Τα καλύτερα διαπιστευτήρια για την Cossé είναι η “Απόδειξη”, το προηγούμενο μυθιστόρημά της που προδιέγραψε και την αποδοχή-της από το ελληνικό κοινό. Στην ανάρτησή-μου της 21ης Οκτωβρίου 2010 έδειξα πόσο μια φαεινή ιδέα αποτέλεσε τον πυρήνα ενός έξυπνου χειρισμού.
Γαλλικός καφές με πολλή ζάχαρη:
Laurence Cossé
“Au Bon Roman”
Gallimard 2009
“Στο καλό μυθιστόρημα”
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Πόλις
2011
Ο τρόπος γραφής της γαλλίδας κριτικού και συγγραφέα σε κερδίζει για μερικούς πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ο πρώτος είναι η ευφυής σύλληψη μιας σπερματικής ιδέας που αποτελεί και τον άξονα του έργου. Στην «Απόδειξη» ο συλλογισμός που αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού πείθει τους πάντες, με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να αλλάξει τρόπο ζωής με θετικές και αρνητικές συνέπειες για όλη την κοινωνία. «Στο καλό μυθιστόρημα» μια πλούσια γυναίκα, η Φραντζέσκα, και ένας πολύπειρος βιβλιοπώλης, ο Ιβάν (ή Βαν), αποφασίζουν να ανοίξουν ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο του Παρισιού, το “Au Bon Roman”, στο οποίο θα έχουν μόνο καλά πεζά έργα, που είτε γράφτηκαν στα γαλλικά είτε μεταφράστηκαν σ’ αυτά. Μια ομάδα από οκτώ συγγραφείς, των οποίων τα ονόματα κρατιούνται μυστικά, αναλαμβάνει, χωρίς ο ένας να ξέρει τον άλλο, να στείλει μια λίστα με τα 600 καλύτερα, κατά τη γνώμη-τους, βιβλία, και έτσι να συσταθεί ένας κατάλογος από τέσσερις χιλιάδες έργα, τα οποία και αποτέλεσαν τη μαγιά του νέου εγχειρήματος. Η Φραντζέσκα και ο Ιβάν συμπληρώνουν το στοκ με δικές-τους κλασικές επιλογές.
Τα πράγματα σκουραίνουν όταν δέχονται τις πρώτες απειλές και την ενορχηστρωμένη επίθεση αρθρογράφων και ιστολόγων, οι οποίοι τους κατηγορούν κατά βάση για ελιτισμό και μπουρζουαδική νοοτροπία. Οι φραστικές επιθέσεις, που σημειωτέον εξισορροπούνται πολλαπλάσια τόσο με την αποδοχή του εγχειρήματος από τον κόσμο όσο και από την πέννα επώνυμων, μετατρέπονται σε βίαιες επιθέσεις προς τρεις εκλέκτορες, χωρίς να είναι γνωστό πώς οι αντίπαλοι έμαθαν την ταυτότητά-τους. Ένας ικανός βιβλιολάτρης αστυνόμος ακούει την ιστορία του “Au Bon Roman” και αναλαμβάνει να ανακαλύψει τους ενόχους. Οι εχθροί όμως αλλάζουν τακτική…
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθούν μερικά ακόμα στοιχεία που φωτίζουν το μυθιστόρημα της Cossé, όπως είναι φυσικά η αστυνομική πλοκή, η οποία χωρίς να είναι έντονη, διατρέχει υποδόρια το έργο και κρατά τον αναγνώστη σε μια κάποια εγρήγορση. Δεν ξεχνάμε την αφήγηση που τρέχει με χάρη, που μιλά για λεπτομέρειες ξέροντας ποιες και πώς θα δέσουν με τον βασικό άξονα, που στήνει σκηνές και διαλόγους. Ο αγνώστου ταυτότητας αφηγητής που ξεμυτίζει πού και πού είναι άλλο ένα μυστήριο που ερεθίζει ελαφρά αλλά γόνιμα. Οι αναγνώστες μπαίνουν “Στο καλό μυθιστόρημα“ και γρήγορα δεν θέλουν να βγουν.
Από την άλλη, το ίδιο το μυθιστόρημα της γαλλίδας πεζογράφου θα ήταν στη λίστα με τα καλύτερα; Μάλλον όχι, αν κρίνει κανείς από τις πολλές κοιλιές που κάνει το έργο στην εξέλιξη της ιστορίας, και το αφηγηματικό παράδοξο η ιστορία του βιβλιοπωλείου να λέγεται σε δεκάδες σελίδες αφήγησης στον αρμόδιο αστυνόμο, με τόσες λεπτομέρειες που όλο αυτό καταντά αναληθοφανές.
Ξεχωριστά θα ήθελα να συζητήσω ένα σημείο που χρήζει προβληματισμού: Ποιος/ποιοι είναι οι καταλληλότεροι για να φτιάξουν τη λίστα με τα καλύτερα μυθιστορήματα παγκοσμίως; Η Laurence Cossé απαντά “οκτώ συγγραφείς και κατά σύμβαση μια βιβλιόφιλη και ένας βιβλιοπώλης”. Ένας άλλος θα έλεγε ένας ή μια ομάδα έγκριτων κριτικών, που μπορούν να συστήσουν μια Ιστορία της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας ή έναν Κανόνα. Το πιο λογικά και αφηγηματικά εφικτό θα ήταν μια ομάδα από ποικίλες κατηγορίες, όπως δυο-τρεις συγγραφείς, δυο-τρεις κριτικοί, δυο-τρεις πανεπιστημιακοί, ένας βιβλιοφάγος βιβλιοπώλης κ.ο.κ., ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα ιδεών και πεδίων. Ακόμη περισσότερο, είναι λάθος στρατηγικής να δέχονται κάθε βιβλίο που προτείνει έστω και ένα μέλος της ομάδας (αν και μόνο έτσι μπορεί να συσταθεί το πλήθος των βιβλίων που θα αποτελέσει το εμπόρευμα του “Au Bon Roman”), γιατί ανάγεται το προσωπικό γούστο ενός και μόνο ανθρώπου σε κανόνα. Είναι δεοντολογικά καλύτερο να συστήνεται κάθε βιβλίο τουλάχιστον από δύο άτομα, χωρίς συνεννόηση μεταξύ-τους, ώστε να υπάρχει διπλή -το μίνιμουμ- κάλυψη.
Η Cossé τολμά και λέει ονόματα και βιβλία, απαξιώνει άλλους, δίνει δάφνες σε τρίτους και ξεχωρίζει κείμενα που αξίζουν να μείνουν αθάνατα. Μοιράζει εντέλει ένα είδος α ι σ ι ο δ ο ξ ί α ς ότι μπορεί κανείς να αναλωθεί μόνο σε καλά έργα και να αφήσει στην άκρη τα ευπώλητα, τα πολυδιαφημισμένα, τα προβεβλημένα από τον τύπο, τα εφήμερα, τα μοδάτα… Αυτή η πολιτισμική επανάσταση είναι ίσως το ζητούμενο σε έναν χώρο που κατακλύζεται από χαρτούρα και σαβούρα, που βομβαρδίζεται από wannabe συγγραφείς, γραφιάδες, σελιδογεμιστές, γκλάμουρ ονόματα που προβάλλουν το εγώ-τους, δημοσιοσχεσίτες λογοτέχνες που πουλάνε το μέσα-σε-όλα χαμόγελό-τους.
Οι Έλληνες αναγνώστες αγαπούν τη γαλλίδα συγγραφέα, αν κρίνει κανείς από τους βιβλιόφιλους ιστολόγους που πολύ γρήγορα διάβασαν το “Στο καλό μυθιστόρημα” και το είδαν και σαν μια δική-τους αισιόδοξη δυνατότητα να διαβάσουν καλά βιβλία και να βάλουν στη ζωή-τους ποιότητα:
Και αυτόματα εγείρεται το ερώτημα «πού σε όλα αυτά βρίσκονται τα ιστολόγια;». Απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει ένα μπλογκ Au Bon Roman, αλλά, αν το καλοσκεφτεί, κάθε ανεξάρτητος ιστολόγος προσπαθεί να μιλήσει για το καλό και να το ξεσκαρτάρει από το κακό. Αν ο Πατριάρχης Φώτιος είναι αυστηρός και δεν αποδέχεται εύκολα ό,τι κυκλοφορεί, σίγουρα δεν είναι προϊόν υπεροψίας (ελπίζω τουλάχιστον): είναι πρώτιστα η εσώτερη ανάγκη να διαβάζουμε καλά πράγματα που τον παρακινεί να ψάχνει –και σε καινούργιες πέννες- το ποιοτικό και το υψηλό.
Φυσικά, όταν διάβαζα το βιβλίο της γαλλίδας συγγραφέως, σκέφτηκα τι καλό θα ήταν να έγραφα κι εγώ μόνο για υψηλής αισθητικής έργα… Όμως δεν μπορώ να απορρίψω ένα βιβλίο από τις πρώτες δέκα-δεκαπέντε σελίδες, όπως κάνει ο βιβλιοπώλης ήρωάς-της, ούτε να διαβάζω μόνο κορυφές του Κανόνα, γιατί είναι σαν να αποδέχομαι την αυθεντία ως μοναδικό γνώμονα. Έτσι, κοιτώ το κλασικό που συχνά είναι εξαιρετικό κι άλλοτε παρωχημένο και μουσειακό, ψάχνω το καινούργιο, τρώω φρίκη με νέους συγγραφείς και ενίοτε αναπηδώ από χαρά που ανακάλυψα άλλο ένα διαμαντάκι κ.ο.κ. Φυσικά μιλάω υποκειμενικά, φυσικά ένας μικρός Προκρούστης κι εγώ βλέπω με τα χρωματιστά-μου γυαλιά· δεν μπορώ να ξεφύγω από την αναγνωστική ιδιοσυγκρασία-μου, αλλά προσπαθώ φιλότιμα να εξηγήσω με επιχειρήματα το γιατί και το πώς αξιολόγησα κάθε βιβλίο που πέφτει στα χέρια-μου.
Μακάρι να μπορούσαμε να διαβάζουμε μόνο καλά βιβλία. Έστω, το 50% των επιλογών-μας να είναι ικανοποιητικό, ώστε να εξυψώνουμε το αναγνωστικό-μας επίπεδο και να περνάμε καλά τις ώρες που διαλέξαμε να ασχοληθούμε με ένα κείμενο.
Πατριάρχης Φώτιος