Saturday, June 30, 2018

Paul Auster, “4 3 2 1”


We love Paul Auster. Κάθε του βιβλίο είναι αναγνωστικό γεγονός. Και τώρα μια εκρηκτική ιδέα έρχεται να μας δελεάσει. Τέσσερις παράλληλες ζωές… του ίδιου προσώπου.


Paul Auster
“4 3 2 1”
2017

“4 3 2 1”
μετ. Μ. Ξυλούρη
εκδόσεις Μεταίχμιο -2018


Maybe I'm foolish, Maybe I'm blind, Thinking I can see through this:
Το Βιβλιοκαφέ αγαπά τον Paul Auster. Αλλά κι αυτός το αγαπά, αφού έχει έρθει τέσσερις φορές να μας μιλήσει για τα βιβλία του. Πήρε επίτηδες το αεροπλάνο απ’ την Αμερική. Έφτασε να κάτσει μαζί μας και να καταδεχτεί τις ερωτήσεις και ακούσει τις ερμηνείες μας. Πρώτα στις 3 Μαΐου 2014 τον πρωτογνωρίσαμε με τον “Αόρατο”. Στις 5 Νοεμβρίου 2014 ήρθε να μας μιλήσει για την “Τριλογία της Νέας Υόρκης”. Έναν χρόνο αργότερα στις 22 Οκτωβρίου 2015 ξανάρθε για να συνομιλήσουμε για την “Επινόηση της μοναξιάς”. Και τέλος πολύ πρόσφατα στις 22 Μαρτίου 2018 “Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων” διαβάστηκε και συζητήθηκε, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη μεγάλη αξία του Αμερικάνου συγγραφέα. Αγαπάμε Paul Auster ♥

Don't ask my opinion, Don't ask me to lie:
Το τελευταίο του βιβλίο στηρίζεται σε μια πολύ έξυπνη ιδέα, όπως τα περισσότερα. Που αποκαλύπτει μια εξόχως σύνθετη ιδεολογική βάση. Ωστόσο, δεν βλέπουμε τον γνωστό Auster. Απ’ τη μία ξεκινά επίπεδα και δεν μας ξεσηκώνει εξ αρχής κι αφετέρου ο όγκος των 1200 σελίδων καθυστερεί να αναδείξει το συνολικό πλάνο του. Η βασική ιδέα είναι η παράλληλη εξιστόρηση της ζωής του Archi Ferguson σε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές, αν και όλες διασταυρώνονται με τα ίδια πρόσωπα. Απλώς η εξέλιξη της καθεμιάς είναι διαφορετική. Έτσι κάθε κεφάλαιο υποδιαιρείται σε τέσσερις υποενότητες. Σε παράλληλα έτη, περίπου, διαβάζουμε τις διαφορετικές πορείες, που διαμορφώνουν ποικίλα “if”.

Η εκπληκτική αυτή ιδέα δρομολογεί σκέψεις. Η ιδέα του εαυτού, οι εναλλακτικές πορείες που δεν ζήσαμε ούτε ξέραμε πώς θα εξελίσσονταν, η Ιστορία και τα διάφορα επίπεδά της, οι σχέσεις με τους άλλους ανάλογα με τις προοπτικές του καθενός. Έτσι, έχουμε συνεχείς επανεκκινήσεις της αφήγησης, αφού κάθε τόσο σταματάει, μεταπηδά σε άλλο επίπεδο κι συνεχίζει χωρίς να αφήνει περιθώρια για να λυπηθεί κανείς για την εγκατάλειψη της προηγούμενης γραμμής. Αυτό που κυριαρχεί είναι η αφηγηματική δεινότητα, μια ατελείωτη σειρά ιδεών για το πώς θα συνεχιζόταν το βιβλίο. Έχουμε δηλαδή 4 βιβλία σε ένα, 4 βιβλία που μπλέκονται το ένα με το άλλο σαν κοτσίδα.

Στις διάφορες ζωές του Ferguson παρελαύνουν πολλά ιστορικά γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας, αλλά πιο πολύ σκηνές από τον ιδιωτικό και οικογενειακό του βίο: εκδότης μιας μαθητικής εφημερίδας, η σχέση του με την Amy, ο δεύτερος γάμος της μητέρας του, η φιλία του με τον Noah, η ενασχόλησή του με το baseball, η πρόσληψή του σε μια εφημερίδα, η φοιτητική ζωή, η ομοφυλοφιλία της θείας του Mildred, όχι κατανάγκην με αυτή τη σειρά, αλλά ποια σειρά μετράει σ’ αυτό το βιβλίο, αφού σταματάς και ξαναξεκινάς από την προηγούμενη στάση;


I'm only human, That's all it takes, To put the blame on me:
Όλοι εκθειάζουν το έργο. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει για την ιδέα να διαρθρώσει τη ζωή ενός ανθρώπου σε πολλές παραλλαγές. Η ιδέα όντως γεννά φοβερές σκέψεις. Ωστόσο, μου έλειψε η ορμητική αφήγηση των άλλων βιβλίων του συγγραφέα. Ενώ ποτέ δεν είναι κατεδαφιστικός, ο Auster που ώς τώρα είχα γνωρίσει είχε μια σπινθηροβόλα γραφή, μια ανατρεπτική στην πορεία της ιστορίας διάθεση, μια αναγνωστική πορεία σε κινούμενη άμμο. Εδώ, πέρα απ’ την πυρηνική ιδέα, η σχοινοτενής αφήγηση, έστω και σε παράλληλες πορείες, έμεινε πολύ ρεαλιστική, πολύ επίπεδη...



> Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ και σπούδασε αγγλική, γαλλική και ιταλική λογοτεχνία. Του έχει απονεμηθεί ο τίτλος του fellow από το Εθνικό Κληροδότημα των ΗΠΑ για τις Τέχνες τόσο για την ποίηση όσο και για τον πεζό λόγο, ενώ το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάουεν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών "Καπνός" και "Μελανιασμένο πρόσωπο". Στο κινηματoγραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου το 1995 η ταινία "Καπνός" βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο, με το ειδικό βραβείο Κριτών, με το βραβείο του Διεθνούς Κύκλου Κινηματογραφικών Κριτικών και με το Βραβείο Κοινού για την καλύτερη ταινία. Το 1998 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία "Η Λουλού πάνω στη γέφυρα". Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 21 γλώσσες. Το 1997 εκδόθηκε μια συλλογή με τις δυσεύρετες πλέον μεταφράσεις που είχε κάνει ο Πολ Όστερ με τίτλο "Μεταφράσεις" και το 2001 μια επιλογή από τα διηγήματα που έστειλε το κοινό της ραδιοφωνικής του εκπομπής στο National Public Radio των ΗΠΑ, με τίτλο "True Tales from American Life". Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του, επίσης συγγραφέα, Σίρι Χούστβεντ, και τα δύο τους παιδιά. Περισσότερες πληροφορίες για τον Πολ Όστερ περιλαμβάνονται στην επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, www.paulauster.co.uk (ή: www.stuartpilkington.co.uk/paulauster/faq.htm).
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, June 24, 2018

Δημήτρης Κούβας, “Καρμπόν” & Ειρήνη Σταματοπούλου, “Ψιλή κυριότητα”


Είμαστε εμείς ή είμαστε οι άλλοι; Τι γίνεται αν θέλουμε να μοιάσουμε στον φτασμένο γείτονά μας ή αν κάποια άλλη έρθει και κάνει κατάληψη στη ζωή μας; Η ταυτότητα και η συζήτηση γι’ αυτή. 



Δημήτρης Κούβας
“Καρμπόν”
εκδόσεις Κίχλη -2017


Ειρήνη Σταματοπούλου
“Ψιλή κυριότητα”
εκδόσεις Απόπειρα -2018




Maybe I'm foolish, Maybe I'm blind, Thinking I can see through this:
Δυο μυθιστορήματα από νέους συγγραφείς μοιάζουν στο βασικό τους μοτίβο. Ο ένας παίρνει τη θέση του άλλου. Ο σωσίας αξιοποιεί τη δυνατότητα να αντικατασταθεί το ένα πρόσωπο με το άλλο. Ο Δημήτρης Κούβας και η Ειρήνη Σταματοπούλου διερευνούν τους διπλούς ρόλους στη ζωή των ηρώων τους.



Don't ask my opinion, Don't ask me to lie:
Ο Κούβας γεννήθηκε το 1974. Στο πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Καρμπόν” χρησιμοποιεί αυτό το τέχνασμα. Σ’ αυτό, δύο πρόσωπα ταυτίζονται, αλλάζουν ρόλους, συγκρίνονται και συχνά το ένα ντουμπλάρει ή αντικαθιστά το άλλο. Αυτό ακριβώς δηλώνει και η λέξη «καρμπόν», καθώς το πρωτότυπο προβάλλεται σε πρώτο πλάνο. Κι ακολουθεί το αντίγραφο, που προσπαθεί, συχνά μάταια, να προβεί σε μίμηση.

Εδώ, βέβαια, η αφήγηση εκπορεύεται από το αντίγραφο. Ο Άρης Κοντός είναι ένας ασήμαντος μονταδόρος, ανασφαλής, μοναχικός, χωρίς στόχους. Κάποια στιγμή εξαιτίας ενός ατυχήματος αποκτά υπερακοΐα, με αποτέλεσμα να ακούει όλους τους ήχους της πολυκατοικίας. Και τότε ανακαλύπτει τον ζωγράφο του από πάνω ορόφου Φίλιππο Ροδόπουλο. Πετυχημένος, πλούσιος, μπον βιβέρ, με πολλές επιτυχίες στις γυναίκες και παρολαυτά αγωνιστής κι αντισυμβατικός. Κι εκεί αρχίζει πέρα από τη στενή του παρακολούθηση. Η προσπάθεια του Άρη να τον μιμηθεί μέχρι κεραίας: ίδια διαρρύθμιση στο σπίτι, πουράκια και μπουρνούζια, ακόμα και απόπειρες ζωγραφικής. 

Το κείμενο κινείται μεταξύ κωμικής εξιστόρησης και τραγικής ματαίωσης. Η οξυμμένη ακοή, που για ένα συγκεκριμένο διάστημα προκαλεί μια ρωγμή στη ρεαλιστική καθημερινότητα, γίνεται το εφαλτήριο ενός εκκρεμούς μεταξύ πραγματικού και αντιγράφου. Βεβαίως δεν λείπουν οι αφηγηματικές ανακολουθίες του συγγραφέα: λ.χ. ο κλειδαράς που ανοίγει άλλο διαμέρισμα, παρόλο που κανονικά θα έπρεπε να ζητήσει ταυτότητα κι άλλες αποδείξεις. Το προσπερνώ. Όταν το πρωτότυπο αποδεικνύεται λιγότερο τέλειο απ’ όσο πιστευόταν, κι όταν το αντίγραφο έχει κάποιες ικανότητες όπως η ζωγραφική του, οι διακριτοί ρόλοι παύουν να είναι τόσο διακριτοί. Ο αντιήρωας του βιβλίου κάνει μια ηρωική είσοδο στη ζωή και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες οι οποίες είναι συνάμα θυσία αλλά και νόημα στη δική του μετριότητα.


Η Σταματοπούλου απ’ την άλλη θέτει στο επίκεντρο του έργου της τη Λουίζα και το τρίγωνο στο οποίο εμπλέκεται. Ο πρώην άντρας της Αντρέας, με τον οποίο δεν έχει χωρίσει, και ο εραστής της Παύλος. Η Λουίζα με τον Παύλο γυρίζει σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη, ενώ λαμβάνει τηλέφωνο από μια άγνωστη, την Όλια, η οποία μένει στο σπίτι της. Το παράδοξο εμπλέκει τη ζωή της μίας με την άλλη, ειδικά από τη στιγμή που η Όλια αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις της Λουίζας, απαντά στις κλήσεις που δέχεται, πηγαίνει αντ’ αυτής σε εκδηλώσεις, μιλά και δρα σαν να είναι η άλλη. 

