Wednesday, April 28, 2010

Capriccioso: “Από στήθους. Ιστορίες ελαφρών ηθών και ιδεών” του Ξ. Μπρουντζάκη

Η πορνογραφία έχει αναγάγει το γυναικείο στήθος σε φετίχ υποβαθμίζοντας τη γυναίκα σε αγελάδα και κατόπιν σε σκύλα. Η λογοτεχνία παίζει ρόλο σ’ αυτήν τη ζωοποίηση ή μπορεί και το χειρίζεται με άλλον τρόπο;

“Από στήθους. Ιστορίες ελαφρών ηθών και ιδεών”
εκδόσεις Καστανιώτη
2009

      Λουκρέτσια, Σελίν, Άννα, Μαρία, Χάννα, Κουντεκούνε, Λίντσεϋ κ.ο.κ. Ιταλία, Αγγλία, Ισπανία, Γαλλία, Πολωνία, Ρωσία, Κροατία, Ελλάδα: ο γύρος του κόσμου με δυο βυζιά, ασχέτως αν σε κάθε διήγημα τα φέρει άλλη γυναίκα σε άλλη εποχή, σε άλλη πόλη και σε άλλες συνθήκες. Κάθε ιστορία περιστρέφεται γύρω από μια απλή γυναίκα που όμως χάρη στα τροφαντά στήθη-της παίζει κάποιο μικρό ή μεγάλο ρόλο στη μικρο-ιστορία της χώρας. Κάθε γυναίκα επηρεάζει τον μικρόκοσμο που την περιβάλλει, χωρίς να λείπουν και οι ευρύτερες συνέπειες στην Ιστορία.
        Η αφήγηση συνδυάζει το ερωτικό στοιχείο με την ιστορική περιδιάβαση. Ευτυχώς, αν και ο αναγνώστης κρυφοκοιτάζει αισθησιακά τους ζουμερούς μαστούς κάθε ηρωίδας, η όλη ατμόσφαιρα δεν καταντάει πορνογραφική. Απουσιάζουν σκηνές ζωώδους διέγερσης και ο συγγραφέας, σοφά ζυγιάζοντας υπαινιγμούς και αποκαλύψεις, δεν ξεγυμνώνει το αντικείμενό-του παρά μόνο σε αγαστή συμφωνία με την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον. Ο αναγνώστης στον ιστό ερωτισμού και ιστορίας σαγηνεύεται από την εναλλαγή σκηνικών , ειδικά αφού σε πολλά διηγήματα διασταυρώνονται δύο παράλληλες και αλληλοεμπλεκόμενες αφηγήσεις, μια για τη στηθοφόρο γυναίκα και μια συνήθως για τον άνδρα που την περιτριγυρίζει σαν πεταλούδα γύρω από τη λάμπα.
        Το γυναικείο στήθος, παρότι δεν παρουσιάζεται σε ποικιλία συμβόλων, συνδέεται με το απαγορευμένο στη θρησκεία, ανάγεται σε μοντέλο για την τέχνη, περνά το ερωτικό-του χρώμα σε ό,τι συναντά, γίνεται όπλο επαναστατικής πρακτικής, γίνεται σύμβολο ζωής στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κ.ο.κ. Όλες αυτές οι επιμέρους χρήσεις-του το μετατρέπουν σε υπερ-σύμβολο όχι μόνο της δύναμης της γυναικείας σάρκας, αλλά και φορέα ζωής, συνεχιστής της αέναης επαφής των δύο φύλων, πόλο έλξης για την επιστήμη και τη θρησκεία, την τέχνη και τη καθημερινή διαπροσωπική επικοινωνία. Ο Μπρουντζάκης γράφει τον ύμνο στο στήθος ως πηγή ευθυμίας και αναζωογόνησης κάθε μουντής ζωής.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, April 24, 2010

Cappuccino Freddo Kenya AA Washed: Ασωνίτης και Λυκεσάς

Γενιά του ’80: Αλέξανδρος Ασωνίτης, Χρήστος Βακαλοπουλος, Άρης Σφακιανάκης, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Έρση Σωτηροπούλου, Πέτρος Τατσόπουλος κ.ο.κ. Γεννημένοι λίγο πολύ στη δεκαετία του ’50, πρωτοεμφανίζονται εκεί γύρω στα 1980-1990 και γίνονται δεκτοί με ευμενή σχόλια.

“Το μνημειώδες σχέδιο του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ”
εκδόσεις Καστανιώτη
2009

         Ο Αλέξανδρος Μ. Ασωνίτης πρωτοδημοσίεψε λίγο αργότερα, αρχές του ’90, με πρώτο βιβλίο τη “Συνείδηση της αιωνιότητας” (αυτοί οι βαρύγδουποι τίτλοι φαίνεται ότι ήταν της μόδας, αν θυμηθούμε και την “Αυτοκρατορική μνήμη του αίματος” του ομήλικού-του Β. Ραπτόπουλου). Το πρώτο-του έργο ακούστηκε, απ’ όσο θυμάμαι, και έτσι ο συγγραφέας εισήλθε στων “ποιητών την πόλη”. Από εκεί και έπειτα σχεδόν τον έχασα, μέχρι που βρήκα αυτό το βιβλιαράκι με δυο νουβέλες-του κι είπα να τον ξανασυναντήσω.
        Το πρώτο έργο-του με τον ομώνυμο του τομιδίου τίτλο φέρει τα ίχνη μιας υφολογικής μεγαλομανίας με την οποία έχουμε συνηθίσει τον πεζογράφο. Φράσεις όπως «Ήταν ένας ρέκτης πατροκτόνος που, εκτός των άλλων, δικαίωνε την ύπαρξη της ψυχανάλυσης ως ανάγκη και απόδειξη της ολοκληρωτικώς διχοστατούσης ακοσμίας» δείχνουν πόσο αυτό το υψηλόφρον ύφος τον κανοναρχεί [Σε δύο σημεία ίσως να πρέπει να του δώσω δίκιο: α) η χρήση-του, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη νουβέλα, αιτιολογείται από το γεγονός ότι δείχνει τη μεγαλοϊδεατική (ας μου επιτραπεί ο όρος) αντίληψη, την ιμπεριαλιστική λογική του Τσόρτσιλ και β) η δεύτερη νουβέλα, λες και το έκανε επίτηδες αναπαράγει σε παπαδιαμάντειας έμπνευσης ύφος τον λόγο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού].
       Η δεύτερη νουβέλα με κούρασε γιατί δεν βρήκα τι νόημα είχε η λαϊκότροπη αυτή αφήγηση. Γενικά τη διάβασα ράθυμα και άνευρα, πράγμα που έδειχνε πως, αν και στα άλλα του έργα ο Ασωνίτης ίσως δεν μπορεί να εμβαθύνει, τουλάχιστον έχει όμως νεύρο και τσαγανό. Εδώ όμως χάθηκε κι αυτό, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τον παρακολουθήσω άλλο.

“Το τσίρκο των ψύλλων”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2009

         Θα μπορούσε να είναι αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά ο συγγραφέας δεν το ήθελε. Το έχυσε στο καλούπι-του, σκόπιμα φαντάζομαι το έσπασε κι έφτιαξε ένα ψηφιδωτό από στιγμές της πόλης Αμεριμνησίας.
        Το ερώτημα της Θεοδοσοπούλου στην “Ελευθεροτυπία” (19/1/2010) δεν είναι τόσο σχολαστικό όσο φαίνεται: είναι αστυνομικό μυθιστόρημα με κοινωνικές προεκτάσεις ή είναι κοινωνικό με αστυνομικό περιτύλιγμα; Συμφωνώ με την κριτικό για τη δεύτερη εκδοχή, αφού η αστυνομική πλοκή εξαρθρώνεται με ανορθόδοξες μεθόδους και φυγόκεντρες τάσεις, σε σχέση τουλάχιστον με το ορθόδοξο αστυνομικό μυθιστόρημα.
        Ο Λυκεσάς στήνει έναν πολυπλόκαμο κοινωνικό ιστό, από τον γύφτο τραγουδιστή ως τον μοναχό αντιγραφέα βυζαντινών έργων τέχνης κι από τον καθηγητή πανεπιστημίου ως μία αμφίθυμη δικηγόρο. Όλοι αυτοί σαν εκτεινόμενο τσίρκο, ή καλύτερα σαν ψηφιδωτό όπου η μεταξύ των προσώπων σχέση μόλις που αχνοφαίνεται στην ομίχλη της Αμεριμνησίας, παρελαύνουν απομακρύνοντας τη σκέψη του αναγνώστη από το έγκλημα του ηγούμενου, την έρευνα του οποίου αναλαμβάνει ο αστυνόμος Απέργης. Κι όλα ξεκινούν ασύμβατα, μικρές ιστορίες στον κόσμο της φανταστικής πόλης που κινούνται παράλληλα μεταξύ-τους, αλλά που σταδιακά ολοκληρώνουν το αόρατο παζλ.
       Δεν ξέρω όμως τελικά τι πέτυχε ο συγγραφέας; Μια τοιχογραφία μικροϊστοριών που οδηγούνται σε ένα καθαρτήριο τέλος; Μια συλλογή υπόπτων από τους οποίους ξεδιαλύνουμε σταδιακά τον ένοχο/ τους ενόχους; Ένα μεγάλο ερωτηματικό πλανάται πάνω από τη σκέψη μου και γι' αυτό δεν βρήκα ανάπαυση σ' αυτό το βιβλίο.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 22, 2010

Προαναγγελία κρέπας: Ρέα Γαλανάκη

Την 1η Μαΐου θα πιάσουμε την άνοιξη με μια κρέπα, αφιερωμένη σε ένα μεγάλο όνομα των ελληνικών γραμμάτων, που αποτελεί σημείο-σταθμό την τελευταία εικοσαετία.
        Με αφορμή το τελευταίο βιβλίο-της ("Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα") ετοιμάζουμε μια κρέπα προς τιμήν της Ρέας Γαλανάκη. Ξεκίνησε ως ποιήτρια αλλά καθιερώθηκε ως πεζογράφος με το εμβληματικό "Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά" το 1989. Έκτοτε παράγει σταθερά, κυρίως μυθιστορήματα αλλά σκόρπια και διηγήματα, με έμφαση στην ιστορία και σε πρόσωπα που έχουν μια κάποια τραγικότητα... Φτάνει όμως μέχρι εδώ. Αναμονή δέκα μέρες!
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 19, 2010

Χυμός τρία εσπεριδοειδή: Ελληνική λογοτεχνία σε διεθνές επίπεδο

       Ένας δεδομένος αριθμός ενεργών αναγνωστών διαβάζει ελληνική λογοτεχνία (πεζογραφία και ποίηση), ενώ ένα μικρό σώμα κριτικών, πανεπιστημιακών και ας πούμε ιστολόγων κρίνει, μελετά, προβληματίζεται πάνω στη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας-μας. Πρωτοποριακά κείμενα φυσικά δεν κάνουν το μπαμ, ρηξικέλευθα ρεύματα προφανώς δεν εκδηλώνονται, τάσεις που ανοίγουν δρόμο δεν παρατηρούνται. Ως εκ τούτου η διαμάχη για τη βράβευση του καλύτερου βιβλίου και η κριτική αντιπαράθεση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο έχει μικρό διακύβευμα. Μικρό το χωριό, μικρά τα μαρούλια. Το ίδιο συμβαίνει και στον εκδοτικό χώρο, όπου οι πωλήσεις ακολουθούν συνήθως διαφορετική γραμμή στον άξονα Χ-Ψ από τη γραμμή της αξιολόγησης κάθε λογοτεχνικού έργου στον ίδιο άξονα (ευπώλητα vs. αξιολογηθέντα).
         Ποια η θέση τελικά αυτών των μικρών σκουληκιών πάνω στο τεράστιο αμπελόφυλλο της οικουμένης, για να παραφράσω τα λόγια του Καζαντζάκη; Από το Νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη έχουν περάσει πολλά χρόνια. Διάφορες βραβεύσεις και μεταφράσεις που γίνονται σε ελληνικά έργα περνάνε απαρατήρητες στο εξωτερικό. Μια δυο φορές με Γαλανάκη, Ζατέλη και Δούκα (αν δεν κάνω λάθος) φτάσαμε κοντά σε ένα λ.χ. Ευρωπαϊκό Αριστείο, αλλά δεν τα καταφέραμε. Κι αν τα καταφέρναμε, δεν ξέρω αν θα πετυχαίναμε κάτι πιο μακροπρόθεσμο. Το 2004 στην Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης πετύχαμε μια πρόσκαιρη προβολή, που έσβησε λίγα χρόνια, αν όχι λίγους μήνες αργότερα. Τα αστυνομικά του Μάρκαρη πήγαν καλά στη γερμανική αγορά. Μόνο η Δημουλά έχω την αίσθηση ότι κάτι πετυχαίνει σε αναγνωρισιμότητα και νομίζω ο Κύπριος Μόντης είχε μπει σε μια ευρεία λίστα για τα Νόμπελ, αλλά δεν προχώρησε.
       Δεν γράφω το ποστ για να γκρινιάξω. Αντίθετα, κάθισα στον υπολογιστή, για να αρθώ πάνω από το μικρό ελληνικό κουτάκι μέσα στο οποίο κάποιοι είναι άρχοντες, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι είναι στην τελευταία επαρχία των γραμμάτων ανά την υφήλιο. Φταίει η γλώσσα; λένε κάποιοι. Τότε ο Κανταρέ, ο Παμούκ και οι λοιποί τούρκοι συγγραφείς, άλλοι λογοτέχνες από εξίσου μικρές γλώσσες γιατί τα καταφέρνουν καλύτερα; Συγκυρίες; Φταίει η κακή οργάνωση στο promoting; Αν ναι, τότε το περιεχόμενο είναι μεν καλό ή έστω μέτριο και ένα καλό αμπαλάζ θα το κάνει πιο δελεαστικό και πιο αναγνωρίσιμο; Φταίει η κοντόθωρη αντίληψη των συγγραφέων-μας που δεν μπορούν να αρθούν πάνω από το μίζερο ομφάλιο λώρο με τα μίντια, τις εφήμερες διακρίσεις και την ελλαδίτικη διαπλοκή; Φταίει μήπως (γενικότερα κρίνοντας) η ελλιπής παράδοση στο μυθιστορηματικό είδος, ενώ στην ποίηση που έχουμε αιώνες γόνιμης καλλιέργειας, τα πράγματα είναι καλύτερα, έστω κι αν η ποίηση δεν πουλάει; Μήπως δεν γράφουμε τόσο οικουμενικά έργα που θα αγγίξουν κάθε ξένο αναγνώστη; Ή μήπως αντίθετα δεν γράφουμε εμφανώς ελληνικά ώστε να δείξουμε κάτι ιδιαίτερο στη μεταμοντέρνα σούπα;
          Απαντήσεις δεν έχω. Ούτε θα ωφελούσε αν εγώ, ο ανώνυμος ιστολόγος σε μια άκρη του διαδικτύου, είχα τη σωστή εκτίμηση για τα πράγματα. Το ζήτημα είναι οι ίδιοι οι συγγραφείς να βάλουν ψηλότερα τον πήχυ και να στοχεύσουν σε έργα που θα συγκριθούν με τα αντίστοιχα των άλλων λαών. Το ζήτημα είναι οι υπεύθυνοι (εκδότες, κριτικοί, αναγνώστες κ.ο.κ.) να πάψουν να εκθειάζουν τη μετριότητα ελλείψει καλύτερου και να απαιτήσουν νέο αέρα και πρωτοποριακές συλλήψεις.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, April 16, 2010

Εσπρέσο Ρομάνο: “Δεύτερη γέννα” του Θ. Γρηγοριάδη

Ο μονόλογος, ενώ μπορεί να διαβαστεί ως πεζό είδος, ένα διήγημα ή νουβέλα με αφηγητή τον ίδιο τον ήρωα, ενέχει ταυτόχρονα και θεατρική διάσταση. Έτσι, διαβάσαμε πρόσφατα τη “ΜΑΙΡΟΥΛΑ” της Κιτσοπούλου και τους μονολόγους του Σερέφα στο “Θα σε πάρει ο δρόμος”. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει και το τελευταίο έργο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.

«Δεύτερη γέννα»
εκδόσεις Πατάκη
2009

         Μια μητέρα κατεβαίνει από την Καβάλα στην Αθήνα για να ετοιμάσει το σπίτι της κόρης-της για τα γενέθλιά-της και έρχεται σε επαφή με γνωστούς της κόρης-της τόσο στην ημερήσια όσο και στη νυχτερινή ζωή-της. Σταδιακά –και προς το τέλος- καταλαβαίνουμε, μέσω αναμνήσεων και διαλόγων, ότι η μητέρα ζει σε χρόνο μηδέν, αφού η κόρη-της απουσιάζει.
      Ο Πιμπλής (Τα Νέα, 10.10.2009) αποδίδει τη γυναικεία θεματική στο πολυπληθές γυναικείο αναγνωστικό κοινό, που ωθεί ακόμα και άνδρες συγγραφείς να μιλάνε για γυναικεία θέματα. Η Σελλά (Η Καθημερινή, 17.10.2009) επιμένει στο σταδιακό ανέβασμα της θερμοκρασίας του κειμένου, αφού η αρχική γλυκύτητα σκληραίνει όσο περνάνε οι σελίδες. Η Θεοδοσοπούλου (Ελευθεροτυπία, 20.11.2009) εντοπίζει τη θεατρικότητα και εστιάζει όχι τόσο στην κόρη, όσο στην ψυχολογία της μάνας, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει, χωρίς να παραφρονήσει, το τραγικό συμβάν. Σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και ο Αθηνάκης (Αυγή, 22.11.2009) «Η μάνα, ενώ παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ίδια στιγμή καρκινοβατεί μεταξύ του δολοφόνου της κόρης της και του δικού της «δολοφόνου», που, εκτός απ' την ίδια τη ζωή, είναι και ο άντρας της».
           Αν δεν σταθεί κανείς στην κεντρική φιγούρα της μάνας και μετατοπίσει το ενδιαφέρον-του στην κόρη-θύτη, συνειδητοποιεί λοξά ότι αυτή υπέστη τις συνέπειες μιας ζωής που (περιστασιακά ή κατ’ εξακολούθηση) είχε αφήσει περιθώρια σε αγνώστους να μπουν στη ζωή-της, θαμώνες ενός μπαρ ονόματι Heaven, κάποιος εκ των οποίων την έδεσε στο κρεβάτι-της… Η ανησυχία της μάνας θέτει σε δεύτερη μοίρα την ίδια την κόρη και ο πόνος της αφηγήτριας παραγκώνισε τα ίδια τα αίτια της κατάληξης της νεαρής κοπέλας.
       Λιτό και συμπυκνωμένο, συναισθηματικό και τραγικό, ίσως αυτό που του έλειπε είναι οι αφηγηματικοί άξονες, που, αν ήταν πιο έντονοι, θα στήριζαν επαρκέστερα και θα αναδείκνυαν καλύτερα το τωρινό δράμα.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 12, 2010

