Monday, April 27, 2020

Ιάκωβος Ανυφαντάκης, “κάποιοι άλλοι”

Πώς ορίζεται η αποτυχία; Μπορεί κανείς να νιώθει αποτυχημένος και ταυτόχρονα να συναισθάνεται την αποτυχία των άλλων, προσπαθώντας να καταλάβει μέσω “κάποιων άλλων” το δικό του αδιέξοδο.



Ιάκωβος Ανυφαντάκης
“κάποιοι άλλοι”  
εκδόσεις Πατάκη
2019


Δεν έχω ξαναδιαβάσει Ανυφαντάκη. Κι όμως ήθελα να δω αυτή τη νέα γενιά που ωριμάζει και περιμένει τη σειρά της.

> Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1983 και σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα. Για το πρώτο του βιβλίο "Αλεπούδες στην πλαγιά" (εκδόσες Πατάκη, 2013), ήταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Πεζογραφία του περιοδικού "Ο Αναγνώστης". Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Hotel Μετανάστευση, Β΄Διαγωνισμός Δημήτρης Βικέλας), έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά (Εντευκτήριο, Πλανόδιον, The Books' Journal) καθώς και στον συλλογικό τόμο "Είμαστε όλοι μετανάστες" (εκδόσεις Πατάκη, 2007)

Ένας επίδοξος μετανάστης γραπώνεται από τους τροχούς αεροπλάνου, για να δραπετεύσει από τη χώρα του. Αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, παγώνει στα 10000 πόδια και γκρεμίζεται σε μια ταράτσα στο Gdańsk. Ένας Κροάτης τερματοφύλακας τρώει 7 γκολ και αγανακτισμένος με τον εαυτό του φεύγει για το μέτωπο, γίνεται σκοπευτής ψυχών και μετά από χρόνια μεγαλοπαράγοντας του ποδοσφαίρου που στήνει αγώνες. Ένας εβδομηντάχρονος αμερικανός φωτογράφος, ο Ray Parker, εξαφανίζεται μετά το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη και βρίσκεται νεκρός, πεσμένος κι αυτός από αεροπλάνο. Ένας νεαρός δημοσιογράφος, ο Βαγγέλης, χάνει τη δουλειά του και φυτοζωεί στην Πολωνία, όπου δουλεύει η γυναίκα του Μάρω σε τοπικό νοσοκομείο

Αφηγητής είναι ο τελευταίος. Έλληνας, άνεργος, “ξοφλημένος”, που εξαπατήθηκε από τον μεσίτη Παναγιώτη Αγγέλου, ο οποίος τον ξαλάφρωσε κατά 20.000 ευρώ. Αναγκάστηκε να φύγει εκτός των συνόρων, αφού ένιωθε και νιώθει αδικημένος, παραιτημένος, περιθωριοποιημένος. Η ανεργία εκμηδενίζει το εγώ. Προβάλλει στην οθόνη του εφιάλτες. Απαξιώνει κάθε ώρα που μοιάζει νεκρή και κάθε πράξη που φαίνεται ανούσια, αφού δεν φέρνει χρήματα. Αυτή η αδιέξοδη ψυχολογία του τον οδηγεί στο να ψάχνει τι συνέβη στον Parker, καθώς ο θάνατός του φαίνεται αναίτιος.

Έτσι, χτίζεται μια πολυπλόκαμη αφήγηση, όπου νήματα και κλωστές συνυφαίνονται σε μια καλοπλεγμένη ιστορία. Ο άνεργος δημοσιογράφος, ο πετυχημένος φωτογράφος, οι νεκροί μετανάστες, ο παλιός ποδοσφαιριστής, ο Έλληνας μεσίτης που κερδοσκόπησε εις βάρος του Βαγγέλη και άλλων πολλών κι έπειτα το έσκασε στο εξωτερικό είναι οι πολλαπλές κοίτες της αφήγησης που ρέουν παράλληλα και σταδιακά ενώνονται σε ένα πολύβουο ποτάμι.

Ο Ανυφαντάκης κόβει και ράβει τις μικρές ιστορίες των χαρακτήρων του, ώστε να πλέξει μια επίκαιρη όσο και διαχρονική στα μηνύματά της μυθοπλασία. Σταδιακά τα νήματα μένουν αλλού συνδεδεμένα κι αλλού ασύνδετα. Πέρα από τον κοινό άξονα της αποτυχίας, η ουσιαστική σύγκλιση δεν επέρχεται. Αν αυτό είναι επιλογή, ΟΚ. Μια νέα μυθιστορηματική εκδοχή, αυτή των παράλληλων αποτυχιών. Αν δεν είναι όμως επιλογή, τότε πρόκειται για μια ημιτελή προσπάθεια.

Στο τρίτο του βιβλίο ο συγγραφέας εστιάζει στην Διεθνή των Αποτυχημένων. Με άλλα λόγια, η αίσθηση της παραίτησης είναι το σημείο τομής των πολυάριθμων ιστοριών του μυθιστορήματος, που συνήθως έχουν θλιβερό τέλος. Όλες μένουν κλεισμένες στον εαυτό τους και μόνο στον κοινό παρονομαστή στέκονται. Ο ίδιος ο αφηγητής φλερτάρει με την αυτοκτονία και παίζει σκάκι με τις πιθανότητες. Ιχνηλατεί ποικίλα “αν”, που στην τυχαιότητά τους έφτιαξαν τη ζωή του, όπως και τη ζωή χιλιάδων άλλων. Επομένως, υπάρχει φταίχτης για όσα (δεν) ζούμε, όσα (δεν) απολαμβάνουμε, όσα (δεν) καρπωνόμαστε ή μικρά ασήμαντα περιστατικά προκαλούν το ντόμινο του χάους;

Όλη η αφήγηση είναι μια τέτοια έρευνα. Να ανακαλύψει τι συνέβη στον Αμερικανό φωτογράφο αλλά και σε κάθε ζωή που βρίσκεται διαμελισμένη, οριζόντια πάνω στο τσιμέντο ή όρθια στον δρόμο. Πολλές καλές στιγμές, πολλά δυνατά σημεία ειδικά στην αρχή…
Πάπισσα Ιωάννα

In2life, 10/3/2020 

Monday, April 13, 2020

Ημερολόγιο Καραντίνας: Καλό Πάσχα

Βλέπω οι περισσότεροι να ονομάζουν “Ημερολόγιο καραντίνας” τις σκέψεις που δημοσιεύουν όσο μένουν σπίτι. Κι εμείς οι bloggers, που κατεξοχήν διατηρούμε ένα συνεχές δημόσιο διαδικτυακό ημερολόγιο, δεν μπήκαμε σ’ αυτή τη λογική. Έως τώρα.

Τώρα όμως, έναν περίπου έναν μήνα αφότου έκλεισαν τα νηπιαγωγεία, μαζί με όλα τα σχολεία της χώρας, και βρέθηκα έγκλειστη, πολιορκημένη όσο και ελεύθερη, μακριά απ’ τα παιδάκια μου, αλλά μέσα στα βιβλία, είπα να καταθέσω κάποιες σκόρπιες σκέψεις, πριν κλείσουμε το Βιβλιοκαφέ εν όψει Πάσχα. Κάθε χρόνο το κλείνουμε τέτοια εποχή, θα τηρήσουμε το έθιμο και φέτος, αυτό το έθιμο γιατί για τ’ άλλα…

Μιλάγαμε μέσω τηλεδιάσκεψης με το υπόλοιπο …επιτελείο. Διαβάζαμε ο καθένας μόνος του και συζητούσαμε διαμορφώνοντας κοινές ή όχι εντυπώσεις. Τα βιβλία έγιναν ακόμα περισσότερο συντροφιά στο σπιτικό κελί μας. Αγαπάμε το κελί μας, διαβάζουμε πολύ, αθλούμαστε όσο μπορούμε. Η ταράτσα έγινε το παρατηρητήριό μου, το γυμναστήριο, το αναγνωστήριο όσο η καλοκαιρία το επέτρεπε. Τις άλλες μουντές και κρύες μέρες, ο καναπές, το γραφείο, το χαλί…

Έτυχε να έχω πάρει προμήθειες σε βιβλία αρχές Μαρτίου. Κι από τότε κάθισα και σκέφτηκα ποια άλλα θα ήθελα να διαβάσω και τα παράγγειλα. Σχετικά εύκολα. Αν κι έκανε το κούριερ να έρθει μέρες κι είπα ότι θα ξεμείνω και θ’ αρχίσω να διαβάζω κάτι παμπάλαια κλασικά, χιλιοφθαρμένα, κειμήλια του μπαμπά. Ευτυχώς τη γλίτωσα.

Έτσι μέσα σ’ αυτές τις μέρες διάβασα ή θα διαβάσω πολλά έργα, καταξιωμένα ή καινοφανή. Από Foer και McEwan μέχρι Schulz και Altan. Κι από Σωτάκη μέχρι Κουναλάκη, από Μπογιάνου έως Μπουραζοπούλου. Και λίγο παραπάνω ποίηση:
Βέης, Αγγελάκη-Ρούκ και Πανδής

Μικρές πινελιές ελευθερίας. Ρουφώ κάθε σελίδα σαν να είμαι φυλακισμένη και περιμένω ότι μέσω αυτών θα ξαναδώ τον έξω κόσμο. Εντάξει, υπερβολή. Αλλά κάθε καραντίνα, κάθε κλεισούρα, κάθε τοίχος υποβάλλει το έξω. Και το βιβλίο είναι ένα έξοχο πνευματικό έξω.

Καλό Πάσχα.
Κι ας είναι η λευτεριά κοντινή και ξάστερη.

Πάπισσα Ιωάννα

Friday, April 10, 2020

Άννυ Πρου, “Άνθρωποι του δάσους”

Η αποικιοκρατία και η καταπάτηση των φυσικών περιοχών, η επέκταση του (Ευρωπαίου) ανθρώπου όχι μόνο κατά των γηγενών αλλά και κατά της πανίδας και της χλωρίδας


Annie Proulx
Barkskins
1963
Άννυ Πρου
“Άνθρωποι του δάσους”
μετ. Γ. Κυριαζής
εκδόσεις Καστανιώτη
2019


Γνώρισα την Annie Proulx μέσω της ταινίας "Το μυστικό του Brokeback Mountain", που είναι στηριγμένη σε βιβλίο της. Και νομίζω ότι όλοι μάθαμε για μια σπουδαία συγγραφέα, που μπορεί και πείθει για την ποιότητά της. Επομένως, τώρα που ο κορωνοϊός “επιβάλλει” τον εγκλεισμό και το διάβασμα, ένα χορταστικό ανάγνωσμα σαν αυτό, 700 σελίδες και, ήταν μια καλή επιλογή.

> Η Έντνα Άννι Πρου γεννήθηκε το 1935 στο Κοννέκτικατ των ΗΠΑ. Επί τριάντα χρόνια έζησε στο Βερσάιρ του Βερμόντ, έως το 1994, όταν μετακόμισε μόνιμα στη Σαρατόγκα του Γουαϊόμινγκ . Για δεκαεννιά χρόνια έγραφε άρθρα πάνω σε κάθε λογής θέματα -για τον καιρό, τα μήλα, τα κανό, τα πούμα, τη μαγειρική, τις βιβλιοθήκες, την αφρικάνικη χειροτεχνία, το μηλίτη- και τα πουλούσε σε διάφορα περιοδικά. Κι όταν της έμενε καιρός, έγραφε διηγήματα. Το 1988 εξέδωσε μια συλλογή από σκόρπια διηγήματα με τίτλο "Heart Songs and Other Tales". H επιτυχία που σημείωσε ήταν ο λόγος για τον οποίο οι εκδότες της την ενθάρρυναν να γράψει. Το 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, "Postcards", το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο PEN/Φόκνερ. "Τα Ναυτιλιακά Νέα" εκδόθηκαν το 1993. Το μυθιστόρημα αυτό τιμήθηκε με το Βραβείο Χέρτλαντ της εφημερίδας "Chicago Tribune", το Διεθνές Βραβείο Μυθιστορήματος των "Irish Times", το Εθνικό Βραβείο Μυθιστορήματος των ΗΠΑ και το Βραβείο Μυθιστορήματος Πούλιτζερ. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες με μεγάλη επιτυχία. Το 2001 έγινε ταινία από το βραβευμένο σκηνοθέτη Lasse Hallstrom ("Μy life as a Dog"), με πρωταγωνιστές τους Κέβιν Σπέισι, Τζούλιαν Μουρ, Τζούντι Ντεντς και Κέιτ Μπλάνσετ. Ακολούθησαν τα βιβλία: "Accordion Crimes" (1996), "Close Range: Wyoming Stories" (1999, συλλογή διηγημάτων που περιείχε, μεταξύ άλλων, τα βραβευμένα διηγήματα "Brokeback Mountain" και "The Mud Below", πρωτοδημοσιευμένα στο περιοδικό "New Yorker", ελλ. έκδ. "Το μυστικό του Brokeback Mountain", εκδ. Καστανιώτη, 2006), "That Old Ace in the Hole" (2002), "Bad Dirt: Wyoming Stories 2" (2004, ελλ. έκδ. "Χαμένα κορμιά", εκδ. Καστανιώτη, 2008), "Fine Just the Way It Is: Wyoming Stories 3" (2008). Το 2005 το διήγημά της, "Brokeback Mountain", με θέμα την καταπίεση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας στην ύπαιθρο του Γουαϊόμινγκ, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Ανγκ Λι, στην ταινία με πρωταγωνιστές τους Χιθ Λέτζερ, Τζέικ Γκίλενχαλ και Ανν Χάθαγουεϊ. Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας, δύο βραβεία BAFTA, χρυσές σφαίρες και τρία από τα οκτώ βραβεία Όσκαρ για τα οποία ήταν υποψήφια (καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου και καλύτερης πρωτότυπης μουσικής). Έχει παντρευτεί και χωρίσει τρεις φορές και απέκτησε τρεις γιους και μία κόρη.

Το έργο αναφέρεται στον 17ο αιώνα, όταν ο νυν Καναδάς (η τότε Νέα Γαλλία) αποικίζεται από τους Γάλλους, οι οποίοι αποψιλώνουν το δάσος και εκμεταλλεύονται τους ντόπιους Ινδιάνους. Πρόκειται για ένα είδος αποικιακής λογοτεχνίας, όπου οι νεοεισελθόντες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις παρθένες εκτάσεις και να πλουτίσουν, χωρίς η συγγραφέας να εξαίρει τις βαναυσότητες εναντίον των ντόπιων.

Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ο Ρενέ Σελ (και ο Σαρλ Ντικέ) που τίθενται στη δούλεψη ενός γαιοκτήμονα, του Τρεπανί, ώσπου να πάρουν ως πληρωμή τη δική τους γη και να μετατραπούν σε κτηματίες. Ο Ντικέ δραπετεύει, ενώ ο Ρενέ συνεχίζει να δουλεύει ώσπου αναγκάζεται να παντρευτεί την Ινδιάνα Μαρί και να κάνει μαζί της οικογένεια, τόσο με τα παιδιά που είχε από τον προηγούμενο σύζυγό της όσο και με τα δικά τους παιδιά.

Διαβάζω μια εκπληκτική στον εξωτισμό της (λιγότερο) και στην εικονοποιία της αφήγησης (περισσότερο), όπου η νέα ζωή ανοίγεται μπροστά μας, με τα ζώα, τις συνθήκες, τους ανθρώπους… Δεν ξέρω αν η Proulx θέλει να μιλήσει για την υποδούλωση της φύσης ή των ντόπιων, για την αποικιοκρατία και τους νέους δρόμους που άνοιξε, για τη νέα ήπειρο που δέχτηκε πολλούς φιλόδοξους ανθρώπους. Διαβάζω όσο μπορώ για να δω πού το πάει…

Το τοπίο που εμφανίζεται μπροστά μας είναι ένας αποικιακός αιώνας με ένα σωρό πολλαπλές χαρακτηριστικές ψηφίδες: παρθένο δάσος, κουνούπια, βροχή, ιθαγενείς που θεωρούνται άγριοι, μιγάδες, βότανα, τοπικά στοιχεία, ξύλινα σπίτια, εμπόριο γουνών και ξυλείας, υπερπόντια ταξίδια, ναυτικοί, σκορβούτο, εμπόριο, νέες αγορές, ιεραποστολή, οι δεκαετίες περνάνε, οι γενιές πολλαπλασιάζονται, ο αποικισμός συνεχίζεται… Το έργο εξελίσσεται σε οικογενειακή σάγκα, με δύο σόγια, αυτό των Σελ κι αυτό των Ντικέ (Ντιουκ) να διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία, όχι τόσο στις μεγάλες στιγμές πολεμικών ή άλλων συγκρούσεων (π.χ. δεν ακούγεται καθόλου ο Εμφύλιος), αλλά στο πώς κατέκτησαν οι Ευρωπαίοι τη νέα ήπειρο.

Σε όλο το μυθιστόρημα οι αντιθέσεις Ευρωπαίοι (Γάλλοι, Άγγλοι κ.ο.κ.) - Ινδιάνοι (Μικμάκ κ.ο.κ.), δάσος – καλλιεργήσιμη γη, νομάδες – μόνιμα εγκατεστημένοι, βοσκοί – αγρότες κ.ο.κ. διαμορφώνουν διελκυστίνδες που δείχνουν πώς προχωράει ο κόσμος. Τελικά, το μεγάλο αφήγημα της Proulx είναι ότι η αποικιοκρατία με τις ανάγκες για ξυλεία, για εδάφη, για εγκαταστάσεις, για τροφοδοσία της παγκόσμιας αγοράς λειτούργησε γενιά με τη γενιά σε βάρος του περιβάλλοντος, ειδικά σε εποχές που θεωρούνταν ανεξάντλητο! Η αντίληψη ότι τα δάση θα υπάρχουν πάντα, ότι τα δέντρα είναι μόνιμη πηγή εσόδων, ότι όσο προχωράει η ανθρωπότητα και η τεχνολογία (π.χ. η ατμομηχανή) τόσο θα επέρχεται η πρόοδος χωρίς έγνοιες για μια μελλοντική οικολογική εξάντληση δημιούργησε τον άνθρωπο του 20ού αιώνα που δεν ήταν δυνατόν να ανακόψει την εξέλιξή του, ακόμα κι όταν συνειδητοποίησε ότι οι μύθοι άλλων εποχών για τη φύση είναι αυταπάτες.

Απολαμβάνω τις μικρές σκηνές που φαίνονται απλώς ωραίες μικροϊστορίες, αλλά λιθαράκι λιθαράκι χτίζεται το συνολικό οικοδόμημα, που οδηγεί σε μια πιο πανοραμική εικόνα: το πρόβλημα με την αφαίμαξη της φύσης ξεκινά παλιά, είναι σύμφυτο με τη θέληση του ανθρώπου να κατακτήσει τον κόσμο, είναι μια σταδιακή επεκτατική πολιτική (εγγενής στον ιμπεριαλισμό) που τελικά οδήγησε σε αδιέξοδο.

Πάπισσα Ιωάννα 

Tuesday, April 07, 2020

Αμός Οζ, “Μεταξύ φίλων”


Το κιμπούτς Ικάτ ως μικρόκοσμος των διαπροσωπικών σχέσεων, των συλλογικών αποφάσεων που καταπιέζουν το ατομικό θέλω, των ασφυκτικών οριζόντων αλλά και της διάθεσης για κοινωνική προσφορά.


עמוס עוז
בין חברים
2012
Αμός Οζ
“Μεταξύ φίλων”  
μετ. Μ. Κοέν
εκδόσεις Καστανιώτη
2019


Ισραηλινοί συγγραφείς, ιδίως μεταπολεμικοί. Έζησαν την αναγέννηση του κράτους του Ισραήλ. Βίωσαν άμεσα ή έμμεσα το Ολοκαύτωμα. Βρέθηκαν σε μια χώρα που μάχεται να επιβιώσει, αλλά καταπιέζει κιόλας τα δικαιώματα άλλων λαών. Κι αυτή η διπλή και τριπλή πίεση κάνει τους συγγραφείς να στέκουν στο οριακό σημείο μιας τραγικής μεταιχμιακότητας.


> Ο Άμος Οζ, ο μεγαλύτερος ίσως ισραηλινός συγγραφέας της εποχής του, γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1939. Πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία εργάστηκε επί πολλά χρόνια σε ένα κολλεκτιβοποιημένο αγρόκτημα (κιμπούτς). Συμμετείχε ενεργά, επί μία εικοσαετία, στην πολιτική ζωή του Ισραήλ, ως μέλος διαφόρων ειρηνιστικών κινημάτων. Είχε εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, πολιτικά δοκίμια και παιδικά βιβλία. Τα γνωστότερα μυθιστορήματά του είναι: "Ο Μιχαέλ μου" (το μυθιστόρημα που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του Ισραήλ), "Το μαύρο κουτί", "Η γυναίκα που γνώρισα", "Φίμα", "Νύχτα στο Τελ Κένταρ", "Η ίδια θάλασσα" και "Ιστορία αγάπης και σκότους". Έχει λάβει διεθνή λογοτεχνικά βραβεία και διακρίσεις ειρήνης, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Λογοτεχνίας Χολόν και το γερμανικό Βραβείο Ειρήνης 1992. Ζούσε με την οικογένειά του στην πόλη Αράντ του Ισραήλ. Έφυγε από τη ζωή στις 28 Δεκεμβρίου 2018, σε ηλικία 79 ετών.

Περίμενα να δω πώς χειρίζεται τα θέματά του ο Amos Oz. Γιατί η διαφορά μεταξύ των μυθιστορημάτων, που αγαπήσαμε, και των διηγημάτων που ανοίγονται μπροστά μας πιθανόν να είναι μεγάλη.

Στην ουσία έχουμε οκτώ διηγήματα, αλλά με έναν έμμεσο τρόπο δεν είναι οκτώ διαφορετικά κείμενα, αλλά οκτώ διαμερίσματα σε ένα ενιαίο κτήριο. Κι αυτό το σπίτι είναι ένα φανταστικό κιμπούτς, που ονομάζεται Ικάτ. Εκεί ζουν οι ήρωες του πεζογράφου, εκεί δουλεύουν για το κοινό καλό, αλλά κι εκεί συναναστρέφονται ο ένας τον άλλο σε μια σειρά σχέσεων, τριβών και ανοχών. Ο μικρόκοσμος του κιμπούτς περιχαρακώνει τη δράση, αλλά συνάμα δημιουργεί τις συνθήκες για μια πιο ελεγχόμενη περιγραφή των επαφών και των αντιδράσεων κάθε προσώπου.

Ο κηπουρός του κιμπούτς μαθαίνει όλα τα κακά νέα σε όλες τις χώρες και στενοχωριέται πιο πολύ γι’ αυτά παρά για τη δική του ζωή, η εργαζόμενη στο πλυντήριο βλέπει με άφατη ανεξικακία τον άντρα της να πάει να μείνει στο σπίτι της ερωμένης του, ο ηλεκτρολόγος του κιμπούτς νιώθει απερίγραπτη ντροπή αλλά και αδυναμία να αντιδράσει για το γεγονός ότι η δεκαεπτάχρονη κόρη του πάει να συγκατοικήσει με τον γυναικά καθηγητή της, το δεκαεξάχρονο παλικαράκι πάει να δει τον πατέρα του στο νοσοκομείο, ο μικρός που φοβάται παραμυθιακούς εχθρούς και υφίστανται bullying από τα άλλα παιδιά, ο γραμματέας του κιμπούτς που είναι φιλήσυχος και συμβιβαστικός, η μητέρα που θέλει να στείλει τον γιο της να σπουδάσει αλλά το κοινόβιο αντιδρά, ο γηραιός τσαγκάρης που δεν θέλει να παροπλιστεί λόγω της κακής του υγείας…

Τα διηγήματα του Oz είναι αυτόνομα όσο κάθε χαρακτήρας, πάνω στον οποίο στήνονται, κρατά με το στίγμα του την αφήγηση γύρω του. Στην ουσία όμως δεν έχουν ιστορία με τέλος αλλά, καθώς το ένα άτομο περνά σε δευτερεύουσα θέση στο διήγημα του άλλου, όλα τα κείμενα συστήνουν τη βιογραφία ενός κοινόβιου, όπως περίπου το έζησε ή ήθελε να το δει ο συγγραφέας στη δεκαετία του ’50. 

Οι άνθρωποι του κιμπούτς δεν είναι μοιρολάτρες. Μάλλον αντιλαμβάνονται ότι οι άλλοι δεν είναι υποχείριά τους και δεν μπορούν να επέμβουν στη ζωή τους, ακόμα κι αν δεσμεύονται μ’ αυτούς με δεσμά αίματος ή γάμου. Είναι ενμέρει άβουλοι, είτε εξ ιδιοσυγκρασίας είτε εκ συνθηκών, προσπαθούν να συνεχίσουν τη δουλειά τους προς όφελος του συνόλου, παραμερίζοντας τις πίκρες τους, παλεύουν με τους δαίμονές τους σε έναν βουβό πόνο. Αυτός ο βουβός πόνος εκφράζεται είτε με τη σιωπή και την άφωνη ντροπή, είτε με το κλάμα του φοβητσιάρη μικρού παιδιού, που αντανακλά τις απειλές από τους εχθρούς.

Εμείς οι αναγνώστες, ωστόσο, διαβάζοντας τα διηγήματα του Oz, περνάμε σε μια ήσυχη θάλασσα ανάγνωσης. Μπαίνοντας στο βιβλίο συναντάμε μια απίστευτη ηρεμία, παρά τις υπόγειες θαλασσοταραχές, και πλέουμε χαλαρά, έξω από τη βοή του περιβάλλοντος. Δεν ξέρω πώς γίνεται κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πώς, ενώ οι ήρωες βιώνουν εσωτερικά τραύματα, εκπέμπουν μια γαλήνη, με εξαιρέσεις που δεν αλλοιώνουν τον κανόνα.
Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, April 04, 2020

Georges Simenon, “Οι δαίμονες του πιλοποιού”


Ξέρουμε σχεδόν εξαρχής τον δολοφόνο. Serial killer. Αλλά δεν είναι ένας ψυχοπαθής, αλλά ένας ευυπόληπτος πιλοποιός του οποίου ο ψυχισμός αποτυπώνεται γλαφυρά απ’ τον ίδιο.


Georges Simenon
“Les Fantômes du chapelier”
1949
“Οι δαίμονες του πιλοποιού”  
μετ. Α. Μακάροφ
εκδόσεις Άγρα
2019


Δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί κάθε βιβλίο του Simenon αποτελεί προτεραιότητα στις αγορές μου. Δεν χρειάζεται να τονίσω εκ των προτέρων ότι ακόμα κι αυτοί που δεν θέλγονται από την αστυνομική λογοτεχνία αξίζει να διαβάσουν την εκπληκτική γραφή του Βέλγου συγγραφέα, και μάλιστα όχι μόνο το καλοκαίρι.

> Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη "Γκαζέτ ντε Λιέζ". Το πρώτο του μυθιστόρημα, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο George Sim, με τίτλο "Στο γεφύρι του Αρς" εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ' τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο "λαϊκό" του μυθιστόρημα, "Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου". Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις "Φαγιάρ" για να πάει στις εκδόσεις "Γκαλλιμάρ", όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις είκοσι δύο "Υπαγορεύσεις" του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα "Memoires intimes" (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.


Η μαγική γραφή του Simenon στηρίζεται στο άγγιγμα με διακριτικότητα και προσοχή των ισορροπιών, που παίζουν με τον αναγνώστη και με τους ήρωες. Αποκαλύπτονται μόνο όσα χρειάζεται ώστε να έρθει σταδιακά η εξέλιξη και ο φωτισμός των λεπτομερειών, μέχρι να φτάσουμε στη συνολική εικόνα. Π.χ. ο ράφτης εκ Μέσης Ανατολής Kachoudas πιστεύει καθώς το ανακαλύπτει τυχαία ότι ο σεβάσμιος γείτονάς του πιλοποιός Léon Labbé σκοτώνει εδώ και είκοσι μέρες γηραιές γυναίκες της πόλης τους. Έχει δίκιο ή είναι ιδέα του; Κι όταν πιστοποιείται ότι έχει δίκιο, θα τολμήσει να το καταγγείλει ή ο πιλοποιός θα εξακολουθήσει άφοβα να σκοτώνει; Και από ένα σημείο και μετά μήπως οι υπόνοιες στραφούν εναντίον του άτολμου και ανένταχτου λόγω καταγωγής ραφτάκου;

Όλα όσα εξιστορούνται πατούν στο σχοινί των λεπτών χειρισμών του συγγραφέα, που διαμορφώνει ένα πεδίο ψυχολογικών και αφηγηματικών ναρκών, οι οποίες υπονομεύουν τις σίγουρες εντυπώσεις του αναγνώστη. Ο τελευταίος δεν ανοίγεται, δεν πατά σίγουρα, αλλά παρακολουθεί με δισταγμό. Κι ο Labbé συνεχίζει το προγραμματισμένο έργο του, ώστε να εκτελέσει τους εφτά προσχεδιασμένους φόνους, ώσπου ο τελευταίος ματαιώνεται…

Φυσικά, το εντονότερο ερώτημα είναι γιατί. Τι ώθησε τον ευυπόληπτο γηραιό πιλοποιό να δράσει έτσι. Όλα υπονοούνται με βάση την ασθένεια της γυναίκας του Matilde, η οποία είναι κλεισμένη στο δωμάτιό της και δεν τη βλέπει κανείς. Ο Simenon όμως δηλώνει με καλά στοχευμένα υπονοούμενα ότι αυτό είναι μια καλοσκηνοθετημένη απάτη, καθώς η σύζυγος του Labbé πιθανότατα δεν ζει κι αυτός αναζητεί σε μια φωτογραφία προ πολλών ετών τις συνομήλικές της, που φταίνε σε κάτι, με αποτέλεσμα να αξίζουν τον θάνατο. Μεταξύ λοιπόν των ψυχολογικών χειρισμών των δύο κεντρικών προσώπων (του πιλοποιού και του ράφτη) και των ενδείξεων για τα αίτια της δολοφονικής σειράς, ο συγγραφέας στήνει ένα έξοχο μυθιστόρημα, πιο πολύ ψυχολογικό θρίλερ, πιο πολύ αισθητικό γεγονός, παρά απλώς αστυνομικό.

Το “Les Fantômes du chapelier” γυρίστηκε και ταινία από τον Claude Chabrol το 1982. Το τέλος δεν έχει το αστυνομικό ζενίθ που θα ξαφνιάσει αλλά ενισχύει τον τρόπο που ανατέμνεται η ψυχή του δολοφόνου.

In2life, 11/2/2020 
Πάπισσα Ιωάννα