Tuesday, July 30, 2019

Ελευθερία Κυρίμη, “Η θάλασσα στο χιόνι”


Τι απέγιναν οι φιμωμένοι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Φλώρινας; Μπορεί η νέα τάση της ιστοριογραφίας, που ονομάζεται “Προφορική Ιστορία”, να διεισδύσει στη σιωπή τους και να βγάλει λαβράκια; Και πώς θα αντιδράσει η τοπική κοινωνία σε όποιον σκαλίσει την αλήθεια;



Ελευθερία Κυρίμη
“Η θάλασσα στο χιόνι”
εκδόσεις Μεταίχμιο 
2019


Η συμφωνία των Πρεσπών κάνει επίκαιρη τη σχέση μας με τους Βορειομακεδόνες και τη σλαβική τους συνείδηση.

> Η Ελευθερία Κυρίμη γεννήθηκε το 1968. Μεγάλωσε στον Πειραιά όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η θάλασσα στο χιόνι είναι το πρώτο βιβλίο της.


Η τόλμη του βιβλίου και της συγγραφέως είναι μεγάλη. Και μόνο γι’ αυτό, και μόνο γιατί σόκαρε με την αλήθεια των εστιάσεών του, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί.

Η αφηγήτρια, η Γιώτα Κουράκου, αναλαμβάνει τα καθήκοντά της σε ένα Επαγγελματικό Λύκειο του νομού Φλωρίνης. Αναγκάζεται έτσι να αφήσει πίσω την οικογένειά της, να βρεθεί στο κρύο και αφιλόξενο τοπίο της ελληνοβορειομακεδονικής μεθορίου, να αντιπαλέψει στο δύσκολο περιβάλλον ενός τέτοιου λυκείου. Κι εκεί αποφασίζει να δώσει νόημα στη δική της ζωή, αλλά και να παρακινήσει τους μαθητές της να ασχοληθούν με ζεστά με την Ιστορία. Ιδρύει λοιπόν έναν Όμιλο Προφορικής Ιστορίας, μια μόδα των τελευταίων ετών, η οποία επικεντρώνεται σε απλούς αφανείς ανθρώπους που έζησαν την Ιστορία στην καθημερινότητά τους και τώρα μαγνητοφωνείται η φωνή της μαρτυρίας τους. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, αφορούν τη δίωξη των σλαβόφωνων πληθυσμών της περιοχής, οι οποίοι και λόγω σύνδεσής τους με τον κομουνισμό, είχαν μπει στην μπούκα των αρχών.

Η τόλμη της συγγραφέως έγκειται στο ότι καταπιάνεται με τη γλωσσική μειονότητα των σλαβόφωνων και τις διώξεις που υπέστησαν. Οι μαρτυρίες τους, που εντίθενται ενδιάμεσα στη βασική αφήγηση, προσπαθούν να αποδώσουν τη φωνή των ανθρώπων αυτών, ηλικιωμένων και σχετικά αγράμματων (βέβαια μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ θα έπρεπε να διατηρούν το αυτόνομο ύφος τους). Το θέμα είναι επίκαιρο και καυτό, γεγονός που κάνει το βιβλίο να αποκτά δυναμική.

Κι ενώ το θέμα του βιβλίου είναι πολύ hot, η δομή του κάνει κοιλιά, καθώς δεν οδηγεί σε κορύφωση. Η εκδήλωση της καθηγήτριας και των παιδιών της ματαιώνεται βίαια… Αλλά αυτό το κομβικό σημείο δεν οδηγεί στο ζενίθ μιας σύγκρουσης, αλλά άνευρα καταλήγει σε μια ηττημένη λύση. Τα προβλήματα αυτά τελικά βάζουν μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι θα μπορούσε η φιλόδοξη προσπάθεια.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, July 26, 2019

Ντίνο Μπουτζάτι, “Ένας έρωτας”


Πώς ο έρωτας σαν Ιανός βλέπει το αθώο και το πρόστυχο, την κοπέλα και την πόρνη, και δεν μπορεί να αποκόψει το ένα από το άλλο, δεν μπορεί να γείρει προς τη μία ή την άλλη πλευρά.


Dino Buzzati
Un amore
1963
Ντίνο Μπουτζάτι
“Ένας έρωτας”
μετ. Μ. Οικονομίδου
εκδόσεις Μεταίχμιο -2018


Μου το σύστησε η Κατερίνα Μαλακατέ. Δεν είχα διαβάσει καθόλου Buzzati, ούτε το πιο γνωστό του έργο “Η έρημος των Ταρτάρων”. Επομένως, ιδού νέα γη…

> Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ζωγράφος, ποιητής και δημοσιογράφος, ο σπουδαίος Ντίνο Μπουτζάτι (Μπελούνο 1906-Μιλάνο 1972) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ιταλούς συγγραφείς. Μετά το δίπλωμα Νομικής, αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία. Ταξίδεψε ως ειδικός απεσταλμένος της εφημερίδας "Corriere della Sera" στην Ινδία, στην Αφρική, στην Ιαπωνία. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ανταποκριτής από το μέτωπο. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1933 με το μυθιστόρημα "Ο Μπαρναμπό των βουνών" και μεταξύ άλλων, ακολούθησαν τα έργα: "Έρημος των Ταρτάρων" (1940· Μεταίχμιο 2019), "Η περίφημη εισβολή των αρκούδων στη Σικελία" (1945), "Εξήντα διηγήματα" (Βραβείο Strega 1958) κ.ά.

