Thursday, December 24, 2009

“Παραμονή της Γέννησης III”


Γέλια και μιλήματα,
φωνές γλυκές παιδιάτικες,
ψιλές φωνές γυναικείες
και βαριές αντρικές.
Ακούν όλοι∙ εκκλησία
τους κλείνει η έκκληση,
καλούν το παιδί
που υπάρχει υπέροχο,
την ασώματη υπερέχουσα ύλη


που το γεννά απείραχτη,
άφθαρτη, αειπάρθενη, διαρκής
παρθένος στους αιώνες των αιώνων.

(Ζωή Καρέλλη, “Πορεία”, 1940)
[η εικόνα της κορυφής προέρχεται από έναν εκπληκτικό ιστότοπο (coffee-art.com), όπου φτιάχνουν πίνακες με καφέ -τους αγόρασα όλους]

     Το Βιβλιοκαφέ θα κλείσει αύριο, τη μέρα των Χριστουγέννων, και θα ξανανοίξει λίγο μετά την Πρωτοχρονιά. Ο ζαχαροπλάστης θέλει άδεια, τα γκαρσόνια μπούχτισαν να σερβίρουν καφέδες και να ακούνε τα μύρια όσα -τι να κάνω κι εγώ που δεν θέλω να τα επιβαρύνω με τις δικές-μου λόξες.

      Θα ήθελα να πω ότι αυτές τις άγιες μέρες ο καθένας θα μπορούσε να βρει χρόνο και διάθεση να ξαναδεί τη ζωή-του. Δεν θα προχωρήσω ωστόσο σε ευχές και προτροπές που θα μπορούσαν να φανούν παλιομοδίτικες. Άλλωστε, σε τόσα φώτα, μουσικές και σόου, πού θα μπορούσε να βρει λίγο χώρο για να γεννηθεί ο Χριστούλης! Ας κρατήσουμε λοιπόν τον χρόνο ως τη δωροεπιταγή την οποία θα αξιοποιήσουμε όπως ο καθείς νιώθει και μπορεί. Μέσα σ' αυτόν, όμως, ας σκεφτούμε όσους μας χρειάζονται κι ας ακουμπήσουμε το βιβλίο δίπλα στο τζάκι ως δώρο στον εαυτό-μας.
     Εγώ, μένοντας στο ήσυχο καφενεδάκι-μου, θα κρατήσω ζεστές τις θέσεις-σας, ώστε να τις ξαναβρείτε όταν με το καλό επιστρέψετε.
     Καλά Χριστούγεννα, πέρα από αυτό που όλοι εννοούν.
Με πατρικές ευχές
Ο Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος

Sunday, December 20, 2009

Αμερικάνικος χωρίς γάλα: Σώτη Τριανταφύλλου


Η σειρά του Πατάκη με τίτλο «Η κουζίνα του συγγραφέα» έχει να επιδείξει μερικά κείμενα που καταδεικνύουν το παρασκήνιο της συγγραφής μέσω της ζωής κάθε δημιουργού. Ο Πανσέληνος, η Δούκα, ο Μάρκαρης, ο Ξανθούλης, η Μήτσορα, ενδιάμεσα η ιστορικός Κορομηλά, και τώρα η Τριανταφύλλου αποτυπώνουν τη ζωή-τους σε μια αυτοβιογραφική απόπειρα (απ’ όσο ξέρω, δεν έχει μπει ακόμα κείμενο ενός ποιητή).


“Ο Χρόνος πάλι”
εκδόσεις Πατάκη
2009

       Κάθε αυτοβιογραφία είναι ιστορία και μυθοπλασία. Ο δημιουργός γράφει για τη ζωή-του, αλλά ταυτόχρονα αναδημιουργεί τη ζωή-του επιλέγοντας και απορρίπτοντας, κόβοντας και ράβοντας, τονίζοντας και αποσιωπώντας, θέλοντας να αφήσει το δικό-του στίγμα στην πρόσληψή-του. Η αυτοβιογραφία είναι εξ αρχής μια πρόθεση, όχι μια τετελεσμένη πράξη, είναι η αυτοεικόνα του συγγραφέα και όχι η πραγματικότητα, αν η τελευταία βέβαια υπάρχει.
          Η Τριανταφύλλου γεννήθηκε σε οικογένεια αριστερών και προσπάθησε να μείνει ανένταχτη, ξεκίνησε από ένα μικροαστικό σπίτι και επιδίωξε να μην κάνει ποτέ οικογένεια. Το μόνιμο στοιχείο που προβάλλεται στην αυτοβιογραφία-της είναι η επαναστατική-της φύση απέναντι στη θρησκεία, στην παράδοση, στην ελληνική μιζέρια, στον μικροαστισμό… Κάποιοι θα λέγανε ότι έγινε απλώς «επαναστάτρια χωρίς λόγο» κι άλλοι θα τη χαρακτήριζαν «ελεύθερο πνεύμα». Αυτό που διακρίνει κανείς είναι μια συνεχή άρνηση, μια πλήρη απόρριψη της ελληνικής πραγματικότητας, από τα σχολεία της ως τις αντιδράσεις των φοιτητών κι από τον κοινωνικό ιστό ως την ιστορία-της. Όλη η Ελλάδα φαίνεται στα μάτια της Τριανταφύλλου μια μίζερη επαρχία, μακριά από την πρόοδο και την πρωτοπορία της Δύσης.

       Η συγγραφέας είναι πολυμαθής: σπούδασε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, από Γαλλική Φιλολογία ως Ιστορία του κινηματογράφου κ.ά. Έμαθε πολλές ξένες γλώσσες, ταξίδεψε και έμεινε πολλά χρόνια στο εξωτερικό, διάβασε πάμπολλα βιβλία από λογοτεχνία ως ιστορία και από φιλοσοφία ως τέχνη. Η αυτοβιογραφία-της είναι ένα εκτεταμένο διακείμενο, ένα χαλί διάσπαρτο από χωρία συγγραφέων, αποσπάσματα από βιβλία, τσιτάτα που διάστιξαν τη ζωή-της.

       Ο Χατζηβασιλείου σήμερα (Ελευθεροτυπία, 20.12.2009) το κρίνει σαν μυθιστόρημα και το επαινεί για την πολυμέρειά-του αλλά ταυτόχρονα το αποδοκιμάζει για την παλλίλογη γραφή-του. Το πιο σημαντικό όμως για μένα είναι να δούμε ποια ιδεολογία απορρέει από τη βιωμένη ζωή της Τριανταφύλλου ή από αυτήν που θέλει να παρουσιάσει ως βιωμένη. Μιλήσαμε και προηγουμένως για την μποέμ φύση-της, την αντιδραστικότητα, την ανθελλαδική-της στάση, την κοσμοπολίτική-της διάθεση. Λέει χαρακτηριστικά (σ. 128): «Δεν αναγνωρίζω καμιά πατρίδα… Πατρίδα μου είναι η αγγλική και η ελληνική γλώσσα». Δεν ξέρω αν απόψεις σαν κι αυτές, προοδευτικές και διεθνιστικές, έκαναν τους τραμπούκους της μίας και μόνης άποψης να επιτεθούν στη συγγραφέα, αλλά ό,τι και να πιστεύει ο άλλος, τέτοιες βιαιοπραγίες είναι δείγμα δογματικής αντίληψης και αυταρχικής λογοκρισίας.

        Τέλος, σκόρπια μέσα στην αυτοβιογραφία-της εντίθενται μικρά δοκίμια περί συγγραφής και ύφους. Δεν διαβάζει, όπως δηλώνει, τις απόψεις των κριτικών [άρα μηδέν διάλογος, σημειώνω εγώ] και θεωρεί την κριτική ευνουχισμένη συγγραφή. Κρατώ μερικές σκέψεις-της:
- [αναφερόμενη στα ιστορικά-της μυθιστορήματα] «Ο μυθιστοριογράφος πρέπει να ξεχνά τον ιστορικό, αν αυτό είναι απαραίτητο» (σ. 196) και πολύ σωστά εννοεί ότι ο συγγραφέας δεν είναι δέσμιος της ιστορικής αλήθειας. Και πιο κάτω "Κανείς δεν διηγείται τα πράγματα “όπως έγιναν”. Οι συγγραφείς δεν είναι δημοσιογράφοι. Η “αληθινή” ζωή υπολείπεται της λογοτεχνίας."

- «Ο συγγραφέας πρέπει να φοράει δύο καπέλα: απ’ τη μια είναι ο καλλιτέχνης της γλώσσας… Ο άλλος είναι … ένας μανιακός κριτικός που φοβερίζει τον συγγραφέα μ’ ένα κόκκινο μολύβι» (σ. 231)
- «Οι περισσότεροι … πιστεύουν ότι ο καθένας από εμάς που γράφει βιβλία έχει ένα “δικό του”, χαρακτηριστικό ύφος∙ όχι: ο συγγραφέας έχει πολλά ύφη∙ παίζει μ’ αυτά, τα εναλλάσσει» (σ. 252)
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, December 16, 2009

Καφές φίλτρου: Τζίλιαν Φλιν


Ψυχολογικά και κοινωνιολογικά έργα σε συσκευασία αστυνομικού μυθιστορήματος. Γραφή που στέκεται στις λεπτομέρειες αλλά δεν ατονεί όταν στήνει τον ιστό της πλοκής. Το πρώτο βιβλίο ήρθε ως δώρο, το δεύτερο το αγόρασα, επειδή θέλχτηκα από το άλλο και θέλησα να ξαναδιαβάσω τη συγγραφέα.


“Sharp Objects”
2006
μετφ. Γ. Αρβανίτη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2008

         Ένα βιβλίο που σου το κάνουν δώρο και δεν έχεις δει τίποτα γι’ αυτό πριν. Γραμμένο από μια συγγραφέα που τυχαίνει να είναι και τηλεκριτικός (άρα μέλος του ευρύτερου κυκλώματος) και επομένως τα δύο βραβεία που απέσπασε στην Αμερική και οι διθυραμβικές κριτικές τίθενται ήδη υπό αμφισβήτηση. Όταν δεν κοιμάσαι αμέσως τα βράδια, η λύση είναι ένα καλό αστυνομικό και γι’ αυτό αποφάσισα να το διαβάσω…
         Όλοι όμως οι φόβοι-μου ευτυχώς δεν ισχύουν!!!
        Κατά βάση αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά στην ουσία ένα ευφυές ψυχολογικό θρίλερ, που αναπλάθει την ψυχολογία του «ντετέκτιβ», από τη στιγμή μάλιστα που αυτός συνδέεται έμμεσα με τα γεγονότα, την ψυχολογία του «θύτη1», πριν αποκαλυφθεί η δράση-του και την ψυχολογία του «θύτη2», σε συνδυασμό με τον θύτη1.

         Η ανακάλυψη του δράστη δεν έχει αυτή καθεαυτή σημασία. Πιο πολύ μετράει η επίδραση της ψυχολογίας των χαρακτήρων στις πράξεις-τους, πολλές φορές ακραίες, τόσο στην καθημερινότητά-τους, όπου τα ναρκωτικά, το αυτοχαράκωμα, το αλκοόλ κ.ο.κ. είναι στην ημερήσια διάταξη, όσο και σε βάθος χρόνου, όπου τρείς φόνοι με αφαίρεση των δοντιών είναι το αποτέλεσμα υποσυνείδητης ζήλιας και τάσης για υπεροχή.
        Σ’ αυτό το πλαίσιο σκιαγραφούνται οι σχέσεις μητέρας-κόρης και αδελφών, ειδικά όταν την οικογένεια βαραίνει ένα ιστορικό καταπίεσης, υπερπροστατευτισμού και αρρωστημένης φροντίδας. Παράλληλα, το κοινωνικό υπόβαθρο μιας πολίχνης της Αμερικής, με την επαρχιώτικη νοοτροπία και το νοσηρό κλίμα στις ανθρώπινες σχέσεις, δίνεται έξοχα, ώστε να αναδυθεί η ψυχοσύνθεση των κατοίκων και φυσικά και των δραστών. Όπως τα περιέγραψα ίσως δίνεται η εντύπωση ότι ο αναγνώστης θα βυθιστεί στην κατάθλιψη και τη μελαγχολία: όχι, γιατί η Τζίλιαν Φλιν δεν σοκάρει με το μίζερο, αρρωστημένο κλίμα, αλλά εισάγει στα μύχια πολλών τραυματικών/τραυματισμένων μορφών ψυχολογίας, μία εκ των οποίων είναι ικανή να φτάσει στον φόνο, και μια άλλη να τον αποκαλύψει.


“Dark Places”
2009
μετφ. Γ. Αρβανίτη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2009

        Η Τζίλιαν Φλιν έχει βάλει τις ράγες και συνεχίζει με επιτυχία την πορεία-της στο αστυνομικό μυθιστόρημα που εμπεριέχει μεγάλες δόσεις ωμής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας της αμερικανικής υπαίθρου, ειδικά μέσα στο πλαίσιο των ενδοοικογενειακών σχέσεων.
       Η αρχή του νέου-της έργου είναι μια από τις πιο έξυπνες που έχω διαβάσει: η Λίμπι Ντέι, τριακοντούτις πλέον, έρχεται κατά μέτωπο με τον προ εικοσιπενταετίας φόνο της μητέρας-της και των δύο αδελφών-της από τον μεγαλύτερο (καταδικασθέντα γι’ αυτές τις δολοφονίες) αδελφό-της Μπεν. Η ίδια μάλιστα ήταν αυτή που, επτά χρονών τότε, κατέθεσε εναντίον-του. Τώρα όμως πολλά στοιχεία αναθεωρούνται στο μυαλό-της κι η ίδια τείνει να πιστέψει ότι δεν ήταν τελικά αυτός ο ένοχος. Ποιος ήταν όμως;

        Η αφήγηση κινείται βάσει της τωρινής οπτικής γωνίας της Λίμπι, όπως αναμοχλεύει την υπόθεση, και βάσει των οπτικών γωνιών της μητέρας-της Πάτι και του αδελφού-της Μπεν εκείνη τη μέρα λίγο πριν από το συμβάν. Έτσι, παράλληλα με την αφήγηση της έρευνας ξετυλίγεται και το ώρα με την ώρα πλησίασμα της στιγμής του φόνου. Η Φλιν δείχνει ότι ξέρει πολύ καλά να ελέγχει τη γλώσσα και την ατμόσφαιρα, να αναπλάθει ψυχολογίες και κίνητρα, να στοχεύει εύστοχα στο κλίμα και στα συμφραζόμενα κάθε εποχής, ειδικά με τη σατανομαχία της δεκαετίας του ’80, τα συντηρητικά ήθη της Αμερικής ακόμα και σήμερα, με τις ετερόκλητες εικόνες μιας αντιφατικής κοινωνίας, τόσο προχωρημένης τεχνολογικά μα τόσο οπισθοδρομικής κοινωνικά και ηθικά.
       Αν επιχειρήσω μια μικρή σύγκριση των δύο έργων, θα έγερνα την πλάστιγγα ελαφρά υπέρ του πρώτου, κυρίως επειδή διαθέτει τη σπιρτάδα η οποία μετασχηματίστηκε στο δεύτερο σε ώριμο τέμπο. Έτσι, ο «Σκοτεινός Τόπος» πλέει μέσα σε λεπτομέρειες που ξεφεύγουν από την υπόθεση και συχνά γίνονται το λίπος μέσα στο οποίο πνίγεται ο όλος οργανισμός.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, December 13, 2009

Γερμανικός καφές φίλτρου: Νίκος Δαββέτας


Ποια η εικόνα του Εβραίου στην ελληνική λογοτεχνία; Μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο οι Εβραίοι είχαν εν πολλοίς ταυτιστεί με τον Ιούδα και τους σταυρωτές του Χριστού, ενώ πάντα υπήρχε το στερεότυπο του φιλάργυρου και του ιδιοτελούς. Μετά τον πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, θεωρήθηκαν τα άδικα θύματα της ναζιστικής ιδεολογίας και κατ’ επέκταση πήραν τη θέση του κατατρεγμένου και του απάτριδος.


