Friday, November 28, 2014

“Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης” του Gilles Martin-Chauffier

Ο πόλεμος μεταξύ ιδεολογιών ή θρησκειών, μειονοτήτων μέσα στη μεγάλη χοάνη του Παρισιού είναι συνεχής και δεν περιορίζεται μόνο σε ανταγωνισμούς, αλλά προχωράει σε βιαιότητες και άλλες κινήσεις επιβολής.
 

Cafe au lait:

Gilles Martin-Chauffier
“Paris en temps de paix”
Grasset & Fasquelle
2011
 
“Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης”
μετ. Γ. Στρίγκος
εκδόσεις Πόλις
2014
 
 

            Το μυθιστόρημα ξεκινάει με σκηνή σε πολυπολιτισμικό σχολείο α λα “Ασυμβίβαστη γενιά” του Τζον Ν. Σμιθ με τη Μισέλ Πφάιφερ και συνεχίζεται επαγωγικά στο 18ο Διαμέρισμα του Παρισιού, όπου κατοικούν Άραβες, Εβραίοι και Κινέζοι α λα “Arab Jazz” του Karim Miské. Βρισκόμαστε λοιπόν στη γαλλική πρωτεύουσα, η οποία είναι ένα πολυφυλετικό κέντρο, χωρίς όμως η ανοχή και η διαφυλετική ομόνοια να είναι στον καλύτερο δυνατό βαθμό.
            Το βιβλίο έχει στο κέντρο-του τον αστυνόμο Κερζενεάν αλλά δεν έχει πτώμα, μυρίζει αστυνομικό χωρίς να περιέχει φόνο, είναι νουάρ με τη βία να αιωρείται σαν σταγονίδιο στην ατμόσφαιρα και την ένταση να υποφώσκει κάτω από την “ειρήνη” του Παρισιού. Η επίθεση του Άραβα Ταρίκ σε μια Εβραία μαθήτρια, τη Γιαέλ, προκειμένου να της αρπάξει την τσάντα, προβάλλεται ως εθνικιστική επίθεση, αν και ο αστυνόμος δεν είναι καθόλου σίγουρος. Ο Ταρίκ θα δεχτεί κι ο ίδιος επίθεση, που, αυτή τη φορά, φαίνεται να είναι η εκδίκηση για την αλητήρια συμπεριφορά-του. Έτσι, ξεκινάει η βεντέτα… ώσπου κάποιος απάγει τον αδελφό της Γιαέλ.
            Ο αστυνόμος έχει να τα βάλει με όλες τις προκαταλήψεις που υπάρχουν και στις δύο πλευρές, στους Άραβες και τους Εβραίους, και με όλα τα στερεότυπα της γαλλικής κοινωνίας για τους μετανάστες. Γι’ αυτό ο λόγος-του είναι έντονα καταγγελτικός και ειρωνικός απέναντι στην άστοχα επιεική δικαστική εξουσία, απέναντι στους δήθεν επαναστατημένους νέους, απέναντι στην υποκρισία των Παριζιάνων και τη σκανδαλοθηρία των ΜΜΕ, απέναντι σε όσους έχουν λυμένο το ζωνάρι-τους για συγκρούσεις. Με πρίσμα τη γλώσσα καταφέρνει να ζωντανέψει μια ρατσιστική κοινωνία, όπου τα περίφημα ανθρώπινα δικαιώματα και η κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης είναι μόνο μεγάλες ιδέες και κούφια λόγια. Ένας σκεπτόμενος νους βλέπει εντέλει όσα κρύβουν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, όχι τα επιφανειακά και τα εκκωφαντικά, αλλά τα σαθρά θεμέλια του Δυτικού πολιτισμού που υποκρίνεται τον προηγμένο αλλά κατά βάση είναι καχύποπτος, μισαλλόδοξος, απάνθρωπος…
            Η ισορροπία μεταξύ της αστυνομικής έρευνας και της κριτικής εναντίον της κοινωνίας είναι, νομίζω, το μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι κάτι τον περιμένει παρακάτω, αλλά συνάμα δεν τρέχει γρήγορα να ξεπεράσει τις εύστοχες παρατηρήσεις, που ακούγονται μέσα στην υπόθεση σαν συστατικά κομμάτια-της.
            Κι εκεί ξεκινάνε τα διλήμματα: είναι ο απαγωγέας ένας Άραβας που εκδικείται τους Εβραίους για όσα έκαναν στην παρέα του Ταρίκ; Η απάντηση βέβαια είναι αρνητική, αφού ο δράστης είναι ένας έμπορος ναρκωτικών. Όμως η θρυαλλίδα έχει ανάψει και η δυσπιστία περνοδιαβαίνει με τσόκαρα στους δρόμους του 18ου Διαμερίσματος. Ο πατέρας λ.χ. της Γιαέλ και του απαχθέντος Νταβίντ έχει ήδη αποφασίσει να αλλάξει συνοικία. Το δεύτερο δίλημμα έρχεται ραγδαίο και γενικότερο: είναι η Γαλλία πολυπολιτισμική κοινωνία ή έχει στην πράξη βουλιάξει σε μια αδύνατη συμβίωση μεταξύ των διαφορετικών κουλτουρών; Η απάντηση έρχεται σε μια πολυφωνική σύνθεση. Άλλοι λένε ναι, ανάμεσά-τους και ο αφηγητής Κερζενεάν, ενώ άλλοι είναι αντίθετοι, καθώς βλέπουν ότι οι πολιτισμικές ομάδες (εδώ θρησκευτικές) όλο και περιχαρακώνονται, χωρίς ουσιαστικές επαφές και ωσμώσεις. 

