Αστυνομικό διήγημα: μπορεί να αποδώσει μια πολύπλοκη αστυνομική ιστορία και να “δέσει” έντεχνα την υπόθεση μέχρι τη “λύση”; Ή απλώς στήνει μια κορύφωση η οποία αρκεί για να δοθεί το έγκλημα, η αποκάλυψη του δολοφόνου και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται όλα;
επιμ. Α. Χρυσοστομίδης
εκδόσεις Καστανιώτη
2009
Οι συλλογές αυτών των ελληνικών αστυνομικών ιστοριών έχουν αποκτήσει πλέον χαρακτήρα τακτικότητας. Έχω διαβάσει και τις δύο άλλες συλλογές που προηγήθηκαν και, μολονότι οι συγγραφείς και οι ιστορίες-τους διαβάζονται με το ίδιο ενδιαφέρον, δεν εξεπλάγην ιδιαίτερα. Ή το διήγημα κορεννύεται εύκολα ή οι αναγνώστες έχουμε συνηθίσει τα κόλπα των συγγραφέων.
Φυσικά, ξεχώρισα μερικά, είτε επειδή ως διηγήματα προσφέρουν μια αστυνομική ιστορία με τρόπο γοητευτικό, είτε επειδή ως συγγραφική τεχνική καταξιώνουν τον γράφοντά-τους.
Το διήγημα της Κακούρη διακρίνεται για τη στιβαρή δομή-του, τη μελετημένη διαπλοκή υπόπτων και θύματος, μέχρι το τέλος που δείχνει ότι δεν είναι όλοι οι πιθανοί εγκληματίες κατ’ ανάγκην και θύτες. Η ψυχολογική διάσταση δίνει άλλη πνοή στο έργο. Ο Μαρτινίδης συνεχίζει τις εμμονές-του με τις όμορφες μοιραίες γυναίκες και την αντεκκλησιαστική-του ιδεολογία, ο Βασιλικός συγγράφει ένα πολιτικό –εποχής δικτατορίας- διήγημα με άγνωστους δράστες αλλά με ανάλυση –έστω και αποσπασματική- της τρέχουσας παραπολιτικής επικαιρότητας στην Ευρώπη, ο Αποστολίδης παρακολουθεί την επικαιρότητα με την εκ νέου δραπέτευση του Παλαιοκώστα.
Η Δανέλλη στήνει ένα οικογενειακό δράμα, με διαδοχικές απιστίες και πρόσωπα, τα οποία συμπλέκονται σε σημείο σύγχυσης, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να περιμένει ή μια μεγάλη αποτυχία ή μια δυνατή λύση που να ξεμπλέξει επιτυχώς το κουβάρι. Μάλλον ούτε το ένα κατορθώνει ούτε το άλλο. Ο Φιλίππου ορθώνει ένα δράμα πολυκατοικίας, ο νεοεμφανισθείς Γριπιώτης ένα έγκλημα στον επιχειρηματικό χώρο με θύτη έναν γιάπις και με αφήγηση της οικονομικής ανόδου σε στυλ Καραγάτση. Ο Μάρκαρης μιλάει για την απόσταση μεταξύ της αναγνώρισης του θύματος ως συγγραφέα (λόγω διασυνδέσεων) και της ποταπής-του διάστασης ως ανθρώπου (λόγω διασυνδέσεων πάλι), και με αυτόν τον τρόπο μιλάει για τα άπλυτα του συγγραφικού παρασκηνίου, όπου οι μισοί θάβουν τους άλλους μισούς και τούμπαλιν. Εδώ μού φαίνεται ότι κρύβονται αληθινά πρόσωπα…
Ο Δανέλλης (υιός;) μπλέκει σαν σε κοτσίδα δύο άσχετες ιστορίες, μια με την κακοποίηση και θανάτωση ενός Ασιάτη μετανάστη και μια με την εξαφάνιση και εντέλει δολοφονίας μιας νεαρής κοπέλας. Μολονότι ήλπιζα ότι οι δύο ιστορίες θα συνέκλιναν εντέλει σε μια κοινή συνισταμένη, διαψεύστηκα: απλώς παρακολουθούμε δύο διηγήματα σε ένα, χωρίς προσπάθεια αλληλοσυσχετισμού. Ο Σταμάτης αναφέρεται στον έρωτα ενός κλοσάρ για μια Πολωνή καλλονή, που αναρριχήθηκε στα τηλεοπτικά πλατό. Ο Μιχαηλίδης αποτυπώνει την οικολογική ευαισθησία του σύγχρονου ανθρώπου με έναν φόνο επιχειρηματικών συμφερόντων. Θα έλεγα ότι είναι το πιο άρτιο τεχνικά διήγημα, ενώ παράλληλα περνάει και μηνύματα περιβαλλοντικής αυτοσυνειδησίας και πολιτικής διαπλοκής: και τα δύο γνωστά και επίκαιρα.
Ο Λύκαρης καταφέρνει να συνδυάσει πολιτική, αστυνομία και ρατσισμό σε ένα αστυνομικό κράμα, όπου η διαπλοκή είναι πολύ πιο διευρυμένη απ’ ό,τι φαίνεται και η διαφθορά ξεπερνάει τα όρια του εκβιασμού. Το τέλος του διηγήματος αποκαλύπτει την αισιοδοξία του συγγραφέα ότι κάποια λύση μπορεί να βρεθεί, έστω κι αν είναι περιπτωσιακή, πράγμα που στα μάτια-μου δεν φαίνεται ευοίωνη διέξοδος. Τέλος ο Γκάκας, πάλι σε διάθεση τιμωρίας, παρακολουθεί την οργάνωση και την εκτέλεση ενός βίαιου αλαζόνα από έναν γηραιό αριστερό με προβλήματα υγείας.
Το βασικό είναι αυτό που εξ αρχής επισημαίνει ο επιμελητής της σειράς Ανταίος Χρυσοστομίδης: κάθε διήγημα είναι και μια ανατέμνουσα ματιά στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου το έγκλημα σχετίζεται με συγκεκριμένες πλευρές της κοινωνικής παθογένειας. Είναι γνωστή πλέον η ουσιαστική τομή που φέρνει η αστυνομική λογοτεχνία στην αναγνώριση των μεμπτών και στον φωτισμό-τους, ώστε να τα δούμε με άλλη ματιά πέρα από τη σαρκοβόρα διάθεση της τηλεόρασης.
Ωστόσο, η επιτυχία κάθε ιστορίας δεν αρχίζει ούτε τελειώνει μόνο σ’ αυτό. Προσωπικά με θλίβει, πέρα από τις αστοχίες στη ζεύξη των επιμέρους στοιχείων για την επίτευξη στέρεης πλοκής, ένα είδος εμμονών, μιας μανιέρας στον τρόπο που στήνουν πολλοί συγγραφείς τα πρόσωπά-τους, την ψυχολογία-τους, τη θέαση του κόσμου, που καταντά ιδεολογική μανιέρα. Διαβάζω και βλέπω από τους ίδιους συγγραφείς τις ίδιες στερεότυπες αντιλήψεις, που δεν τους επιτρέπουν να φτιάξουν νέους κόσμους, πιο πολυφωνικούς και πιο πολύπλευρους. Ξεχωρίζω τα διηγήματα των Κακούρη, Μιχαηλίδη και του Λύκαρη, επειδή αυτοί συναρμόζουν καλοαρμοσμένες δομές και πειστικές συνδέσεις προσώπων, ενδείξεων και ατμόσφαιρας.
Η φωτογραφία στην κορυφή της ανάρτησης ανήκει στον Simon Howden.
Πατριάρχης Φώτιος