“Η εβραία νύφη”
εκδόσεις Κέδρος
2009

        Ο πίνακας του Rembrandt με τίτλο “Het Joodse bruidje” (Η εβραία νύφη) βρίσκεται στο Rijksmuseum στο Άμστερνταμ. Απεικονίζει σε μαύρο-καφέ φόντο ένα ζευγάρι μεταξύ των οποίων είναι η ομώνυμη εβραία νύφη. Όσο για τον άνδρα που την αγκαλιάζει διακριτικά, άλλοι λένε ότι πρόκειται για τον συμβίο-της κι άλλοι για τον πατέρα-της που την ετοιμάζει για τον γάμο. Αν ισχύει το πρώτο, οι ερμηνείες είτε μιλάνε για σύγχρονους του ζωγράφου νεόνυμφους ή για μοτίβο από την Παλαιά Διαθήκη, όπως ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα. Αν μάλιστα υποθέσουμε ότι η νύφη είναι και έγκυος, τότε συνεχίζονται για πολύ οι εικασίες…
        Ο Δαββέτας στήνει το δικό-του ζευγάρι στο σήμερα: ο αφηγητής και η Νίκη, ανορεξική κοπέλα, που αναζητεί ίχνη του πατέρα-της, για τον οποίο έχει την αίσθηση ότι ήταν υπεύθυνος για τις διώξεις των Εβραίων στην κατοχική Ελλάδα. Παρακολουθούμε επομένως μία σειρά από κεφάλαια δοσμένα από διαφορετική οπτική γωνία, όχι μόνο του πρωταγωνιστικού ζεύγους, αλλά και άλλων που καταθέτουν τη μικρή-τους ιστορία, μέσα στην οποία εμπλέκονται πρόσωπα του παρελθόντος,

η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η Δικτατορία και η μεταπολεμική Ελλάδα. Όλη αυτή η πολυσυζητημένη εποχή (τόνοι σελίδων έχουν γραφεί γι’ αυτήν) φωτίζεται από ποικίλες πτυχές, όχι πολύ διαφορετικές μεταξύ-τους, που ανασυνθέτουν σε ένα μωσαϊκό ίδιων αποχρώσεων το ελληνικό μονόπρακτο.
      Έχουμε στην ουσία τρία επίπεδα πλοκής: αφενός, ο πίνακας του Ρέμπραντ, ο οποίος αποτέλεσε την αφορμή με το ζεύγος του εικοστού πρώτου αιώνα, αφετέρου η Ελλάδα (και η Γερμανία) του 1940-1945 αλλά και ύστερα, όταν οι εβραϊκές περιουσίες αλλάζουν ύπουλα χέρια, και τρίτος όροφος στο οικοδόμημα του Δαββέτα το σήμερα με τα ψυχοσωματικά συμπτώματα μιας κληρονομικής ασθένειας, αυτής του αντισημιτισμού ο ιός της οποίας χτύπησε και Έλληνες του παρελθόντος.

         Δυο τρία σημεία μένουν αναπάντητα, οι απαντήσεις των οποίων θα μου δώσουν και την τελική ώθηση για να αποδεχθώ την αξία του βιβλίου. Καταρχάς, δεν κατάλαβα την αντιστοιχία του ζεύγους στον πίνακα με το σημερινό ζεύγος. Ίσως έχασα ένα σημείο όπου υπάρχει το κλειδί, εκτός κι αν είναι κάτι αμελητέο που δεν έχει βαρύνουσα σημασία. Δευτερευόντως ποια η σχέση της πυρκαγιάς στην Πελοπόννησο με την όλη ιστορία, εκτός κι αν πάλι ένα μικρό περιστατικό στα καμμένα δικαιώνει την εμβολή-της; Γενικά, νιώθω ότι ένθετες ιστορίες που προσπαθούν να συνθέσουν το μεταπολεμικό σύμπαν δεν εφαρμόζουν ολοκληρωτικά με τα άλλα κομμάτια του παζλ κι έτσι μένουν μετέωρες ψηφίδες σε έναν αενάως επεκτεινόμενο καμβά. Το ίδιο γράφει ως ένσταση και η Κοτζιά στο σημερινό δημοσίευμά-της (Καθημερινή, 13.12.2009), αφού η χαλαρή δομή υπονομεύει τη συνθετικότητα του μυθιστορήματος.
      Ένα τελευταίο ερώτημα που τίθεται γενικευτικά: αρκεί το θέμα, πρωτότυπο, φλέγον, καίριο, διαχρονικό, να άρει το έργο αν δεν συνοδεύεται από υψηλού επιπέδου αφηγηματική τεχνική; Αν όχι, όπως πιστεύω, τότε να μην εκστασιαζόμαστε με κείμενα που ακουμπούν τον τύπο των ήλων, αλλά δεν θεραπεύουν αισθητικά τις πληγές-τους.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, December 10, 2009

Πολωνικός καφές: Ιωάννα Τόμπρου


Η καταφυγή στη λαογραφία κατά τις αστυνομικές έρευνες είναι όντως κάτι πρωτότυπο. Το ξαναείδα στον Ίαν Ράνκιν και πιο συγκεκριμένα στο έργο-του «Καταρράκτες».


“Καμίκο”
Εκδόσεις Εστία
2009

        Υπόθεση: ένα πτώμα αλλοδαπής εικοσιτριάχρονης κινητοποιεί τον ιατροδικαστή Μάριο Χαλκιόπουλο να αρχίσει έρευνες γύρω από μια κούκλα που ανευρέθηκε στα πράγματά-της και μια παρτιτούρα με τα αρχικά της μητέρας-του. Στην έρευνα εμπλέκονται ο προϊστάμενός-του Στέφανος Πετρίδης, η ανθρωπολόγος Φένια Ηλιάδη και διάφορα άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα.
       Δράση: αστυνομικό μυθιστόρημα με ψυχολογικούς τόνους βασισμένο στις αναμνήσεις του παρελθόντος και στις αναδρομές που συμπληρώνουν σιγά-σιγά την αφήγηση. Το τέλος δεν είναι αιφνιδιαστικό κι ούτε στιγματίζεται ο ένοχος, αλλά πιο πολύ αποκαλύπτεται ένα κοινωνικό φαινόμενο (η μετανάστευση και η εκμετάλλευσή-της) και οι ψυχολογικές μεταβλητές που εξηγούν κινήσεις και στάσεις.

         Απογοήτευση: αν η λογοτεχνία μας είναι φλύαρη και οι συγγραφείς-μας χάνουν συχνά το μέτρο γεμίζοντας το κείμενό-τους με περιθωριακά στοιχεία, η Τόμπρου αυτό το ανάγει σε μείζονα ανασταλτικό παράγοντα της ποιότητας της γραφής-της. Οι 300 σελίδες του βιβλίου κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι 100, οι πολλές παρεκβάσεις θα μπορούσαν να μειωθούν, η πλοκή να είναι πιο σφιχτή και πιο μετρημένη. Αποτέλεσμα αυτού του ξεχειλώματος είναι να αδιαφορούμε πολλάκις για στοιχεία, παραγράφους ή και σελίδες που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν. Κι αυτό θα συμβεί όχι μόνο σ’ όποιον αρέσει η ταχεία δράση και οι απανωτές εναλλαγές, αλλά και σ’ όποιον η ψυχολογική προσέγγιση του φόνου μέσα στο μυθιστόρημα είναι πλέον οικεία. Οι κοιλιές και οι εκτροπές που θα συναντήσει στο βιβλίο θα τον κουράσουν αφάνταστα.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, December 05, 2009

Χυμός κεράσι: ιστορικό μυθιστόρημα και αλήθεια


       Το τελευταίο βιβλίο του Βασίλη Γκουρογιάννη για την Κύπρο του '74 («Κόκκινο στην πράσινη γραμμή») κατηγορείται μήνες τώρα ότι προβάλλει τους ελλαδίτες μαχητές ως βάρβαρους και άλλα ανάλογα. Δέχτηκε μάλιστα ο ίδιος επιθέσεις από κουκουλοφόρους, ενώ ο «Στόχος» επιτέθηκε πολλάκις εναντίον του βιβλίου.

