Sunday, September 29, 2013

“’55” του Θωμά Κοροβίνη

Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά για ένα ψηφιδωτό σκηνών και στιγμών από τη ζωή των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης. Κι αυτός ο πίνακας ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια Πόλη γεμάτη νοσταλγία και γλωσσικές ποικιλίες, καθημερινές συνήθειες και ιστορικά κατάλοιπα (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, αρ. 1). 
 

Πολίτικος καφές με φουσκάλες:
Θωμάς Κοροβίνης
’55
εκδόσεις Άγρα
2012 

            Άλλο ένα κείμενο που μας φέρνει πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη και στις ρωμαίικες εμπειρίες του έθνους-μας. Θυμίζω τον Θεοτοκά, την Ιορδανίδου, τον Μακριδάκη, τον Μάρκαρη, τον Ξανθούλη, τον Καλπούζο. Η Κωνσταντινούπολη είναι και θα είναι ένα σταυροδρόμι όπου ο ελληνισμός συναντά το παρελθόν-του αλλά και την Ανατολή, το Βυζάντιο αλλά και την Οθωμανική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων.
            Σ’ αυτό το πλαίσιο και ο Κοροβίνης γεμίζει το μυθιστόρημά-του με μυρωδιές, αρώματα, γεύσεις, εικόνες, σκηνές, καλντερίμια, δωμάτια, παροιμίες, εκφράσεις που θυμίζουν το ελληνοτουρκικό παρελθόν. Το έργο είναι ένα πολύχρωμο και πολυδιάστατο μωσαϊκό που σκόπιμα καταγράφει εν είδει λαογραφικής και ιστορικής ανασκόπησης τις συνήθειες των Κωνσταντινουπολιτών. Ο αναγνώστης βλέπει πολλά ετερόκλητα στοιχεία, χρώματα και σχήματα, που συνθέτουν τον καμβά της Πόλης, ο οποίος συνδυάζει τη μεταπολεμική πόλη με την ιστορία αιώνων και τη ζωή του σήμερα (της δεκαετίας του ’50) με την παλίμψηστη εικόνα-της.
            Και μέσα σ’ αυτή τη μειλίχια περιδιάβαση η αφήγηση γυρίζει ξανά και ξανά στον διωγμό των Ελλήνων του ’55, τις εθνικές διαφορές, τη μανία και τον φανατισμό των καταστροφέων, τον φόβο και την αγωνία των θυμάτων, τα ιστορικά αίτια και το παρασκήνιο, τα αποτελέσματα της συμφοράς. Νιώθεις ότι όλα τα υπόλοιπα είναι ο διάκοσμος και το φόντο της καταστροφής, το απαραίτητο υπόβαθρο για να εξηγηθεί αφενός τι χάθηκε αλλά και τι προηγήθηκε που οδήγησε κατά ένα μέρος στις τουρκικές θηριωδίες. Ωστόσο το κείμενο δεν προκαλεί αποστροφή, ούτε επιδίδεται σε νατουραλιστικές περιγραφές ωμής αγριότητας, αφού η αφήγηση δίνει εξωτικό και νοσταλγικό τόνο.
Όλα αυτά δίνονται με την οπτική γωνία μιας παλαιάς Πολίτισσας, η οποία ωστόσο δεν θυμίζει καθόλου τη γιαγιά του Μακριδάκη στο “Η άλωση της Κωσταντίας”. Είναι ένας ανοικτός τύπος, γυρίζει, πιστεύει στον ελεύθερο έρωτα, κινείται ανεξάρτητα, χωρίς να υπολογίζει την κοινή γνώμη. Είναι διευθύντρια σχολείου και διακρίνεται τόσο από τον λαϊκό χαρακτήρα-της, αλλά και από τη λόγια παιδεία-της. Αυτό την κάνει να συζευγνύει την ελληνική διάλεκτο της Κωνσταντινούπολης, ανάμικτη με τούρκικες λέξεις, με τα ελληνικά ενός μορφωμένου Έλληνα που έχει διαβάσει πολύ.
Με το ’55 ο συγγραφέας επιχειρεί, με άξονα ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας για την ελληνική κοινότητα της Πόλης και με άξονα μια Πολίτισσα που έζησε και περπάτησε τη ζωή, να ανασυνθέσει μυθιστορηματικά μια πόλη με μεγάλο παρελθόν και έντονες αναμνήσεις. Τέτοιου είδους κείμενα θέτουν σε ρόλο πρωταγωνιστή την ίδια την πόλη, βάζουν τους χαρακτήρες-τους να είναι τύποι σε ένα πολύβουο μωσαϊκό, ενδιαφέρονται πιο πολύ για τους δρόμους, τις συνήθειες, την κουλτούρα και λιγότερο για την πλοκή. Κάτι ανάλογο έκανε ο Πρεβελάκης για το Ρέθυμνο ή ο Χαριτόπουλος για τον Πειραιά και πάει λέγοντας.
Το μεγάλο ζητούμενο του έργου που τίθεται στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη είναι αν η απουσία πλοκής εντάσσεται στα υπέρ ή στα κατά. Ο ένας μπορεί να θεωρήσει ότι διαβάζει για τη χαρά της ανάγνωσης, της περιγραφής, των ωραίων εικόνων και εν γένει της περιπλάνησης στα δρομάκια της Κωνσταντινούπολης. Ο άλλος θα χαθεί στον λαβύρινθο, θα θεωρήσει πολλές ψηφίδες περιττές, βαλμένες μόνο και μόνο για να ολοκληρωθεί το παζλ, χαοτικές σε ένα κείμενο που θα μπορούσε να είναι άλλου είδους λόγος και όχι μυθιστόρημα. Λείπουν οι χαρακτήρες, λείπουν οι διάλογοι, λείπει γενικά το πλαίσιο μιας υπόθεσης που θα ενσωματώνει όλα τα παραπάνω σε ένα μυθιστορηματικό όλον.
Διαβάζω πρώτη φορά Κοροβίνη και δεν έχω σαφή γνώμη για τη συνθετική-του ικανότητα. Θα ήθελα ωστόσο και σ’ αυτό το μυθιστόρημα η υπόθεση να είναι σθεναρή και να πλαισιώνει μυθοπλαστικά όλα τα μικρά και τα μεγάλα, τα οποία αλλιώς μοιάζουν συστατικά αφημένα στον αέρα.

