Monday, May 28, 2012

Έλληνες υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας

Έλληνες συγγραφείς που γράφουν σε άλλη γλώσσα, άλλοι που γράφουν ελληνικά αν και ζουν έξω, υβριδικά κείμενα που αναμιγνύουν κουλτούρες και γλώσσες σε ένα πολιτισμικό μίξερ... 
          Η εποχή-μας δεν διακρίνεται για τις αμιγείς πολιτισμικές οντότητες, αφού ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων, κοινωνιών και έργων είναι πολυπολιτισμικό. Σ’ αυτό το περιβάλλον, είναι ευνόητο ότι η λογοτεχνία είναι παιδί πολλών λαών και η ελληνικότητα παύει να είναι μονο-υπόστατη, καθώς συχνά συζευγνύεται με άλλες γλώσσες και κουλτούρες, είτε από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, είτε (σπανιότερα) από το εξωτερικό προς την Ελλάδα.
Εφόσον η χώρα-μας είναι μια μικρή γλωσσική και λογοτεχνική επικράτεια, συνθήκη επιβίωσης της λογοτεχνίας-της στο παγκόσμιο στερέωμα αποτελεί η μετάφραση και ως εκ τούτου η αναγνώριση των δημιουργών-μας εκτός των συνόρων. Μια άλλη λύση είναι η μετεγγραφή ελλήνων συγγραφέων, είτε από επιλογή είτε λόγω των συνθηκών, στο ξένο πολιτισμικό περιβάλλον και το άνοιγμά-τους στη μεγάλη γλώσσα-προορισμό. Αυτό όμως τυπικά (και ουσιαστικά) τους βγάζει από την ελληνική λογοτεχνία, αφού αυτή συνυφαίνεται με τη γλώσσα, και τους μεταθέτει αυτομάτως σε μια άλλη λογοτεχνική οικογένεια.
          Αυτός ο γενικός προβληματισμός μου γεννιέται κάθε φορά που βλέπω να παρουσιάζεται στις εφημερίδες ένα έργο γραμμένο από Έλληνα του εξωτερικού, βιολογικά Έλληνα, αλλά συχνά αν-ελλήνιστο, καθώς η παραμονή στο ξένο κράτος ισοδυναμεί (με το πέρασμα του χρόνου) με την αποκοπή από την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Ομογενείς δεύτερης και τρίτης γενιάς σε Αμερική, Αυστραλία και Ευρώπη, Έλληνες που είχαν φύγει αυτοεξόριστοι παλαιότερα και ζουν μόνιμα στην αλλοδαπή, Έλληνες που σπούδασαν στο εξωτερικό και επέλεξαν (ίσως σε μια συνθήκη διγλωσσίας) να γράψουν στην ξένη γλώσσα είναι περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο παζλ των αλλόγλωσσων συγγραφέων, που μόνο κατ’ όνομα ή ελέω καταγωγής είναι Έλληνες.
          Οι George Pelecanos (1957 ΗΠΑ), Jeffrey Eugenides (1960 ΗΠΑ), Aris Fioretos (1960 Σουηδία), Christos Tsiolkas (1965 Αυστραλία), Perikles Monioudis (1966 Ελβετία), Natalie Bakopoulos (1970 ΗΠΑ) και Ann Zouroudis (1959 Βρετανία) είναι ομογενείς, εκτός από την τελευταία που παντρεύτηκε, αν δεν κάνω λάθος, Έλληνα, και γράφουν στη γλώσσα της χώρας-τους, ενώ τα έργα-τους μεταφράζονται (από άλλον) στα ελληνικά.
Δύο πιθανές εκδοχές-ερωτήσεις. Πρόκειται για υβριδικά έργα, τα οποία έχουν ελληνικές απηχήσεις (μερικά από αυτά εκτυλίσσονται στην Ελλάδα), αλλά ντύνονται με το αγγλικό, σουηδικό ή γερμανικό γλωσσικό ένδυμα; Ή η ξένη γλώσσα είναι τόσο καθοριστική και η απόσταση από τα πολιτισμικά δεδομένα της χώρας-μας είναι τόσο μεγάλη που μόνο τυπικά (λόγω συγγραφικού ονόματος) ανήκουν στην ελληνογενή λογοτεχνική οικογένεια;
          Το επιπλέον ερώτημα είναι γιατί τέτοια κείμενα προβάλλονται από τις εφημερίδες; (Δείτε ενδεικτικά όσα γράφονται τις τελευταίες εβδομάδες για τη Natalie Bakopoulos που είναι επίσημη προσκεκλημένη της 9ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη). Είναι έργα που έχουν αισθητική αξία και η μετάφρασή-τους διευκολύνει τον έλληνα αναγνώστη στην προσέγγιση των ξένων πολιτισμών ή έχουν μόνο εθνικοπολιτισμική αξία, αφού είναι γραμμένα από έναν (έστω και κατ’ επίφαση) Έλληνα συγγραφέα; Ή να το πω πιο αναλυτικά: οι εφημερίδες ασχολούνται μ’ αυτά χάρη στο ελληνικό ενδιαφέρον που θα δελεάσει τον αναγνώστη-τους να δει ένα βιβλίο ενός Έλληνα του εξωτερικού; Ή προσπερνούν τον σκόπελο της γλώσσας, που αποτελεί τον στενό κύκλο της ελληνικότητας, και δίνουν το ίδιο βάρος σε έναν ευρύτερο κύκλο, έναν κύκλο που περιλαμβάνει αυτόν της γλώσσας αλλά και τον πολιτισμικό δείκτη; Ο ελληνογενής συγγραφέας δεν γράφει βέβαια στα ελληνικά, αλλά διαθέτει είτε λόγω οικογενειακής παράδοσης, είτε λόγω ομογενειακής κουλτούρας, είτε λόγω των ελληνικών-του βιωμάτων, ένα βαθύτερο ελληνικό (λογοτεχνικό) DNA, το οποίο θα θέλαμε να δούμε πώς αναπτύσσεται στο ξένο περιβάλλον, στην ξένη γλώσσα και πολιτισμό. Κάπως έτσι;
Θα ήθελα να πιστέψω ότι ισχύει η τελευταία εκδοχή, αλλά πολύ φοβάμαι ότι απλώς πετάνε το δόλωμα της ελληνικότητας, που είτε δεν αντιστοιχεί σε αισθητική αξία είτε δεν υπάρχει καν ως έννοια, αφού πολλοί τέτοιοι συγγραφείς δεν έχουν ελληνική συνείδηση και πολιτισμική ταυτότητα… Τα θέματά-τους συχνά είναι αλλογενή, οι εμπειρίες-τους καθαρά αλλοδαπές, ο κύκλος των προβληματισμών-τους δεν περιλαμβάνουν ελληνική οπτική γωνία. Αυτό βέβαια δεν μειώνει την καλλιτεχνική αξία που μπορεί να έχουν, αλλά τότε η συζήτηση για τον Eugenides λ.χ. θα πρέπει να είναι η ίδια με τον ισπανό Βίλα-Μάτος ή τον Νορβηγό BjØrnstad.
Φυσικά δεν αναφέρομαι σε Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό και, ενώ έχουν προσαρμοστεί πολιτισμικά ή γλωσσικά στο νέο-τους περιβάλλον, γράφουν (και) στα ελληνικά. Τέτοιες περιπτώσεις είναι ο Βασίλης Αλεξάκης (Γαλλία) και ο Θοδωρής Καλλιφατίδης (Σουηδία), οι οποίοι έχουν δυο λογοτεχνικές πατρίδες, καθώς τα κείμενά-τους γράφονται στη μία γλώσσα και μεταφράζονται από τους ίδιους στην άλλη.
Η περίπτωση του Πάνου Καρνέζη, που ζει στην Αγγλία, είναι μια άλλη υβριδική περίπτωση, καθώς –νομίζω- γράφει στα αγγλικά, αν και έχει πλείστα βιώματα ελληνικής φύσεως. Έχουμε στην ουσία μια πολιτισμική μεταφορά βιωμάτων από το ελληνικό πλαίσιό-τους στο αγγλικό ένδυμα, όπως την αντίθετη πορεία ακολουθούν Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό αλλά εξακολουθούν τα γράφουν για την άλλη χώρα στα ελληνικά, όπως η Δήμητρα Κολλιάκου και ο Γιώργος Μητάς για τη βρετανική εμπειρία ή η Αμάντα Μιχαλοπούλου και ο Γιώργος Γλυκοφρύδης για τη γερμανική αντίστοιχη. Σ’ αυτή τη χορεία ανήκει και η Σώτη Τριανταφύλλου, που γράφει στα ελληνικά τα αμερικάνικα θέματά-της, ενώ μοιράζει τον χρόνο-της μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης.
Θέτω εδώ συνοπτικά και πρόχειρα και την αντίθετη πορεία, ανθρώπων δηλαδή που ενδεχομένως παρότι αλλόφυλοι και αλλόγλωσσοι βρήκαν στην ελληνική γλώσσα καταφύγιο, όπως διάφοροι Αλβανοί (λ.χ. ο Γκαζμέντ Καπλάνι), με αποτέλεσμα η γραφή-τους να είναι ελληνική αλλά μπολιασμένη με τα στοιχεία που κουβαλάνε από την μητέρα-κουλτούρα. Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες λογοτεχνίες, κυρίως βέβαια τις μεγάλες στις οποίες συρρέουν συγγραφείς από περιφερειακές γλώσσες (ο τσέχος Κούντερα που έγραψε στα γαλλικά, ο ρώσος Ναμπόκοφ στα αγγλικά κ.ο.κ.).
Θα μπορούσε κανείς να σχεδιάσει το σχήμα της ελληνικής πολιτισμικής συνείδησης με ποικίλους ομόκεντρους κύκλους μίξης γλώσσας, παράδοσης και βιωμάτων. Έτσι, ίσως θα μπορέσουμε να χαρτογραφήσουμε το “ελληνικό” στην πορεία-του μέσα από γλώσσες και κουλτούρες, αλλά και να δούμε τις ποικίλες παραλλαγές-του στην ώσμωσή-του με άλλα πολιτισμικά μορφώματα.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 25, 2012

“Όλοι μαζί, τώρα!” του Γιώργου Κοτανίδη

Πώς το θέατρο γίνεται επαναστατική πράξη και πώς η τέχνη μπορεί να συνδυαστεί με την πολιτική σε εποχές ταραγμένες και αντιδημοκρατικές; Ο απόηχος της επτάχρονης δικτατορίας και του Ελεύθερου Θεάτρου έρχεται σε μας με τέμπο και απομνημονευματικό τρόπο. 


Αραβικός καφές με μπαχάρι:
Γιώργος Κοτανίδης
“Όλοι μαζί, τώρα!”
εκδόσεις Καστανιώτη
2011 

            Γιατί τώρα τελευταία ηθοποιοί αποφασίζουν να γράψουν προσωπικές μαρτυρίες από τη ζωή-τους στο θέατρο, όχι με την ψευδο-καλλιτεχνική επίφαση αλλά με τη βαθιά γνώση ότι το θέατρο ήταν και είναι δημιουργία, επαφή με το κοινό, πολιτιστικό γεγονός, ψυχαγωγία, επαφή με την ευρωπαϊκή κουλτούρα, συμβολή στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα κ.ο.κ.; Παλιότερα, οι Δ. Μυράτ, Κ. Μουσούρης, Θ. Κωτσόπουλος, Λ. Καλλέργης, η Μ. Μερκούρη, ο Ν. Ξανθόπουλος, ο Ν. Ηλιόπουλος και πρόσφατα ο Νίκος Βασταρδής “Θυμάμαι... Ιστορίες μέσα και έξω από την αυλαία” (2006) και η Άννα Βαγενά, “Το Θεσσαλικό μου θέατρο” την ίδια χρονιά. Λίγο αργότερα η Δάφνη Σκούρα με το “Βαθειές είναι οι ρίζες...” (2008) και ο Κωνσταντίνος Τζούμας με την τριλογία-του που ξεκίνησε την ίδια χρονιά: “Ως εκ θαύματος” (2008), “Complete Unknown” (2009) και “Πανωλεθρίαμβος” (2010). Και τώρα ο Γιώργος Κοτανίδης, ίδιας γενιάς και κουλτούρας, καταθέτει τη δική-του ματιά για τα χρόνια 1967 και εξής. Μπορεί κανείς να δει μια ολόκληρη λίστα τίτλων στο:


