Friday, February 27, 2009

Τουρκικός καφές στη χόβολη: Γιάννης Καλπούζος

«Ιμαρέτ»
εκδόσεις Μεταίχμιο
2008


Κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα. Η Άρτα του 19ου αιώνα μέσα από την ιστορία δύο νέων, του Έλληνα Λιόντου και του Τούρκου Νετζίπ, που μεγαλώνουν μαζί και γίνονται αχώριστοι φίλοι στις καλές και στις κακές στιγμές των δύο λαών.
Κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα με γραμμική αφήγηση, με ανάπλαση της ιστορίας και της εποχής (αυτό που λέγαμε παλιά για επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα και ανάδειξή της σε συγκεκριμένο χωροχρόνο), πολλή αφήγηση, πολλές περιγραφές, ιδιαίτερη έμφαση σε συνήθειες, ήθη και έθιμα, πρακτικές κ.ο.κ. Ελλήνων και Τούρκων σε μια ηθογραφία της περιόδου από την πλευρά και των δύο λαών. Κείμενο χωρίς ενδιαφέρον, αφού ο φόνος-μυστήριο, οι συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων, η πολυπολιτισμική Άρτα, ο φανατισμός δεν αρκούν για να προσδώσουν στις συγκρούσεις ένταση και δραματικότητα.
Μόνο σημείο που ενέχει κάποιο ενδιαφέρον είναι η εναλλαγή των οπτικών γωνιών, μια του Λιόντου και μια του Νετζίπ. Επειδή όμως δεν υπάρχει αντίθεση νοοτροπιών, παρά μόνο σε εθνικό επίπεδο, η πολυτροπικότητα δεν αναδεικνύει τον Άλλο στον πολιτισμό του αλλοεθνή, αλλά απλώς ανάγεται σε ένα παιχνιδάκι χωρίς αντίκρυσμα.
Ιστορικό αφήγημα με κλασικούς όρους ισοδυναμεί με δρόμο χωρίς άσφαλτο. Πρέπει να έχει ιδιαίτερη μαγεία για να επιχειρήσει κανείς να περάσει το αυτοκίνητό του απ’ αυτόν…

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, February 18, 2009

Οι μεγαλύτεροι Νεοέλληνες συγγραφείς

Η ιδέα εφαρμόζεται στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι, ο οποίος επιχειρεί να αναδείξει τους 100 μεγαλύτερους Έλληνες όλων των εποχών και όλων των ιδιοτήτων. Το κοινό ψήφισε, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, αρκετά ώριμα, αφού, παρά τις ευάριθμες σφαλτσοεπιλογές, το σύνολο είναι αντιπροσωπευτικό. Ανάμεσά τους και μερικοί (8 τον αριθμό) λογοτέχνες. Η εκπομπή προβάλλεται κάθε Δευτέρα στις 22.00 και επαναλαμβάνεται σήμερα στις 22.00 επίσης.
Ανάλογα κι εγώ θέτω σε ψηφοφορία το ερώτημα ΠΟΙΟΣ/ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι Νεοέλληνες συγγραφείς που το σημερινό αναγνωστικό κοινό αναγνωρίζει. Η περίοδος για την οποία μιλάμε ξεκινάει από τον 11ο αιώνα μ.Χ. ως σήμερα. Τα κριτήρια είναι ελεύθερα χωρίς περιορισμούς. Ο καθένας μπορεί να διαλέξει ζώντες ή νεκρούς, πεζογράφους ή ποιητές, ακόμα και θεατρικούς συγγραφείς, άνδρες ή γυναίκες, με ένα έργο ή με πολλά, αναγνωρισμένο επίσημα ή όχι. Επειδή Έλληνες δημιουργοί θεωρούνται όσοι γράφουν στα ελληνικά, κρίνω σκόπιμο να περιλαμβάνονται στην ψηφοφορία και Κύπριοι, ενώ όσοι ομογενείς γράφουν πλέον σε άλλη γλώσσα εξαιρούνται. Η διαδικασία ορίζεται ως εξής: όποιος θέλει στέλνει τη λίστα του, όπου κατατάσσει τους σημαντικότερους –κατά τη γνώμη του- λογοτέχνες σε σειρά προτίμησης: από τον ανώτερο προς τα κάτω (κατιούσα κατάταξη). Ο καθένας μπορεί να ψηφίσει 10 ως 20 ονόματα. Το πρώτο όνομα καθενός παίρνει 20 μόρια, το δεύτερο 19 και ούτω καθεξής. Το άθροισμα κάθε λογοτέχνη (από όλους τους συμμετέχοντες) θα τον καταχωρίσει και στη συνολική κατάταξη του Βιβλιοκαφέ.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, February 15, 2009