[Η πρώτη δημοσίευση του κειμένου έγινε στο In2life στις 10/9/2013. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον Σεπτέμβρη του 1955 αντλήθηκε από τη www.daypress.gr και η έγχρωμη καρτ-ποστάλ από το tvxs.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 26, 2013

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΑ

        
    Όταν ο λογοτέχνης καταφεύγει στην ιστορία ή γενικότερα στο παρελθόν, είτε στο μακρινό είτε στο πιο πρόσφατο, αναζητεί ένα ιδεολογικό πλαίσιο, βιωμένο και μαρτυρημένο, σωσμένο μέσα από τις πηγές και συχνά διαμορφωμένο από τους ιστορικούς, ώστε να το θέσει ως αναμφισβήτητο ή/και αμφισβητήσιμο πεδίο της αφήγησής-του. 

1.      Ο αναγνώστης όμως τι αναζητεί όταν διαβάζει ιστορία, ιστορικά μυθιστορήματα, ιστοριογραφικές μεταμυθοπλασίες, απομνημονεύματα, μαρτυρίες κ.ο.κ.;
            Νομίζω ότι η Ελλάδα ζει και αναπνέει με το παρελθόν, άλλοτε ως βαρίδι κι άλλοτε ως πυξίδα. Και δεν μιλάω για την πολυφορεμένη και ενίοτε θεωρημένη ως τη ναυαρχίδα της αίγλης-μας, την αρχαιότητα, αλλά για τις πρόσφατες, μέσα στον 20ο αιώνα, περιπέτειες που έρχονται ως εθνική, πολιτική και κοινωνική παρακαταθήκη, για να συνδεθούν με το παρόν και τον τρόπο με τον οποίο γαλουχηθήκαμε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, περισσότερο η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή και σε υπερβολικό βαθμό ο Εμφύλιος, η επτάχρονη Χούντα είναι ορόσημα που διέγραψαν την τύχη του έθνους και καθόρισαν και καθορίζουν τη σημερινή-μας στάση απέναντι στους άλλους λαούς, τις πολιτικές και ιδεολογικές παρατάξεις, στους προγόνους-μας και στον ίδιο-μας τον εαυτό.
            Και άλλοι όμως λαοί δεν παύουν να γυρίζουν στο παρελθόν-τους συζητώντας για τα πιθανά και απίθανα σενάρια της εθνικής-τους δραματουργίας· ειδικά οι Βαλκάνιοι, αλλά φυσικά και πολλοί άλλοι που δουλεύουν την ιστορία σε διαρκείς ζυμώσεις, οι οποίες ξαναδιαβάζουν τα γεγονότα και ξαναθέτουν το παρόν σε άλλο φωτισμό. 

2.      Είναι πιο εύκολο να γράψει κανείς ένα ιστορικό μυθιστόρημα παρά ένα έργο που να αναφέρεται στη σύγχρονη κοινωνία;
Μια φίλη πιστεύει ότι το ιστορικό έργο δίνει έτοιμες τις προδιαγραφές, φέρνει με λίγη έρευνα στο πιάτο του δημιουργού τα πραγματολογικά στοιχεία κι έτσι ο τελευταίος μπορεί “εύκολα” να στήσει τα σκηνικά-του και να κατευθύνει την υπόθεσή-του μέσα από γνωστά και αναγνωρίσιμα μονοπάτια.
Εγώ αντίθετα πιστεύω ότι το ιστορικό κείμενο είναι στην ουσία πιο απαιτητικό και θα εξηγήσω τον συλλογισμό-μου:
Αν θέλει κανείς να γράψει για τη σύγχρονη Ελλάδα, δεν θα δυσκολευτεί στο γενικό πλαίσιο, αφού ο ίδιος το ζει. Δεν θα ψάξει λ.χ. να βρει τους δρόμους της Αθήνας, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα προβλήματα των Ελλήνων, τις συνήθειες της καθημερινότητας, τις ειδήσεις των ΜΜΕ, τα ρούχα και τις μάρκες των προϊόντων, την αργκό των νέων, τα δεδομένα των επαγγελματιών (τουλάχιστον αυτών των επαγγελμάτων με τα οποία έχει μια κάποια άμεση σχέση), τα ψώνια, την εφορία, τους τρόπους ψυχαγωγίας κ.ο.κ. Αν όμως –φανταστείτε το- θέλει να γράψει για κάτι αντίστοιχο στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ή τον 9ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να διαβάσει πολύ και επιπλέον να μπει τόσο καλά στο κλίμα της εποχής, ώστε να το περάσει αβίαστα στον αναγνώστη. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο υστερούν πολλά ιστορικά μυθιστορήματα…

3.      Το να γράφεις για μια άλλη εποχή είναι στην ουσία ένα είδος πολιτισμικής μετάφρασης. Τι εννοώ; Εννοώ πως πρέπει να μεταφέρεις τα στοιχεία, τα λογοπαίγνια, το κλίμα, τις συνήθειες των ανθρώπων στη σύγχρονη γλώσσα κι αυτό ενέχει τον κίνδυνο των (γλωσσικών) αναχρονισμών ή της προδοσίας ενός κόσμου. Είναι δυνατόν να λέει λ.χ. ο Βυζαντινός του 13ου αιώνα «Φέρε μέσα τους μουσαφίρηδες». Ή θα το εξηγήσεις ως επίδραση των τουρκικών φύλων που υπήρχαν την εποχή εκείνη ή θα αγνοήσεις την ξενική (τουρκική) προέλευση της λέξης «μουσαφίρης» και θα θεωρήσεις ότι ανταποκρίνεται στο καθημερινό ιδίωμα της σύγχρονης ελληνικής και έτσι ταιριάζει ακόμα και στο στόμα ενός αρχαίου Έλληνα ή ενός Βυζαντινού. Πώς με άλλα λόγια θα μπορέσει ο συγγραφέας να αποδώσει το κλίμα της εποχής, χωρίς να φανεί το χάσμα της γλώσσας και της κουλτούρας;  

            Θα ακολουθήσουν μια σειρά κείμενα, που καταπιάνονται με συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές και επιχειρούν να φέρουν στον σημερινό αναγνώστη το παρελθόν ως κειμενικό προϊόν.
 