Καφές φίλτρου με άρωμα καρύδα: “Κρέας από σταφύλι” της Σ. Σκαλίδη

Το δεύτερο βιβλίο κρίνεται πιο αυστηρά από το πρώτο. Είναι αναμενόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς το πρώτο ελαφρύνεται από την αύρα του νεοεμφανισθέντος, και δικαιολογούνται ως συμπτώματα πρωτόλειου λάθη και ατέλειες. Το δεύτερο όμως είναι ανοικτό στην αυστηρή κριτική, γιατί: α) είναι πλέον έργο ωρίμασης και όχι πρωτόπειρου ενθουσιασμού, β) εκτιμάται για το αν ο συγγραφέας προχώρησε στη γραφή και στη σκέψη ή ανακυκλώνεται και γ) αξιολογείται ως σώμα με το πρώτο και δίνει μια συνολικότερη εικόνα για τον δημιουργό.

“Κρέας από σταφύλι”
εκδόσεις Πόλις
2010

         Περνάει αυτό το τεστ η Σταυρούλα Σκαλίδη μετά το επιτυχημένο πρώτο-της έργο “Προδοσία και εγκατάλειψη”, που απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού «Διαβάζω»;
        Ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: στην παρούσα νουβέλα (;) μια μάνα τρελή ανατρέφει τα παιδιά-της με καταπιεστικό τρόπο, ο γιος μεγαλώνει και κάνει οικογένεια αλλά την εγκαταλείπει για να ξεφύγει από τη μάνα-του, η κόρη-του σαν μεγαλώσει έρχεται στην πόλη για να σπουδάσει κουβαλώντας τα βάρη της πατρικής εγκατάλειψης…
         Η υπόθεση μπλέκει τρεις γενιές και πολλά άλλα πρόσωπα, τα οποία γεμίζουν με τις ψηφίδες-τους το πολυεπίπεδο έργο της συγγραφέως. Η υπόθεση δεν δίνεται χρονολογικά (θα ήταν παλιομοδίτικο και βαρετό) αλλά εναλλάσσονται χρονικά επίπεδα και οπτικές γωνίες με μια τεχνική που μου έφαγε στην αρχή αρκετή φαιά ουσία για να την αποκωδικοποιήσω. Είναι σαν κάποια παιχνίδια με αριθμημένες τελείες που ο αναγνώστης πρέπει να ενώσει με μια μονοκονδυλιά μολυβιού για να μπορέσει να ανακαλύψει το σχέδιο που κρύβεται πίσω τους. Έτσι και στο «Κρέας από σταφύλι» κάθε πρόσωπο και κάθε μικροϊστορία ακούγεται αυτόνομη μέχρι τη στιγμή που το αφήγημα, κάνοντας τον κύκλο-του, ξαναφέρνει τα πρόσωπα συνδεδεμένα φευγαλέα αυτή τη φορά με το υπόλοιπο κάδρο. Η τεχνική αυτή αρκεί να καταξιώσει το βιβλίο με το ευφυές αλλά και καλοστημένο σχέδιό-της.
          Σ’ αυτό το αφηγηματικό πλαίσιο η ιστορία χτίζεται με ύφος λιτό αλλά και ποιητικό, αργό και αλλά σταθερό, ράθυμο αλλά και ισόρροπο μεταξύ εξιστόρησης και συλλογισμού. Δύο πράγματα που θα τα ήθελα διαφορετικά: αφενός το ύφος θα μπορούσε να ποικίλει ακόμα περισσότερο από αφηγητή σε αφηγητή (όσο κι αν φαίνονται τέτοιου είδους προσπάθειες, στην τελική έκβαση κρίνονται ελλιπείς) και αφετέρου πολλές μικρές κοινοτοπίες (ειλημμένες από τραγούδια ή κλισέ φράσεις της εποχής) υποβαθμίζουν τον λόγο.
          Τέλος, θέλω να σταθώ στη δυνατότητα να μελετήσουμε τη συμπεριφορά των προσώπων και πέρα από τα έργα-τους να δούμε και τα αίτια της στάσης-τους, ιδωμένα από ψυχολογικής και, γιατί όχι, από ψυχαναλυτικής σκοπιάς. Ένα παράξενο Οιδιπόδειο (μάνας και γιου) και αμέσως κατόπιν ένα σύμπλεγμα της Ηλέκτρας (κόρης και πατέρα) που στην αλληλοδιαδοχή-τους επηρεάζουν τα μέλη της οικογένειας. Η μάνα έχει σκοτώσει ένα κοριτσάκι μπροστά στα μάτια του μικρού γιου-της, ο οποίος κουβαλώντας τα τραύματα της παιδικής ηλικίας ξεσπά παρατώντας την οικογένειά-του και τις δυο κόρες-του. Η μία από αυτές δίνεται εύκολα σε ερωτικές απολαύσεις ενώ η άλλη, πιο εσωστρεφής και βαθιά τραυματισμένη, επιφυλάσσεται υπερβολικά (;) να συνάψει σχέσεις. Το μετακυλιόμενο τραύμα, οι αμαρτίες γονέων που “παιδεύουσι” τέκνα, η σχέση άπωσης προς συμπεριφορές που εκθέτουν και ακρωτηριάζουν ψυχικά τον ένα εξαιτίας του άλλου…
          Το δεύτερο αυτό έργο είναι καλογραμμένο και άρτιο. Η Σκαλίδη ανεβαίνει σταδιακά και αναγνωρίζεται. Το ζήτημα πάντα είναι να μην εγκλωβιστεί στη μανιέρα του ύφους-της και των (μικρο)αστικών-της θεμάτων και δεν μπορέσει να καινοτομήσει μελλοντικά σε σχέση με τον εαυτό-της.

ΥΓ. Έχοντας έτοιμη την παρουσίασή-μου από την προηγούμενη εβδομάδα, διάβασα στα «Νέα» του Σαββατοκύριακου (10.4.2010) την κριτική του Κούρτοβικ. Ο άνθρωπος αυτός έχει οξύτατη μύτη και δουλεμένη ικανότητα να παρουσιάζει ευκρινώς τις απόψεις-του. Πολλά με βρίσκουν σύμφωνο, όπως ο κίνδυνος μανιέρας και μελοδραματισμού, αλλά πιστεύω ότι η Σκαλίδη εξελίσσεται αφηγηματικά, αφού, όπως προείπα, συνδέει με καλοσχεδιασμένο τρόπο τα επιμέρους στοιχεία. Δες και την άποψη του Βιβλιολόγιου: http://bibliologio.blogspot.com/2010/04/blog-post.html  
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, April 07, 2010

Νες καφέ Monte Tasso: “Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες” του Δημοσθένη Βουτυρά

Μαύρη λογοτεχνία: η λογοτεχνία που συνδέεται με τον θάνατο, τα φαντάσματα, τα νεκροταφεία, τα φονικά. Μια σκοτεινή πλευρά της ζωής αναδεικνύεται με μια υπόγεια αγάπη για το αλλόκοσμο.

“Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες”
εκδόσεις Τόπος
2009

       Ο Δημοσθένης Βουτυράς έγραψε πάμπολλα είδη διηγημάτων, ενώ αυτά που περιλαμβάνονται στο ανά χείρας τομίδιο ανήκουν στη μαύρη λογοτεχνία. Αρέσκεται να αφηγείται σε σύντομα κειμενάκια μια ιδέα ζωής μεταξύ ξύπνιου και ύπνου, όπου όλα τα μακάβρια μπορεί να βγουν αληθινά. Κι έτσι οι ήρωές-του κινούνται σε νεκροταφεία ή σε έρημα μέση μέσα στη νύχτα, σε απόκρημνους γκρεμούς και σε απόμερα σπίτια. Κάνουν παρέα με απόκληρους της ζωής αλλά και με φαντάσματα που κάπου σαν να φαίνονται αλλά ποτέ κανείς δεν είναι σίγουρος. Ο Βουτυράς δηλαδή δεν εγκαταλείπει το ρεαλιστικό γράψιμο και δεν μεταπηδά στο φανταστικό, αλλά σκόπιμα μένει στο ανάμεσα προκαλώντας στον αναγνώστη ανάμικτα συναισθήματα.
         Δίοδος προς το «επέκεινα» δεν είναι μόνο τα όνειρα αλλά και οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες. Γενικότερα ο συγγραφέας δίνει την εντύπωση πως ζούμε σε μια Χ πραγματικότητα, αλλά είναι πολύ πιθανόν παράλληλοι κόσμοι να κινούνται γύρω-μας, χωρίς ποτέ κανείς να τους έχει γνωρίσει αλλά και χωρίς να μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξή-τους.
         Την επιμέλεια έκανε ο Τσοκόπουλος ο οποίος έχωσε μέσα στα μαύρα διηγήματα και ένα με κοινωνικό προβληματισμό, εκφράζοντας και τη σοσιαλιστική ματιά του διηγηματογράφου (μου φάνηκε αταίριαστο με τα υπόλοιπα που είχαν συγκεκριμένο χαρακτήρα). Η χρήσιμη εισαγωγή-του μας εισάγει στο έργο του Βουτυρά και μας κατατοπίζει για τη γραφή-του. Κι αν κανείς σκεφτεί ότι πρόκειται για έναν πεζογράφο των αρχών του 20ού αιώνα, παρωχημένο και άκαιρο, θα του έλεγα ότι διαβάζει κανείς μια πολύ ζωντανή δημοτική γλώσσα, δουλεμένη σαν να γράφτηκε σήμερα, σαν να μην πέρασε από πάνω της η σκιά της καθαρεύουσας που ανάσαινε παράλληλα μ’ αυτήν.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, April 06, 2010

Χριστός Ανέστη

Χριστός ανέστη.
Για τους πιστούς είναι ένα χαρμόσυνο μήνυμα.
Για τους μη πιστούς ένας χαιρετισμός.
Πάσχα
Για τους πιστούς είναι μια μεγάλη γιορτή με συμβολισμούς και αφορμή για νέο ξεκίνημα
Για τους μη πιστούς ανοιξιάτικες διακοπές και καλό φαΐ.
Εύχομαι σε όλους να βρήκαν αυτό που έψαχναν.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 01, 2010

Κρέπα αλμυρή με λαχανικά: Δημήτρης ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ

Δέκα χρόνια τώρα ο Δημήτρης Μαμαλούκας χτίζει σιγά σιγά το συγγραφικό-του προφίλ. Προσέχθηκε με ένα αστυνομικό, την “Απαγωγή του εκδότη” (2005) και καταξιώθηκε με ένα μυθιστόρημα που διαθέτει πάλι στοιχεία αστυνομικής λογοτεχνίας, τη “Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα” (2007). Από τότε συνεχίζει…

Ο Δημήτρης Μαμαλούκας γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί, αλλά κατάγεται από τη Λευκάδα. Είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Lecce της Ιταλίας. Ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 1999 με το μυθιστόρημα “Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα” (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο Όσο υπάρχει αλκοόλ...) και ακολούθησαν έργα που τον καταξίωσαν τόσο στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας όσο και στο είδος του ψυχολογικού θρίλερ. Ασχολείται με τη μετάφραση και γράφει κριτική λογοτεχνίας στην κυριακάτικη «Αυγή». Διατηρεί δικό-του ιστολόγιο: mamaloukas.blogspot.com.

Εργογραφία (αντλημένη από τη http://www.biblionet.gr/):
- “Κοπέλα που σε λένε Φίνι”, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2009.
- “Η μοναξιά της ασφάλτου”, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2008.
- “Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα”, Καστανιώτη, 2007
- “Η απαγωγή του εκδότη”, Καστανιώτη, 2005.
- “Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού”, Καστανιώτη, 2003
- “Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα”, Απόπειρα, 1999.

Τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής-του τέχνης:
1. Πρώτον και σημαντικότερο προσόν του Μαμαλούκα είναι η δεξιοτεχνία στη σύνθεση πλοκής. Ειδικά, στα αστυνομικά-του έργα, όπου η εξύφανση της ιστορίας διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο, καταφέρνει να στήσει τα γεγονότα ώστε νομοτελειακά να καταλήγουν στο τέλος που επιθυμεί. Ο συγγραφέας με άλλα λόγια έχει την ικανότητα να συνθέτει (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς ο αναγνώστης να πιστέψει ότι μερικά σημεία στριμώχνονται άρον άρον για να δοθεί ένα Α τέλος στην υπόθεση. Σ’ αυτό βοηθούν οι εύστοχες ανατροπές οι οποίες δεν αφήνουν τον αναγνώστη να εφησυχάσει αλλά κι ούτε τον απογοητεύουν από την καμπή που παίρνουν συχνά τα πράγματα.
2. Εύστοχη η απεικόνιση των μεμονωμένων σκηνών και μαζί εξαιρετική η σκηνοθεσία της δράσης, ώστε να αποτυπώνεται παραστατικά ο χώρος, η ατμόσφαιρα, η ένταση της στιγμής. Ειδικά στα τελευταία-του θρίλερ, η έμφαση στο πώς κάθε σκηνής και η εστίαση στα ψυχολογικά συμφραζόμενα οδηγούν τον αναγνώστη σε μια εκμάγευση της σκέψης-του.
3. Αφανής αλλά όχι ασήμαντη είναι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων του, ώστε να φανεί ο αβυσσαλέος ψυχισμός-τους, η φρενήρης εμμονή-τους σε προσωπικές αξίες, η εναγώνια προσπάθειά-τους να πετύχουν τον θεμιτό ή αθέμιτο στόχο-τους. Εν μέρει η μοίρα πλανάται μέσα στη ζωή-τους και τους χειραγωγεί κι αυτοί, μοιραίοι αλλά όχι άβουλοι, προσπαθούν να την οδηγήσουν εκεί που οι ίδιοι θέλουν.


Μια αποτίμηση του τελευταίου-του έργου “Κοπέλα που σε λένε Φίνι”:
       Από το 2008 με το μυθιστόρημά-του “Η μοναξιά της ασφάλτου” φαίνεται ότι επιχειρεί να κάνει μια στροφή και να αλλάξει το ιταλικό τοπίο και το αστυνομικό υπόβαθρο. Το προηγούμενο βιβλίο-του ήταν περισσότερο θρίλερ και μάλιστα σήκωσε πολλή συζήτηση στο ποστ της 7ης Ιανουαρίου 2009, όταν κατέγραψα τα υπέρ και τα κατά που είχε, με τα δεύτερα, κατά τη γνώμη-μου, να υπερισχύουν.
        Το τωρινό-του έργο “Κοπέλα που σε λένε Φίνι” ακολουθεί τα χνάρια του προηγούμενου, αλλά (όπως πιστεύω) με πολύ πιο προσεκτικά βήματα και με αποφυγή των όποιων ακροτήτων. Πρώτα απ’ όλα βγάζω το καπέλο στον Μαμαλούκα για τη δυναμική πλοκή-του, που στήνεται λιθαράκι λιθαράκι, χωρίς κενά και αδιέξοδα, χωρίς ο συγγραφέας να λεηλατεί την πίστη του αναγνώστη, χωρίς να εκκρεμούν ζητήματα… Αντίθετα, καθετί οικοδομείται με ακρίβεια μοιρογνωμονίου, η εξέλιξη προετοιμάζεται με όλες τις λεπτομέρειες και το τέλος έρχεται ως φυσική απόληξη μιας καλοεπεξεργασμένης αλυσίδας. Έχουν δίκιο λοιπόν όσοι έχουν εγκωμιάσει την τέχνη-του στην πλοκή.
        Από την άλλη, φτιάχνει (ίσως για πρώτη φορά) έναν κόσμο πλασματικό που ωστόσο πείθει για την αλήθεια-του. Σε ένα άτοπο στρατόπεδο η Φίνι ξεκινάει από εργάτρια σε απάνθρωπες συνθήκες στα λαγούμια κάτω από τη γη, κακοποιείται και μεταφέρεται στο νοσοκομείο, καταφέρνει να εξελιχθεί σε νοσοκόμα και σταδιακά να δραπετεύσει με τον νοσοκόμο Γκον. Η απόδρασή-τους και η πορεία-τους στην αφιλόξενη "γκρίζα γη" μέχρι το τέλος καταλήγουν σε μια ιστορία εκδίκησης. Οι περιπέτειές-τους δείχνουν τη φαντασία του συγγραφέα, δείχνουν μια καλογρασαρισμένη μηχανή παραγωγής αγωνίας, σασπένς, έντασης και τέλος συγκίνησης.
       Θα ήθελα για άλλη μια φορά να ξεκαθαρίσω μέσα-μου το γιατί ο Μαμαλούκας γράφει. Στήνει τις υποθέσεις-του για τη χαρά της εξιστόρησης, σαν ένα παζλ που ικανοποιεί τον κατασκευαστή-του και θέλγει τον συναρμολογητή-του μέχρι να το αποπερατώσει; Φυσικά ισχύει κάτι τέτοιο. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα όμως είδα επιπλέον και το ιδεολογικό background: η δύναμη της θέλησης που κινητοποιεί κρυμμένες δυνάμεις, αλλά και το βαθιά χαραγμένο πείσμα της εκδίκησης, που ελλοχεύει και ξεπηδά για να δαγκώσει όταν έλθει η ώρα-της. Ο πεζογράφος δουλεύει την ψυχή του ανθρώπου που θέλει να δραπετεύσει με κάθε τίμημα αλλά και την αίσθηση της προδοσίας που μπορεί να συντρίψει κάθε-του όνειρο.
Καλό μήνα και καλό Πάσχα
Πατριάρχης Φώτιος