Τσουρεκάκια πολίτικα: έκδοση – αυτοέκδοση

Τσουρεκάκια ...πωλήτικα

Σκεφτόμουν αυτές τις μέρες τη θέση των συγγραφέων, ας πούμε των νέων, που δεν έχουν εκδώσει τίποτα ή έχουν εκδώσει ένα δυο βιβλία και περιμένουν την ανταπόκριση των άλλων. Το άρθρο όμως του Α. Βιστωνίτη σήμερα στο Βήμα με έφερε …ένα βήμα πιο πίσω:
-Νέος συγγραφέας θέλει να εκδώσει τα πεζά του ή τα ποιήματά του. Καταθέτει λοιπόν τα δακτυλόγραφά του σε έναν ή περισσότερους εκδοτικούς οίκους και περιμένει την έγκριση ή φευ την απόρριψη. Στη δεκαετία του ’90 και λίγο του 2000 οι εκδοτικοί οίκοι έκαναν ένα μεγάλο άνοιγμα, πολλαπλασίασαν τα εκδιδόμενα έργα στους καταλόγους τους, άνοιξαν το βιβλίο στη διαφήμιση και στο μάρκετινγκ κ.ο.κ. Έτσι, πολλοί νέοι συγγραφείς –αξιόλογοι και μη- βρήκαν πιο εύκολα στέγη.
-Βήμα δεύτερο: έκδοση ναι, αλλά προώθηση; Σήμερα όμως, όπως φαίνεται, η υποδοχή είναι πιο σφιχτή –φυσικά ούτε και προηγουμένως εκδίδονταν όλα όσα έβγαιναν από το πληκτρολόγιο των απείρων Ελλήνων εν δυνάμει συγγραφέων. Η πορεία λοιπόν προς την έκδοση συχνά γίνεται ιδίοις αναλώμασι, σε φτηνά βιβλιαράκια με ποίηση, που πάνε εύκολα στην ανακύκλωση, ή στην πολυέξοδη ακριβή έκδοση. Αναρωτιέμαι ωστόσο αν αυτές οι εκδόσεις θα έχουν τύχη σε ένα αναγνωστικό σύστημα που προωθείται με τον αυξανόμενο ιστό της διαφήμισης και της με κάθε τρόπο προώθησης. Φαντάζομαι συνεπώς ότι το δύσκολο δεν είναι να εκδοθείς, το δύσκολο είναι να προβληθείς.
Αρχίζει να αναφύεται και η λύση της έκδοσης μέσω διαδικτύου: κάτι ξέρει περισσότερο η Pellegrina.
-Βήμα τρίτο: κυκλοφορεί το βιβλίο και περιμένει ο συγγραφέας την απήχηση που θα έχει. Αν κάποιος δημιουργός βγει και πει ότι δεν τον πολυνοιάζει, μάλλον έχει μειωμένη αυτογνωσία. Τότε γιατί εκδίδεται; Μα φυσικά (ελπίζω ότι δεν κάνω λάθος), για να προβάλει το έργο του και να αναγνωριστεί η γραφή του. Επομένως, πρώτιστα περιμένει δύο ειδών επιβράβευσης: α) τη θετική αντιμετώπιση από τους κριτικούς (και φαντάζομαι πόσο θα αδημονεί να γραφεί κάτι γι’ αυτόν ή πόσο θα περηφανεύεται όταν πρωτοδεί κριτική για το έργο του) και β) την αυξημένη ζήτηση εκ μέρους του κοινού [βεβαίως κάθε δημιουργός στοχεύει ίσως στο ένα μόνο από τα δύο και λιγότεροι αποσκοπούν να κερδίσουν και τα δύο].
Εκεί τώρα καταλαβαίνω την αγωνία του δημιουργού που έχει λιώσει πάνω στο πληκτρολόγιο ή στο χαρτί και προσκρούει στην άρνηση του εκδότη ή στην απόρριψη του κριτικού ή ακόμα χειρότερα στη σιωπή που καλύπτει σαν σκόνη ερήμου την προσπάθειά του. Φταίει το σύστημα που δεν ευνοεί την ποιοτική γραφή; Φταίει ο εκδοτικός οίκος που δεν προώθησε το έργο; Φταίνε οι κριτικοί που χρηματίζονται παντοιοτρόπως και δεν αναδεικνύουν τις αξίες; Φταίνε τα κυκλώματα; Φταίω εγώ ο ίδιος (ο συγγραφέας) που δεν έγραψα κάτι αξιόλογο ή που δεν γράφω εύκολα, λαϊκίστικα, τρέντι, με βάση τους μοντερνισμούς και τους μεταμοντερνισμούς που πουλάνε σήμερα;
Προσπαθώ να μπω στην ψυχολογία του συγγραφέα και γι' αυτό καταλαβαίνω αν κανείς μού εξηγήσει ότι είμαι τελείως εκτός κλίματος. Κι όσο εύκολα βρίσκω άπειρα προβλήματα και ατέλειες στη γραφή, άλλο τόσο εύκολα θλίβομαι όταν ξεκινάνε πολλοί με όνειρα και δεν μπορούν να τα υλοποιήσουν.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, February 12, 2009