[Υλικό για τη διακόσμηση της ανάρτησης έλαβα από: www.cambridge.org, www.e-go.gr, traveltipsgr.blogspot.com, www2.maxwell.syr.edu, byzantinemilitary.blogspot.com και shaps.unimelb.edu.au]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 23, 2013

“Εκ Πειραιώς” του Διονύση Χαριτόπουλου

Μια ζουμερή περιγραφή του Πειραιά, όπως εξελίχθηκε μέσα στον 20ό αιώνα και κυρίως όπως παγιώθηκε μετά τον πόλεμο, με όλο το φορτίο μαγκιάς και την κουλτούρα του λιμανιού: να τι είναι το βιβλίο του Χαριτόπουλου, που ζωγραφίζει με λέξεις τα στερεότυπα μιας εποχής. 
 
 
Πολλά βαρύς και όχι:
Διονύσης Χαριτόπουλος
Εκ Πειραιώς
εκδόσεις Τόπος
2012 

            Μάγκας εκ Πειραιώς, κουτσαβάκι, βαρύς κι ασήκωτος, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί-του, φυσικά Ολυμπιακός, μέσα σ’ όλα και χωρίς καμιά υποχώρηση, εργάτης στο λιμάνι ή σε κάνα εργοστάσιο της περιοχής: κάπως έτσι θα μιλούσε κανείς για το στερεότυπο πρότυπο του ανθρώπου που μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, με μια ανατροφή που δίνει μεγάλη σημασία στην τιμή, στην μαγκιά, στην ανδρεία όσων σέβονται τα παντελόνια-τους και δεν αφήνουν κανέναν να σπιλώσει την υπόληψή-τους. Το στερεότυπο αυτό το έχουμε δει σε παλιές ελληνικές ταινίες και το ’χουμε ακούσει σε άπειρα τραγούδια. Για τον Χαριτόπουλο δεν είναι στερεότυπο, επειδή το έχει ζήσει κι όχι επειδή το εξέλαβε έτοιμο, κι έτσι μπορεί και το κάνει λογοτεχνία.
            Το “Εκ Πειραιώς” είναι ένα διπλό ειδολογικά κείμενο: από τη μία είναι η αφήγηση μιας πόλης στο πρότυπο άλλων λογοτεχνών που έβαλαν στο κέντρο της γραφής-τους τη γενέτειρα πόλη-τους και της έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο (Πρεβελάκης για το Ρέθυμνο, Κοσμάς Πολίτης για τη Σμύρνη κ.ο.κ.). Τα Μανιάτικα με τους λασπωμένους δρόμους, τα μικρά σπίτια, τις αυλές και τα κεραμίδια, τα αλητόπαιδα να παίζουν στον δρόμο, πιο κει η μεγάλη αγκαλιά του λιμανιού με τους εργάτες, τους αχθοφόρους, τα βαπόρια, πιο πέρα τα κακόφημα σπίτια, οι λέσχες… Ο Πειραιάς των δεκαετιών του ’50 και του ’60, φτωχός αλλά με φυσιογνωμία, υπανάπτυκτος αλλά με ανθρώπους που μεγάλωσαν κυριολεκτικά στον δρόμο, μερικοί έγιναν του δρόμου, άλλοι είδαν τον δρόμο σαν σχολείο.
            Από την άλλη, το κείμενο του Χαριτόπουλου είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας, με την αφήγηση για ένα «παιδί», ανώνυμο που ωστόσο κουβαλά την αυτοβιογραφική σκευή του ίδιου του συγγραφέα. Μεγαλώνει στον Πειραιά, ανέκφραστο και αμίλητο, σιγά σιγά καταφέρνει και σπουδάζει, αλλά στην ψυχή έχει όλα τα καρφιά και τα μαθήματα των γειτονιών και του λιμανιού. Από το πρώτο φίλημα ως τις δουλειές που έκανε για να ζήσει, από τον τζόγο και τις παρέες του υποκόσμου μέχρι τη γεωγραφία που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο ύφος-του ως ανθρώπου και ως συγγραφέα.
            Ο Χαριτόπουλος γράφει τη μυθολογία του Πειραιά, από την ακτή Τσελέπη έως τη Νίκαια, και την αγιογραφία των ανθρώπων-του. Η κουλτούρα αυτών των περιοχών δεν έχει τίποτα στημένο, τίποτα μπαγιάτικο, τίποτα εξεζητημένο, και γι’ αυτό όλα καθαγιάζονται στον βωμό του λαού και της καθημερινότητάς-του. Τα χαρτοπαίγνια και το μεροκάματο, τα μπουζούκια των προσφύγων της Νίκαιας, η πολύβουη κίνηση των καραβιών, ο ηλεκτρικός που εκβάλλει τους επιβάτες-του σαν ποτάμι στη θάλασσα, η μέρα με τη βιοπάλη και η νύχτα με την κραιπάλη, τα ρεμπετάδικα της Δραπετσώνας… Ο Πειραιάς μπορεί να μοιάζει με άλλα λιμάνια όπου συνδυάζεται η στεριά με τη θάλασσα, η εργασία με την παρανομία, όπως η Μασσαλία, η Νάπολη, το Χονγκ Κονγκ κ.ο.κ., αλλά έχει μια ντόπια λεβεντιά, που ίσως δεν την καταλαβαίνουν όσοι τον βλέπουν απ’ έξω.
            Το βιβλίο τελικά είναι πολύ ζουμερό, πολύ περιγραφικό, πολύ καταιγιστικό. Με συσσωρεύσεις ονομάτων, δρόμων, πλοίων, με εικόνες που αναπαριστούν μια εποχή και μια πόλη, με την πορεία του παιδιού που ζυμώθηκε με τα σουσούμια του Πειραιά, ο συγγραφέας αφήνει ακόμα και στον ανίδεο γύρω από την περιοχή έντονα τα ίχνη της προσωπικής και της πειραιώτικης σφραγίδας.
 