        Τέτοια βιβλία που θίγουν πολιτικά ή ιστορικά θέματα και προσπαθούν να προβάλουν μια διαφορετική αλήθεια από την παγιωμένη έχουν πολλές φορές δεχτεί επιθέσεις ή απλώς αρνητικές κριτικές. Τίθεται λοιπόν ένα ζήτημα περί της συμβολής του ιστορικού μυθιστορήματος στην αναδίφηση της πραγματικότητας. Τι απαντάνε οι συνήγοροί-του;
       -Μια πρώτη γραμμή, φύσει μεταμοντέρνα, δέχεται τη λογοτεχνία ως εναλλακτική ματιά στην ιστορία και επομένως νομιμοποιεί την όποια παρέκκλιση από την επίσημη ιστορία. Ο συγγραφέας επιλέγει να τονίσει μυθιστορηματικά πτυχές που δεν είναι γνωστές, να διερευνήσει εκδοχές που έχουν απορριφθεί, να δείξει ότι υπάρχει και η άλλη άποψη που αξίζει κανείς να τη δει, πριν την αρνηθεί. Προσπαθεί δηλαδή με τα όπλα της λογοτεχνίας να προβληματίσει με πιθανά ή αληθοφανή σενάρια, τα οποία στηρίζονται σε ένα είδος έρευνας, και να πείσει για τις αποσιωπημένες αλήθειες.
        -Μια δεύτερη γραμμή λόγου αμύνεται στις επιθέσεις περί διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας με το επιχείρημα ότι όλα αυτά είναι μυθοπλασία και επομένως κανείς λογοτέχνης δεν επιχειρεί να αντικαταστήσει τους ιστορικούς στο έργο-τους. Συνεπώς, η όποια παρέκκλιση προβάλλεται ως παράλληλη πραγματικότητα, όχι αυτή που έχει συντελεστεί, αλλά αυτή που θα μπορούσε να γίνει και έτσι κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον δημιουργό για προκλητικότητα ή ασέβεια.

         Οι δύο αυτές τάσεις συγκρούονται και αντιφάσκουν. Γιατί είτε το ιστορικό μυθιστόρημα στη νέα του εκδοχή μπορεί να ξαναδεί την ιστορία και το παρελθόν, είτε είναι μια φαντασιακή προβολή που δεν σχετίζεται με την όποια πραγματικότητα. Τελικά τι ισχύει; Πώς εγώ ως αναγνώστης θα στέκομαι πάνω από ένα τέτοιο έργο; Ως φιλοπερίεργος και αντικομφορμιστής νους που δεν αποδέχεται τα ιδεολογήματα των ιστορικών, γιατί είναι γραμμένα με συγκεκριμένο, σκόπιμα παραμορφωτικό τρόπο, και θα βρίσκω τη λογοτεχνία ως την πιο γνήσια και τολμηρή πηγή της αλήθειας; Ή ως φιλαναγνώστης θα απολαμβάνω το ανάγνωσμα, θα προβληματίζομαι για μια πιθανή αλλά εκ προοιμίου πλαστή πραγματικότητα, αλλά δεν θα θεωρώ θεμιτό να την νομιμοποιήσω;
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, December 03, 2009

Baltimore coffee: Ανδρέας Μήτσου


Διηγήματα μνήμες, διηγήματα βιώματα, διηγήματα στάσεις ζωής. Μπορεί το διήγημα να ξεφύγει από το προσωπικό στιγμιότυπο και να αναχθεί σε μια αντιπροσωπευτική θέαση μικρών στιγμών της ζωής;


“Η ελεημοσύνη των γυναικών”
εκδόσεις Καστανιώτη
2009

             Είναι ενδιαφέρουσα η ζωή-μου; Για μένα μπορεί να είναι, μπορεί και όχι; σίγουρα όλοι έχουμε ζήσει ακραίες στιγμές, κωμικές ή τραγικές, πρωτότυπες, συναρπαστικές, συγκινητικές κ.ο.κ. Τι κάνει ένας συγγραφέας που θέλει να αξιοποιήσει τα βιώματά-του; συλλαμβάνει αυτές τις ιδιαίτερες καταστάσεις, που άφησαν το μικρό και το μεγάλο στίγμα-τους στο μυαλό-του, και τις αποδίδει με το ταλέντο-του, εξαίροντας το ιδιαίτερο και φωτίζοντας το μικρό αλλά όχι ασήμαντο ίχνος-τους.
         Ο Μήτσου δεν κρύβει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των διηγημάτων-του. Μικρό παιδί στην Αμφιλοχία κι έπειτα καθηγητής σε σχολεία της Ελλάδας. Μνήμες από παιδικά βιώματα και στιγμές προβληματισμού από την δασκαλική-του πείρα, από τις συναντήσεις με παράδοξους ανθρώπους που ξεφεύγουν από το μέσο όρο, από στιγμιότυπα μιας ενδιαφέρουσας πορείας.

         Τι δεν κάνει; Δεν πετυχαίνει να μεταδώσει την αίσθηση ότι κάτι σπουδαίο συνέβη σ’ αυτά, όχι σπουδαίο με την έννοια του κοσμοϊστορικού ή του ιστορικά σημαντικού, αλλά με την έννοια του άξιου λόγου, του μικρού που αξίζει να κοινοποιηθεί και στους άλλους. Διηγήματα που ξεκίνησαν με συγκεκριμένες αφορμές, αλλά που δεν κατάφεραν να πείσουν για την καθολικότητα, τον προβληματισμό, τη συγκίνηση, τη ματιά που βλέπει τα πράγματα και εξάγει συμπεράσματα… Δυο μόνο διηγήματα με άγγιξαν, η “Ελεημοσύνη των γυναικών”, που αναδεικνύει πόσο η γυναικεία παρουσία δίνει ένα άλλο είδος ζωής σε ξεχασμένα σώματα και το “Κρυφό σχολειό”, που αποτυπώνει το δράμα του πατέρα που δεν μπορεί να δει την κόρη-του.
          Έχω βαρεθεί να διαβάζω αυτοβιογραφικές ιστορίες, τελείως αδιάφορες σε μένα και στον καθένα, καρπό μόνο των προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα, ο οποίος θεώρησε ότι η αξία-τους είναι μεγαλύτερη και δεν πρέπει να ξεχαστούν. Ζούμε στην εποχή της ατομικής ανάδειξης που καταντά ώρες ώρες εφηβική εμμονή ότι είμαστε το κέντρο της γης.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 30, 2009

Πολλά βαρύς γλυκός μισός: Ελληνικά Εγκλήματα 3


Αστυνομικό διήγημα: μπορεί να αποδώσει μια πολύπλοκη αστυνομική ιστορία και να “δέσει” έντεχνα την υπόθεση μέχρι τη “λύση”; Ή απλώς στήνει μια κορύφωση η οποία αρκεί για να δοθεί το έγκλημα, η αποκάλυψη του δολοφόνου και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται όλα;


επιμ. Α. Χρυσοστομίδης
εκδόσεις Καστανιώτη
2009

         Οι συλλογές αυτών των ελληνικών αστυνομικών ιστοριών έχουν αποκτήσει πλέον χαρακτήρα τακτικότητας. Έχω διαβάσει και τις δύο άλλες συλλογές που προηγήθηκαν και, μολονότι οι συγγραφείς και οι ιστορίες-τους διαβάζονται με το ίδιο ενδιαφέρον, δεν εξεπλάγην ιδιαίτερα. Ή το διήγημα κορεννύεται εύκολα ή οι αναγνώστες έχουμε συνηθίσει τα κόλπα των συγγραφέων.
         Φυσικά, ξεχώρισα μερικά, είτε επειδή ως διηγήματα προσφέρουν μια αστυνομική ιστορία με τρόπο γοητευτικό, είτε επειδή ως συγγραφική τεχνική καταξιώνουν τον γράφοντά-τους.