             Πιο πολύ θα έπρεπε να μιλάμε για «θεατρικά απομνημονεύματα», αφού δεν καταγράφουν όλη-τους τη ζωή, αλλά τον αναβρασμό που προκαλούσε στη ζωή-τους το θέατρο και μάλιστα συνυφασμένο με την ευρύτερη πολιτισμική πραγματικότητα. Ο Κοτανίδης μάλιστα, ακόμα περισσότερο, εστιάζει στα χρόνια από την Αποστασία ως τα Απριλιανά και την πορεία του Ελεύθερου Θεάτρου μέσα στην επτάχρονη Δικτατορία.
            Αναρωτιέμαι καταρχάς τι ακριβώς θέλει να πετύχει κανείς καταγράφοντας τις θεατρικές-του αναμνήσεις και γι’ αυτό προσπάθησα να θέσω το ερώτημα στον εαυτό-μου και να καταθέσω πληροφορίες και σκέψεις.
Καταρχάς, ίδιον των “επωνύμων” ανθρώπων είναι προφανώς η τάση να κοινοποιήσουν τη ζωή-τους, να αφήσουν τις αναμνήσεις-τους, να καταθέσουν τη μαρτυρία-τους από τον χώρο του θεάτρου τον οποίον υπηρέτησαν, να πλάσουν τον δικό-τους μύθο και να αφήσουν σε γραπτό λόγο “έπεα πτερόεντα” και μνήμες που σταδιακά σβήνουν. Η αυτοβιογραφία πάντα ήθελε να αποδώσει στον εαυτό-της ρόλο βιωμένης ιστορίας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ο Τζούμας τώρα και ο Κοτανίδης επιχειρούν, απ’ όσο έχω διαβάσει, μια λογοτεχνική γραφή, όχι μόνο με το θάρρος του βιωμένου παρελθόντος αλλά και με το “θράσος” της μέθεξης του αναγνώστη σε ένα λογοτεχνικό γίγνεσθαι που εμπεριέχει το θεατρικό γενέσθαι. Γιατί;
Αφενός, συνειδητοποιώ ότι οι εν λόγω συγγραφείς διαφοροποιούνται από μερικούς άλλους γιατί έχουν μια ευρύτερη παιδεία, που δεν περιορίζεται μόνο στα θεατρικά και κινηματογραφικά σουσούμια αλλά και στα ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Διάβαζαν πολύ όχι μόνο θέατρο αλλά και ποίηση ή πεζογραφία, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην Εσπερία, ταξίδευαν και προβληματίζονταν για τη μοίρα του τόπου, την πορεία της τέχνης, το βαθύτερο νόημα της κουλτούρας. Πολλοί τέτοιοι βρέθηκαν και ο χώρος του θεάτρου πέρα από θέαμα έχει να δείξει και στοχαστικές μορφές αλλά ανθρώπους και βαθιάς καλλιέργειας. Μένω στους δύο τελευταίους: ο Τζούμας πιο απολιτίκ, πιο ενδοστρεφής και τεχνοκεντρικός, ο Κοτανίδης πιο εξωστρεφής και κοινωνιοκεντρικός.
Από την άλλη, διαβλέπω μέσα στο έργο-τους την ανάγκη να εκμυστηρευτούν πώς άνθρωποι με πάθος και όρεξη δούλεψαν πίσω από τη σκηνή, με πρόβες και κόπο, με διάθεση να μάθουν και να υπηρετήσουν το θέατρο, με όρεξη να μετακενώσουν το ευρωπαϊκό και το αμερικάνικο πρώτα στον εαυτό-τους, που ήθελε να γευτεί όλες τις δόσεις του θεάτρου, και έπειτα στην επαρχιώτικη Ελλάδα, στην οποία όμως συμβαίνουν πολλά καλά τόσο σε επίπεδο καλλιτεχνικό όσο και σε επίπεδο κοινωνικής ανατροπής.
Ειδικά ο Κοτανίδης στήνει τα απομνημονεύματά-του στην περίοδο της χούντας (κατά βάση) όχι για να προβάλλει το Ελεύθερο Θέατρο και την καινοτόμο καλλιτεχνική-του δράση όσο για να αναγάγει το θέατρο σε πολιτικό βήμα και σε έμμεσο φορέα πολιτικής σκέψης που υπονομεύει με τον τρόπο-του την προσπάθεια της εξουσίας για λογοκρισία και χειραγώγηση. Κι ενώ ξεκινά από την πρώτη παράσταση της «Όπερας του φτωχού» το 1970, εύλογα γυρνάει πιο πίσω για να αφηγηθεί τη δική-του πολιτική στάση, αλλά και τα χρόνια στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ώστε να παρακολουθήσουμε παράλληλα την θεατρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την κοινωνικοπολιτική ιστορία.
Αυτό που κάνει τον αναγνώστη να βυθιστεί (με προσήλωση) στο έργο δεν είναι μόνο η αύξουσα περιέργεια. Φυσικά είναι και αυτή, καθώς, σαν να διαβάζει κανείς τα δοκίμια του Ελύτη για τη δεκαετία του ’30 και του ’40, έτσι κι εδώ μαθαίνει για τη δεκαετία του ’60 και του ’70, όπως διαμορφώθηκαν οι παλιότερες τάσεις της δραματουργίας και ανανεώθηκαν με νέα μυαλά και ευρωπαϊκές καινοτομίες. Βλέπει κανείς όλο το πλαίσιο και τα πρόσωπα που δούλεψαν για να προχωρήσει η αισθητική παιδεία του Έλληνα, από τον σκηνοθέτη Μιχαηλίδη ως τη χορογράφο Ζουζού Νικολούδη κι από τον δάσκαλο του θεάτρου Βόκοβιτς μέχρι τον Άγγελο Τερζάκη και την ευρυμάθειά-του.
Πέρα όμως απ’ αυτά, ο αναγνώστης μαγεύεται από τον παλμό της εποχής, από τον αναβρασμό ιδεών, απόψεων, τάσεων, θεατρικών πρωτοποριών και κοινωνικών νεωτερισμών, τη ζύμωση των πολιτικών ρευμάτων και της αριστερής διανόησης, την πάλη των πεποιθήσεων αλλά και τη διαρκή αυτογνωσία με την οποία μεστώνει ο νεαρός αλλά παθιασμένος ηθοποιός. Ζηλεύει ο αναγνώστης τον ποταμό των καλλιτεχνικών και πολιτικών εξελίξεων που αφήνουν το στίγμα-τους στην παιδεία όσων τα έζησαν. Ο Κοτανίδης πείθει με το ταμπεραμέντο-του ότι η Ελλάδα ήταν μια κυψέλη όπου παραστάσεις, βιβλία, διασκεδάσεις, συζητήσεις, τάσεις και αναθεωρήσεις έπεφταν στην κονίστρα του πολιτισμικού ζυμώματος και αυτές οι ωσμώσεις παρήγαν ήθη, αισθητικές, νοοτροπίες.
Αντίστοιχα, εφαρμόζει το δόγμα της τέχνης που δεν μένει κλεισμένη στον γυάλινο πύργο-της αλλά πολιτικοποιείται. Στο πλαίσιο αυτό ο ίδιος ο Κοτανίδης δεν συμμετείχε απλώς σε ένα πολιτικοποιημένο θεατρικό σχήμα, αλλά οργανώθηκε και στο ΕΚΚΕ. Η αφήγηση λοιπόν συναιρεί τέχνη και πολιτική, θέατρο και αντιδικτατορικό αγώνα, ατομικό και συλλογικό… Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν πρόκειται απλώς για απομνημόνευμα, αλλά ίσως ένα χρονικό της εποχής, ιδωμένο βέβαια από την οπτική γωνία του συγγραφέα και με άξονα τη δική-του πράξη. Εν μέρει ίσως υπερτονίζει τη δράση-του και φαίνεται να προεξέχει σε πολλά, αλλά απ’ την άλλη δεν έχω αντικειμενικό κριτήριο για να κρίνω την αλήθεια των λόγων-του. Μένω στην εξιστόρηση μιας εποχής με καλλιτεχνικές ανησυχίες και ανάγκες γα πολιτική δράση, στοιχείο πολύ διεγερτικό σε ένα σήμερα που θα μπορούσε να μιμηθεί πολλά.
Τι μένει απ’ αυτήν την ανασκόπηση μιας δεκαετίας (1965-1975); Αφενός η πίστη του Κοτανίδη στο εμείς που πρέπει να καλύπτει το εγώ και να δίνει στην ομάδα το στίγμα και την προοπτική που συζευγνύει διαφορές και αντιθέσεις. Αφετέρου, η καλλιτεχνική και πολιτική επανάσταση συχνά αποβαίνει ουτοπία αλλά πάντα αφήνει την ελπίδα ότι θα επιτευχθεί, έστω και αν πολλοί την καπηλεύτηκαν για προσωπική ανέλιξη.
Εγώ ως αναγνώστης κράτησα τη θέρμη και τον ζήλο που διακρίνουν τον αφηγητή για πρωτοπορία, επανάσταση, αντίδραση, παιδεία, εμπειρίες, νιότη κ.ο.κ. Πολλά και καλά.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 25/4/2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 22, 2012

“Μέρες Αλεξάνδρειας” του Δημήτρη Στεφανάκη

Βόλτα στην Κορνίς και τσάι σε σικ σπίτια της πόλης, άρωμα Ευρώπης και γεύσεις Μέσης Ανατολής, ελληνικότητα και πολυπολιτισμός, οικογενειακά ρομάντζα και διακρατικές μηχανορραφίες: έναν τέτοιο κόσμο σερβίρει ο συγγραφέας αφήνοντας τον αναγνώστη να περιηγηθεί με χαλαρούς ρυθμούς στην ανατολίτικη και μαζί εκσυγχρονισμένη Αλεξάνδρεια.  


Αλεξανδρινό καφές με καϊμάκι:
Δημήτρης Στεφανάκης
“Μέρες Αλεξάνδρειας”
εκδόσεις Πατάκη
2007: 1η έκδοση
εκδόσεις Ψυχογιός
2011: 2η έκδοση 

            Ένα κείμενο πανδαισία σκηνών και προσώπων σε μια πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου διαβάζεται με την περιέργεια του αναγνώστη που χαζεύει σκηνικά, κοστούμια, περιστατικά και προ παντός την ώσμωση Ελλήνων, Αράβων, Εβραίων και Δυτικών σε ένα κλίμα κοσμοπολιτισμού και αλλαγών.
            Στην ουσία παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας Χάραμη με πρώτο τον Αντώνιο, μεγαλοβιομήχανο στον χώρο των τσιγάρων και των γιων-του Κωστή και Μάχου. Όλα ξεκινάνε εκεί γύρω στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κι από μια οπτική γωνία που είναι ταυτόχρονα έξω αλλά και μέσα στην Ευρώπη, μακριά αλλά και κοντά στις εξελίξεις, βλέπουμε την ευρωπαϊκή ιστορία (με τα ελληνικά πράγματα φυσικά σε προτεραιότητα) να παρελαύνει, να σχολιάζεται και να επηρεάζει τις ατομικές ζωές των χαρακτήρων. Ακούγονται λίγο ή πολύ ως απόηχος η πολεμική δεκαετία του ’10, η Μικρασιατική Καταστροφή, η διένεξη Βενιζέλου και βασιλιά, η άνοδος του Χίτλερ και του Μουσολίνι, το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου…
Χρωματίζεται όχι μόνο η πολυεθνική και πολυκουλτουραλιστική Αλεξάνδρεια, αλλά και η Κωνσταντινούπολη, το Βερολίνο και η χιλτερική σκηνή, το Παρίσι, η Μασσαλία, η Βιέννη κ.ο.κ. Ανάμεσα στα οικογενειακά και επιχειρηματικά επεισόδια, ζωντανεύουν αφηγήσεις ενηλικίωσης, πολιτικά δρώμενα, γάμοι και απιστίες, μπουρδέλα και παλάτια, δεξιώσεις και συνάξεις των ελίτ, κατασκοπία και παρασκήνιο. Ακούγονται ελληνικά και λίγα αραβικά, αλλά συνάμα γαλλικά που θεωρούνταν η Lingua franca της εποχής και αγγλικά που ξεμύτιζαν δυναμικά, λίγα ιταλικά και γερμανικά…   
Ο αναγνώστης ταξιδεύει στις σελίδες του βιβλίου και μαζί στην Μεσόγειο της εποχής και ξαναζεί με διαύγεια την ιστορία μέσα σε πολύ προσεγμένες σκηνές που αναπλάθουν την ατμόσφαιρα και αποδίδουν με παραστατικότητα το κλίμα. Από τις φτωχογειτονιές της Αλεξάνδρειας και τα σικ προάστια της πόλης μέχρι τις υψηλές επιχειρηματικές συμφωνίες που θυμίζουν αμυδρά Καραγάτση. Προβάλλει ένας κόσμος μαγευτικός λόγω της κοσμοπολίτικης διάθεσης και της διευρωπαϊκής ιστορίας που καλπάζει σε κάθε γωνία. Η υπόθεση εξελίσσεται αλλά αυτό μετράει λιγότερο στον καμβά των πολλαπλών ατομικών και κοινωνικών αλλαγών.
Καθώς το διάβαζα, ερχόταν στον νου-μου το έργο “Άγιοι και δαίμονες” του Γιάννη Καλπούζου. Εκεί συναντήσαμε το ίδιο μωσαϊκό μιας άλλης εποχής, το οποίο ωστόσο γρήγορα με κούρασε. Είδαμε την ιστορία στις αρχές του 19ου αιώνα σε ένα εύρος ανάλογο με του Στεφανάκη, αλλά «ένα τέτοιο ιστορικό αφήγημα προχωρά στατικά και όχι δυναμικά. Απευθύνεται σ’ αυτούς που αρέσκονται στη μυθιστορηματοποίηση της ιστορίας, σ’ αυτούς που θέλουν μια εύπεπτη αφήγηση αντί της δύστροπης ιστοριογραφικής πραγματείας για να μάθουν μια εποχή και να μπουν στο κλίμα-της, να γνωρίσουν τα σουσούμια-της, να περπατήσουν στα σοκάκια-της». Κανονικά πρέπει να πω το ίδιο και για το “Μέρες Αλεξάνδρειας”, αλλά νομίζω ότι υπάρχει μια διαφορά. Ο Στεφανάκης κάνει την Αλεξάνδρεια πρίσμα θέασης μιας εποχής που έχει σημασία για το σήμερα και θέλγει με τα στοιχεία μιας χαμένης πατρίδας. Αυτό κάνει τον αναγνώστη πιο περίεργο αλλά συνάμα δεκτικό να δει πώς η Ευρώπη αλλάζει και πώς διαμορφώθηκαν συνθήκες και συμπεριφορές που έμμεσα ή άμεσα οδηγούν μέχρι σήμερα. Μπορεί να αδικώ τον Καλπούζο και να πρόκειται απλώς για λόγους αναγνωστικής διαθεσιμότητας, δηλαδή να διάβασα τον Στεφανάκη σε καλύτερη αναγνωστική φάση και να μπόρεσα να δείξω την απαιτούμενη υπομονή για να φάω τις 700 σελίδες με καθαρό μάτι και διάθεση εμμονής στις λεπτομέρειες.
Ούτως ή άλλως πρόκειται για ένα έργο-τοιχογραφία μιας εποχής που έμμεσα δίνει στοιχεία προβληματισμού, αλλά τίποτα παραπάνω. Βυθιζόμαστε στο φόντο της περιόδου και βλέπουμε στην οθόνη-μας σκηνές μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, μένουμε στο θέαμα, και λιγότερο -αλλά κι αυτό κάτι είναι- ξαναδιαβάζουμε την ιστορία-μας από μια άλλη εστία. Δεν μιλάμε για ανατροπές της πάγιας ματιάς-μας αλλά για τοποθέτησή-της έξω από τα κλασικά κέντρα του ελληνισμού, και του ευρωπαϊσμού θα έλεγα.
[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 18.4.2012]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 19, 2012

“Ο Ρεμπώ του Νότου” του Βασίλη Τσιρώνη

Αναζητώντας τον χαμένο γιο ή αναζητώντας ένα είδωλο μιας ξεπερασμένης (;) καλλιτεχνικής ζωής; Και τελικά πόσο αυτό το καλλιτεχνικό όραμα μπορεί να αντέξει στις προκλήσεις της ζωής και φυσικά στην ανάγκη για επιβίωση;


Γαλλικός με σιρόπι:
Βασίλης Τσιρώνης
“Ο Ρεμπώ του Νότου”
εκδόσεις Σαββάλα
2011 

            Η αξιοπρέπεια ενός βιβλίου έγκειται, κατά τη γνώμη-μου, σε δύο βασικές παραμέτρους-του: αφενός στη γλώσσα και στο ιδιαίτερο ύφος, ή τουλάχιστον στο συνηθισμένο αλλά όχι αμήχανο και στημένο, και αφετέρου στην πλοκή που πρέπει να δένει ομαλά ή να ξενίζει με εμφανή στις προθέσεις-του τρόπο.
Μ’ αυτές τις δύο προδιαγραφές το μυθιστόρημα του Τσιρώνη, που είναι το δεύτερο του νεαρού-μας φίλου, παίρνει πάνω από τη βάση. Η γλώσσα-του είναι ρέουσα και καλογραμμένη, ενίοτε κάνει τα ποιητικά-της άλματα, μερικές φορές ακολουθεί τις δικές-της εκλάμψεις που της δίνουν ένα κάποιο ύφος, είναι μαζί σαφής και λογοτεχνική, χωρίς όμως να σε θαμπώνει. Κι από την άλλη, η πλοκή λειτουργεί με έναν ζυγιασμένο τρόπο που δεν φέρνει σε αμηχανία τον αναγνώστη. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη, καθένα με τη δική-του στόχευση, που εναλλάσσονται μέχρι τη λύση και σ’ αυτά ακολουθείται μια όχι πολύπλοκη μεν αλλά καλοοικονομημένη (παρά τις μικρές ατέλειες) ιστορία.
 civila-fashionchef.blogspot.com
Το πρώτο νήμα σ’ αυτό το τριμερές πλέξιμο αφορά την ιστορία της Αλίκης που, ενώ ήξερε ότι ο γιος-της Φίλιππος, τραγουδιστής με ένα συγκρότημα στο Παρίσι, πέθανε σε δυστύχημα με τρένο στην Ινδία, βλέπει τη φωτογραφία-του σε αφίσα συναυλίας που έγινε (;) στο Παρίσι μετά τον θάνατό-του. Αποφασίζει, λοιπόν, να πάει επί τόπου και να ψάξει φίλους και γνωστούς που μπορεί να ήξεραν κάτι για τον Φίλιππο. Η υπόθεση από πρόσωπο σε πρόσωπο θυμίζει τον «Αυθέντη του Μορέως» του Ραγκαβή, όπου κι εκεί ο ήρωας αναζητεί από πόλη σε πόλη έναν άλλο χαρακτήρα. Το δεύτερο νήμα αποτυπώνει τον μονόλογο της Νάντιας, αδελφής του Φίλιππου, που έχει πάθει σοκ και δεν βγαίνει από το σπίτι-τους δύο χρόνια τώρα. Και το τρίτο νήμα είναι η ιστορία του “Φιλίππου” που ακολούθησε το ίνδαλμά-του τον Αρθούρο Ρεμπώ στην Αφρική, εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η ιστορία με τον Φίλιππο είναι ενδιαφέρουσα, αλλά δεν ξέρω αν αφήνει περιθώρια για να καταλάβουμε τη σχέση μητέρας-παιδιού, την ανάγκη του ατόμου να απογαλακτιστεί και να ζήσει μακριά από το παρελθόν-του, την πορεία ενός τραγουδιστή που θέλει να κάνει πράξη τα όνειρά-του και τελικά βρίσκεται να ζει μια βολεμένη ζωή, που στηρίζεται στο παράνομο χρήμα. Δεν ξέρω ποιο από αυτά ή άλλα εξάγεται από το κείμενο, αλλά και ποιο από αυτά (αν τελικά το νόημα κινείται κάπου εκεί) αρκεί για να αναγάγει το έργο σε σημείο-σταθμό.
Υποψιάζομαι ότι υπάρχει ένα κλειδί, κι αυτό είναι η ζωή του Ρεμπώ που δίνεται στο τρίτο νήμα, αλλά δεν μπόρεσα να κάνω ευθέως τη σύνδεση. Αν φταίω εγώ, τότε θα έπρεπε να διαβάζω το μέρος αυτό αναζητώντας αναλογίες και συσχετισμούς με το πρώτο νήμα, αν φταίει ο συγγραφέας, τότε θα έπρεπε εξ αρχής να υποψιάσει για τον παραλληλισμό-τους και να πετάξει ενδείξεις στην κύρια ιστορία που θα εξηγηθούν στην παρελθούσα αφήγηση. Κι ακόμα περισσότερο, επειδή κάθε νήμα τρέχει μια διαφορετική ταχύτητα, δεν ξέρω αν μπορεί ο αναγνώστης να μπαινοβγαίνει ανάμεσά-τους με άλλο γρανάζι στο ποδήλατό-του, χωρίς να πέσει από την αλλαγή στις ταχύτητες.
Ο Τσιρώνης έγραψε για τη μουσική αλλά και τον Ρεμπώ με αγάπη. Έβαλε το όνειρο να το ζει κανείς μετά τον «θάνατό»-του, και έδωσε στο κείμενό-του πνοή εκ της πνοής-του. Δεν μπορώ να πω όμως ότι θα το θυμάμαι σε λίγο καιρό, δείγμα ότι κάτι δεν με άγγιξε βαθιά, νοητικά ή συναισθηματικά.

[Ευχαριστώ τον συγγραφέα που βρήκε στο Βιβλιοκαφέ την ενεργή ανάγνωση που επιζητεί κάθε δημιουργός, να ακούσει δηλαδή μια ειλικρινή γνώμη με τις θετικές και τις αρνητικές-της επισημάνσεις, και γι’ αυτό απέστειλε το μυθιστόρημά-του].      

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, May 17, 2012

Ευχαριστίες

Το ιστολόγιο αυτό συνεχίζει να υπάρχει εδώ και έξι σχεδόν χρόνια, επειδή:

α) εξακολουθώ να έχω όρεξη να διαβάζω και βρίσκω το βιβλίο πρίσμα θέασης του κόσμου
β) οι θαμώνες του καφενείου-μου και οι συνομιλητές στις συζητήσεις-μας ενισχύουν με τις απόψεις-τους, είτε συμφωνούν ή διαφωνούν με τις δικές-μου, τον διάλογο και τις αναγνωστικές αναζητήσεις.
γ) μερικοί φίλοι, συγγραφείς και εκδοτικοί οίκοι, ενισχύουν το όλο και πιο πενιχρό ταμείο-μας με προσφορές.         

Ευχαριστώ λοιπόν για πολλοστή ή για πρώτη φορά:

          -τις εκδόσεις “Πόλις” που βλέπουν σε μένα μια φωνή βιβλιοφιλίας και με στηρίζουν.
          -τις εκδόσεις “Κίχλη” που εκτίμησαν τις προσπάθειές-μου και μου απέστειλαν τα πολύ αξιόλογα βιβλία-τους.
-τις εκδόσεις «Ψυχογιός» που μέσω του ιστότοπου In2life μου απέστειλαν βιβλία από τον κατάλογό-τους.
          -τις εκδόσεις «Κέδρος» που μου έστειλαν συγχαρητήρια και κατάλογο με τα νέα-τους έργα.
          -τις εκδόσεις “Τετράγωνο” που μου έχουν εμπιστευθεί έργα-τους.
           -τον Βασίλη Τσιρώνη που μου έστειλε το μυθιστόρημά-του “ο Ρεμπώ του Νότου” (εκδόσεις Σαββάλας).
          -τον Χρήστο Χρυσόπουλο που αφιέρωσε σε ένα ανύπαρκτο πρόσωπο το τελευταίο-του βιβλίο “Φακός στο στόμα” (εκδόσεις Πόλις).
-τον Γιώργο Λίλλη που μου έγραψε σε ηλεκτρονικό μήνυμα απίστευτα θετικά σχόλια, με δόσεις υπερβολής, και μου έστειλε το βιβλίο-του “Ίχνη στο χιόνι” (εκδόσεις Μεταίχμιο) ως αντιχάρισμα. 


> Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον υπεύθυνο του ιστότοπου In2life Δημήτρη Γλύστρα και τους συνεργάτες-του που εμπιστεύονται τον Πατριάρχη Φώτιο, ανέχονται την ψευδωνυμία-του και του παρέχουν βήμα για να δημοσιεύει τις βιβλιοπαρουσιάσεις-του.


          Έχω αποφασίσει ότι πλέον δεν θα διαβάζω τα πάντα, όπως έκανα προηγουμένως για λόγους ευγενείας. Είναι δυστυχώς χάσιμο χρόνου να αναλώνομαι σε ό,τι κυκλοφορεί και συχνά λυπάμαι που υπάρχουν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που μου διαφεύγουν και θα μου διαφεύγουν. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να πέφτει η ίδια στη φωτιά που καίει και να μην αξιοποιείται με ποιοτικά αναγνώσματα. Γι’ αυτό έχω αποφασίσει να περιορίσω στο ελάχιστον τα αστυνομικά μυθιστορήματα και να κάνω ακόμα πιο αυστηρές επιλογές σε μια αγορά που ενίοτε γεμίζει σαβούρα και σαπρόφυτα. Το να μη διαβάσεις ένα βιβλίο είναι κι αυτό μια επιλογή, για την οποία αναλαμβάνεις την “ευθύνη”, αν και συχνά δεν ξέρεις αν έκρινες σωστά ή όχι. Ωστόσο, πρέπει να γίνει, προκειμένου να μπει σε προτεραιότητα κάτι που έστω και προκαταβολικά θεωρείται καλύτερο. Ο αναγνώστης είναι σαν τον τηλεθεατή: αν βλέπει ό,τι προβάλλεται στα κανάλια, θα υποβαθμίσει το επίπεδό-του και κάποια στιγμή θα θεωρεί το κακό μέτριο και το μέτριο καλό.
          Σε λίγο καιρό μια καινοτομία-έκπληξη!
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 14, 2012

“Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας” του Leo Perutz

Ένα εξαιρετικό βιβλίο, απλώς διαβάστε-το. Αναφέρεται στο υποσυνείδητο και στις αναθυμιάσεις-του που μελετήθηκε από τον Freud και αξιοποιήθηκε πολλάκις από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.


Βιεννέζικος καφές με σαντιγί:
Leo Perutz
“Der Meister des Jüngsten Tages”
Albert Langen
Μόναχο 1923
“Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας”
μετ. Ρ. Ιωαννίδου
εκδόσεις Κίχλη
2011  

            Στην έπαυλη του ηθοποιού Ευγένιου Μπίσοφ παρευρίσκονται, εκτός από τον ίδιο, η γυναίκα-του Ντίνα, η γαμπρός-του Φέλιξ, ο μηχανικός Σόλγκρουπ, ο δόκτορ Γκόρσκι και ο βαρόνος φον Γιος, ο οποίος αναλαμβάνει και την αφήγηση που θα “αποδείξει” την αθωότητά-του, καθώς ο Μπίσοφ αυτοκτόνησε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και όλοι υποψιάζονται ότι κάποιος ήταν η ηθικός αυτουργός. Επειδή κάτι ανάλογο είχε γίνει και σε έναν αξιωματικό, ιστορία που τη συζητούσε η παρέα εκείνο το βράδυ, επειδή κάτι ανάλογο συνέβη λίγες μέρες αργότερα στη νεαρή φαρμακοποιό και ζωγράφο Λεοπολντίνε, που γνώριζε τον Μπίσοφ, αναζητείται ποιος ήταν αυτός που μπόρεσε να ασκήσει τέτοια επίδραση στα θύματα ώστε να οδηγηθούν στον εθελούσιο θάνατο.
            Δεν πρόκειται μόνο για ένα αστυνομικής υφής έργο. Είναι πρώτιστα ένα υπαρξιακό θρίλερ όπου ένας ζωγράφος του 16ου αιώνα ονόματι Giovansimone Chigi, γνωστός και ως “ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας”, φαίνεται να κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Μόνο και μόνο το άκουσμα της Δευτέρας Παρουσίας κλονίζει το ρεαλιστικό πλαίσιο του κειμένου και εισάγει μια μεταφυσική αύρα που μετατίθεται συνεχώς προς τα πίσω όσο προχωρά η ανάγνωση. Αυτό το κλίμα αποδίδεται με μια ελισσόμενη αφήγηση, με παρελκυστικούς διαλόγους, με μεταφορά υποψιών και με εικασίες, εύλογες και άλογες, που δεν αφήνουν τον αναγνώστη να σταθεί σε μια και μόνη πορεία σκέψης. Κάποια στιγμή που πεθαίνει από ανακοπή και ο Σόλγκρουπ, είμαστε σίγουροι ότι μια άλλη δύναμη έρχεται στο παρόν και τρομάζει μέχρι θανάτου όσους τη συνάντησαν…
            Από την άλλη, εν αμφιβόλω τίθεται η αξιοπιστία του αφηγητή που προσπαθεί να αποσείσει τις κατηγορίες που ανοικτά τον βαραίνουν και να εξηγήσει τα γεγονότα σε μια αλληλουχία που να απομακρύνουν τις υπόνοιες από πάνω-του. Η αναξιοπιστία του αφηγητή είναι ένα δύσκολο αλλά αποδοτικότατο τέχνασμα στη λογοτεχνία, αφού συμβατικά ο αναγνώστης πιστεύει ότι όσα λέγονται είναι και αληθινά. Όμως αυτή η παγίδευση συχνά δεν τον αφήνει να καταλάβει όχι μόνο την υποκειμενικότητα του αφηγητή, αλλά και τη σκόπιμη ψευδομαρτυρία-του, που διαμορφώνει το πρίσμα θέασης όπως τον συμφέρει. Το ζητούμενο πάντα είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις να διακρίνουμε αν όσα μαθαίνουμε είναι τα γεγονότα αυτά καθαυτά ή οι αποχρώσεις-τους όπως διαθλώνται από την αφηγούμενη συνείδηση. Έτσι, διαβάζουμε μια αληθοφανή μαρτυρία χωρίς να μπορούμε να ανακαλύψουμε πού βρίσκεται η απάτη, πώς διαστρεβλώνονται τα γεγονότα και κυρίως η ερμηνεία-τους, πώς εντέλει συνδέονται άσχετα μεταξύ-τους πράγματα, για να οδηγηθεί η υπόθεση σε λανθασμένους δρόμους. Ο αφηγητής γράφει μυθιστόρημα εν μυθιστορήματι…
            Όσο προχωράει η ιστορία, τόσο όχι μόνο εντείνονται οι ενδείξεις για μια κάποια λύση, αλλά και αναμένουμε την ανατροπή που θα δώσει την κατάλληλη έξοδο στο δράμα. Και όντως πρόκειται για θεατρικότητα τόσο με τους διαλόγους και τις σκηνές, όσο και με τα πρόσωπα που δεν αποδίδονται πλήρως αλλά ως φιγούρες μέσα σε “δεινές καταστάσεις όπου το κάθε πρόσωπο οφείλει να ανασυντάξει το εγώ του”, όπως εξηγεί και ο Κ. Παπαγιώργης στη εξαιρετική κριτική-του στη Lifo.
Η τελική εξήγηση δεν είναι καθόλου μεταφυσική αν και κινείται στα όρια της επιστημονικής φαντασίας με απόλυτες δόσεις αληθοφάνειας. Το κείμενο εν τέλει γίνεται ψυχαναλυτικής έμπνευσης αριστούργημα, ψυχανάλυση που ξεκίνησε από τον Φρόιντ στη Βιέννη, τα χρόνια που ζούσε ο Λέο Πέρουτς εκεί. Και είναι κρίμα που δεν είδαν οι κριτικοί ότι ο πυρήνας του έργου είναι οι ενοχές του καθενός, οι τύψεις που ξυπνάνε και ταλανίζουν τον καθένα, οι Ερινύες που έρχονται απρόσκλητες ή και προσκεκλημένες να οδηγήσουν σε αυτοκτονία τον άνθρωπο. Θυμάμαι μια ταινία, μάλλον μικρής καλλιτεχνικής αξίας αλλά πολύ δυνατή σε συνταρακτικότητα, που λεγόταν Flatliners (Ταξιδιώτες σε άλλη ζωή) του Joel Schumacher, όπου καθένας από τους πέντε ήρωες βιώνει τη μεγαλύτερη ενοχή του και αποφασίζει να την αντιμετωπίσει. Το ίδιο και ο Πέρουτς δείχνει πολύ ατμοσφαιρικά και διαυγώς ότι η Ημέρα της Κρίσεως είναι για τον καθένα η δική-του συνείδηση που τον τύπτει μέχρι εξαντλήσεως.    
Θα ήθελα να μιλήσω κλείνοντας για την ίδια την έκδοση που έφερε στα ελληνικά αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Οι εκδόσεις «Κίχλη» φρόντισαν να κυκλοφορήσουν την άρτια μετάφραση της Ρόζα Ιωαννίδου σε πολυτονικό σύστημα, που τονίζει την απόσταση από την πρώτη-του γερμανόφωνη έκδοση και γι’ αυτό και τη διαχρονική-του αξία. Το κείμενο συνοδεύεται από επίμετρο του Hans-Harald Μüller που ερμηνεύει κριτικά το έργο, αλλά και από ένα μικρό βιογραφικό λεύκωμα που δίνει το κλίμα της εποχής και της ζωής του Περούτς. Όλα αυτά σε επιμέλεια Έμης Βαϊκούση και Γιώτας Κριτσέλη. Η «Κίχλη» αποφάσισε να εκδίδει όχι μόνο καλά έργα, αλλά και βιβλία με σκληρό φύλλο, βαρύ, στιβαρό, ικανό να αντέξει στον χρόνο, ενώ έντυσε το όλο εγχείρημα με ένα ζεστό πορτοκαλί εξώφυλλο, στο οποίο το μάτι χαζεύει, καθώς συναντά τον πίνακα του Carlo Carrà “Οι ιππείς της Αποκάλυψης” (1908).
Φυσικά ευχαριστώ και πάλι την Γιώτα Κριτσέλη που διείδε στο Βιβλιοκαφέ-μου ένα μικρό βήμα βιβλιοδιαλόγου και μου έστειλε το βιβλίο για να το απολαύσω.

[πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 30/3/2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 11, 2012

“Η έρευνα” του Philippe Claudel

Μια κοινωνία-εφιάλτης, μια μυστηριώδης έρευνα, ένας κόσμος που παραμορφώνεται σαν τον δικό-μας. “Υπάρχει ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος όπως αυτός, που τον είχαν τσακίσει, τον είχαν κακομεταχειριστεί, τον είχαν αφήσει να ελπίζει, τον είχαν κάνει να πιστέψει ότι είχε μιαν αποστολή να εκπληρώσει, ένα ρόλο να παίξει, ένα μέρος να υπάρξει, τον είχαν καταντήσει ηλίθιο, τον είχαν ταπεινώσει, υποτιμήσει, του είχαν δείξει πόσο εύθραυστη ήταν η κατάστασή-του, οι αναμνήσεις και οι βεβαιότητές-του” (σελ. 199): σ’ αυτά τα λόγια αποτυπώνεται πώς η απρόσωπη και γραφειοκρατική κοινωνία ισοπεδώνει τα μέλη-της και τα επεξεργάζεται σαν πιόνια ενός αδυσώπητου παιχνιδιού.


Café au lait:
Philippe Claudel
“L’ Enquête”
Éditions Stock
2010
“Η έρευνα”
μετ. Β. Κοκκίνου
εκδόσεις Ψυχογιός
2011 

            Ποιος δεν έχει διαβάσει Κάφκα; Ποιοι είναι αυτοί που προσπάθησαν να μιμηθούν το καφκικό κλίμα και ποιοι επηρεάστηκαν από αυτό είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα; Στα καθ’ ημάς οφείλω να υπενθυμίσω τον Δημήτρη Σωτάκη (εδώ και εδώ), όπως είχα ξαναγράψει παλιότερα, ενώ ένας πολύ φρέσκος γάλλος συγγραφέας, λίγο μεγαλύτερος του έλληνα ομοτέχνου-του, εκδίδει ένα βιβλίο με φαρδιά πλατιά τη στάμπα του τσέχου συγγραφέα.
            Θεωρώ την «Έρευνα» καφκική γιατί απουσιάζουν τα ονόματα των προσώπων, τα οποία παρατίθενται με την ιδιότητά-τους, γραμμένη με κεφαλαίο το αρχικό-του γράμμα, όπως π.χ. ο Ερευνητής, ο Φύλακας, ο Αστυνόμος. Αφετέρου, η αποστολή του Ερευνητή να διαλευκάνει τις αυτοκτονίες σε μια Επιχείρηση-τέρας κάνει την έρευνα υπηρεσιακή αλλά μαζί και εφιαλτική καθώς συναντά τον απίστευτο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας, της εξειδίκευσης αλλά και της αποφυγής ευθυνών, της ανόητης πορείας διαδικασιών και βημάτων, της ακατανόητης επαφής με τον κυκεώνα της απρόσωπης οργάνωσης που τελικά φαίνεται σαν μια μεγάλη φούσκα. Ο ίδιος ο Ερευνητής, που από τη θέση-του θα έπρεπε να εμπνέει κύρος και δέος, είναι ένα ανθρωπάκι καταπλακωμένο από την αποστολή-του και ανίκανο να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις-της, όχι κατ’ ανάγκη από ανικανότητα αλλά εξαιτίας του μηχανισμού που καταπνίγει κάθε προσωπικότητα και κάθε ιδιαίτερη στάση.
            Ο Ερευνητής μπαίνει σε μια διαδικασία αυτοαναίρεσης, βρίσκει να φάσκει και να αντιφάσκει σε μια πορεία διαρκών διαψεύσεων, ενώ η όλη εμπειρία αλλοιώνει την ψυχολογία-του, αφού ενδεικτικά φέρεται βίαια στα αντικείμενα, αυτός ένας φιλήσυχος άνθρωπος.
            Αυτή η ουτοπική πραγματικότητα που φτιάχνει ο Claudel είναι φυσικά μια αλληγορία, πιθανότατα της σημερινής γραφειοκρατικής κοινωνίας που είναι απρόσωπη, χαοτική, λαβυρινθώδης, με αυστηρές δομές που δεν είναι καθόλου λειτουργικές, με ρόλους που εξυπηρετούν το σύστημα και όχι τον άνθρωπο, με διαδικασίες χαζές, μέσω των οποίων επιρρίπτονται εντέλει ευθύνες, με μηχανιστική αντιμετώπιση των πάντων… Είναι η σημερινή απ-ανθρωποποιημένη πραγματικότητα που εγκλωβίζει το άτομο και το συνθλίβει σε ανούσια ερωτήματα, με λευκά χαρτιά χωρίς αντίκρυσμα, με παράδοξα που δεν εξηγούνται και με ένα συνεχές σκοτσέζικο ντους μεταξύ της συμπάθειας της κοινωνίας για τα προβλήματα του ανθρώπου και ταυτόχρονα ή διαδοχικά με τη στυγνή επιβολή των νόμων και των κανόνων.
            Η υπόθεση φυσικά σε ένα σημείο κουράζει αφού η απουσία αφηγηματικής προόδου λειτουργεί ανασχετικά. Αλλά πέρα από το ότι αυτό το σημείο είναι μικρό και αμέσως ξανακερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η όλη σύλληψη είναι αν όχι έξυπνη (αφού έχει ξαναγίνει κάτι ανάλογο) αλλά τουλάχιστον καλοπλεγμένη και εμφανής ως αλληγορία μιας εφιαλτικής πραγματικότητας.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος