Friday, April 28, 2017

“Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο” Anthony Marra

Ο τσάρος και ο γραμματέας του κόμματος, η τσαρική και η σοβιετική Ρωσία, αλλά κυρίως ο απόηχός-τους που έρχεται στη μετασοβιετική εποχή να εστιάσει σε όλα τα τραγικά, ατομικά και συλλογικά, δεδομένα μιας κοινωνίας που ακροπατεί ανάμεσα στη φτώχια και τον πλούτο, τον πόλεμο και την ομαλότητα, την προσωπική τραγωδία και τη θέληση για πρόοδο.


Ρωσικός με μέλι:

Anthony Marra
“The Char of Love and Techno”
2015

 
“Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο”
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Ίκαρος
2016

 


Πριν το διαβάσω:
Γιατί το διάλεξα; Επειδή δεν είχα ξαναδιαβάσει το προηγούμενο βιβλίο του Marra, τον “Αστερισμό ζωτικών φαινομένων”, και μου είχε γίνει εμμονή. Κι ειδικά αυτό το βιβλίο ακούστηκε ως κάτι πολύ καλό, όπως και το άλλο, ένα έργο που έρχεται να διεκδικήσει την προσοχή-μας.

Καθώς το διάβαζα:
            Εννέα διηγήματα, γράφει το αυτί, που διαβάζονται ως ενιαίο μυθιστόρημα. Δεν ξέρω πώς πραγματώνεται αυτή η ρήση, αλλά με βάζει σε σκέψεις μη δω μια τεμαχισμένη ασυντόνιστη γραφή. Από την άλλη, ένα ψηφιδωτό που φυγόκεντρα ορίζεται μπορεί και να είναι μια σοφή τοιχογραφία, όπως το “Αριθμός 11” του Coe.
            Πρώτο διήγημα καρφωμένο στη σταλινική ΕΣΣΔ του 1937, με τον αφηγητή Ρομάν Μιχάιλοβιτς Μάρκιν να είναι ζωγράφος λογοκριτής, που αναλαμβάνει να μεταποιεί παλιούς πίνακες και φωτογραφίες ανάλογα με την ευμένεια ή δυσμένεια του καθεστώτος προς τα πρόσωπα που απεικονίζουν. Ώσπου συλλαμβάνεται για μια αμέλεια στην απαλοιφή μιας μπαλαρίνας… Αυτής της μπαλαρίνας η εγγονή Γκαλίνα ζει την περεστρόικα του 1990 και προσπαθεί να μοιάσει στη γιαγιά-της, μάταια όμως, σε μια μετασοβιετική Σιβηρία, δεν παντρεύεται τελικά τον Κόλια, αλλά τον 13ο πιο πλούσιο Ρώσο Όλεγκ Βαρόνοφ… Στο Γκρόζνι της ρωσικής Τσετσενίας, λίγα χρόνια μετά, μας μεταφέρει το τρίτο διήγημα, με πρωταγωνιστή τον Ρουσλάν που αναλαμβάνει το άγνωστο γι’ αυτόν έργο να προσελκύσει τουρίστες σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο πόλη του 2003, ενώ, για να κάνει εγχείρηση η φίλη-του συντηρήτρια, που τυφλώθηκε από έκρηξη μέσα στο μουσείο, πουλάει στον Βαρόνοφ πανάκριβα τον τελευταίο πίνακα του Ζαχάροφ... Ο Κόλια πάλι, στρατιώτης στην Τσετσενία, συλλαμβάνεται μαζί με έναν άλλο και περνάνε τις μέρες-τους σε ένα σκαμμένο όρυγμα, δουλεύοντας σε έναν γέρο ντόπιο… Πίσω στον “πολιτισμό” ο αδελφός-του Αλεξέι αναπολεί τα κοινά παιδικά-τους χρόνια και συνομιλεί με την Γκαλίνα, που όπως είδαμε ήταν ο πρώτος έρωτας του αδελφού-του. Εκείνη είναι στα χωρίσματα με τον μεγιστάνα της νέας Ρωσίας και χαρίζει, πριν της τον πάρει, τον πίνακα του Ζαχάροφ στον Αλεξέι, ο οποίος αποφασίζει να κατέβει στα τσετσενικά εδάφη, για να δει τον τόπο όπου σκοτώθηκε ο Κόλια… Η εξηντάχρονη Βέρα μεγάλωσε με την τιμή να είναι η μικρή που κατέδωσε (άθελά-της) τη μητέρα-της και από τότε αποτέλεσε το πρότυπο του Σοβιετικού πολίτη· τώρα όμως ζει περιθωριοποιημένη με τη φίλη-της Γιελένα και με τα γράμματα στην κόρη-της που ζει παντρεμένη στην Αμερική, ώσπου χωρίζει και επιστρέφει στη μάνα-της… Ο εγγονός του Βασίλι Μάρκιν είναι ένα πρεζάκι που το αναγκάζει ο αποφυλακισμένος πατέρας-του να δουλέψει στον Κίριλ, που υποκρίνεται τον ανάπηρο πολέμου για να εξασφαλίσει στο μετρό μερικές δεκάδες ρούβλια…
            Στην ουσία ο Αμερικάνος συγγραφέας, που έχει ζήσει αρκετό καιρό στη Ρωσία, γράφει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπου το ένα πρόσωπο δίνει τη σκυτάλη στο άλλο, ώστε ο δευτεραγωνιστής του ενός διηγήματος να γίνει πρωταγωνιστής του άλλου. Έτσι, αναπλάθει το σοβιετικό καθεστώς και τα απόνερά-του, όπως αυτά ξεχύθηκαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
            Πιο συγκεκριμένα, εστιάζει στην Τσετσενία, στον πόλεμο που την έχει καταστρέψει, αλλά και τη ζωή όπως αργοκινείται στα κυριολεκτικά και μεταφορικά ερείπια της πρώην ΕΣΣΔ. Οι άνθρωποί-της, που προέκυψαν από ένα κλειστό καθεστώς, είναι άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν μια νέα ζωή, άλλοι με τη φρεσκάδα της νιότης κι άλλοι με την ορμή της δύναμης και του πλούτου που απέκτησαν. Αλλά υπάρχουν κι αυτοί που κουβαλάνε ακόμα τα ερείπια της κατεστραμμένης (συλλογικής) ζωής και δεν μπορούν να αποκοπούν από τον ρόγχο-της.
            Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, είναι ρέον, διαβάζεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον, που μας βάζει άμεσα στο κλίμα μιας μεταβατικής εποχής και αναδεικνύει το τραγικό πρόσημο ενός τέτοιου μεταιχμίου. Όποιος θέλει να δει τον μετασοβιετικό άνθρωπο και τις ανακατατάξεις στη Ρωσία, πρέπει να διαβάσει Marra. Κι ακόμα περισσότερο γιατί ο Marra μπορεί να αφηγείται και συνάμα να εστιάζει στο ουσιώδες, στο πώς ο άνθρωπος μπλέκεται μέσα στην Ιστορία, είναι εν μέρει έρμαιο στα χέρια-της και δεν μπορεί να ξεφύγει από την ιστορικότητά-του. Και μέσα στην αφήγηση ενσφηνώνεται ένα ευρύτερο πολυσυζητημένο θέμα: μπορεί ο άνθρωπος να πάει κόντρα στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι ή είναι υποχείριο των γενικότερων ζυμώσεων, μέσα από τις οποίες δεν μπορεί να βγει σωματικά ή ψυχικά ζωντανός; Το μυθιστόρημα μας ξαναβάζει στη ζώσα Ιστορία…


Αφού το διάβασα:

           
Τελικά το μέλλον είναι στα σπονδυλωτά μυθιστορήματα; Μικρές ευέλικτες ιστορίες, που λειτουργούν ημι-αυτόνομα, αλλά συνάμα κουμπώνουν η μία με την άλλη, αφού ο ένας χαρακτήρας διαπερνά τα στεγανά και βρίσκεται στην άλλη ιστορία. Το σημαντικότερο όμως είναι πως το σύνολο εκπέμπει ένα συγκεκριμένο μήνυμα, τεμαχισμένο, μοιρασμένο, αποσπασματικό, αλλά πάντα κεντρομόλο και ενιαίο.

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 28/3/2017 και εδώ αναδημοσιεύεται με εικόνες από: www.dailymail.co.uk,  iliketowastemytime.com,  mariamorina.com, www.bbc.com  και  infograph.venngage.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, April 25, 2017

“Ωστικό κύμα” του Νίκου Δαββέτα

Την τρομοκρατία τη ζούμε στην τηλεόραση κάθε τόσο. Ο θάνατος, το ξεκλήρισμα, οι δολοφονικές ενέργειες, η αυτοθυσία των μαχητών του Ισλάμ. Και πώς σ’ αυτά μπορεί ένα Έλληνας να μετέχει; ένας Έλληνας συγγραφέας και ένας Έλληνας φοιτητής στο Λονδίνο;


Καπουτσίνο με σαντιγί:

Νίκος Δαββέτας
“Ωστικό κύμα”
εκδόσεις Πατάκη
2016
 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή διάβασα ότι το θέμα του βιβλίου είναι η τρομοκρατία, όχι η εγχώρια, αλλά η διεθνής κι αυτό λειτούργησε ως πόλος έλξης, αφού ακούμε εδώ και δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια ένα σωρό ειδήσεις και ανταποκρίσεις και συχνά ψάχνουμε το μεδούλι του φαινομένου.


Καθώς το διάβαζα:
            Η Δέσποινα, χωρισμένη μητέρα, μαθαίνει εμβρόντητη ότι σε έκρηξη έξω από το μετρό του Λονδίνου σκοτώθηκε και ο μονάκριβός-της γιος. Το σοκ είναι μεγάλο, η διαδικασία περισυλλογής των υπολειμμάτων-του επώδυνη και η συναίσθηση της απώλειας συγκλονιστική. Ευτυχώς δεν δίνεται με μελό τρόπο, αλλά με τη σφιγμένη καρδιά και την εσωτερική ανασκόπηση.
            Αυτή η ανασκόπηση την οδηγεί σε μια σειρά άρτια διαγεγραμμένων αναμνήσεων, άλλοτε λεπτομερών κι άλλοτε υπαινικτικών, που ξαναφέρνουν τη ζωή του γιου-της μέχρι να πάει να σπουδάσει στην Αγγλία. Οι μνήμες στην αρχή καλύπτουν φωτογραφικά στιγμιότυπα από τα παιδικά-του χρόνια, από το μεγάλωμά-του με τις λύπες και τις χαρές-του, με αθώα συναισθηματικά περιστατικά που κάθε μητέρα θυμάται από το παιδί-της. Σταδιακά τα βιώματα αποκτούν χρώμα: μικρές ενδείξεις για αυτό που θα γίνει, έφεση στις πολεμικές τέχνες, χάσμα γενεών που κάνει τον γιο απόμακρο και προσανατολισμένο σε άλλες ενασχολήσεις, δείγματα επαναστατικότητας, συνειδητοποίηση ότι “ο γιος-της ποθούσε, όσο τίποτα στον κόσμο, να στρατευθεί σε έναν αγώνα, να υπηρετήσει έναν μεγάλο σκοπό…”. Ο αναγνώστης, που δεν ξέρω πόθεν, ήταν έτοιμος να ανακαλύψει κάτι βαθύτερο από την απλή παρουσία του νεαρού στο σημείο της έκρηξης, ψυλλιάζεται περισσότερα…
            Θυμήθηκα τις “Μεταμορφώσεις” του François Vallejo, όπου πρωταγωνιστεί η Αλίξ Τεζέ, η οποία μαθαίνει έντρομη ότι ο αδελφός-της Αλμπάν έγινε μουσουλμάνος και πιθανόν θα επιχειρήσει να μεταβεί σε χώρες του μουσουλμανικού τόξου ως εθελοντής. Κι αρχίζει να ανησυχεί. Έχουμε δηλαδή πάλι στο θέμα του πώς μεταλλάσσεται ένας καθολικός / προτεστάντης / άθεος νέος της πολιτισμένης Ευρώπης σε έναν φανατικό μουσουλμάνο. Το βασικό ερώτημα είναι ποια προσωπικά ή κοινωνικά δεδομένα ευνόησαν μια τέτοια μεταστροφή. Μια πρώτη ενστικτώδης απάντηση από τη μεριά της Αλίξ είναι η διάθεση που είχε από μικρός ο αδελφός-της να ζήσει κάτι εξτρίμ, κάτι συνταρακτικό και να προσηλωθεί μέχρι τελευταίας ρανίδας σ’ αυτό. Αλλού, ακούγεται ότι στον Ισλαμισμό αναζήτησε την αγνότητα και την προσωπική-του ισορροπία, ότι η δίψα για δράση, που σ’ αυτήν την περίπτωση είναι υποταγμένη σε μια πίστη, επέδρασε παρωθητικά…
            Και στα δύο μυθιστορήματα τελικά απάντηση δεν δίνεται, κυρίως επειδή και οι δύο συγγραφείς εστιάζουν στο πρόσωπο της γυναίκας, της αδελφής ο Γάλλος, της μητέρας ο Έλληνας, και η δική-τους οπτική γεννά τα ερωτήματα και δίνει φευγαλέες απαντήσεις. Άρα, μήπως το κέντρο δεν είναι ο τρομοκράτης και τα κίνητρά-του, αλλά το περιβάλλον-του που αιφνιδιάζεται και αναζητεί, εν μέρει ενοχικά, τα σημεία που θα έπρεπε να είχε προ-ιδεί ώστε να προλάβει το κακό; Αυτό επιβεβαιώνεται από το τέλος του βιβλίου, όπου η Δέσποινα συνεχίζει με το ανθρώπινο πάθος για ζωή τον βίο-της, κυοφορώντας το μέλλον.


Αφού το διάβασα:
            Μου άρεσε που ο Δαββέτας έχτισε σταδιακά την ανοδική-του πορεία, από τις μικρές ενδείξεις ως την ολοκληρωτική αποκάλυψη. Μέσα από ανεπαίσθητες στην αρχή εικόνες και αναμνήσεις ανέβηκε κλιμακωτά τον δρόμο της αλήθειας. Μέσα από δύο παραλληλισμούς της βομβιστικής ενέργειας (μια με μια άλλη μερικά χρόνια νωρίτερα και μια με την ανατίναξη του Γοργοποτάμου) δείχνει τι σήμαινε για τον νεαρό τρομοκράτη η επαναστατικότητα ενάντια στις δυνάμεις “κατοχής”.

{Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 28/2/2017 και εδώ αναδημοσίευεται με μικρές διορθώσεις}  

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, April 21, 2017

“Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες στιγμές” της Ξένιας Κουναλάκη

Πώς γνωρίζεις έναν άνθρωπο; Από την προσωπική γνωριμία μαζί-του αλλά και από τα κείμενά-του. Άμεσα και έμμεσα. Σε διαπροσωπική επαφή και σε διαμεσολάβηση. Στον προφορικό λόγο με όλες τις αυθόρμητες περιγλωσσικές παραμέτρους και στον γραπτό, όπου πολλά έχουν περάσει από το κόσκινο της σκέψης.


Φραπέ γλυκό:
Ξένια Κουναλάκη

“Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες στιγμές”

εκδόσεις Πόλις
2016
 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή διάβασα καλά λόγια, διάβασα για εξομολογητικά κείμενα που έχουν όμως και μια λογοτεχνική πατίνα. Κι αναρωτιόμουν: είναι διηγήματα ή ημερολογιακές καταγραφές;

Καθώς το διάβαζα:
            Καθώς διάβαζα το ένα μετά το άλλο, ήθελα να γνωρίσω τη συγγραφέα (ή μάλλον το πρόσωπο που εμφανίζεται στο κείμενο), επειδή ζει ανάμεσά-μας και σκέφτεται πολλά που αξίζουν κουβέντα, και συνάμα ήθελα να μην την κάνω ούτε για λίγο παρέα, γιατί δείχνει έναν πολύ “διφορούμενο” εαυτό. Θα ήθελα να γνωρίσω τη συγγραφέα γιατί δείχνει ανθρώπινη και συνάμα στοχαστική και συναισθηματική. Ή δεν θα ήθελα…
            Πρόκειται για εκτενείς καταγραφές σκέψεων, σε μέγεθος άρθρου, που δεν αφορούν ακριβώς την καθημερινότητα της Κουναλάκη, άρα να χαρακτηρίζονται ημερολόγιο γεγονότων, αλλά πιο πολύ δοκιμιακές καταγραφές επί της ζωής-της. Αυτές οι αυτοβιογραφικές σημειώσεις καταπιάνονται με φαινόμενα που επαναλαμβανόμενα αποτέλεσαν γνωρίσματα της σαρανταεξάχρονης πορείας-της, όχι χρονικά, όχι τακτικά, αλλά με τη δύναμη της συνάθροισης ομοειδών στιγμών, που γεννούν σκέψεις και ορίζουν το είναι-της.
            Αυτοβιογραφία σε φέτες, ημερολόγιο σκέψεων, στοχαστικά δοκίμια επί του εαυτού, κοινωνικές ματιές μέσω ενός εγώ, δημόσια ψυχανάλυση στο κατώφλι του ατομικού με το κοινωνικό, “προφορικές” εκμυστηρεύσεις, σχολιασμένες αναμνήσεις, διερευνητικά σχόλια, προσπάθειες ανασύστασης του προσώπου-της…
            Τι με έκανε να θέλω να τη συναντήσω; Καταρχάς, κι αυτό είναι βασικότατο προσόν του βιβλίου, ο ανθρώπινος χαρακτήρας της συγγραφέως. Ανοίγει τον εαυτό-της, ξεδιπλώνει το φωτεινό και το μαύρο είναι-της, μιλά απλά, ανθρώπινα, κουβεντιαστά, δεν ντρέπεται να εξομολογηθεί τα άγχη και τις ανασφάλειές-της και να συν-ομιλήσει με τον αναγνώστη, σαν με φίλο σε καφετέρια (στο Βιβλιοκαφέ λ.χ.!). Κάθε ανάγνωση είναι μια συνάντηση μαζί-της, ένας καφές που αχνίζει, μια κουβεντούλα σε χαλαρή στιγμή, κι όντως τα κείμενα διαβάζονται άνετα, σαν εβδομαδιαία ραντεβού για να διατηρήσουμε μια φιλική επαφή.
            Παράλληλα, η γραφή-της, που γυρίζει γύρω από το εγώ-της, περιλαμβάνει στα δίχτυα-της και το κοινωνικό, το πολιτικό, το διεθνές. Ως δημοσιογράφος της Καθημερινής ζει το σήμερα, συμμετέχει σ’ αυτό, γνωρίζει σύγχρονους πολιτικούς, όπως τον Σόιμπλε, διαβάζει και ενημερώνεται. Απόρροια όλων των παραπάνω είναι οι σκέψεις-της, που –τουλάχιστον εδώ- δεν είναι ερμηνείες και πολιτικά σχόλια, αλλά πιο πολύ, κι αυτό μου αρέσει, καθημερινές κουβέντες που σχολιάζουν τα τρέχοντα, όπως αυτά πέφτουν μέσα στο καζάνι με τα προσωπικά.
            Τέλος, μου άρεσε η συστολή-της στην προφορική δημόσια ζωή, που εξισορροπείται με μια βαθιά ανάγκη να γράφει. Ο ρήτορας που δίνει τη θέση-του στον γραφιά είναι μια εσωτερική ανάγκη να μην προβεί κανείς σε πράξεις επιδειξιομανίας ή αυτοπροβολής, αλλά να κλειστεί στο εγώ-του και να σκεφτεί τι αξίζει να μείνει στο χαρτί, σαν κατάθεση έξω από τα φώτα της δημοσιότητας. Σαν ένα μπλογκ…
            Από την άλλη, δεν θα ήθελα να γνωρίσω έναν άνθρωπο που μέσα στην ειλικρίνειά-του εκφράζει όλες εκείνες τις πτυχές του σύγχρονου ευδαιμονισμού: το 50-75% των σκέψεών-του είναι για το σεξ, η στάση-του απέναντι στα ρούχα διακρίνεται από έλλειψη ισορροπίας (από την άσκοπη σπατάλη στην απρεπή αδιαφορία), στο φαγητό λειτούργησε κάποια στιγμή ως βουλικό έως εμετού ον, το πρωί πίνει coca-cola light, δεν ξέρει να μαγειρεύει και να ικανοποιεί βασικές καθημερινές ανάγκες, κάνει like από δημοσιοσχετίστικη διάθεση και από (υποκριτική) ευγένεια, και πολλά άλλα. Η αφηγήτρια είναι δείγμα μιας γενιάς που μεγάλωσε άνετα και αυτή η γενιά εν μέρει κατάντησε ατροφική, κακομαθημένη, αν-ισόρροπη, ατομικιστική μέσα στις ευαισθησίες-της. Μιλάω φυσικά για την απόδοση ενός προσώπου, για ένα “ημιπλαστό” προσωπείο, όπως αυτό ξεδιπλώνεται μέσα στο κείμενο, και όχι για την ίδια τη συγγραφέα, την οποία δεν γνωρίζω.

Αφού το διάβασα:
            Ωραίο ανάγνωσμα. Λιτό όσο και αισθαντικό, καθημερινό στα όρια του δημοσιογραφικού και του ημερολογιακού, αλλά και προσιτό, ανάλαφρο, που ανοίγει την ψυχή της αφηγήτριας για να δούμε την πάλλουσα καρδιά-της με τα πάθη και τις αδυναμίες-της αλλά και με τις βαθύτερες συναισθηματικές και νοητικές πτυχές-της. Είδα μια ανθρώπινη όσο και εκνευριστική, μια οικεία όσο και ακραία, μια ελληνικά γνωστή όσο και μακρινή   α ν τ ι φ α τ ι κ ό τ η τ α ,  ελληνική γιατί μας χαρακτηρίζει αυτό το άναρχο, που μπορεί όμως να γίνει καλλιτεχνικό, διφυές είναι-μας.

[Οι εικόνες που εισχωρούν ανάμεσα στις λέξεις είναι παρμένες από:  www.athensvoice.gr,   www.ex-dsathen.gr,  food.ndtv.com,  kourdistoportocali.com,  kritiki.gr  και  futurecontent.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 10, 2017

“Η συριακή διαθήκη” του Barouk Salamé

Ποιο είναι το παρελθόν του Ισλάμ και πόσο αυτό μπορεί να αλλάξει τη φονταμενταλιστική δράση πολλών φανατικών; Είναι δυνατόν η χαμένη διαθήκη του Μωάμεθ να λειτουργήσει με καταλλαγή ως αντίβαρο στη βαρβαρότητα των αδίστακτων πιστών-του;


Γαλλικός καφές με άρωμα βανίλια:
Barouk Salamé
“Le Testament syriaque”
Payot & Rivages
2011

 
“Η συριακή διαθήκη”
μετ. Γ. Καυκιάς
εκδόσεις Πόλις
2016

 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή μου το έστειλαν οι εκδόσεις Πόλις (και τις ευχαριστώ γι’ αυτό). Το είχα για καιρό στο γραφείο, ώσπου είδα στο αυτί ότι πρόκειται για ιστορικο-θεολογικό αστυνομικό μυθιστόρημα, που είναι της μόδας στην Ευρώπη… ποντίκι εγώ έπεσα στη φάκα!