Δεν ξεκινώ με την υπόθεση, γιατί δύο είναι τα στοιχεία που κάνουν το βιβλίο αξιανάγνωστο. Απ’ την μια, οι μαγευτικές περιγραφές που βαραίνουν ίσως περισσότερο κι απ’ την αφήγηση. Ο χορός κι όλες οι προεκτάσεις του, η κίνηση των σωμάτων, η απεικόνιση της Laide, που είναι και το αντικείμενο του έρωτα, η ιταλική ύπαιθρος και οι κωμοπόλεις της, … Απ’ την άλλη, η ψυχολογία του Antonio Dorigo, το 1960, που ερωτεύτηκε μια χορεύτρια της Σκάλας του Μιλάνου, την οποία γνώρισε σε έναν οίκο ανοχής, όπου αυτή εργαζόταν ως call girl. Μάλιστα η μεγάλη ζωή, που της υποσχόταν το επάγγελμά της, είναι γι’ αυτήν μια προοπτική, που μέσα στην ελαφρότητά της τη βλέπει με ζήλο. Όμως, όπως ξανάπα, η ψυχολογία του άνδρα είναι όλος ο καμβάς πάνω στον οποίο ο συγγραφέας ζωγραφίζει μαεστρικά. Αδημονία, ζήλια, ανασφάλεια, επιφυλάξεις, ορμή, πάθος, αίσθηση κοροϊδίας, γαλήνη και αισιοδοξία…

Και τα δύο αυτά φαίνονται σε μια περιγραφή-σκηνή, όπου ο πενηντάχρονος, μισοχολωμένος αλλά και ερωτευμένος, περιγράφει τη Laide: “να οδηγεί ένα κόκκινο ανοιχτό αυτοκίνητο έχοντας δίπλα του μια νόστιμη και πικάντικη κοπελίτσα, πάρα πολύ μοντέρνα, ενήμερη για όλα όσα πρέπει να ξέρουν οι πάρα πολύ μοντέρνες κοπελίτσες… την πιο επιθυμητή ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, εκείνη, εμμονή εφιάλτης μοίρα μυστήριο βίτσιο μυστικότητα κομψότητα υπόκοσμος μεγαλούπολη όλεθρος έρωτας … προκλητική και υπεροπτική χωριατοπούλα… έχοντας δίπλα του μια τέτοια θεά, κοριτσάκι κι όχι κοριτσάκι, παιδούλα και γυναίκα, λουλουδάκι και αμαρτία και όλα αυτά”. Ξαναδιαβάστε την περιγραφή όχι επειδή είναι ρεαλιστική, αλλά επειδή είναι ρεαλιστικά υπερβολική μέσα στον έρωτα του Antonio, όσο και γλωσσικά χειμαρρώδης.

Όλο το έργο του Buzzati, μισό αφήγηση και διάλογοι και μισό εσωτερικός μονόλογος, τραμπαλίζεται ανάμεσα στο αθώο και το πρόστυχο, ανάμεσα στο κοριτσίστικο και το πουτανίστικο, στο ανάλαφρο και στο ψυχολογικά σοβαρό. Διαβάζοντας νιώθω αυτόν τον μετεωρισμό στη γραφή και στην ιστορία, στην απεικόνιση κυρίως της Laide, η οποία κοπέλα και ιερόδουλη, χορεύτρια και ερωμένη, ενσαρκώνει το γυναικείο πρότυπο της αιθέριας πόρνης. Και σ’ αυτό το διττό πρότυπο έρχεται να κουμπώσει η επαμφοτερίζουσα διάθεση του πρωταγωνιστή γι’ αυτήν, με αγάπη αλλά και με ζήλια.
Σ’ αυτήν την ξετσίπωτη κοπελίτσα υπάρχει κάτι αγνό, υγιές και ωραίο

Η εσωτερική σύγκρουση του ήρωα αντικατοπτρίζεται και στο πώς βλέπει, διπλά και αντιφατικά, τον κόσμο.

Η όλη αφήγηση δεν έχει τραγικό χαρακτήρα. Η εσωτερική διαπάλη μοιάζει πιο πολύ με κωμωδία του ζηλόφθονου εραστή, μια κωμωδία χαρακτήρων, αφού ο Antonio ήθελε κι έμπλεξε και είναι φυσικό να μην είναι ήσυχος ούτε στιγμή γι’ αυτό τελικά που τον θέλγει: την αθωότητα που πηγαία συνδυάζεται με τον ερωτισμό, την αλήθεια που παίζει κρυφτό με το ψέμα. Το βιβλίο λοιπόν διαβάζεται με αυτό το ευφρόσυνο τραμπάλισμα…
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, July 23, 2019

Roberto Vecchioni, “Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα”


Η ασέβεια απέναντι στα βιβλία ισοδυναμεί με μια αυτοκαταστροφική ενέργεια. Το κάψιμό τους, όχι από πολιτικούς λόγους αλλά εξαιτίας μιας αναίτιας επιφυλακτικότητας προς τους θεράποντές τους, γυρίζει συχνά αυτεπίστροφα.


Roberto Vecchioni
“Il libraio de Selinunte”
2004

“Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα”
μετ. Τ. Παπαϊωάννου
εκδόσεις Κριτική -2019


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Σιγά μην το άφηνα να ξεφύγει. Μόλις είδα ότι άλλο ένα βιβλίο μιλάει για βιβλία, για βιβλιοθήκες, για βιβλιοθηκονόμους, για αναγνώστες… Το χτύπησα λοιπόν αλύπητα και το πρόσθεσα στη λίστα με τα άλλα:

- Στέφανος Σταυρίδης, “Η βιβλιοθήκη του Ραβέλ”, εκδόσεις Καστανιώτη 2008
- Alan Bennett, “Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο”, μετ. Τρ. Παπαϊωάννου, εκδόσεις Μεταίχμιο 2009
- Νίκος Χρυσός, “Το μυστικό της τελευταίας σελίδας”, εκδόσεις Καστανιώτη 2009
- Paul Desalmand, “Ένα βιβλίο για πέταμα”, εκδόσεις Πόλις
- Laurence Cossé, “Στο καλό μυθιστόρημα”, μετ. Α. Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις 2011
- Δημήτρης Φύσσας, “Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου”, εκδόσεις Εστία 2012
- Μαρία Σούμπερτ, “Οι αποκλεισμένοι”, εκδόσεις Κριτική 2014
- Νίκος Φαρούπος, “Ο αρχιβιβλιοθηκάριος και άλλες ιστορίες”, εκδόσεις Κέδρος 2016
- Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, “Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη”, εκδόσεις Πόλις 2017
- Fabio Stassi, “Η χαμένη αναγνώστρια”, μετ. Δ. Δότση, εκδόσεις Ίκαρος 2018
- Kaouther Adimi, “Τα πλούτη μας”, μετ. Έ. Κορομηλά, εκδόσεις Πόλις 2018

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Στη μικρή πόλη του Σελινούντα στη Σικελία εμφανίζεται από το πουθενά ένας κακάσχημος άνδρας που ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο. Το παράδοξο δεν είναι μόνο η όψη του, που θυμίζει σε πολλούς μάγο ή σατανά, ούτε ότι δεν κερδίζει τη συμπάθεια κανενός, όπως φυσικά ήταν αναμενόμενο, αλλά ότι δεν πουλάει στην ουσία βιβλία. Τι κάνει; Κάθε βράδυ στις 9 διαβάζει δωρεάν σε όποιον κοπιάσει αποσπάσματα από βιβλία, από Σοφοκλή μέχρι Shakespeare κι από Tolstoy μέχρι Borges. Την πρώτη νύχτα εμφανίστηκαν διάφοροι περίεργοι, αλλά μετά δεν πλησίασε κανένας, πλην… του μικρού δεκατριάχρονου Nicolino, ο οποίος το έσκασε από το κρεβάτι του για να ακούσει μαγεμένος τις αναγνώσεις.

Αυτό που φαίνεται, ανάμεσα στην ελαφρά ποιητικότητα των λέξεων, είναι η διφορούμενη ζυγαριά με την οποία ζυγιάζονται τα πράγματα. Ο περίεργος βιβλιοπώλης φαίνεται σε όλους αντιπαθής, ενώ στον μικρό Nicolino φαντάζει θεός… Είναι έτσι η μοίρα όσων παθιάζονται με το διάβασμα, να φαίνονται δαίμονες, παράξενοι, αλλόκοτοι ή θεϊκοί, αιθέριοι, μεταφυσικοί; Κι όταν φυσάει και παρασέρνει τα πάντα, είναι όντως ο άνεμος που μαίνεται ή η θύελλα των λέξεων που παρασέρνει ψυχές και αισθήματα;