        Το διήγημα της Κακούρη διακρίνεται για τη στιβαρή δομή-του, τη μελετημένη διαπλοκή υπόπτων και θύματος, μέχρι το τέλος που δείχνει ότι δεν είναι όλοι οι πιθανοί εγκληματίες κατ’ ανάγκην και θύτες. Η ψυχολογική διάσταση δίνει άλλη πνοή στο έργο. Ο Μαρτινίδης συνεχίζει τις εμμονές-του με τις όμορφες μοιραίες γυναίκες και την αντεκκλησιαστική-του ιδεολογία, ο Βασιλικός συγγράφει ένα πολιτικό –εποχής δικτατορίας- διήγημα με άγνωστους δράστες αλλά με ανάλυση –έστω και αποσπασματική- της τρέχουσας παραπολιτικής επικαιρότητας στην Ευρώπη, ο Αποστολίδης παρακολουθεί την επικαιρότητα με την εκ νέου δραπέτευση του Παλαιοκώστα.
         Η Δανέλλη στήνει ένα οικογενειακό δράμα, με διαδοχικές απιστίες και πρόσωπα, τα οποία συμπλέκονται σε σημείο σύγχυσης, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να περιμένει ή μια μεγάλη αποτυχία ή μια δυνατή λύση που να ξεμπλέξει επιτυχώς το κουβάρι. Μάλλον ούτε το ένα κατορθώνει ούτε το άλλο. Ο Φιλίππου ορθώνει ένα δράμα πολυκατοικίας, ο νεοεμφανισθείς Γριπιώτης ένα έγκλημα στον επιχειρηματικό χώρο με θύτη έναν γιάπις και με αφήγηση της οικονομικής ανόδου σε στυλ Καραγάτση. Ο Μάρκαρης μιλάει για την απόσταση μεταξύ της αναγνώρισης του θύματος ως συγγραφέα (λόγω διασυνδέσεων) και της ποταπής-του διάστασης ως ανθρώπου (λόγω διασυνδέσεων πάλι), και με αυτόν τον τρόπο μιλάει για τα άπλυτα του συγγραφικού παρασκηνίου, όπου οι μισοί θάβουν τους άλλους μισούς και τούμπαλιν. Εδώ μού φαίνεται ότι κρύβονται αληθινά πρόσωπα…

          Ο Δανέλλης (υιός;) μπλέκει σαν σε κοτσίδα δύο άσχετες ιστορίες, μια με την κακοποίηση και θανάτωση ενός Ασιάτη μετανάστη και μια με την εξαφάνιση και εντέλει δολοφονίας μιας νεαρής κοπέλας. Μολονότι ήλπιζα ότι οι δύο ιστορίες θα συνέκλιναν εντέλει σε μια κοινή συνισταμένη, διαψεύστηκα: απλώς παρακολουθούμε δύο διηγήματα σε ένα, χωρίς προσπάθεια αλληλοσυσχετισμού. Ο Σταμάτης αναφέρεται στον έρωτα ενός κλοσάρ για μια Πολωνή καλλονή, που αναρριχήθηκε στα τηλεοπτικά πλατό. Ο Μιχαηλίδης αποτυπώνει την οικολογική ευαισθησία του σύγχρονου ανθρώπου με έναν φόνο επιχειρηματικών συμφερόντων. Θα έλεγα ότι είναι το πιο άρτιο τεχνικά διήγημα, ενώ παράλληλα περνάει και μηνύματα περιβαλλοντικής αυτοσυνειδησίας και πολιτικής διαπλοκής: και τα δύο γνωστά και επίκαιρα.
         Ο Λύκαρης καταφέρνει να συνδυάσει πολιτική, αστυνομία και ρατσισμό σε ένα αστυνομικό κράμα, όπου η διαπλοκή είναι πολύ πιο διευρυμένη απ’ ό,τι φαίνεται και η διαφθορά ξεπερνάει τα όρια του εκβιασμού. Το τέλος του διηγήματος αποκαλύπτει την αισιοδοξία του συγγραφέα ότι κάποια λύση μπορεί να βρεθεί, έστω κι αν είναι περιπτωσιακή, πράγμα που στα μάτια-μου δεν φαίνεται ευοίωνη διέξοδος. Τέλος ο Γκάκας, πάλι σε διάθεση τιμωρίας, παρακολουθεί την οργάνωση και την εκτέλεση ενός βίαιου αλαζόνα από έναν γηραιό αριστερό με προβλήματα υγείας.

         Το βασικό είναι αυτό που εξ αρχής επισημαίνει ο επιμελητής της σειράς Ανταίος Χρυσοστομίδης: κάθε διήγημα είναι και μια ανατέμνουσα ματιά στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου το έγκλημα σχετίζεται με συγκεκριμένες πλευρές της κοινωνικής παθογένειας. Είναι γνωστή πλέον η ουσιαστική τομή που φέρνει η αστυνομική λογοτεχνία στην αναγνώριση των μεμπτών και στον φωτισμό-τους, ώστε να τα δούμε με άλλη ματιά πέρα από τη σαρκοβόρα διάθεση της τηλεόρασης.
         Ωστόσο, η επιτυχία κάθε ιστορίας δεν αρχίζει ούτε τελειώνει μόνο σ’ αυτό. Προσωπικά με θλίβει, πέρα από τις αστοχίες στη ζεύξη των επιμέρους στοιχείων για την επίτευξη στέρεης πλοκής, ένα είδος εμμονών, μιας μανιέρας στον τρόπο που στήνουν πολλοί συγγραφείς τα πρόσωπά-τους, την ψυχολογία-τους, τη θέαση του κόσμου, που καταντά ιδεολογική μανιέρα. Διαβάζω και βλέπω από τους ίδιους συγγραφείς τις ίδιες στερεότυπες αντιλήψεις, που δεν τους επιτρέπουν να φτιάξουν νέους κόσμους, πιο πολυφωνικούς και πιο πολύπλευρους. Ξεχωρίζω τα διηγήματα των Κακούρη, Μιχαηλίδη και του Λύκαρη, επειδή αυτοί συναρμόζουν καλοαρμοσμένες δομές και πειστικές συνδέσεις προσώπων, ενδείξεων και ατμόσφαιρας.
Η φωτογραφία στην κορυφή της ανάρτησης ανήκει στον Simon Howden.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 25, 2009

Mojito: Γλώσσα, λογοτεχνία και διαδίκτυο


Πώς γράφουμε στην καθημερινή-μας ομιλία και πώς γράφουν οι λογοτέχνες; Διαφέρει η λογοτεχνική ιδιόλεκτος από τη συμβατική; Τι ρόλο παίζει το αλφάβητο και τα σημαίνοντα της ελληνικής γλώσσας; Αυτά και άλλα πολλά αποτελούν θέματα που ξεπήδησαν στο μυαλό-μου με αφορμή τον διάλογό-μου με τον Πέτρο Τ., όπως καταγράφηκε στο προπροηγούμενο ποστ (18.11.2009).

