Συγγραφέας ετών
95. Απ’ τα ελληνικά βουνά στην ΕΣΣΔ κι αποκεί στη γραφή. Απ’ το όπλο στο
μολύβι. Το μυθιστόρημά του υστερεί βέβαια σε πλοκή, αλλά κουβαλά μια
μεταπολεμική Ελλάδα που δένεται με την Ιστορία της.
Αλέξης Πάρνης
“Ο ρυθμός του κόσμου”
εκδόσεις Καστανιώτη
-2018
|
Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης
Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
94-95 χρονών ο αειθαλής Αλέξης Πάρνης.
Πριν απ’ τον “Ρυθμό του κόσμου” εξέδωσε στο πλαίσιο της τριλογίας του δύο άλλα
μυθιστορήματα, την “Οδύσσεια των διδύμων” το 2009 και τον “Άλλο Εμφύλιο” το
2014. Και τώρα ολοκληρώνει την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή του κοσμοαντίληψη…
Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης
Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Δεν έχω διαβάσει τα δυο προηγούμενα έργα
του και γι’ αυτό παραθέτω από το οπισθόφυλλό τους στην υπόθεση, όπως και την
υπόθεση του παρόντος, για να κατατοπιστούμε:
1.“Η
Οδύσσεια των διδύμων”: Ο Καστρινός, ελασίτης αντάρτης και μαχητής του
Δημοκρατικού Στρατού, βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, στα τέλη του
1949, και προσπαθεί να προσαρμοστεί με την οικογένειά του στις νέες συνθήκες.
Γίνεται αυτόπτης μάρτυρας συνταρακτικών ιστορικών γεγονότων. Aπό τη σταλινική
εποχή στην περίοδο του Χρουστσιόφ, την επέμβαση της σοβιετικής ηγεσίας στο
ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα και την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη. Όμως η
συστράτευσή του με τον Ζαχαριάδη, οδηγεί τον Καστρινό στα γκουλάγκ, και τον
φέρνει αντιμέτωπο με την επερχόμενη κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Απ' τον Γράμμο μέχρι την Τασκένδη, κι απ' την
Καστέλα ως τη Μόσχα και τη Σιβηρία, ο Αλέξης Πάρνης, με βάση μνήμες και
βιώματα, διασταυρώνει την ιστορία με τη μυθοπλασία, για να δώσει το στίγμα μιας
ολόκληρης εποχής. Αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της συγκλονιστικής εποποιίας που
γράφτηκε από την Αριστερά των αντιφασιστικών αγώνων, της εθνικής ανεξαρτησίας
και της λαϊκής δημοκρατίας, από εκείνους που κατάφεραν, μέχρι το τέλος, να
"πετούν με τα φτερά της συνείδησής τους".
2.“Ο
άλλος Εμφύλιος”: Ο Γιάννης Δερβένης, που πολέμησε στον Εμφύλιο με τον
κυβερνητικό στρατό, φεύγει το 1951 για την Αμερική, για να ασχοληθεί με το
μεγάλο πάθος του, τον κινηματογράφο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε ήδη
απαθανατίσει κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως την ανατίναξη του κτηρίου της
φιλοχιτλερικής οργάνωσης ΕΣΠΟ απ’ την πατριωτική οργάνωση ΠΕΑΝ. Το γεγονός αυτό
γίνεται αφορμή της γνωριμίας του στις ΗΠΑ με τον σημαντικό ομογενή Σπύρο
Σκούρα, αφεντικό της "Τουέντιθ Σέντσουρι Φοξ", που φιλοδοξεί να κάνει
μια ταινία για το πρώτο μεγάλο αντιστασιακό σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Στην προσπάθειά του αυτή, θέλει να αναλάβει το σενάριο ο ίδιος ο Δερβένης και
να εντάξει στην ταινία τα αυθεντικά φιλμ της ανατίναξης. Τότε ο Δερβένης
βρίσκεται μπροστά στη μεγάλη ευκαιρία της ζωής του. Αρχίζει η γνωριμία του με
την αμερικανική πραγματικότητα, η επαφή του με τον απόδημο Ελληνισμό και τους
καημούς του, αλλά και η αποτίμηση της εμφύλιας τραγωδίας με πιο αξιόπιστα
κριτήρια. Ένα παιχνίδι της μοίρας όμως τον αναγκάζει να επανέλθει στην Ελλάδα,
όπου θα εμπλακεί σε μια απίστευτη σκοτεινή ιστορία που θα αλλάξει τη ζωή του
για πάντα.
3.“Ο
ρυθμός του κόσμου”: Δεκαετία του ’50. Ο Γιάννης Δερβένης, χαρισματικός
ποιητής και με μια λαμπρή βραχύβια καριέρα σεναριογράφου στο Χόλιγουντ στο
ενεργητικό του, είναι καταδικασμένος για ένα φόνο που δεν ήθελε να γίνει και
εκτίει την ποινή του στις Φυλακές Νέας Αλικαρνασσού. Επίσης φυλακισμένη, για
πολιτικούς όμως λόγους, είναι και η Σοφία Καστρινού, που τον είχε σώσει από
ναυάγιο. Τους χωρίζουν πολλά, αλλά τους ενώνουν η αλληλεγγύη και η μουσική, ο
Σοπέν, ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ.