Η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη ημερολογιακή γραφή της ηρωίδας. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις παρακολουθούμε τα πράγματα από το point of view της Λουίζας κι επομένως δεν υπάρχει ριζική διαφορά και διφωνία. Μερικοί προβληματισμοί για τη ζωή και τις σχέσεις. Μερικά σχόλια για τα δρώμενα. Ώρες ώρες πλατειάζει, αλλά ίσως έτσι πλάθει τα πρόσωπα πιο έκγλυφα.

Το βασικό είναι ο προβληματισμός περί ταυτότητας. Είμαστε, αναρωτιέται η ηρωίδα και η συγγραφέας μαζί, το σώμα μας ή κάτι άλλο; Μπορούμε να αλλάξουμε ταυτότητα; Πώς μοιάζουμε ή πού διαφέρουμε από τους άλλους; Κι αν ένας άλλος έρθει και μπει στον ρόλο μας, πάρει τη θέση μας, μάθει να σκέφτεται και να δρα όπως εμείς; Κι οι άλλοι αρχίζουν να τον αντιμετωπίζουν σαν εμάς; Αυτοί οι σύγχρονοι προβληματισμοί έρχονται και ξανάρχονται σε πολλά σύγχρονα λογοτεχνικά έργα. Μάλλον δείχνουν ότι οι υπαρξιακές μας αναζητήσεις είναι σήμερα παρά ποτέ ζωντανές.


I'm only human, That's all it takes, To put the blame on me:
Ο Κούβας προσπάθησε αλλά κάπου η ιδέα έμεινε ιδέα. Η αφήγηση εξελίσσεται normal. Αλλά το βαθύτερο επίπεδο που αναζητώ ως αναγνώστης έλειπε. Η ίδια η ιστορία είναι ένα σύμβολο. Αλλά ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να του δώσει δεύτερα και τρίτα υπόγεια. Η Σταματοπούλου οδήγησε τις ηρωίδες της στον φόνο. Μάλλον όμως θα έπρεπε να κορυφώσει την ένταση σταδιακά ώστε ο φόνος να έρθει ως απότοκος των πιέσεων που θα ωθούσαν την ιστορία σε έκρηξη. Κι η δολοφονία να φανεί ως αναγκαιότητα.




> Ο Γιώργος Κούβας γεννήθηκε το 1974 στην Κόρινθο. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έκανε μεταπτυχιακά στη διοίκηση επιχειρήσεων. Από το 2011 ζει στην Ελβετία, όπου εργάζεται ως σχεδιαστής καινοτόμων ιατρικών συσκευών. Το 2017 εντάχθηκε στην επιστημονική ομάδα του κέντρου Wyss στη Γενεύη, που υποστηρίζει την ανάπτυξη εφαρμογών νευροτεχνολογίας για ασθενείς με νευρολογικές δυσλειτουργίες. Ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα με τεχνικά κείμενα. Δημοσίευσε επιστημονικά άρθρα σε διεθνείς εκδόσεις. Το "Καρμπόν" είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

> Η Ειρήνη Σταματοπούλου γεννήθηκε και ζει στον Πειραιά. Ιστορικός και θεωρητικός του κινηματογράφου, έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Παντείου Πανεπιστημίου "Επικοινωνία και Ρητορική των Μέσων". Κυκλοφορούν τα θεωρητικά βιβλία της "Ο ρομαντικός ήρωας στον κινηματογράφο", "Θεολογία και μυστικισμός στον σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο" και "Το σημείο του σταυρού". "Ο κανόνας του παιχνιδιού" είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Συνεργάζεται με περιοδικά όπου δημοσιεύει κείμενα για τον κινηματογράφο και το βιβλίο.

Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, June 21, 2018

12α ΓΕΝΕΘΛΙΑ


Δώδεκα συναπτά έτη μάς βρίσκουν να διαβάζουμε. Να ψήνουμε καφέδες και να σερβίρουμε ποτά.
Μ’ αγάπη για το βιβλίο και με πάθος γι’ αυτό.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Πόσα βιβλία, πόσες συζητήσεις, πόσες σκέψεις!

Νομίζω ότι όποιο βιβλίο δεν το σχολιάσαμε, είναι σαν να μην υπάρχει για μας.
Πολλά έργα πέρασαν και δεν γέννησαν καμία σκέψη.
Αυτά νομίζω ότι είναι τα χλιαρά, τα άνοστα, τα νερόβραστα.
Που είναι πιο ανώφελα κι απ’ τα κακά.
Αυτά που μας εκνεύρισαν, μας έκαναν να απαυδήσουμε, να δυσανασχετήσουμε.
Τουλάχιστον τα κακά, που ’χαν φιλοδοξίες, κέρδισαν τη σκέψη μας και παρήγαν λόγο.
Τα άλλα πέρασαν και δεν ακούμπησαν, χάθηκαν, έφυγαν απ’ το σπίτι,
με κλάμα για τα άχρηστα λεφτά που δώσαμε.

Φυσικά υπήρχαν πολλά καλά, ουσιαστικά, διεγερτικά βιβλία.
Βιβλία που κέρδισαν την εκτίμησή μας, συζητήθηκαν στην κουζίνα του Βιβλιοκαφέ, τα χάρηκα εγώ κι όλη η ομάδα,
άλλοτε με συμφωνίες κι άλλοτε με διαφωνίες.
Φυσικά, πέρασε η μόδα των βιβλιοκαφέ,
τώρα κυριαρχούν άλλα μαγαζιά, άλλα διαδικτυακά στέκια
(ανοίξαμε κι εμείς στο twitter και σας περιμένουμε: https://twitter.com/vivliocafe).
Αλλά η παράδοση των blogs
και μια προσωπική εμμονή, όπως έγραψα, να διασώζουμε τα βιβλία γράφοντας γι’ αυτά
μας κάνει να συνεχίσουμε μια μοναχική ενίοτε δουλειά,
μια πίστη στην αξία της κριτικής ματιάς.
 
