Monday, January 30, 2012

ΚΑΤΑ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Α΄.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει δηλώσει μεταξύ άλλων οξέων: “Ο Καβάφης είχε πετάξει 180 ποίηματα, που ενώ αυτός τα θεωρούσε σαβούρες, ήρθαν οι φιλόλογοι –η μεγάλη μάστιγα της νεοελληνικής λογοτεχνίας-, τα βρήκαν πολύ σπουδαία και τα πρόσθεσαν μαζί με τα καλά” (Η παραπομπή από Το Βήμα, 29.1.2012, σελ. 35/5). Προσυπογράφω τα λεγόμενά-του, εφόσον μιλάμε για μια σχολή μελετητών που θα τη χαρακτήριζα “παλαιοφιλολογική”, καθώς έχουν μείνει σε μια αντίληψη περί λογοτεχνίας παρωχημένη και στείρα.


Μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε με πολλές μικρές ενδείξεις που πέφτουν στην αντίληψή-μας, όλων ημών, δηλαδή του ευρέος κοινού:
i.          Καταρχάς, εκείνοι οι φιλόλογοι του σχολείου –με την κλασική-τους παιδεία- (απ’ ό,τι ακούω λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από την εποχή-μου) δεν εκσυγχρονίζονται θεωρητικά, λατρεύουν το απόσπασμα, ανοίγουν ενεοί το στόμα μπροστά στην ωραία λέξη και στον άφατο λυρισμό, εμμένουν σε σχολαστικές αναλύσεις και έτσι δεν ενθαρρύνουν το παιδί να διαβάσει και να δει τη λογοτεχνία ως αγάπη και ως ψυχαγωγία. Αντί να ενθαρρύνουν το εξωσχολικό διάβασμα, το αποθαρρύνουν με τη στάση-τους. Κάνουν μεγάλη ζημιά καθώς υπονομεύουν τη φιλαναγνωσία στις ηλικίες ακριβώς που θα έπρεπε αυτή να αναπτύσσεται, ενώ στρέφουν με τις συζητήσεις-τους τα παιδιά στα κουτσομπολιά των συγγραφέων.
ii.         “Παλαιοφιλολογική” νοοτροπία δείχνουν επίσης όσοι μελετώντας ή κρίνοντας ένα έργο στηρίζουν τις εκτιμήσεις-τους σε έναν άγονο βιογραφισμό. Αντί να δουν το πολύ πολύ τη ζωή και τις συνθήκες της εποχής του δημιουργού ως το έδαφος που επηρέασε το έργο-του, εξηγούν τα πάντα από τα στοιχεία του βίου-του. Έτσι, ο αναγνώστης μεγαλώνει με την υποσυνείδητη πεποίθηση ότι το έργο είναι στενά συνυφασμένο με μια εποχή και δεν έχει διαχρονικότητα, ενώ ο ίδιος δεν παύει να αναζητεί το σκάνδαλο και τη λόξα του πεζογράφου ή του ποιητή μέσα στο έργο-του. Αυτό όμως διαστρεβλώνει την πρόσληψη και τη στενεύει σε μια βιογραφίστικη αντίληψη της λογοτεχνίας.
iii.        Σ’ αυτό το μήκος κύματος κινούνται και αυτοί τους οποίους υπονοεί ο Χριστιανόπουλος. Θεωρούν τα γραπτά κάθε συγγραφέα ιερά, όχι μόνο όσα εκδόθηκαν και αξιολογήθηκαν ποιοτικά και αξιανάγνωστα, αλλά και τα ελάσσονα έργα-του (ας πούμε εντάξει ως εδώ), αλλά και τα αδημοσίευτα, τα αποκηρυγμένα, τα ξεχασμένα στα συρτάρια-του, τα πεταμένα στα σκουπίδια, ό,τι έγραψε στα …χαρτομάντιλά-του, ό,τι έστειλε με επιστολές σε φίλους-του, όσα έγραψε ως σημειώσεις για να μην τα ξεχάσει… όλα όσα άφησε ρητά και υπόρρητα σε ένα σωρό χαρτιά. Πρόκειται για ένα είδος “συγγραφικής αγιογραφίας”, όπου πρέπει να διασώσουμε όσα ο λογοτέχνης έγραψε, είπε ή σχεδίασε, όχι επειδή αυτά καθεαυτά είναι αξιόλογα, αλλά επειδή βγήκαν από το χέρι ενός σπουδαίου (!) δημιουργού, πάντα βέβαια με το πρόσχημα ότι αυτά θα βοηθήσουν στην κατανόηση του υπόλοιπου έργου-του. Έτσι, βλέπουμε να εκδίδονται αλληλογραφίες, ημερολόγια, αδημοσίευτα ποιήματα και ημιτελή μυθιστορήματα κ.ο.κ. Το αρχείο γίνεται αντικείμενο λατρείας και όχι μόνο σπουδής…
iv.        Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνται και ορισμένοι κριτικοί, ακόμα και σήμερα, που μπορεί να μην είναι φιλόλογοι, αλλά ακολουθούν αυτήν την παλαιοφιλολογική μέθοδο ανάλυσης: περιγράφουν εκτενώς το λογοτέχνημα, μελετάνε τις πηγές-του, αναζητούν πραγματολογικά στοιχεία, συσχετίζουν ονόματα με άλλα έργα ή με την ιστορική ονοματολογία, ψειρίζουν το κείμενο όχι με διάθεση να ανακαλύψουν βασικούς άξονες ερμηνείας αλλά να ξεψαχνίσουν …γωνιές και πεζούλες. Συχνά, μάλιστα, εξετάζουν το έργο σε σχέση με την προηγούμενη παραγωγή του συγγραφέα, όχι με σκοπό να ενημερώσουν τον κόσμο για τη θέση-του σε ένα ευρύτερο σύμπαν, αλλά για να το ορίσουν γραμματολογικά και να το …σταυρώσουν με γενεαλογικά στοιχεία, συγκρίσεις και αντιστίξεις με τα προηγούμενα έργα, μικροδιαφορές και αποκλίσεις, ήρωες που δραπέτευσαν και τους ξανασυναντάμε εδώ κ.ο.κ. Το πρόβλημα είναι ότι αντί να μάθουμε για το κείμενο και την αξία-του, καταιγιζόμαστε με ανούσιες πληροφορίες μιας στενά φιλολογίστικης ανάλυσης, μιας ανάλυσης μικροσκοπίου. 
v.         Παλαιοφιλολογική νοοτροπία θα θεωρούσα, έστω και επειδή δεν καταλαβαίνω τις βαθύτερες επιστημονικές ανάγκες που εξυπηρετεί, την ενασχόληση (σε μελέτες που διαβάζω κατά καιρούς σε εφημερίδες και πιο πολύ σε περιοδικά) με μικροθέματα των κειμένων που δεν προσφέρουν ευρείες ερμηνευτικές γραμμές. Με άλλα λόγια, η αναζήτηση του πατέρα στο έργο του Καζαντζάκη ή της πραγματικής ζωής του Ζορμπά, η εύρεση της Θεσσαλίας στον Καραγάτση, τα ζώα στα έργα του Σκαμπαρδώνη, τα επαγγέλματα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι μερικά (πραγματικά ή φανταστικά) θέματα που θα μπορούσε κάποιος να πραγματευθεί, όχι όμως με σκοπό να συλλάβει μέσω αυτών το βαθύτερο πνεύμα του κειμένου αλλά για να καλύψει πτυχές που δεν έχει μελετήσει κανείς άλλος!!!
vi.        Τέλος, είναι απωθητικό να φέρνουν στο προσκήνιο κείμενα παλαιότερων εποχών, τα οποία ήταν κάποτε αξιόλογα αλλά τώρα έχουν μονάχα μουσειακή αξία. Έτσι, είναι διαφορετικό να τα μελετούν οι ίδιοι στη συγχρονία-τους (ως δείγματα πολιτισμικής στάθμης μιας συγκεκριμένης περιόδου, όπως μελετούν οι ιστορικοί τις πηγές) κι είναι άλλο να τα φέρνουν στο σήμερα ως αξιανάγνωστα έργα, όχι με την ιστορική-τους αξία αλλά ως κλασικά έργα. Η διαχρονικότητα και η αναγωγή ενός κειμένου σε κλασικό είναι συνισταμένη τόσο της αξίας-του στην εποχή-του όσο και της δυνατότητάς-του να δίνει απαντήσεις στα πολιτισμικά προβλήματα μεταγενέστερων εποχών και στα ζητήματα που θέτουν οι κατοπινοί αναγνώστες.

Να με συγχωρήσουν οι φιλόλογοι, και οι φιλολογίζοντες, αλλά με τέτοιες πρακτικές, ο αναγνώστης δεν δελεάζεται, ενώ και το ίδιο το κείμενο κακοπαθαίνει, αφού βαρυφορτώνεται με άχρηστες δευτερογενείς πληροφορίες και ανούσιους σχολαστικισμούς. Το κείμενο αναπνέει και κοινοποιείται, εμπλουτίζεται και μεσολαβείται, όταν ερμηνεύεται βαθιά και δόκιμα, αλλά στο πλαίσιο μιας διερεύνησης των στρωμάτων που το απαρτίζουν και των ερμηνειών που το αναδεικνύουν.  
[Η φωτογραφία του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι από το tovima.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, January 26, 2012

Από το εύκολο σινεμά στην ευπώλητη λογοτεχνία

          Θα ήθελα να κάνω έναν παραλληλισμό κινηματογράφου και λογοτεχνίας. Γιατί; Γιατί στη στάση των νέων κυρίως ανθρώπων και στις επιλογές-τους ως προς το ποιες ταινίες θα δουν, αντικατοπτρίζεται και η αναγνωστική συμπεριφορά-τους, όταν θελήσουν να διαβάσουν ένα βιβλίο. Κι από τη σύγκριση αυτή ίσως καταλάβουμε αν μπορεί κανείς να περάσει από το μπεστ-σέλερ στο ποιοτικό βιβλίο.


Ο κινηματογράφος
ως λαϊκό καταναλωτικό προϊόν
και η λογοτεχνία
ως ανάγνωση στα μέτρα-μας

          Η έξοδος για κινηματογράφο είναι περασμένη πλέον στο νεανικό ασυνείδητο ως βόλτα, ως διέξοδος χαλάρωσης και λιγότερο, αλλά όχι σπάνια, ως τρόπος ψυχαγωγίας και όχι μόνο διασκέδασης. Σε μια Ελλάδα που βουλιάζει οικονομικά και δη πολιτισμικά, η τηλεόραση παίζει συχνά τον ρόλο εκτονωτή, και γι’ αυτό πολλάκις επιζητείται σ’ αυτήν κάτι αστείο, χαλαρό, ανώδυνο, ενώ και ο κινηματογράφος προσελκύει (πάντα το έκανε) πολλούς που θέλουν απλώς να διασκεδάσουν. Και ενώ οι επείσακτες ταινίες καλύπτουν μια ευρεία γκάμα, από το φτηνό θρίλερ μέχρι το ψαγμένο κοινωνικό φιλμ κι από τη γοργή περιπέτεια μέχρι την αρτιστίκ ταινία για σινεφίλ, από το καλό πολιτικό έργο μέχρι την ελαφρά κομεντί, οι ελληνικές παραγωγές “προσπαθούν” (και το πετυχαίνουν) να στοιχηθούν με την κρίση και να βυθίσουν ακόμα περισσότερο τον θεατή στο μαξιλαράκι της υποκουλτούρας και να μην τον ξυπνήσουν ποτέ.
          Το “Λάρισα εμπιστευτικό” του Στράτου Μαρκίδη είναι η «ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΗΣ ΤΟΥ "I LOVE KARDITSA", ΟΠΟΥ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΠΟ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥΣ ΣΤΑΡ ΣΥΝΩΣΤΙΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ "ΑΣΤΕΙΑ" ΣΚΕΤΣ ΣΥΓΚΟΛΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΒΙΝΤΕΟΤΑΙΝΙΑΣ ΤΩΝ '80S ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΝΕΟ-ΒΟΥΚΟΛΙΚΗΣ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑΣ.»*. Αντίστοιχα, η “Νήσος 2” του Αντώνη Αγγελόπουλου είναι ένα «ΣΙΚΟΥΕΛ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΞΑΝΑΖΕΣΤΑΙΝΕΙ ΧΛΙΑΡΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΙΟ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑΣ. ΟΙ ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΚΕΦΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ. Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥ "ΣΤΟ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ" ΕΝΩΝΕΙ ΠΛΑΝΑ ΚΑΙ ΣΚΗΝΕΣ ΜΕ ΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΣ, ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΤΙΚΟ ΚΩΜΙΚΟ ΤΑΙΜΙΝΓΚ, ΟΙ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΠΛΕΟΝ ΕΞΟΦΘΑΛΜΕΣ ΑΦΕΛΕΙΕΣ, ΕΝΩ Ο ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ ΚΑΣΤΑΝΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΟΝΟΙ ΠΟΥ ΒΑΖΟΥΝ ΤΑ ΔΥΝΑΤΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΟΥΝ ΤΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ.»*
          Από την άλλη, “Το ταγκό των Χριστουγέννων” του Νίκου Κουτελιδάκη είναι μια «ΠΡΟΣΕΓΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ, ΥΨΗΛΗΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΝΟΣ ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ. ΣΕΝΑΡΙΑΚΗ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΧΩΡΙΣ ΑΙΧΜΕΣ, ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΣΧΗΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΗΜΕΝΟΙ, ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ (ΟΜΙΧΛΗ, ΒΡΟΧΗ, ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΣΑΟΥΝΤΡΑΚ). Η ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΟΜΩΣ ΚΡΑΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΑΙΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ -ΑΜΠΑΛΑΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΟΜΨΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΜΠΕΙΡΟ ΚΑΣΤ- ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΟΥΝ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟΝ ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟ ΘΕΑΤΗ.»*. Το τελευταίο, παρότι ξεκίνησε από ένα βιβλίο της γνωστής ξανθούλειας αισθητικής, χάρη στη συμβολή καλών κινηματογραφικών εφαρμογών απέκτησε μια άλλη αισθητική. 

