Thursday, November 27, 2008

Τάρτες: Λογοτεχνία και Εμφύλιος

Ελληνική πεζογραφία
για τον Εμφύλιο πόλεμο

Μιλούσαμε στην προηγούμενη ανάρτηση για τις δύο μεγάλες φετίχ εποχές της ελληνικής πεζογραφίας, τον Εμφύλιο και τη δεκαετία του ’60. Το ερώτημα είναι γιατί εκεί στέκονται όσοι ανατρέχουν στο παρελθόν και ψάχνουν να βρουν τάσεις, βιώματα, ιστορικές βάσεις. Μια πρώτη υπόθεση εργασίας είναι ότι, επειδή το ψυχροπολεμικό κλίμα του εμφύλιου κράτησε –κατά πολλούς- μέχρι το 1989, οι συγγραφείς που μεγάλωσαν μ’ αυτό αναζητούν πίσω τις ρίζες της πρόσφατης και με άλλους όρους τωρινής πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας. Να μια λίστα με τίτλους για την εποχή του Εμφυλίου:

Δημήτρης Χατζής, Η φωτιά (1946)
Γιάννης Μπεράτης, Οδοιπορικό του ’43 (1946)
Ρένος Αποστολίδης, Πυραμίδα 67 (1949)
Ρόδης Ρούφος, Το χρονικό μιας σταυροφορίας (1954-8)
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία (1953)
Νίκος Κάσδαγλης, Τα δόντια της μυλόπετρας (1955)
Νίκος Καζαντζάκης, Αδερφοφάδες (1955)
Ρένος Αποστολίδης, Ο Α2 (1968)
Άρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο (1974)
Θανάσης Βαλτινός, Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978)
Στρατής Χαβιαράς, Ηρωικά χρόνια (1985)
Θανάσης Βαλτινός, Ορθοκωστά (1994)
Γιάννης Μπούτος, Τα δάκρυα της βασίλισσας (2000)
Κώστας Ακρίβος, Κίτρινο ρωσικό κερί (2001)
Μάκης Τρικούκης, Η ταπείνωση του θριαμβευτή (2006)
Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ (2006)
Μάνος Ελευθερίου, Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές (2006)

(μερικοί τίτλοι από αυτούς αντλήθηκαν από τη μελέτη του Γ. Βασιλακάκου “Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος στη μεταπολεμική πεζογραφία 1946-1958 ”, Ελληνικά γράμματα, 2000)

Το ερώτημα είναι πώς διαβάζουμε την ιστορία; Αναζητώντας τα γεγονότα για να βγάλουμε συμπεράσματα; Ή ερμηνεύοντας τα γεγονότα με βάση τις σημερινές ιδεολογικές πεποιθήσεις. Μεταφέρω εδώ ένα σχόλιο της Pellegrina από το προηγούμενο ποστ:
«1) Κάθε λογοτεχνία, και κυρίως το μυθιστόρημα, έχει να κάνει όχι τόσο με το θέμα του ή την εποχή στην οποία αναφέρεται, αλλά με την εποχή στην οποία ΓΡΑΦΕΤΑΙ. Είναι πάντα ένα κομμάτι της φωνής της, της συνείδησής της. Υπό αυτή την έννοια και τα διεξαγόμενα π.χ. στο Βυζάντιο και γραμμένα τώρα, έχουν να κάνουν κυρίως με το τώρα.2) Διαπιστώνουμε όμως μια επιμονή στο παρελθόν, και επίσης (αυτό δικό μου κυρίως, οκέι) ότι και όταν αναφερόμαστε στο παρόν, συχνά αυτό γίνεται με όρους παρελθόντος (αυτό αν θέλετε το εξηγώ άλλη φορά). πώς ενώνονται αυτές οι δύο φαινομενικά αντικρουόμενες απόψεις; Κατά τη γνώμη μου ως εξής: Κάθε βιβλίο εκφράζει την εποχή του. Αν τώρα επιμένει στο παρελθόν, αυτό σημαίνει ότι η ίδια η εποχή του (η σύγχρονη)είναι κολλημένη, έχει πρόβλημα. Δηλαδή, είμαστε συντηρητικοί ή τελματωμένοι ε ξ ω λογοτεχνικά, στο κοινωνικό, ιδεολογικό, υπαρξιακό κλπ επίπεδο.»
Προς το παρόν δεν σχολιάζω, για να μην επηρεάσω τη συζήτηση. Τι τραβάει εντέλει τους συγγραφείς και μαζί τους αναγνώστες από το παρελθόν; Και πιο συγκεκριμένα, γιατί μελετάμε και ξαναμελετάμε ως κοινωνία τον Εμφύλιο;