Created by Tirachard - Freepik.com
Ευχές και στην Anagnostria (anagnostria.blogspot.com),
που συνεχίζει κι αυτή δώδεκα χρόνια τώρα να κρατά το δικό της αναγνωστικό ημερολόγιο!
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, June 17, 2018

Σωτήρης Δημητρίου, “θάμπωσε ο νους”


Μια στρώση παρατήρηση, ποτισμένη στο λογοτεχνικό σιρόπι, κι από πάνω νοσταλγία για μια παλαιική ζωή: έτσι φτιάχνονται τα διηγήματα του Δημητρίου, όσο κι αν δεν ωρύονται όταν τα διαβάζει κανείς.



Σωτήρης Δημητρίου
“θάμπωσε ο νους”
εκδόσεις Πατάκη -2017


Maybe I'm foolish, Maybe I'm blind, Thinking I can see through this:
Ανάμεσα σε πάμπολλα μυθιστορήματα που διάβασα πρόσφατα ήθελα τις μικρές αναπνοές που αφήνουν τα διηγήματα. Να μπαινοβγαίνουν στα αναγνωστικά πνευμόνια μου.

Don't ask my opinion, Don't ask me to lie:
Μικρά διηγήματα 4-8 σελίδων κατά μέσο όρο. Διηγήματα που συνοψίζουν σε μικρή έκταση ένα περιστατικό, το οποίο στέκει αυτόνομο σ’ ένα σύμπαν βιωμάτων. Κι όντως ο συγγραφέας δίνει την αίσθηση ότι όλα ξεκινάνε απ’ την παρατήρηση. Από μια βόλτα στην οποία συναντά το μικρό που θα το κάνει στο χαρτί μεγάλο. Από μια σκηνή στον δρόμο που θα πυροδοτήσει τη σκέψη.

Η συλλογή ξεκινά δυναμικά. Δυο αδέλφια, λοξοί κατά βάση, που είναι γνώριμοι σ’ όποιον περπατά στην παραλία του Φαλήρου. Κι όταν πέθανε ο ένας, ο άλλος έμεινε μετέωρος και εκκρεμής. Και το δεύτερο διήγημα στο ίδιο style. Η επαίτισσα στον δρόμο κι ο περαστικός που απαξιοί να την ελεήσει. Ώσπου κάποια στιγμή, σε ένα κούνημα του κέρματος, της δίνει ελεημοσύνη. Πώς λοιπόν η τυχαία συνάντηση δίνει το έναυσμα για να γραφεί ένα διήγημα; Και πόσο η φαντασία έρχεται να ξεσηκώσει το βίωμα και να το κάνει λογοτέχνημα; Ο Δημητρίου δείχνει πως το έχει εύκολο. Είναι όμως και πετυχημένο;

Μια άλλη κατηγορία διηγημάτων έχει αυτοαναφορική – αυτοβιογραφική βάση. Το μπέρδεμα με το όνομα Γρηγόρης Σταματίου ή Σταμάτης Γρηγορίου είναι σίγουρα ένα έμμεσο σχόλιο για το δικό του όνομα: Σωτήρης Δημητρίου που ασφαλώς το έχουν μπερδέψει με το αντίστροφό του. Στην “Αυτονομία της φωνής” η απαγγελία ενός ποιήματος πρέπει να είναι άχρωμη, ώστε να αφήσει τον ακροατή να συλλάβει το ποίημα κατά βούληση. Προσκρούει όμως στον πληθωρικό χαρακτήρα του ποιητή-αναγνώστη που τον οδηγεί σε ένα πομπώδες διάβασμα! Η ίδια η τέχνη, ο κόσμος των πεζογράφων και των ποιητών, οι συναντήσεις με αναγνώστες, τα βιβλία και οι βιβλιοθήκες κ.ο.κ. είναι ωραία ζύμη. Για να πλάσει ο Δημητρίου τα κείμενά του.

Σε μερικά από τα διηγήματα, ο συγγραφέας κάνει μια μικρή στροφή που ανατρέπει τα δεδομένα. Σε άλλα εξαρχής ο αναγνώστης καταλαβαίνει το σχέδιο και το παρακολουθεί μ’ ευχαρίστηση. Αλλά εξίσου συχνά το πρώτο ερέθισμα φαίνεται αδούλευτο ή ήπια δουλεμένο, με αποτέλεσμα να απορώ για την επεξεργασία που απέτυχε. Μεταξύ απλότητας και ευκολίας, μεταξύ παρατήρησης κι επεξεργασίας, μεταξύ βιώματος και γραφής. Και παράλληλα η γλώσσα του διηγηματογράφου, με την “ανώμαλη” σε μερικά σημεία συντακτική σειρά, δυσκολεύει παρά βοηθάει την ανάγνωση.

Το διήγημα του Δημητρίου διδάσκει την αξία του καθημερινού, που πυροδοτεί εικασίες. Κι η εικασία είναι μητέρα της φαντασίας, γιαγιά της λογοτεχνίας. Το συναντώμενο, είτε εμφανίζεται στο προσκήνιο είτε υπονοείται στο παρασκήνιο, φωνάζει την παρουσία του.

Ο Δημητρίου θυμίζει σε δύο σημεία Παπαδιαμάντη, αν δεν συναριθμήσω τη χρήση ντοπιολαλιάς σε μερικά κείμενά του. Αφενός, ο ίδιος ο τίτλος, που είναι και τίτλος ενός διηγήματος, είναι παρμένος από την απόφανση μιας γριάς ότι ο ήρωας αυτοκτόνησε, επειδή “θάμπωσε ο νους” του. Παραπέμπει, νομίζω, στο “ψήλωσε ο νους” της Φραγκογιαννούς. Αλλά αν το καλοσκεφτώ, όλη η θεματική των “παρατηρητικών” διηγημάτων του Δημητρίου συστήνει μια ανάλογη ατμόσφαιρα της πόλης. Μια απλή-απλοϊκή σύνθεση στα καθημερινά της ζωής, που ωστόσο νοσταλγεί κάτι αγνό και ανεπιτήδευτο.


I'm only human, That's all it takes, To put the blame on me:
Νομίζω τελικά ότι δεν αντιπαλεύει το βιωμένο με το λογοτεχνικό. Αντιπαλεύει το ακατέργαστο με το κατεργασμένο. Το τελευταίο προχωρά πιο πολύ, πιο βαθιά, πιο προβληματισμένα. Το πρώτο μένει σε μια “παράξενη” ιστορία. Το δεύτερο ζυμώνει για μέρες το αλεύρι. Το πρώτο το ρίχνει κατευθείαν στον φούρνο.

> Ο Σωτήρης Δημητρίου (1955-) γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδος "Τα Νέα" (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του "Η βραδυπορία του καλού"), μία φορά με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2013), ενώ το μυθιστόρημά του "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου" ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους ("Αμέρικα" του Σάββα Καρύδα, "Απ' το χιόνι" του Σωτήρη Γκορίτσα, "Τα οπωροφόρα της Αθήνας" του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.)
Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, June 14, 2018

Kaouther Adimi, “Τα πλούτη μας”


Τα πλούτη μας δεν είναι το χρήμα. Δεν είναι οι λουκουμάδες και τα κέρδη τους. Είναι τα βιβλία που τοκίζουν το πνευματικό κεφάλαιο και αποδίδουν πολιτισμικά κέρδη.


Kaouther Adimi
“Nos richesses”
2017
Τα πλούτη μας
μετ. Έ. Κορομηλά
εκδόσεις Πόλις -2018


Maybe I'm foolish, Maybe I'm blind, Thinking I can see through this:
Τα βιβλιοφιλικά βιβλία είναι αγαπημένα στους βιβλιοbloggers. Τους θυμίζει τον εαυτό τους στο λογοτεχνικότερο. Τους εξιτάρει εισάγοντάς τους στο πλαίσιο μιας φιλαναγνωσίας που ξεφεύγει από τον μέσο όρο και ανάγοντάς τους σε ένα επίπεδο λατρείας, αισιοδοξίας, ορμής…

Don't ask my opinion, Don't ask me to lie:
“Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο”! Εκκωφαντικό μότο που συναντάται στο βιβλιοπωλείο “Τα αληθινά πλούτη” στο Αλγέρι. Είναι όμως κι ένα ευρύτερο σύνθημα που θα μπορούσε να σηματοδοτεί νοοτροπίες και συμπεριφορές σε μια άμουση κοινωνία. Όντως, όποιος διαβάζει αξίζει για δύο, ενώ ένας άνθρωπος που δεν διαβάζει δεν αξίζει τίποτα (κι αυτή ατάκα του βιβλίου).

Η αφήγηση μοιράζεται σε δύο χρόνους, που εναλλάσσονται. Στο 2017 το πολυετής βιβλιοχώρος κλείνει και ο τελευταίος υπερασπιστής, ο γηραιός Abdalla, μένει εκεί χωρίς να μπορεί να αποτρέψει το αναπόδραστο. Το κράτος πουλάει το παράρτημα αυτό της Εθνικής Βιβλιοθήκης, για να γίνει λουκουματζίδικο. Κι ο Ryad έρχεται να το αδειάσει και να το βάψει. Αυτό όμως το κρατικό κτήριο ήταν παλιότερα το πρώτο βιβλιοπωλείο που άνοιξε το 1936 ο Edmond Charlot, ένας φιλόδοξος νεαρός που χωρίς οικονομικά μέσα οραματίστηκε έναν χώρο συνάντησης βιβλίων, συγγραφέων και αναγνωστών. Με συμπαραστάτη τον Albert Camus και με άλλους πνευματικούς ανθρώπους που συνέδραμαν –έστω και εξ αποστάσεως- έστησε μια βιβλιοφιλική φωλιά.

Η αφήγηση πατά πάνω σε τρία πόδια σε έναν αφηγηματικό τρίποδα. Απ’ τη μια, η βιογραφία του Charlot που συνδέεται με το βιβλίο και τον εκδοτικό του οίκο. Πρώτη φορά διαβάζω τη βιογραφία ενός εκδότη, μέσω της οποίας ξεδιπλώνονται οι δυσκολίες αλλά και οι χαρές, οι συγγραφείς και τα βραβεία, τα βιβλία που ανοίχτηκαν στο κοινό. Αυτό είναι το δεύτερο πόδι, που έχει φιλαναγνωστικό άξονα. Και τέλος, η Ιστορία, που καταρχάς άπτεται του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έπειτα στην Ανεξαρτησία της Αλγερίας από τον γαλλικό ζυγό.

I'm only human, That's all it takes, To put the blame on me:
Το μυθιστόρημα αποπνέει για την άδολη αγάπη προς το βιβλίο. Δημιουργεί ήρωες όπως ο γέρο Abdulla που αγαπά τα βιβλία χωρίς να διαβάζει. Εμπνέει οράματα και εμφυσά συναισθήματα στον αναγνώστη. 



> Η Καουτέρ Αντιμί γεννήθηκε το 1986 στο Αλγέρι. Σπούδασε φιλολογία. Το 2008 μετανάστευσε στο Παρίσι. Γράφει στα γαλλικά. Εκτός από "Τα πλούτη μας" έχει δημοσιεύσει δύο ακόμα μυθιστορήματα: "L'Envers des autres" (Βραβείο Prix de Vocation) και "Des pierres dans ma poche", καθώς και διηγήματα.
Το μυθιστόρημά της "Τα πλούτη μας" τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot των μαθητών λυκείου, το βραβείο Prix de Style και το βραβείο Beur FM Mediterranee, και είχε συμπεριληφθεί στις λίστες υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Goncourt, Medicis, Renaudot και Interallie.

 In2life, 12/6/2018 
Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, June 09, 2018

Θοδωρής Γκόνης, “Εφτά λευκά πουκάμισα”


Ο συγγραφέας είναι κατά βάση ποιητής. Κι έτσι η γλώσσα του ρεύμα λέξεων δίνει σάρκα και οστά σε μικρές ιστορίες, δίνει ορμή σε συναισθήματα και τραύματα, δίνει οντότητα σε φευγαλέες συλλήψεις.



Θοδωρής Γκόνης
“Εφτά λευκά πουκάμισα”
εκδόσεις Άγρα -2017



Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Διηγήματα, μικρές ιστορίες που γράφτηκαν την περίοδο 2012-2017 ανάμεσα σε Βορρά και Νότο. Ιστορίες που γράφτηκαν με το μολύβι και τη γομολάστιχα. Με το σφυγμό τους. Με το ρυθμό της καρδιάς ενός ναυτικού, ενός νομάδα που μετακινείται διαρκώς με το μικρό του κοπάδι, ψάχνοντας το χόρτο του. Ιστορίες που γράφτηκαν κυρίως σε αίθουσες αναμονής αεροπλάνων, λεωφορείων και τρένων. Κι αν όχι όλες, οι περισσότερες κρύβουν ζηλότυπα στις αποσκευές τους το εισιτήριο της οριστικής επιστροφής. Μιας επιστροφής που διαρκώς αναβάλλεται. Εφτά λευκά πουκάμισα. Η καλή φορεσιά ενός σπιτιού που προσπάθησε να μην την τσαλακώσει ποτέ και τη φόρεσε μονάχα στις μεγάλες του ώρες. Στα ταξίδια του στις στενές θάλασσες και στους χωματένιους δρόμους αυτού του βίου.” διαβάζω στο οπισθόφυλλο.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Μικρά κειμενάκια μίας έως δύο σελίδων. Επομένως δεν περιμένουμε story, δεν περιμένουμε δράση. Κι όντως ο πυρήνας κάθε διηγήματος είναι η γλώσσα και η σύλληψη ενός φευγαλέου αισθήματος που δεν αιχμαλωτίζεται εύκολα.

Μερικά από αυτά είναι ποιήματα σε πεζή μορφή. Μιλάνε με τον ρυθμό της ποίησης, σπαρταράνε στη σελίδα όπως οι στίχοι και μαζί θέλουν να πετάξουν έξω από αυτήν. Μερικά είναι γραμμένα για να διαβαστούν σαν ποιήματα που υποβόσκουν. Γραμμένα για να διαβαστούν με την αύρα της γλώσσας και την επιμονή στη λέξη. Στο σχήμα λόγου που σπάει την πεζή ανάγνωση. Ποιητικές εξάρσεις που προσπαθούν να πυκνώσουν το συναίσθημα σε δυο τρεις παραγράφους, πριν το απελευθερώσουν καθώς διαβάζονται.

Η γλώσσα, όπως είπα, πρωτοστατεί. Διαβάζω στο 8ο μικροδιήγημα: “Όταν αρχίζεις να διαβάζεις φωναχτά, οι λέξεις βγάζουν φτερά, φτερουγίζουν ανάμεσα σε γη και ουρανό, γίνονται άγγελοι, εκτελούν αυτό που τους παραγγέλνεις…”. Η ανάγνωση δίνει πνοή στο κείμενο, ο αναγνώστης φιλά τον βάτραχο κι αυτός γίνεται πρίγκιπας. Το συγκεκριμένο διήγημα με τίτλο “Η λέξη” εμπνέει τον αναγνώστη και του μεταδίδει μια ορμητική διάθεση. Αυτός έχει τη δύναμη να νοηματοδοτήσει τον κόσμο. Να τον τραγουδήσει δίνοντάς του ζωή. Η εικονοποιία του κειμένου και τα φουσκωμένα πανιά της ανάγνωσης συναντιούνται σε μια ευτυχή συνάντηση.


Η συγγραφική φαντασία δίνει πνοή σε καθημερινά πράγματα. Το ροχαλητό είναι ένα “μικρό κομπρεσεράκι” που παύει να ενοχλεί. Ο κλέφτης είναι ένας ελαφροπάτητος κυνηγός. Το γέλιο είναι ένα αγαπησιάρικο σκυλί. Ο πρωινός καφές ένας πραγματικός φίλος, που συζητά χαλαρά μαζί σου. Η γλώσσα είναι το παράλληλο νόμισμα που δεν υποτιμάται. Πολλές μικρές σκηνές θεατρικών στιγμιότυπων που αναπνέουν όσο ελπίζουν. Που χρωματίζουν το πάθος, την απώλεια, τη ζωή. Που φωνάζουν να πάρεις τη μέρα αλλιώς.

Σε πολλά κείμενα κυριαρχεί ο δευτεροπρόσωπος λόγος. Ο συγγραφέας μιλάει σε κάποιον, ίσως στον αναγνώστη. Μάλλον σε έναν δικό του φανταστικό αποδέκτη. Πρόκειται για έναν λανθάνοντα διάλογο. Σαν ανεπίδοτη επιστολή που δεν στάλθηκε και δεν διαβάστηκε. Αλλά θα ήθελε. Εξομολογητικός τόνος. Έκκληση. Παράκληση. Έκταση χειρός που ζητά ανταπόκριση και συνάμα ίσως ξέρει ότι δεν θα βρει.

Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
“Ο γραφιάς είναι αλκοολικός της ψαρικής… Υπάρχουν πολλές τεχνικές ψαρέματος” είναι ένα ακόμα δείγμα μιας γραφής που κοιτάζει έξω αλλά και μέσα της. Σε μερικά κολύμπησα με απόλαυση.


