Monday, April 28, 2014

Χαρτί, μελάνι και φωνές: Τσίγκας, Χατζηκωνσταντίνου, Καρακάσης

Σε τι διαφέρει ένα καλογραμμένο κείμενο από ένα κορυφαίο; Μέσω τριών βιβλίων ίσως βρήκα μια άκρη, τριών βιβλίων που δεν είναι κακά, αλλά συνάμα κάτι τους λείπει για την απογείωση. Μετά τις “δημόσιες ιστορίες  του Δημήτρη Χριστόπουλου, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου στείλει το έργο-του, τρεις άλλοι φίλοι του Βιβλιοκαφέ με τίμησαν με την εμπιστοσύνη-τους. Πρόκειται για αναγνώσεις που γέμισαν τον χρόνο-μου, που μπήκαν στο ρεπερτόριο του κομοδίνου-μου, που τρύπωσαν στα διαλείμματα της καθημερινότητας. 

Νώντας Τσίγκας, “Εποχιακός διανομέας”, εκδόσεις Πανοπτικόν, 2013 

Τα διηγήματα του Τσίγκα είναι γραμμένα σε μια γλώσσα συμπυκνωμένη, στιβαρή, με πολλές συνυποδηλωτικές εκφορές, που παρακολουθεί την ιστορία με τον βαρύ εξοπλισμό-της. Αυτή η γλώσσα δηλώνει σκέψη και ζύμωμα, αλλά ταυτόχρονα υπηρετεί μια ανάλογη αφήγηση, όπου ο χρόνος δεν πλατειάζει, πυκνώνει και αραιώνει εύρυθμα.
Η θεματική παραπέμπει σε αξίες του παρελθόντος κι ίσως αυτό ηχεί μια νότα επιφύλαξης, όχι τόσο επειδή τα διαχρονικά θέματα δεν πρέπει να υπάρχουν στη λογοτεχνία όσο επειδή ο τρόπος χειρισμού-τους παραπέμπει σε νοσταλγικές νοοτροπίες και αισθητικές, που φυσούν εν μέρει μια παλιομοδίτικη αύρα. Το κλίμα οδηγεί σε ένα γραφικό (με την καλή έννοια) παρελθόν, πιο γνήσιο, πιο ανόθευτο, πιο αυθεντικό που επαναφέρει στο σήμερα αξιοπρόσεκτες στιγμές και αξίες.
Λίγη ποιητικότητα, ειδικά στα κείμενα για τον Καρούζο, πολύ στάσιμο βήμα, που μου θύμισε σε μερικά σημεία Γιώργο Ιωάννου, μια γενικότερη στοχαστική στάση προς τη ζωή, αλλά λιγότερη δράση. Είναι αυτή η μορφή διηγημάτων, ή καλύτερα πεζογραφημάτων, κατά την οποία η ιστορία παίζει περιφερειακό ρόλο, είναι πιο πολύ η αφορμή, ενώ πρωτεύουσα θέση έχει το σχόλιο, η ανάμνηση, οι συνειρμοί, η φόρτιση που προκαλούν τα γεγονότα και όχι αυτά καθαυτά τα γεγονότα.
Το μικρό αυτό βιβλιαράκι, παρότι αυτοέκδοση, πληροί όλες τις προδιαγραφές ενός καλαίσθητου τόμου. Είναι το μεράκι ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία, ξέχωρα από πωλήσεις και φήμη. 

Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου, “Ετούτο είν’ ωκεανός”, εκδόσεις Ταξιδευτής, 2013 

Τι επιδιώκει ένας άνθρωπος όταν βάζει το χαρτί μπροστά-του (το πληκτρολόγιο πλέον) και αρχίζει να ρίχνει σκέψεις στο χαρτί; Αυτό το βασικό ερώτημα καλείται συχνά να απαντήσει ο αναγνώστης, όχι επειδή αυτό θα τον δεσμεύσει αλλά επειδή αναρωτιέται τον σκοπό, την πρόθεση, το κίνητρο ενός συγγραφέα. Ο ίδιος βέβαια ο αναγνώστης θα βάλει τη δική-του φωτιά σ’ αυτό, για να το κάψει ή να το φωτίσει.
Το μυθιστόρημα του Χατζηκωνσταντίνου ξεκινά με έναν φόνο στο ερημικό ταβερνάκι του χωριού, τον φόνο του Κυριάκου Παλαιολόγου. Κι έπειτα μεταφέρεται στην περιπετειώδη ζωή του μικρού, φτωχού, ατίθασου Σάββα, που έρχεται στην Αθήνα από το χωριό-του. Μπλέκει με παρέες, κάνει ληστείες, βυθίζεται στον κόσμο των ναρκωτικών και της νύχτας. Η πορεία-του σαν ελληνική ταινία δραματικού περιεχομένου συγκλίνει ώσπου συναντιέται με αυτή του Κυριάκου.
Δεν ξέρω ποιος πόνος έκανε τον συγγραφέα να απλώσει τις σειρές πάνω στη λευκή κόλα. Όμως όσο κι αν βιωματικά μπορεί να αγγίζει πολλούς και ενδέχεται να θυμίσει παραστρατήματα και ασωτίες, λογοτεχνικά μένει σε μια ρηχή αφήγηση, παρωχημένη και παλιομοδίτικη, δεν ρισκάρει, δεν σηκώνει το βίωμα σε επίπεδο αισθητικής αποτύπωσης. 

Νίκος Καρακάσης, “Who the hell is Max?”, εκδόσεις Σαΐτα, 2014 

Το κείμενο του Καρακάση ανήκει στη γραμμή των λογοτεχνικών έργων που δεν προσωποποιούν τους χαρακτήρες-τους (εκτός φυσικά από τον Μαξ), αλλά προσπαθούν να στήσουν μια αλληγορία απρόσωπη και διαχρονική. Θυμάμαι ενδεικτικά στο στυλ της παρωδίας ως σατιρικής κριτικής της τρέχουσας επικαιρότητας τηνΕξέγερση των νεκρών του Θανάση Καρτερού.
Στο μυθιστόρημα του Καρακάση τα χαρτονομίσματα της χώρας μετατρέπονται ξαφνικά και αναίτια σε σκόνη, δείχνοντας μεταφορικά ότι το χρήμα είναι αέρας, ατμός, φύλλο, σκόνη. Ο πανικός που διαπερνά τους πάντες αποκτά κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, δίνοντας στον συγγραφέα τη δυνατότητα να καταδείξει τη σήψη και την πολιτική ανικανότητα, την αποτυχία του τραπεζοπιστωτικού συστήματος, την αβασιμότητα των καπιταλιστικών καθεστώτων. Είναι μια αλληγορία που λύνεται τραγωδιακά με έναν από μηχανής θεό.
Η αλληγορία είναι εξ αρχής φανερή και ο αναγνώστης ξαναβλέπει το παρόν με όρους δημοσιογραφικούς, με όρους ρεπορτάζ αλλά και λογοτεχνικού δοκιμίου που στήνεται με εικόνες και παραδείγματα. Η απουσία όμως χαρακτήρων, ολοκληρωμένων και σάρκινων, αποδυναμώνει το κείμενο και το μετατρέπει σε ρηχή έως άνευρη μυθοπλασία. Από την άλλη, ο Μαξ εκπροσωπεί μια άλλη δύναμη που ξέρει τα πάντα και γι’ αυτό ανατρέπει τα συνηθισμένα και αποκωδικοποιεί τη ζωή των ανθρώπων. Κι αυτή η ανατρεπτικότητα είναι σίγουρα η πιο δυνατή επινόηση του βιβλίου, αφού κλονίζει το ρεαλιστικό και ταυτόχρονα συνηγορεί υπέρ του αλληγορικού. 

Πού είναι η διαφορά; 

Τα λογοτεχνικά έργα, που μου απέστειλαν οι φίλοι του Βιβλιοκαφέ, μου υπέβαλλαν έμμεσα ένα βασικό ερώτημα για το ποιόν της λογοτεχνίας: τι είναι αυτό που ξεχωρίζει το καλογραμμένο κείμενο από το κορυφαίο;
            Το πρώτο επιχειρεί να στήσει μια ιστορία πάνω στα βιώματα, προσωπικά ή φανταστικά, του συγγραφέα, χωρίς να μπορεί αυτό το σύμπαν να σταθεί μόνο-του. Το δεύτερο ξεφεύγει από τον ομφάλιο λώρο του δημιουργού-του και αυτονομείται νωρίς, στέκεται αυτοτελές, κρατά τους χυμούς-του χωρίς τη διάνοια του συγγραφέα. Το πρώτο είναι πιο πολύ μια εκτόνωση των εντάσεων που κουβαλά ο πεζογράφος, το δεύτερο είναι μια τεχνήεσσα λογοτεχνική ολότητα. Το πρώτο κοινοποιεί αναμνήσεις ή σκέψεις, το δεύτερο ποιεί, έστω κι αν στηρίζεται σε εμπειρίες και κοινωνικά συμφραζόμενα. Το πρώτο ανασυνθέτει, το δεύτερο συνθέτει, το πρώτο αποδίδει μια ιστορία που μπορεί να είναι καλογραμμένη, το δεύτερο ανάγει την ιστορία σε σταθμό κοινωνικού και αισθητικού ανοίγματος. Το πρώτο γράφει και ακολουθεί με συνέπεια τη σκέψη, το δεύτερο χωρίς να χάνει την αλληλουχία της γραφής ίπταται παραπάνω.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που μου εμπιστεύθηκαν τα έργα-τους!

