζωή μετά τη ζωή
μετ. Μ. Γκανά
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013

            Ο χρόνος και η χρήση-του είναι βασική έγνοια των μοντερνιστών, οι οποίοι προσπάθησαν να συλλάβουν την υφή-του, να διερευνήσουν την αίσθηση που αφήνει και τις επιδράσεις στη ζωή του ανθρώπου και να τον διασταυρώσουν με άλλες συνιστώσες-της, όπως ο χώρος, η ιστορία, η μηχανή κ.ο.κ. Από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ μέχρι το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα και η σχέση του παρελθόντος με το παρόν, οι συγγραφείς του 20ού αιώνα έθεσαν πολλές φορές τον χρόνο στο μικροσκόπιό-τους και τον ανέλυσαν με κάθε τρόπο.
            Η Βρετανίδα Kate Atkinson δουλεύει ανάλογα πάνω σε μια πολύ έξυπνη ιδέα: το πώς θα μπορούσαμε να ξαναζήσουμε τη ζωή-μας, αν ήμασταν σε θέση να την επαναλάβουμε και να “διορθώσουμε”, συνειδητά ή ασύνειδα, την πορεία-της. Το ερώτημα παραπέμπει σε ένα πιθανολογικό “αν”, που μου θύμισε μια πρόσφατη ελληνική ταινία, το «Αν» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, η οποία αξιοποιεί, έστω και ρηχά ερωτικά και αβαθώς καλλιτεχνικά, παρόμοια σύλληψη. Στην ταινία η ιστορία διχάζεται ανάμεσα σε δύο πιθανές εκδοχές που κινούνται –ας πούμε- παράλληλα, ενώ στο βιβλίο της Άτκινσον η ιστορία ξαναγράφεται και ξαναγράφεται σε ένα ατέρμονο παλίμψηστο που σβήνει και ξαναγράφει τον χρόνο.
            Η Ούρσουλα πεθαίνει στη γέννα έναν Νοέμβρη του 1910
            ή η Ούρσουλα γεννιέται τελικά από έγκαιρη έλευση του γιατρού και μεγαλώνει σε μια πλούσια οικογένεια της Αγγλίας τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ώσπου τον Ιανουάριο του 1915 η μικρή κοπελίτσα επιχειρεί να πιάσει την κούκλα-της και πέφτει στο κενό…
            ή την προλαβαίνουν πριν περάσει από το ανοικτό παράθυρο. Έτσι, μεγαλώνει ανάμεσα στα τρία αδέλφια-της, ενώ ο πατέρας-τους Χιου λείπει στον πόλεμο, ώσπου έρχεται το τέρμα του πολέμου, αλλά η οκτάχρονη πλέον Ούρσουλα πεθαίνει από γρίπη τον Νοέμβριο του 1918
            ή το 1947, όταν αργοσβήνει στο κρεβάτι-της, λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο…
            Για να μην τα πολυλογώ, η Ούρσουλα μεγαλώνει, πεθαίνει πολλάκις αλλά αφηγηματικά μπορεί να γλιτώνει, ζει, παντρεύεται, μένει έγκυος, κάνει φιλίες, σχέσεις, βρίσκει δουλειά. “Πόσο τεράστια είναι η διαφορά ανάμεσα στο πεθαίνω και το σχεδόν πεθαίνω”, αναρωτιέται κάποια στιγμή. Κι είναι αυτό το συνεχές τραμπάλισμα μεταξύ του θανάτου, που βάζει τέρμα στα πάντα, και της συνέχειας της ζωής, που δίνει παράταση σε όσα θέλει να κάνει η πρωταγωνίστρια. Η ζωή-της μπλέκεται με τους βίους των άλλων αλλά και με τα ιστορικά γεγονότα, όπως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την πορεία μιας Βρετανίδας μέσα σ’ αυτόν. 
            Η ζωή είναι ένα άνυσμα με τέρμα τον θάνατο, ο οποίος περιγράφεται να έρχεται σαν ένα αθόρυβο σκοτάδι (αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συνυποδηλωτικά, όπως και η «μαύρη νυχτερίδα», για να δηλωθεί το τέλος της ζωής). Οι πιθανότητες να ζήσει κανείς και να γεράσει φαίνονται μικρές, όσο η πρωταγωνίστρια πεθαίνει από διάφορες αιτίες ή σώζεται χάρη σε ανεπαίσθητα μειδιάματα της τύχης. Ο θάνατος είναι μια πιθανότητα που φράζει τον χρόνο ή η ζωή σαν ποτάμι μπορεί να ελίσσεται αποφεύγοντας τα εμπόδια;
Η Άτκινσον, για να παρακολουθήσει τη διπλή πορεία του χρόνου, ακολουθεί δύο αφηγηματικούς ρυθμούς. Από τη μία, συντάσσεται πλήρως με τον ρεαλισμό και διηγείται αργά, με λεπτομέρειες έστω κι αν τα κεφάλαια είναι μικρά, με αργοβάδιστο τέμπο, με σκηνές που δεν έχουν άλλο λόγο παρά μόνο να απλώσουν την αφήγηση και να βάλουν τον αναγνώστη στο κλίμα της ιδιωτικής ζωής αλλά και της ιστορίας. Από την άλλη, με συνεχείς αναδρομές, με χρονικά πετάγματα, με σύντομες παρεκβάσεις, πηγαινοέρχεται από το σήμερα στο άλλοτε, διασπώντας την ευθύγραμμη πορεία της αφήγησης με φωτοβολίδες που φωτίζουν το παρελθόν. Και ενδιάμεσα ρίχνει την ιδέα του déjà vu, εμβάλλοντας τη σκέψη μήπως η Ούρσουλα μεταβαίνει στον χρόνο και νομίζει ότι βιώνει θανάτους που ποτέ δεν έζησε.
Το μυθιστόρημα βέβαια ξεχειλίζει, σαν κοιλιά έξω από το παντελόνι, απλώνεται, βρίσκει αφορμή από τις ποικίλες συνέχειες που έχει η συγγραφέας σκαρφιστεί και ρέει απρόσκοπτα, πισωγυρίζει και ξαναξεχύνεται σε ένα αδιάκοπο άπλωμα. Γι’ αυτό αυτή η σχοινοτενής αφήγηση και επανάληψη γίνεται κουραστική, όπως γράφει και η Χριστίνα Παπαγγελή. 