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 29/10/2014 στον ιστότοπο In2life και εδώ κοσμείται με φωτογραφίες που έλαβα από: www.huffingtonpost.com, metro.co.uk, unitedwithisrael.org, pamelageller.com και www.eurojewcong.org]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 25, 2014

“Το μαύρο μονοπάτι” της Asa Larsson

Το καλοκαίρι, που πέρασε, έκανε αναγκαία μια βουτιά στα αστυνομικά της εποχής. Συνάμα όμως με την αινιγματική ανάγνωση, καλό είναι να βρούμε και μια άλλη κοινωνική ματιά.
 

Σουηδικός καφές με λικέρ φραγκοστάφυλο
Åsa Larsson
“Svart stig”
2006
“Το μαύρο μονοπάτι”
μετ. Ι. Ηλιάδη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2014

            Τι είναι αυτό που έδωσε ώθηση στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία και έχει κατακλύσει τον κόσμο; Έχω διαβάσει μερικά από αυτά, άλλα με αυξημένο ενδιαφέρον κι άλλα με υπομονή. Στο ανά χείρας έργο, είδα ανάμικτα θετικά και αρνητικά στοιχεία που θα ήθελα να συζητήσω, για να δω τι άξιο μίμησης μπορεί κανείς να βρει.
            Το πτώμα της Ίνα Βάτρανγκ βρίσκεται σε καμπίνα ψαρέματος στο βόρειο άκρο της Σουηδίας κι όλοι αναζητούν τον ένοχο στο περιβάλλον της Κάλις Μεταλλευτικής όπου αυτή δούλευε ως μεγαλοστέλεχος. Το “όλοι” μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί σε δύο κατά βάση γυναίκες, στην επιθεωρήτρια Άννα-Μαρία Μέλα και στη δικηγόρο που εργάζεται για την αστυνομία Ρεμπέκα Μάρτινσον. Η πρώτη είναι μια πολύτεκνη οικογενειάρχισσα, ενώ η δεύτερη μια εργασιομανής εργένισσα που είχε παλιότερα πάθει ένα ψυχολογικό σοκ, το οποίο ακόμα δεν έχει ξεπεράσει πλήρως.
Πώς κύλησε η ανάγνωση; Πώς είδα την υπόθεση και τι ενδιαφέρον είδα; Ποια χαρακτηριστικά του αστυνομικού είδους αναγνώρισα;
Ας ξεκινήσω από το τελευταίο: είδα μια ιστορία που γέμιζε με πολλές αναδρομές στη ζωή των διαφόρων πρωταγωνιστών, της Άννα-Μαρία, της Ρεμπέκα, της Ίνα αλλά και του αδελφού-της Ντίντι ή του φίλου και αφεντικού-της Μάουρι Κάλις. Όμως είδα και πολλά παραγεμίσματα, αργές εξελίξεις, παραφουσκωμένα μαξιλάρια που γράφονται σε καιρούς άκρας χιονόπτωσης που δεν επιτρέπει άλλες ασχολίες… Είδα πολύ κρύο και χιόνι, είδα το τοπίο της Σουηδίας να δεσπόζει και να στήνει ένα πρωτόγνωρο για μας αλλά και άκρως “αστυνομικό” σκηνικό, μέσα στο οποίο ταιριάζει απίστευτα η ατμόσφαιρα που θέλει η Λάρσον να δημιουργήσει. Φυσικά είδα αρτιότητα στην πλοκή, όπου οι διάφορες ενδείξεις δένονται σε μια αλυσίδα αποκαλύψεων μέχρι την τελευταία. Κι αυτή η πλοκή εμβαθύνει κιόλας στην ανθρώπινη ψυχολογία, μέσα στην οποία θα βρεθεί η αιτία του φόνου.
Έτσι, βλέπουμε δύο βασικά επίπεδα δράσης: από τη μία, η ερευνητική ομάδα και οι εικασίες, οι ανακρίσεις, οι αναζήτηση στοιχείων κι από την άλλη μια αναδρομική αφήγηση, τεμαχισμένη σε πολλά μικρά μέρη, αφορά τη ζωή του Μάουρι Κάλις και του φίλου-του Ντίντι Βάτρανγκ. Μέσα σ’ αυτά ανακαλύπτουμε παιχνίδια βιομηχανικής κατασκοπίας, με διαρροές, προδοσίες, εκβιασμούς, φόνους που φαίνονται αυτοκτονίες, τεράστια χρηματικά ποσά που αλλάζουν χέρια, ορυχεία και πολιτικές ανακατατάξεις στην Αφρική, επιχειρηματική στήριξη δικτατόρων κ.ο.κ. Μέσα σ’ αυτό τον ιστό οικονομικών συμφερόντων και προσωπικών φιλοδοξιών, ο φόνος της Ίνα Βάτρανγκ είναι μια αναγκαία απώλεια.
Γενικά η Λάρσον μου έδωσε την εντύπωση συγγραφέως παλιάς κοπής αστυνομικών έργων, αφού εμμένει στην πλοκή, αν και ανοίγεται βέβαια και στην ψυχολογία των προσώπων, αλλά κατ’ ουσία στήνει τον λαβύρινθό-της (ο οποίος δεν είναι τόσο αδιέξοδος) και οδηγεί διπλά τη σκέψη στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Το διάβασα χωρίς αναμονές για το επόμενο…
 
[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από: www.marriedtoadventure.com, loonlodgemaine.com, racheltakescopenhagen.wordpress.com, www.pv-magazine.com και dondeloslibrosduermen.blogspot.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 22, 2014

“Νίκη” του Χρήστου Χωμενίδη

Μια οικογένεια διαπερνά την ελληνική ιστορία, μια ψυχή αναθυμάται το παρελθόν, όπως το άκουσε από τους προγόνους της κι όπως το έζησε η ίδια.
 