[Οι εικόνες της ανάρτησης έχουν ληφθεί από: www.digitalbookworld.com, xeimwniatikhliakada.wordpress.com, www.greek-visiting.com, www.newwinemusic.com, www.zexh.com και s271.photobucket.com]

Πατριάρχης Φώτιος

 

Saturday, April 26, 2014

“δημόσιες ιστορίες” του Δημήτρη Χριστόπουλου

Όταν η ατομική ζωή αντανακλά πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους, τότε μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε το μικρό με τη διαχρονικότητα του μεγάλου. 
 
 
Καϊμακλίδικος καφές με ολίγη:
Δημήτρης Χριστόπουλος
“δημόσιες ιστορίες”
εκδόσεις Πηγή
Θεσσαλονίκη 2013 

            Δεκαέξι ιστορίες μικρού και μεσαίου μεγέθους. Λόγος σταθερός, καθαρός, μετρημένος, ελεγχόμενος, που εναλλάσσεται σοφά ανάλογα με το περιεχόμενο του διηγήματος: από τη ναυτική ιδιόλεκτο στους όρους του συνεργείου κι από τις κοφτές φράσεις της εξουσίας στον ψιλο-χαοτικό λόγο του φυλακισμένου.
            Οι περισσότερες αναφέρονται στην ατομική μοίρα προσώπων που δεν θα προκαλούσαν την προσοχή-μας, αλλά μέσω των ζωών-τους ο Χριστόπουλος βιδώνει και ξεβιδώνει τον κοινωνικό και πολιτικό κινητήρα της κοινωνίας-μας.
Το βάφτισμα ενός χρυσαυγίτη με τον φόνο ενός ξένου (ροτβάιλερ), η αστυνομία και ο ρόλος-της (ξέρει αυτός από δέντρα και λιπάσματα), τέσσερις κρατούμενοι συζητάνε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς (να ’στε καλά), ένας ήρωας του ’21, που διώχθηκε κατόπιν για τις ιδέες-του, ζητιανεύει σήμερα –με ένα διαχρονικό άλμα- στα σκαλιά της εκκλησίας (σδρου) είναι τα πολιτικά θέματα που αναφέρονται στην πολιτική χωρίς πολιτικούς. Κι από την άλλη, πλείστα κοινωνικά στιγμιότυπα ανατέμνουν το χαμηλό υπογάστριο της σήψης που μας υποσκάπτει ένδοθεν: η εύκολη συκοφαντία εναντίον ενός Αλβανού (G.O.A.T.), η ατομική ζωή που θυσιάζεται μπροστά στην επιτυχία (citius, altius, fortius), ο ασυμβίβαστος που όπως ανελίσσεται κοινωνικά ανέλιξη έτσι και ξεπέφτει στη ανεργία (κόντρα στον άνεμο επιβιώσαμε), οι κινήσεις ενός μεγαλοστελέχους για να επιβιώσει (ματωμένο μέταλλο) και φυσικά στη ζυγαριά της ζωής μετράει πιο πολύ το παιδί-του παρά η δουλειά-του (συμφωνία τρόμου).
Το δεύτερο διήγημα, η “συμφωνία τρόμου”, ίσως είναι και το καμάρι του συγγραφέα. Από την αρχή μου άρεσε η υπαρξιακή-του κοψιά και η ανθρώπινή-του κορύφωση. Αφηγηματικά ανεβαίνει ωραία, με κλιμάκωση, μέχρι το τέλος και ιδεολογικά προάγει τον ανθρώπινο παράγοντα αντί για το χρήμα και την εργασία. Επίκαιρο, όσο κι αν θα φανεί παλιομοδίτικο στο μήνυμά-του  (ο καλός μπαμπάς που νοιάζεται πιο πολύ για την κόρη-του παρά για τη θέση εργασίας), αλλά εμένα αυτό δεν με ενοχλεί σε γενικές γραμμές. Κείμενο στακάτο, καθόλου φλύαρο, με κατάλληλους τόνους στην ατμόσφαιρα και στη σκιαγράφηση της ιστορίας.
            Αλλά και τα άλλα διηγήματα, εν μέρει ελλειπτικά χωρίς αόριστα κενά, διακρίνονται από τη λανθάνουσα συσσωρευμένη ένταση που άλλοτε ξεσπά κι άλλοτε όχι. Στο “ξέρει αυτός από δέντρα και λιπάσματα” η αποσπασματικότητα συντονίζεται με τη μετακίνηση της κάμερας σε διαφορετικά σκηνικά, γκρο πλαν στα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κλίμα μέσω των κοφτών πλάνων. Άλλες ιστορίες εστιάζουν στον ανθρώπινο και συγκινητικό τρόπο με τον οποίο οι ήρωες ζουν ιδεαλιστικά τη ζωή-τους κι άλλες στην κοινωνική μοίρα που έρχεται να τους σαρώσει.
Αυτό που μένει από τα διηγήματα του Χριστόπουλου είναι στιγμές υψηλής φόρτισης που η σημερινή πραγματικότητα γεννά, ανθρώπινες ματιές σε έναν κόσμο αλλοτριωμένο από την μύχια φύση-του και αλλοιωμένο από την εξέλιξη, ένα είδος διάψευσης, νοσταλγικά πλασμένης, μια ζεστή θαλπωρή που δεν μπορεί να κρατήσει όμως πολύ έξω από τις σελίδες της συλλογής. Φταίει ο ήπιος χαρακτήρας-τους που δεν τσεκουρώνει την ψυχή, για να αναβλύσει η αγανάκτηση; Φταίει ο ελαφρώς διακρινόμενος φιλολογικός τόνος που σκιάζει τη γραφή; Ίσως φταίει εντέλει ο αναγνώστης που παρασύρεται από το πνεύμα του 21ου αιώνα και βλέπει στα μικρά αυτά κείμενα την αύρα άλλων εποχών.
 