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 24, 2008

Πολλά βαρύς και όχι: Θανάσης Σκρουμπέλος

Θανάσης Σκρουμπέλος
“Μπλε καστόρινα παπούτσια”
εκδόσεις Τόπος
2008

Μια δεκαετία φετίχ

Δύο είναι οι εποχές που αποτελούν φετίχ για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, ο εμφύλιος και η δεκαετία του ’60, προφανώς γιατί σ’ αυτές τις δύο εποχές βλέπουν οι συγγραφείς μας τις ρίζες της τωρινής κοινωνικοπολιτικής κατάστασης. Για τη δεκαετία του ’60 θυμίζω ενδεικτικά τα “Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60”, του Θ. Βαλτινού και το “Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου” του Γ. Σκαμπαρδώνη…
Ο Σκρουμπέλος επιχειρεί μια τοιχογραφία της εποχής με τις διαμάχες αριστερών και δεξιών, οι οποίες κλείνουν το έργο με συμφιλίωση στην πράξη (πέρα από τις ιδεολογικές διαφορές), με αποτύπωση του ονείρου για πρόοδο, λίγο μυθιστόρημα μαθητείας, λίγο πολυφωνική καταγραφή που ξεκινά από τους τραβεστί σε κέντρο διασκέδασης της εποχής μέχρι τα όνειρα των παιδιών. Ο συγγραφέας (γενν. 1944) έζησε τη δεκαετία αυτή ως έφηβος και αποτυπώνει με νοσταλγία τις μνήμες μιας εποχής που αργότερα απέκτησαν και πολιτική αξία.
Αγκομάχησα να το διαβάσω. Γιατί; Ίσως δεν μου αρέσουν αυτά τα μυθιστορήματα-τοιχογραφίες όπου οι πρωταγωνιστές έχουν μικρό ρόλο και οι δευτεραγωνιστές μεγάλο. Ίσως γιατί διείδα πιο πολύ πολιτική και κοινωνική σημασία στο εγχείρημα παρά αισθητική. Ίσως γιατί με έχει κουράσει αυτή η ομφαλοσκόπηση των αριστεροδεξιών μας ερίδων. Ίσως γιατί όλες αυτές οι προσπάθειες εκκινούν από το τάδε ή το δείνα ιδεολογικό υπόβαθρο και δεν πείθουν για τη γνησιότητά τους (το τέλος του έργου εν μέρει με διέψευσε). Ίσως γιατί ήμουν πολύ μικρός τη δεκαετία αυτή και δεν την κουβαλάω στις μνήμες μου ώστε να τη νοσταλγήσω
.
Γράψανε γι’ αυτό:
annabooklover.wordpress.com/2008/07/17/bluesuedshoes: “Ένα καταπληκτικό βιβλίο χωρίς υπερβολή.”
-Έλενα Χουζούρη (Ελευθεροτυπία, 21.3.2008)
www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=21/03/2008&id=3451520: “Χάνει όταν, προκειμένου να αναφερθεί στα πολιτικά γεγονότα της εποχής, μετατρέπει τη γραφή του σε καταγγελτικό πολιτικό ρεπορτάζ. 'Η όταν σχηματοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις (οι καλοί και οι κακοί). Αντίθετα, εκεί που σαφώς κερδίζει είναι η εξαιρετικά αφομοιωμένη γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων, του υπόκοσμου και των «ανδρών που ντύνονται γυναίκες». Μια γλώσσα χυμώδης και ζωντανή, που δίνει το στίγμα της στο ενδιαφέρον αυτό μυθιστόρημα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως και με τα τρία του βιβλία, ο Σκρουμπέλος δημιουργεί ένα προσωπικό, γλωσσικό, υφολογικό και μυθιστορηματικό σύμπαν.”
-Χρίστος Παπαγεωργίου (Η Αυγή, 10.4.2008): “Με γνήσιο λογοτεχνικό προφίλ και με σύνθετη γνώση της Ιστορίας, με ευρηματικότητα, ο Σκρουμπέλος για μια ακόμη φορά εκπλήσσει, προβληματίζει και αποκαθιστά. Ευχής έργον θα ήταν να μιμηθούν το παράδειγμά του και άλλοι, ώστε, τώρα που τα αρχεία έρχονται στο φως, τίποτα να μη μείνει στα συρτάρια των υπουργείων και των υπηρεσιών, για να μάθουμε πότε ο κάθε πολιτικός, δημοσιογράφος ή οικονομικός παράγοντας μάς λέει την αλήθεια ή ψεύδεται.”

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 21, 2008

Καφές με φέτες πορτοκάλι: Λευτέρης Μαυρόπουλος

Λευτέρης Μαυρόπουλος
“Το άλλο μισό μου πορτοκάλι”
εκδόσεις Ίνδικτος
2007


Μισό στυφό, μισό γλυκό

Δύο ταχύτητες, δύο εντυπώσεις. Μέχρι τη μέση μια ιστορική μυθιστορία για τη ζωή μιας οικογένειας καπνεργατών (;) στη Μακεδονία και τη γνήσια, ανιδιοτελή συνδικαλιστική δράση του πατέρα τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Αργοί ρυθμοί, άχρωμη αφήγηση, μειωμένο ενδιαφέρον. Ο Μιχάλης, πολύτεκνος μεροκαματιάρης, αγωνίζεται ενάντια στους μεγαλέμπορους και στους χαφιέδες της αστυνομίας με αριστερή ιδεολογία αλλά εφαρμοσμένη στη ζωή του και όχι με τις αμπελοφιλοσοφίες των θεωρητικών. Βασανίζεται, αφού συλλαμβάνεται, και στο τέλος σκοτώνεται από τους βασανιστές του.
Το δεύτερο μισό -σαν να γλύκανε το πορτοκάλι- πιάνει την αφήγηση από τον στερνό γιο του, κι αυτός με το όνομας Μιχάλης, ο οποίος στα μεταπολεμικά πλέον χρόνια αναλαμβάνει να εκδικηθεί, και τον ακολουθούν τα δυο του αδέλφια που έλειπαν στην Αυστραλία. Η ιστορία επιταχύνεται, η δράση κερδίζει έδαφος, η αφήγηση γίνεται εκδικητικά άγρια, χωρίς να χάνει σε ηπιότητα τόνων.
Γενικά ο Μαυρόπουλος διατηρεί μια ζεστή επαφή με τη γλώσσα, προσέχει την έκφραση, μεριμνά για τις φράσεις του. Δουλεύει το ύφος του για να μεταδίδει τη ζεστασιά της υπαίθρου, χωρίς να γίνεται πολύ ηθογραφικός, φροντίζει τις περιγραφές και τις εξιστορήσεις με περίσσιο μεράκι. Αυτό που ίσως στερεί το έργο του από την ανάβαση σε υψηλότερα επίπεδα είναι η πλοκή που δεν εξιτάρει, δεν προκαλεί ανατροπές, δεν ελίσσεται με μικρές ή μεγάλες στροφές. Ο ρυθμός της αφήγησης απογοητεύει στην αρχή, αλλά σταδιακά γίνεται πιο ταχύς.
Η τελική εντύπωση καλή, αλλά για να φτάσω μέχρι εκεί κλονίστηκα αρκετά και συχνά χάθηκα μέσα στη ηθογραφική αργόσυρτη αφήγηση. Η κοινωνική επανάσταση δεν προβάλλεται μέσα από κοσμοϊστορικές αλλαγές, αλλά από τη ζωή του απλού ανθρώπου που αγωνίζεται για το δίκιο του. Η εκδίκηση προς τους βασανιστές, ρουφιάνους, δωσίλογους αναδεικνύεται η σταθερή ανάγκη μιας κοινωνίας που δεν πιστεύει στη θεία δίκη, αλλά ούτε και στην ανθρώπινη, καθώς εύκολα ξεχνά και εύκολα δίνει άσυλο.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 17, 2008

Μηλόπιτα: κριτικοί και πάθη

1. Καρτέλ …στην κριτική;

Ο κριτικός των «Νέων» Δ. Κούρτοβικ πνέει μένεα εναντίον δύο άλλων κριτικών, του Β. Χατζηβασιλείου της «Ελευθεροτυπίας» και της Ελ. Κοτζιά της «Καθημερινής». Τους κατηγορεί σε άρθρο του (15.11.2008) ότι κατέχουν θέσεις κλειδιά σε βραβεύσεις, παρουσιάζουν βιβλία, έχει ο ένας εκπομπή στην τηλεόραση, ασχολούνται με κάθε είδους εκδήλωση του βιβλίου και γενικά επιβάλλουν τη συμπαιγνιακή θέση τους με ένα είδος καθεστωτικής αντίληψης για την κριτική. Κι αυτό γιατί έχουν κοινές απόψεις, όχι τυχαία, αλλά, όπως υποστηρίζει, επειδή προαποφασίζουν τι θα προωθήσουν και τι όχι, σε μια συνωμοσία σέχτας που καθορίζει και τις κριτικές επιλογές της σημερινής Ελλάδας.
Μαζί μ’ αυτούς ανήκουν και ένας-δυο άλλοι (ανάμεσά τους φαντάζομαι τοποθετεί και τον Αλ. Ζήρα, με τον οποίο είχε πρόσφατα μία ακόμα έντονη λογομαχία και ο οποίος είναι συχνά σε επιτροπές βραβείων κ.ά.), οι οποίοι αποτελούν ένα είδος δικτατορίας της κριτικής, με στημένες κριτικές και συμφωνημένες βραβεύσεις. Ένα είδος Καρτέλ της κριτικής. Η επίθεση ξεκίνησε τον Αύγουστο, οπότε στο τελευταίο κομμάτι άρθρου του (9.8.2008) είχε αφήσει ειρωνεία και χολή εναντίον τους με υπαινιγμούς για ένωση δυνάμεων με σκοπό τον έλεγχο της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Κ. Κατσουλάρης που σχολίασε αυτό το πρώτο άρθρο του (22.8.2008), ενώ κατακρίνει το ύφος και τον τόνο του, προβληματίζεται για το αν η μεταξύ των δύο σχέση τούς έχει οδηγήσει –έστω και ασύνειδα- σε “οργανωμένο πόλο”.
Κρατώ τα σχόλια για άλλη στιγμή.

2. Αριστερή κριτική

Σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο των «Νέων» ο Δ. Ραυτόπουλος, εξέχουσα μορφή της αριστερής κριτικής και ιδρυτής του περιοδικού «Επιθεώρησης Τέχνης», παρουσιάζει τη στάση του ως κριτικού απέναντι στην κομματική γραμμή. Αποκαλύπτει, λοιπόν, ότι πήγε κόντρα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που ήταν η κυρίαρχη τάση του κόμματος, και επαίνεσε τον Τσίρκα, ενώ η κομματική ηγεσία τον διέγραφε. Από την άλλη, παραδέχεται ότι η ιδεολογική του ταυτότητα δεν τον άφηνε να δει τα θετικά σημεία του αντίστοιχου φιλελεύθερου περιοδικού «Εποχές», το οποίο τώρα θεωρεί σημαντικό βήμα κριτικής.
Αυτό που δεν είπε είναι ότι ο ίδιος είναι ο εισηγητής του όρου “Μαύρη πολιτική λογοτεχνία” για τα έργα των δεξιών συγγραφέων, ασχέτως αν ήταν άξια λογοτεχνικά κείμενα ή όχι. Για την κριτική της Επιθεώρησης Τέχνης βλέπε και το άρθρο του Βαγενά στο «Βήμα» της 16ης Νοεμβρίου 2008.

3. Μάρη Θεοδοσοπούλου

Προσωπικά δεν μου άρεσε ο τρόπος που γράφει κριτικές η Μάρη Θεοδοσοπούλου. Τον βρίσκω εργαστηριακό, αποστειρωμένο, συχνά πλούσιο σε πραγματολογικές παρατηρήσεις αλλά ισχνό στην ερμηνεία της. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι ντροπή το Βήμα να μην έχει ΚΑΝΕΝΑ κριτικό, αφού οι δρόμοι της βιβλιοκριτικού και της εφημερίδας έχουν χωρίσει. Το Βήμα επέλεξε να συνεχίσει χωρίς κριτικούς, αλλά με δημοσιογράφους και δημοσιογραφούντες, μόνο με συνεντεύξεις, δοκίμια, ρεπορτάζ και στήλες με βιβλιοπαρουσιάσεις αλλά καμία με άποψη.
Τουλάχιστον η Θεοδοσοπούλου μπορεί να …εκπέμπει από το μπλογκ της: http://maritheodo.blogspot.com .