Θέσεις ως βάση
Η ελληνική γλώσσα διαθέτει ως ελάχιστα συστατικά στοιχεία-της τα εξής:
- 24 γράμματα: α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, π, ρ, σ, τ, υ, φ, χ, ψ, ω.
- έναν τόνο (') ή δύο, για όσους χρησιμοποιούν ακόμα το πολυτονικό (', ~), επιλογή που, απ’ όσο ξέρω, είναι και νομικά κατοχυρωμένη.
- σημεία στίξης: . / , / : / ; / ! / ∙ / κ.ο.κ.

> Μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί άλλο αλφάβητο στον δημόσιο γραπτό λόγο κι αυτό να γίνει αποδεκτό; Δεν μιλάω για το πώς γράφει λ.χ. στο ημερολόγιό-του. Στις προπροηγούμενες εκλογές ο Συνασπισμός είχε κατέβει με το σύνθημα «ARISTERA», γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες και είχε φάει το κράξιμο της αρκούδας. Θα μπορούσα εγώ λ.χ. να υπογράφω ως Πατrιάrχης Fώτιος κι αυτό να είναι μια επιλογή συνεννόησης; Εφέ ή ξενοπληξία;

> Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόσφατη μόδα να χρησιμοποιούν πολλοί το λατινικό ερωτηματικό (?) αντί του ελληνικού (;). Η εξήγηση που μου δόθηκε, όταν έτυχε να ρωτήσω, είναι ότι φαίνεται καλύτερα ή ότι είναι πιο ωραίο. Γνώμη-μου είναι ότι πρόκειται για μαζοποιημένη στάση, υιοθετημένη από το κινητό ή τον υπολογιστή και φυσικά εκφράζει μια σαθρή τάση ξενομανίας, εν πολλοίς αχρείαστη.
> Τέλος, γιατί πρέπει να γράφουμε σε ατονικό σύστημα;

Οι απαντήσεις του Πέτρου Τ. ήταν περίπου οι εξής

(και φυσικά ο ίδιος μπορεί να επέμβει, για να διευκρινίσει όσα εγώ δεν κάλυψα επαρκώς):
α) οι τόνοι είναι άχρηστοι («μη απαραίτητοι»), αφού «η πληροφορία ανταλλάσσεται» και χωρίς αυτούς.
β) στο διαδίκτυο μπορεί ο καθένας να εκφράζεται όπως θέλει.
γ) στη λογοτεχνία η χρήση του αλφαβήτου έχει δώσει ουσιαστικά αποτελέσματα με νέες χρήσεις, οι οποίες αλλάζοντας το σημαίνον προκαλούν και νέες σημασιοδοτήσεις στο λογοτεχνικό έργο. Στο εξωτερικό «μέσω προσμείξεων γίνονται χίλια δυο πράγματα».
δ) ο τρόπος που γράφει κανείς δεν είναι η ουσία, αλλά ουσία είναι το μήνυμα που στέλνει.
ε) το ατονικό σύστημα είναι μέσο απλοποίησης και αποφυγή της τυπολατρίας.

1.Το μόνο επιχείρημα που δέχομαι είναι το γ', γιατί φυσικά στη λογοτεχνία έχουν προκύψει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα με τη διαφορετική χρήση των σημείων γραφής, τόσο μέσα στον μοντερνισμό, όσο και αργότερα, ακόμα και αυτά που δεν ξέρω, αλλά ο Πέτρος Τ. τα έχει υπόψη-του. Ως εκεί δεχόμαστε και συζητάμε ξεχωριστά κάθε περίπτωση στο πλαίσιο ενός λογοτεχνικού κώδικα που λειτουργεί με αποκλίσεις από τη νόρμα.

2. Το α' και το δ' πάσχουν (όταν μιλάμε φυσικά για την επικοινωνιακή πλευρά της γλώσσας), γιατί όσοι τα υποστηρίζουν δεν αντιλαμβάνονται ότι σημαίνον και σημαινόμενο, μορφή και περιεχόμενο είναι το ίδιο και μια όποια αλλαγή στο ένα αφορά εξίσου και το άλλο. Ο Μακλούαν είχε δηλώσει αποφθεγματικά: «Το μέσο είναι το μήνυμα». Τι μήνυμα λοιπόν δίνει κάποιος που γράφει χωρίς τόνους; Επιλέγει ύφος; -Να το κάνει εντός της λογοτεχνικής δημιουργίας. Βαριέται; Απλοποιεί; Πετά τα περιττά;

3. Τα τελευταία ερωτήματα μάς φέρνουν στο ε' σημείο. Μπορεί ο καθένας να απλοποιεί κατά βούληση; Η γραφή και η γλώσσα γενικότερα είναι κοινή περιουσία και κανείς δεν δικαιούται από μόνος-του να αφαιρεί ό,τι τη χαρακτηρίζει. Ακόμα και φιλόλογοι, γλωσσολόγοι κ.ο.κ. δεν μπορούν να παρέμβουν ρυθμιστικά.
#Είναι τυπολατρία ο τόνος; Φυσικά όχι. Ένα πρώτο επιχείρημα είναι η πληθώρα λέξεων με αλλαγή σημασίας ανάλογα με το πού τονίζονται:
πότε – ποτέ, αγάπα – αγαπά, πορτοκάλι – πορτοκαλί κ.ο.κ.
Το “πώς” (με ποιο τρόπο) διαφέρει από το “πως” (ότι), το “πού” από το “που” κ.ο.κ. Άλλο «Είπε πώς θα έλθει» κι άλλο «Είπε πως θα έλθει». Επομένως, ο τόνος πέρα από την ιστορική του σημασία έχει στα ελληνικά και σημασιοδοτική ισχύ. Δεν θα παραπέμψω εδώ σε γλωσσολογικές μελέτες και απόψεις, για να μην φορτώσω το ποστ.

#Είναι απλοποίηση το ατονικό σύστημα; Με την ίδια λογική να απλοποιήσουμε τα 6 γράμματα που αντιστοιχούν στον φθόγγο /i/ (“η”, “ι”, “υ”, “ει”, “οι”, “υι”) σε ι, τα “ο” και “ω” σε ο κ.ο.κ. Να απλοποιήσουμε τότε και το ελληνικό αλφάβητο στο λατινικό ή να υιοθετήσουμε τα γκρίγκλις (τα οποία ξεκίνησαν σε υπολογιστές που δεν είχαν ελληνική γραμματοσειρά και μετά επεκτάθηκαν) ως προσωπικό ή και εθνικό σύστημα γραφής.

4. Τέλος το β' ερώτημα περί διαδικτυακής ελευθερίας δεν έχει ουσία, αν σκεφτούμε όλα τα παραπάνω. Ακόμη περισσότερο, το διαδίκτυο, είτε γράφουμε δοκίμια είτε ιστολόγια, είναι δημόσιος χώρος έκφρασης, όπου ισχύουν όσα και οπουδήποτε αλλού. Η προσωπική γραφή δημοσιοποιημένη εντάσσεται αυτοδικαίως στο εθνικό σύστημα γλωσσικής έκφρασης, αναβαθμίζοντας ή υποβαθμίζοντάς το. Κανείς δεν μπορεί να είναι ασύδοτος για να νιώθει ελεύθερος. Λ.χ. πάνω στα τείχη της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη δεν μπορώ να γράψω τα οπαδικά μου συνθήματα, όπως έχουν κάνει οι ομάδες της πόλης, ή να κάνω γκράφιτι, για να εκφραστώ.