Ρωσικός καφές με λίγο αλκοόλ:
 
Χρήστος Χωμενίδης
“Νίκη”
εκδόσεις Πατάκη
2014
 

   Α

νοίγω το βιβλίο του Χωμενίδη και νομίζω ότι θα ξαναδιαβάσω το “Βιβλίο της Κατερίνας” του Κορτώ. Κι αυτό γιατί και τα δυο εισάγονται με τα γενεαλογικά δέντρα των οικογενειών των συγγραφέων, ξεκινούν με την ψυχή της πεθαμένης να μιλάει κι εμείς παρακολουθούμε την ιστορία παππούδων και γιαγιάδων μέχρι να φτάσουμε στη βασική ηρωίδα, τη μητέρα κάθε λογοτέχνη, την Κατερίνα για τον Κορτώ και τη Νίκη για τον Χωμενίδη.
Γρήγορα όμως καταλαβαίνω ότι ο Χωμενίδης δεν έχει σκοπό να γράψει μια οικογενειακή τραγωδία και να αποκαλύψει τα εσώψυχά-του, όπως ο συνάδελφός-του, αλλά να γράψει μια νεοελληνική σάγκα. Πρόκειται για την οικογενειακή ιστορία, εν πολλοίς αληθινή αλλά και πλαστή σε μερικά σημεία, που ξεκινά από τα δύο σόγια, αρχές του 20ού αιώνα, και καταλήγει στην ομώνυμη ηρωίδα. Κατά βάση ο άξονας του μυθιστορήματος είναι ο πατέρας της αφηγήτριας, Αντώνης Αρμάος, που υπήρξε πραγματικό πρόσωπο (Βασίλης Νεφελούδης), ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ με διώξεις και φυλακίσεις, ο οποίος εν τέλει διαγράφηκε από τον Ζαχαριάδη. Και πάνω στη ζωή του Αρμάου ο συγγραφέας αρθρώνει την ιστορία της Ελλάδας, από τον Μεσοπόλεμο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έως την Δικτατορία του Μεταξά κι από την κομμουνιστική ανάπτυξη στα ελλαδικά εδάφη έως κυρίως την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Βασικό μοτίβο είναι ο Έλληνας που προσπαθεί και επιβιώνει με κάθε τρόπο. Δεν τον πτοεί ο πόλεμος, η προσφυγιά, οι διώξεις, αλλά αυτός, με περίσσια δύναμη, κατορθώνει να ξεπερνά τις δυσκολίες. Ειδικά ο ιδεολόγος κομμουνιστής δεν υπολογίζει τον εαυτό-του, την οικογένειά-του, το σπίτι-του, αλλά όλα τα θυσιάζει για τον κοινό σοσιαλιστικό αγώνα. Από την άλλη, ο Εμφύλιος δίνεται με τη διχοστασία της οικογένειας, αφού άλλοι βγαίνουν στο κλαρί, κομμουνιστές και αντιστασιακοί, κι άλλοι συνεργάζονται με τους Γερμανούς, αφελείς ιδεαλιστές ή καιροσκόποι. Ο πατέρας της Νίκης και τ’ αδέλφια του ακολούθησαν αντιγερμανική δράση, είτε από ιδεολογία είτε από ατομικισμό, ενώ οι γαμπροί-του, οι άνδρες των αδελφών-του, τακίμιασαν με τους κατακτητές, είτε επειδή πίστευαν ότι αυτό είναι το συμφέρον της πατρίδας είτε επειδή πίστευαν ότι αυτό είναι το δικό-τους συμφέρον.
Τελικά ποια είναι η Ελλάδα που ζουν οι κάτοικοί-της; Αυτό το ερώτημα θέτει ο αναγνώστης για να δει τους δρόμους που προτείνει η “Νίκη”. Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, κεντράρουμε στο ΚΚΕ και στον τρόπο που ελίσσεται αλλά και στον τρόπο που τρώει τα παιδιά-του σε ένα πεδίο διαφωνιών αλλά και αλληλοκατηγοριών. Ο πραγματικός ιδεολόγος δεν συμβιβάζεται αλλά και δεν συνωμοτεί, δεν κρίνει ατομικιστικά αλλά και δεν λυγίζει μπροστά στις δυσκολίες. Νομίζω, ένα τέτοιο αφήγημα το έχουμε διαβάσει άπειρες φορές, από τον Μίσσιο έως πρόσφατα ξανά στον Ασημάκη Πανσέληνο και αλλού. Ο Χωμενίδης τελικά γράφει για την οικογένειά-του, όπως ψυλλιάστηκα στην αρχή, κατευθύνοντας την πέννα-του στο πολιτικό παρελθόν-της, για να ξαναδεί τον εαυτό-του μέσα σ’ αυτό αλλά και όλη την ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, παραξενεύτηκα εξ αρχής για τον τρόπο γραφής που επέλεξε ο συγγραφέας. Ενώ είναι γνωστό πως ο Χωμενίδης έχει ιδιαίτερη αφηγηματική άνεση, εδώ επέλεξε ένα πολύ ουδέτερο ύφος, μια άκρως απρόσωπη γραφή, που εξιστορεί τα γεγονότα, χωρίς ίχνος ιδιαίτερης φωνής. Η Νίκη μιλά αβίαστα αλλά και άχρωμα, χωρίς το μπρίο ή το κατιτίς που θα νοστιμίσει το βιβλίο. Λες και ο λογοτέχνης υπαναχωρεί σκόπιμα από οποιαδήποτε καλολογική επεξεργασία, για να αφήσει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα-τους. Αυτό όμως μετατρέπει τη λογοτεχνία σε ancilla historiae, που δεν δίνει στην ιστορικότητα ύφος και λογοτεχνικό παλμό.
Δεν λείπει όμως επίσης η τάση για υπερβολή, μικρή και εν πολλοίς ελεγχόμενη, αλλά υποβόσκουσα και ξενίζουσα. Όπως όταν ο πατέρας της Νίκης έβγαλε ένα σεβαστό ποσό τεκνοποιώντας μια πλούσια Αλεξανδρινή με τη συναίνεση του ομοφυλόφιλου άνδρα-της. Ή όταν τη μικρή Νίκη, πέρα από το ότι τη στείλανε να πάει φαγητό σε ένα πρεζόνι της γειτονιάς ούσα δύο χρονών, την πήρε μαζί-της η θεία-της σ’ ένα κακόφημο καταγώγιο, εφτά χρονών κοριτσάκι. Η μυθιστορηματική τόλμη δεν κοιτάζει ασυμβατότητες 

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο in2life στις 4/11/2014 και εδώ πλαισιώνεται με φωτογραφίες που ελήφθησαν από: leninreloaded.blogspot.com, openarchives.gr, e-chania.blogspot.com, www.iefimerida.gr, www.lifo.gr και www.gnomikologikon.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 19, 2014

“Η μπαλάντα της Λίλας Κ.” της Blandine Le Callet

Η τρυφερότητα μέσα στα βάσανα, η αποφασιστικότητα μέσα στη δοκιμασία, η προσωπικότητα μέσα σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς είναι οι άξονες αυτού του μελλοντολογικού μυθιστορήματος που συνδυάζει ανδρικά και γυναικεία χαρακτηριστικά αντίληψης του κόσμου.
 

Γαλλικός με σαντιγί και κανέλα:
 
Blandine Le Callet
“Le Ballade de Lila K.”
2010
 
“Η μπαλάντα της Λίλας Κ.”
μετ. Ε. Γραμματικοπούλου
εκδόσεις Πόλις
2014
 

 
            Η μικρή Λίλα αποσπάται βίαια από τη μητέρα-της (πατέρας πουθενά;) και κλείνεται μικρό κορίτσι σε ένα ίδρυμα. Εκεί αναπτύσσει μια εσωστρεφή, ιδιότροπη, αντιδραστική προσωπικότητα, ώσπου βρίσκεται ένας χαρισματικός δάσκαλος, ο κ. Κάουφμαν, να την διαπαιδαγωγήσει με αντισυμβατικές αρχές και να αξιοποιήσει πλήρως τη μεγάλη-της ευφυΐα. Κι έπειτα ο διάδοχός-του, ο Φερμάν, όχι τόσο ταλαντούχος, αλλά με μια ανθρώπινη ιστορία στην πλάτη, συνεχίζει το έργο-του. Η αγοραφοβική Λίλα εντέλει βγαίνει από το Κέντρο και ψάχνει τη μητέρα-της στη μεγάλη πόλη…
            Όλα αυτά θα φάνταζαν κοινότοπα και παλιομοδίτικα γνωστά, αν δεν βρισκόμασταν στο μακρινό 2090, όπου ο άνθρωπος μεγαλώνει με συγκεκριμένα επιστημονικά στάνταρ και η ζωή-του ελέγχεται από επιτροπές, κάμερες και κοινωνικό έλεγχο. Ο Κάουφμαν αντιπροσωπεύει το νοσταλγικό παρελθόν με τα βιβλία αντί για τα e-books (που λέγονται στην εξελιγμένη-τους μορφή grammabooks), τη μουσική, την αυθόρμητη επαφή ανθρώπου με άνθρωπο… Η Λίλα είναι το παιδί που δεν γνώρισε οικογενειακό περιβάλλον και αναζητεί, ακόμα και στις γατοτροφές, τη μητέρα, που θυμάται αμυδρά, αλλά συνεχώς.
            Το μυθιστόρημα από τη μία παρακολουθεί την ενηλικίωση ενός ταλαντούχου αλλά προβληματικού, ψυχικά και κοινωνικά, παιδιού, που βάζει στόχο να ξαναβρεί τη μητέρα-του. Έτσι, βλέπουμε τις δυσκολίες που συναντά και τους τρόπους με τους οποίους τις ξεπερνά, τις εσωτερικές-του συγκρούσεις αλλά και την έξοδο από το Κέντρο και την αυτόνομη πορεία-της στην ανοικτή κοινωνία. Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη, όπου δουλεύει, και οι συναντήσεις με πλήθος ανθρώπων στην πόλη χτίζουν σταδιακά μια πυραμίδα ανόδου, στο τέλος της οποίας η νεαρή (πανέμορφη!) πρωταγωνίστρια σκαρφαλώνει με περισσή αυτοσυγκράτηση και πείσμα. Ομολογώ ότι δεν ήμουν πάντα πεπεισμένος ότι το ψυχολογικό προφίλ ενός τέτοιου κοριτσιού είναι όπως μας το παρουσιάζει η Le Callet, αλλά όλο και περισσότερο προσαρμοζόμουν στην αφήγηση και μπορούσα να δομήσω τη σκέψη-μου πάνω στην προσωπικότητα της Λίλας Κ.
            Από την άλλη, το κείμενο είναι και ένα (μελλοντολογικό) σχόλιο στην κοινωνία και στον ολοκληρωτικό προσανατολισμό που αυτή επιλέγει. Η Λίλα μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούν οι εποπτικοί έλεγχοι και το οποίο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των ατόμων. Το Κ. ως επίθετο της ηρωίδας παραπέμπει στον καφκικό ήρωα Γιόσεφ Κ., καθιστώντας ακόμα πιο ορατό το πλαίσιο μέσα στο οποίο μας εντάσσει η συγγραφέας. Κι είναι έντονος ο πολιτικός προβληματισμός, όσο η κοινωνία προβάλλεται ως εποπτικό αντικείμενο του Μεγάλου Αδελφού που παρακολουθεί τα πάντα μέσω καμερών, ενώ έξω από την κοινωνία υπάρχει η Ζώνη, η άγρια, ανεξέλεγκτη, υπανάπτυκτη (όλα σε εισαγωγικά) πλευρά του πλανήτη (κάτι ανάλογο κάνει ο Κουτσί στο “Περιμένονταςτους βάρβαρους” και ο Μάντης στην “Άγρια Ακρόπολη”).
            Το θετικό του βιβλίου είναι ότι συνδυάζει το μελλοντολογικό με το πολιτικό, το ατομικό-καθημερινό με το μυστηριώδες, το μυθιστόρημα ενηλικίωσης με τον προβληματισμό για το μέλλον της κοινωνίας. Και παράλληλα ο αναγνώστης δεν βουλιάζει σε μια στοχαστική ανία, αλλά προχωρά με σταθερό ρυθμό και μέσα από την ιστορία ανακαλύπτει ή επινοεί το βάθος της σκέψης. 