[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από: www.azcentral.com, www.lifo.gr, www.polyvore.com, www.fashionsnewz.com, eofdreams.com και www.learning-mind.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 12, 2014

“Αρχαίο φως” του Τζων Μπάνβιλ

Αφιέρωμα: Βρετανική και ιρλανδική λογοτεχνία (1). Ο πρώτος έρωτας και μάλιστα με μια ώριμη γυναίκα συνδέεται σε μια εναλλαγή παρόντος-παρελθόντος με τη μεσήλικη φάση της ζωής ενός ηθοποιού. Όταν ποικίλες γυναίκες βγαίνουν ξαφνικά από τη ζωή-του, ο αφηγητής αρχίζει να αναρωτιέται τι πραγματικά συνέβη και τι επινοείται από το μυαλό. 
 
 
Ιρλανδικός καφές με μπράντι:
John Banville
“Ancient Light”
2012
Τζων Μπάνβιλ
Αρχαίο φως
μετ. Τ. Κοβαλένκο
εκδόσεις Καστανιώτη
2013  

            Ο έρωτας ενός δεκαπεντάχρονου προς τη μητέρα του φίλου-του και ακόμα περισσότερο η αποπλάνησή-του από αυτήν θα περίμενε κανείς να είναι το περιεχόμενο μιας φτηνής πορνοταινίας ή ενός μπεστ-σέλλερ που θα προκαλούσε τα ταπεινά ένστικτα του αναγνώστη. Κι όμως ένας μεγάλος συγγραφέας της Ιρλανδίας καταπιάνεται μ’ αυτό το θέμα με όλη την ποιότητα της γραφής-του αλλά και όλη τη μαεστρία της τέχνης-του.
            Αν το ψάξει λίγο περισσότερο κανείς, θα αντιληφθεί ότι δεν είναι αυτό το κέντρο του μυθιστορήματος, όπως εν αρχή φαίνεται. Η αποπλάνηση είναι η ζουμερή αφορμή για να μιλήσει ο συγγραφέας για τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη κατασκευάζει το παρελθόν. Στην ουσία ο ηλικιωμένος ηθοποιός Αλεξάντερ Κλιβ επιχειρεί να θυμηθεί τον πρώτο άγουρο έρωτα και τη μύησή-του στον σαρκικό έρωτα από την τριανταπεντάχρονη κυρία Γκρέι. Αυτό όμως που θυμάται δεν είναι (και αυτό φαίνεται σχεδόν σε κάθε σελίδα) σίγουρο, προϊόν μιας αντικειμενικής μνήμης αλλά το πεποιημένο αποτέλεσμα της ασθενούς μνήμης-του, της διαμορφωμένης μετά πενήντα χρόνια συνείδησής-του, της υποκειμενικής φαντασίας-του, της εκλογίκευσης και άλλων νοητικών διεργασιών με τις οποίες επεξεργάστηκε τα πραγματικά γεγονότα. Αυτά που μας εξιστορεί είναι ασφαλώς η προβολή στο μυαλό-του όσων πραγματικά συνέβησαν και τελικά μόνο η πρισματική ανάλυσή-τους που δεν είναι καθόλου φερέγγυα.
Στο ίδιο παραπέμπει και μια ταινία στην οποία καλείται να παίξει ο Κλιβ που θα ονομάζεται “Η Επινόηση του παρελθόντος” και αφορά στη ζωή του Άξελ Βάντερ. Η ταινία υπαγορεύει την έννοια του αρχείου και την κατασκευή της βιογραφίας, και κατά συνέπεια της πραγματικότητας. Μέσω αυτής και της τωρινής ζωής του Κλιβ, ειδικά η απώλεια της κόρης-του, συνδεόμαστε ανά τακτά διαστήματα με το παρελθόν, εκείνο το πεντάμηνο της ερωτικής-του σχέσης με την κυρία Γκρέι, κι έτσι βλέπουμε από δύο πλευρές τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος, υποσυνείδητα (η μνήμη) ή συνειδητά (η τέχνη) αναπλάθει ή πλάθει εξ αρχής την ιστορία (προσωπική ή συλλογική).
Όσο προχωρά το έργο, τόσο περισσότερο διάφορα νήματα απλώνονται μέσα από τις σελίδες-του προς άγνωστες κατευθύνσεις. Πώς θα αποκαλυφθεί η ερωτική σχέση του νεαρού Αλεξάντερ με τη ευυπόληπτη κυρία Γκρέι; Θα μπορέσει να την ξαναβρεί μετά από πενήντα χρόνια; Τι ίχνη άφησε η αυτοκτονία της κόρης-του Κας; Γιατί προσπάθησε να αυτοκτονήσει η συμπρωταγωνίστριά-του Ντον Ντέβονπορτ; Κι όλα αυτά τα νήματα θα βρουν μια κοινή συνισταμένη να συνδεθούν ή θα αφήσουν τον αναγνώστη μετέωρο να εικάζει μέχρι τέλους;
Το συγκινητικό τέλος δεν μου δίνει απαντήσεις σε όλα αυτά. Ίσως μια εξήγηση να είναι ότι από μικρός βίωνε την απώλεια στις σχέσεις-του με τις γυναίκες, πρώτα η απώλεια της κυρίας Γκρέι, μετά της κόρης-του, πρόσφατα της συμπρωταγωνίστριάς-του… Πολλά τα κενά μιας τέτοιας ερμηνείας, αφού αφενός πρόκειται για άλλου είδους σχέσεις και αφετέρου η γυναίκα-του ήταν πάντα εκεί. Τέλος πάντων κρατώ την καλογραμμένη ιστορία και το ύφος του Μπάνβιλ που, έστω κι αν έχει πάμπολλα επίπεδα σημεία, δείχνει τι μπορεί να κάνει. Θέλω να διαβάσω τη “Θάλασσα”. Δείτε και την ανάγνωση της Αναγνώστριας.  

Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 19/2/2014. Οι φωτογραφίες ελήφθησαν από: www.alt-market.com, www.all4women.co.za, www.popularmechanics.com, moblog.whmsoft.net και www.theguardian.com.

Πατριάρχης Φώτιος