    Μερικές παρατηρήσεις:
1.    Τα δύο πρώτα σημειώνουν τρελή θεαματικότητα και δείχνουν τι επίπεδο επιδιώκει και συντηρεί ο σύγχρονος Έλληνας.
2.    Εμφανίζεται λοιπόν ένας φαύλος κύκλος μεταξύ κοινού και δημιουργών: από τη μία, το κοινό θέλει λόγω έλλειψης παιδείας και κουλτούρας να καταναλώνει εύπεπτα κινηματογραφικά σκευάσματα κι από την άλλη οι δημιουργοί κατασκευάζουν με πρόχειρα σενάρια, δόσεις φάρσας παρά γέλιου, τηλεοπτικούς άρα πιασάρικους ηθοποιούς, εύκολη σκηνοθεσία τις ταινίες που θα καταλήξουν αργά ή γρήγορα στο γυαλί της μικρής οθόνης, για να αναπαράγεται μια τέτοια καταναλωτική συνείδηση. Δεν ξέρω ποιος ξεκινά τον κύκλο, αλλά ξέρω ότι η ευθύνη των δημιουργών είναι μεγαλύτερη.
3.    Αντίθετα, οι ταινίες που θεωρήθηκαν καλλιτεχνικά γεγονότα, όπως ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου, συνάντησαν τη φοβερή επιφύλαξη του ευρέος κοινού και εν μέρει της κριτικής, αν και στο εξωτερικό το συγκεκριμένο φιλμ έγινε δεκτό με ενθουσιασμό.
4.    Συμπέρασμα 1ο: η κουλτούρα, που θα έπρεπε να λειτουργεί ως ανελκυστήρας ανύψωσης της αντίληψης και της παιδείας του κοινού, μετατρέπεται σε υποπροϊόν και προωθείται με σκοπό το κέρδος και με αποτέλεσμα ο κόσμος να μένει σε μια κατάσταση πνευματικής αποβλάκωσης και αισθητικής στασιμότητας.

5.    Προχωρώ σε παραλληλισμούς με τη λογοτεχνία: το ευρύ κοινό καταναλώνει τα λεγόμενα αισθηματικά μπεστ-σέλερ ή ιστορικά, αστυνομικά ή περιπετειώδη μυθιστορήματα αμφιβόλου αξίας. Φυσικά, δεν λέω ότι όλα αυτά είναι κάτω του μετρίου (υπάρχουν και καλά δείγματα), αλλά η μαζική κουλτούρα (mass culture) στηρίζεται στον έρωτα, στο αίμα, στη κινηματογραφική δράση, στο σασπένς κ.ο.κ., χωρίς να ενδιαφέρεται για την ποιότητα που απορρέει από τη γλώσσα, την ατμόσφαιρα, τον προβληματισμό, το ξανακοίταγμα της ζωής, την ανατροπή των εφησυχασμένων αντιλήψεων…
6.    Συμπέρασμα 2ο: ο νέος των είκοσι ετών, η γυναίκα των πενήντα, ο μεσήλικας άνδρας, το κοριτσάκι των δεκαπέντε ανοίξεων θα διαβάσει τα μπεστ-σέλερ επειδή εκεί θα βρει τη μετριότητα που μπορεί να παρακολουθήσει.

7.    Από την άλλη, η ποιοτική λογοτεχνία γίνεται συχνά ελίτ. Με τα διδάγματα του μοντερνισμού το έργο ενίοτε κλείνεται στον εαυτό-του, περιορίζει σκόπιμα τις οδούς πρόσβασης σ’ αυτό, αφήνει τον αναγνώστη απ’ έξω, δυσκολεύει την κατανόηση, γίνεται κρυπτικό, ομφαλοσκοπούμενο, εσωστρεφές, επιχειρεί να ανεβάσει τον πήχυ αλλά, επειδή τον θέτει πολύ ψηλά, γίνεται “haute literature” και σνομπάρει το “prêt a porte”, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνει τον μέσο αναγνώστη.
8.    Συμπέρασμα 3ο: όσο πιο ελιτίστικη γίνεται η λογοτεχνία, τόσο πιο πολύ θα ανθεί το ευπώλητο που προβάλλει τον φτηνό συναισθηματισμό και τη μυστηριώδη δράση. Δεν ξέρω τι γινόταν στις προηγούμενες εποχές, αλλά σήμερα βλέπω ότι η λεγόμενη υψηλή λογοτεχνία με τα βραβεία και τις κριτικές κλείνεται σε έναν κύκλο διανόησης και λογοτεχνικότητας, που αλλοτριώνει τον μέσο άνθρωπο και δημιουργεί εντυπώσεις για τη λογοτεχνία, που εμφανίζεται ως ένα σύνολο περιχαρακωμένων, δύστροπων, στρυφνών κειμένων που δεν προσφέρουν τίποτα πέρα από διανοουμενίστικες φούσκες και αγοραφοβικά εφέ.
9.    Συμπέρασμα 4ο: τα ευπώλητα υπάρχουν και εξακολουθούν να υπάρχουν ακριβώς επειδή η παιδεία (από το σχολείο, τα Μ.Μ.Ε. κ.ο.κ.) του ευρέος κοινού είναι καθηλωμένη σε χαμηλά επίπεδα. Ακριβώς αυτό κάνει μάταια τη σκέψη ότι ο θεατής υποπροϊόντων στον κινηματογράφο ή ο αναγνώστης ευπώλητων στη λογοτεχνία θα προχωρήσει σταδιακά και σε υψηλότερης αξίας θεάματα ή αναγνώσματα. Μπορεί περιστασιακά να δελεαστεί από κάτι καλό και προβεβλημένο, αλλά, αν διαπιστώσει καλλιτεχνήματα ερμητικά κλειστά, απαιτητικά και ιδιοσυγκρασιακά, γρήγορα απομακρύνεται σε πιο ασφαλή εδάφη...

