Saturday, June 28, 2014

“Λεξικό αναμνήσεων” του Γιώργου Χουλιάρα

Η αλφαβητική σειρά είναι μια σύμβαση. Έτσι ο συγγραφέας μπορεί να τοποθετήσει τις ψηφίδες-του πάνω στα γράμματα, να παίξει με τις λέξεις και να παρωδήσει, να φτιάξει ή να θυμηθεί ιστορίες και να ανακαλέσει διαβάσματα. 

Πολυποικιλιακός καφές:
Γιώργος Χουλιάρας
“Λεξικό αναμνήσεων”
εκδόσεις Μελάνι
2013
 


            Η χρήση του λεξικού και των παραθεματικών-του δυνατοτήτων είναι συχνή στη λογοτεχνία, που θέλει να σπάσει τη γραμμική αφήγηση και να αναχθεί σε παιχνίδι, διασταύρωση, σταυρόλεξο, διαδραστικό κείμενο, συνειρμό λέξεων κ.ο.κ. Θυμίζω το πασίγνωστο «Λεξικό των Χαζάρων» του Milorad Pavić και το «Γατικό λεξικό» του Νίκου Δ. Πλατή. 
            Ο Χουλιάρας αξιοποιεί τις δυνατότητες αποσπασματικότητας η οποία του προσφέρει η αλφαβητική παράθεση λέξεων, πιστεύοντας ότι “ένα αλφαβητιστόρημα καταργεί τον αυταρχισμό της εξαρχής ανάγνωσης” (σ. 61), με αποτέλεσμα η ανάγνωση να μετατρέπεται σε ένα κουτί με κάρτες, οι οποίες τίθενται μεν με μια Χ σειρά αλλά μπορούν να διαβαστούν με μυριοπλάσιες αναγνωστικές πορείες. Ωστόσο, δύσκολα κανείς επιλέγει μια άλλη διαδρομή και ακολουθώντας την αλφαβητική σειρά παρακολουθεί και τον ειρμό των λημμάτων, που δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι δεν έχουν επιλεγεί με σκοπιμότητα.
            Το κείμενο είναι ένα προσφιλές των καιρών υβρίδιο που κινείται μεταξύ αφήγησης και δοκιμίου, ιστορίας και αποφθέγματος. Τα μεγαλύτερα λήμματα παραπέμπουν σε στοχαστικά δοκίμια ή σε πεζογραφήματα, όπου τα σχόλια γεμίζουν τη διήγηση μέχρι κορεσμού, ενώ τα μικρότερα θυμίζουν την ποίηση και τον γνωμικό-της λόγο. Η ποιητικότητα εντείνεται ακόμα περισσότερο, αφού δίνεται έμφαση στην έκφραση, στις συνταγματικές σχέσεις των λέξεων και στην πολυσημία-τους, που γίνεται καμβάς συνθέσεων και αντιθέσεων.
Ο διάχυτος φιλοσοφικός τόνος σπείρεται παντού, στην προσπάθεια του συγγραφέα να ανατρέψει παγιωμένες αντιλήψεις και να ξεκουνήσει καθιερωμένες ξύλινες φράσεις. Πολλές προτάσεις είναι σκόπιμα γραμμένες για να μείνουν σαν το απόσταγμα μιας γενικότερης φιλοσοφίας, γραμμένες σαν ρητά μιας αλφαβητικής θυμοσοφίας. Σ’ αυτές δημιουργούνται παραδειγματικές και συνταγματικές αντιθέσεις κι έτσι ο Χουλιάρας ενθρονίζει την αντιφατικότητα ως συστατικό στοιχείο της γλώσσας και της σκέψης, ως ιδρυτικό στέλεχος της αναθεώρησης κάθε στερεότυπης παραδοχής. Ο ποιητής φιλοσοφεί για να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των κανόνων, ο πεζογράφος ποιεί για να ξαναπαρθενέψει τη γλώσσα και τη θέαση των πραγμάτων. Διακρίνω βέβαια μια σοφιστική δυναμική σε όλα αυτά, μια εκζήτηση που μερικές φορές γίνεται για να γίνει, για να προκαλέσει, για να προβοκάρει…
Από το λεξικό δεν μπορούν να λείψουν οι απηχήσεις από λόγια άλλων, από βιβλία, από ιστορικά στιγμιότυπα, από ποικίλα κείμενα και λόγους που στίζουν τους ορισμούς των λημμάτων. Πολύ συχνή αναδεικνύεται και η παρουσία σχολίων για την πράξη της ανάγνωσης, που είναι πεδίο πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι εξ αρχής φαίνεται. Οι συνήθεις πρακτικές αποδεικνύονται συχνά έωλες και τα αναγνωστικά ήθη ανατρέψιμα. Και μέσα σ’ όλα αυτά κυρίαρχη θέση έχουν οι αναμνήσεις, γνήσιες ή πεποιημένες δεν έχει σημασία, από βιώματα, οικογενειακές σκηνές, συναντήσεις, αναγνώσεις, περιστατικά και στιγμές της καθημερινότητας.
Ήμουν και είμαι επιφυλακτικός για τα λεξικά παιχνίδια, γιατί ξεχειλώνουν τη λογοτεχνικότητα χωρίς σχέδιο αλλά με διάθεση παιχνιδιού, με μεταμοντέρνα πρόθεση να χωρέσουν όλα (“anything goes”). Κι εδώ λοιπόν είδα πολύ καλά σημεία, αλλά και μερικά που έπασχαν από βαρυστομαχιά, είδα έξυπνα σημεία και άλλα που έμοιαζαν με εξυπνακισμούς. 

