Thursday, November 28, 2019

Μιχάλης Φακίνος, “Τα χαμένα”


Πώς ο λόγος γίνεται θεραπεία; Και πώς η αφήγηση είναι αντίδοτο ενάντια στη λήθη; Πώς το να κρατάς έναν άνθρωπο στη ζωή σημαίνει να τον τροφοδοτείς με ιστορίες και νοήματα;




Μιχάλης Φακίνος
“Τα χαμένα”
εκδόσεις Κέδρος
2019


Διαβάζω μια κριτική στην Καθημερινή όπου “η ευρηματική υπεράσπιση ενός ιδιότυπου μικρόκοσμου, ενός φασαριόζικου, καρναβαλικού θιάσου, που τελεί υπό την αποκλειστική δικαιοδοσία του δημιουργού του”. Κυρίως όμως με δελέασε η εικόνα ότι το βιβλίο συμπεριλαμβάνει αφηγήσεις που ξαναστήνουν τον κόσμο.

> O Mιχάλης Φακίνος γεννήθηκε στην Aθήνα το 1940. Eργάστηκε ως δημοσιογράφος στα "Nέα". Έχει εκδώσει δέκα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και έναν τόμο με χρονογραφήματα. Δύο θεατρικά του έργα, "Tο ματ" (1985) και "Περιμένοντας τον Mπέκετ" (2000), παίχτηκαν στο θέατρο "Στοά". Διηγήματά του έγιναν τηλεταινίες και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά.

Είχα διαβάσει ώς τώρα τη “Λευκή ευθεία γραμμή” (2013) όπου ένιωθα ότι κάτι λείπει. Εδώ η αφήγηση, η μνήμη και η διάθεση για ζωή συμπεριλαμβάνονται σε ένα γαϊτανάκι αναγνώσεων και αναμνήσεων. Ο κύριος Ευτύχιος φροντίζει τη γυναίκα του Ζωή, που πάσχει από Alzheimer. Με ένα γνωστό μοτίβο στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, τις λέει ιστορίες για να διατηρήσει όσο είναι δυνατόν την επαφή της με τον κόσμο. Της διαβάζει αποσπάσματα από κλασικά μυθιστορήματα, της ανιστορεί αναμνήσεις τους από τα νεανικά τους χρόνια και της μιλά για όσα κάνει (ξυλογλυπτική), ώστε να κρατήσει το μυαλό της ενεργό. Έτσι, η αφήγηση (ως λογοτεχνία, ως ανάμνηση, ως βίωμα) επιτελεί ενεργό ρόλο στην επαφή των ανθρώπων, στη διατήρηση μιας κλωστής σκέψης, στην αναβίωση ενός παρελθόντος που δεν έχει σβήσει, αλλά όσο το θυμάται κανείς τόσο αναζωπυρώνει το είναι του.

Μου άρεσε η ιδέα του πρωταγωνιστή που προσπαθεί με αφηγήσεις να ζωντανέψει τη νεκροφανή γυναίκα του. Ο λόγος είναι ένα μέσο αφύπνισης και προσέγγισης της συνείδησης του ανθρώπου. Μου άρεσε η συλλογή λέξεων που πυροδοτούν σκέψεις και ιστορίες είτε ως μνήμη είτε ως φαντασία. Ο Μπ. που μιλάει μέσα στον νου του Ευτύχιου είναι ένας άλλος Borges, είναι ένα alter ego που εκφράζει το πιο πρακτικό αλλά και σκοτεινό πρόσωπό του: πέρα από ιστορίες υπαγορεύει στον Ευτύχιο να απαλλαγεί από τη Ζωή, να τη σκοτώσει, να τη βάλει σε κλινική, να πάψει να ασχολείται μαζί της, κουρασμένος από την υπερπροσπάθεια. Μου άρεσε η λέξη ραπωδός, που ως σημαίνον μοιάζει με το ραψωδός, αλλά συνάμα εκφράζει και την ίδια διάθεση για αφήγηση, που ραψωδείται/ραπάρεται δίνοντας έμφαση στο νόημα, στην ιστορία, στον λόγο….
Πάπισσα Ιωάννα

Monday, November 25, 2019

Χρόνης Μίσσιος, “8-3 = 11”


Αν ο έρωτας είναι μια μορφή αναρχίας, αν η ελευθεριότητά του διαρρηγνύει το σύστημα, τότε μπορεί κανείς μιλώντας γι’ αυτόν να μιλάει ταυτόχρονα για μια νέα μορφή πολιτικής.



Χρόνης Μίσσιος
“8-3 = 11”
εκδόσεις Πατάκη
2019


Ο Πατριάρχης Φώτιος είχε διαβάσει, μόλις βγήκαν τα πρώτα βιβλία του Μίσσιου, το "Καλά,εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (1985) και το "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (1988), στα οποία βρήκε μια αυθεντική ορμητικότητα. Άλλοι βέβαια λένε ότι η λογοτεχνική τους αξία είναι μικρή.

> Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ "πάλεψε" με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.

Το παρόν και τελευταίο βιβλίο του Μίσσιου κινείται σε δύο επίπεδα. Ο Συγγραφέας, εξηντάρης πια, έχει αποσυρθεί και ζει σε ένα ορεινό σπίτι για να γράψει. Στην παρέα του βρίσκονται διάφοροι τύποι, συμβατικοί κι αντισυμβατικοί, ενώ προστίθεται και η νεαρή “δημοσιογράφος” με το παράξενο όνομα Γεια Χαρά, η οποία έχει ιδεαλιστικές και λίγο αναρχικές ιδέες. Και ενδιάθετα εμφανίζεται το κείμενο που γράφει ο Συγγραφέας, το οποίο αναφέρεται στον έρωτα του Πρίγκιπα και της Ροδάνθης. Πρώτη αντίθεση, η πολιτική και ο έρωτας.

Η αφήγηση είναι κυλιόμενη, καθώς σταδιακά περνάει από τον Συγγραφέα στην ιστορία του φίλου του Οδυσσέα, που είχε φυλακιστεί στη Σιβηρία, στον Ινδιάνο συναιχμάλωτό του Τρελό Φτερό, στη θεία του Ιοκάστη και στη φίλη της Φαίδρα… Έτσι, ο βασικός άξονας χάνεται, ο αναγνώστης προχωρά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, η σφιχτή δομή που θα επιδιωκόταν χάνεται στον δρόμο…

Αυτό μπορεί να οφείλεται σε δύο παράγοντες: Είτε ο Μίσσιος δεν πρόλαβε να δουλέψει δεύτερη φορά το έργο του και κοιμήθηκε χωρίς να το φτάσει στην τελική του μορφή, γεγονός που εξηγεί την ανολοκλήρωτη μορφή του. Ή το γαϊτανάκι αφορά στο βασικό μήνυμα που ενώνει πολιτική και έρωτα και εξαιτίας του το έργο παίρνει μορφή επεισοδιώδους πλοκής: πρόκειται για τη θεωρία ότι ο έρωτας, ελεύθερος κι έξω από ηθικές αναστολές, είναι ένα είδος αναρχίας, που θα σπάσει το σύστημα και θα προχωρήσει την κοινωνία έξω από τη συμβατικότητα και την υποταγή στην όποια εξουσία.

Δυστυχώς η τελική μου εντύπωση είναι ότι ο Μίσσιος –παρά τις extreme ιδέες του, που είχαν φανεί στα έργα του της δεκαετίας του ’80- δεν μπορεί να στήσει μια καλοδομημένη ιστορία. Δεν είναι μόνο η ασύνδετη πλοκή, όπως έδειξα παραπάνω, αλλά και η έλλειψη ρυθμού: το ατύχημα λ.χ. της Γεια Χαρά, στην αρχή του μυθιστορήματος, είναι λειψό και πιο γρήγορα αποδοσμένο απ’ όσο έπρεπε. Κρατώ ορισμένα πολύ καλά σημεία λόγου και σκέψης (“Η μέρα έξω από το παράθυρό του ήταν μελαγχολική. Προχωρημένος Σεπτέμβρης, κι απ’ τον ουρανό κρεμόταν μια συννεφιά που έσταζε θλίψη.”) αλλά όχι το σύνολο του έργου.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, November 22, 2019

Ανδρέας Αποστολίδης, “Μονομαχία στην Ιερά Οδό”


Το Οργανωμένο Έγκλημα. Ένας πολυπληθής θίασος προσώπων. Τρεις ανάμεσά τους σχολιάζουν τα γεγονότα και ψάχνουν για συμπεράσματα. Ένα πολυεπίπεδο αστυνομικό, που κινείται πιο κοντά στον δημοσιογραφικό λόγο και λιγότερο στον λογοτεχνικό.


Ανδρέας Αποστολίδης
“Μονομαχία στην Ιερά Οδό”
εκδόσεις Άγρα
2019


Το αστυνομικό φαίνεται να ψάχνει εναγωνίως τρόπους να ανανεωθεί. Να ξεφύγει από την ευθύγραμμη πορεία  έγκλημα-έρευνα-ανακάλυψη ενόχου. Να αναγεννηθεί. Ο Αποστολίδης θεωρείται ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του είδους.

> Ο Ανδρέας Αποστολίδης είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής. "Έχει γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως το "Χαμένο παιχνίδι", τις "Διαταραχές στα Μετέωρα", το "Φάντασμα του Μετρό", τα "Εγκλήματα στην πανσιόν "Απόλλων ", τη "Λοβοτομή", καθώς και τρεις συλλογές διηγημάτων "Ζωγραφικοί πίνακες και ιδιότροπα ζώα", "Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες", "Είσαι ο Παπαδόπουλος!". Έχει μεταφράσει βιβλία των συγγραφέων James Ellroy, Chester Himes, P. Highsmith, Jerome Charyn, R. Chandler, D. Hammett, V. Nabokov κ.ά., και έχει συγγράψει εκτενή επίμετρα για τα βιβλία τους. Το 2006 δημοσίευσε τη μελέτη "Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων - Μουσεία, έμποροι τέχνης, οίκοι δημοπρασιών, ιδιωτικές συλλογές". Το 2009 εκδόθηκε ο συγκεντρωτικός τόμος "Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος: Δοκίμια για την ιστορία και τις σύγχρονες τάσεις του". Έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους και πολλά ντοκυμανταίρ και περισσότερα από εκατό επεισόδια της τηλεοπτικής εκπομπής "Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα". Το "Κύκλωμα", ένα ντοκυμανταίρ έρευνας για το παράνομο εμπόριο ελληνικών αρχαιοτήτων, προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον. Από τις τελευταίες του δουλειές είναι η σειρά "Δύο φορές ξένος" για τις υποχρεωτικές ανταλλαγές πληθυσμών τον 20ό αιώνα. Το ντοκυμανταίρ του "Ένας τόπος χωρίς ανθρώπους" για την εκδίωξη της φυλής των Μασσάι από τα Εθνικά Πάρκα της Τανζανίας απέσπασε έξι διεθνή βραβεία.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα φαίνεται ότι φτάνει ώρες ώρες στο όριο ενός αδιεξόδου. Πόσα εγκλήματα, πόσοι πιθανοί ένοχοι, πόσες εξηγήσεις, κίνητρα, τρόποι διερεύνησης; Πάνω δηλαδή σε έναν προκαθορισμένο άξονα πόσες δυνατότητες και δρόμους να βρει ο συγγραφέας για να πρωτοτυπήσει; Γι’ αυτό κατά καιρούς άλλοτε το αστυνομικό ανοίχτηκε και αναμίχθηκε με άλλα είδη, κυρίως με το κοινωνικό, άλλοτε έριξε το βάρος στον ερευνητή και στη σκληρή του φύση, άλλοτε άφησε ατιμώρητο τον δράστη, άλλοτε προσπάθησε να σχολιάσει και να εμπλακεί η αφήγηση στην έρευνα.

Θυμάμαι τον Νεοκλή Γαλανόπουλο (“Θάνατος από το πουθενά”), που επιχείρησε με αυτοσχολιαστικό τρόπο να διερευνήσει τις δυνατότητες του είδους και να κάνει εντός του μυθιστορήματός του μια τυπολογία και μια ερμηνεία των πτυχών του. Θεωρία αστυνομικής λογοτεχνίας μέσα στο μυθιστόρημα. Τώρα ο Αποστολίδης υποβάλλει την ιστορία του σε σχόλια ώστε να παρουσιάσει σχεδόν δημοσιογραφικά αλλά και να σκιαγραφήσει λογοτεχνικά τους ήρωες και τα γεγονότα του.

Στο επίκεντρο της ιστορίας του είναι το Οργανωμένο Έγκλημα, η μαφία των φυλακών, ο τρόπος με τον οποίο διεξάγουν τις παρανομίες τους όπως π.χ. τη διακίνηση λαθραίου καυσίμου. Σ’ αυτό το πλάνο, δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές, αλλά πολλοί (καμιά πενηνταριά) χαρακτήρες, πιο κεντρικοί κάποιοι, πιο δευτερεύοντες κάποιοι άλλοι. Αυτό το πολυπρόσωπο τέρας δυσκολεύει αφάνταστα την ανάγνωση, απλώνει τα δίχτυα του προς διάφορες κατευθύνσεις και φέρνει στο προσκήνιο μια τον ένα και μια τον άλλο σε συνεχείς σπειροειδείς πορείες.

Ο Αποστολίδης κατάλαβε μόνος του το πρόβλημα. Έτσι, αποφάσισε στην αρχή κάθε κεφαλαίου να πρωταγωνιστεί ένας επιμελητής, ο οποίος διαβάζοντας τα κεφάλαια κάνει ένα είδος σχεδιαγράμματος, με πληροφορίες για τα πρόσωπα και την πολιτεία τους, αλλά και σύντομα σχόλια για την αφήγηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το ίδιο το κείμενο σχολιάζει τον εαυτό του, το δεύτερο επίπεδο αφήγησης διαλέγεται με το πρώτο. Ακόμα περισσότερο τρεις φίλοι, ένας δημοσιογράφος, ένας μεταφραστής κι ένας συγγραφέας αστυνομικής και όχι μόνο λογοτεχνίας συζητάνε την υπόθεση, διαβάζουν τον Τύπο, διερευνούν υποθέσεις και σενάρια, προσθέτουν και διασταυρώνουν πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα της αθηναϊκής νύχτας. Η πείρα τους στο έγκλημα τους κάνει οξύνους, να μπορούν να βλέπουν πίσω από τα φαινόμενα και να καταθέτουν στο τραπέζι στοιχεία από το παρελθόν, εμπειρίες από ανάλογες παρανομίες, την ιστορία αλλά και την προϊστορία των τεκταινομένων.

Η ζωή στις φυλακές, οι κλίκες, οι συνεννοήσεις, το λαθρεμπόριο, οι εκβιασμοί, τα κυκλώματα, οι πιέσεις… όλα αυτά δίνονται σχεδόν δημοσιογραφικά, με την κατάλληλη ορολογία που υποβάλλει την ανάλογη ατμόσφαιρα. Είναι ένα είδος γραφής, που μιλάει διά των γεγονότων και των Τύπων προσώπων κι όχι με τη μυθοπλαστική αφήγηση και ιστορία. 

Με ένα τέτοιο ιδιότυπο αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου πλήθος προσώπων ενεργούν, πρωταγωνιστούν ή εμφανίζονται σαν κομπάρσοι, κερδίζουμε την πανοραμική θέαση του οργανωμένου εγκλήματος κι επιπλέον βλέπουμε πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτοαναφορικά ο σχολιασμός τους. Απ’ την άλλη, χάνεται η μυθοπλασία, καταργούνται οι ανάγλυφοι χαρακτήρες και ο αναγνώστης χάνει πολλά από τα επιμέρους.
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, November 19, 2019

Νικόλας Σεβαστάκης, “Άνθρωπος στη σκιά”


Η Αριστερά, η αναρχική αντισυμβατικότητα, η τρομοκρατία: κι, αφού ξεκινά η δράση της τελευταίας, πώς οι παράπλευρες απώλειες κινούν κύκλους σε όλη την επιφάνεια της λίμνης;


Νικόλας Σεβαστάκης
“Άνθρωπος στη σκιά”
εκδόσεις Πόλις
2019


Διανοούμενοι και λογοτεχνία. Από το πανεπιστήμιο και τη θεωρητική σκέψη πώς κατεβαίνει κανείς στον μυθοπλαστικό λόγο; Ή από την ποίηση και την πεζογραφία πώς εγκαθιδρύεται κανείς στη διανόηση;

> Ο Νικόλας Σεβαστάκης γεννήθηκε στο Καρλόβασι της Σάμου το 1964. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο και πολιτική θεωρία στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Lyon II της Γαλλίας. Η διδακτορική του διατριβή αναφέρεται στη χαϊντεγγεριανή κριτική της τεχνικής και της νεωτερικότητας. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική και περιστασιακά με τη μετάφραση. Από το 1999 διδάσκει πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, αρχικά στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, και από το 2006 ως αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Μέσα από μια σειρά βιβλίων και άρθρων του, έχει ασχοληθεί με ζητήματα κριτικής της ιδεολογίας και της νεωτερικότητας. Ζει στη Θεσσαλονίκη.

Ο Σεβαστάκης είναι καθηγητής πανεπιστημίου και ξεκίνησε την κάθοδό του στη λογοτεχνία με την ποίηση, ενώ από το 2014 ασχολήθηκε με το διήγημα και τώρα με το μυθιστόρημα. Το δεύτερο που κρατώ προκαταβολικά είναι η εξαγγελία του οπισθόφυλλου ότι είναι ένα βιβλίο πολιτικό, και μάλιστα για την τρομοκρατία.

Πριν απ’ αυτόν έγραψαν για την τρομοκρατία: ο Δημήτρης Γιατρέλλης στο “Είμαστε ακόμα εδώ”, ο Νίκος Δαββέτας στο “Ωστικό κύμα”, Δημήτρης Μαμαλούκας στο “Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών” για την ιταλική τρομοκρατία, ο Πέτρος Μαρτινίδης στο “Σύρριζα”, ο Δημήτρης Νόλλας στο “Ο καιρός του καθενός”, και ο Νίκος Α. Μάντης στο “Οι τυφλοί”.

Στον Σεβαστάκη έχουμε τον Φάνη Αυγερινό που βρίσκεται από την πεζοπόρο Ρόζα Σπαχή κρεμασμένος σε ένα πεύκο του Υμηττού. Έτσι, ξεκινά το βιβλίο κι έπειτα κάνει μια μεγάλη αναδρομή στο 1973. Ο Κώστας Μάντακας, φίλος του μαζί με τον ποιητή Αντρέα Γαλαθρή, αναλαμβάνει κατόπιν να μας δείξει τον Φάνη στα μακρινά χρόνια της δικτατορίας, η οποία έθετε ένα ασφυκτικό πλαίσιο αλλά και ένα πεδίο πολιτικών συζητήσεων. Ακολουθεί μια πολυφωνική σειρά αφηγήσεων, όπου φίλοι του Φάνη, της κοπέλας του Ζωής, κλπ. συμπληρώνουν το puzzle της φυσιογνωμίας και της εικόνας τού μετέπειτα αποδειχθέντος τρομοκράτη. Αρχής γενομένης από το 1977 όταν σκότωσε τον δικαστή Μαζαράκη και μαζί, από λάθος, τον αδελφό του. Γύρω λοιπόν από το κέντρο που είναι εμφανώς ο εξηντάχρονος αυτόχειρας, απλώνονται κύκλοι και σπείρες που τον φωτίζουν από άλλη πλευρά, υποψιασμένες και μη, πολιτικοποιημένες και μη, κοντινές και μακρινές.

Η αλήθεια είναι ότι ως βιογραφία ενός τρομοκράτη είναι έξυπνα σχεδιασμένο. Ποικίλοι προβολείς φωτίζουν το πρόσωπό του με όσα ξέρει ο καθένας, στην υποκειμενικότητα και την άγνοια, την εικασία και τη γνώση. Ωστόσο, νομίζω ότι ο Σεβαστάκης αστοχεί στην προσπάθειά του, καθώς είτε δεν έβαλε σωστά τον πήχη είτε ξέφυγε από αυτόν και έπεσε έξω. Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: είτε έβαλε ως στόχο να σκιαγραφήσει το πώς ο Φάνης έγινε τρομοκράτης και πώς, μετά την τρομοκρατική ενέργεια, που είχε παράπλευρες απώλειες, οδηγήθηκε σιγά σιγά στην αυτοκτονία, ή θέλησε παράλληλα με όλα αυτά να αναδείξει πρόσωπα, σχέσεις και απώλειες. Αυτό που τελικά έκανε είναι μάλλον το δεύτερο, το οποίο όμως κρίνω ότι δεν καλύπτει τον αναγνώστη, γιατί πάντα αυτός έχει στο μυαλό του το πρώτο.

Η τρομοκρατία στη λογοτεχνία είτε ψάχνει να βρει τον ψυχισμό του τρομοκράτη, την οργή και τη *σταδιακή* μετεξέλιξή του σε αγανακτισμένο βομβοβόλο, είτε παρακολουθεί τις κοινωνικές της παρενέργειες και τον πολιτικό της αντίκτυπο. Κι ακριβώς επειδή είναι ένα φλέγον ζήτημα, είναι δύσκολο να γράψει κανείς κάτι εγκεφαλικό και να το προβάλλει ως λογοτεχνική προσέγγιση, που δυστυχώς δεν θα περάσει το μήνυμά του.
Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, November 14, 2019

Αύγουστος Κορτώ, “Το μυστικό του Λεονάρντο”


Πώς συνδυάζεται η τέχνη με τη μητρική απώλεια, πώς η ζωγραφική με την αγωνία της στιγμής, πώς οι πολυάριθμες φάσεις στη ζωή του Leonardo Da Vinci με το αίνιγμα της Joconda;



Αύγουστος Κορτώ
“Το μυστικό του Λεονάρντο”
εκδόσεις Πατάκη
2019


Στο κορτώειο κομπολόι προσθέτω άλλη μία χάνδρα. Αναρωτιέμαι για άλλη μία φορά πόσε σενάρια αναπλάθει ο συγγραφέας, για να βρει τον πυρήνα ανθρώπων και εποχών, να βρει τον δικό του εαυτό σε ζωές άλλων. Μια διαρκής συγγραφική μετενσάρκωση…

> Ο Πέτρος Χατζόπουλος, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Αύγουστου Κορτώ, γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, νουβέλες, κριτικές και βιβλία για παιδιά.

(2019)        Το μυστικό του Λεονάρντο, Εκδόσεις Πατάκη
(2019)        Το πάθος του Κριστιάν, OpenBook.gr
(2018)        Σκυλίσια ψυχή, Εκδόσεις Πατάκη 
(2018)        Φωτιά στα Σαββατόπαχα, Εκδόσεις Πατάκη
(2017)        Ρένα, Εκδόσεις Πατάκη 
(2017)        Το ουφάκι, Εκδόσεις Πατάκη
(2016)        Κορνήλιος Κρικ, Σκίουρος ντετέκτιβ, Εκδόσεις Πατάκη
(2016)        Μικρό χρονικό τρέλας, Εκδόσεις Πατάκη
(2016)        Νεοελληνική μυθολογία, Εκδόσεις Πατάκη
(2015)        Έρως ανίκατε μάσαν, Εκδόσεις Πατάκη
(2014)        Αυτογονία, Ποταμός
(2014)        Επειδή είναι η καρδιά μου, Εκδόσεις Πατάκη
(2013)        Η βιογραφία μιας σκύλας, Διόπτρα
(2013)        Το βιβλίο της Κατερίνας, Εκδόσεις Πατάκη
(2012)        Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2012)        Ο ταξιτζής των ουρανών, Οδός Πανός
(2012)        Τα ορφανά, Ποταμός
(2010)        Δεκαέξι, Εκδόσεις Καστανιώτη 
(2008)        Ο αφανισμός του Νίκου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007)        Ο δαιμονιστής, Εκδόσεις Καστανιώτη 
(2005)        Αυτοκτονώντας ασύστολα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2004)        Η λύσσα, Μίνωας
(2003)        Ο γιος της Τζοκόντα, Εξάντας
(2003)        Οι νεράιδες του Μαν, Εξάντας
(2002)        Ανιμάλ, Εξάντας
(2002)        Ο γλύπτης του δρόμου, Οδός Πανός
(2001)        Στοιχειωμένος, Εξάντας
(2000)        Το τετράγωνο, Εξάντας
(1999)        Ραμπαστέν, Εξάντας
(1999)        Το βιβλίο των βίτσιων, Εξάντας

Η ζωή του Leonardo Da Vinci αυτή τη φορά. Ιστορημένη από τον ίδιο σε μεγάλη ηλικία. Για μεγάλο διάστημα πίστευα ότι έχουμε άλλον έναν ζωγράφο που στο πέρασμα των βιβλίων Ελλήνων και ξένων θα μας εξηγήσει την τέχνη του και τους δρόμους της. Ναι, μεγάλο μέρος του έργου αφηγείται τη ζωή του, από τότε που ήταν φτωχό χαμίνι κι έπειτα αναγνωρισμένο νόθο παιδί του πλούσιου Da Vinci, ο οποίος του εξασφάλισε βιοτικό επίπεδο και καλλιτεχνική παιδεία, ως την πορεία του μέχρι τη δόξα. Αλλά η καλλιτεχνική του προβληματική δεν εκτίθεται εν είδει αναλογίας με τη λογοτεχνία, ή ως αυτοαναφορική διάσταση της τέχνης, ή πόσες δοκιμασίες περνά η σύλληψη για να γίνει πράξη

Ή μήπως έμμεσα όλα αυτά συμβαίνουν; Η αποκορύφωση της ιστορίας έρχεται, όπως ήταν αναμενόμενο, στον πίνακα της Mona Lisa. Αυτή ήταν η γυναίκα του πλούσιου De Jocondo ο οποίος παράγγειλε την προσωπογραφία της στον ζωγράφο. Η ακριβής όμως έκφραση διαφεύγει, ο Da Vinci δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτα, ώσπου τη βλέπει να μορφάζει από την αγωνία της, όταν το μικρό βρέφος Andrea είναι άρρωστο. Η έκφραση αυτή του θυμίζει τη δική του μάνα που τον αποχωρίστηκε όταν έφυγε από το φτωχόσπιτό τους. Το ιδανικό θα ήταν η Mona Lisa με την έκφραση της πονεμένης μάνας, κάτι όμως που δεν μπορεί να επαναληφθεί, εκτός αν…

Ο Κορτώ γράφει τόσο φυσικά σαν να μιλά, αλλά μαζί αφηγείται με τόνους και πινέλα που σε κερδίζουν. Το κλίμα της εποχής ζωντανεύει τόσο πλήρως, απλά αλλά και ολοκληρωμένα, που μένεις σ’ αυτό όσο προχωρά το βιβλίο. Οι ποικίλες γραμμές, κυρίως η μητρική απώλεια και η καλλιτεχνική έμπνευση, συγκλίνουν σε ένα ενοχοποιητικό τέλος. Όλα τα νερά που φαίνονται αργοκίνητα φτάνουν ομαλά σε έναν θεαματικό καταρράκτη. Ο συγγραφέας έχει τις εμμονές του (π.χ. την ομοφυλοφιλία) και τα επαναλαμβανόμενα θέματα που τον απασχολούν (η Mona Lisa πάλι το 2003 στον “Γιο της Τζοκόντας” ή η μάνα και η σχέση με τον γιο στο “Βιβλίο της Κατερίνας” το 2013), αλλά έχει και τη φοβερή λογοτεχνική στόφα να τα επαναδιαπραγματεύεται με μαεστρία και εσωτερική ένταση.
Πάπισσα Ιωάννα

Monday, November 11, 2019

Κρίστα Βολφ, “Τι απομένει”


Προ ολίγων ημερών εορτάστηκε η πτώση του Βερολινέζικου τείχους. Η Ιστορία μίλησε, η λογοτεχνία είχε μιλήσει από καιρό: Ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που δεν είναι καφκικό, ακριβώς επειδή είναι πραγματικό. Η Ανατολική Γερμανία και οι πρακτικές της, η ασφυξία της ανελευθερίας, χωρίς βία ή άλλα εμφανή δεινά, ο εγκλωβισμός του ατόμου σε συνθήκες παρακολούθησης…


Christa Wolf
“Was bleibt”
1990
Κρίστα Βολφ
“Τι απομένει”  
μετ. Β. Τσαλής
εκδόσεις Καστανιώτη 
2019


Είχα πάντα μια εικόνα ότι η Christa Wolf ήταν μια συγγραφέας της Γερμανίας που έπρεπε να διαβάσω. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω ποια υποσυνείδητα κανάλια είχαν διοχετεύσει αυτή τη σκέψη στο μυαλό μου. Ήρθε λοιπόν η ώρα…

> Η πολυβραβευμένη Κρίστα Βολφ, πεζογράφος, κριτικός και δοκιμιογράφος, υπήρξε μία από τις κορυφαίες συγγραφείς του γερμανόφωνου κόσμου στον εικοστό αιώνα. Γεννήθηκε το 1929 στο Λάντσμπεργκ (που σήμερα ανήκει στην Πολωνία) και πέθανε στο Βερολίνο το 2011. Σπούδασε Φιλολογία στη Λειψία και στην Ιένα, ενώ εργάστηκε και για την Ένωση Συγγραφέων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 αφιερώθηκε στη λογοτεχνία, κερδίζοντας την ευρύτερη αναγνώριση με τον Μοιρασμένο ουρανό. Καθιερώθηκε στις συνειδήσεις κριτικών και αναγνωστών με το βιβλίο "Ένα πρότυπο παιδικής ηλικίας", μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπου αφηγείται τα παιδικά της χρόνια κατά την περίοδο του ναζισμού. Ακολούθησαν πολλά και σημαντικά έργα, όπως η "Κασσάνδρα", η "Μήδεια" και η νουβέλα "Τι απομένει", το τρίτο της έργο στις Εκδόσεις Καστανιώτη μετά το μυθιστόρημα "Με σάρκα και οστά" (μτφρ. Χρήστος Αστερίου, 2005) και τα αφηγήματα "Με άλλη ματιά" (μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, 2009).

Η αφήγηση αποτελεί έναν εσωτερικό μονόλογο (Ο εσωτερικός διάλογος είναι προτιμότερος από τον διαρκή εσωτερικό μονόλογο), μια διηνεκή ροή σκέψεων μιας γυναίκας στο Βερολίνο επί Ανατολικής Γερμανίας. Ανακαλύπτει ότι τριάδες ανδρών εναλλάσσονται μπροστά στο σπίτι της και την παρακολουθούν. Παράλληλα, στη δουλειά της τη βλέπουν καχύποπτα και γενικά έχει μπει στο στόχαστρο της ασφάλειας και του άγρυπνου κράτους, που είδε κάτι ύποπτο στη δράση της.

Τα γεγονότα τίθενται σε δεύτερη μοίρα, καθώς δεν φαίνεται ποια κατηγορία της προσάπτουν ώστε να τεθεί υπό παρακολούθηση. Περισσότερο μετράει η σκέψη, η αυτογνωσία, η εσωτερική ζύμωση της αφηγήτριας που νιώθει να απειλείται. Πιο πολύ μετράει η ατμόσφαιρα που μεταφέρεται εύγλωττα στον αναγνώστη, μια ατμόσφαιρα ολοκληρωτικής διακυβέρνησης και Μεγάλου αδελφού, “ος τα πανθ’ ορά” και ελέγχει ό,τι ύποπτο ξεφεύγει από την προκαθορισμένη κανονικότητα και την πολιτική-κομματική ορθότητα της υπακοής στους κανόνες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Ελεύθερη πολιορκημένη σ’ ένα καθεστώς που ελέγχει τα πάντα. Ένοχη αθώα σε μια κοινωνία όπου όλοι είναι ένοχοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Αδέσμευτη παρακολουθούμενη σε μια πόλη που ζει υπό το άγρυπνο βλέμμα της εξουσίας. Ανεξάρτητη φακελωμένη σε ένα σύνολο με χαφιέδες και περισκόπια που καταγράφουν κινήσεις, λόγια και …σκέψεις. Κι αν ο καταδότης είναι άνθρωπος του περιβάλλοντός σου, τότε πώς υπονομεύεται ολόκληρη η διαπροσωπική δικτύωση του ανθρώπου, η φιλία και οι πιο φερέγγυες σχέσεις!

Η νοοτροπία και η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου που ζει σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς είναι δύσκολο να περάσει απόλυτα στον αναγνώστη. Είναι δύσκολο να τον συνταράξει και να τον κάνει να συναισθανθεί πλήρως την αίσθηση της δίωξης και της απειλής, την ενόχληση της παρακολούθησης και το στοίχειωμα του περιβάλλοντος. Ωστόσο, η λογοτεχνία μπορεί να κάνει τον αναγνώστη να ξυπνήσει από τη βολεμένη φύση του, φέρνοντάς τον πιο κοντά στο άλλο.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, November 08, 2019

Τζων Μπάνβιλ, “Η κυρία Όσμοντ”


Πώς κατακτιέται η ελευθερία της γυναίκας και πώς ο 21ος αιώνας μεταφέρει τις φεμινιστικές του ματιές και ξαναγράφει την Ιστορία του 19ου;


John Banville
“Mrs. Osmond”
2017

Τζων Μπάνβιλ
“Η κυρία Όσμοντ”  
μετ. Τ. Κοβαλένκο
εκδόσεις Καστανιώτη
2019


Το μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα αποτελεί sequel του βιβλίου του Henry James “Πορτρέτο μιας κυρίας” του 19ου αιώνα.

> Μπέντζαμιν Μπλακ είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του διάσημου συγγραφέα Τζων Μπάνβιλ, ο οποίος γεννήθηκε στο Γουέξφορντ, της Ιρλανδίας, το 1945. Τα μυθιστορήματά του έχουν τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία στα οποία συμπεριλαμβάνεται το Βραβείο Μπούκερ το 2005 για το μυθιστόρημα "Η θάλασσα". "Ο λεμούριος" είναι το τρίτο βιβλίο του ως Μπέντζαμιν Μπλακ, μετά τα "Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς" (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Eκδ. Καστανιώτη 2006) και "Ο ασημένιος κύκνος" (μτφρ. Μαρία Φακίνου, Eκδ. Καστανιώτη 2009). Ζει στο Δουβλίνο.

Πώς θα συνέχιζε ο James το έργο του, αν ήθελε να γράψει τη συνέχεια της ιστορίας της Isabel Archer, νυν κυρίας Isabel Osmond; Και ποια συνέχεια δίνει ο Banville ενάμιση αιώνα μετά; Το ερώτημα δεν αφορά τόσο στο ποια κατεύθυνση θα έπαιρνε η μία ή η άλλη υπόθεση, αλλά με ποιο ιδεολογικό πρίσμα και ποια ματιά θα δει ο συγγραφέας του 21ου αιώνα τη ρεαλιστική ιστορία που βγαίνει από τα σπλάχνα του 19ου;

Πώς παρουσιάζει λοιπόν ο Banville την ηρωίδα του; Καταρχάς, παρόλο που είναι το θύμα της εξαπάτησης από τον άντρα της, αναρωτιέται τα δικά της πιθανά λάθη. Ένα άτομο καθόλου αδίστακτο, καθόλου αποφασιστικό. Κι έπειτα παρορμητικό, καθώς σε διάστημα λίγων λεπτών δηλώνει αυθόρμητα ότι μετά το Λονδίνο και, πριν γυρίσει στη Ρώμη και στον άντρα της, θα μείνει μια-δυο μέρες στο Παρίσι, σταθμό που δεν είναι προϋπολογίσει, και ταυτόχρονα σηκώνει από την τράπεζα ένα ιλιγγιώδες ποσό, χωρίς λόγο και χωρίς να έχει σκεφτεί τι το θέλει. Επιπόλαιη ως δείγμα τόλμης και ανεύθυνη ως δείγμα ανεξαρτησίας, λέει η ίδια… Έτσι τελικά είναι;

Ο Ιρλανδός συγγραφέας ακολουθεί τη γραφή του Αμερικανού James με δύο τρόπους: απ’ τη μια, γράφει στο στυλ του 19ου αιώνα, με τον άκρατο ρεαλισμό, τις σχοινοτενείς αφηγήσεις, τις πάμπολλες σκόρπιες περιγραφές, τους αργούς διαλόγους που μοιάζουν με συζητήσεις στις τηλεοπτικές σαπουνόπερες, απλωμένους, ευέλικτους, με ανθρώπους που λένε λίγα ενώ μιλάνε πολύ, που σταματάνε για να πιουν τσάι και ξαναρχίζουν… Κι είναι όντως πολύ ικανός να γράφει à la manière de,  έτσι ώστε κανείς, διαβάζοντάς τον, να νομίζει ότι διαβάζει έναν συγγραφέα του ρεαλισμού (παρά τις πινελιές νέας ιδεολογίας και ματιάς!). Απ’ την άλλη, ξαναγράφει το “Πορτρέτο μιας κυρίας” επαναλαμβάνοντας τα γεγονότα με αναδρομές και σχόλια, με συζητήσεις εκ των υστέρων που πληροφορούν τις φίλες της κας Osmond αλλά και τον αναγνώστη όσα συνέβησαν στη Ρώμη, και ειδικά τον θάνατο του ξαδέλφου Ralph και την αποκάλυψη ότι ο κος Osmond έχει την κόρη που έχει όχι με τη μακαρίτισσα πρώτη σύζυγό του, αλλά με την ερωμένη του Serena Merle. Η ανάγνωση λοιπόν ξαναπερνά τα παλιά και αργή, φιδογυριστή απλώνεται αφειδώς, με πολλά σημεία, περιγραφές και εικόνες, να φαίνονται στη σημερινή ματιά ανιαρές.

Μετά τα τρία τέταρτα του βιβλίου, όλα αυτά που χτίστηκαν αργά και προσεκτικά ώστε να δημιουργηθεί τόσο η γέφυρα με τον James όσο και να αποδοθεί το κλίμα και οι χαρακτήρες, οδηγούν την υπόθεση σε κορύφωση. Καταρχάς, η κατά μέτωπο σύγκρουση της πλούσιας εκ περιουσίας Isabel Osmond με τον άντρα της Gilbert Osmond, σύγκρουση που όχι μόνο φανέρωσε το ποιόν του καθενός (ειδικά του θρασύ συζύγου), αλλά και απογείωσε την ιστορία προς μια ηρωική έξοδο της πρωταγωνίστριας: του προσφέρει σχεδόν το 1/3 της περιουσίας της, προκειμένου να χωρίσουν, να μείνει ελεύθερη αλλά και να απελευθερώσει από την κηδεμονία του την κόρη του Pansy. Το βιβλίο του Banville παίρνει σαφώς φεμινιστικό χαρακτήρα κι ο Ιρλανδός συγγραφέας –που σε όλο το έργο δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για τη Νέα γυναίκα, που σταδιακά αποκτά συνείδηση και δική της ζωή- δίνει στην Isabel το πάνω χέρι. Οι τελικές αποκαλύψεις δίνουν και την τελική ώθηση στην υπόθεση, η οποία δικαιώνει τις προσπάθειες της ηρωίδας.

Έχουμε διαβάσει κι άλλα βιβλία του Banville: το εξαιρετικό “Αρχαίο φως” και το σαφώς κατώτερο “Η μπλε κιθάρα”. Διαφορετικά βιβλία και τα τρία, με το πρώτο να υπερέχει ξεκάθαρα απ’ όλα τ’ άλλα.
Πάπισσα Ιωάννα