Καπουτσίνο με σαντιγί: Σωτηρία Σταυρακοπούλου

“Σπάνιες αλήθειες”
εκδόσεις Εστία
2008


Campus novel ή πανεπιστημιακό μυθιστόρημα: oμολογώ ότι γνωρίζω λίγα για το είδος και γι’ αυτό κατέφυγα στο Λεξικό Λογοτεχνίας του Πατάκη για να μάθω. Στον αγγλοσαξονικό χώρο με παράδοση στα πανεπιστήμια και στα campus το είδος ανθεί, ενώ στην Ελλάδα τα δείγματα είναι φτωχά, μπασταρδεμένα με άλλα είδη, υβρίδια πιο πολύ παρά καθαρά πανεπιστημιακά μυθιστορήματα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο φαίνεται να είναι ένα από τα αμιγή του χώρου: ηρωίδες είναι δύο καθηγήτριες (η μία αναπληρώτρια) σε πανεπιστήμιο της Ελλάδας και μυθοπλαστικό σκηνικό οι διαδικασίες και οι σχέσεις των καθηγητών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικά όταν η μία υποβάλλει αίτηση για ανέλιξη, η άλλη –παρόλο που είναι φίλη της- εμφανίζει αντιφατική στάση, αφού από τη μία θέλει να εξαιρεθεί κι από την άλλη -από σεβασμό στην αλήθεια, όπως δηλώνει- μένει και προβάλλει ενστάσεις για το έργο της πρώτης.
Ο Τατσόπουλος (Τα Νέα, 24.1.2009) εκθειάζει τις «Σπάνιες αλήθειες», ακριβώς επειδή βγάζει στα φόρα τα άπλυτα των πανεπιστημιακών. Φτάνει αυτό; Έχω την εντύπωση ότι θαμπώνεται εύκολα με την ιδεολογία του βιβλίου και κρίνει άστοχα.
Η γνωριμία μου με το πανεπιστημιακό στην εγχώρια πεζογραφία δεν με έπεισε για τις δυνατότητές μας. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, πιο πολύ το αντιλήφθηκα ως αυτοβιογραφική προσπάθεια μιας πανεπιστημιακού να πει τον πόνο της, έστω και καλυμμένα, πιο πολύ ως απόπειρα να ακουστούν πολλά απ’ όσα ταλανίζουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση παρά ως μυθιστόρημα αξιώσεων. Εξηγούμαι:
α. η πλοκή είναι υποτυπώδης, αφού περισσότερο διαβάζουμε σκέψεις και δοκιμιακό υλικό παρά βλέπουμε δράση και συγκρούσεις. Η κρίση της Αγγέλας συνοψίζει όλο το στόρι και όλες οι υπόλοιπες σελίδες γεμίζουν με στοχασμούς που οδηγούν το κείμενο σ’ αυτό που λέγεται μυθιστόρημα ιδεών και μάλιστα παραφορτωμένο από αυτές, αφού οι ιδέες δεν απορρέουν αβίαστα από την εξέλιξη των γεγονότων. Δες και τις καταπελτικές ενστάσεις της Κοτζιά (Η Καθημερινή, 9.2.2009). Δυστυχώς θα συμφωνήσω μαζί της στα επιχειρήματά της.
β. η αφήγηση φαντάζει τρομερά μονολογική, καθώς η αφηγήτρια Αγγέλα εξιστορεί και εξωτερικεύει όσα σκέφτεται γύρω από τη φιλολογική της δραστηριότητα, λιγότερο μέσα στα αμφιθέατρα και περισσότερο έξω από αυτά. Κι εκεί που αρχίζεις να διαμαρτύρεσαι για το μονοδιάστατο του πράγματος, η αφήγηση διίσταται με παράλληλους μονολόγους τόσο της Αγγέλας όσο και της άσπονδης φίλης της Εύας. Το μυθιστόρημα -παρόλο που δεν γίνεται πολυγλωσσικό, αφού το ύφος και των δύο είναι ίδιο ή τουλάχιστον παρεμφερές- γίνεται διφωνικό, καθώς ακούγονται και οι δύο απόψεις, δύο οπτικές γωνίες που καταγράφουν τη συναδελφική και φιλική σχέση με άλλους όρους. Εκεί ο αναγνώστης μπερδεύεται για το ποια έχει δίκιο, γεγονός που το κρίνω ιδιαίτερα πετυχημένο, επειδή η αλήθεια δεν είναι εμφανής και η συγγραφέας δεν θέλει να καπελώσει τις ηρωίδες της. Αλλά το τέλος, αντί να μείνει ανοιχτό στην κρίση μας, κλείνει όπως ξεκίνησε, με την Αγγέλα να ολοκληρώνει την ιστορία αφήνοντας την εντύπωση ότι η Εύα έχει διχασμένη προσωπικότητα με άλλα ψυχολογικά προβλήματα. Η αλήθεια είναι τελικά δεδομένη…
γ. το πανεπιστήμιο και οι κρίσεις είναι πολύ πιο βρώμικες απ’ όσο φαίνεται. Ενώ δηλαδή η Σταυρακοπούλου αποδίδει την όποια αδικία σε προσωπικές διενέξεις (περιστασιακά αποδέχεται ότι το φαινόμενο είναι πιο πολύπλοκο), δεν αναλύει μέσω της δράσης τα ευρύτερα συμπτώματα της σήψης, τις κλίκες που κυριαρχούν, τη διαπλοκή με τους φοιτητές, την ανεπάρκεια σε υποδομές, τον αριβισμό των διδασκόντων κ.λπ. αλλά περιορίζεται σε μεμονωμένα σκηνικά που, αντί να αναδείξουν το πρόβλημα, το παρουσιάζουν ως διαπροσωπική διαμάχη και μόνο. Κι ακόμα περισσότερο παρουσιάζει ως ηθικό το να υποστηρίξει κάποιος τον φίλο του, να τον επαινέσει δηλαδή όχι επειδή έχει να επιδείξει σημαντικό έργο, αλλά επειδή είναι κολλητός του. Επομένως, όποιος δεν το κάνει, είναι προδότης… Με αυτήν την ηθική πορεύονται στο πανεπιστήμιο και γι’ αυτό κυριαρχεί η ευνοιοκρατία κ.ο.κ.
Κατώτερο των προσδοκιών, ίσως γιατί η πανεπιστημιακή ζωή είναι για τους εν αυτή χώρος καριέρας και μόνο, ενώ για τους άλλους δεν λέει τίποτα απολύτως κι επομένως δεν προσφέρεται για συνολικότερες θεωρήσεις.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, February 08, 2009