Καθώς το διάβαζα:
            Το έγκλημα, ανατριχιαστικό, το μαθαίνουμε από την αρχή: ένα ζευγάρι σκοτώνονται από σαλαφιστές ισλαμιστές, καθώς οι τελευταίοι ψάχνουν ένα σπάνιο χειρόγραφο, που είναι γραμμένο στα συριακά, πρόδρομη γραφή της αραβικής. Σταδιακά, μαθαίνουμε ότι αυτό το χειρόγραφο είναι η συριακή διαθήκη, που πιθανόν έγραψε ο ίδιος ο Μωάμεθ, με αποτέλεσμα όποιος την έχει να μπορεί να καθορίσει τη γραμμή του Ισλάμ. Πραγματικός όμως κάτοχος της Διαθήκης είναι ο δημοσιογράφος Πωλ Μεζύρ, κι εκεί αρχίζει το κυνήγι της ιστορικής αλήθειας, του ίδιου του πρωταγωνιστή, της σαΐτας που ονομάζεται αστυνομική λογοτεχνία…
            Αντιγράφω από το αυτί (κριτική της Le Monde):
            “Τα τελευταία χρόνια, το ιστορικο-θεολογικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι της μόδας. Το καλύτερο (Ουμπέρτο Έκο, Ρενέ Μπελετό, Τζούλια Κρίστεβα) γειτονεύει με το χειρότερο (Νταν Μπράουν). Αλλά, ως τώρα, οι περισσότεροι συγγραφείς εμπνέονταν από την ιστορία του χριστιανισμού χωρίς να ριψοκινδυνεύουν στα εδάφη του ισλάμ. Φαίνεται πως οι φετφάδες κατά του Ρούσντι τρόμαξαν και τους πιο τολμηρούς. Όχι όμως τον Μπαρούκ Σαλαμέ που, με τη Συριακή Διαθήκη, προσφέρει ένα πρώτο μυθιστόρημα που και λόγιο είναι και κόβει την ανάσα. Ο συγγραφέας μας ξεναγεί, μέσα από πολλούς φόνους, από τις απαρχές του ισλάμ ως τις σύγχρονες παρεκκλίσεις-του”
            Κι όντως μεταξύ των φόνων, τους οποίους διερευνά ο αστυνόμος-φιλόσοφος Σαρφατύ, διοχετεύεται πλήθος πληροφοριών για τις απαρχές της μουσουλμανικής θρησκείας, τον Μωάμεθ και την υποτιθέμενη διαθήκη-του, τη σχέση του Ισλάμ με τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό… Το μυθιστόρημα δηλαδή κινείται ανάμεσα στο αστυνομικό, που διαδραματίζεται στο αιματοβαμμένο σήμερα, και το ιστορικό, που ανάγεται μέσω αποκρυφιστικών γνώσεων και λοξών ερμηνειών στον 7ο μ.Χ. αιώνα.
            Το αστυνομικό μέρος θυμίζει αρκετά κινηματογραφική σύλληψη και ταχύτητα όπως και εικονοποιία που λαμβάνει χώρα μπροστά στην κάμερα. Θυμίζει πολλές ανάλογες ταινίες δράσης και αστυνομικού μυστηρίου και γι’ αυτό ίσως δεν μου πολυάρεσε. Το ιστορικό μέρος αντίθετα μας ξεναγεί σε παλιές εποχές, ξεθάβει άγνωστα “μυστικά”, μας ιντριγκάρει με τα χαμένα κεφάλαια της Ιστορίας, ασχέτως αν είναι πιθανή η θεωρία-του ότι η ισλαμική θρησκεία χρωστάει πολλά, πάρα πολλά, στον Χριστιανισμό.
             

Αφού το διάβασα:
            Το έργο, παρά τον όγκο-του, διαβάζεται γρήγορα και τραβά το ενδιαφέρον, κυρίως στο τμήμα-του που πάει πίσω για να ανακαλύψει / αποκαλύψει μυστικές πλευρές της Ιστορίας και να τονίσει ότι η θρησκεία (κάθε θρησκεία) είναι έργο ανθρώπων. Αυτή η ματιά έρχεται να αντιπαρατεθεί στη φανατική δράση ακραίων θρησκόληπτων κύκλων και στοιχίζεται με την ουδετερόθρησκη / άθεη στάση ειδικά των Γάλλων και άλλων ευρωπαϊκών λαών. Νομίζω ότι ανάμεσα στα άκρα της απόλυτης θρησκευτικής προσήλωσης με αιμοσταγείς δηλώσεις και βάρβαρες πράξεις και στη βολεμένη αθεΐα, που θεωρεί τον εαυτό-της πολιτισμένο, ανάμεσα στον Ισλαμιστή που σκοτώνει και στον άθεο Χίτλερ που εξίσου σκοτώνει, ανάμεσα στον φανατισμό της θρησκείας και στον φανατισμό του αντιθρησκευτικού δογματισμού, υπάρχει μια υγιής ενδιάμεση ζώνη.

{Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 17/1/2017 στο In2life και εδώ αναδημοσιεύεται αφιερωμένο στα θύματα της Αιγύπτου]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, April 05, 2017

“Ο αρχιβιβλιοθηκάριος και άλλες ιστορίες” του Νίκου Φαρούπου

Η δική-μας πραγματικότητα και η άλλη, ο κόσμος με την αληθοφάνειά-του και η μαγική μεταμόρφωσή-του, η επιστήμη και η μεταφυσική, το αληθινό και το μετ-αληθινό, όλα αυτά σε τέσσερα διηγήματα όπου τα στεγανά διατρυπώνται και ο άνθρωπος περνά από τον έναν κόσμο στον άλλο, χωρίς να ξέρει τι είναι πραγματικό και τι παραίσθηση.


