Έλληνες συγγραφείς που γράφουν σε άλλη γλώσσα, άλλοι που γράφουν ελληνικά αν και ζουν έξω, υβριδικά κείμενα που αναμιγνύουν κουλτούρες και γλώσσες σε ένα πολιτισμικό μίξερ...
Η εποχή-μας δεν
διακρίνεται για τις αμιγείς πολιτισμικές οντότητες, αφού ένα μεγάλο ποσοστό
ανθρώπων, κοινωνιών και έργων είναι πολυπολιτισμικό. Σ’ αυτό το περιβάλλον,
είναι ευνόητο ότι η λογοτεχνία είναι παιδί πολλών λαών και η ελληνικότητα παύει
να είναι μονο-υπόστατη, καθώς συχνά συζευγνύεται με άλλες γλώσσες και
κουλτούρες, είτε από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, είτε (σπανιότερα) από το
εξωτερικό προς την Ελλάδα.
Εφόσον η χώρα-μας είναι
μια μικρή γλωσσική και λογοτεχνική επικράτεια, συνθήκη επιβίωσης της
λογοτεχνίας-της στο παγκόσμιο στερέωμα αποτελεί η μετάφραση και ως εκ τούτου η
αναγνώριση των δημιουργών-μας εκτός των συνόρων. Μια άλλη λύση είναι η
μετεγγραφή ελλήνων συγγραφέων, είτε από επιλογή είτε λόγω των συνθηκών, στο
ξένο πολιτισμικό περιβάλλον και το άνοιγμά-τους στη μεγάλη γλώσσα-προορισμό.
Αυτό όμως τυπικά (και ουσιαστικά) τους βγάζει από την ελληνική λογοτεχνία, αφού
αυτή συνυφαίνεται με τη γλώσσα, και τους μεταθέτει αυτομάτως σε μια άλλη
λογοτεχνική οικογένεια.
Αυτός
ο γενικός προβληματισμός μου γεννιέται κάθε φορά που βλέπω να παρουσιάζεται στις
εφημερίδες ένα έργο γραμμένο από Έλληνα του εξωτερικού, βιολογικά Έλληνα, αλλά
συχνά αν-ελλήνιστο, καθώς η παραμονή στο ξένο κράτος ισοδυναμεί (με το πέρασμα
του χρόνου) με την αποκοπή από την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Ομογενείς
δεύτερης και τρίτης γενιάς σε Αμερική, Αυστραλία και Ευρώπη, Έλληνες που είχαν
φύγει αυτοεξόριστοι παλαιότερα και ζουν μόνιμα στην αλλοδαπή, Έλληνες που
σπούδασαν στο εξωτερικό και επέλεξαν (ίσως σε μια συνθήκη διγλωσσίας) να
γράψουν στην ξένη γλώσσα είναι περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο παζλ των
αλλόγλωσσων συγγραφέων, που μόνο κατ’ όνομα ή ελέω καταγωγής είναι Έλληνες.
Οι
George
Pelecanos (1957
ΗΠΑ), Jeffrey Eugenides (1960 ΗΠΑ), Aris Fioretos (1960 Σουηδία), Christos Tsiolkas (1965 Αυστραλία), Perikles Monioudis (1966 Ελβετία), Natalie Bakopoulos (1970 ΗΠΑ) και Ann Zouroudis (1959 Βρετανία) είναι ομογενείς,
εκτός από την τελευταία που παντρεύτηκε, αν δεν κάνω λάθος, Έλληνα, και γράφουν
στη γλώσσα της χώρας-τους, ενώ τα έργα-τους μεταφράζονται (από άλλον) στα
ελληνικά.
Δύο πιθανές
εκδοχές-ερωτήσεις. Πρόκειται για υβριδικά έργα, τα οποία έχουν ελληνικές
απηχήσεις (μερικά από αυτά εκτυλίσσονται στην Ελλάδα), αλλά ντύνονται με το
αγγλικό, σουηδικό ή γερμανικό γλωσσικό ένδυμα; Ή η ξένη γλώσσα είναι τόσο
καθοριστική και η απόσταση από τα πολιτισμικά δεδομένα της χώρας-μας είναι τόσο
μεγάλη που μόνο τυπικά (λόγω συγγραφικού ονόματος) ανήκουν στην ελληνογενή
λογοτεχνική οικογένεια;
Το
επιπλέον ερώτημα είναι γιατί τέτοια κείμενα προβάλλονται από τις εφημερίδες; (Δείτε ενδεικτικά όσα γράφονται τις
τελευταίες εβδομάδες για τη Natalie Bakopoulos που είναι επίσημη προσκεκλημένη της
9ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη). Είναι έργα που έχουν αισθητική
αξία και η μετάφρασή-τους διευκολύνει τον έλληνα αναγνώστη στην προσέγγιση των
ξένων πολιτισμών ή έχουν μόνο εθνικοπολιτισμική αξία, αφού είναι γραμμένα από
έναν (έστω και κατ’ επίφαση) Έλληνα συγγραφέα; Ή να το πω πιο αναλυτικά: οι εφημερίδες
ασχολούνται μ’ αυτά χάρη στο ελληνικό ενδιαφέρον που θα δελεάσει τον
αναγνώστη-τους να δει ένα βιβλίο ενός Έλληνα του εξωτερικού; Ή προσπερνούν τον
σκόπελο της γλώσσας, που αποτελεί τον στενό κύκλο της ελληνικότητας, και δίνουν
το ίδιο βάρος σε έναν ευρύτερο κύκλο, έναν κύκλο που περιλαμβάνει αυτόν της
γλώσσας αλλά και τον πολιτισμικό δείκτη; Ο ελληνογενής συγγραφέας δεν γράφει
βέβαια στα ελληνικά, αλλά διαθέτει είτε λόγω οικογενειακής παράδοσης, είτε λόγω
ομογενειακής κουλτούρας, είτε λόγω των ελληνικών-του βιωμάτων, ένα βαθύτερο
ελληνικό (λογοτεχνικό) DNA, το οποίο θα θέλαμε να δούμε πώς αναπτύσσεται στο
ξένο περιβάλλον, στην ξένη γλώσσα και πολιτισμό. Κάπως έτσι;
Θα ήθελα να πιστέψω ότι
ισχύει η τελευταία εκδοχή, αλλά πολύ φοβάμαι ότι απλώς πετάνε το δόλωμα της
ελληνικότητας, που είτε δεν αντιστοιχεί σε αισθητική αξία είτε δεν υπάρχει καν
ως έννοια, αφού πολλοί τέτοιοι συγγραφείς δεν έχουν ελληνική συνείδηση και
πολιτισμική ταυτότητα… Τα θέματά-τους συχνά είναι αλλογενή, οι εμπειρίες-τους καθαρά
αλλοδαπές, ο κύκλος των προβληματισμών-τους δεν περιλαμβάνουν ελληνική οπτική
γωνία. Αυτό βέβαια δεν μειώνει την καλλιτεχνική αξία που μπορεί να έχουν, αλλά
τότε η συζήτηση για τον Eugenides λ.χ. θα πρέπει να είναι η ίδια με τον ισπανό Βίλα-Μάτος ή τον
Νορβηγό BjØrnstad.
Φυσικά δεν αναφέρομαι σε
Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό και, ενώ έχουν προσαρμοστεί πολιτισμικά ή
γλωσσικά στο νέο-τους περιβάλλον, γράφουν (και) στα ελληνικά. Τέτοιες
περιπτώσεις είναι ο Βασίλης Αλεξάκης (Γαλλία) και ο Θοδωρής Καλλιφατίδης
(Σουηδία), οι οποίοι έχουν δυο λογοτεχνικές πατρίδες, καθώς τα κείμενά-τους
γράφονται στη μία γλώσσα και μεταφράζονται από τους ίδιους στην άλλη.
Η περίπτωση του Πάνου
Καρνέζη, που ζει στην Αγγλία, είναι μια άλλη υβριδική περίπτωση, καθώς –νομίζω-
γράφει στα αγγλικά, αν και έχει πλείστα βιώματα ελληνικής φύσεως. Έχουμε στην
ουσία μια πολιτισμική μεταφορά βιωμάτων από το ελληνικό πλαίσιό-τους στο
αγγλικό ένδυμα, όπως την αντίθετη πορεία ακολουθούν Έλληνες που ζουν στο
εξωτερικό αλλά εξακολουθούν τα γράφουν για την άλλη χώρα στα ελληνικά, όπως η
Δήμητρα Κολλιάκου και ο Γιώργος Μητάς για τη βρετανική εμπειρία ή η Αμάντα
Μιχαλοπούλου και ο Γιώργος Γλυκοφρύδης για τη γερμανική αντίστοιχη. Σ’ αυτή τη
χορεία ανήκει και η Σώτη Τριανταφύλλου, που γράφει στα ελληνικά τα
αμερικάνικα θέματά-της, ενώ μοιράζει τον χρόνο-της μεταξύ Αθήνας και Νέας
Υόρκης.
Θέτω εδώ συνοπτικά και
πρόχειρα και την αντίθετη πορεία, ανθρώπων δηλαδή που ενδεχομένως παρότι
αλλόφυλοι και αλλόγλωσσοι βρήκαν στην ελληνική γλώσσα καταφύγιο, όπως διάφοροι
Αλβανοί (λ.χ. ο Γκαζμέντ Καπλάνι), με αποτέλεσμα η γραφή-τους να είναι ελληνική
αλλά μπολιασμένη με τα στοιχεία που κουβαλάνε από την μητέρα-κουλτούρα. Το ίδιο
συμβαίνει και στις άλλες λογοτεχνίες, κυρίως βέβαια τις μεγάλες στις οποίες
συρρέουν συγγραφείς από περιφερειακές γλώσσες (ο τσέχος Κούντερα που έγραψε στα
γαλλικά, ο ρώσος Ναμπόκοφ στα αγγλικά κ.ο.κ.).
Θα μπορούσε κανείς να σχεδιάσει
το σχήμα της ελληνικής πολιτισμικής συνείδησης με ποικίλους ομόκεντρους κύκλους
μίξης γλώσσας, παράδοσης και βιωμάτων. Έτσι, ίσως θα μπορέσουμε να
χαρτογραφήσουμε το “ελληνικό” στην πορεία-του μέσα από γλώσσες και κουλτούρες,
αλλά και να δούμε τις ποικίλες παραλλαγές-του στην ώσμωσή-του με άλλα πολιτισμικά
μορφώματα.
Πατριάρχης Φώτιος