Χυμός σταφύλι: μικρές γουλιές επικαιρότητας

Ιερές αγελάδες και αν-ίερες κατίνες

1. Υπάρχουν Ιερές αγελάδες στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας; Υπάρχουν ονόματα που απολαμβάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης από την κριτική ή /και από το κοινό, μόνο και μόνο λόγω του ονόματός τους; Ας κάνουμε μία διάκριση:
-Το κοινό χρειάζεται έναν βασικό κεντρικό άξονα για να πατήσει. Επομένως, αν έχει διαβάσει το βιβλίο του Χ συγγραφέα και το χάρηκε, θα ξαναγοράσει το επόμενό του με υψηλές προσδοκίες και μάλλον θα τον κρίνει πιο επιεικώς από έναν άγνωστο. Παράλληλα, προτιμά να «ακουμπήσει» τα χρήματά του σε ένα γνωστό όνομα από ανασφάλεια μήπως αυτά πάνε χαμένα αν τα “επενδύσει” σε ένα άγνωστο. Σ’ αυτό ευθύνεται και η μόδα-μίμηση-μαζοποίηση που σαν τις διαφημίσεις προωθεί το φημισμένο πρόσωπο και όχι το αφανές αλλά ίσως ποιοτικότερο. Φυσικά το ευρύ κοινό δεν θα ακούσει τις φωνές της κριτικής, αλλά είτε θα στηριχτεί στο κύρος του συγγραφέα ή θα εμπιστευτεί τον φίλο και τον κύκλο του αναδεικνύοντας μπεστ-σέλλερ.
-Οι κριτικοί τώρα θα βάλουν στα προς ανάγνωση σίγουρα τα έργα ενός καταξιωμένου δημιουργού και συχνά θα γράψουν γι’ αυτόν, ασχέτως αν θα είναι θετικοί ή αρνητικοί: συχνά το δεύτερο το πασπαλίζουν με σκόνη διπλωματίας. Αυτό το κάνουν από τη μία γιατί έχουν παρακολουθήσει την πορεία του ως τώρα, έχουν δηλαδή μία σταθερά, και με κριτήρια την προϊστορία του μπορούν να εκτιμήσουν (;) καλύτερα το ανά χείρας έργο. Από την άλλη, δεν θέλουν να απόσχουν από την όποια συζήτηση προκύψει για τον αναγνωρίσιμο συγγραφέα –ξέρουν δηλαδή ότι και οι άλλοι συνάδελφοί τους θα κινηθούν ανάλογα- και έτσι επιδιώκουν να αφήσουν το στίγμα τους για κάθε λογοτέχνη που θα απασχολήσει την (κριτική) κοινή γνώμη, τα βραβεία κ.ο.κ. Φυσικά δεν μιλάμε για την αξία του έργου αλλά για το φορτίο που κουβαλά το όνομά του

Ιερές αγελάδες λοιπόν παρεισφρέουν στα πολιτιστικά χωράφια και στρογγυλοκάθονται, κυκλοφορούν ελαφρά τη καρδία τα έργα τους επαναπαυόμενες στην αίγλη του παρόντος, λειτουργούν ως κατεστημένο τόσο στο τουπέ του θρόνου τους όσο και στη συνείδηση του κοινού-κριτικών. Αποτέλεσμα: πολλοί καλοί συγγραφείς να εκδίδουν αποτυχίες, επειδή ξέρουν υποσυνείδητα ότι θα κριθούν πιο επιεικώς… τουλάχιστον προς το παρόν.
2. Οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου, όπως θα περίμενε κανείς να είναι οι κριτικοί, σφάζονται σαν διανοούμενες κατίνες. Κι όποιος νομίζει ότι μόνο στα μεσημεριανάδικα της τηλεόρασης θα δει καυγάδες και ειρωνικά κονταροκτυπήματα, γελιέται. Αρκεί να διαβάσει την απάντηση του Κούρτοβικ στον Ζήρα και την ανταπάντηση του δεύτερου στον πρώτο στο περιοδικό «διαβάζω» (τεύχος Φεβρουαρίου): φιλοφρονήσεις καφενείου, ειρωνικές ατάκες, μπηχτές και προσωπικές επιθέσεις, λογοτεχνικό ύφος και καυστικά σχόλια. Η όλη συζήτηση ξεκίνησε από την κατηγορία του Δ. Κούρτοβικ ενάντια στους Χατζηβασιλείου, Κοτζιά και έμμεσα στον Ζήρα ότι είναι το κατεστημένο και κινούν μηχανισμούς προώθησης μιας μίζερης λογοτεχνίας, υποτασσόμενοι παράλληλα στους επίσημους θεσμούς. Ο Αλ. Ζήρας απάντησε στο «διαβάζω» (τεύχος Ιανουαρίου) [είχε προηγηθεί η απάντηση Χατζηβασιλείου στην «Ελευθεροτυπία»] και τώρα βλέπουμε τη συνέχεια της “γιόστρας”, ενώ στα «Νέα» του Σαββατοκύριακου (7/1/2009) ο Κούρτοβικ συνεχίζει τα επιχειρήματά του για το καρτέλ κριτικών.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ: όπου ο καθένας προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει, συσσωρεύει ταυτόχρονα μια πληθώρα ειρωνειών και προσωπικών σχολίων που κατεβάζουν το επίπεδο και μας κάνουν να σιχτιρίζουμε την πνευματική ελίτ και άλλα φούμαρα.
3. Η Λώρη Κέζα συντηρεί έναν πολύ ενδιαφέροντα ιστότοπο (www.keza.gr), όπου εκτός από τις πρόσφατες συνεντεύξεις και βιβλιοπαρουσιάσεις που δημοσιεύει (μερικές από αυτές και στο «Βήμα»), αναρτά σχόλια γύρω από τον χώρο του βιβλίου με ειδήσεις και κουτσομπολιά. Δημοσιογράφος γαρ αναλαμβάνει εσχάτως και ρεπορτάζ όπως για τα δέντρα που έκοψε ο Κακλαμάνης ή για το στυλ της Παπαρήγα. Η εξειδίκευση πλέον είναι πολυτέλεια;
4. Έτος Γιάννη Ρίτσου φέτος. Ελπίζω η μνήμη του και η αξία του έργου του να αναδειχθούν με την προβολή των στίχων του και όχι με την αγιοποίηση του προσώπου του, όπως συμβαίνει συνήθως.

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 06, 2009

Καπουτσίνο με σαντιγύ: Ελένη Λαδιά

“Ταραντούλα”
εκδόσεις Εστία
2008

Αιρέσεις και αυθ-αιρεσίες

Έχω αποφασίσει, αν μπορώ, να μην καταδικάζω κανένα συγγραφέα, αν δεν διαβάσω τουλάχιστον δύο βιβλία του. Έτσι μετά το αποκαρδιωτικό “Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι” (δεν μου λέει τίποτα που απέσπασε Κρατικό βραβείο) αποφάσισα να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία.
Η ιδέα της Ταραντούλας ξεκινά από έναν ευφυή πειραματισμό. Ένας συγγραφέας αποφασίζει να δραπετεύσει από την πόλη, να ζήσει στο χωριό του και αρχίζει παράλληλα δύο βιβλία: το ένα δοκιμιακού χαρακτήρα αφορά στις αιρέσεις και πιο συγκεκριμένα στον Γνωστικισμό (πολλή πέραση έχουν, μετά τον Καμπουράκη και τη «Συμμορία της συγκίνησης» και τον Δαγδελένη και το «Βιβλίο των αιρέσεων) και το άλλο μυθιστόρημα ερωτικού χαρακτήρα. Δυο εγκιβωτισμένα αφηγήματα και μια αυτοαναφορική ιστορία.
Δυστυχώς δεν κατάλαβα πώς συνδέονται όλα αυτά. Δυστυχώς δεν κατάλαβα πού συγκλίνουν οι ασύμβατες αυτές γραφές. Πιο πολύ το συνέχισα και το τελείωσα από (ιστορικοθεολογική) περιέργεια για τις αιρέσεις παρά για την πλοκή και τη δράση. Δυστυχώς δεν με συνεπήρε ούτε στιγμή και κάπου έπαψα να ψάχνω το βαθύτερο νόημα.
Διάβασα σήμερα και στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας την παρουσίαση του Γ. Βέη, αλλά δεν διαφωτίστηκα περισσότερο για το νόημα και τη στόχευση του βιβλίου.

Πατριάρχης Φώτιος
Δεν σας κακιώνω που δεν μου είπατε (ως τώρα) χρόνια πολλά. Ποιος άραγε γνωρίζει ότι σήμερα είναι η εορτή Φωτίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως;

Tuesday, February 03, 2009

δε(κατα) και ψηφιακός λόγος

Έρευνα: λογοτεχνικά ιστολόγια

Στα τέλη του 2008 δέχτηκα από την κα. Τιτίκα Δημητρούλια ηλεκτρονική πρόσκληση αφενός να απαντήσω σε μια σειρά ερωτήσεων γύρω από το ιστολογείν κι αφετέρου να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση γύρω από αυτό. Και τα δύο τα οργάνωνε μαζί με την Μπέκη Μπλούμ για το περιοδικό δε(κατα). Δυστυχώς, η τεχνολογία μάς πρόδωσε και οι ερωτήσεις έφτασαν πολύ αργά, με αποτέλεσμα να έχει κλείσει το τεύχος 16 (Ιανουάριος 2009), που αφορούσε τον ψηφιακό λόγο. Ωστόσο έγραψα τις απαντήσεις μου, οι οποίες θα διαβάζονταν στην εκδήλωση του περιοδικού στις 16.12.2008, αν δεν απατώμαι. Έτσι μαζί με τoυς ιστολόγους Ναυτίλο (alexis.chryssanthie.blogspot.com) Λάμπρο Σκουζάκη (pandoxeio.wordpress.com), Δημήτρη Αθηνάκη (athinakisdimitris.wordpress.com), Δημήτρη Παστάκα (poiein.gr) και Λιμπρόφιλο (librofilo.blogspot.com) θα περιλαμβανόμουν στο τρέχον τεύχος. Ιδού οι απαντήσεις:

1. Τα ιστολόγια, ως κατεξοχήν χώροι αυτοέκφρασης και αυτοπαρουσίασης, ασχολούνται, αυτονόητα, και με τη λογοτεχνία. Για ποιους λόγους γοητευτήκατε προσωπικά από το νέο μέσο;

Πάντα ένιωθα την ανάγκη να καταγράφω τις αναγνωστικές μου εμπειρίες, για να τις θυμάμαι αργότερα σαν ένα ημερολόγιο αναγνώσεων. Με αυτόν τον τρόπο κάθε βιβλίο δε διαβάζεται και φεύγει, αλλά μένει σε μια μικρή ή μεγάλη καταγραφή, διασώζοντας τις εντυπώσεις που μου άφησε –μέσα στην προσωπική μου ιστοριογραφία. Με το ιστολόγιο, όχι μόνο διασώζω τις σκέψεις μου με αφορμή βιβλία ή άλλα συμβάντα στο χώρο του βιβλίου και τις μοιράζομαι με άλλους, αλλά ακόμη περισσότερο δέχομαι σχόλια σε ένα είδος διαλόγου.