Μοκατσίνο:
Νίκος Φαρούπος
“Ο αρχιβιβλιοθηκάριος και άλλες ιστορίες”
εκδόσεις Κέδρος
2016
 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή ένα βιβλίο για βιβλιοθηκάριους και βιβλιοθήκες και με εξώφυλλο μια στοίβα ατέλειωτα βιβλία είναι πάντα ένα καλό δέλεαρ για έναν …βιβλιοφάγο. Και δεν απογοητεύτηκα…

Καθώς το διάβαζα:
            Πρόκειται για τέσσερις ιστορίες με κοινό σημείο το μεταφυσικό που μπαίνει στη ζωή των ανθρώπων με τις δυσεξήγητες δυνάμεις-του και της προσδίδει άλλες διαστάσεις.
            Η πρώτη, κορυφαία και απαράμιλλη, ιστορία “Ο αρχιβιβλιοθηκάριος”, που ευχαρίστως θα τη διάβαζα δεύτερη φορά, αναφέρεται στον αφηγητή που αναλαμβάνει με χαρά χρέη διευθυντή στη Βιβλιοθήκη των Αθώων, ενώ παράλληλα γράφει το πόνημά-του με θέμα την ιδιωτική ζωή μεγάλων συγγραφέων και πώς αυτή επηρέασε το έργο-τους. Το διήγημα ξεκινάει ως αστυνομική λογοτεχνία, καθώς ο προηγούμενος διευθυντής σκοτώθηκε από πτώση τόμων πάνω-του, όπως και το ζεύγος Μάρεκ Ραντίνσκι και Βίλμα Άντερσον-Ραντίνσκι, οι οποίοι προσπάθησαν να κλέψουν το σπάνιο χειρόγραφο του Νεκρονομικού. Ο αρχιβιβλιοθηκάριος αναλαμβάνει χρέη Πουαρό, κατά μίμηση της Άγκαθα Κρίστι που θαυμάζει.
            Η εξέλιξη της υπόθεσης έχει στοιχεία γκόθικ λογοτεχνίας με πολλές δόσεις Ουμπέρτο Έκο, καθώς μια βιβλιοθήκη σπέρνει τον θάνατο σε όποιους πλησιάζουν ένα συγκεκριμένο βιβλίο (την “Ποιητική” του Αριστοτέλη εκεί, το “Νεκρονομικό” εδώ). Τελικά, όλα αποκτούν διαστάσεις φανταστικού μυθιστορήματος, καθώς οι δυνάμεις της βιβλιοθήκης και τα πνεύματα των συγγραφέων επιχειρούν να εμποδίσουν την έρευνα για τη ζωή-τους, θες από διάθεση συγκάλυψης, θες επειδή το έργο καθενός δεν πρέπει να κρίνεται με βάση την αθέατη ζωή του συγγραφέα.
           
Ακολουθεί ένα μικρό διήγημα για τον Μανόλη τον “Ακάλεστο”, τον νεκροθάφτη του χωριού, που δέχεται το κάζο των μικρών αγοριών της περιοχής, ώσπου μια νύχτα στο νεκροταφείο αρχίζει να τους κυνηγάει… Στην “Ελεονόρα” συνδυάζονται οι θρύλοι ενός κυκλαδίτικου νησιού για μια μάγισσα του 16ου αιώνα, που σκοτώθηκε, με μια νεαρή κοπέλα που πνίγηκε στο Σαρακήνικο πριν από δέκα χρόνια. Κι ο πρωταγωνιστής Ανδρέας Ξάνθος συγχέει το πραγματικό με το φανταστικό σε μια καλογραμμένη ιστορία, όπου τα σύνορα διαπερνιούνται, καθώς ο αναξιόπιστος αφηγητής μπερδεύει τον αναγνώστη. Η τελευταία ιστορία με τον τίτλο “Ξέρω πού έκρυψες τον Άλφρεντ” αναφέρεται στον Ανδρέα που -στην πραγματικότητα ή στο ταραγμένο-του μυαλό- πίστεψε ότι η πρώην-του ερωμένη Ίνγκε τον μεταμόρφωσε στον Άλφρεντ, ενώ η νυν ερωμένη-του Κάρεν μοιάζει πολύ με την Ίνγκε, σαν να είναι το ίδιο πρόσωπο.   

Αφού το διάβασα:
            Άνετη γραφή, σύζευξη υψηλού και χαμηλού, ένωση ειδών και έξυπνες καμπές, βιβλιοφιλικά και μεταφυσικά στοιχεία, καθηλωτική ατμόσφαιρα που δεν ξεφεύγει από το ρεαλιστικό πλαίσιο, μυστήριο και θρύλοι, όλα στο μίξερ του συγγραφέα κερδίζουν τον αναγνώστη, που ρουφά ένα ένα τα διηγήματα.
            Η αλήθεια είναι ότι τα κείμενα του Φαρούπου με καθήλωσαν, καθώς πολύ δεξιοτεχνικά εναρμονίζουν το πραγματικό με το φανταστικό, το ρεαλιστικό με το μεταφυσικό, το αληθοφανές με το παραισθησιακό, δημιουργούν παράλληλες πραγματικότητες, συγχέουν σκόπιμα το εδώ με το εκεί, το ένα με το άλλο, την επιστήμη με την αλχημεία, την ψευδαίσθηση με τη μαγεία. Μέσα σ’ αυτά ο έρωτας είναι δύναμη μαγική, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, οι άνθρωποι δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται, δεν ξέρουμε καν αν είναι πραγματικοί, οι σχέσεις διαρρηγνύονται και επανασυστήνονται με το ραβδάκι της Κίρκης ή μιας μάγισσας του Μεσαίωνα…
            Βιβλίο που το συστήνω ανεπιφύλακτα.

{Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 14/2/2017 στο In2life} 

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, April 01, 2017

“Στη σωφρονιστική αποικία” του Franz Kafka

(ενός δυνάμει Νομπελίστα συγγραφέα)

Μια “Δίκη” και τώρα μια τιμωρία (το έργο γραφόταν παράλληλα με τη “Δίκη”), μια εκτέλεση και μια αυτοκτονία, ένας μηχανισμός που συντρίβει και τους θύτες.


Μηλόπιτα με παγωτό: 


Franz Kafka
“In der Strafkolonie”
Kurt Wolf
1919
“Στη σωφρονιστική αποικία”
μετ. Β. Τσαλής
εκδόσεις Κίχλη
2017


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή το να διαβάζεις Κάφκα μετά από καιρό, μετά από τα κλασικά-του έργα, είναι μια καταβύθιση στη βαριά πισίνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Καθώς το διάβαζα:
            “Στη σωφρονιστική αποικία” είναι ένα μέσης έκτασης διήγημα, που ακολουθεί τα παγιωμένα γνωρίσματα του Κάφκα, προσανατολισμένα πάλι προς την απανθρωπιά της εξουσίας προς το άτομο. Ο “ταξιδιώτης” παρευρίσκεται σε μια αποικία, όπου ο “αξιωματικός” του εξηγεί τη χρήση ενός μηχανήματος, το οποίο αναλαμβάνει να στίξει μέχρι αιματώσεως και τελικά μέχρι θανάτωσης το σώμα του εκάστοτε καταδικασθέντα. Εν προκειμένω, μπροστά-τους είχαν έναν φρουρό, που έδειξε απειθαρχία προς τον λοχαγό-του και με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς περιθώρια υπεράσπισης και αντιλόγου, κρίθηκε ένοχος.
            Τα πρόσωπα είναι ανώνυμα, ακριβώς για να φανεί η παν-ανθρώπινη υπόστασή-τους, το μέρος δεν κατονομάζεται, αλλά εικάζεται ότι είναι ένα νησί-γαλλική αποικία, ενώ όλοι οι πρωταγωνιστές είναι Δυτικοί. Επομένως, δεν έχουμε μια καταγγελία της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των Ευρωπαίων εις βάρος του Τρίτου κόσμου, αλλά πιο πολύ ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, όπου η εξουσία χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να επιφέρει θανάσιμα χτυπήματα στον φερόμενο ως ένοχο. Ο Κάφκα καταγγέλλει πιο άμεσα από άλλα του βιβλία την εξουσία ως δογματικό κριτή που δεν αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις, αλλά εφαρμόζει άτεγκτα τις αποφάσεις-της, χρησιμοποιώντας την εξέλιξη της τεχνολογίας ως απάνθρωπο μέσο βασανισμού.
            Παράλληλα, ο ταξιδιώτης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τον μέσο άνθρωπο, ο οποίος, ενώ καταδικάζει τα τεκταινόμενα, μένει αδρανής. Ναι, έτσι είναι, αλλά… Αν δει κανείς το θέμα από μια άλλη όψη, η αμηχανία μπροστά στη βαρβαρότητα ξεπερνά τη δυνατότητα δράσης, ειδικά σε μια απρόσωπη κοινωνία, που δεν δίνει σημασία στις όποιες διαμαρτυρίες. Φυσικά, αυτό έχει οδηγήσει τον νεωτερικό άνθρωπο σε ένα είδος σολιψιστικού ατομικισμού, που τον επαναπαύει και τον πείθει ότι δεν μπορεί να κάνει πολλά.
            Το διήγημα είναι γραμμένο με στωική απάθεια, για να αφήσει τα γεγονότα να μιλήσουν λιτά και απέριττα. Και μέσα σ’ αυτό το σκόπιμα επίπεδο κείμενο περιέχονται θεατρικά στοιχεία, διάλογοι και εσωτερικές φωνές, πλάγιες υποδηλώσεις κ.ο.κ., που έμμεσα υποβάλλουν μια αιματηρή δραματικότητα, αλλά και μια σιωπηρή διαλογικότητα. Αυτή τονίζει τις συνεχείς αντιθέσεις που στίζουν το έργο, τόσο ανάμεσα στον δικαστή και τον ένοχο, τον εκτελεστή και τον εκτελεσθέντα, όσο και ανάμεσα στον αξιωματικό και τον ταξιδιώτη, τη βία και την απάθεια, τον προηγούμενο διοικητή και τον τωρινό κ.ο.κ. 



Αφού το διάβασα:
            Νομίζω ότι διάβασα το έργο με το βάρος της καφκικής πραγματικότητας, που κυριαρχεί σε όποιον έχει διαβάσει τα άλλα-του συγκλονιστικά έργα.

[Οι εικόνες που στολίζουν το άχαρο κείμενο αντλήθηκαν από:  www.sgt.gr,  www.johncoulthart.com,  www.culturenow.gr,  willizblog.de   και  alexis-chryssanthie.blogspot.gr]

Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος