Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει δηλώσει μεταξύ άλλων οξέων: “Ο Καβάφης είχε πετάξει 180 ποίηματα, που ενώ αυτός τα
θεωρούσε σαβούρες, ήρθαν οι φιλόλογοι –η
μεγάλη μάστιγα της νεοελληνικής λογοτεχνίας-, τα βρήκαν πολύ σπουδαία και
τα πρόσθεσαν μαζί με τα καλά” (Η παραπομπή από Το Βήμα, 29.1.2012, σελ. 35/5). Προσυπογράφω τα λεγόμενά-του,
εφόσον μιλάμε για μια σχολή μελετητών που θα τη χαρακτήριζα “παλαιοφιλολογική”,
καθώς έχουν μείνει σε μια αντίληψη περί λογοτεχνίας παρωχημένη και στείρα.
Μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε με πολλές μικρές ενδείξεις που πέφτουν στην
αντίληψή-μας, όλων ημών, δηλαδή του ευρέος κοινού:
i. Καταρχάς, εκείνοι οι
φιλόλογοι του σχολείου –με την κλασική-τους παιδεία- (απ’ ό,τι ακούω λίγα
πράγματα έχουν αλλάξει από την εποχή-μου) δεν εκσυγχρονίζονται θεωρητικά,
λατρεύουν το απόσπασμα, ανοίγουν ενεοί το στόμα μπροστά στην ωραία λέξη και
στον άφατο λυρισμό, εμμένουν σε σχολαστικές αναλύσεις και έτσι δεν ενθαρρύνουν το παιδί να διαβάσει και να
δει τη λογοτεχνία ως αγάπη και ως ψυχαγωγία. Αντί να ενθαρρύνουν το
εξωσχολικό διάβασμα, το αποθαρρύνουν με τη στάση-τους. Κάνουν μεγάλη ζημιά
καθώς υπονομεύουν τη φιλαναγνωσία στις ηλικίες ακριβώς που θα έπρεπε αυτή να
αναπτύσσεται, ενώ στρέφουν με τις συζητήσεις-τους τα παιδιά στα κουτσομπολιά
των συγγραφέων. 

ii. “Παλαιοφιλολογική” νοοτροπία
δείχνουν επίσης όσοι μελετώντας ή κρίνοντας ένα έργο στηρίζουν τις εκτιμήσεις-τους σε έναν άγονο βιογραφισμό. Αντί να
δουν το πολύ πολύ τη ζωή και τις συνθήκες της εποχής του δημιουργού ως το
έδαφος που επηρέασε το έργο-του, εξηγούν τα πάντα από τα στοιχεία του βίου-του.
Έτσι, ο αναγνώστης μεγαλώνει με την υποσυνείδητη πεποίθηση ότι το έργο είναι
στενά συνυφασμένο με μια εποχή και δεν έχει διαχρονικότητα, ενώ ο ίδιος δεν παύει
να αναζητεί το σκάνδαλο και τη λόξα του πεζογράφου ή του ποιητή μέσα στο
έργο-του. Αυτό όμως διαστρεβλώνει την πρόσληψη και τη στενεύει σε μια
βιογραφίστικη αντίληψη της λογοτεχνίας.

iii. Σ’ αυτό το μήκος κύματος
κινούνται και αυτοί τους οποίους υπονοεί ο Χριστιανόπουλος. Θεωρούν τα γραπτά
κάθε συγγραφέα ιερά, όχι μόνο όσα εκδόθηκαν και αξιολογήθηκαν ποιοτικά και
αξιανάγνωστα, αλλά και τα ελάσσονα έργα-του (ας πούμε εντάξει ως εδώ), αλλά και
τα αδημοσίευτα, τα αποκηρυγμένα, τα ξεχασμένα στα συρτάρια-του, τα πεταμένα στα
σκουπίδια, ό,τι έγραψε στα …χαρτομάντιλά-του, ό,τι έστειλε με επιστολές σε
φίλους-του, όσα έγραψε ως σημειώσεις για να μην τα ξεχάσει… όλα όσα άφησε ρητά
και υπόρρητα σε ένα σωρό χαρτιά. Πρόκειται
για ένα είδος “συγγραφικής αγιογραφίας”, όπου πρέπει να διασώσουμε όσα ο
λογοτέχνης έγραψε, είπε ή σχεδίασε, όχι επειδή αυτά καθεαυτά είναι
αξιόλογα, αλλά επειδή βγήκαν από το χέρι ενός σπουδαίου (!) δημιουργού, πάντα
βέβαια με το πρόσχημα ότι αυτά θα βοηθήσουν στην κατανόηση του υπόλοιπου έργου-του.
Έτσι, βλέπουμε να εκδίδονται αλληλογραφίες, ημερολόγια, αδημοσίευτα ποιήματα
και ημιτελή μυθιστορήματα κ.ο.κ. Το αρχείο γίνεται αντικείμενο λατρείας και όχι
μόνο σπουδής…

iv. Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνται
και ορισμένοι κριτικοί, ακόμα και σήμερα, που μπορεί να μην είναι φιλόλογοι,
αλλά ακολουθούν αυτήν την παλαιοφιλολογική μέθοδο ανάλυσης: περιγράφουν εκτενώς
το λογοτέχνημα, μελετάνε τις πηγές-του, αναζητούν πραγματολογικά στοιχεία,
συσχετίζουν ονόματα με άλλα έργα ή με την ιστορική ονοματολογία, ψειρίζουν το
κείμενο όχι με διάθεση να ανακαλύψουν βασικούς άξονες ερμηνείας αλλά να
ξεψαχνίσουν …γωνιές και πεζούλες. Συχνά, μάλιστα, εξετάζουν το έργο σε σχέση με
την προηγούμενη παραγωγή του συγγραφέα, όχι με σκοπό να ενημερώσουν τον κόσμο
για τη θέση-του σε ένα ευρύτερο σύμπαν, αλλά για να το ορίσουν γραμματολογικά
και να το …σταυρώσουν με γενεαλογικά στοιχεία, συγκρίσεις και αντιστίξεις με τα
προηγούμενα έργα, μικροδιαφορές και αποκλίσεις, ήρωες που δραπέτευσαν και τους
ξανασυναντάμε εδώ κ.ο.κ. Το πρόβλημα
είναι ότι αντί να μάθουμε για το κείμενο και την αξία-του, καταιγιζόμαστε με
ανούσιες πληροφορίες μιας στενά φιλολογίστικης ανάλυσης, μιας ανάλυσης
μικροσκοπίου. 

v. Παλαιοφιλολογική
νοοτροπία θα θεωρούσα, έστω και επειδή δεν καταλαβαίνω τις βαθύτερες επιστημονικές
ανάγκες που εξυπηρετεί, την ενασχόληση
(σε μελέτες που διαβάζω κατά καιρούς σε εφημερίδες και πιο πολύ σε περιοδικά) με μικροθέματα των κειμένων που δεν
προσφέρουν ευρείες ερμηνευτικές γραμμές. Με άλλα λόγια, η αναζήτηση του πατέρα
στο έργο του Καζαντζάκη ή της πραγματικής ζωής του Ζορμπά, η εύρεση της
Θεσσαλίας στον Καραγάτση, τα ζώα στα έργα του Σκαμπαρδώνη, τα επαγγέλματα στα
διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι μερικά (πραγματικά ή φανταστικά) θέματα που θα
μπορούσε κάποιος να πραγματευθεί, όχι όμως με σκοπό να συλλάβει μέσω αυτών το
βαθύτερο πνεύμα του κειμένου αλλά για να καλύψει πτυχές που δεν έχει μελετήσει
κανείς άλλος!!!

vi. Τέλος, είναι απωθητικό να φέρνουν στο προσκήνιο κείμενα παλαιότερων εποχών, τα
οποία ήταν κάποτε αξιόλογα αλλά τώρα έχουν μονάχα μουσειακή αξία. Έτσι,
είναι διαφορετικό να τα μελετούν οι ίδιοι στη συγχρονία-τους (ως δείγματα
πολιτισμικής στάθμης μιας συγκεκριμένης περιόδου, όπως μελετούν οι ιστορικοί τις
πηγές) κι είναι άλλο να τα φέρνουν στο σήμερα ως αξιανάγνωστα έργα, όχι με την
ιστορική-τους αξία αλλά ως κλασικά έργα. Η διαχρονικότητα και η αναγωγή ενός
κειμένου σε κλασικό είναι συνισταμένη τόσο της αξίας-του στην εποχή-του όσο και
της δυνατότητάς-του να δίνει απαντήσεις στα πολιτισμικά προβλήματα
μεταγενέστερων εποχών και στα ζητήματα που θέτουν οι κατοπινοί αναγνώστες.
Να με συγχωρήσουν οι φιλόλογοι, και οι φιλολογίζοντες, αλλά με τέτοιες
πρακτικές, ο αναγνώστης δεν δελεάζεται, ενώ και το ίδιο το κείμενο
κακοπαθαίνει, αφού βαρυφορτώνεται με άχρηστες δευτερογενείς πληροφορίες και
ανούσιους σχολαστικισμούς. Το κείμενο αναπνέει και κοινοποιείται, εμπλουτίζεται
και μεσολαβείται, όταν ερμηνεύεται βαθιά και δόκιμα, αλλά στο πλαίσιο μιας
διερεύνησης των στρωμάτων που το απαρτίζουν και των ερμηνειών που το
αναδεικνύουν.
[Η φωτογραφία του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι από το tovima.gr]
Πατριάρχης Φώτιος