2. Θεωρείτε ότι τα ιστολόγια έχουν περάσει σε μια διαφορετική φάση; Μια φάση ενδεχομένως ενηλικίωσης; Συμβαδίζουν οι εξελίξεις στο διεθνές πεδίο με τις αντίστοιχες στο ελληνικό;

Το διαδίκτυο ως μορφή παγκοσμιοποίησης ακολουθεί τις εξελίξεις πιο γρήγορα απ’ ό,τι άλλες μορφές λόγου. Ενηλικίωση σημαίνει σταθερή παρουσία κι όχι μια ενθουσιώδης έναρξη χωρίς συνέχεια, ενασχόληση με το βιβλίο με όρους κοινοποίησης και όχι προσωπικού ημερολογίου, διαμόρφωση ενός ιστού όπου υπάρχουν επισκέπτες και παράλληλα ο ιστολόγος επισκέπτεται άλλα ιστολόγια σε μια μορφή πολλαπλής επικοινωνίας. Όλα αυτά τα βλέπω. Δεν βλέπω ωστόσο μεγάλη απήχηση, παρά μόνο σε πολιτικοειδησεογραφικά μπλογκς, τα οποία –κατά τη γνώμη μου- δεν είναι μπλογκς, είναι ηλεκτρονικές εφημερίδες χωρίς ουσιαστική διάδραση. Από την άλλη, αν ωριμότητα σημαίνει το ότι πλησιάζουν τα ΜΜΕ (ποικιλία, πολυφωνία, καταγραφή και σχολιασμός της επικαιρότητας, διαπλοκή λ.χ. μπλόγκερς και συγγραφέων, κουτσομπολιό κ.ο.κ.), τότε ναι, έχουν ωριμάσει αρκετά!

3. Αν διαπιστώνετε μια εξέλιξη στην πορεία των ιστολογίων, πώς την ορίζετε σε σχέση ειδικότερα με τα λογοτεχνικά ιστολόγια και τον περί βιβλίου λόγο;

Λίγο πολύ απάντησα προηγουμένως. Εξειδικεύομαι λοιπόν στο τελευταίο σκέλος που αναφέρεται στο βιβλίο. Ο κυβερνοχώρος δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν ιστο-λέσχες ανάγνωσης, να ανταλλάξουν οι αναγνώστες απόψεις, να γίνει ο ένας αναγνώστης μεσάζων –που παρουσιάζει το λογοτεχνικό έργο ενθαρρύνοντας ή αποτρέποντας την αγορά του. Είναι μια ζωντανή κυψέλη γνωμών, οι οποίες όσο πιο στιβαρές ξεκινήσουν από τον ιστολόγο τόσο πιο ποιοτικά σχόλια γεννούν σε μια διαρκή ενασχόληση και προβληματισμό για το βιβλίο. Η λογοτεχνία έτσι βγαίνει κερδισμένη, αφού όχι μόνο διαφημίζεται αλλά και σχολιάζεται πολλαπλώς. Η ανταπόκριση δεν είναι πλέον στα χέρια μόνο των κριτικών, αλλά και όλων εμάς που γινόμαστε ερασιτέχνες δημοσιογράφοι, συνήθως αντιδρώντας στον ακαδημαϊσμό των πρώτων.

4. Θεωρείτε ότι τα προβλήματα που καταγράφονται σε επίπεδο ηθικής και δεοντολογίας στα ιστολόγια, των λογοτεχνικών συμπεριλαμβανομένων, οφείλουν και/ή μπορούν να ρυθμιστούν; Και με ποιο τρόπο;

Δύσκολη η απόφαση. Παρόλο που διατηρώ ψευδώνυμο μπλογκ και πιστεύω στην ελευθερία γνώμης, παρόλο που δεν έχω αποφύγει τις αστοχίες και εις βάρος προσώπων, υποστηρίζω ότι η ανεύθυνη (σκόπιμη) λασπολογία είναι δεινό. Αν μπορεί να εξαλειφθεί με μέτρα που δε θα περιορίσουν την ελευθερία, αυτό δεν το ξέρω. Πρεσβεύω ωστόσο ότι τα ιστολόγια κερδίζουν σε φήμη και σε αξία στην πράξη, στη συνείδηση των αναγνωστών τους, στη σταθερότητα των απόψεών τους και όχι στην περιστασιακή εντυπωσιοθηρία. Με άλλα λόγια, το ίδιο το κοινωνικό σύστημα θα αξιολογήσει όσα γράφονται· μήπως οι ειδήσεις και τα σχόλια που διαρρέουν από τις εφημερίδες ή τους τηλεοπτικούς σταθμούς είναι λιγότερο στρεβλά και ηθελημένα παραποιημένα;

5. Μιλήστε μας για τα θετικά που αποκομίσατε από τη συμμετοχή σας στη νέα αυτή μορφή επικοινωνίας και μοιράσματος, στη συγκρότηση της «συλλογικής νοημοσύνης» όσον αφορά τον περί λογοτεχνίας λόγο.

