Olga Tokarczuk “Bieguni” 2007 Όλγκα Τοκάρτσουκ “Πλάνητες” μετ. Α. Ιωαννίδου εκδόσεις Καστανιώτη -2020 |
Είχε πέσει στα
χέρια μου το προηγούμενο βιβλίο της Tokarczuk, πριν αυτή πάρει το Βραβείο Νόμπελ. “Το
Αρχέγονο και άλλοι καιροί” μού είχε φανεί τρομερό, και με τις δυο σημασίες της
λέξης. Εκπληκτικό ως μυθιστόρημα, βαθύ, πολύπλοκο, αλλά και τρομακτικό,
σκοτεινό, για το οποίο δεν μπορούσα (δίσταζα και φοβόμουν) να εκφράσω γνώμη.
Τώρα λοιπόν θέλω να επανορθώσω…
> Η Όλγκα Τοκάρτσουκ γεννήθηκε το 1962 στην πόλη Βρότσλαβ της Πολωνίας, όπου ζει ως σήμερα. Από το 1989, όταν δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, παράλληλα με το κυρίως επάγγελμά της, της ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, έχει αναδειχθεί σε μια από τις επιφανέστερες προσωπικότητες των σύγχρονων πολωνικών γραμμάτων. Έχει γράψει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Έργα της έχουν αποτελέσει τη βάση για θεατρικά κείμενα και κινηματογραφικά σενάρια. Έχει τιμηθεί τέσσερις φορές με την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της πατρίδας της, το Βραβείο Nike, και έχει λάβει πλήθος ευρωπαϊκών διακρίσεων. Η γραφή της συνδυάζει ιστορία και μυθοπλασία, αξιοποιεί αφηγηματικά στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και αντανακλά την προσήλωσή της στον Καρλ Γιουνγκ. Ως ακτιβίστρια των Πρασίνων και αντεθνικίστρια, έγινε στόχος ακραίων στοιχείων με αφορμή το πολυσέλιδο μυθιστόρημα της, "Τα βιβλία του Ιακώβ" (2014). "Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί" (πρωτότυπος τίλος: "Prawiek i inne czasy", αγγλικά: "Primeval and Other Times", 1996), ήταν το πρώτο βιβλίο της που μεταφράστηκε στα ελληνικά (εκδ. Καστανιώτη). H κυκλοφορία του μυθιστορήματός της, "Bieguni" (2007) στη Μ. Βρετανία (με τίτλο "Flights", σε μτφρ. Jennifer Croft, εκδ. Fitzcarraldo), οδήγησε στη διάκρισή της με το βραβείο Man Booker International Prize, το 2018. To 2019 της απονεμήθηκε ετεροχρονισμένα το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018, "για την αφηγηματική της φαντασία που με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναπαριστά τη διάσχιση των συνόρων ως τρόπο ζωής", σύμφωνα με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας.
Οι “ΠΛΑ΄ΝΗΤΕΣ”
δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα, δεν είναι λογοτεχνία με την παραδοσιακή έννοια. Είναι πρωτοπρόσωπες σκέψεις για τα ταξίδια,
με κέντρο το εγώ της συγγραφέως, τις ψυχολογικές της σπουδές, τα όσα
επισκέφτηκε και πάνω σ’ αυτά καταθέτει τις διανοητικές της εμπειρίες. Δεν
είναι βέβαια ούτε κείμενο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, αφού δεν αφηγείται τα
ταξίδια της, με σκοπό να δείξει στους αναγνώστες της όσα είδε. Τελικά, μπορεί
να είναι όλα αυτά μαζί και τίποτα…
ΟΣΟ διαβάζω,
συνειδητοποιώ ότι δεν πρόκειται για ταξιδιωτικό μυθιστόρημα, αφού δεν εστιάζει
σε πόλεις και περιγραφές τοπίων. Περισσότερο η Πολωνή συγγραφέας εγγράφει ψευτοδοκίμια για την κουλτούρα του
ταξιδιού, με γενικές παρατηρήσεις για τα χόστελ, τα αεροδρόμια, τα μουσεία, τις
μικρές συνήθειες του ταξιδιώτη, τις αναποδιές που όμως παρουσιάζονται ως
εμπειρίες, παρά ως αποτυχίες, ΧΧ
ΚΙ ΟΛΑ αυτά σε
πρώτο πρόσωπο, καθώς είναι βιώματα και σκέψεις πάνω σ’ αυτά. Η αφηγήτρια ζει
καταστάσεις, ταξιδεύει και μαζεύει εμπειρίες και μέσω αυτών συλλαμβάνει την
περιπλάνηση ως άτομο του παγκοσμιοποιημένου χώρου, της οικουμένης, της διεθνούς
πολιτείας.
“Γίνομαι αυτό στο οποίο μετέχω. Είμαι αυτό
που παρατηρώ”
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ εμφιλοχωρούν αυτόνομες ιστορίες για μια εξαφάνιση της γυναίκας και της κόρης του Κουνίτσκι σε ένα νησί ανοικτά του Σπλιτ, τα ταξίδια του δόκτορος Μπλάου ή η ιστορία της Αννούσκας στο Κίεβο κ.ά., ενώ παρεμβάλλονται και επιστολές της Γιοζεφίνε προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο Α΄. Επομένως, το σύνολο του μυθιστορήματος, σπασμένο σε ετερόκλητα κομμάτια, ασύνδετα και δύσκολα ενώσιμα, προκαλεί μια ταραχή. Μπορεί να απολαμβάνω πολλά επιμέρους, αλλά δυσκολεύομαι στην αισθητική του αποσπασματικού. Προσπαθώ να κάνω συνδέσεις με βάση το ταξίδι ή την πλάνη, αλλά ζορίζομαι να βγάλω άκρη.
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ
φιλότιμα να εξοικειωθώ με την αισθητική
του “δοκιμιακού μυθιστορήματος”, όπως το χαρακτήρισε ένας ξένος κριτικός
(από το αυτί του βιβλίου). Κατάλαβα τη λογική του, κατάλαβα ότι η ιστορία
μπορεί να νοθευτεί με σχόλια, επιστημονικές αναλύσεις, ψυχολογικές εκτιμήσεις,
γενικεύσεις και νομίζω ότι όσο άμαθη κι αν ήμουν σε τέτοια νερά, τελικά
κατάφερα και κολύμπησα.
Πάπισσα Ιωάννα