Ο Γιάννης Καστρινός, αδελφός της Σοφίας και πρώην
αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού, ζει ως καταξιωμένος ποιητής στη Σοβιετική
Ένωση. Μέσω του φίλου του Παντελή Ντόκα, που είχε πολεμήσει επίσης στον
Ελληνικό αλλά και στον Ισπανικό Εμφύλιο, έρχεται σε επαφή με τον Δερβένη. Μέσα
από την ποίηση, θα γίνουν φίλοι και αργότερα συνεργάτες, όταν ο Δερβένης θα
έχει πια αποφυλακιστεί.
Η σχέση της Σοφίας Καστρινού και του Γιάννη Δερβένη
παρασύρεται από το ποτάμι της Ιστορίας. Οι δραματικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η
χούντα, η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η κυπριακή τραγωδία θα γίνουν το
φλεγόμενο φόντο όπου οι αντοχές τους αλλά και οι ιδεολογικές διαφορές τους θα
δοκιμαστούν.
Θεωρητικά ο Πάρνης μιλά ουδέτερα, με
πρωταγωνιστικό δίδυμο στο προκείμενο μυθιστόρημα έναν μη-αριστερό και μία
αριστερή. Ο ποινικός κρατούμενος Γιάννης
Δερβένης και η πολιτική κρατούμενη Σοφία Καστρινού συνδέονται βάσει των
ανθρωπιστικών αρχών τους και της μουσικής, και τελικά αγαπιούνται. Έτσι, με
βάση αυτό το ζεύγος παρακολουθούμε τη μεταπολεμική Ιστορία έως και τη
Δικτατορία και τις τραγικές στιγμές του Ελληνισμού από το 1955 μέχρι το 1974
μέχρι και το 1987.
Πολύ θετικό μάλιστα κρίνω και τον παραλληλισμό της παρ’ ολίγον
εκτελεσμένης Σοφίας Καστρινού με την Αντιγόνη του Σοφοκλή, αφού κι οι δυο
παλεύουν για τις αξίες τους, για τους άγραφους νόμους της αγάπης και της
αλληλεγγύης και αντιστέκονται στον κρατικό δογματισμό και ολοκληρωτισμό. Δεν
λείπει και το διακειμενικό υπόβαθρο του “Προμηθέα Δεσμώτη” του Αισχύλου, που
παραπέμπει πάντα στην ανυπακοή απέναντι στην εξουσία.
Ωστόσο το έργο του Πάρνη είναι η
αναβίωση μιας μονόπλευρης, αν όχι στρατευμένης, λογοτεχνίας. Και μαζί ένα
παλιομοδίτικο ύφος που μου θύμισε λογοτεχνία παλιότερων εποχών.
Το δεύτερο φαίνεται στα υπερβολικά επίθετα με τα οποία γεμίζει
ο συγγραφέας τον λόγο του, δείγμα μιας ξεπερασμένης λογοτεχνίας του ’50 και
’60, τις ασυνήθιστες αριστερίστικες λέξεις του όπως «βαθιονόητος» «πλέρια»
κ.ο.κ., τα παραθέματα ποιημάτων και αποσπασμάτων που παραπέμπουν, έτσι
αχώνευτα, σε άλλες εποχές. Γενικότερα ο λόγος του δεν είναι άστοχος, αλλά
διαβάζεται εύκολα και ομαλά, αλλά αυτά τα δείγματα δείχνουν την παλιά αισθητική που υπηρετεί.
Ως προς τη στράτευση τώρα, έχω
μπερδευτεί. Υπάρχουν δείγματα στράτευσης
αλλά και δείγματα μιας πιο πολύπλευρης ματιάς. Ο Γιάννης Δερβένης εκπροσωπεί
το κέντρο, τους πολιτικούς απογόνους του Βενιζέλου, ο οποίος εκθειάζεται πολλές
φορές στο μυθιστόρημα, και την αφανάτιστη σκέψη. Και μάλιστα η μορφή του δεξιού
Παναγιώτη Κανελλόπουλου παρουσιάζεται πολύ θετικά, τόσο για τη μόρφωσή του όσο
και για την ενωτική του, μετά τον πόλεμο, δράση. Επομένως, τέτοια στοιχεία θα
έπρεπε να με πείσουν ότι πρόκειται για μια ισορροπημένη αφήγηση, πολιτικά
αμερόληπτη. Ωστόσο σ’ αυτήν την προσπάθεια μια
υπερβολή στις λέξεις όταν γίνεται λόγος για την αριστερή παράταξη και τον αγώνα
της, μια ηρωοποίηση και μια θεοποίηση των αγωνιστών και των υψηλά ιστάμενων
(Στάλιν, Ζαχαριάδης κ.ο.κ.), μια υφολογική πόζα που ξενίζει, καθώς ομιλεί με
την ξύλινη γλώσσα της μεταπολεμικής Αριστεράς.
Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια
χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Το έργο μάλλον υποβαθμίζεται όχι μόνο
εξαιτίας όλων αυτών που προανέφερα, αλλά κυρίως επειδή η υπόθεση και η πλοκή
λυγίζουν απ’ τη δική τους αδυναμία κι απ’ το βάρος των κοινωνικών και
ιδεολογικών λίθων που κουβαλάνε. Η ιστορία είναι ισχνή και έτσι όλο το
μυθιστορηματικό οικοδόμημα δεν ικανοποιεί τον αναγνώστη.
> Ο Aλέξης Πάρνης (κατά κόσμον Σωτήρης Λεωνιδάκης)
γεννιέται το 1924 στον Πειραιά. Αποφοιτά από το Α' Γυμνάσιο (Ιωνίδειο Σχολή) το
1942, όταν η Ελλάδα βρίσκεται πλέον κάτω απ' τη ναζιστική κατοχή. Πριν ακόμα
οργανωθεί στην Εαμική Aντίσταση, κρύβει και σώζει μαζί με τον πατέρα του μια
εβραϊκή οικογένεια. Για την πράξη τους αυτή το Ίδρυμα Γιαν Βάνσεν θα τιμήσει
και τους δύο μεταγενέστερα με τον τίτλο "Δίκαιος των Eθνών". Σε
ηλικία είκοσι χρόνων, ο Aλέξης Πάρνης παίρνει μέρος ως καπετάνιος εφεδρικού
ελασίτικου λόχου στην τελευταία μάχη εναντίον των Γερμανών στο Περιστέρι
(Γέφυρα Kολοκυνθούς, 12/9/1944). Στα Δεκεμβριανά τραυματίζεται σοβαρά,
πολεμώντας την αγγλική επέμβαση. Την περίοδο 1945-1948 βρίσκεται πολιτικός
πρόσφυγας στο Ρουμπίκ και στο Μπούλγκες. Στη συνέχεια υπηρετεί στο Δημοκρατικό
Στρατό ως πολεμικός ανταποκριτής. Απ' το 1949 ως το 1962 ζει στην ΕΣΣΔ. Φοιτά
στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι της Μόσχας. Το 1954 δημοσιεύει στο
λογοτεχνικό περιοδικό "Νόβι Μιρ" το μεγάλο επικό ποίημά του
"Μπελογιάννης", για το οποίο τον επόμενο χρόνο τιμάται με το Α'
Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας. Η κριτική επιτροπή που τον βραβεύει
αποτελείται από τους: Πάμπλο Νερούντα (Πρόεδρος), Ναζίμ Χικμέτ, Νικόλα Γκιλιέν,
Ουόρις Ίβενς κ.ά. Το όνομά του περνά στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Το
1960 ανεβαίνει στο "Μάλι Τεάτρ" της Μόσχας το θεατρικό έργο του
"Το νησί της Αφροδίτης", το οποίο για δύο χρόνια παίζεται σε 175
θέατρα της ΕΣΣΔ και των υπόλοιπων Λαϊκών Δημοκρατιών. Το 1963 παρουσιάζεται και
στην Ελλάδα από την Κυβέλη στο ΚΘΒΕ, ενώ το 1969 γίνεται ταινία με πρωταγωνίστρια
την Κατίνα Παξινού. Το 1966, έχοντας πλέον επαναπατριστεί, ο Αλέξης Πάρνης
παρουσιάζει το σατιρικό μυθιστόρημα "Ο Διορθωτής". Το έργο
μεταφράζεται το 1981 στα αγγλικά και ο κριτικός Τόμας Χάιντ γράφει στη Σάντει
Τέλεγκραφ: "Ο "Διορθωτής" πρέπει να γίνει υποχρεωτικό ανάγνωσμα
για όλους τους επαναστάτες στη Γη". Το 1967 ανεβαίνει στο Θέατρο Ο' Νιλ,
στο Πλέι Χάουζ της Μασαχουσέτης, το δράμα του "Λεωφόρος Πάστερνακ".
Οι κρίσεις για το έργο, το σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς είναι εγκωμιαστικές.
Μερικά χρόνια αργότερα, η "Λεωφόρος Πάστερνακ" κυκλοφορεί και σε
μυθιστορηματική εκδοχή.
Άλλα έργα: "Μια Πράγα στον καθένα", "Ο
Κινηματίας", "Ο Μαφιόζος", "Η οδύσσεια των διδύμων"
(μυθιστορήματα), "Σπορά Ελπίδας" (νουβέλες), "Φτερά
Ικάρου", "Λευκή Κηλίδα", "Ανοιχτός Λογαριασμός" (θεατρικά)
κ.ά.
Πάπισσα Ιωάννα