[Η ανάρτηση πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 10/6/2014. Ευχαριστώ τον Αλέξη (Ναυτίλο)   που μου συνέστησε το βιβλίο. Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από τους εξής ιστότοπους: www.ideostato.gr, e-homoreligiosus.blogspot.com, rt.com, payana.deviantart.com και periplanomeno.wordpress.com].

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, June 24, 2014

“Ρόζα” του Jonathan Rabb

«Τι με κοιτάζεις, Ρόζα, βουρκωμένη;». Η Ρόζα Λούξενμπουργκ, αυτή η μικρόσωμη Γερμανοεβραία Σπαρτακίστρια, η αριστερή που διαδήλωνε χωρίς φόβο, είναι μια καθοριστική μορφή της ιστορίας του 20ου αιώνα.  

Στιγμιαίος καφές ντεκαφεϊνέ:
Jonathan Rabb
“Rosa”
2005
“Ρόζα”
μετ. Ρ. Γεωργιάδου
εκδόσεις Πόλις
2013
 

 

            Ο κομισάριος Νικολάι Χόφνερ στο μεταπολεμικό Βερολίνο του 1919 επιχειρεί να εξιχνιάσει τις κατά συρροήν δολοφονίες γυναικών. Τα πτώματά τους χαράσσονται με ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Αφήνονται στα ορύγματα που φτιάχνονται για τον υπόγειο σιδηρόδρομο. Κάποια στιγμή συνειδητοποιεί ότι ο δολοφόνος ακολουθεί ένα σχέδιο. Το σχέδιο αυτό σχετίζεται τόσο με τις χαρακιές όσο και με τα σχέδια του υπόγειου Βερολίνου. Έτσι ο αστυνόμος οδηγείται στην ανεύρεση του δράστη.
            Αυτό το αστυνομικό πλαίσιο έχει τη δική-του μαγεία. Αλλά δεν εμβαθύνει σε τίποτα. Αυτό που κάνει το βιβλίο του Ραμπ αξιανάγνωστο είναι αφενός το κλίμα του κατεστραμμένου Βερολίνου μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι μια πόλη με ερείπια. Με έλλειψη βασικών αγαθών. Με δομές και άλλες υπηρεσίες σε ανασυγκρότηση. Το ίδιο κλίμα συναντάμε και στον Philipp Kerr στο έργο-του “Μοιραία Πράγα”. Το κλίμα αυτό όμως σκιαγραφεί φυσικά τη Γερμανία σε πρώτη φάση μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου είναι εξίσου περιορισμένη και στερημένη από τα βασικά. Ο Δαββέτας στην «Καθημερινή» στις 12/1/2014 (συγκρίνοντας τη «Ρόζα» με την «Τριλογία του Βερολίνου») διαπιστώνει ότι το Βερολίνο είναι ιδανικό σκηνικό για φόνους. Ειδικά όταν τα εγκλήματα σχετίζονται με το καθεστώς και με τις βλέψεις της Γερμανίας για επικράτηση στην Ευρώπη.
Ο Ραμπ σκηνοθετεί πολύ καλά την ατμόσφαιρα. Μας μεταφέρει με σαφήνεια και παραστατικότητα στους δρόμους μιας πόλης που υπέστη τα δεινά του πολέμου. Οι αναγνώστες περιηγούμαστε στη γερμανική πρωτεύουσα. Μυρίζουμε έντονα το κλίμα της εποχής, που πλανάται στους δρόμους. Αυτό είναι εν τέλει που προκαλεί τις κοινωνικές εκρήξεις.
            Αφετέρου, έρχεται ο φόνος της Ρόζας Λούξεμπουργκ, της διάσημης αριστερής της εποχής, που κήρυσσε πράγματα επίφοβα για το καθεστώς του Έμπερτ. Αυτός φαίνεται ότι έχει κάποια σχέση με τις δολοφονίες των άλλων γυναικών. Όμως η Κρίπο (αστυνομία για τα εγκλήματα) στην οποία εργάζεται ο Χόφνερ εμποδίζεται από την Πόλπο (Ασφάλεια για πολιτικά θέματα). Είναι βέβαια πως πολιτικοί κύκλοι δεν θέλουν να διαλευκανθεί ο θάνατος της Κόκκινης Ρόζας. Κι αυτό συμβαίνει αφού σε τούτον τον φόνο συμμετείχαν κρατικοί ή παρακρατικοί φορείς. Έτσι, το δίκαιο διαπλέκεται με την πολιτική, το έγκλημα χειραγωγείται από την εξουσία, η δικαιοσύνη υποτάσσεται στις πολιτικές διαμάχες. 

[Δανείστηκα τις φωτογραφίες από τους εξής ιστότοπους: libcom.org, www.aref.de, www.sueddeutsche.de και www.theguardian.com]
            Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, June 21, 2014

8 ΧΡΟΝΙΑ ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ (2006-2014)