Κέρδισα την εγρήγορση στο να παρακολουθώ πιο στενά το χώρο του βιβλίου, να διαβάζω και να γράφω (άρα και να σκέφτομαι καλύτερα) για λογοτεχνικά έργα και να προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός και καίριος, γιατί όλες αυτές οι σκέψεις ανοίγονται στο ευρύ κοινό. Αποκόμισα χρήσιμα σχόλια από τους θαμώνες του Βιβλιοκαφέ που κινητοποίησαν το μυαλό μου, με έκαναν να ξανασκεφτώ τις απόψεις μου και να ελέγξω πιο αυστηρά τα (αναγνωστικά) πιστεύω μου. Έμαθα για ποιοτικά αναγνώσματα που δεν τα είχα υπόψη, είδα άλλες οπτικές γωνίες που δεν είναι καθόλου κατώτερες ευφυών συλλήψεων της κριτικής, άνοιξα τον κύκλο των ψηφιακών «φίλων» μου με τους οποίους συζητώ σαν σε …καφέ τα νέα της ελληνικής και ξένης πεζογραφίας.

Ευχαριστώ για την πρόσκληση
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, February 01, 2009

Αμερικάνικος με τεκίλα: Νεοκλής Γαλανόπουλος

“Θάνατος από το πουθενά”
εκδόσεις Τόπος
2008

Προσπαθώντας για την υπέρβαση
Το πιο βαρετό αστυνομικό που έχω διαβάσει! Στο πρώτο μέρος, περίπου τα 2/3 του έργου, διάβαζα ένα οικογενειακό μυθιστόρημα με έριδες και πάθη, όπου η μόνη υποψία εγκλήματος ήταν μια αυτοκτονία/ατύχημα του pater familias (δεν κλίνω τη λέξη), χωρίς να ενδιαφέρει σοβαρά η εξιχνίασή της. Κι είναι τόσο έντονη η ανία ως τότε, που η σωρεία ανατροπών του τέλους εκπλήσσει ευχάριστα, αλλά δεν συνεπαίρνει από το μούδιασμα της αρχής.
Δεν έχω διαβάσει το προηγούμενο του Γαλανόπουλου, αλλά κατάλαβα τι τρέχει από τις κριτικές. Ο συγγραφέας προσπαθεί να ανατρέψει τα δεδομένα του είδους της αστυνομικής λογοτεχνίας και να τεντώσει τα όριά του πέρα από εκεί που βρίσκονται. Τι κάνει, λοιπόν;
i. από ένα σημείο και μετά βάζει να αφηγούνται οι νεκροί, τα θύματα του δολοφόνου. Η πολυπρισματική αυτή αφήγηση και μάλιστα από οπτική γωνία που δεν είναι συνηθισμένη θα μπορούσε να αποτελέσει εξ αρχής άξονα του έργου και να χρησιμοποιηθεί ως πολυεστιακή βάση και όχι ως το κερασάκι στην τούρτα.
ii. βάζει τον δολοφόνο να είναι ήδη νεκρός, κατά μίμηση και δοκιμασία των «Δέκα μικρών νέγρων» της Άγκ. Κρίστι. Το όλο στήσιμο παρότι έξυπνο δεν φαίνεται πάντα πειστικό.
iii. ανοικτό τέλος όπου τη λύση στο μισοτελειωμένο μυθιστόρημα του Δαρσινού δίνει ένας αναγνώστης. Πετυχημένο.
Τι δεν κάνει;
α. αφήνει το μυθιστόρημα να κινείται στα όρια του κλασικού whodunit με παιχνίδι των αφηγηματικών τεχνικών και ανατροπές, χωρίς να συμβαδίζει με την εποχή του που θέλει την αστυνομική λογοτεχνία να είναι και ανατομία της κοινωνίας, των ανθρώπων, της εγκληματικότητας. Μένει δηλαδή σε μια καλοστημένη πλοκή (όσο είναι) και κολυμπά στα ρηχά…
β. παραμερίζει το σασπένς της αρχής κρυώνοντας τον αναγνώστη και γι’ αυτό το απρόσμενο τέλος δεν ξέρω αν φτάνει να τον ξαναζεστάνει.
Η εντύπωση που μου άφησε ο Γαλανόπουλος είναι ότι επιχειρεί να βρει νέους τρόπους αφήγησης της διαλεύκανσης ενός εγκλήματος, πως επιδιώκει με γερό εξοπλισμό να ξανααιφνιδιάσει τον αναγνώστη, αλλά… το όλο εγχείρημα απομένει μια φορμαλιστική βόμβα χωρίς τη δυναμική της πραγματικής ανανέωσης.

Πατριάρχης Φώτιος