> Ο Θοδωρής Γκόνης κατάγεται από την Αλωνίσταινα της Αρκαδίας. Γεννήθηκε στην Γκάτζια Ναυπλίας. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Πέλλου Κατσέλη. Σπούδασε οικονομικά. Εργάστηκε στο θέατρο ως ηθοποιός μέχρι το 1996 - υμμετείχε σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις του Θεατρικού Οργανισμού "Εποχή" του Β. Παπαβασιλείου. Από το 1996 ασχολήθηκε κυρίως με τη σκηνοθεσία. Σκηνοθέτησε έργα των: Μισιτζή, Χουρμούζη, Βιζυηνού, Βυζάντιου, Τερτσέτη, Χόρν, Ξενόπουλου, Παλαμά, Κεχαϊδη, Φάϊς, Γρηγοριάδη, Αναγνωστάκη, Γονατά, Παπαδιαμάντη, Λόρκα, Σαίξπηρ, Αισχύλου κ.α. για το Κ.Θ.Β.Ε., ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου, Πατρών, Β. Αιγαίου, Σερρών, Κομοτηνής ,Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει τις μουσικοθεατρικές παραστάσεις: Γουσταύος Κλάους σε συνεργασία με τον Ν.Ξυδάκη ("Πάτρα 2006 - Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης"), Έχω άνθρωπο σε συνεργασία με τον Κ.Λειβαδά (Ζυγός. Αθήνα 2006), Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή σε συνεργασία με τον Γ. Ανδρέου (Μέγαρo Μουσικής Αθηνών, 2007). Την περίοδο 2000 - 2007 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου και από το 2008 εως το 2011 του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών. Το 1987 άρχισε τη συνεργασία του ως στιχουργός με τον Νίκο Ξυδάκη (Καϊρο - Ναύπλιο - Χαρτούμ, Κοντά στη Δόξα μια στιγμή, Τένεδος, Βενετσιάνα, Το μέλι των Γκρεμών, Βουή του Μύθου, Ακρωτήριο Ταίναρον, Ένα Τραγούδι για τον Νίκο Γκάτσο κ.α). Ακολούθησαν συνεργασίες του με τον Γιώργο Ανδρέου, Χρήστο Νικολόπουλο, Ορφέα Περίδη, Παντελή Θαλασσινό, Κώστα Λειβαδά, Τάσο Γκρούς, Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, Πέτρο Ταμπούρη, κ.ά. Από τον Απρίλιο του 2009 έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου.
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, June 05, 2018

Ιαν ΜακΓιούαν, “Καρυδότσουφλο”


Αφηγητής ένα αγέννητο μωρό που βλέπει ή μάλλον ακούει τη μητέρα του και τον εραστή της να θέλουν να σκοτώσουν τον πατέρα του. Κι οι συγκρίσεις με τον σεξπηρικό Hamlet βάζουν σε συγκεκριμένες ράγες το μυθιστόρημα, όσο κι αν οι διαφορές προσδίδουν άλλη λογοτεχνικότητα στο έργο του McEwan. 



Ian McEwan
Nutshell
2016
Ίαν ΜακΓιούαν
“Καρυδότσουφλο”
εκδόσεις Πατάκη -2017




Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Είναι ο McEwan εγγύηση κι ό,τι γράφει το κυνηγάμε με μανία; Ναι και όχι. Γιατί δίπλα στα πολύ δυνατά βιβλία του, όπως το “Άμστερνταμ”, η “Εξιλέωση” και ο “Νόμος περί τέκνων”, υπήρξε και το “Solar” (http://vivliocafe.blogspot.gr/2011/06/solar.html ). Αλλά φυσικά πάντα τέτοια ονόματα δίνουν ελπίδα για μια σφριγηλή ανάγνωση.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Το ποιος μιλάει τις περισσότερες φορές έχει σημασία. Δίνει στο έργο μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Ο αναγνώστης βλέπει τα πράγματα μέσα απ’ το βλέμμα του αφηγητή. Είναι η κάμερα που δείχνει ό,τι γίνεται. Και σχολιάζει. Έτσι κι εδώ, το να μιλάει ένα ανυπεράσπιστο αλλά ολοκληρωμένο έμβρυο 8,5 μηνών είναι μια ιδιαίτερη συγγραφική χειρονομία. Ακούει αλλά δεν βλέπει. Μαθαίνει τον κόσμο πριν καν γεννηθεί. Έχει αισθήματα και κάνει σκέψεις. Παρά τη μερική αναληθοφάνεια (ξέρει ό,τι ακούει, ωστόσο περιγράφει κι άλλα που δεν μπορεί να γνωρίζει), κρατά μια πολύ έξυπνη ματιά. Με χιούμορ και αγωνία, με τραγωδία και με σχόλια. Η δράση εξελίσσεται μόνο μπροστά στη φουσκωμένη κοιλιά κι επομένως ο αγέννητος αφηγητής είναι το κέντρο της ιστορίας.

Έγραψα πριν από λίγο ότι έχει σημασία ποιος μιλά. Γιατί αλλιώς θα ήταν τα πράγματα αν αφηγήτρια ήταν η Trudy, η μητέρα του, που είναι λίγο ανεύθυνη, παρατάει τον άνδρα της John, για να τα φτιάξει με τον αδελφό του Claude. Αλλιώς θα ήταν αν μιλούσε ο John, μαλακός σύζυγος που δεν πιέζει τις καταστάσεις, ποιητής και εκδότης, όχι πολύ πετυχημένος, που δεν ξέρει τη συνωμοσία που εξυφαίνεται πίσω του. Αλλιώς θα ’ταν αν αφηγητής ήταν ο Claude, ανούσιος και κούφιος, που κινείται καιροσκοπικά.