Και πάνω που τα έγραφα αυτά, μαθαίνω ότι πεθαίνει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος: ασχέτως αν ο κινηματογράφος-του μιλούσε σε πολλούς, ήταν (και είναι) εθνικό πολιτισμικό κεφάλαιο, πολύ πιο δυνατό από την υποκουλτούρα που διασπείρεται πανταχόθεν. 

*Πηγή όλων των σημειωμάτων για τις ταινίες είναι ο Ανδρέας Μήτσης από το “Αθηνόραμα”.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, January 23, 2012

Τσιμπολογώντας τον τύπο …έντυπο τε και ηλεκτρονικό

Η σημερινική πολιτισμική κρίση φέρνει στο εδώλιο του κατηγορουμένου τη γενιά του Πολυτεχνείου. Είναι όντως υπαίτιοι και πόσο; Από την άλλη, υπάρχουν φωνές λογοτεχνών που παραγκωνίζονται επειδή είναι τσαμπουκάδες;

1.  Γενιά Πολυτεχνείου: έπαινοι και ψόγοι

Σε μια πολύ καλή ανάρτηση, που συγκεντρώνει σε ένα κοινό πεδίο διαλόγου άρθρα διαφόρων για τη συμβολή / τις ευθύνες της γενιάς του Πολυτεχνείου ο Μάκης Καραγιάννης, θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπο των ήλων ως προς το θέμα που συζητείται πλέον ευρέως και ομαδοποιεί τις δύο απόψεις που ακούγονται: από τη μία όσοι υπερασπίζονται το έργο της γενιάς κι από την άλλη όσοι την κατακρίνουν.
           Κατά τη γνώμη μου, η γενιά του Πολυτεχνείου ανέλαβε να φέρει την Ελλάδα στη δημοκρατική εποχή και να την πλησιάσει πιο πολύ στην Ευρώπη, αφήνοντας πίσω τις διαχωριστικές γραμμές που χώριζαν μεταξύ-τους τους Έλληνες, αλλά και να θέσει τις βάσεις για να ορθοποδίσει το κράτος και ο πολίτης. Όμως φέρει βαρύτατες ευθύνες για την πορεία της χώρας, επειδή εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία-της για ίδιον όφελος. Κι αυτό το μάθημα ιδιοτέλειας είναι, κατά τη γνώμη-μου, η κακή κληρονομιά που αφήνει στους νυν και στους επόμενους. Έφερε τη νοοτροπία ότι τον πλούτο και τον πολιτισμό θα τον καρπώνονται όσοι ζουν ευδαιμονιστικά, όσοι κινούνται γύρω από την εξουσία και τα έχουν καλά μαζί-της, έστρεψε όλες τις δυνάμεις της χώρας σε μια αβάσιμη (μη παραγωγική) πλουτοθηρία, ευνόησε την εύκολη ζωή, αγνόησε την υγιή ανάπτυξη, προώθησε την ευνοιοκρατία. Έμαθε τον Έλληνα να ζει ατομικιστικά…
Η λογοτεχνία κρίνει (άμεσα ή έμμεσα) τη γενιά του Πολυτεχνείου:
-Γιώργης Γιατρομανωλάκης, “Το χρονικό του Δαρείου”, Ελληνικά γράμματα, 2008.
-Ιωάννα Καρυστιάνη, “Τα σακιά”, Καστανιώτη, 2010.
-Μάκης Καραγιάννης, “Το όνειρο του Οδυσσέα”, Μεταίχμιο, 2011.
-Νίκος Παναγιωτόπουλος, “Τα παιδιά του Κάιν”, Μεταίχμιο, 2011.

Υπάρχουν πάμπολλα άλλα έργα, λ.χ. από αυτά της Μάρως Δούκα (από την "Αρχαία Σκουριά" -ως αρχή της νοοτροπίας που θα επικρατούσε- και δώθε) έως άλλα πιο πρόσφατα, που πλευροκοπούν αυτήν τη μεταπολιτευτική γενιά, υπάρχουν πολλά που μιλάνε έμμεσα για μια τριακονταπενταετία που δεν “φτούρησε” πολιτισμικά και κοινωνικά, υπάρχουν μερικά που ξεκινάνε από τον ιδιωτικό βίο και ασκούν έμμεσα κοινωνικοπολιτική κριτική.