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 17/9/2013. Οι φωτογραφίες που κοσμούν την ανάρτηση ελήφθησαν από: www.amnizia.org, www.greekscapes.gr, picturepost.wordpress.com, www.tanea.gr και users.sch.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, September 21, 2013

“Alter ego” του Βασίλη Καραγιώργου

Ένα πρωτόλειο το κρίνεις με βάση την αξία-του, συγκρινόμενο ισότιμα με τα άλλα έργα ή με βάση την προσπάθεια του συγγραφέα να ξεμυτίσει στη λογοτεχνική σκακιέρα; Στην πρώτη περίπτωση λειτουργείς ως αναγνώστης που δεν σε ενδιαφέρει τίποτα άλλο παρά μόνο πόσο καλό ανάγνωσμα, ποιοτικό και τερπνό, είναι αυτό το βιβλίο, ενώ στη δεύτερη υπολογίζεις και μια δυνητική εξέλιξη του δημιουργού, που ίσως αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα στο μέλλον. Πριν από λίγες μέρες συζητούσαμε τι περιμένουμε από έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα και έθεσα μερικά ζητήματα πρωτολειακής γραφής.
 
 
Espresso macchiato:
Βασίλης Καραγιώργος
“Alter ego”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2012 

            Ο Καραγιώργος υποβάλλει στη σκέψη τα παραπάνω ερωτήματα, καθώς το πρώτο-του βιβλίο εμφανίζει τις ατέλειες και τα λάθη του πρωτόπειρου συγγραφέα, αλλά παράλληλα δείχνει ότι μπορεί μελλοντικά να γράψει τιθασεύοντας τις ιδέες-του σε πιο οικονομημένους δρόμους γραφής. Κι αυτό όχι γιατί το έργο δεν προκαλεί μια πρώτη, ικανοποιητική έως ένα βαθμό ηδονή, αλλά γιατί δείχνει ότι κινείται με δύο ταχύτητες.
            Από τη μία, μια ιδέα ενός συγγραφέα που δεν εμφανίζεται ποτέ, επικοινωνεί μόνο με ηλεκτρονικά μηνύματα, ακόμα και με τον εκδότη-του, και κάνει επιτυχία συντονίζεται με την περίεργη εμφάνιση ενός ιδρύματος τεχνών και γραμμάτων στη Φλωρεντία, συνδεδεμένο με το όνομα ενός παράξενου αυτόχειρα φιλοσόφου. Η ιδέα χτίστηκε, αν μπορώ να κρίνω από το κείμενο, με σχεδιασμό και με πλάνο, ώστε οι δύο παράλληλες αφηγήσεις να διασταυρώνονται όσο και όπου πρέπει. Κι αυτό γιατί η κύρια αφήγηση που εστιάζει στη ζωή του Βασίλη, εκδότη του περιώνυμου Γραμματικού, και αναφέρεται στα διλήμματά-του για το πώς μπορεί να εκδώσει ένα άλλο ανώνυμο κείμενο, που αποδίδεται στον Γραμματικό αλλά μάλλον δεν είναι, εναλλάσσεται με κεφάλαια που αποδίδονται στην Αριάδνη, σύζυγο του Βασίλη, η οποία ανάγεται σε αφηγήτρια στο παραπάνω μυθιστόρημα.
            Για να μην σαν μπερδέψω, το ένα κεφάλαιο είναι η πραγματικότητα και το άλλο μια παράλληλη μυθοπλασία που εφάπτεται και εν πολλοίς διπλασιάζει, προεκτείνει και εξηγεί την πρώτη. Η ιδέα αντέχει και εξελίσσεται δημιουργικά, καθώς ο αναγνώστης δεν είναι σίγουρος τι είναι πραγματικό και τι πλαστό. Όσα εμφανίζονται εναλλακτικά είναι μαζί και προϊόν φαντασίας του ανώνυμου συγγραφέα και προϊόν έμπνευσης του επώνυμου Καραγιώργου.
            Η δεύτερη ταχύτητα κινείται αντίστροφα και φρενάρει τη δυναμική της πρώτης. Αφορά στον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, και κυρίως την εντοπίζω στην αφήγηση που διατηρεί την περιγραφική-της υφή, όπως συμβαίνει σε πολλά έργα στη σημερινή εποχή της αβαθούς γραφής. Ακόμα περισσότερο, η οικονομία των διαλόγων οι οποίοι είναι συντακτικά άρτιοι, χωρίς τη δύναμη του προφορικού λόγου, χωρίς την ελλειπτικότητα που θα τους έκανε πιο φυσικούς, χωρίς την πύκνωση του πλάγιου λόγου, ο οποίος σε συνδυασμό με τον ευθύ αλλά και με τον εσωτερικό μονόλογο, θα έκανε πιο γρήγορη την εξέλιξη αλλά και θα εστίαζε στο εσωτερικό σκηνικό των χαρακτήρων. Το ζητούμενο συχνά δεν είναι η δράση αλλά ο τρόπος που οι άνθρωποι, τα μυθοπλαστικά εν προκειμένω πρόσωπα, ενεργούν και σκέφτονται μέσα στη δράση. Αυτή η πρωτολειακή αδεξιότητα καθιστά και το μυστήριο που πλανάται σε όλο το έργο αφλεγές, αφού το φορτώνει με ελιγμούς και περιγραφές, με αφηγηματικά και διαλογικά μέρη τα οποία μένουν στα ρηχά και έτσι βαλτώνουν και τα άλλα μέρη που θα σήκωναν το αφηγηματικό βάρος και θα οδηγούσαν τον αναγνώστη σε ένα πιο ‘ψαγμένο’ αφηγηματικό βάθος.
            Αυτή η διπλή κίνηση των πεταλιών, μια μπροστά και μια πίσω, κάνει ασύμπτωτη την πρόθεση να γραφεί ένα υπαρξιακό και αυτοαναφορικό μυθιστόρημα, που να αναφέρεται στις “άγνωστες πτυχές της λογοτεχνικής δημιουργίας” και στις συνέπειες από ένα “λογοτεχνικό alter ego” (τα παραθέματα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου), με την εφαρμογή-της που μετατρέπει το όλο εγχείρημα σε μια μηχανή μυστηρίου και αποκαλύψεων.
            Μ’ αρέσει που συνομίλησα μ’ αυτό το έργο και γι’ αυτό θα περιμένω στο επόμενο βιβλίο-του ο Καραγιώργος να μάθει από τα λάθη-του (κάπως έτσι δεν το λένε!) και να βρει τον ρυθμό-του.
            [Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 5/8/2013. Το φωτογραφικό υλικό της ανάρτησης αντλήθηκε από: commons.wikimedia.org, na.theiia.org, www.phorum.gr, www.paris-sorbonne.fr και gearjunkie.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 19, 2013

Τέρμα τα δίφραγκα, μάγκες!