Το έργο πατά εμφανώς στον Hamlet. Το δηλώνει σε διάφορα σημεία, κι έτσι κι εγώ έψαξα να θυμηθώ την υπόθεση. Κι εκεί ένας νεαρός, ο πρίγκιπας Hamlet, γιος του ομώνυμου βασιλιά της Δανιμαρκίας, ο οποίος πέθανε ξαφνικά, βλέπει τον θείο του Claudius να ανεβαίνει στον θρόνο. Παντρεύεται μάλιστα τη χήρα του αδερφού του, Gertrude. Τα ονόματα, όπως βλέπετε, είναι ίδια. Περίπου. Ο Hamlet είναι χολωμένος με τον αιμομικτικό γάμο και την ανάληψη της εξουσίας απ’ τον θείο του, τον οποίο θεωρεί πολύ κατώτερο απ’ τον πατέρα του.


Μια τέτοια εμφανής, σκόπιμη, διακειμενικότητα ή είναι προϊόν εύκολης μίμησης ή είναι λελογισμένη πρόθεση ερμηνείας. Το πρώτο φαίνεται έωλο. Το δεύτερο σε ποιον δρόμο οδηγεί την ανάγνωση;

1.      Να κάνει τον αναγνώστη ν’ αναζητήσει τη συνέχεια της ιστορίας έχοντας κατά νου τις εξελίξεις στο σεξπηρικό έργο.

2.      Να ψάχνει ομοιότητες και να διερευνά παραλληλισμούς, που θα εξηγήσει το ψυχολογικό profile των ηρώων με βάση τα σεξπηρικά στερεότυπα. Ο αγέννητος αρσενικός Hamlet εχθρεύεται τη μητέρα του και τον εραστή της, όπως ο πνευματικός προγονός του, αλλά δεν μπορεί να αντιδράσει.

3.      Το αντίθετο: να δείξει πως τα διαχρονικά θέματα του έρωτα, του γάμου, της απιστίας, του φόνου έχουν και μια άλλη ιστορική διάσταση και δεν είναι ποτέ τα ίδια.


Ο McEwan ξέρει να αφηγείται και να εναλλάσσει την ιστορία με το σχόλιο. Μια περιγραφή έρωτα, πιο πρωτότυπη απ’ ό,τι συνήθως, πιο υπαινικτική, πιο έμμεσα αποκαλυπτική αποδεικνύει του λόγου το αληθές:

“…η Τρούντυ κι εγώ κατρακυλήσαμε στον έρωτα, στην έκσταση και στην εμπιστοσύνη, στη χαρά και στη γαλήνη – πέρα από τον ορίζοντα, πέρα από τον χρόνο, πέρα από τα λόγια. Γυρίσαμε την πλάτη στον κόσμο για να επινοήσουμε και να χτίσουμε τον δικό μας. Διεγερθήκαμε εναλλάσσοντας ρόλους προσποιητών βιαιοπραγιών και συνάμα μπεμπεκίσαμε και παραχαϊδέψαμε ο ένας τον άλλο· αλληλοβαπτιστήκαμε με παρατσούκλια, φτιάξαμε μια μυστική, δική μας γλώσσα. Διαβήκαμε τα όρια της ντροπής. Πήραμε και δώσαμε και επιτρέψαμε τα πάντα. Ήμασταν ηρωικοί. Πιστέψαμε ότι στεκόμαστε σε μια κορυφή όπου άλλος κανείς, ούτε στη ζωή ούτε σ’ όλη την ποίηση, δεν είχε ποτέ του φτάσει…”

            Το ζητούμενο είναι αν θα πραγματοποιηθεί η φιλοδοξία των υποψήφιων δολοφόνων. Ο μικρός μες στην κοιλιά της μητέρας του ανησυχεί, αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι. Τελικά, οι εξελίξεις δρομολογούνται. Δεν κάνω βέβαια spoil… Η περιέργεια δεν είναι μόνο για το αν θα σκοτώσουν τον John, αλλά και για το πώς οι σχέσεις των τεσσάρων (συν της Elodie που είναι το νέο amore του ποιητή-εκδότη) θα διαμορφωθούν στη μία ή στην άλλη περίπτωση.




Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Στο τέλος ο μικρός μπόμπιρας κάνει τη δική του κίνηση, όχι επαναστατική αλλά στα μέτρα των δυνατοτήτων του έξυπνη. Ο McEwan ολοκληρώνει το μυθιστόρημα με μια πράξη δικαιοσύνης. Αφήνει στον αναγνώστη τη γλυκιά ανάμνηση μιας ζωντανής ανάγνωσης, ενός ευφυούς χειρισμού των ενδοοικογενειακών σχέσεων.


> Ο Ίαν Μακ Γιούαν γεννήθηκε το 1948, σπούδασε στα Πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο "Fist Love, Last Rites", το 1975, αποσπώντας μάλιστα το βραβείο Somerset Maughman, και τη δεύτερη με τίτλο "Between the Sheets", το 1977. Το 1987 κέρδισε το Whitbread Award (και το Prix Femina Etranger, έξι χρόνια μετά), για το μυθιστόρημά του "Child in Time". Έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Τρία μυθιστορήματά του συμπεριλήφθηκαν στις τελικές υποψηφιότητες για το βραβείο Booker ("Έμμονη αγάπη", "Άμστερνταμ", "Εξιλέωση"). Το βραβείο τού απονεμήθηκε, τελικά, το 1998, για το "Άμστερνταμ". Η "Εξιλέωση" (2002), επίσης, έχει τιμηθεί με τα εξής βραβεία: W.H. Smith Literary Award (2002), National Book Critics' Circle Fiction Award (2003), Los Angeles Times Prize for Fiction (2003), και Santiago Prize for the European Novel (2004). Για το μυθιστόρημα "Σάββατο" τιμήθηκε το 2006 με το βραβείο James Tait Black Memorial Prize.


In2life, 22/5/2018 

Πάπισσα Ιωάννα