Η όλη σύλληψη του βιβλίου στηρίζεται στο σχήμα αίτιο – αποτέλεσμα, όχι φυσικής αλλά μεταφυσικής τάξεως, λες και τα βιβλία δημιουργούν τη δική τους πραγματικότητα, ξεχωριστή από τη δεδομένη. Οι κάτοικοι του Σελινούντα χάνουν τις λέξεις, παύουν να καταλαβαίνουν τη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, δεν μπορούν να αποδώσουν νοήματα και εγκλωβίζονται σε έναν μικρό αριθμό λεξιλογίου. Μόνος διασωθείς ο Nicolino, που έχει επαφή με τις λέξεις και μπορεί να διηγηθεί τα γεγονότα, ώστε να βγει το συμπέρασμα. Ποιο είναι; Ότι η φωτιά που μπήκε στο βιβλιοπωλείου του παράξενου βιβλιοπώλη, ατύχημα ή σκοπιμότητα όπως διαφαίνεται, ευθύνεται για την απώλεια των λέξεων. Τιμωρία; Νέμεσις; Μια μεταφυσική αλλοίωση της φυσικής νομοτέλειας, δείγμα ότι η ασέβεια προς τα βιβλία γυρίζει boomerang και πλήττει την ίδια την ικανότητα της γλώσσας.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Μου άρεσε η ποιητικότητα της γραφής του τραγουδοποιού, όσο κι αν ένιωθα μερικές φορές ότι δεν ταιριάζει με τον αφηγητή. Μου άρεσε το μυστήριο του βιβλιοπώλη, αλλά πιο πολύ η εκδίκηση των βιβλίων (θα μπορούσε να είναι ο τίτλος!), που σαν ιπτάμενα όρνια (υπάρχει μια τέτοια εικόνα στο μυθιστόρημα) κατοπτεύουν τον χώρο και εν καιρώ χτυπούν τη γλωσσική ικανότητα των κατοίκων.

In2life, 24.4.2019  

> Ο Roberto Vecchioni (Ρομπέρτο Βεκιόνι) γεννήθηκε στην Καράτε Μπριάντσα της Βόρειας Ιταλίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Έχει πλούσιο έργο τόσο στη μουσική όσο και στα γράμματα. Ως τραγουδοποιός έχει αφήσει, για πάνω από μισό αιώνα, το ιδιαίτερο στίγμα του στη μουσική σκηνή της Ιταλίας κερδίζοντας την αγάπη του κοινού. Η πολύχρονη ενασχόλησή του με τις ανθρωπιστικές σπουδές και τη διδασκαλία στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση αντανακλάται στη μουσική και λογοτεχνική του παραγωγή. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Viaggi del tempo immobile (1996), Le parole non le portano le cicogne (2002), Diario di un gatto con gli stivali (2006), Scacco a Dio (2009) και Il mercante di luce (2014). Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα έχει ήδη μεταφραστεί στη γαλλική και την ισπανική γλώσσα. Στην πλοκή του μυθιστορήματος βασίστηκε το ομώνυμο τραγούδι του Vecchioni «Ιl libraio di Selinunte»
Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, July 20, 2019

Pierre Boileau – Thomas Narcejac, “Οι διαβόλισσες”


Δαιμονικό! Και λόγω της εικασίας για φάντασμα, και κυρίως για τη σατανική ίντριγκα. Πιο λίγο αστυνομικό, παρόλο που έχουμε… πτώμα, και πιο πολύ ψυχολογικό και έξυπνα αφηγηματικά ανατρεπτικό.


Pierre Boileau – Thomas Narcejac
“Celle qui n'était plus (Les Diaboliques)”
1962

“Οι διαβόλισσες”
μετ. Ε. Καββαδία
εκδόσεις Άγρα -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Εξαιρετική ταινία “Les Diaboliques” (1955). Με τις Simone Signoret και Véra Clouzot. Ψυχολογικό θρίλερ στηριγμένο στο μυθιστόρημα των δύο Γάλλων. Και τώρα βρίσκω την ευκαιρία να διαβάσω το βιβλίο και να θαυμάσω και στη σελίδα τον παλμό δύο έξοχων συγγραφέων.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Το μυθιστόρημα φαίνεται αστυνομικό χωρίς αστυνόμο, αλλά πιο πολύ είναι ψυχολογικό. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος Fernand Ravinel σχεδιάζει να δολοφονήσει μαζί με την ερωμένη του Lucienne, που είναι γιατρός, τη γυναίκα του Mireille, προκειμένου να καρπωθεί τα χρήματα από το ασφαλιστικό συμβόλαιο. Αυτό το υπέγραψαν και οι δύο ώστε ο άλλος να πάρει τα χρήματα, άμα ο ένας πεθάνει. Κι όντως την κοιμίζουν με ναρκωτικό, την πνίγουν στην μπανιέρα και την πάνε στο σπίτι τους στην Angen όπου αφήνουν το πνιγμένο σώμα στο ρέμα που είναι ακριβώς δίπλα. Όλη η επιχείρηση αποσκοπούσε να φανεί ότι ήταν αυτοκτονία διά πνιγμού.

Όμως την επόμενη μέρα, όταν φτάνει ο πρωταγωνιστής δήθεν αμέριμνος εκεί και περιμένει να ανακαλύψει το πτώμα, εκείνο έχει γίνει άφαντο… Αρχίζει πυρετωδώς να ψάχνει, να σκέφτεται, να φαντάζεται απαγωγή, να βρίσκεται σε οικτρή ψυχολογική κατάσταση… Όταν μάλιστα δέχεται γράμματα από τη …νεκρή σύζυγό του, πιστεύει βάσιμα ότι αυτή είναι φάντασμα. Η τρέλα είναι ήδη προ των θυρών!