2.  Η Τριανταφύλλου και η πρόσληψή-της
       Ο προβληματισμός-μου ξεκίνησε από την ανάρτηση του Νίκου Δήμου: εκεί θεωρεί την Τριανταφύλλου πολύ μεγάλη συγγραφέα και απορεί γιατί δεν προβάλλεται όσο της αξίζει. Επισημαίνει ότι η συγγραφέας “σνομπάρεται ως σνομπ, ψηλομύτα, ελιτίστρια” και “οι «πνευματικοί άνθρωποι» την κρατάνε σε απόσταση ασφαλείας”, επειδή είναι ανεξάρτητη, έξυπνη, μορφωμένη, κοσμοπολίτισσα, γράφει και κατά της «ιεράς» Αριστεράς και εν γένει ορθώνει το ανάστημά-της σε μια μέτρια Ελλάδα.
Θα συμφωνήσω ότι η Σώτη Τριανταφύλλου ξεχωρίζει και αφήνει στα βιβλία-της ίχνη μεγάλης προσωπικότητας, ξέρει να αφηγείται, ξέρει να συναρμόζει ιστορίες και προβληματισμούς, πλάθει έλλογες αφηγήσεις και δοκιμιογραφεί χωρίς να διδάσκει. Δεν συμμερίζομαι όμως την άποψη ότι είναι πάντα καίρια, αφού μερικές φορές υπερβάλλει, προβάλλει μονόπλευρα μια αμερικάνικη οπτική του κόσμου, θέτει στην προκρούστεια κλίνη-της καθετί σημερινό και στήνει ιστορίες που μερικές φορές δεν αφορούν τουλάχιστον τον προβληματισμό-μου. Ο Δήμου, λοιπόν, μιλά περισσότερο για την επαναστατική-της προσωπικότητα και λιγότερο για την αξία των βιβλίων-της. Όμως είναι σίγουρο ότι έχει γράψει και εξαιρετικά έργα, όπως λ.χ. το τελευταίο-της “Για την αγάπη της γεωμετρίας”, για το οποίο ετοιμάζω ένα φεμινιστικής θερμοκρασίας ποστ.
Σ’ αυτό που θα διαφωνήσω με τον φίλτατο Δήμου είναι η απαξίωση που θεωρεί ότι η συγγραφέας έχει δεχτεί. Εντελώς εμπειρικά θα έλεγα ότι είναι μια από τις πιο προβεβλημένες σύγχρονες πεζογράφους και το όνομά-της κάνει γεγονός όποιο βιβλίο κι αν βγάλει. Ψάχνοντας στην biblionet λ.χ. βρίσκει κανείς ότι με το προηγούμενο έργο-της, τη λογοτεχνική αυτοβιογραφία-της με τίτλο “Ο χρόνος πάλι” (2009) ασχολήθηκαν 21 κριτικοί και δημοσιογράφοι, ενώ για το προηγούμενο μυθιστόρημά-της “Λίγο από το αίμα σου” (2008) έγραψαν έντεκα κριτικοί τονίζοντας θετικά και αρνητικά σημεία. Ακόμα και για το πρόσφατο έργο-της “Για την αγάπη της γεωμετρίας”, που κυκλοφόρησε μόλις πριν από τρεις μήνες, πρόλαβαν και έγραψαν μερικοί (ο Πιμπλής στα Νέα, ο Μπρουτζάκης στο Ποντίκι, ο Χατζηβασιλείου μόλις χθες στο Βήμα) και φαντάζομαι έπονται κι άλλοι.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, January 21, 2012

“Το τραγούδι του κούκου” του Δημήτρη Γιατρέλλη

Ο τίτλος, κάθε τίτλος, πάντα προβληματίζει. Ο συγκεκριμένος πού αναφέρεται; Μήπως παραπέμπει στο «τραγούδι του κύκνου»; Μήπως απηχεί τη φωνή του κούκου και την παροιμία «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη»; Μήπως θέλει να θυμίσει τη «Φωλιά του κούκου», τη γνωστή βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του 1975;

Espresso δυνατός:
Δημήτρης Γιατρέλλης:
“Το τραγούδι του κούκου”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2011

            Πώς αντιδρά η αναγνωστική συνείδηση σε ένα βιβλίο που δεν κουβαλά περγαμηνές, δεν υπογράφεται από «διάσημο», δεν συνοδεύεται από γενναιόδωρες κριτικές. Καταρχάς, με περιέργεια. Με αυτή τη γόνιμη αναμονή ότι μπορεί και να κρύβεται μια φρέσκια πέννα, μια νέα γραφή, μια ανερχόμενη δύναμη ή έστω ένα ακατέργαστο ταλέντο που μπορεί να υποσχεθεί περισσότερα. Και ξεκινάς την ανάγνωση.
            Η πρώτη εντύπωση είναι ενθαρρυντική, αν και δεν καταλαβαίνεις πού το πάει το παραμύθι. Στο πρώτο κεφάλαιο μερικών σελίδων στήνεται ένα συγγραφικό πεδίο αφήγησης όπου το παρόν του νεαρού Χρίστου Βλαστού, ο οποίος μόλις απολύεται από τον στρατό, τέμνεται με τις αναμνήσεις από τη φιλενάδα-του που τον χώρισε και την καταπιεστική μεγαλοαστική στα οικονομικά (αλλά και μεσοαστική στη νοοτροπία) οικογένειά-του. Το παρόν, μόλις επωασμένο από το παρελθόν, ανοίγεται σε ένα δημιουργικό μέλλον, καθώς ο νεαρός Βλαστός δεν θέλει να ακολουθήσει τα χνάρια του μπαμπά στην επιχείρησή-του, αλλά να ανοίξει μουσικό καφέ, καθώς είναι λάτρης της μουσικής. Ξεκινά στα επόμενα κεφάλαια λοιπόν το άνοιγμά-του, με την απρόσμενη σύμφωνη γνώμη του πατέρα, αλλά πρώτα θα κάνει διακοπές στον φίλο-του στη Λέσβο και έπειτα στην Τουρκία. Το στόρι αρχίζει…
            Τι άλλο κρατάω ως θετικό. Τη στρωτή αφήγηση, την ομαλή πορεία της ιστορίας (παρόλο  που δεν έλειψαν οι μικρές ακρότητες για να δικαιολογηθεί η δράση), η σωστή αλληλουχία γεγονότων, η διακειμενική ένθεση στίχων από τραγούδια, στοιχείο που δείχνει την αγάπη του συγγραφέα για τη μουσική και τη διάθεσή-του να στίξει κάθε επεισόδιο με στιχουργικούς απόηχους από αγαπημένα τραγούδια, ελληνικά ή ξένα.
            Όμως μια ωραία ιστορία δεν αρκεί. Για μένα, όπως το έχω ξαναγράψει, ένα παραμύθι με καλοδουλεμένη πλοκή δεν φτάνει. Μια εύπεπτη αφήγηση με γενναίες δόσεις ενδιαφέροντος είναι πλέον μια παρωχημένη ανάγκη. Κάθε ιστορία, κάθε διήγημα ή μυθιστόρημα, πια, για να περάσει τον αναγνωστικό-μου πήχυ, οφείλει να διαθέτει ένα βάθος που ξεφεύγει από την όποια ιστορία και το όποιο σασπένς και να καταβυθιστεί σε κοινωνικούς, πολιτικούς, ψυχολογικούς κ.ο.κ. προβληματισμούς. Με αυτό το σκεπτικό διάβασα πολύ γρήγορα το βιβλίο του Γιατρέλλη, αλλά δεν έμεινα μετά το τέλος ικανοποιημένος με τη βαθύτερη ανάγκη να γραφεί και να διαβαστεί το έργο. Σταδιακά αναζητούσα αυτό το βαθύτερο νόημα στη σύγκρουση της νέας με την παλαιότερη γενιά, στην ανάγκη φυγής και αναζήτησης ταυτότητας, ίσως στην τουρκική ανακάλυψη (όταν ο Χρήστος σκόπευε να επισκεφτεί τη γείτονα χώρα), την προδοτική φύση του facebook (όταν αποκαλύφθηκε ότι από εκεί άντλησαν τις πληροφορίες-τους οι απαγωγείς) κ.ο.κ. Όλα όμως ξεφούσκωναν γρήγορα όσο η ιστορία ανέβαινε τα σκαλιά-της και στο τέλος, ως συνολική εντύπωση, έμεινε μια απαγωγή, που απέτυχε, και η αλλαγή πλεύσης από τον κεντρικό χαρακτήρα.
Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τον συγγραφέα που μου εμπιστεύτηκε το βιβλίο-του.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, January 19, 2012

“Κάτω” της Δώρας Κασκάλη

Οι ιστορίες των γυναικών που κουβαλούν την άδηλη ιστορία, που βιώνουν τον μυστικό πόνο είναι πολλές φορές οι φωνές που δεν ακούγονται αλλά κι αυτές που μπορούν να εκφράσουν το παρασκήνιο μιας κοινωνίας. 


Ελληνικός καφές με καϊμάκι:
Δώρα Κασκάλη
“Κάτω”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2011

            Η Δώρα Κασκάλη ξεκίνησε με συλλογή διηγημάτων που διακρίνονταν για το χαμηλόφωνο ύφος, την αυτοβιογραφική παρατήρηση, την προσπάθεια να βρεθεί το βάθος πίσω από τους επιβάτες ενός τρένου (βλ. ανάρτηση της 15/5/2011). Μπήκε μάλιστα στη μικρή λίστα των βραβείων του «Διαβάζω».
            Τώρα προχωρά σε ένα μυθιστόρημα γραμμένο στην ίδια οκτάβα που δεν ανέρχεται στις ψηλές νότες, αλλά προτιμά να κυλάει απρόσκοπτα στο χαμηλότονο επίπεδο της αφήγησης και του βουβού συναισθηματικού κύματος. Σε πρώτη ανάγνωση ο αναγνώστης πιστεύει ότι στην ουσία ξαναγράφει διηγήματα με διαφορετικές φωνές και «ηρωίδες», αν και δηλώνει ότι επιχειρεί ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Στη δεύτερη ανάγνωση καταλαβαίνει ότι η αποσπασματικότητα δεν είναι συρραφή διηγημάτων αλλά ένα γαϊτανάκι αφηγήσεων με προσπαθούν να κάνουν μια κυκλική πορεία επαναλήψεων και αλληλοσυμπληρώσεων. Τελικά τι από τα δύο συμβαίνει;
Κάθε κεφάλαιο διαδέχεται το προηγούμενο με εναλλαγή αφηγητριών, οπτικών γωνιών και κεντρικών χαρακτήρων σε μια μίξη που αφήνει τον αναγνώστη να ψάξει ποιος είναι ποιος, χωρίς όμως και να σπαζοκεφαλιάζει περιηγούμενος στον λαβύρινθο του βιβλίου. Η ιστορία σχηματίζεται σταδιακά σαν παζλ που συμπληρώνεται κομμάτι το κομμάτι, καθώς κάθε πρόσωπο προσθέτει τη δική-του κατάθεση. Ως προς αυτό μοιάζει ελάχιστα, αλλά έστω κι έτσι φέρνει στον νου, το «Θυμάμαι» της Βασιλικής Πέτσα.
            Σε ένα απόμερο χωριό στο νησί δυο φίλες, η άνεργη φιλόλογος Άννα (αυτοβιογραφικό στοιχείο;) και η επίδοξη συγγραφέας Αντιγόνη παραθερίζουν και έτσι γνωρίζουν τους ντόπιους. Το μέρος, το οποίο άλλοτε λεγόταν Αρνησάνη και τώρα λέγεται Καλλιρρόη, στοιχειώνει η παρουσία δύο γυναικών, η Φωτεινή που πέθανε στις αρχές του 20ού αιώνα (φήμες λένε ότι γέννησε τον γιο-της ύστερα από αναγκαστική αιμομιξία με τον πατέρα-της) και η Καυκάσια Όλγα που κατηγορήθηκε ότι αποπλάνησε τον Κώστα, ιδιοκτήτη του ξενώνα «Διώνη» και τελικά έφυγε από την περιοχή σαν αρρώστησε βαριά.
            Το έργο έχει έντονο γυναικείο χαρακτήρα, αφού οι γυναίκες κυριαρχούν ως αφηγήτριες και ως κρίνουσες συνειδήσεις, αν και πολλά μαθαίνονται από τους άντρες που ξέρουν αλλά γενικά ζουν περιθωριακά. Ώρες ώρες το βιβλίο δίνει την εντύπωση ότι μιλάει για ένα νησί αμαζόνων όπου οι άντρες έχουν κοινωνικά ευνουχιστεί και αυτό είναι η πιο μεγάλη τιμωρία απ’ όλες. Αλλά και οι γυναίκες, δυναμικές και δραστήριες, βασανίζονται από τα άγη του παρελθόντος, από τις σχέσεις-τους με τις άλλες γυναίκες, από τις φιλοδοξίες και τις ζήλιες-τους, από μυλόπετρες που δεν τις αφήνουν να αναπνεύσουν.
            Η Κασκάλη δίνει την εντύπωση ότι γράφει καλά στη μικρή φόρμα και μπορεί να στήνει σκηνές και πρόσωπα. Τώρα όμως που ανέλαβε μια μεγάλη σύνθεση, δεν κατάφερε να συγκροτήσει ενιαίο λόγο και να συνθέσει τις πολυπρόσωπες ιστορίες σε μια ενιαία αφήγηση. Κι αν πίστευα ότι το κάνει από μεταμοντέρνα διάθεση, θα έψαχνα αλλιώς να διαβάσω το μυθιστόρημά-της. Αλλά καθώς το τελείωνα, όταν δηλαδή οι ποικίλες ιστορίες έμειναν εκκρεμείς, η Αντιγόνη άλλαξε ρότα κι αποφάσισε να γράψει πολιτικό μυθιστόρημα αναιρώντας την υφή του ίδιου του μυθιστορήματος που διαβάζουμε, η ζωή των γυναικών προχωρά όχι πάντα προοικονομημένη από τα παρατεθειμένα έως τότε κ.ο.κ., σχημάτισα τη γνώμη ότι η συγγραφέας δεν έμεινε σε πλείστες αυτόνομες ιστορίες, δεν αρκέστηκε σε ένα μωσαϊκό εικόνων και μικροαφηγήσεων, αλλά θέλησε (κατά τη γνώμη-μου με μικρότερη επιτυχία) να ποιήσει μύθον, πολυπρόσωπο και πολυεπίπεδο χωρίς τελικά να συναρμόσουν μεταξύ-τους τα επιμέρους επεισόδια.
            Φυσικά κρατώ τον γυναικείο προβληματισμό σε διάφορα επίπεδα, από την άνεργη νέα έως τη φιλόδοξη συγγραφέα, από την δυναμική επιχειρηματία στην προδομένη σύζυγο κ.ο.κ. Όλα αυτά μεμονωμένα διαμορφώνουν έναν θήλυ μικρόκοσμο με τις δικές-του κοιλάδες, ρυάκια και γκρεμούς.

            Ευχαριστώ και πάλι τη συγγραφέα που μου εμπιστεύτηκε το βιβλίο-της και πίστεψε -και πιστεύει- στη δύναμη του αναγνώστη.
            Ο πίνακας κορυφής είναι ο "Deux femmes dans un jardin en été" του Henri Lebasque.
Πατριάρχης Φώτιος 

Monday, January 16, 2012

“Ο άγιος Ηρακλής” του Θοδωρή Καλλιφατίδη

Πώς απηχείται σήμερα η μορφή του Ηρακλή; Μα ως του χειροδύναμου ήρωα που έκανε 12 άθλους και έσωσε τον τότε κόσμο από τέρατα και δυνάστες. Άρα, αν μεταπηδήσει στο μυθιστόρημα, ποιο νέο νόημα μπορεί να αποκτήσει και ποιο να εκπέμψει;

Ελληνικός μέτριος:
Θοδωρής Καλλιφατίδης
“Ο άγιος Ηρακλής”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2011

            Αν ήμουν Σουηδός αναγνώστης [ο συγγραφέας μένει μόνιμα στη χώρα της Σκανδιναβίας], θα μπορούσα να δω με διπλό ενδιαφέρον το μυθιστόρημα του Καλλιφατίδη: αφενός ως δίοδο στην πάντα επίκαιρη ελληνική μυθολογία και αφετέρου ως ενδιαφέρουσα αφήγηση που φέρνει σε κάτι σαν παραμυθιακή βιογραφία.
            Ως Έλληνα, όμως, η μυθολογία αυτή καθεαυτή δεν μου λέει τίποτα, αφού την ξέρω παιδιόθεν σαν παραμύθι, σαν θρύλο, σαν διακειμενικό υπόστρωμα όλων των αναγνωσμάτων-μου. Επομένως, όταν είδα την υπογραφή του φιλοσόφου πεζογράφου σε ένα έργο με πρωταγωνιστή τον Ηρακλή, θέλησα να δω πώς τον μετατρέπει από μυθολογικό ήρωα σε μυθιστορηματικό χαρακτήρα και τι είδους φιλοσοφικές, υπαρξιακές, συνειδησιακές, αναστοχαστικές πλευρές έβαλε στο μυθικό πλαίσιο.
Francois Boucher
"Hercules and Omphale"
            Ο Ηρακλής παρουσιάζεται με δύο αλληλένδετα πρόσωπα. Από τη μία, η αγνή ψυχή, η αγαθή διάθεση, η άβγαλτη και απονήρευτη εν πολλοίς ιδιοσυγκρασία και η ηρωική αλληλεγγύη, κι από την άλλη, η θηριώδης δύναμη που μετατρέπεται ανεξέλεγκτα σε ατίθαση βία, που γίνεται άλογος θυμός και ξεσπά σε φονικές εκτελέσεις ακόμα και των ανήλικων παιδιών-του. Ο Καλλιφατίδης παρακολουθεί τους αρχαίους μύθους, συνδέει τους ηράκλειους άθλους με άλλες στιγμές της μυθολογίας και άλλους ήρωες της προϊστορικής Ελλάδας, στην προσπάθειά-του να βιογραφήσει τον Ηρακλή και να τον μετατρέψει σε κεντρική φιγούρα ενός απλού και επαρκούς στην ατμόσφαιρα μυθιστορήματος. Η αφήγηση κυλάει σαν παραμύθι, ο αναγνώστης δεν προσκόπτει πουθενά, διαβάζει και ταξιδεύει, μαθαίνει και φαντάζεται, μπαίνει στον μύθο και ξεχνά το μυθιστόρημα.
            Το ερώτημα παραμένει: κερδίσαμε μια μυθιστορηματική εκδοχή του Ηρακλή και είδαμε την “άγια” πλευρά-του; μπήκαμε από την πόρτα του μύθου αλλά βγήκαμε από την έξοδο της λογοτεχνίας; απέκτησε η μυθική εξιστόρηση επίκαιρα χαρακτηριστικά; είδαμε τον πρωταγωνιστή ως τραγική φιγούρα ή ως διαχρονική εικόνα του παλαίοντος ανθρώπου με τον εαυτό-του;   Ακόμα κι όταν το τελείωσα, δεν είχα καταλάβει. Κάθισα μπροστά στο τζάκι και ξαναδιάβασα τη μυθολογία, έστω και στην καλλιφατίδεια εκδοχή-της, ή έπρεπε να είχα καταλάβει το βαθύτερο μυθιστορηματικό, άρα και ανανεούμενο, περιεχόμενο ενός αναβαπτισμένου Ηρακλή;
            Τελικά, είναι ο Ηρακλής το πρότυπο του ανθρώπου που όλοι τον θαύμαζαν αλλά κανένας δεν τον αγαπούσε; Είναι ο μακρινός απόηχος των ανθρώπων με τη μεγάλη δύναμη, όχι κατ’ ανάγκη μυϊκή, αλλά οικονομική, πολιτική κ.ο.κ. που ζουν στην αίγλη-τους αλλά εντέλει περνάνε και δεν ακουμπάνε την ανθρώπινη ψυχή; Εκεί κάπου προσπάθησαν να τον δουν οι κριτικοί αλλά δεν ξέρω αν τελικά μπόρεσε ο μυθικός ηρωισμός να σπάσει το κρυστάλλινο κουβούκλιο του μύθου και να μπει δυναμικά στη σημερινή “τσιμεντένια” πραγματικότητα.
            Θα περίμενα να επενδύσει τον μύθο με πιο πολλή φιλοσοφία κι είδα μόνο δυο τρεις σκέψεις στον διάλογο μεταξύ Ηρακλή και Ανταίου όπως και σ’ αυτόν με τον Προμηθέα. Φιλοσοφική διάθεση είδα και στην κάθοδο στον Κάτω Κόσμο, αλλά ήταν ήδη αργά, αφού από την αρχή δεν φρόντισε ο Καλλιφατίδης να στρώσει φιλοσοφικά χαλιά πάνω στα οποία θα κυλούσε την ιστορία, δεν μερίμνησε να ξαναχύσει τον μύθο σε φιλοσοφικά καλούπια και να προβληματίζει από την αρχή μέχρι τέλους τον αναγνώστη-του.
Πατριάρχης Φώτιος


Saturday, January 14, 2012

“Ο κώδικας του αυτοκράτορα” του Νίκου Κυριαζή

Κρυμμένα μυστικά που διατρέχουν την ιστορία ως τις μέρες-μας και μοναχοί-ντετέκτιβ που επιχειρούν να τα αποκρυπτογραφήσουν με μηνύματα-κλειδιά που ξεκλειδώνουν πύλες και οδηγούν στον θησαυρό.



Βυζαντινός καφές με καϊμάκι:
Νίκος Κυριαζής
“Ο κώδικας του αυτοκράτορα”
εκδόσεις Καστανιώτη
2011

            Υπάρχουν είδη κειμένων τα οποία προσελκύουν το ευρύ κοινό όταν το τελευταίο θέλει να ξεκουραστεί και να διαβάσει κάτι ελαφρό, ενδιαφέρον και ταξιδιάρικο. Αν δεν μιλήσει κανείς για έργα επιστημονικής φαντασίας, λογοτεχνία του φανταστικού ή ερωτικά ευπώλητα, τότε μεγάλο ποσοστό της βιβλιοπαραγωγής που απευθύνεται στους αναγνώστες που περιέγραψα παραπάνω καταφεύγει είτε στο ιστορικό μυθιστόρημα ή στο μυθιστόρημα μυστηρίου. Το πρώτο θέτει ένα γρίφο, ενώ το δεύτερο αναπλάθει μια εποχή για να την ζωντανέψει στα μάτια του αναγνώστη. Ο Κυριαζής επιχειρεί ένα αμάλγαμα των δύο (ιστορίας και σασπένς), αφού το παρόν της αφήγησης κρύβει ένα μυστήριο που ανάγεται στον 14ο αιώνα και η σύγχρονη κοινωνία τέμνεται με τη βυζαντινή.
             Ο συντηρητής Χατζησάββας ανακαλύπτει πίσω από μια κλεμμένη εικόνα που του έφεραν για συντήρηση και μεταπώληση μια άλλη, παλιότερη, και στην πλάτη της το μήνυμα του παρελθόντος που αποτελεί και το πρώτο βήμα στην ανακάλυψη του ιερού ποτηρίου της Θείας Μετάληψης, της λόγχης με την οποία λόγχισαν τον Χριστό και το στέμμα του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου. Η πορεία της ανακάλυψης τον φέρνει στο Άγιο Όρος κι από εκεί σε διάφορα μνημεία του βυζαντινού πολιτισμού, ενώ δεν λείπουν φυσικά οι ανταγωνιστές, οι πλούσιοι και ισχυροί, οι συλλέκτες και οι ντετέκτιβ που δουλεύουν γι’ αυτούς, η εκκλησία και οι άνθρωποί της, οι Καθολικοί που επιθυμούν κι αυτοί κομμάτι της δόξας. Δεν λείπει η γυναικεία παρουσία που μπλέκει σε πειρασμό (και σε πτώση) τον μοναχό!
            Όπως καταλάβατε, πρόκειται για ένα έργο τύπου “Κώδικας Ντα Βίντσι”, στο οποίο συνδυάζεται η τέχνη και η έρευνα, η εκκλησία και τα κρυμμένα μυστικά-της, το παρελθόν και οι απόκρυφές-του πλευρές που εγκυμονούν μεγάλα ζητήματα της χριστιανοσύνης. Όπως καταλάβατε ο συγγραφέας εξ-ελληνίζει τις προσπάθειες για την ανακάλυψη του ιερού Γκράαλ ή άλλων ανάλογων ντοκουμέντων που συνυφαίνονται με τον Χριστιανισμό και την απόκρυφή-του ιστορία. Ο αναγνώστης αμείβεται αν επιδιώκει μια εύπεπτη αφήγηση, μπόλικο μυστήριο, ιστορικά στιγμιότυπα και ποικίλες περιπέτειες και ανατροπές.
Αλλά μόνο αυτό φτάνει;
Έχω ξαναπεί πως το ιστορικό μυθιστόρημα στην κλασική-του μορφή, ως υποκατάστατη αφήγηση της ιστορίας, έχει πεθάνει. Το μυστήριο από την άλλη, α λα Ντα Μπράουν, μυρίζει ευκολία και συνταγές, αφού το πιο δύσκολο αποδεικνύεται τα στήσιμο μιας γερής πλοκής: ο δημιουργός τελειώνει ικανοποιημένος το γράψιμο όταν κατάφερε να συνθέσει τα επιμέρους στοιχεία και να ολοκληρώσει την αλυσίδα των στοιχείων με μαεστρία ώστε να φτάσει ομαλά στο τέλος. Το όλο εγχείρημα δηλαδή εξαντλείται σε μια τεχνοκρατική επίτευξη συνεκτικότητας, σε μια λογοκρατική εξύφανση της πλοκής, σε μια επιμονή στο στόρι. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν είναι λογοτεχνία με τη σύγχρονη ματιά, αλλά μια παλιομοδίτικη, λαϊκής κατανάλωσης, συνταγή. Ούτε ιστορικό μυθιστόρημα σημαίνει απλώς γνώση, κατανόηση της ιστορίας με την έννοια της προσέγγισης των δεδομένων του παρελθόντος.
Πατριάρχης Φώτιος