Θέλω να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Χριστόπουλο που μου εμπιστεύθηκε τη συλλογή-του πριν καλά καλά κυκλοφορήσει. Το κείμενό-μου πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 15/4/2014. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση αντλήθηκαν από τα: www.pygmi.gr, tvxs.gr, www.theguardian.com, www.mappery.com και xristianos.gr.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, April 23, 2014

Μνήμη Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Όταν πεθάνει ένας δημιουργός, είναι ευκαιρία να αναλογιστούμε το έργο-του και την προσφορά-του με πιο αντικειμενικούς όρους (εννοώ με όρους απόστασης). Όταν πεθάνει ένας αναγνωρισμένος δημιουργός, μπορούμε να θέσουμε πιο σίγουρα το έργο-του στην ιστορική-διαχρονική δημιουργία του ανθρώπινου πνεύματος και να σταθμίσουμε την ιεραρχική-του αξία.
            Ο Gabriel Garcia Marquez γεννήθηκε πριν από 87 χρόνια, το 1927 στην Κολομβία, σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες, εργάστηκε επί μακρόν ως δημοσιογράφος, και πέθανε πριν από λίγες μέρες στο Μεξικό, όπου διέμενε. Το πρώτο-του διήγημα δημοσιεύτηκε το 1967, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός με ένα από τα κορυφαία έργα όλων των εποχών, τα “Εκατό χρόνια μοναξιάς”, που κυκλοφόρησε το 1967. Βλέπουμε λοιπόν πως κάθε είκοσι χρόνια ο Μάρκες ανεβαίνει επίπεδο και καθιερώνεται όλο και περισσότερο. Το 1982 μάλιστα βραβεύεται με το βραβείο Νόμπελ. Τα βασικά έργα-του είναι:
  • La hojarasca (1955) [ελλ. μετ. “Ανεμοσκορπίσματα”, μετ. Κ. Σωτηριάδου - Μπαράχας, εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 1983]
  • El coronel no tiene quien le escriba (1961) [ελλ. μετ. “Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει”, μετ. Κ. Σωτηριάδου-Μπαράχας, εκδοτικός οίκος Α.Α. Λιβάνη, 1983]
  • La mala hora (1962) [ελλ. μετ. “Η κακιά ώρα”, μετ. Κ. Σωτηριάδου-Μπαράχας, εκδοτικός οίκος Α.Α. Λιβάνη, 1983]
  • Los funerales de la Mamá Grande (1962) [ελλ. μετ.  “Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα”, μετ. Σ. Τσακνιάς, Κ. Σωτηρίου, Νεφέλη, 1982]
 

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες θεωρείται
Rob Gonsalves
βασικός εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, ενός ρεύματος της λογοτεχνίας που στιγμάτισε τη λατινοαμερικάνικη πεζογραφία και όχι μόνο. Εκεί, ενώ όλα βαίνουν σε μια ρεαλιστική πραγματικότητα, απόλυτα σύμφωνη με τους κανόνες της λογικής, παρεμβαίνουν στοιχεία του φανταστικού, που εισέρχονται από μια παράλληλη (μεταφυσική) πραγματικότητα. Στην ουσία η λογοτεχνία αυτή στηρίζεται στον λαϊκό κόσμο της Νότιας Αμερικής, που συνδυάζει το καθημερινό με το μεταφυσικό, και με την αίσθηση της πραγματικότητας που δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τον ορθολογισμό.
Τα θέματα του Μάρκες ξεκινούν από τον λαϊκό τρόπο ζωής που καταθέτει μια άλλη βίωση της πραγματικότητας και ανάγονται σε βαθύτερα ζητήματα, όπως η μοναξιά, η βία, η σύγκρουση λογικής και φαντασίας. Τα έργα-του, παρά το όργιο φαντασίας και ουτοπίας, διακρίνονται κι από μια νοσταλγία, μια ματαιότητα, μια υπολανθάνουσα θλίψη.
Το σημαντικότερο μυθιστόρημά-του, το “Εκατό χρόνια μοναξιάς”, εκτοξεύει στα ύψη το μαρκεσιανό μαγικό σύμπαν, όπου οι κάτοικοι ενός χωριού του Μακάντο και πιο συγκεκριμένα εφτά γενιές μιας οικογένειας περνάνε από τον απλό καθημερινό τρόπο ζωής σε άλογες καταστάσεις (τρώνε χώματα, συναναστρέφονται με νεκρούς κ.ο.κ.). Αυτό που χαίρεσαι πραγματικά –και δεν είναι λίγο- είναι η πλουμιστή ποιητικότητα, η περιγραφή του υπερφυσικού γραπωμένη στενά απ’ τον ρεαλισμό του πραγματικού, η πρόκληση των λεπτομερειών και η κυμαινόμενη φαντασία της πένας του συγγραφέα. Παράλληλα, έμμεσα ή άμεσα, η ιστορία και η πολιτική της Κολομβίας διαπερνά την αφήγηση, ενώ ένα είδος μοίρας κανοναρχεί τη ζωή και τις αντιλήψεις των κατοίκων. Το τέλος του βιβλίου, πέρα από ένα αίσθημα μελαγχολίας που αφήνει, δείχνει και τον υψηλό βαθμό ευφυΐας του Μάρκες.
Φυσικά, το έργο που ανταποκρίνεται περισσότερο σ’ αυτό το ιστολόγιο αποτελεί “Το φθινόπωρο του Πατριάρχη”, αφού αναφέρεται σε μένα!!! Σοβαρά τώρα, η ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν μονάρχη και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την εξουσία και τη μοναξιά. Καμία σχέση λοιπόν!!! Εξίσου γνωστό είναι “Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας”, στο οποίο ένας έρωτας γεννιέται και προδίδεται, χωρίς ποτέ να πάψει να διακρίνεται από τη ρομαντική αιωνιότητα που τον δημιούργησε.
Γενικά, μπορούμε να δούμε τον Μάρκες όχι μόνο για τη μαγική αφήγησή-του όσο και για τον πολιτικό ακτιβισμό-του. Οι καινοτόμες αφηγηματικές τεχνικές, η ώσμωση πραγματικού και φανταστικού, ο πλάγιος σχολιασμός της ιστορίας και της πολιτικής, η αντιδικτατορική φιλοσοφία-του αλλά και η προσπάθεια να διεισδύσει τα βαθύτερα στρώματα του ανθρώπου τον έκαναν έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
 
[Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο ελήφθησαν από: blogs.kqed.org, www.theguardian.com, www.manhattanrarebooks.com και ο πίνακας του Gonsalves είναι από το urbanpeek.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 14, 2014

Το Σπίτι-μου, ο ΦΑΡΟΣ

           
Ο φάρος δεν είναι απλώς το φωτεινό σημείο που σώζει καράβια από την πρόσκρουση στα βράχια, δεν είναι μόνο το φως που διασπά τη νύχτα και χαρίζει νότες ελπίδας, είναι και το μεταίχμιο μεταξύ στεριάς και θάλασσας, μεταξύ του στερεού και υγρού χώρου της υφηλίου.
 
 
            Ως προς τον πρώτο συμβολισμό-του, ο φάρος οδηγεί τα πλοία, δείχνει τη σωστή κατεύθυνση, βοηθά στον προσανατολισμό-τους. Κατ’ επέκταση, σηματοδοτεί την κατεύθυνση της ζωής και καθοδηγεί την πορεία του ανθρώπου. Σ’ αυτό το πλαίσιο οριοθετεί το λιμάνι και συμβολικά υποδέχεται τον θαλασσοδαρμένο σε μια φιλόξενη αγκαλιά. Γι’ αυτό το φως-του, που είναι καλοδεχούμενο μέσα στο σκοτάδι, οδηγεί σε σκέψεις περί φωτισμού, περί φωτός χαράς όπως το Άγιο Φως της Ανάστασης, περί του πλατωνικού φωτός που οδηγεί έξω από το σπήλαιο των αισθήσεων.
Και παράλληλα, είναι ένα σύνορο, ειδικά για όποιον μένει σ’ αυτόν, καθώς ορίζει τη στεριά και τη θάλασσα όλες τις ώρες της μέρας. Θα ήθελα να ήμουν επαγγελματίας φωτογράφος, για να περάσω στο ιστολόγιο φωτογραφίες από το δειλινό, από την ανατολή, από τη συννεφιά, από τη λαμπερή μέρα, από το σπάνιο χιόνι, από το παιχνίδι του ουράνιου τόξου, όπως όλα αυτά φαίνονται από το παράθυρο του φάρου-μου… Κοιτάς αριστερά, το ανοικτό πέλαγος και ο ορίζοντας του Καββαδία, κοιτάς δεξιά, η πετρώδης στεριά και ο δρόμος προς τον πολιτισμό.
Διαβάζεις κι ακούς το βιβλίο να έρχεται από τον βυθό μέσα-σου και από τον ουρανό στην ψυχή-σου. Τα παράθυρα του φάρου σε κάνουν να ξεχνιέσαι, αλλά συνάμα σε ταξιδεύουν όπου το βιβλίο υπαγορεύει, όπου τα συναισθήματα περιδινούν την καρδιά-σου. Διαβάζοντας κρατώ συντροφιά στη μοναξιά-μου και ταυτόχρονα τη γεμίζω με πάθη, σκέψεις, φωτεινές στιγμές, πλημμύρες, ανέμους και θύελλες.
Λογοτεχνικά ο φάρος χρωστάει πολλά στο περίφημο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Στο φάρο» (1927), το οποίο παραπέμπει σε μια νοσταλγικά ιδωμένη παιδική ηλικία. Στο ίδιο νεανικό κλίμα παραπέμπουν και μερικές σελίδες από το πρωτολειακό έργο του Μένη Κουμανταρέα «Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ», όπου ο φάρος είναι το σκηνικό μιας μετάβασης. Θα αναφέρω επίσης (στη σύντομη περιδιάβαση στους φάρους) και το πρόσφατα κυκλοφορημένο έργο της Alison Moore «Ο φάρος», φάρος που περιέχει πάλι την ιδέα μιας παλιάς ζωής που επανέρχεται στο προσκήνιο διά της μνήμης (γι’ αυτό θα μιλήσω σε προσεχή ανάρτηση).
Ποιοι άλλοι φάροι στέγασαν και φώτισαν τη λογοτεχνία; Θυμάστε έργα που σφραγίστηκαν από τη φωτεινή δέσμη ενός επιμήκους φάρου; Έχετε κατά νου ποιήματα που στάθηκαν στο ατρόμητο ύψος-του και έδωσαν ρυθμό στο τακτικό πήγαινε-έλα της ακτίνας-του;
Πείτε-τα…
Στον φάρο είδαν πολλοί τη μοναξιά της ζωής, είδαν ένα φαλλικό σύμβολο που ορθώνεται προς τον ουρανό, είδαν την άνοδο του ανθρώπου προς τον Θεό όπως οι μιναρέδες, είδαν την ασφάλεια μακριά από τα άγρια κύματα και την επικίνδυνη θάλασσα, είδαν την επιστροφή στην πατρίδα, είδαν τη φιλόξενη υποδοχή ενός απάγκιου, είδαν…
Αφιερώνω το ποστ στο σπίτι-μου, αυτές τις μέρες που παίρνω άδεια και γυρίζω στην Αθήνα,
Αφιερώνω στον φάρο το φως που περιμένουμε από την Ανάσταση,
Αφιερώνω στον φάρο όσα διαβάσματα με φώτισαν,
όσα με οδήγησαν μέσα στη νύχτα,
όσα με απέτρεψαν από ξέρες και υφάλους… 

Και σε στίχους μια πλούσια απόδοση συναισθημάτων που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς: 

Τον φίλο μου το φάρο, τον πιο παλιό
απ’ όλους μου τους φίλους τον πιο καλό
μες στο βαθύ σκοτάδι παρακαλώ,
φέξε τον νυχτωμένο μου μυαλό.

Φώτισε τ’ όνειρό μου να θυμηθώ
τη ρότα μου να πάρω, να ξαναβρώ
να λάμψει σαν αλήθεια, άνοιξε το φως
συ που `σαι τόσο μόνος κι είσαι σοφός.

Να λάμψει σαν αλήθεια, άνοιξε το φως
συ που `σαι τόσο μόνος κι είσαι σοφός.

{Στίχοι και Μουσική: Ορφέας Περίδης, Τραγούδι: Λιζέτα Καλημέρη}


[Η φωτογραφική πανδαισία, που στολίζει το ποστ (ή μήπως τελικά τα λόγια-μου συνοδεύουν τις βοώσες εικόνες;) και οφείλεται στους εξής ιστότοπους: readit2011.wordpress.com, 3otiko.blogspot.com, anestamidthorns.blogspot.com, www.alternativesante.com, www.dphotographer.co.uk, www.ethnos.gr, www.faroi.com, www.sfgate.com, www.λέσχη.gr , ντύνει με χρώματα όσα δεν μπορώ να πω με λέξεις. Ο φάρος φωτίζει και φωτίζεται από τις αποχρώσεις της φύσης, παίζει με τα νερά και καθρεφτίζεται σ’ αυτά, ορθώνεται στο κύμα και στον άνεμο]
Δεύτε, λάβετε Φως! 

Καλό Πάσχα
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, April 12, 2014

“Η αθανασία των σκύλων” του Κώστα Μαυρουδή και “Εκατό” του Γιάννη Ευσταθιάδη

Πώς αποφασίζουν οι συγγραφείς να στελεχώσουν τις συλλογές διηγημάτων-τους, ποιον άξονα θέτουν ως συνεκτικό δεσμό μεταξύ των μικρών κειμένων-τους;  
 

Φρέντο καπουτσίνο:
Κώστα Μαυρουδής
“Η αθανασία των σκύλων”
εκδόσεις Πόλις
2013 

Γιάννης Ευσταθιάδης
Εκατό
εκδόσεις Μελάνι
2013 

Μέσα στο 2013 κυκλοφόρησαν δυο συλλογές αφηγημάτων που έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά, λες και υπήρξε μια προ-συνεννόηση στον τρόπο που θα στήσουν οι δυο συγγραφείς τις παραλλαγές-τους. Και τα δύο βιβλία αποτελούνται από μικρά διηγήματα, δυο-τριών σελίδων κατά μέσο όρο το καθένα, που περιστρέφονται γύρω από έναν κοινό θεματικό άξονα, ενώ και τα δυο γράφτηκαν από ποιητές, οι οποίοι ξέρουν να χειρίζονται τη μικρή φόρμα αλλά και να παίζουν με τη γλώσσα, στην περιεκτικότητα και στην πολυφωνία-της. Ο Γιάννης Ευσταθιάδης έγραψε το “Εκατό”, όπου ενενήντα εννέα κείμενα πολιορκούν πανταχόθεν το 100, και ο Κώστας Μαυρουδής εκδίδει την “Αθανασία των σκύλων”, όπου εξήντα εννέα ιστορίες φιλοξενούν ένα κατοικίδιο για συντροφιά.
"Το άρρωστο αρνί" (1853)
του Richard Ansdell
Παρενθετικά αναζήτησα άλλα βιβλία που αποτελούνται από μικρά διηγήματα με κοινό άξονα, σαν δοκιμές πάνω στο ίδιο θέμα. Είναι πολύ λίγα και πρόχειρα βρήκα το βιβλίο του Θεμιστοκλή Πάνου “Αιφνιδίως... ... και μια επιστροφή” (2000) και το τομίδιο του Μιχάλη Γκανά “Γυναικών” (2010). Στην πρώτη συλλογή κεντρικό θέμα είναι ο θάνατος, που έρχεται αιφνιδίως και απότομα, ενώ στο βιβλίο του δεύτερου η γυναίκα, όπως είναι ή όπως την φανταζόμαστε, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Σημειωτέον ότι και ο Γκανάς είναι ποιητής και πειραματίζεται με τη μικρή φόρμα, που θέλει να είναι αψιά όσο και περιεκτική.

Η βασική διαφορά των δύο συλλογών (Ευσταθιάδη και Μαυρουδή) έγκειται στη φύση του υλικού-τους· το εκατό είναι πιο εύπλαστο, και ως εκ τούτου πιο πολύπλευρο, αφού είναι ταυτόχρονα έννοια και ποσότητα, αριθμός και λέξη, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και ως συστατικό παροιμιών, ρητών και στερεοτυπικών φράσεων και ως όριο μέτρησης. Ο σκύλος, από την άλλη, μπορεί να λειτουργήσει περισσότερο ως υπαρκτό “αντικείμενο” και λιγότερο ως σημαίνον.
Ο Μαυρουδής βάζει και βγάζει τους σκύλους-του μέσα από πίνακες, βιβλία, ιστορικά γεγονότα, καθημερινές σκηνές, τους εμφανίζει ξαφνικά σαν κομπάρσους ή τους εγκαθιδρύει στο κέντρο της ιστορίας-του, τους περιφέρει σαν αναγκαίο συστατικό της δράσης ή τους αφήνει στο περιθώριο σαν απαραίτητο ντεκόρ. Ταυτόχρονα ο σκύλος γίνεται σύμβολο, κλασικά, της πιστής προσήλωσης στον άνθρωπο, εμφανίζεται στο περιθώριο ιστορικών συμβάντων ή προσωπικών βιωμάτων, είναι το σήμα κατατεθέν ιστοριών στις οποίες δεν έχει ουσιαστικό ρόλο. Στην ουσία, το βιβλίο δεν αναφέρεται με φιλοζωικό πνεύμα στους σκύλους, αλλά τους χρησιμοποιεί ως πινελιά σε έναν μεγάλο πίνακα. Ίσως απ’ αυτήν την άποψη, το πρώτο διήγημα, το οποίο αναφέρεται στην παρουσία σκύλων σε μεγάλους πίνακες και απεικονίσεις ιστορικών γεγονότων, είναι ενδεικτικό.
Ο Ευσταθιάδης από την άλλη παίζει με το εκατό σαν παιδί που βρήκε ένα κύβο του Ρούμπικ και προσπαθεί να βρει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Ανεβοκατεβάζει το εκατό, το χρησιμοποιεί ως πρωταγωνιστή αλλά και ως κομπάρσο, το βλέπει ως έννοια αλλά και ως ρητορικό σχήμα, το εξάγει από την ιστορία αλλά και από τους βίους μεγάλων ανδρών, το προσαρμόζει στην καθημερινότητα αλλά και το αναζητά στη λογοτεχνία. Τα κείμενά-του είναι πιο μικρά, πιο τσεκουράτα και γι’ αυτό ίσως μπορούν να συμπυκνώσουν όλη τη δύναμη της λαιμητόμου σε ένα ακαριαίο χτύπημα.
Νομίζω ότι ο Ευσταθιάδης πετυχαίνει καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα. Απ’ τη μια, το εκατό εξακοντίζεται προς διάφορες κατευθύνσεις και λειτουργεί ιστορικά, λογοτεχνικά, βιωματικά, ενώ πολλές φορές έρχεται να δείξει τον όγκο-του ως λέξη, που έχει χιλιοφορεθεί σε στερεότυπες φράσεις. Τα διηγήματά-του γράφονται για να ξαναδούμε το κλισέ με άλλο μάτι. Από την άλλη, το “Εκατό” είναι πιο πολυφωνικό, ενώ “Η αθανασία των σκύλων” είναι πιο μονοεπίπεδο. Τα κειμενάκια του Ευσταθιάδη παίζουν με το ύφος, το είδος του λόγου, την αφήγηση, τον διάλογο, την ανωνυμία του αφηγητή μέχρι το καίριο τέλος, τους αιφνιδιασμούς κ.ο.κ. Τα κείμενα του Μαυρουδή αντίθετα είναι μονόχορδα, αφού εξιστορούν την ιστορία-τους, εστιάζοντας, πότε πότε στοχαστικά, πότε πότε φιλοσοφικά, στην υπόθεση και όχι στο ίδιο το διακύβευμα της γραφής.
 
[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από: www.thetowerofhope.org, www.theguardian.com, www.smh.com.au, www.zepros.fr και www.sherlockbones.com.au]
Πατριάρχης Φώτιος