Αλήθεια, πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση περισσότερο από άλλους για όσα συμβαίνουν γύρω μας, γιατί «έχουμε διαβάσει και δυο βιβλία παραπάνω»; Και τι «παραπάνω βιβλία» έχουμε διαβάσει; Βλέποντας τα εγκληματικά, φασιστικά μορφώματα να γιγαντώνονται στραφήκαμε στα εργαλεία που ξέρουμε να χρησιμοποιούμε για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, δηλαδή στα βιβλία μας;

Την αποκαλούμενη «λογοτεχνία του Εμφυλίου» ή/και πάλαι ποτέ κατά Δ. Ραυτόπουλο, «Μαύρη πολιτική λογοτεχνία» την ξέρουμε; Έχουμε διαβάσει μυθιστορήματα όπως η «Πυραμίδα 67» (Ρ. Αποστολίδης), «Τα δόντια της μυλόπετρας» (Ν. Κάσδαγλης), «Η Τειχομαχία» (Θ. Δ. Φραγκόπουλος), «Η ρίζα του μύθου» (Ρ. Ρούφος-Προβελέγγιος), η «Πολιορκία» (Α. Κοτζιάς) ή το πιο σύνθετο «Το κιβώτιο» (Α. Αλεξάνδρου), ακόμα κι αν οι ιδεολογικές μας καταβολές είναι αντίθετες με αυτές του συγγραφέα; 
Εντοπίσαμε το γεγονός ότι –σήμερα- η μυθοπλαστική αναφορά στον Εμφύλιο κατάντησε γαρνιτούρα απαραίτητη για να δοθεί ένα σοβαροφανές βάθος σε επιφανειακά κείμενα ή/και εμπορικό φόντο σε κατά τα άλλα αδιάφορες αστυνομικές ή αισθηματικές ιστορίες; 
Χρησιμοποιήσαμε τη λογοτεχνία για να προσεγγίσουμε με δημοκρατικό τρόπο τους αδαείς συμπολίτες μας που στηρίζονται στη σάπια σανίδα σωτηρίας του φασισμού;
Προτείναμε ποτέ σε συμπολίτη μας που κομπάζει ότι είναι εθνικιστής να ανοίξει ένα λεξικό για να διαπιστώσει ότι η λέξη είναι αρνητικά σεσημασμένη, δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πατριώτης αλλά δηλώνει αυτόν που πιστεύει ότι το έθνος του είναι ανώτερο όλων και όλα τα άλλα έθνη πρέπει να γίνουν «σαπούνια»;
Αναρωτηθήκαμε γιατί ο φασισμός θριαμβεύει σε γειτονιές που κατέσφαξαν οι Ναζί (Πόσο απέχει το σημείο της προχτεσινής δολοφονίας από εκεί που έγινε «Το μπλόκο της Κοκκινιάς»); Κάναμε ιστορικές συζητήσεις με τη νεολαία που αφήσαμε να μεγαλώσει παντελώς ανιστόρητη; Γιατί δεν ξέρει τίποτα για την Κατοχή και τον Εμφύλιο; Αλήθεια, γιατί τη μεγαλώσαμε ιστορικά τυφλή; Για να μη βλέπει την ανεπάρκειά μας παρά μόνο Burberryφορούσα να αποβλέπει σε θεσούλα στο δημόσιο, δίπατες μεζονέτες, γαμήλιες δεξιώσεις και τσερόκι;  
Επιτέλους, εξηγήσαμε ποιος ωφελείται από τα φασιστικά θρασίμια και τη δράση τους;
Γιατί, ενώ εμείς καθόμαστε «στην αγορά συναθροισμένοι» και τυρβάζουμε περί την Ποίηση και την Ποιητική, ήρθαν οι Βάρβαροι «ντυμένοι φίλοι» και περνούσαν τις γριούλες απέναντι, τους αγόραζαν κολοκυθάκια από τη λαϊκή και τους σκούπιζαν τα διαμερίσματα (… από τους ανθρώπους).
Γιατί, ενώ στην αγορά ήδη συναθροίζονται 1.500.000. άνεργοι, έρχονται χιλιάδες απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, μένουν πλέον εκατοντάδες άστεγοι και πένητες συνταξιούχοι, είναι οι Βάρβαροι που σκότωσαν το παιδί.
Γιατί, ενώ στην αγορά αφήνονται οι άρρωστοι για να πεθάνουν, επειδή τα νοσοκομεία δεν έχουν ούτε γάζες και τα ασθενοφόρα ασθενούν, είναι οι Βάρβαροι που σκότωσαν το παιδί.
Γιατί ενώ στην αγορά διαμαρτύρονται οι είλωτες που απεργούν, είναι οι Βάρβαροι που σκότωσαν το παιδί.
Γιατί, αυτοί οι Βάρβαροι ΗΡΘΑΝ και ΣΚΑΣΕ, αφού τώρα «θα γένουμε με τους βαρβάρους», που σκότωσαν το παιδί και μπορεί να σκοτώσουν κι εσένα… γιατί …  είσαι …Ολυμπιακός!!!!! 
Τα βιβλία δεν είναι κομψά πέπλα διανόησης για να κρύβονται τα πρόσωπα και να καλύπτονται τα βλέμματα. Γι’ αυτό, έχουμε ευθύνη. Και για αυτό, τέρμα η σιωπή και άρα η συνενοχή. Τέρμα τα δίφραγκα, μάγκες!!!
ΤΣΑΚΑ ΠΕΛΕΚΑ

Η προχθεσινή δολοφονία του Παύλου Φύσσα έχει ξεσηκώσει τον κόσμο και έχει αφυπνίσει –έστω και για λίγο!- συνειδήσεις. Δείχνει πως η φασιστική νοοτροπία γίνεται πράξη εναντίον του αλλόδοξου, εναντίον του αντιφρονούντα που αντιμετωπίζεται ως εχθρός, εναντίον όποιου εκφράζεται διαφορετικά… Η Τσάκα Πελέκα (;) μου έστειλε μέιλ με το παραπάνω κείμενο, όπου άμεσα ή έμμεσα καταγγέλλει τη ναζιστική ανάκαμψη (θα ήθελα την καταγγελία πιο θυμωμένη, πιο καταιγιστική) και συνδέει την ανοχή/συμμετοχή της κοινωνίας σε όλα αυτά με το πλαίσιο της στενής και ανιστόρητης παιδείας-μας. Το αναρτώ, γιατί πρέπει να είμαστε κοινωνικά υπεύθυνοι, και θα το σχολιάσω ως απλός θαμώνας του μπλογκ.
[Οι φωτογραφίες είναι παρμένες από: gerakas.org.gr, www.newsit.gr και www.lamprakides.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, September 18, 2013

“Ο θάνατος της Μπέλλ” του Ζορζ Σιμενόν

Ο φόνος δεν είναι μόνο αίνιγμα και οι υποψίες δεν είναι μόνο multiple choice. Είναι και ένα βαθύτερο, ψυχολογικό σύμπλεγμα που μπορεί να οδηγήσει έναν απλό φιλήσυχο ανθρωπάκο σε ακραίες πράξεις.   
 
 
Γαλλικός με άρωμα καρύδα:
Georges Simenon
La mort de Belle
1952
Ζορζ Σιμενόν
“Ο θάνατος της Μπελλ”
μετ. Β. Χατζάκη
εκδόσεις Άγρα
2012 

            Αυτό που σε μαγεύει στον τρόπο γραφής του Γάλλου συγγραφέα είναι η αβίαστη ροή της αφήγησης, αφήγησης που κάνει τα πάντα να φαίνονται φυσικά, σαν να μην είναι γραμμένα στις σελίδες ενός βιβλίου αλλά να εμφανίζονται αμεσολάβητα μπροστά-μας.
            Η υπόθεση εξιστορείται σε τρίτο πρόσωπο αλλά παντού είναι κυρίαρχη η οπτική γωνία του Σπένσερ Άσμπυ, στο σπίτι του οποίου βρέθηκε δολοφονημένη η νεαρή Μπελλ. Η κοπέλλα ήταν κόρη της φίλης της γυναίκας-του, της Κριστίν, η οποία τη φιλοξενούσε. Εκείνο το βράδυ ήταν στο σπίτι μόνος ο Σπένσερ κι, ενώ δούλευε στον τόρνο, η Μπελλ επιστρέφει από την έξοδό-της και, παρόλο που όλοι πίστεψαν ότι κατευθύνθηκε στο κρεβάτι-της, την άλλη μέρα τη βρίσκουν νεκρή.
            Η κυρίαρχη εστίαση που μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τις αβεβαιότητες του Σπένσερ παίζει πολύ καλά το παιχνίδι της γνώσης και της άγνοιας. Ο πρωταγωνιστής, ανασφαλής και ανήξερος, αμήχανος που οι υποψίες πέφτουν έμμεσα και πάνω-του, σφιγμένος και κλονισμένος από το απρόοπτο, αναρωτιέται πολλά, βλέπει και ακούει τους υπεύθυνους να διερευνούν την υπόθεση, αντιμετωπίζει την επιφυλακτικότητα των συντοπιτών-του που δεν ξέρουν αν πρέπει να τον ενθαρρύνουν ή να προφυλαχτούν.
Έτσι, ο Σιμενόν κατορθώνει να αποδώσει ψυχολογικά το αίσθημα της κοινωνικής καχυποψίας να πέφτει πάνω-σου και ένα είδος ρατσισμού από ανθρώπους που μέχρι χθες συμβίωναν με αρμονία μαζί-σου να επελαύνει, αθόρυβα και ανεπαίσθητα, αλλά με τα βαριά-του βήματα, εναντίον-σου. Ο ύποπτος, ο οποίος ανησυχεί για ό,τι συνέβη στο σπίτι-του και συνάμα να έχει να αντιμετωπίσει τον βουβό δισταγμό που εγείρεται ακόμα κι από την ίδια τη γυναίκα-του, βλέπει ή ψυχανεμίζεται τους γύρω-του να τον κοιτάζουν με άλλο τρόπο.
Το μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν δεν είναι αστυνομικό. Αν και εστιάζει σε έναν φόνο ο οποίος διερευνάται από τις αρχές, αν και υπάρχουν ενδείξεις και ύποπτος, το τέλος κάνει μια στροφή σε μια ποιοτική αναγωγή του απλού μοτίβου “φόνος – έρευνα - αποκάλυψη” σε μια ψυχολογικού τύπου εκτίναξη. Ο κύριος ύποπτος Σπένσερ Άσμπυ, παρόλο που δεν είναι, απ’ ό,τι φαίνεται ένοχος, εισπράττει τη ρατσιστική αντιμετώπιση της μικρής κοινωνίας στην οποία ζει, με αποτέλεσμα να εσωτερικεύει την ενοχή ως σύνδρομο και να φτάνει σε μια πράξη, που ποτέ (λόγω του συνεσταλμένου χαρακτήρα-του) δεν θα έκανε υπό άλλες συνθήκες.
Ο Σιμενόν κατέχει πολύ υψηλή θέση στην αστυνομική λογοτεχνία, όχι μόνο επειδή στήνει καλογρασαρισμένες μηχανές αναζήτησης, όχι μόνο επειδή γράφει ποιοτικά, βαθιά, ουσιαστικά, με έγνοια στη γλώσσα και στην αφήγηση, αλλά και επειδή εμβάθυνε το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα με στοιχεία που το ανάγουν σε μια καθαρά αισθητική σφαίρα.
[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 23/8/2013. Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.alfavita.gr, aiakosrex.blogspot.com, www.oneoffplaces.co.uk, istologio.org και www.fan-de-cinema.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 16, 2013

“Καφές με Ούλεν” της Χριστίνας Σωτηροπούλου

Η Μονεμβασιά κι η ζωή σε ένα μικρό μέρος της δεκαετίας του ’50 μεταφέρεται στο Λονδίνο της δεκαετίας του 2000 και από τη μία γενιά αναβιώνεται ο διαχρονικός έρωτας στα μονοπάτια της νέας εποχής. 
 