[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 7/10/2014 και κοσμήθηκε με εικόνες και φωτογραφίες που αντλήθηκαν από: www.jenny.gr, www.publishingtechnology.com, thebewildered20somethingwriter.wordpress.com, rt.com και www.eimaipaidi.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 16, 2014

Ἓν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα


Όσο διαβάζω, όσο καταβροχθίζω ελληνική και ξένη πεζογραφία, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πόσο λίγο την κατέχω, πόσο απύθμενο βάθος ανοίγεται κάτω από τα πόδια-μου κι εγώ ο αφελής νομίζω ότι κολυμπάω σε ασφαλή νερά. Διαβάζω ένα καινούργιο βιβλίο και αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν δέκα άλλα, καλά, ποιοτικά, για το ίδιο θέμα, που δεν τα έχω αγγίξει. Ανακαλύπτω έναν καινούργιο συγγραφέα, ο οποίος με ενθουσίασε, και αμέσως καταλαβαίνω ότι έχει γράψει μια ντουζίνα γοητευτικά έργα, από τα οποία εγώ διάβασα μόλις το πρώτο.
            Ακόμα περισσότερο, οχτώ χρόνια σ’ αυτό το ιστολόγιο και πόσα άλλα πιστός προσκυνητής της λογοτεχνίας, καταθέτω την ερμηνεία-μου για κάθε νεοδιαβασμένο έργο και συνάμα ανακαλύπτω ότι υπάρχουν κι άλλες, ότι η δική-μου είναι μισή, ημιτελής, παρεκκλίνουσα, και ότι, αν το ξαναδιάβαζα, θα εύρισκα πολλά άλλα που δεν κατάλαβε το μικρό-μου μυαλό. Ή ακόμα χειρότερα, συνειδητοποιώ ότι η δική-μου ανάγνωση είναι μια παρανάγνωση, μια αθέλητη παρερμηνεία του κειμένου, μια στρεβλή αντιμετώπιση και αξιολόγησή-του. Μα θα μου πείτε «υπάρχει μία και μόνη ορθή ερμηνεία ή όλες οι αναγνωστικές ανταποκρίσεις είναι παρερμηνείες;». «Όχι, δεν υπάρχει μία», θα συμφωνήσω, αλλά μερικές φορές ακόμα και η περίληψη που γράφω για ένα έργο πέφτει έξω ως προς το τι κατάλαβα από την υπόθεση, ειδικά αν το έργο είναι κρυπτικό και εσωστρεφές ή αν εγώ το αντιμετωπίζω με την υποκειμενική-μου προκατάληψη, όπως όλοι. Πόσο μάλλον που η αξιολόγησή-μου μπορεί να στηρίζεται στην ανεπάρκειά-μου, στην πρισματική-μου ανάγνωση, στην ασυνείδητα μεροληπτική εκ μέρους-μου προσέγγισή-του.
            Κι όσο ο καθένας διαβάζει κατά μόνας, τότε δύσκολα μετακινείται από την άγνοιά-του. Το πολύ πολύ να δει μια δυο κριτικές ή να συζητήσει το μυθιστόρημα, το διήγημα, το ποίημα με δυο φίλους και να συλλάβει και τις άλλες γνώμες που μπορούν να ακουστούν. Δεν έχει κριτήριο να αλλάξει άποψη, εκτός αν το ένα διάβασμα βοηθά (που βοηθά) στην κατανόηση των επόμενων. Απλώς, δύσκολα κανείς πείθεται από μόνος-του ότι η ανάγνωσή-του είναι ελλιπής ή στρεβλή.
            Στο ιστολογείν όμως τα πράγματα είναι πιο διαδραστικά, πιο διαλεκτικά. Η άγνοιά-μου εκτίθεται στα μάτια των άλλων, διασταυρώνεται με τη φωνή των συν-αναγνωστών ή ακόμα και του συγγραφέα, οι οποίοι μπορεί να καταδείξουν σοβαρά λάθη, ισχυρές αδυναμίες, χοντρές παραλείψεις ή διαστρεβλώσεις και λάθη της βιβλιοπαρουσίασής-μου. Ή στην καλύτερη περίπτωση, μια άλλη, παράλληλη με τη δική-μου, νοηματοδότηση του έργου. Τότε αντιλαμβάνομαι με δέος και αυτογνωσία ότι το σωκρατικό «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα» δεν είναι μόνο ποσοτικό (στα δέκα βιβλία που έχω διαβάσει υπάρχουν χίλια που δεν τα έχω καν υπόψη), αλλά κυρίως ποιοτικό: η παρανάγνωση δεν είναι μόνο θέμα μειωμένης προσοχής, άτακτης προσέγγισης του κειμένου, αδυναμίας εισχώρησης σε έναν άλλο κόσμο, αλλά και ανθρώπινης ανεπάρκειας ή και περιορισμένης παιδείας μπροστά στον πολύχρωμο, λαβυρινθώδη και αβυσσαλέο κόσμο της λογοτεχνίας.
            Νιώθω λοιπόν συχνά την ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη από συγγραφείς, των οποίων τα βιβλία αδίκησα, ή από αναγνώστες, με τους οποίους δεν συμπέσαμε από δική-μου ακραία απόκλιση. Αλλά, από την άλλη, κατανοώ ότι η ίδια η λογοτεχνία και η πολύσημη φύση-της είναι αυτή που αφήνουν ανοικτούς ορίζοντες για “παραναγνώσεις”, για “παρερμηνείες”, γύρω από ένα χαμένο ή ανύπαρκτο κέντρο, γύρω από μια γνήσια ερμηνεία που ποτέ, μα ποτέ, ακόμα κι αν δοθεί από τον ίδιο τον δημιουργό, δεν υπήρξε. Ωστόσο, ο αναγνώστης πάντα πρέπει να αναζητεί την ερμηνεία που δεν προδίδει το κείμενο, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει.
 
[Ο πίνακας στο τέλος της ανάρτησης είναι "Μια νεαρή γυναίκα που διαβάζει" του Gustave Courbet. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες αντλήθηκαν από: www.autostraddle.com (δύο πρώτες), onemoresoul.com και www.1stwebdesigner.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 14, 2014

“Τ Ο - Ε Μ Φ Υ Λ Ι Ο - Σ Ω Μ Α” _ του Κώστα Βούλγαρη

Παλιά υλικά, χρησιμοποιημένα λόγια, επεισόδια από μια Ιστορία που εξελίσσεται αέναα γίνονται ένα μυθιστόρημα κοπτοραπτικής ή ανακύκλωσης, το οποίο κάνει έναν απολογισμό της συγγραφικής πορείας του Βούλγαρη.
 

Ελληνικός στη χόβολη:
 
Κώστας Βούλγαρης
“Το εμφύλιο σώμα”
 
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
2014
 

 
Ο

ι Τεγεάτες ζηλεύουν τους Μαντινείς, οι Αρκάδες πολεμούν με τους Αζάνες, οι αρχαίοι θεοί εξοβελίζονται από νέους, η καθαρεύουσα διαγκωνίζεται με τη δημοτική… Το πλάνο σιγά σιγά ανοίγει και οι Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) μάχονται τους Φράγκους, ο Φωτάκος αντιδιαστέλλεται με τον Μακρυγιάννη, ο Διαφωτισμός με την ντόπια κουλτούρα…  Όλα αυτά είναι συμπτώματα ενός ευρύτερου εμφύλιου πολέμου, που διεξάγεται αέναα στην Ελλάδα και διχάζει ανθρώπους και ιδεολογίες, πόλεις και νοοτροπίες. Όλα στην ιστορία της χώρας είναι μια διαρκής διαπάλη των μεν με τους δε, μια αντιδικία που σπάνια οδηγεί σε συναίνεση, ενώ συχνότερα φέρνει αντιπαλότητα και πόλεμο.
            Κέντρο και παράδειγμα αυτής της εμφύλιας αντιπαράθεσης ο Κώστας Βούλγαρης φέρνει τη γενέτειρά-του γη της Αρκαδίας, που από την αρχαιότητα έως και σήμερα αποτελεί δείγμα αντιμαχόμενων τάσεων και συγκρούσεων, όχι κατ’ ανάγκη ένοπλων. “Το εμφύλιο σώμα” είναι στην ουσία μια ιστορική περιδιάβαση σε αν-ιστορικούς σταθμούς που δείχνουν πόσο εύκολα ο άλλος ονομάζεται εχθρός, ο διαφορετικός τοποθετείται απέναντι και όλοι αναζητούν αντιπάλους για να ορίσουν το “εγώ”-τους.
            Το βιβλίο λοιπόν μ’ αυτόν τον άξονα είναι η ανάλυση της ιστορικής διχοστασίας της Ελλάδας, που μας ταλαιπωρεί αιώνες τώρα. Με μεταμοντέρνα μικροσκόπια και αναθεωρητικές πένες, ο συγγραφέας ξαναδιαβάζει την Ιστορία και ξαναγράφει τις ιστορίες, επισημαίνοντας πάνω στο σώμα του χρόνου ουλές και μαχαιριές, τις οποίες κατάφεραν οι ίδιοι οι συν-ιδιοκτήτες αυτής της ιστορίας. Φυσικά μιλάει και για τους εμφανείς εμφύλιους, όπως τις επαναστατικές αντιπαλότητες μέσα στο ’21 και τον Εθνικό διχασμό του 1946-1949, αλλά και για τις μικρές αψιμαχίες που ποτέ δεν έπαψαν και αναδεικνύουν τις εμφανείς συγκρούσεις ως σύνηθες φαινόμενο στον ελληνικό χώρο. Στον ίδιο τορβά θέτει και τις ενδοπελοποννησιακές συγκρούσεις, ιδεολογικές, πολιτισμικές και στρατιωτικές, μεταξύ Ελλήνων, Τούρκων και Αρβανιτών, μιλά για τις Σλαβικές εισχωρήσεις…
            Ο Βούλγαρης προσπαθεί να αποδείξει το γνωστό ρηθέν ότι κάθε συγγραφέας γράφει συνέχεια το ίδιο βιβλίο. Με μια συμπιληματική δηλαδή κοπτοραπτική διαρθρώνει σε έναν κοινό άξονα αποσπάσματα από τα βιβλία-του, από το «Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο» (2001) έως την «Αερσίλοφο χώρα» (2011). Έτσι, επιχειρεί μαζί μια προσωπική ανασκόπηση, μια ιστορική αναδιήγηση και μια λογοτεχνική επανέκθεση. Γράφει έναν κέντρωνα, όπως ο ίδιος λέει, ένα διακειμενικό πάτσγουορκ, που συντίθεται όχι από τα λόγια άλλων αλλά από τα δικά-του βιβλία σε ένα είδος ανακύκλωσης. Το είδαμε ξανά στο βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη “Πασαδόροι και βαστάζοι”, όπου ποικίλα διηγήματα παλαιότερων ετών επανασυντίθενται σε μια διαδοχική εξιστόρηση ιστοριών.
            Θα έλεγα ότι τέτοια διακειμενικά παιχνίδια, όπως τα αντίστοιχα του Κρητιώτη (π.χ. “Το μηνολόγιο ενός απόντος” ή τις “Εικονικές αντιγραφές”), που ο Βούλγαρης τα ονομάζει “πολυφωνικές μεταμυθοπλασίες”, είναι συχνά εγκεφαλικές κατασκευές μεταμοντέρνου πειραματισμού και όχι μια αισθητική-συγκινησιακή συνθήκη ανάγνωσης.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 11, 2014

“Περσινή αρραβωνιαστικιά” της Ζυράννας Ζατέλη

Πρώιμη Ζατέλη, πριν από τα θηρία μυθιστορήματά-της, πριν από τον μαγικό ρεαλισμό-της. Άλλοτε αιφνιδιαστική και ανανεωτική κι άλλοτε συμβατική και μετρημένη.
 

Γαλλικός καφές με άρωμα αμύγδαλου:
 
Ζυράννα Ζατέλη
“Περσινή αρραβωνιαστικιά”
1994
 
έκδοση για «Το Βήμα της Κυριακής»,
 που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2014
 

 
            Όσο έλειπα στον Καναδά, μια καλή φίλη μου κράτησε «Το Βήμα» που είχε προσφορά μια φτηνή έκδοση της “Περσινής αρραβωνιαστικιάς” της Ζατέλη. Όποιος έχει συνηθίσει τα πολυσέλιδα μυθιστορήματά-της, τις επαρχιώτικες ιστορίες-της, τον μαγικό ρεαλισμό που νοστιμεύει την ατμόσφαιρα των έργων-της, το ηθογραφικό στοιχείο που παίρνει πρωτόγνωρες διαστάσεις, τις δαιδαλώδεις αφηγήσεις-της, θα παραξενευτεί από τα διηγήματά-της, πρώιμα όσο και καλογραμμένα, άλλους ύφους αλλά εξίσου δυνατά και οξέα.
            Το πρώτο και ομώνυμο διήγημα ξαφνιάζει διπλά: όχι μόνο με τις αιμομικτικές τάσεις που το διέπουν, τις σχεδόν πορνογραφικές σκηνές οι οποίες είναι όμως γραμμένες με τακτ και διφορούμενη υπαινικτικότητα, αλλά και με το τέλος που ανατρέπει όσα νομίζαμε, αδειάζοντας τον αναγνώστη και τις ανήθικες εικασίες-του. Το ένα ανατρέπει το άλλο και τελικά θαυμάζουμε τα παιχνίδια της γραφής. “Τα πουλιά” σαφώς είναι ηδονοβλεπτικό διήγημα και μάλιστα σε σκηνές ενός κουρέα με μια ανήλικη. Η παιδοφιλική αυτή διάθεση αποκτά χαρακτήρα νοσταλγίας μιας άλλης εποχής, ενώ ο θάνατος έρχεται να “αθωώσει” τα άσεμνα απλώματα.
            Η ΖΑΤΕΛΗ ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ-ΤΗΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Υποβάλλει την αίσθηση ότι τα πάντα είναι λεκτικά παιγνίδια, διφορούμενες φράσεις, πεδία λέξεων που αφήνουν εντυπώσεις με αμφιλεγόμενα χρώματα και αμφίσημες καταστάσεις. Ο αναγνώστης νομίζει ότι ζει μια αισθησιακή πρόκληση, ενώ παρακολουθεί μια φυσική ζωική πράξη, νομίζει ότι βλέπει μια παιδούλα της οποίας της αρέσει ο κόσμος του κουρείου, ενώ αυτή περνά (υπο)συνείδητα στη φάση των “πουλιών” και των “φιδιών” μέσα στο παντελόνι του κουρέα. Όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας, όλα είναι αντανακλάσεις ψευδαισθήσεων, όλα είναι σκόπιμα δίσημα, για να καταδειχθεί η γλωσσική ηγεμονία.
            Στην “Περσεφόνη” ξεκινάμε πάλι με μια διφορούμενη ύπαρξη: άνθρωπος ή πέρδικα; Γρήγορα καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για την αιωνόβια προγιαγιά, που συλλαμβάνει μηνύματα και προλέγει το μέλλον, καμιά φορά δυσοίωνο για κάποιους που σύντομα θα πεθάνουν. Ερχόμαστε έτσι πιο κοντά στο “μεταφυσικά ρεαλιστικό” των μετέπειτα μυθιστορημάτων-της.
            Όσο ευχάριστο αιφνιδιασμό δέχεται ο αναγνώστης στα πρώτα διηγήματα, αιφνιδιασμό που προκαλεί έκπληξη και πίστη στη δύναμη της ζατελικής πένας, στα επόμενα μένουμε προσγειωμένοι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οικογενειακές ιστορίες, καθημερινά δρώμενα, μικροαστικές σκηνές (π.χ. “Το στοιχειωμένο αγροτόσπιτο”). Μέχρι το τέλος του βιβλίου έχω χάσει τον ενθουσιασμό-μου, καθώς τα υπόλοιπα διηγήματα, παρά τις αφηγηματικές τους αρετές, δεν ακολουθούν τον οίστρο των πρώτων.

[Ο εικονικός διάκοσμος αντλήθηκε από: origin2.ethnos.gr, brooklyntheborough.com, www.quotehd.com, www.gpeppas.gr και www.study-body-language.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 08, 2014

“το αίμα νερό” του Χάρη Βλαβιανού

Ποιητική αυτοβιογραφία που θέλει να γίνει λογοτεχνική φωνή και κείμενο μικρών ενοτήτων που κρατά την πυκνότητά-του, αλλά συνάμα φωνάζει το βάθος-του.

 
Νες γλυκός με γάλα:
 
 
Χάρης Βλαβιανός
“το αίμα νερό”
εκδόσεις Πατάκη
2014
 
 

Τα πολλά ψέματα μιας αυτοβιογραφίας

            Το να γράφει κανείς σε δεύτερο πρόσωπο την αυτοβιογραφία-του σημαίνει ότι παίρνει αποστάσεις από τον εαυτό-του, για να τον δει πιο αντικειμενικά. Το έκανε πρόσφατα ο Μισέλ Φάις στα “Κτερίσματα”. Το μήνυμα που εκπέμπει η δευτεροπρόσωπη αφήγηση είναι ότι βάζεις απέναντί-σου τον άλλο, εν προκειμένω τον εαυτό-σου, και τον χαρακτηρίζεις, τον ανατέμνεις, τον εξετάζεις, τον ανακρίνεις. Αλλά τι πιο ψευδές απ’ αυτό, αφού ο Βλαβιανός χρησιμοποιεί την αντικειμενικότητα για να μείνει υποκειμενικός, χρησιμοποιεί το δεύτερο πρόσωπο για να μιλήσει με “πρωτοπρόσωπη οπτική γωνία” (συγχωρήστε-μου τον αδόκιμο όρο).
            Δεύτερον. Το να τιτλοφορείς το έργο-σου “μυθιστόρημα” και μάλιστα “σε σαράντα πέντε πράξεις” υποδηλώνει μυθιστορηματική πολυπλοκότητα και θεατρική εκτέλεση. Το νέο ψεύδος, που ξεκινά ήδη από το εξώφυλλο, έγκειται στο ότι με κριτήριο την έκταση το προκείμενο βιβλίο είναι μια νουβέλα, με κριτήριο το θέμα μια αυτοβιογραφία, με κριτήριο τη μορφή σαράντα πέντε μικρά αυτοσχόλια. Το “μυθιστόρημα” αποσυντίθεται σε μικρά κεφάλαια χωρίς συνοχή και ξανασυντίθεται όσο η χρονολογική εξέλιξη παίρνει τον ήρωα μικρό παιδί και τον φέρνει στην τελευταία σελίδα μεγάλο. Η θεατρική εξέλιξη απουσιάζει, εκτός αν διαβάζουμε την τραγωδία ενός πληγωμένου παιδιού, πληγωμένου από την ίδια-του τη μάνα, εκτός αν διαβάζουμε το δράμα μιας ζωής που σκηνοθετείται εκ των υστέρων.
            Η αυτοβιογραφία εστιάζει στον χωρισμό των γονιών του πρωταγωνιστή εφήβου, ο οποίος έμεινε με τη φίλανδρη μητέρα-του και μακριά από τον πλούσιο πατέρα-του, που έκανε νέα οικογένεια στη Βραζιλία. Η παιδική αυτή πληγή πυορροεί και έτσι κατασκευάζεται το τρίτο ψέμα, το ιδεολόγημα της τραυματισμένης προσωπικότητας. Το αντικείμενο της αφήγησης (και μαζί υποκείμενό-της) κουβαλά τον σταυρό ενός διαζυγίου και μιας ανώμαλης οικογενειακής κατάστασης, που δεν τον αφήνει να ευτυχήσει. Να θυμηθώ το περσινό βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ που αναφέρεται στην ψυχασθένεια της μητέρας-του εν είδει καθαρτήριας εξομολόγησης.
            Όλα βέβαια αυτά τα “ψέματα” είναι παιχνίδια της λογοτεχνίας, μυθοπλαστικές τεθλασμένες, λογοτεχνικές διαθλάσεις της αλήθειας, που χύνεται στη μήτρα της γλώσσας και της αφήγησης αλλάζοντας υφή. Ο συγγραφέας επινοεί το ψέμα-του, κατασκευάζει με άλλα λόγια το πρόσωπό-του και έτσι απομυθοποιεί ή μυθοποιεί τον εαυτό-του. Ο Βλαβιανός με κοφτό ύφος, με μικρά ανέκδοτα περιηγείται στη ζωή-του, αποδίδει κομβικά σημεία μιας ατμόσφαιρας καλύτερα παρά μιας πορείας. Το πρώτο-του πεζό, αν δεν κάνω λάθος, μετά την ευδόκιμη σταδιοδρομία-του στην ποίηση, έχει μάλλον αυτόν ακριβώς τον σκοπό: να αποδώσει με 45 Punkte, που λένε κι οι Γερμανοί, τα στιγμιότυπα που σημάδεψαν το είναι-του.
            Πώς γίνεται, αναρωτιέται εντέλει μέσα από όλα αυτά ο Βλαβιανός, το αίμα να γίνει νερό. Γιατί γίνεται, κι ας λέει ο παροιμιώδης λόγος άλλα. Η συγγένεια, που είναι μια βιολογική κληρονομιά, πρέπει να αναδειχθεί και σε φορέα συναισθηματικής πλήρωσης, αγάπης, στοργής, κατανόησης, κάτι που αν δεν υλοποιηθεί έμπρακτα, μετατρέπει το αίμα σε νερό. Αυτό ίσως είναι το τελευταίο ψέμα του κειμένου, αφού η ίδια η ύπαρξη ενός τέτοιου λογοτεχνήματος αποδεικνύει ότι οι συγγενείς, οι γονείς εν προκειμένω, μένουν ως ανεπούλωτες πληγές στη συνείδηση των παιδιών, οι οποίοι καμιά φορά με το έργο-τους προσπαθούν να το καθαρίσουν και να λυτρωθούν.
            Το ζητούμενο που προκαλεί και τη μεγαλύτερη επιφύλαξη για τη νουβέλα είναι το κατά πόσο η αυτοβιογραφική λογοτεχνία, πέρα από τις καθαρτήριες ιδιότητές-της, μπορεί να αντέξει και το βάρος της λογοτεχνικής διαχρονίας.  

[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 9/9/2014 και εδώ στολίζεται με εικόνες που αντλήθηκαν από: kidslinkcares.com, www.daniel-mendez.com, artipeeps.wordpress.com, urbantimes.co, www.pinterest.com και youngiris.com]

Πατριάρχης Φώτιος