Εντέλει, δίνουμε σημασία ποιος υπογράφει την κριτική που διαβάζουμε; Αναζητούμε το όνομα πριν ή μετά την ανάγνωση του άρθρου; Θεωρούμε κάποιους από αυτούς αξιόπιστους ή δεν εμπιστευόμαστε κανένα;

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, November 13, 2008

Κανταΐφι: τουρκική λογοτεχνία

Μια μεταβατική λογοτεχνία

Η τουρκική είναι μια μικρή σχετικά γλώσσα, αφού τη μιλούν ως μητρική μόνο οι Τούρκοι και δεν ξέρω κι εγώ πόσοι άλλοι ως ξένη γλώσσα. Ανάλογα με την ελληνική, δεν έχει πέραση στην Ευρώπη, αλλά αντίθετα με τα ελληνικά γράμματα οι Τούρκοι συγγραφείς είναι σε δυναμική πορεία. Φέτος, η Διεθνής Έκθεση στη Φραγκφούρτη ήταν αφιερωμένη στην τουρκική λογοτεχνία με ναυαρχίδα του στόλου τον πρόσφατα Νομπελίστα Ορχάν Παμούκ.
Μερικοί σύγχρονοι συγγραφείς των οποίων τα βιβλία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι:
1.Ορχάν Παμούκ: “Το σπίτι της σιωπής”, “Το μαύρο βιβλίο”, “Καινούργια ζωή”, “Χιόνι”, “Ιστανμπούλ”, “Με λένε κόκκινο”, “Το λευκό κάστρο”.
Προτείνω την Καινούργια ζωή και “Το μαύρο βιβλίο”. Ο Παμούκ μαγεύει όχι μόνο με τη σαγήνη των αφηγήσεών του, αλλά και με τον δόκιμο λόγο του, που αντανακλά ιδέες για τη σύγχρονη Τουρκία (με νοσταλγία παλιών εποχών) και τη θέση της στον διευρυμένο κόσμο.
2.Γιασάρ Κεμάλ: “Ο θρύλος των χιλίων ταύρων”, “Ο μεσόστυλος”, “Ο τσακιντζής”, “Χρώματα της ζωής και της γραφής”, “Η θυμωμένη θάλασσα”, “Φύγανε και τα πουλιά”, “Οι αγάδες του Ακτσασάζ”, “Η ιστορία ενός νησιού”.
Το τελευταίο έργο αναφέρεται στη Μικρασιατική καταστροφή από τη ματιά ενός Τούρκου και θυμίζει πολύ τους δικούς μας Βενέζη και Μυριβήλη, χωρίς μοντερνιστικά πειράματα.
3.Νεντίμ Γκιουρσέλ: “Η πρώτη γυναίκα”, “Μακρύ καλοκαίρι στην Ιστανμπούλ”, “Αγαπημένη μου Ιστανμπούλ”, “Ο ξενιτεμένος Μουσταφά και η ψηλόκορμη λεύκα”, “Πασκεσέν, το μυθιστόρημα του πορθητή”, “Εικονογραφημένος κόσμος”, “Οράματα του νότου”, “Μπαλκόνι στη Μεσόγειο”
Ενδιαφέρον βιβλίο ο “Εικονογραφημένος κόσμος”.
4.Ελίφ Σαφάκ: “Απόκρυφο”, “Μπονμπόν Παλάς”, “Οι Καθρέφτες της Πόλης”, “Το Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης”.
5.Φεριντέ Τσιτσέκογλου: “Η άλλη μεριά του νερού”, “Μην πυροβολείτε το χαρταετό”.
Το πρώτο από τα έργα της μου φάνηκε ρηχό και εντελώς άνοστο.
Ξέρουμε λίγα για τους γείτονες, ξέρουμε λίγα για τη λογοτεχνία των άλλων λαών πλην των μεγάλων λογοτεχνιών. Προσωπικά θέτω ως υπόθεση εργασίας ότι, επειδή η τουρκική κοινωνία ζει μια μεταβατική-αντιφατική περίοδο (εκσυγχρονισμού και συντήρησης), οι πνευματικές δυνάμεις της χώρας στην προσπάθειά τους να ορίσουν αυτήν την ταυτότητα γράφουν και λογοτεχνία ενός α΄ επιπέδου.
Θα ήθελα προτάσεις για καλή τουρκική λογοτεχνία, μεταφέρετέ μας τα αναγνωστικά σας βιώματα, απόψεις, ιδέες και μπορούμε να στήσουμε μια Ιστολέσχη Ανάγνωσης, αν προταθεί ένα βιβλίο πάνω από τέσσερις φορές (4).

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 10, 2008

Μαύρος αμερικάνικος καφές: Percival Everett

Percival Everett
“Wounded”
2005
“Πληγωμένοι”
μετφ. Λ. Καλοβυρνάς
εκδόσεις Πόλις
2008



Συνεχίζω με συγγραφείς αφροαμερικανούς, που μιλάνε για τον ρατσισμό στις ΗΠΑ.
Δεν ξέρω στο χρηματιστήριο αξιών της Αμερικής τι βαρύτητα έχει το όνομα του Percival Everett. Εγώ όμως έχοντας διαβάσει το προηγούμενο έργο του που μεταφράστηκε στα καθ’ ημάς (“Αμερικάνικη έρημος”, 2004), είχα την πεποίθηση ότι θα διαβάσω κάτι πολύ καλό· και από τις πρώτες σελίδες δεν διαψεύστηκα.
Ο μαύρος πρωταγωνιστής διαχειρίζεται ένα ράντζο εκπαίδευσης ζώων (κυρίως αλόγων), όπου φιλοξενείγια ένα διάστημα τον γιο ενός φίλου του, γιο ο οποίος είναι ομοφυλόφιλος. Οι περιπέτειες που περνάνε τόσο ο ίδιος λόγω του χρώματός του όσο και ο νεαρός Ρόμπερτ λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων είναι το βασικό στόρι του βιβλίου, πίσω από το οποίο φαίνονται οι ψυχολογικές διακυμάνσεις των προσώπων, η κοινωνική σήψη, ο ρατσισμός κ.ο.κ.
Η γραφή του Percival Everett είναι απλή, καθαρή ακόμα κι όταν περιγράφει θολά συναισθήματα, οι διάλογοι έξυπνοι όσο και φυσικοί, που αναδεικνύουν το ήθος και το ύφος των προσώπων. Το δραματικό συμφύρεται με το ερωτικό, το κοινωνικό με το ελαφρό χιούμορ, η αφηγηματική ματιά με τον βαθύ στοχασμό, η λαγαρή γλώσσα με το λεξιλόγιο των ιπποφορβείων, που ακόμα και σε αμύητους σαν κι εμένα φανερώνει έναν κόσμο που δεν υποψιαζόμουν.
Κι εκεί που θεωρούσαμε ότι ο φυλετικός ρατσισμός έχει εκλείψει, να σου δυο βιβλία (Mengestu και Everett) που μιλάνε για μαύρους, μετανάστες, ομοφυλόφιλους σε μια Αμερική που έχει ακόμα να αλλάξει πολύ.
Χάρηκα που το παρουσίασαν οι:
- Γ. Καρουζάκης στο Lifo (www.lifo.gr/content/x21/155 )
- Θ. Γρηγοριάδης στα Νέα (teogrigoriadis.blogspot.com/2008/05/percival-everret.html)
- Δ. Αναστασόπουλος στην Ελευθεροτυπία (www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=90125720 )

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, November 06, 2008

Αμερικάνικος με κόκκους Αιθιοπίας.Dinaw Mengestu

Dinaw Mengestu
“The Beautiful Things that Heaven Bears”
“Όλες οι χάρες του ουρανού”
μετ. Χ. Παπαδημητρίου
εκδόσεις Πόλις
2008

Ένας μαύρος στην Αμερική

Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Ομπάμα θα αλλάξει τον κόσμο. Έχω σοβαρές επιφυλάξεις αν η εκλογή του σημαίνει και εγκατάλειψη των πολιτικών της Αμερικής. Ίσως όμως ξημερώνει μια νέα μέρα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των μαύρων της χώρας. Κι αυτό θίγει το βιβλίο του Αιθίοπα Dinaw Mengestu, χωρίς βέβαια να κάνει αναφορά στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Σχετικά αυτοβιογραφικό το βιβλίο αναφέρεται στον Στέφανο που εγκαταλείπει την Αιθιοπία και καταφεύγει στην Ουάσινγκτον, όπου ανοίγει ένα μικρό μίνι μάρκετ σε μια υποβαθμισμένη συνοικία μαύρων. Η ζωή του κινείται μεταξύ του μαγαζιού του, των συγγενών του, των μαύρων φίλων του και μιας λευκής γειτόνισσας που έχει ένα πανέξυπνο κοριτσάκι.
Ο τρόπος γραφής είναι πολύ απλός, αλλά όχι απλοϊκός. Η Λώρη Κέζα σε συνέντευξη του συγγραφέα στο Βήμα (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15500&m=S03&aa=1) αναφέρει εισαγωγικά: «Το μυθιστόρημα του Ντινάου Μενγκέστου δεν είναι ούτε δαιδαλώδες ούτε περίτεχνο ούτε προκλητικό. Είναι μια ιστορία απλή και καλογραμμένη. Αναφέρεται σε μετανάστες από την Αφρική εγκατεστημένους στην Ουάσιγκτον. Ευτυχώς για τον αναγνώστη ο συγγραφέας δεν διακατέχεται από το σύνδρομο του «να στείλω μήνυμα ντε και καλά» ούτε επιχειρεί να «βάλει» αισιοδοξία εκεί όπου δεν υπάρχει. Καταγράφει τα πράγματα όπως τα γνωρίζει ο ίδιος εκ των έσω καθώς ανήκει και ο ίδιος σε οικογένεια μεταναστών. Γεννήθηκε στην Αντίς Αμπέμπα το 1978 αλλά μεγάλωσε στις ΗΠΑ. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Τζόρτζταουν και Κολούμπια. Το πρώτο βιβλίο του τιμήθηκε με βραβεία για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και στη Γαλλία.»
Αυτό που κερδίζει τον αναγνώστη είναι οι μικρές σκηνές ανθρωπιάς και ανθρώπινης επαφής ενός μετανάστη που χωρίς να παρουσιάζεται η μιζέρια και η ανέχεια αφήνεται να φανεί η μοναξιά και κυρίως η αίσθηση του ξένου.
Σκηνή 1: Ο Στέφανος διαβάζει με τη μικρή λευκή Ναόμι τους “Αδελφούς Καραμαζόφ”.
Σκηνή 2: τρεις μαύροι φίλοι, μεταξύ των οποίων και ο Στέφανος, από Κονγκό, Αιθιοπία και Κένυα, συζητούν για τα πραξικοπήματα που έχουν λάβει χώρα στην Αφρική (ωραίο θέμα για την ιστορία και τη νοοτροπία των λαών της)
Σκηνή 3: ο Στέφανος, ενώ περίμενε ανήμερα Χριστουγέννων να τα περάσει με τη λευκή φίλη του και την κόρη της, μένει μόνος και τελικά καταφεύγει σε μια πόρνη, μόνο και μόνο για να νιώσει την ανθρώπινη επαφή.
Σκηνή 4: οι μαύροι της περιοχής φέρονται ρατσιστικά στη λευκή φίλη του Στέφανου σε μια αντιστροφή των διώξεων.

Το βιβλίο με τράβηξε λόγω του εξωφύλλου του που είναι κοτλέ και ερεθίζει το χέρι όταν το πιάνει. Αλλά δεν έμεινα στο μπροστινό εξώφυλλο, το διάβασα αργά μέχρι το οπισθόφυλλο και το χάρηκα χωρίς εξάρσεις και αναπηδήσεις.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 02, 2008

Μωσαϊκό με σοκολάτα: κλασικά κείμενα

Επίκαιρα ή μουσειακά;
Το 62% των βιβλίων που διαβάζουν οι βιβλιόφιλοι είναι λογοτεχνία (http://vivliocafe.blogspot.com/2008/10/blog-post_25.html). Ερώτημα νο 1: πόσα από αυτά ανήκουν στα κλασικά λεγόμενα κείμενα (δεν αναφέρομαι στους αρχαίους), πόσα δηλαδή είναι βιβλία που δεν εκδόθηκαν τα τελευταία δέκα ας πούμε χρόνια αλλά έχουν ήδη περάσει στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων; Γενικότερα ποια θέση έχουν οι κλασικοί συγγραφείς στα διαβάσματα του Νεοέλληνα του 21ου αιώνα;
Μια μεγάλη μερίδα αμφισβητεί τη γενιά του ’30 (Μυριβήλης, Βενέζης, Θεοτοκάς, Καραγάτσης) και την εξοβελίζει από τη βιβλιοθήκη της. Από την άλλη, πολλοί όπως ο Βιζυηνός ή ο Βουτυράς επανέρχονται για διαφορετικούς λόγους στο προσκήνιο, ενώ ο Παπαδιαμάντης –που κρίνεται σταθερά αναγνωστέος-

θεωρείται από πολλούς ρηχός, ανιαρός, επαναλαμβανόμενος κ.ο.κ. (βλ. και τα σχόλια της Pellegrina στο προηγούμενο ποστ). Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι κλασικοί δεν παύουν να έχουν πέραση και σήμερα (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Κάφκα κλπ.), μολονότι για πολλούς αναγνώστες η απέραντη περιγραφή και η επιμονή τους σε σχοινοτενείς αφηγήσεις είναι πλέον κουραστική. Διαβάζουμε επομένως τους κλασικούς και σε τι ποσοστό επί των αναγνωσμάτων μας;
Ερώτημα νο 2: τους διαβάζουμε –αν τελικά γίνεται κι αυτό- επειδή βλέπουμε στη γραφή τους διαχρονικά θέματα και ανησυχίες του ανθρώπου ή επειδή βαραίνουν με το όνομά τους, αν και πλέον έχουν μόνο ιστορική αξία; Απολαμβάνουμε ένα ογκωδέστατο ρεαλιστικό μυθιστόρημα λ.χ. σαν τον “Ηλίθιο” του Ρώσου συγγραφέα ή το διαβάζουμε ως συστατικό της παιδείας μας;
Κι από κει και πέρα, ερώτημα νο 3: μπορεί ο χώρος των ιστολογίων να αντέξει κλασικά αναγνώσματα; [βλ. τη συζήτηση με τη Χριστίνα γύρω από το θέμα στο http://anagnosi.blogspot.com/2008/10/708.html]. Είναι ο κυβερνοχώρος ανοικτός και στα κλασικά κείμενα; Θεωρητικά ναι, αλλά στην πράξη; Παράλληλα, μπορεί να γίνει συζήτηση γύρω από ένα τέτοιο έργο που έχει περιβληθεί με την αίγλη του σπουδαίου, ενώ μπορεί πλέον να είναι παρωχημένο; Πώς μπορώ εγώ ή ο άλλος να μειώσουμε την αξία ενός έργου που έχει αντέξει χρόνια, δεκαετίες ή και αιώνες, με ολιγόλογους αφορισμούς ή με προσωπικές προτιμήσεις;
Τέλος, τι είναι αυτό που κρίνει ποιο έργο διασώζεται ως κλασικό και αξίζει να διαβάζεται ανά τις γενιές (ερώτημα νο 4); Είναι ένας Κανόνας που εγκαθιδρύεται και κατόπιν διαβάζεται ως μορφή αυθεντίας με την ψυχολογική υποβολή ότι είναι και ακλόνητος; Προφανώς ο καθένας μπορεί να αμφισβητήσει την αξία ενός καταξιωμένου ως τώρα έργου, αλλά δύσκολα θα μπορέσει να το εξοβελίσει από την ιστορία, ή μήπως όχι;
Μια υποσημείωση: κλασικά κείμενα είναι πλέον το "Το κιβώτιο" του Αλεξάνδρου, το "Φράγμα" του Πλασκοβίτη και άλλα ανάλογα και όχι μόνο τα παλιά που έχουν περάσει στην εκπαίδευση.


Πατριάρχης Φώτιος