 
Καφές ναι και όχι:
Χριστίνας Σωτηροπούλου
“Καφές με Ούλεν”
εκδόσεις Κλειδάριθμος
2013

            Ο τίτλος φαίνεται σόλοικος, αλλά για το Βιβλιοκαφέ ήταν προκλητικός. Κι αν ανοίξεις να δεις τα περιεχόμενα με τίτλους όπως “Καφές με φύκια”, “Καφές με πρόσφορα” κ.ο.κ., δεν μπορείς παρά να μπεις στον πειρασμό να το εντάξεις στο μενού του ιστολογίου!
            Σοβαρά τώρα. Βγήκε κάτι καλό από αυτό το έργο μιας πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως;
Ξεκινώντας από τα θετικά, δεν μπορώ να αγνοήσω τη στρωτή γλώσσα, χωρίς ιδιαίτερους υφολογικούς τρόπους, και τη σταθερή αφήγηση, που δεν κάνει κοιλιές, ούτε αφήνει τον αναγνώστη περιθώριο για αμηχανία και δισταγμό ως προς την ομαλότητα, δηλαδή τη φυσικότητα της αφηγούμενης πράξης. Ένα ακόμα θετικό σημείο είναι η διάρθρωση του μυθιστορήματος σε κεφάλαια με άξονα τον καφέ, όχι βέβαια αυτό καθεαυτό το γεγονός, αλλά περισσότερο η συνεχής εναλλαγή παρόντος παρελθόντος που φέρνει τα πρόσωπα σε διάφορες φάσεις της ζωής-τους, όχι με χρονολογική σειρά αλλά σαν έναν τεχνίτη που φτιάχνει το παζλ-του επιλέγοντας ποια κομμάτια θα βάλει και πότε.
            Είναι η γιαγιά Ελένη και η εγγονή-της Ιωάννα, των οποίων η ζωή καταγράφεται σε εποχές όπως το μακρινό 1950, όταν η νεαρή Ελένη αρνήθηκε το προξενιό που της έφεραν και έτσι αναγκάστηκαν να τη διώξουν από τη Μονεμβασιά, ή το τωρινό 2005 όταν η Ιωάννα σπουδάζοντας στην Αγγλία ερωτεύεται τον Ινδό Ναβίν. Ανάμεσα πηγαινοέρχονται διάφορες χρονολογίες, στις οποίες η ζωή κυρίως της Ελένης διασταυρώνεται με άλλους ανθρώπους και σχέσεις, ερωτικές, φιλικές, κοινωνικές κ.ο.κ.
            Τελικά, αξίζει το βιβλίο να διαβαστεί;
            Για να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση, πρέπει να απαντήσω πρώτα σε μερικές άλλες, που αφορούν γενικότερα τη λογοτεχνία, όπως ξεκίνησε η κουβέντα στο Γράμμα σ’ έναν νέο συγγραφέα. Γιατί, ας πούμε, μια νεαρή μεταφράστρια, μια κοπέλα με μόρφωση και ενδιαφέροντα νιώθει την ανάγκη να γράψει ένα βιβλίο; Μα για να εκφραστεί. Ναι, τι να εκφράσει όμως; Τη ζωή-της και τις σκέψεις-της για τις συγγενικές και ερωτικές σχέσεις; Να αντικατοπτρίσει τον μακρόκοσμο που μας περιβάλλει στον μικρόκοσμο γύρω-της; Με άλλα λόγια, ποιο το νόημα ενός καλογραμμένου μυθιστορήματος για την ιδιωτική ζωή, όσο κι αν αυτό είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια. Αν δεν έχει περάσει κι αυτή, καθώς η λογοτεχνία ξαναγυρνά στο γενικό, στο ευρύ, στο συλλογικό.
 
Η αφήγηση του ιδιωτικού βίου δεν έχει πάψει να είναι της μόδας, αλλά, νομίζω, ο
μεμονωμένος άνθρωπος και η προσωπική-του ζωή ενδιαφέρει όλο και λιγότερο, αν δεν εντάσσεται σε γενικότερους προβληματισμούς. Ακόμα και στην τηλεόραση έχουν περιοριστεί οι εκπομπές που αναφέρονται στα προσωπικά των επωνύμων, ενώ η λογοτεχνία στρέφεται πάλι στο ιστορικό, στο πολιτικό, στο κοινωνικό. Έτσι, η ζωή και ο θάνατος της Ελένης, η κυκλοθυμία της Ιωάννας, οι έρωτες και οι γάμοι, που αποτελούν συνηθισμένες περιπτώσεις, έστω και αν κάποιος θα βρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δεν μπορούν να καταξιώσουν τη λογοτεχνία εκείνη που δεν έχει κάτι καινούργιο (ευρύτερης σύλληψης) να προσφέρει στον αναγνώστη.
[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από: www.imerisia.gr, www.tampouloukia.gr, www.caretobedifferent.co.uk, www.theguardian.com και www.squidoo.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, September 13, 2013

“Όλγα ή τίποτα” της Λητώς Πιτυρή

Τελικά σπουδαία λογοτεχνία για την κρίση θα γραφτεί μετά από πέντε χρόνια, όταν θα έχει κατακάτσει ο κουρνιαχτός των μέσων μαζικής ενημέρωσης και θα έχουμε χωνέψει καλύτερα, έξω από τις δημοσιογραφικές ευκολίες, το εύρος του προβλήματος και τις συνέπειές-του στους μυχούς της ύπαρξής-μας. Κι αυτό γιατί, όσο είμαστε μέσα στη δίνη, δεν μπορούμε παρά να βλέπουμε το μικρό κύκλο γύρω από την ύπαρξή-μας και όσα το περιβάλλον ή ο τύπος μας υπαγορεύει.