Αγαπημένο-μου ημερολόγιο,

            σου γράφω σήμερα για 883η φορά, για 8ο συνεχές έτος, 8 χρόνια γεμάτα με τόσα βιβλία και σκέψεις περί τη λογοτεχνία. Κλείνεις σήμερα τα οκτώ-σου χρόνια και με ισάριθμα κεράκια μπαίνεις στα εννιά, σαν μια παιδούλα που μεγαλώνεις λίγο λίγο, σαν ένας μπόμπιρας που παίρνεις μπόι σημειωμένο στην κάσα της πόρτας. Ψήλωσες, μεγάλωσαν τα ρούχα και τα παπούτσια-σου, πήγες σχολείο, στο μεγάλο σχολείο της ανάγνωσης και απέκτησες σταδιακά αυτογνωσία και βιβλιοσυνείδηση.
            Η μεγαλύτερη ωφέλεια των χρόνων αυτών; Μα η τριβή με τον αναγνώστη-εαυτό-μου, που έμαθε περισσότερα γράφοντας τις σκέψεις-του. Η μεγαλύτερη αποτυχία; Ότι η ανάγνωση έμεινε μια ατομική διεργασία, που δεν μπόρεσε ευρέως να διασταυρωθεί με τις ατομικές αναγνώσεις των άλλων. Ο διάλογος είναι είδος προς εξαφάνιση.
            Θέλω να ευχαριστήσω πρώτα απ’ όλα το In2life που φιλοξενεί κάθε βδομάδα μια βιβλιοπαρουσίαση του Πατριάρχη Φώτιου. Φυσικά, ευγνωμονώ όσους είχαν τη διάθεση να μου υποδείξουν τα λάθη-μου, να συζητήσουν τις απόψεις-μου και να με βοηθήσουν να πλησιάσω περισσότερο την καλή λογοτεχνία. Ευχαριστώ εξίσου και όσους αναφέρονται σε όσα γράφονται στο Βιβλιοκαφέ, ακόμα κι όταν δεν το κατονομάζουν. Ή άλλους που εικάζουν ποιος είμαι και μου αποδίδουν ταυτότητες και γραφές. Το τελευταίο ευφυές γράφηκε από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη στη Lifo:

Δεν μας λείπει το χιούμορ. Μας περισσεύει. Η πιο πρόσφατη περιπέτεια στο λογοτεχνικό σινάφι είναι να περιφέρεσαι και να διαψεύδεις ότι εσύ είσαι η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ, μια περιπέτεια που προκάλεσε το «αρρωστούργημα» Το ακατέργαστόν μου (εκδ. Εστία). Πολλοί πεζογράφοι περιπίπτουν σε κατάσταση αμηχανίας όταν βρίσκονται απότομα αντιμέτωποι με την υπόνοια ότι πίσω από το λαμπρό όνομά τους κρύβεται μια Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ ή ότι πίσω από την Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ κρύβεται το λαμπρό όνομά τους. Πάντως, οι φήμες ότι πρόκειται για τον Χωμενίδη ελέγχονται, ενώ η ΔΔΔ (Δημόσια Δήλωση Διασυρμού) διά της οποίας ο συγγραφέας του Διασυρμού (εκδ. Εστία) βεβαίωνε ότι δεν έχει γράψει λέξη από το Ακατέργαστόν μου αποδείχτηκε ότι είναι κατασκευασμένη από την ίδια την Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ. Κάποιοι λένε ότι η Πόουπ είναι ο Πατριάρχης Φώτιος, ένας μπλόγκερ αγνώστων λοιπών στοιχείων. Το Ακατέργαστόν μου είναι μια φάρσα που παίζει με την pulp γυναικεία λογοτεχνία, κοροϊδεύει τους κουλτουριάρηδες, μπάζει νερά ή μάλλον αίματα από splatter φιλμ. Εν δυνάμει διασκεδαστική φάρσα, Spiegel im Spiegel, καθρέφτη καθρεφτάκι μου, εγώ είναι ένας άλλος, και ούτω καθεξής. Εκεί που πας να μπερδευτείς, μπερδεύεσαι ακόμα περισσότερο, οπότε δεν σε νοιάζει, σκάει και μια σκηνή βίας, οk, όλα κομπλέ. Το Ακατέργαστόν μου, όπως ήρθε, έτσι και θα φύγει. 

Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συγγραφείς που μου εμπιστεύθηκαν τα έργα-τους, αλλά και τους εκδοτικούς οίκους που θέλησαν να μου στείλουν τα βιβλία-τους. Κι εδώ θέλω να ομολογήσω ένα λάθος-μου: επειδή οι εκδόσεις “ΠΟΛΙΣ” είχαν και έχουν την καλοσύνη να μου στέλνουν ό,τι κρίνουν ότι αξίζει να λάβω, εγώ επαναπαύτηκα και περίμενα ότι ίσως έλθουν μερικά από τα βιβλία-τους, τα οποία ειδάλλως θα αγόραζα. Κι επειδή ποτέ δεν ήλθαν (φυσικά κανείς δεν δεσμεύτηκε απέναντί-μου, αλλά εγώ είχα την κρυφή ελπίδα ότι ανάμεσα σ’ αυτά που ερχόντουσαν θα ήταν κι αυτά), μάζεψα τη λίστα-μου και τα αγόρασα από το βιβλιοπωλείο. Επαναλαμβάνω ότι εγώ φταίω που περίμενα, χωρίς κανείς να μου έχει υποσχεθεί τίποτα, και γι’ αυτό αποφάσισα ότι θα αγοράζω ό,τι θέλω, ασχέτως του τι θα μου στέλνει κάθε καλοπροαίρετος αποστολέας.
            Τι μπορώ να κάνω από εδώ και πέρα, σε μια εποχή που το ιστολογείν γνωρίζει κάμψη; Όταν ξεκίνησα να γράφω σε σένα, έγραφα για τον εαυτό-μου, σαν να κρατούσα ένα ψηφιακό ημερολόγιο. Κατόπιν, συνήθισα τις αντιδράσεις, τον διάλογο, γλυκάθηκα από τις ζεστές συζητήσεις μπροστά στο τζάκι του Βιβλιοκαφέ τους χειμώνες ή στη βεράντα-σου τα καλοκαίρια. Τώρα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι κανείς γράφει πρώτα απ’ όλα για την αθανασία της μνήμης, συντηρεί τις αναμνήσεις-του για να τις ξαναβρίσκει πρώτος αυτός και, χωρίς να περιμένει τίποτα, εκθέτει τις αναγνωστικές-του εμπειρίες στο κοινό.
Τέλος, θα αλλάξω σταδιακά ορισμένα πράγματα. Καταρχάς στη μορφή των αναρτήσεων. Κατόπιν στο πνεύμα των δημοσιεύσεων. Ίσως δεν θα δημοσιεύω σε σένα, αγαπητό-μου ιστοημερολόγιο, ό,τι διαβάζω, αλλά θα περιορίσω τα περιττά ποστ, θα μιλώ για ό,τι έχει κάτι να πει ή για ό,τι παρουσιάζει κάτι αξιοπρόσεκτο. Και επιφυλάσσομαι ότι κάθε πρωτομηνιά θα αφιερώνω μια ανάρτηση σε κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως παλιά δημοσίευα ένα ποστ για κλασικά ελληνικά βιβλία, ή έργα μεγάλων συγγραφέων.
            Χρόνια πολλά και στην Κύπρια αναγνώστρια που, οκτώ χρονών κι αυτή σήμερα, συνεχίζει να φωτογραφίζει τις αναγνωστικές αναμνήσεις-της στο μπλογκ-της http://anagnostria.blogspot.gr.

[Δανείστηκα τις φωτογραφίες από τα εξής σάιτ: www.theguardian.com, tenthamendmentcenter.com, blog.ordoro.com, ziaworldpress.com και www.flintoff.org]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, June 18, 2014

“Χόμερ & Λάνγκλεϋ” του E.L. Doctorow

Αναρωτιούνται οι Αμερικανοί για την ιστορία-τους; Γράφουν για το παρελθόν-τους και το ξαναδιαβάζουν; Ψάχνουν εν είδει αυτογνωσίας τον εαυτό-τους ή ξαναβλέπουν την ιστορία αποστασιοποιημένοι και εφησυχασμένοι; 
 
 
Αμερικάνικος καφές με άρωμα κεράσι:
E.L. Doctorow
“Homer & Langley”
Νέα Υόρκη
2009
Χόμερ & Λάνγκλεϋ
μετ. Μ. Ζαχαριάδου
εκδόσεις Πατάκη
2013 

            Μια βασική διαφορά μεταξύ βιβλιόφιλων ιστολόγων και κριτικών είναι ότι, ενώ οι δεύτεροι προσπαθούν να εκτιμήσουν ένα βιβλίο, λαμβάνοντας υπόψη τον συγγραφέα, την ιστορικότητά-του, την αίσθηση που έκανε στην εποχή-του ή στη χώρα-του κ.ο.κ., οι μπλόγκερ ενδιαφέρονται για την προσωπική, αυθόρμητη, αμεσολάβητη αναγνωστική-τους ανταπόκριση όταν το διάβασαν, χωρίς άλλα ερείσματα. Αυτό τους προφυλάσσει από την μαζοποίηση του Κανόνα και την ανάγκη να συμπορευθούν με την παγιωμένη αντίληψη της λογοτεχνίας.
            Εν προκειμένω, το όνομα του Doctorow ασκούσε και ασκεί στην Ελλάδα, μαζί με μερικά άλλα όπως του Vonnegut, του Pynchon κ.ά., ιδιαίτερη γοητεία ως δείγμα ενός αμερικανικού μεταμοντερνισμού, που κουβαλά αντισυμβατικότητες και αμφιβολίες. Διαβάζοντας λοιπόν για πρώτη φορά τον συγγραφέα, προσπαθώ να μείνω έξω από αυτήν την πολυδιαφημιζόμενη αύρα και να δω πόσο αυτή η γραφή, αυτή η αισθητική, αυτή η μεταπολεμική ιδεολογία εντέλει με αγγίζει.
            Το βιβλίο παρακολουθεί εν είδει κοινής βιογραφίας δύο αδέλφια, που μεγαλώνουν στον μεσοπόλεμο. Ο Χόμερ είναι τυφλός (επιρροή από τον τυφλό ποιητή Όμηρο;), ενώ ο Λάνγκλεϋ επιστρέφει από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο με κάπως σαλεμένας τας φρένας-του, καθώς παρουσιάζεται να επιχειρεί πρωτόγνωρα τολμήματα. Ο Χόμερ, και λόγω της κατάστασής-του, είναι πιο συντηρητικός, αλλά κι αυτός βάζει στο κρεβάτι-του την υπηρέτρια εξ Ουγγαρίας, ενώ ο Λάνγκλεϋ στήνει ένα κέντρο διασκέδασης μέσα στο σπίτι-τους, προκαλώντας τη μήνη της γύρω καλής κοινωνίας. Ένα ακόμα αλλόκοτο έρχεται μέσα στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν εγκαθιστούν στο σπίτι-τους ένα ζευγάρι υπηρετών, Ιαπωνικής καταγωγής, ενώ όλη η Αμερική τα έχει με τους Γιαπωνέζους που επιτέθηκαν στο Περλ Χάρμπορ.
            Το μυθιστόρημα είναι πολύ κοινωνικό και λίγο ιστορικό· συνδέει την ατομική ζωή δύο αδελφών με την ιστορία της Αμερικής από τον Πρώτο μεγάλο πόλεμο του 20ού αιώνα έως τον Δεύτερο κι ακόμα παραπέρα· έχει και δόσεις αντιπολεμικές· ο Λάνγκλεϋ δηλώνει πως ο πόλεμος είναι άχρηστος και ο Χόμερ συμμερίζεται εν μέρει τις απόψεις του αδελφού-του, αν και πιστεύει ότι ο αγώνας εναντίον του Άξονα αξίζει κάτι παραπάνω. Γενικότερα, στάθηκα περισσότερο στη ματαιότητα του πολέμου, στην απαξίωση της ζωής, στην άσκοπη αναμονή της ειρήνης, που κι αυτή ενέχει τις δικές-της ασημαντότητες. Άλλο ένα βιβλίο που επικεντρώνεται ατμοσφαιρικά και ιδεολογικά στον μηδενισμό της ζωής.
Παρά το πνεύμα που εκφράζει το μυθιστόρημα, η σπονδυλωτή-του δομή, η συμπαράθεση δηλαδή αυτόνομων ιστοριών πάνω στον άξονα της ζωής του Χόμερ και του Λάνγκλεϋ με έκανε να χάσω από ένα σημείο και μετά το ενδιαφέρον-μου. Σκεφτόμουν ότι, ακόμα κι αν παρέλειπα μερικά επεισόδια, δεν θα αλλοιωνόταν ούτε η ιστορία ούτε η αίσθηση που αφήνει το έργο. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά αυτού του είδους η γραφή συγκολλά κομμάτια σε μια αλυσίδα, χωρίς να νοιάζεται να τα συνδέσει με αρραγείς δεσμούς, ώστε, αν μετακινηθεί ένα κομμάτι, να καταρρέει το οικοδόμημα. 

[Δανείστηκα τις φωτογραφίες της ανάρτησης από τα: www.jaunted.com, usatoday30.usatoday.com, mashable.com, www.dailymail.co.uk και www.supplychaindigital.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, June 16, 2014

Τσιμπολογώντας μεζεδάκια ...από τον τύπο

Ένα διήμερο πλούσιο σε ειδήσεις, σε νέες κυκλοφορίες, σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, σε πολιτισμικά δρώμενα. Το καλοκαίρι έρχεται δρομαίο και σταχυολογώ νέα που αξίζει να μας απασχολήσουν.                                                     

1.      Ο Μάνος Χατζιδάκις έδειξε πως λίγοι άνθρωποι που δουλεύουν με μεράκι μπορούν να παράγουν πολιτισμό. Στη δεξιά Καραμανλική κυβέρνηση του 1977-1981 υπήρχαν μουσικοί και ηθοποιοί, συγγραφείς και συνθέτες που οργάνωσαν το Τρίτο πρόγραμμα, πριν έλθει η πασοκική λαϊκιστική ισοπέδωση. Ο Χατζιδάκις έκανε μουσική για το κέφι-του και πολιτισμό από πείσμα.

2.      Έρχεται το τελευταίο αστυνομικό έργο του Πέτρου Μάρκαρη (“Τίτλοι τέλους. Ο επίλογος”, εκδόσεις Γαβριηλίδη) και η νουβέλα του Μίλαν Κούντερα (“Η γιορτή της ασημαντότητας”, εκδόσεις Εστία). Εξίσου αξιοπρόσεκτο και το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα (“έλα να πούμε ψέματα”, εκδόσεις Πατάκη). Τα διάβασα στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων (14/6/2014).

3.      Ανεβαίνει σε θεατρική παράσταση η “Μεγάλη χίμαιρα” του Μ. Καραγάτση από τον εγγονό-του Δημήτρη Τάρλοου. Η παράσταση θα πραγματοποιηθεί στις 14-17 Ιουλίου και συνθέτει σε θέατρο και κινηματογράφο τη διασκευή του διάσημου μυθιστορήματος. Δείτε τη συνέντευξη του σκηνοθέτη στην Εφημερίδα των Συντακτών (14/6/2014).
4.      Νέο βιβλίο και από την Αμάντα Μιχαλοπούλου (“Η γυναίκα του Θεού”, εκδόσεις Καστανιώτη), έξι γοτθικές ιστορίες από τον Αντόνιο Ταμπούκι (“Ο Μαύρος Άγγελος”, εκδόσεις Άγρα) και καινούργιο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη (“Νίκη”, εκδόσεις Πατάκη). Διαβάστε γι’ αυτά στην Καθημερινή της Κυριακής (15/6/2014).

5.      Ο Κωνσταντίνος Τζούμας ενσαρκώνει στον Κ. Καβάφη στην παράσταση “Κ.Π. Καβάφης αυτοβιογραφούμενος” στο θέατρο Τζένη Καρέζη, η Κική Δημουλά κυκλοφορεί την πρόσφατη ποιητική συλλογή-της (“Δημόσιος καιρός”, εκδόσεις Ίκαρος), ενώ ο Ουκρανός Αντρέι Κουρκόφ αναρωτιέται ποια κουλτούρα ο ίδιος εκφράζει, καθότι ρωσόφωνος (“Ο τελευταίος έρωτας ενός ουκρανού προέδρου”, εκδόσεις Καστανιώτη). Όλα αυτά στο Βήμα της Κυριακής (15/6/2014).

6.      Γιατί άραγε κυκλοφόρησαν τόσο αργά τα βιβλία της άνοιξης; Είναι που ο καιρός ήταν ακόμα χειμωνιάτικος, άντε φθινοπωρινός (!); Ή μήπως οι εκλογές έκαναν τους εκδότες να φρενάρουν τις κυκλοφορίες-τους, προκειμένου να καταλαγιάσει ο αχός της κομματικής κοκορομαχίας; Και τώρα που το καλοκαίρι προχωρά, πόσα αστυνομικά θα ξεχυθούν στους δρόμους και κυρίως στις παραλίες;
7.      Αλήθεια, πώς ξεχωρίζουμε τα βιβλία που θα διαβάσουμε; Μαθαίνουμε μέσω τρίτων (κριτικών, φίλων κ.λπ.) τι καλό κυκλοφορεί και το βάζουμε στο μάτι; Έχουμε εμπιστοσύνη στον συγγραφέα και προχωρούμε στο επόμενο έργο-του με βάση την καλή γνώμη που έχουμε για τα προηγούμενα; Μαθαίνουμε για το πρωτότυπο θέμα ή μας ερεθίζει η ιδέα πάνω στην οποία το κείμενο παίζει; Άβυσσος η ψυχή του αναγνώστη ή μια υποσυνείδητη προεπιλογή λαμβάνει χώρα συχνά ερήμην-μας;

[οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από: 1000awesomethings.files.wordpress.com, www.china.org.cn, www.mediasoup.gr, www.efsyn.gr και retaildesignblog.net]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 13, 2014

“Τα πορφυρά πανιά” του Αλεξάντρ Γκριν

Ένα παραμύθι για μεγάλους που εξελίσσεται σε φιλοσοφική παραβολή, σε ουτοπικό χώρο πραγμάτωσης θαυμάτων, όταν ο άνθρωπος αποφασίζει να κάνει πράξη τις αόριστες προφητείες.


Καφές φίλτρου με βότκα:
Алексaндр Грин
“Алые пaрусa”
1923
Αλεξάντρ Γκριν
“Τα πορφυρά πανιά”
μετ. Ι. Καμμένου
εκδόσεις Κίχλη
2013

            Τα πλοία που επέστρεφαν από τη μινωική Κρήτη στην Αθήνα είχαν μαύρα πανιά, δείγμα πένθους για τους επτά νέους και τις επτά νέες που πλήρωναν θυσία οι Αθηναίοι στον Μίνωα. Όταν επέστρεφε ο Θησέας έπρεπε να τα αντικαταστήσει με άσπρα, ώστε να δώσει το χαρμόσυνο μήνυμα στον πατέρα-του, αλλά ο νικητής του Μινώταυρου το ξέχασε κι έτσι ο Αιγέας έπεσε στη θάλασσα από τον καημό-του. Ο Γκριν στο δικό-του παραμύθι βάζει σε πρωταγωνιστικό ρόλο τα πορφυρά πανιά, που είναι το σήμα ενός θαλασσινού πρίγκιπα που θα έλθει να παντρευτεί την Ασσόλ.
            Η ιστορία συμπλέκει δύο αφηγήσεις: από τη μία, η Ασσόλ που μεγαλώνει μόνη με τον πατέρα-της, παλιό ναυτικό και νυν κατασκευαστή παιχνιδιών κι από την άλλη ο Γκρέυ, γόνος πλούσιας οικογένειας που άφησε τον πύργο-του για να γίνει καπετάνιος στο ιδιόκτητο πλοίο-του. Η πρώτη αφήγηση στιγματίζεται από την προφητεία ενός περιπλανώμενου συλλέκτη παραδόσεων προς τη νεαρή Ασσόλ, προφητεία που αναφερόταν στην έλευση ενός καραβιού με πορφυρά πανιά, μέσα στο οποίο ένας πρίγκιπας θα την πάρει γυναίκα-του. Στη δεύτερη αφήγηση ο μικρός Γκρέυ γίνεται γνώστης ενός πατρογονικού χρησμού που έλεγε ότι από το βαρέλι με το κρασί θα πιει ένας Γκρέυ, όταν θα είναι στον Παράδεισο. Πώς θα συγκλίνουν τελικά οι δυο αφηγήσεις;
            Ποιο νόημα μπορεί να έχει ένα παραμύθι ανάμεσα στα αναγνώσματα για μεγάλους και στη «σοβαρή» λογοτεχνία; Πόσο μπορεί να συγκινήσει, να προβληματίσει, να διεγείρει πνευματικά ένα βιβλίο σαν τη “Μόμο” ή “Η ιστορία χωρίς τέλος” του Μίκαελ Έντε και “Η τελευταία μαύρη γάτα” του Ευγένιου Τριβιζά; Μα αν αυτά είναι μυθιστορήματα για παιδιά που διαβάζονται άπληστα κι από ενήλικους, “Τα πορφυρά πανιά” του Αλεξάντρ Γκριν απευθύνονται εξ αρχής στους μεγάλους. Τι μπορούν, λοιπόν, να κάνουν για μας;
            Κατά βάση, μας βάζουν στη μαγεία ενός άχρονου κόσμου, κάπου στον 19ο αιώνα, με ιστιοφόρα και προτεχνολογικές νοοτροπίες. Ο αναγνώστης νιώθει να αδειάζει από το άχθος της σημερινής ζωής και να μεταφέρεται σε μια ονειρική πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα ειδυλλιακό τοπίο, παραδεισένιο, σχεδόν ρομαντικό που, ακριβώς επειδή είναι παραμύθι, του συγχωρείται η απλοποίηση, η εξιδανίκευση, η αψεγάδιαστη ωραιότητά-του. Η μικρή παιδούλα, το κουρσάρικο χωριό (Καπέρνα σημαίνει «του κουρσάρου»), ο προφήτης, τα παιχνίδια και τα πλοία, το δάσος με τις παραμυθιακές καταβολές-του κ.ο.κ. Κακός δεν υπάρχει, ή μάλλον δεν παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός και μόνου ανθρώπου, αλλά ενσαρκώνεται στους κατοίκους του κοντινού χωριού και στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
            Και κάποτε συνειδητοποιείς ότι είναι κάτι περισσότερο από παραμύθι, είναι μια φιλοσοφική παραβολή, όπου η μοίρα συμπλέκεται με την ανθρώπινη πρωτοβουλία. Το δίδαγμα είναι απλό: τα θαύματα δεν έρχονται σε μας, αλλά εμείς τα πραγματοποιούμε. Ο Γκρέυ όχι μόνο εξόπλισε το πλοίο-του με πορφυρά πανιά, αλλά και έφτιαξε τον παράδεισό-του, πάνω στην αγάπη-του για την Ασσόλ, ώστε να υλοποιήσει τις δυο προφητείες. Ο Μέγας-Αλέξανδρος έλυσε τον γόρδιο δεσμό με το σπαθί-του. Οι άνθρωποι μπορούν να αρπάξουν την ευκαιρία από τα μαλλιά και να την κάνουν πράξη. Ουτοπικό μήνυμα ή αισιόδοξη ματιά; Ας αποφασίσουμε εμείς για τη ζωή-μας.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 20/5/2014. Οι φωτογραφίες που στολίζουν την ανάρτηση προέρχονται από: travellogs.us, www.angryboar.com, cagedcanarynz.blogspot.gr, beautyknot.wordpress.com και framework.latimes.com]
Πατριάρχης Φώτιος


Tuesday, June 10, 2014

“Τις μικρές ώρες” του Χαρούκι Μουρακάμι

Ο Ιάπωνας συγγραφέας πιάνει την καθημερινότητα, την μπολιάζει με παραμυθιακές ακρότητες και την ξαναστέλνει πίσω στη ζωή. 
 
 
Στιγμιαίος καφές με σάκε:
村上 春樹
アフターダーク
2004
Χαρούκι Μουρακάμι
“Τις μικρές ώρες”
μετ. Μ. Αργυράκη
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Αν κανείς δεν ήξερε ότι το βιβλίο αυτό ανήκει στον Μουρακάμι, θα μπορούσε να το καταλάβει από μικρά και μεγάλα στοιχεία ταυτότητας. Το πιο σημαντικό όμως νομίζω ότι είναι η σύζευξη πραγματικότητας και μεταφυσικού, σαν δυο παράλληλοι όσο και αλληλοτεμνόμενοι κόσμοι. Κι εκεί που νομίζεις ότι όλα κυλάνε ρεαλιστικά, προκύπτουν αδιόρατα γεγονότα, ενδείξεις, σημεία που πείθουν για τη διαπίδυση στοιχείων από τον έναν κόσμο στον άλλο. Το είδαμε έντονα στο 1Q84, όπου τα δύο φεγγάρια και οι λοιπές αναφορές στα ανθρωπάκια υπαγόρευαν μεταξύ άλλων το παράλληλο σύμπαν.
            Στο μυθιστόρημα “Τις μικρές ώρες”, τα κεφάλαια που αναφέρονται στη Μάρι εναλλάσσονται με μικρά κεφάλαια για την αδελφή-της την Έρι. Η δεύτερη κοιμάται αμέριμνη όσο στο δωμάτιο κυκλοφορούν υπερφυσικές υπάρξεις, ενώ η πρώτη περιηγείται στη νύχτα, προκειμένου να δει τη ζωή εκτός της προστασίας του σπιτιού. Συναντά έναν μακρινό γνωστό, βοηθά μια Κινέζα πόρνη μετά τον ξυλοδαρμό-της σε ροζ ξενοδοχείο, γυροφέρνει σε νυχτερινά κέντρα κ.ο.κ. Από ένα σημείο και έπειτα, η αφήγηση σπάει σε περισσότερα μέρη, καθώς παρακολουθούμε τις ίδιες πάντα νυχτερινές ώρες την ιδιοκτήτρια του ροζ ξενοδοχείου, το μεγαλοστέλεχος που κακοποίησε την Κινέζα πόρνη κ.ο.κ.
            Μπορεί η ίδια η υπόθεση να είναι σχετικά ανούσια, όσο αναλώνεται σε μικρές σκηνές και καθημερινές συζητήσεις, αλλά ο Ιάπωνας συγγραφέας διαθέτει μια σαγήνη που σε μαγνητίζει, μια αφηγηματική δύναμη που ξεδιπλώνει μπροστά-σου έναν αγρό με λουλούδια κι εσύ ακολουθείς τη μυρωδιά-τους, μια πρωτόγνωρη απλότητα που δεν ξεπέφτει σε ευκολία. Οι διάλογοι είναι τόσο δουλεμένοι που φαίνονται αυθόρμητοι, θεατρικοί, φυσικοί, τοποθετημένοι ανάμεσα σε εύστοχες παρατηρήσεις, άλλοτε σκηνοθετικές κι άλλοτε λογοτεχνικές. Τα πρόσωπα απλώνονται μπροστά-σου ζωντανά, χωρίς να χρειάζονται πολλά λόγια για να σκιαγραφηθούν· και ταυτόχρονα επειδή η συνολική ζωή-τους είναι αδρά περιγεγραμμένη, υπάρχουν πάντα περιθώρια να εξελιχθούν σε πολύπλευρα όντα, καθημερινά όσο και μυστηριώδη, απλά όσο και πολύπλοκα, ασήμαντους χαρακτήρες όσο και ανθρώπινους τύπους.
            Οι μικρές σκηνές, τα αλληλοσυνδεόμενα επεισόδια, η χαλαρή δομή, η απλόχωρη αφήγηση, οι διάσπαρτοι προβληματισμοί, η ανάδειξη του ανθρώπου μέσα από την κουβέντα, η αντίθεση των δύο αδελφών, τα μικρά δράματα που δεν φτάνουν σε κορύφωση, το παράλογο που δένει τόσο αρμονικά με το λογικό, όλα αυτά πλέκουν ένα χαλί που κρατά το πέλμα του αναγνώστη. Είναι όλα μια σπονδή στην αδελφική αγάπη που δοκιμάζεται; Μοιάζει πιθανό. Η Έρι κοιμάται, κάτι που συμβολίζει μια εκούσια-ακούσια απόσυρση, μια εσωστρέφεια μακριά από την οικογένειά-της και μακριά από τη Μάρι, η οποία ομολογεί ότι ποτέ δεν ήταν κοντά –λόγω συνθηκών ζωής- με τη μεγάλη αδελφή-της.
            Θα εξακολουθήσω να διαβάζω   Μ ο υ ρ α κ ά μ ι,   προσπαθώντας να ξεδιαλύνω το εξής: είναι ένας μαέστρος της γραφής που παίρνει το ανούσιο και το αβαθές και τα κάνει μύθο, τα κάνει χαριτωμένη λογοτεχνία; ή είναι ένας ανατόμος της καθημερινότητας που διηγείται με απλό τρόπο βαθύτερες αλήθειες της ζωής, αλατίζοντάς-τις με καρυκεύματα από παράλληλους κόσμους;  

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 27/5/2014. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τις εξής ιστοσελίδες: www.bitterwallet.com, www.cracked.com, www.skyscrapercity.com, muzikvirus.wordpress.com και www.flickr.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 06, 2014

“Το χάδι” του Αλέξανδρου Στεφανίδη

Η μητρική απουσία συμβολοποιείται στην απουσία χαδιού, καθώς το ορφανοτροφείο, πιθανόν το Χατζηκυριάκειο, γίνεται φυλακή και στρατόπεδο, τοίχος και κρύο στρώμα. 
 
 
Νες ζεστός με γάλα:
Αλέξανδρος Στεφανίδης
“Το χάδι”
εκδόσεις Άγρα
2013 

            Το ορφανοτροφείο είναι ένας τόπος όπου απουσιάζει το βασικό περιβάλλον ανατροφής του παιδιού, η οικογένεια, και υποκαθίσταται με ομάδες νεαρών ατόμων, σε ένα είδος συμβίωσης που μοιάζει πιο πολύ με στρατόπεδο παρά με φιλόξενο περιβάλλον. Εκεί οι διευθυντές και οι επόπτες είναι άγριοι, άξενοι, σκληροί, δεσποτικοί, επιβάλλουν την πειθαρχία, μιλούν  με απολυτότητα, καταστρέφουν κάθε σχέση αμοιβαιότητας με τα παιδιά. Οι συνθήκες είναι απηνείς, η μάθηση και η εργασία είναι αγγαρείες, η παραμονή εκεί φαίνεται φυλακή και σκλαβιά.
            Αυτή είναι η στερεοτυπική εικόνα του ορφανοτροφείου, όπως φαίνεται λ.χ. στο εξαιρετικό “Πόλη παιδιών αλλά και στη συλλογή διηγημάτων “Το χάδι” του πρωτοεμφανιζόμενου, αν και 50 χρονών, Αλέξανδρου Στεφανίδη. Κι ίσως αυτοί έχουν στον νου-τους τα ορφανοτροφεία άλλων εποχών, χωρίς παιδαγωγική αντίληψη και χωρίς ειδικούς λειτουργούς, ή συνεχίζουν ένα παλιότερο πρότυπο, γιατί αυτό καταδεικνύει καλύτερα την αφύσικη μοίρα ενός παιδιού να μεγαλώνει χωρίς γονείς. Οι άψυχοι τοίχοι ενός τέτοιου ιδρύματος αντανακλούν την ατμόσφαιρα, η οποία ακόμα κι αν είναι φιλόξενη, φαίνεται γκρίζα και αποστειρωμένη.
            Τα ευάριθμα κείμενα του Στεφανίδη είναι  κ α ι  δεν είναι διηγήματα. Αφενός είναι πολύ μικρά και δεν στηρίζονται σε μια συμπαγή δομή, δεν έχουν ολοκληρωμένη υπόθεση (αρχή, μέση, τέλος), δεν πλάθουν μια άρτια ιστορία. Είναι πιο πολύ θραύσματα στιγμιότυπων, κάτι σαν αναμνήσεις, σαν εικόνες από το ανελέητο περιβάλλον ενός ορφανοτροφείου, που σε τρεις-τέσσερις σελίδες έρχονται τσεκουράτες να αφήσουν το τραυματικό-τους ίχνος στον ψυχικό κόσμο του αναγνώστη. Αποτελούν μια μικρή βάση για να ορθωθεί η κορύφωση, να μείνει μετέωρη για λίγο κι έπειτα να πέσει πάνω στον αναγνώστη, ο οποίος ψυλλιάζεται αλλά και νιώθει, κρυφοκοιτάζει κι έτσι συναισθάνεται, πληγώνεται αλλά και προβληματίζεται. Η ζωή δεν είναι η ιδανική μέσα σε ένα αποστεωμένο περιβάλλον: γκρίζοι τοίχοι, κρύο, φασολάδα, τιμωρίες, απομόνωση από τον κόσμο, αλλά και μικρές χαρές, όπως ο «σινεμάς» τα σαββατόβραδα.
            Αφετέρου, η αλυσίδα των διηγημάτων αποτελεί ένα σπονδυλωτό –ή ασπόνδυλο- μυθιστόρημα, ένα αφήγημα με κέντρο το ορφανοτροφείο και επεισόδια τα ποικίλα περιστατικά που συμβαίνουν σ’ αυτό, κυρίως σε ό,τι αφορά στον μικρό πρωταγωνιστή που αφέθηκε στο ίδρυμα από την ίδια-του τη μητέρα, επειδή αυτή δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει. Τα οδυνηρά βιώματα, οι κλαμένες μέρες, οι κραυγές που ζητούν απελευθέρωση αθροίζονται και συσσωρεύονται, η μία πάνω στην άλλη, οδηγώντας την ιστορία σε απανωτές βουνοκορφές λόγου, αγανάκτησης και σιωπής.
            Αυτό που κάνει λίγο επιφυλακτικό είναι ότι αυτό το πρώτο βιβλίο του Στεφανίδη ζει με τα βιώματα του διηγηματογράφου, αποτυπώνει στο χαρτί ζωντανές αναμνήσεις και γι’ αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί σε μια άλλη συγγραφική απόπειρα. Ας είναι. 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 13/5/2014. Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: ithaque.gr, www.pontos-news.gr, restaro.blogspot.com και keratsinivoice.blogspot.com]
Πατριάρχης Φώτιος