Το ανάγνωσμα είναι απολαυστικό. Όχι μόνο επειδή παρακολουθούμε τη διασαλευμένη του σκέψη, που τον ωθεί στο να κάνει απεγνωσμένες κινήσεις, όπως π.χ. να προσλάβει έναν ντετέκτιβ. Είναι πιο πολύ η παγίδα στην οποία έχει πέσει ο Ravinel και μαζί μ’ αυτόν ο αναγνώστης, αφού ως αναξιόπιστος αφηγητής, ως παραπλανημένος αφηγητής, δεν μπορεί να φανταστεί τη δολοπλοκία στην οποία έχει πέσει θύμα. Έτσι, όλα στηρίζονται σε μια αυταπάτη-απάτη, που δεν την υπολογίζει κανείς [εκτός αν έχει δει την ταινία]. Όταν έρθει το τέλος, όλα φωτίζονται από μια έξυπνη ιδέα, που μετατρέπει τον θύτη σε θύμα και ορθώνεται ως η τέλεια ίντριγκα. 

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Το ερωτικό τρίγωνο είναι ένα γνωστό μοτίβο (στο θέατρο το έχει εξυψώσει σε δομικό στοιχείο ο Ibsen). Στην αστυνομική λογοτεχνία λειτουργεί πολύ έξυπνα όταν οι πόλοι δεν είναι σταθεροί και ο ένας εναλλάσσεται στην αθωότητα και την ενοχή με τους άλλους. Εδώ παίρνει φοβερές διαστάσεις, αφού οι συνεχείς ανατροπές δυναμιτίζουν τη λογική, η νεκρή δεν είναι νεκρή κι η λέξη boomerang έρχεται να κανονιοβολήσει ό,τι σταθερό νομίζαμε ότι υπάρχει.


> Ο Πιερ Μπουαλό (1906-1989) μαζί με τον Τομά Ναρσεζάκ (1908-1998) αποτέλεσαν για 35 ολόκληρα χρόνια ένα διάσημο δίδυμο στο χώρο του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Αποφάσισαν να ανανεώσουν το αστυνομικό μυθιστόρημα χαράζοντας έναν νέο δρόμο, το μυθιστόρημα αγωνίας (roman de suspense). Η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία ήταν το "Les diaboliques", 1952 ("Οι διαβολικές", ελλ. έκδοση: "Eκείνη που δεν υπήρχε πια"/"Oι διαβολογυναίκες"), που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με τίτλο "Οι διαβολογυναίκες". Ακολούθησαν πενήντα μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, σενάρια για το σινεμά και την τηλεόραση, θεωρητικά βιβλία για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Από τα μυθιστορήματά τους, τα περισσότερα από τα οποία μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, ενδεικτικά: "Les louves", 1955 (προβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο "Oι λύκαινες")· "Les magiciennes", 1957 (προβλήθηκε με τίτλο "Tο έγκλημα του τσίρκου")· "Meurtre en 45 tours", 1959 (προβλήθηκε με τίτλο "Δολοφονία σε 45 στροφές")· "Les victimes", 1964 (ελληνική έκδοση: "Tα θύματα") κ.ά. Ο Πιερ Mπουαλό πέθανε το 1989. Ο Τομά Ναρσεζάκ εξακολούθησε να γράφει μυθιστορήματα μόνος πια, αλλά υπογράφοντας και με τα δύο ονόματα. "Έφυγε" το 1998, λίγο πριν το τέλος του 20ού αιώνα.
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, July 16, 2019

Βίκυ Τσελεπίδου, “Φιλελλήνων”

Φιλελλήνων: δρόμος ή όσοι αγαπούν την Ελλάδα; Και ποια τα όρια μεταξύ ελληνικών ηθών και ξενόφερτων νοοτροπιών, ή τι μπορεί να αλλάξει σε μια μικροαστική ζωή από μια (μικρή) παρασπονδία;



Βίκυ Τσελεπίδου
“Φιλελλήνων”
εκδόσεις Νεφέλη
-2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Το “Ελενίτ” της Βίκυς Τσελεπίδου μάς είχε αφήσει διττά αισθήματα. Επομένως, τώρα ξαναπιάνουμε το μικρό της βιβλιαράκι να δούμε…

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Ξεκινάμε τη συζήτηση με σιωπές. Το κείμενο αναφέρεται στον Ζαφείρη ο οποίος μεσήλικας αλλά ακμαίος φροντίζει τις γηραιότερες γειτόνισσές του, στη Φιλελλήνων. Ποια Φιλελλήνων; Στην Αθήνα. Μάλλον όχι. Ίσως στην Καβάλα, τη γενέτειρα της συγγραφέως. Never mind. Φροντίζει λοιπόν τη Δόμνα και τη Φωτούλα, καθεμιά από τις οποίες έχει τις ανάγκες της, τους καημούς της, τα πληγωμένα αισθήματα από την οικονομική κρίση που έπληξε την τσέπη τους. Κι ο πρόθυμος Ζαφείρης είναι ο καλός Χριστιανός που μεριμνά ανιδιοτελώς γι’ αυτές. Ώσπου μια μέρα, κάνοντας baby sitting σ’ ένα μωρό της πολυκατοικίας, χάνει τον έλεγχο… No spoiling

Η νουβέλα της Τσελεπίδου μυρίζει παλιομοδίτικα δεδομένα και εκτός εποχής μοτίβα. Ο φαντάρος που κάνει καμάκι σε μια ξανθιά κουκλάρα, η αντιπαροχή και η εξασφάλιση μέσω ενός σπιτιού, η πώληση ενός διαμερίσματος για να στεγάσει ο πατέρας την κόρη του που παντρεύτηκε… Όλα αυτά σε προδιαθέτουν για άλλη εποχή κι όχι για τον 21ο αιώνα. Θυμίζει Κουμανταρέα και μικροαστισμό πολλών δεκαετιών πίσω. Κι αυτό δημιουργεί αναγνωστικά ανακλαστικά που σε ωθούν να κλείσεις το βιβλίο νωρίς.

Τα μείον αυτά εξισορροπούνται σε βαθμό να πεις μήπως τελικά η νουβελογράφος καταφέρνει να γυρίσει τις εντυπώσεις όταν αφηγείται τη σκηνή στο σπίτι του μωρού. Σταδιακή εξέλιξη, τεχνικές ήπιου θρίλερ, σταδιακή κορύφωση, καθώς περιμένεις το αναπόφευκτο, που δεν ξέρεις τι είναι αλλά περιμένεις κάτι συνταρακτικό. Φοβάσαι τι θα γίνει στο βρέφος, αλλά ταυτόχρονα είσαι στο πόδι για μια εξέλιξη που θα εκτοξεύσει την ιστορία. Όχι με μια θριλερική αιματοχυσία αλλά με μια εξέλιξη που θα αλώσει το επίπεδο ύφος και το παρωχημένο σκεπτικό. Κι όντως έρχεται, αλλά δεν οδηγεί την υπόθεση σε μια κορύφωση αλλά την προσγειώνει με τον τρόπο που η συγγραφέας το χειρίζεται…

Κι έπειτα έρχεται ο προβληματισμός που άλλους τους κάνει να λένε τι αποσπασματικότητα και ποια σχέση έχουν μεταξύ τους τα ετερόκλιτα στοιχεία κι άλλους να αναζητούν τη συνοχή τους. Μικρές βιογραφίες του Νέρωνα, του Percy Shelley, του Χατζή Χαλίλ Εφέντη, του Godard, και μια ανακοίνωση του Αμβρόσιου Καλαβρύτων. Το πρώτο και το τελευταίο κείμενο μιλάνε για ομοφυλόφιλους και γενετήσια πάθη, τα άλλα; Εκεί πέφτει η ιδέα ότι ο τίτλος και ο δρόμος δεν είναι τυχαία. Η σχέση Ελλάδας και Ευρώπης, τι (οικονομικό) χρωστάμε εμείς και τι (πολιτισμικό) χρωστάνε αυτοί, ποια ήθη δικά μας και ποια δικά τους πλύθηκαν μαζί κι έχουν αλληλοεπιδράσει, πώς το παραδοσιακό, το χριστιανικό και το φιλάνθρωπο φλερτάρει με το έκφυλο… Δεν ξέρω.


Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Τελικά; Ο προβληματισμός, ανάλογος με τα “Τρία ελληνικά μονόπρακτα” του Βαλτινού, δεν μπορεί να πέσει κάτω. Δεν μπορεί να είναι άσχετα μεταξύ τους τα κομμάτια του παζλ που δεν ολοκληρώνεται. Ο αναγνώστης πρέπει να δραστηριοποιηθεί, αλλά πάλι βγαίνει νόημα;

> Η Βίκυ Τσελεπίδου γεννήθηκε το 1975. Σπούδασε Νομικά, Επικοινωνία και Δημιουργική Γραφή. Κυκλοφορούν τα βιβλία της Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; (μυθιστόρημα, Νεφέλη 2017), το οποίο έλαβε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών, και Ελενίτ (διηγήματα, Νεφέλη 2014).
Πάπισσα Ιωάννα 

Saturday, July 13, 2019

Περικλής Σφυρίδης, “Καρκίνος”


Ο πρωταγωνιστής στον τίτλο, ο συγγραφέας ως γιατρός αφηγητής, οι ιστορίες σκυταλοδρομία πόνου και ματαιότητας. Μα το ανάγνωσμα είναι πολύ δυνατό και αξίζει να σταθεί κανείς στη φιλοσοφία της ζωής και του θανάτου.




Περικλής Σφυρίδης
“Καρκίνος”
εκδόσεις Εστία
-2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Είχαμε ξαναδιαβάσει Σφυρίδη. Διηγήματα; Διηγήματα! “Το πάρτι και άλλα διηγήματα” το 2011.

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Τώρα διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα. Χωρίς ήρωες. Χωρίς ενιαία δράση. Χωρίς τα τυπικά χαρακτηριστικά. Πιο πολύ πρόκειται για αναμνήσεις, δραματοποιημένες, του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος ως γιατρός έζησε πολλές περιπτώσεις καρκίνου. Αρχίζει, λοιπόν, να τις αφηγείται στον αποδέκτη της αφήγησης που κάνει ένα είδος έρευνας, αν και ο τελευταίος δεν φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο.

Το κείμενο πορεύεται σε μια ανιούσα κλίμακα. Μικρά περιστατικά γνωστών και φίλων, από τα πρώτα δείγματα, τη διάγνωση, την εξέλιξη της αρρώστιας, τη φθορά, τις χημειοθεραπείες, και συνήθως τελικά ο θάνατος. Έτσι παρελαύνουν φίλοι, συγγενείς και γνωστοί, όπως ο Παναγιώτης Μουλάς και άλλοι, οι οποίοι φωτογραφίζονται αλλά δεν δίνονται τα ονόματά τους. Περισσότερο αποδίδονται με το βασικό τους επαγγελματικό ή άλλου είδους χαρακτηριστικό: η καθηγήτρια, ο ποιητής εκ Βέροιας κ.ο.κ. Κάθε περίπτωση και μια πίκρα. Χωρίς μελό, χωρίς ακρότητες. Κι η κλίμακα καταλήγει στο κεφαλόσκαλο της αφήγησης, στη γυναίκα του συγγραφέα, που πλήττεται από την “κακιά αρρώστια” και η εξιστόρηση της πορείας της καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου.

Το βιβλίο παρά το βαρύ του θέμα διαβάζεται με γρήγορους ρυθμούς. Η άνεση του πεζογράφου συνοδεύεται από καίριες παρατηρήσεις τόσο για την επιστήμη, τον ρόλο των γιατρών που εμπορευματοποιούν το λειτούργημά τους, τον ασθενή και τις αντοχές του, τον πόνο και τη στάση των συγγενών, τη ζωή και τον θάνατο.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Τελικά μυθιστόρημα; Αν ο καρκίνος είναι ο πρωταγωνιστής που διαρθρώνει όλες τις ιστορίες κάτω απ’ το σκήπτρο του, τότε ναι. Άλλου είδους μυθιστόρημα. Πολύ βιωματικό, κάτι βέβαια που το υποβαθμίζει σε εμπειρίες και σχόλια επ’ αυτών. Ωστόσο, είτε είναι είτε δεν είναι μυθιστόρημα, πρόκειται για ένα δυνατό ανάγνωσμα.


> Ο Περικλής Σφυρίδης γεννήθηκε το 1933 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Απόφοιτος του Αμερικανικού Κολεγίου "Ανατόλια", της τάξης του 1952. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως καρδιολόγος έως το 1994. Διατέλεσε πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης από το 1975 μέχρι το 1981. Στα γράμματα εμφανίστηκε με ποιητική συλλογή το 1974 και συνεργάστηκε στενά με το περιοδικό "Διαγώνιος". Από το 1985 έως το 1990 κυκλοφόρησε την ετήσια έκδοση με ανέκδοτα κείμενα πεζογράφων της Θεσσαλονίκης "Παραφυάδα". Από το 1987 έως το 1996 ήταν σύμβουλος έκδοσης (υπεύθυνος ύλης) του περιοδικού "Το τραμ". Το 1996 διοργάνωσε το συνέδριο "Παραμυθία Θεσσαλονίκης" για την πεζογραφία της πόλης από το 1912 μέχρι το 1995 και επιμελήθηκε τα πρακτικά του συνεδρίου (1997). Στο διήγημα του "Το μυστικό" βασίζεται η ταινία του Τάσου Ψαρά "Η άλλη όψη" (1991), το σενάριο της οποίας έγραψε ο ίδιος μαζί με το σκηνοθέτη. Άλλα δύο διηγήματά του έγιναν τηλεταινίες από την ελληνική τηλεόραση (ΕΡΤ): "Καρτέλα ασθενούς" και "Το μπλέξιμο". Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, δέκα συλλογές διηγημάτων, δύο μυθιστορήματα και ένα αυτοσχόλιο πνευματικής πορείας. Κυκλοφόρησε μελέτες για λογοτέχνες, ζωγράφους και τρεις ανθολογίες για τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης, μία εκ των οποίων μεταφράστηκε στα γερμανικά και άλλη στα αγγλικά. Συνεργάστηκε με τα περισσότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα αγγλικά και στα ολλανδικά. Για το πεζογραφικό του έργο έχουν δημοσιευθεί πολλά κριτικά κείμενα και αυτοτελείς μελέτες. Από τις εκδόσεις της "Εστίας" κυκλοφορεί το βιβλίο της επίκουρης καθηγήτριας του Α.Π.Θ. Σ. Σταυρακοπούλου, "Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του" (2011).
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, July 09, 2019

Georges Simenon, “Τα υπόγεια του Ματζεστίκ”


Μια υπόθεση που μπλέκει στην προσωπική ζωή του θύματος εραστή και εκμεταλλευτή. Αυτό ωστόσο που βαραίνει είναι η αστυνομική και κυρίως η αφηγηματική δεινότητα του Simenon, ο οποίος ξεδιπλώνει την έρευνα και αναδρομικά τον φόνο με μαγική μαεστρία.


Georges Simenon
Les Caves du Majestic
1942

“Τα υπόγεια του Ματζεστίκ”  
μετ. Α. Μακάρωφ
εκδόσεις Άγρα -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Η αγάπη για τον Simenon κρατάει χρόνια. Μόλις μάθουμε ότι κυκλοφόρησε νέα μετάφραση απ’ την Άγρα, σπεύδουμε να την προμηθευτούμε, γιατί ξέρουμε ότι σπάνια θα μας διαψεύσει. Ένατος τίτλος ώς τώρα και ήδη έχουμε μια ευμεγέθη σειρά Simenon στο ράφι της βιβλιοθήκης μας.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση (Sadahzinia):
Τα μαγικά χέρια του Βέλγου συγγραφέα θέλγουν όποιον πέσει στις γραφές τους. Απ’ τη μια, ο νωθρός, αθόρυβος, αδρανής εξωτερικά αλλά οξύνους εσωτερικά Maigret και οι μέθοδοί του, που υπνωτίζουν τους υπόπτους και τους σπάνε τα νεύρα με τη νωχελική του παρουσία. Στέλνει απεσταλμένους, υποψιάζεται εκδοχές και τις δοκιμάζει με καίριες ερωτήσεις, σπεύδει ενώ φαίνεται ότι καθυστερεί, συνδέει ενδείξεις σε νήματα σκέψεων… Όλος σάρκα και οστά αποκτά από βιβλίο σε βιβλίο όλο και περισσότερη υπόσταση, γίνεται γνώριμός μας, φωνάζει ότι δεν είναι χάρτινος.

Απ’ την άλλη, ο τρόπος αφήγησης τυπικά ακολουθεί τα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα. Το έγκλημα κι έπειτα η εξωτερική επιφάνεια με τους σχεδόν σίγουρους ενόχους σε μια σειρά από υπόπτους. Αν όμως προσέξει κανείς τον τρόπο της αφήγησης, θα καταλάβει ότι ο Simenon ξεκινά από μικρές λεπτομέρειες, προχωρά δήθεν αδιάφορα και καταλήγει σε σαφή συμπεράσματα. Η αφήγησή του δεν λέει ποτέ ψέματα, για να μην πω ότι λέει πάντα υπόρρητα τις δικές της αλήθειες.

Η δολοφονημένη βρίσκεται στο βεστιάριο του πολυτελούς ξενοδοχείου Majestic, στα υπόγεια του οποίου ζει το προσωπικό κι από εκεί διευθετεί όλες τις εξυπηρετήσεις των πελατών. Η δολοφονημένη Mimi είναι Γαλλίδα, που παντρεύτηκε Αμερικανό και ζει τα τελευταία χρόνια από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Γυρίζει όμως με τον άντρα της και τον γιο της για διακοπές στο Παρίσι και μένει στο Majestic, όπου δουλεύει ο πρώην εραστής της Prosper Donge. Σ’ αυτόν πέφτουν όλες οι υποψίες, ειδικά απ’ τη στιγμή που αποκαλύπτεται ότι ο γιος της Mimi είναι δικός του.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Μ’ αρέσει η μέθοδος του Simenon. Τόσο η αστυνομική του αστυνόμου Maigret όσο κι η αφηγηματική του συγγραφέα. Η υπόθεση, όταν τελειώσει το έργο, δεν φαντάζει σπουδαία, αφού άλλη μια οικονομική εκμετάλλευση και μια πλαστοπροσωπία βρίσκονται στο βάθος αυτής της ιστορίας. Κατά βάση λοιπόν αυτό που μετράει είναι η κατόπτευση διά του βλέμματος του αστυνόμου του τόπου και των εμπλεκομένων, κατόπτευση που τη φανταζόμαστε χωρίς επακριβώς να την αναπλάθουμε. Μέσω αυτής και των μύχιων συλλογισμών ο Maigret αναπηδά χαρούμενος που έκανε τις κατάλληλες συνδέσεις και διερευνά με αληθοφάνεια και συνοχή το όποιο έγκλημα.

In2life, 17/6/2019 


> Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά ρεπόρτερ στη "Γκαζέτ ντε Λιέζ". Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο "Στο γεφύρι του Αρς" εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ' τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με την "Τιζύ" και δημοσίευσε διηγήματα και νουβέλες σε πολλές εφημερίδες. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο "λαϊκό" του μυθιστόρημα, "Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου". Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις "Φαγιάρ" για να πάει στις εκδόσεις "Γκαλλιμάρ", όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο "Υπαγορεύσεις" του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα "Memoires intimes" (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Πάπισσα Ιωάννα