Εσπρέσο με άρωμα μέντα:
Λητώ Πιτυρή
Όλγα ή τίποτα
εκδόσεις Κέδρος
2013

            Όταν αγόρασα το βιβλίο της νεοεμφανιζόμενης συγγραφέως, δεν είχα πολυκατανοήσει ότι δύσκολα κανείς μπορεί να συλλάβει την κρίση όντας μέσα-της. Είπα να δω –όπως κάνω συχνά- το νέο αίμα τι γράφει, πώς γράφει, πώς εισπράττει την ύφεση και πώς τη μετατρέπει σε λογοτεχνία. Είδα το οπισθόφυλλο που λέει «Το πρώτο μυθιστόρημα της Λητώς Πιτυρή αναφέρεται στη νέα γενιά την οποία πλήττει η οικονομική κρίση» και σκέφτηκα ότι μπορεί να συναντήσω μια φρέσκια ματιά και μια άλλη οπτική.           
           Το μυθιστόρημα της Πιτυρή αποτελείται στην ουσία από παράλληλες ιστορίες νέων ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με μια κατασκευαστική εταιρεία η οποία περνάει κι αυτή τη δική-της κρίση. Έτσι, κάθε ενότητα αναφέρεται στην καθημερινή ζωή ενός από αυτούς, ζωή που κλονίστηκε από την οικονομική ύφεση, και αναθεωρείται συχνά εκ βάθρων. Ο Άρης χωρίζει από την Όλγα και φεύγει για την Αγγλία, η Όλγα μένει πίσω αλλά με κουτσουρεμένο μισθό, ο διευθυντής της εταιρίας βουλιάζει στα χρέη-του, η Λίνα μεγαλώνει κολλημένη στη μάνα-της, ο Σπύρος αναρριχάται με τα πόδια της γυναίκας-του Ράνιας κ.ο.κ. Η μία ιστορία συνδέεται με τις άλλες στον βαθμό που ο πρωταγωνιστής της μιας γίνεται δευτεραγωνιστής ή απλός συμμετέχων στην άλλη σε ένα αφηγηματικό γαϊτανάκι που δεν περνά αδιάφορο. Σταδιακά όλο και περισσότερο οι ιστορίες συγκλίνουν σε ένα ενιαίο σύνολο.
            Κέντρο και ατμόσφαιρα των ιστοριών αυτών είναι η αναταραχή που υφίσταται η καθημερινότητα λόγω των οικονομικών προβλημάτων, τα οποία προκαλούν ψυχολογικές συνέπειες, αλλοτριώνουν τον άνθρωπο, προξενούν φθορά στις σχέσεις-του με τους άλλους, οδηγούν σε αδιέξοδα, αλλοιώνουν τον ρυθμό της ζωής, πιέζουν σε ακραίες λύσεις… Η οικονομική κρίση είναι ο κυκεώνας μέσα στον οποίο λιώνουν τα ανθρώπινα αισθήματα και δοκιμάζονται οι πάγιες συνήθειες και οι διαπροσωπικές επαφές.
            Ωραία όλα αυτά, αλλά τα φανταζόμαστε ή τα ζούμε, χωρίς να μπούμε στη λογοτεχνία, χωρίς να διαβάσουμε την οπτική γωνία της νέας πεζογράφου. Επομένως, προχωρώντας τις σελίδες αναρωτιόμουν τι θα με κάνει να καταλάβω καλύτερα τον ελληνικό κόσμο και το στίγμα αυτής της καινοφανούς περιόδου που ζούμε. Πόσο θα με κάνει αυτό το βιβλίο να ανακαλύψω ή να αποκωδικοποιήσω τα μηνύματα πίσω από τις εικόνες της τηλεόρασης και τα συμπτώματα της καθημερινότητας που βλέπω και στη ζωή-μου ή στη ζωή των ανθρώπων του στενού περιβάλλοντός-μου;
            Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που εμπλουτίζουν ή στηρίζουν το κείμενο δεν βοηθάνε. Όσο οι νέοι συγγραφείς μένουν εξαρτημένοι στα βιώματα που καθορίζουν τον δικό-τους κόσμο (π.χ. αρχιτεκτονική, κατασκευές, νεανικές σχέσεις στο ανά χείρας έργο), τόσο θα βλέπουν το δέντρο και θα χάνουν το δάσος. Κι έτσι, πάλι διαβάζω μια συγγραφέα που μπαίνει στη λογοτεχνία με τις βαλίτσες-της γεμάτες με τα δικά-της ρούχα, τα οποία νομίζει ότι είναι design και μοδάτα, ενώ είναι τα συνηθισμένα συνολάκια που όλοι φοράνε. Οι σχέσεις με τους άλλους, η οικογένεια και οι παρασπονδίες, η εργασία ως παράγοντας αλλοτρίωσης, η αναξιοκρατία, οι επιδιώξεις που πολλές φορές δεν πραγματοποιούνται, τα φρούδα όνειρα…
            Ο λόγος της Πιτυρή δεν είναι κακός. Αλλά δεν έχει και μια ιδιαιτερότητα που να αφήσει το σημάδι-του. Μερικά σημεία της αφήγησης εγείρουν συγκίνηση, κάποιον προβληματισμό, έχουν ορισμένες έξυπνες ατάκες και σκηνές. Όλα αυτά όμως δεν είναι αρκετά για να καταξιώσουν το τελικό αποτέλεσμα, όταν λείπει ο μακρόπνοος στόχος που θα αναβιβάσει την ιδέα-σύλληψη στο επίπεδο της λογοτεχνικής και ιδεολογικής ποιότητας, τέτοιας που θα πείσει τον αναγνώστη ότι το βιβλίο έχει κάτι καινούργιο να του προσφέρει.
[Οι φωτογραφίες που κοσμούν το κείμενο λήφθησαν από: weallwantsomeone.org, tomcoconstruction.net, www.oregonlive.com, tipsoftravelling.com, growchangelearn.blogspot.com και www.bls.gov]

Πατριάρχης Φώτιος