Το θέμα είναι ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ. Ούτε εθνικιστικό ούτε δήθεν προοδευτικό. Κι επειδή θεωρώ ότι όλα αυτά προέρχονται από την ευκολία και τη μόδα, αυτό που ακριβώς στη γλωσσολογία ονομάζεται «ήσσων προσπάθεια», θεωρώ τα επιχειρήματα της συνηγορίας του ατονικού προφάσεις εν αμαρτίαις. Εκτός αν κανείς υποστηρίζει πράγματι ότι πρέπει να καταργηθούν οι τόνοι ή ο καθένας να γράφει όπως θέλει (γκρίγκλις, άτονα, με απλοποιημένη ορθογραφία κ.ο.κ.).
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 21, 2009

Ελληνικός με ολίγη: Μένης Κουμανταρέας


Ο καλλιτέχνης κι ο στρατιώτης

Ο στρατός στην ελληνική λογοτεχνία λειτουργεί όπως στις αγγλοσαξονικές χώρες το πανεπιστήμιο: δημιουργεί έναν μικρόκοσμο, μια μικρογραφία της κοινωνίας, ορθώνει αρχετυπικούς χαρακτήρες, στήνει μικροσκηνικά που αντανακλούν τη συνολική κοινωνική πραγματικότητα. Με αυτήν τη λογική θα μπορούσαμε να μιλάμε για ελληνικό “στρατιωτικό μυθιστόρημα” (κατά το ομόλογό-του αλλοδαπό πανεπιστημιακό είδος).


“Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά”
εκδόσεις Κέδρος
2009

          Ο Κουμανταρέας έχει προϋπηρεσία στον χώρο λ.χ. με το διήγημα “Δόξα του Σκαπανέα” στην πρώτη-του συλλογή “Τα μηχανάκια” (1962) και φυσικά τον “Ωραίο λοχαγό” (1982), αλλά και άλλες άμεσες και έμμεσες αναφορές. Στο συγκεκριμένο έργο ο στρατηγός σε ένα απομακρυσμένο στρατόπεδο πριν από πολλά χρόνια αποφασίζει με την παρότρυνση της συζύγου-του να φτιάξει το πορτρέτο-του∙ το αναθέτει μάλιστα σε έναν αγγελόμορφο ξανθό στρατιώτη (σκηνογραφία Τσαρούχη), ο οποίος βάζει στο φόντο του πίνακα το κρατητήριο του στρατοπέδου, όπου οι κρατούμενοι σηκώνουν τις γροθιές-τους.

         Η νουβέλα ισορροπεί ανάμεσα στο παραμύθι και στην αλληγορία, καθώς γράφτηκε και διαβάζεται με την απλή (απλοϊκή) πλοκή της λαϊκής αφήγησης, με τη γραμμική εξέλιξη και με τα σαφή περιγράμματα που δεν (συ)σκοτίζουν. Παράλληλα, κάθε στοιχείο της ιστορίας αφήνει προεκτάσεις σε συμβολισμούς που ξεφεύγουν από τα όριά-της και ανοίγουν τον προβληματισμό στη σχέση εξουσίας και τέχνης. Το τρίγωνο στρατηγού, στρατηγίνας και στρατιώτη-ζωγράφου είναι η βάση για πολλές αντιθέσεις, οι οποίες διπολικά θέτουν ζητήματα δύναμης, δημιουργίας και αντίστασης.
         Η βασική αντίθεση είναι αυτή μεταξύ εξουσίας και τέχνης. Ο στρατηγός εκπροσωπεί τη δύναμη που αντανακλά ανδρικά πρότυπα, που επιβάλλεται με διαταγές και ετσιθελική συμπεριφορά, που νιώθει να απειλείται από “αναρχικούς” και εντέλει αποδεικνύεται να βουλιάζει κι αυτός από τις προσωπικές-του ανασφάλειες. Από την άλλη, η τέχνη είναι θηλυκή∙ εκπροσωπείται από τον ζωγράφο που διακρίνεται από γυναικεία γνωρίσματα και φαίνεται τόσο ξένος μέσα στο βαρβάτο στρατόπεδο (το οποίο ωστόσο δεν σκιαγραφείται σκληρό και αδυσώπητο) αλλά και από τη γυναικεία φιλοδοξία της συζύγου του στρατηγού, η οποία δονείται από ερωτισμό και καλλιτεχνικά οράματα. Ο άνδρας-της βλέπει την προσωπογραφία-του ως φορέα δύναμης και διαχρονικού κύρους (ποζάρει με τα παράσημά-του), ενώ η γυναίκα-του ως δείγμα φιλελεύθερης διακυβέρνησης.

            Τρίτη αντίθεση (μετά τα δίπολα εξουσία-τέχνη, άνδρας-γυναίκα) είναι η ιεραρχική διαφορά εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Φυσικά, ο πρώτος είναι ο στρατηγός κι ο δεύτερος ο ζωγράφος, των οποίων οι ρόλοι αντιστρέφονται συχνά λ.χ. όταν ο στρατιώτης αναγκάζει τον διοικητή-του να απελευθερώσει τους κρατούμενους ή να δώσει άδεια σε όλη τη διμοιρία. Ακόμα κι όταν ο στρατηγός δείχνει τα δόντια-του, η τέχνη δείχνει πόσο μπορεί να άρει τον εξουσιαζόμενο σε μια ανώτερη σφαίρα ελευθερίας. Η καταπίεση και η ανεξαρτησία περνάνε μέσα από τη δύναμη της αυταρχικής επιβολής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο πίνακας (εμπνευσμένος από το
"Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι") είναι του Mercuralis

         Άλλη αντίθεση που προκύπτει από τη σκηνοθεσία της προσωπογράφησης είναι αυτή μεταξύ πραγματικότητας και τέχνης∙ απέναντι στην ελευθερία της τελευταίας να αποτυπώνει την πρώτη ή ακόμα και να την κατασκευάζει εξ αρχής, προβάλλεται η ρεαλιστική αποτύπωση της ζωής από τη ζωγραφική, η οποία χωρίς τη θέληση του δημιουργού φέρνει στο προσκήνιο αφανείς πλευρές ανθρώπων και καταστάσεων. Ο Κουμανταρέας σε μια σύλληψη αλά Όσκαρ Ουάιλντ αφήνει το πορτρέτο να δουλεύεται μόνο-του, να ολοκληρώνεται μέσα στη νύχτα και να εξελίσσεται ανεξάρτητα από τη θέληση του ζωγράφου, ο οποίος γνωρίζοντας τη δύναμη της τέχνης δεν παραξενεύεται αλλά σιωπηλά συναινεί.
           Ποικίλες άλλες αντιθέσεις (όπως αυτή της νιότης και τα γηρατειά και της δημοκρατίας έναντι του ολοκληρωτισμού) εντάσσονται μέσα στο οργανόγραμμα του συγγραφέα και διαπλέκονται αμοιβαία με τα βασικά δίπολα της νουβέλας.

         Αν διαβάσει κανείς στενά ρεαλιστικά το έργο, θα απορήσει με μικρά και μεγάλα άλογα σημεία, όπως η ευκολία στις ενέργειες των προσώπων και η ατελής απόδοση των κινήτρων-τους, ή με τις πάμπολλες στερεότυπες εικόνες. Αν όμως δεχτεί ότι πρόκειται για μια αλληγορία δοσμένη με αδρές γραμμές και με ενδελεχή μυθοπλαστική αληθοφάνεια, θα καταλάβει τα όνειρα που παρεισφρέουν, την παράλογη φυγή από το στρατόπεδο αλλά και τις ποιητικές φράσεις και τους φιλοσοφικούς διαλόγους. Η ουσία του κειμένου έγκειται στην αντιπαράθεση κυρίαρχων δυνάμεων της ζωής, που βρίσκουν το απόλυτο πλαίσιό-τους μέσα στο στρατόπεδο (όπως η εξουσία) αλλά και το περιθώριο να αντισταθούν στην απολυτότητα (και δη στην αληθοφάνεια) ακριβώς μέσα στο σκληρό περιβάλλον του λογοκρατικού στρατού.

         Ένα ωστόσο από τα μεγάλα μειονεκτήματα του έργου είναι η αμήχανη κατάληξή-του. Ο Κουμανταρέας έφτασε μέχρι ενός σημείου τη νουβέλα-του και έπειτα δεν ήξερε πώς να την ολοκληρώσει. Έτσι, κάθε μικρή ή μεγάλη ανακάλυψη των μηχανισμών-της από τον αναγνώστη εξαερώνεται στο τέλος, όταν η ιστορία τελειώνει πεζά και ανούσια, σαν μια απόληξη που κρέμεται στο άπειρο…
Οι δύο άλλοι πίνακες είναι φυσικά του Γ. Τσαρούχη
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 18, 2009

Χυμός γκρέιπ-φρουτ: γιατί όχι αστυνομικό μυθιστόρημα;


Αστυνομικό μυθιστόρημα: η παθογένεια μιας ανάκαμψης

         Γενικά ακούμε από παντού τον νέο άνεμο που πνέει στην αστυνομική λογοτεχνία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ένας άνεμος που έβγαλε το είδος από τα στενοσόκακα της παραλογοτεχνίας και το εγκαθίδρυσε στις πλατείες της λογοτεχνίας. Ο κύριος άξονας αυτής της αλλαγής είναι οι κοινωνικές προεκτάσεις που κέντησαν το μυστήριο με προβληματισμό και μετέφεραν την προσοχή όχι μόνο στον εγκληματία αλλά και στο κοινωνικό πλαίσιο.
       Γιατί όμως το είδος εξακολουθεί να προκαλεί (τουλάχιστον σε μένα) επιφυλάξεις για τη δυναμική-του; Πού χαλιέμαι δηλαδή, όταν ανοίγω ένα αστυνομικό κείμενο; Ας εξηγήσω δυο-τρία σημεία:

        α. οι διαδοχικοί φόνοι που παρουσιάζονται στα περισσότερα αστυνομικά έργα εθίζουν τον αναγνώστη στη βία; Θα πει κανείς: μα κάτι τέτοιο το έχει ήδη συνηθίσει από τις χολιγουντιανές ταινίες στην τηλεόραση. Ναι, αλλά είναι λογικό αυτό που κατηγορούμε σε ευτελείς, εμπορικές παραγωγές ή σε θεαματικές σκηνές να το συναντάμε στη λογοτεχνία και μάλιστα όχι σ’ αυτήν που χαϊδεύει αυτιά εύκολων αναγνωστών παραλίας; Αν θέλουμε να δούμε τη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία ως κάτι υψηλότερο, πόσο η παρέλαση νεκρών, ιδωμένη σαν κάτι ανεκτό και αναμενόμενο, σαν κάτι που δεν προκαλεί φρίκη ή απέχθεια, μπορεί να συνεχιστεί, έστω κι αν είναι συστατικό στοιχείο του είδους; Το ζήτημα είναι πόσο συνηθίζει ο αναγνώστης και θεωρεί τους νεκρούς ένα ακόμα πεδίο για να οξύνει την κρίση-του και όχι ως το αποτρόπαιο αποτέλεσμα κοινωνικά καταδικαστέων παραγόντων. Μπορεί με άλλα λόγια η αστυνομική λογοτεχνία να γίνει κάποια στιγμή αντι-εγκληματική;

        β. στο άλλο άκρο του προβληματισμού-μου είναι η αισιόδοξη προοπτική ότι πάντα ο δράστης / οι δράστες συλλαμβάνονται. Εξίσου ακραίο και αντιρεαλιστικό είναι να πιστεύει ο αναγνώστης ότι η δικαιοσύνη πάντα θριαμβεύει και ότι το happy end είναι η συνήθης κατάληξη κάθε εγκλήματος. Στη ζωή ένας τέτοιος συλλογισμός φαντάζει ρομαντικός, ουτοπικός και μέχρι ενός σημείου αιθεροβάμων. Ευτυχώς, αυτό σε πολλά άλλα έργα δείχνει να μετριάζεται, καθώς με ποικίλες παραλλαγές (σύλληψη αλλά όχι καταδίκη, εύρεση του δράστη αλλά αδυναμία σύλληψής του κ.ο.κ.) η λογοτεχνία έρχεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.

         γ. η στροφή που έχει γίνει στην αστυνομική πεζογραφία αφορά και στα αίτια των εγκλημάτων και συνεπώς στο ποιος κρύβεται πίσω από αυτά. Έχει περάσει πλέον η εποχή που μας σέρβιραν φόνους από ζήλια, ερωτική απογοήτευση, ιδιωτικές διαφορές κ.ο.κ., ενώ τώρα κυριαρχούν τα κοινωνικά προβλήματα και το οργανωμένο έγκλημα. Η αστυνομική λογοτεχνία θέλει να πιάσει τον σφυγμό της κοινωνικής πραγματικότητας με εγκλήματα που αφορούν το σύνολο και όχι το άτομο. Η ένστασή-μου: πιθανότατα η εντύπωση πως μόνο οργανωμένα εγκλήματα συμβαίνουν και ποτέ προσωπικά, ψυχολογικά ή άλλα κίνητρα δεν οδηγούν στην παράνομη πράξη παρουσιάζουν τον μέσο άνθρωπο ανεύθυνο για την εγκληματικότητα, εν γένει φιλήσυχο, συνολικά αναίτιο. Πάντα δηλαδή σκοτώνουν οι κακοί, οι εκ φύσεως ή εκ συμφέροντος κακοί, και όχι πολλοί καθημερινοί άνθρωποι που ωθήθηκαν παρορμητικά ή αναγκάστηκαν από εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις να φτάσουν στο έγκλημα;
        Ανάλογες ήταν και οι ενστάσεις σε παλαιότερες εποχές, όταν το αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν στο περιθώριο για τον επιπλέον λόγο ότι ήταν προχειρογραμμένο και γλωσσικά αδούλευτο. Σήμερα φυσικά έχει ανέβει επίπεδο, τόσο αισθητικά όσο και ιδεολογικά, και εντάχθηκε στο κύριο σώμα της λογοτεχνίας. Παύει όμως να προβληματίζει;
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 15, 2009

Διπλή Μπύρα: Χένινγκ Μανκέλ


Η παγκόσμια οικονομία στο έλεος των υπολογιστών
Αστυνομικό μυθιστόρημα με μηχανισμό ρολογιού

        Το πώς γράφει κανείς δείχνει πώς σκέφτεται. Ακόμα περισσότερο δείχνει πώς σκέφτεται ο λαός-του (ή τουλάχιστον μια μερίδα του λαού-του) που έχει διαμορφωθεί με συγκεκριμένες παραμέτρους σε θέματα κοινωνίας, πολιτικής, παγκοσμιοποίησης, ατομικότητας, ανθρώπινων δικαιωμάτων κ.ο.κ.


“Firewall”
μετ. Λ. Καλοβυρνάς
εκδόσεις Ψυχογιός,
2009

         Αν κάτι σε συνεπαίρνει σ’ αυτό το βιβλίο είναι το εκπληκτικό ξεδίπλωμα της υπόθεσης, σημείο σημείο, που να πιστέψεις ήδη από το πρώτο τέταρτο ότι πρόκειται για μια κραταιή πλοκή, μια ιδιαίτερα μελετημένη πορεία σκέψης. Κι αν ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα σημαίνει απόλυτα ισορροπημένη ανάπτυξη των ενδείξεων μέχρι την τελική εξαγωγή τού συμπεράσματος, το “Firewall” του Σουηδού συγγραφέα είναι ακριβώς αυτό. Ο αναγνώστης βλέπει να σχηματίζεται εξ αρχής ένα παζλ σημείων, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ-τους, αλλά ικανών να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο συνολικό σχέδιο.

         Δύο άσχετα πτώματα, το ένα καταρχάς αδιάφορο, το άλλο προϊόν μιας ασύλληπτης στην ανθρώπινη συνείδηση επίθεσης από μια δεκαεννιάχρονη και μια δεκατετράχρονη. Η ασίγαστης αίσθησης φράση του αστυνόμου Κουρτ Βαλάντερ, που έχει αναλάβει την υπόθεση, αποκαλύπτει το μέγεθος της ανάγκης για διαλεύκανσή του: «Θέλω να διερευνήσω αυτό το έγκλημα για να δω πώς λειτουργεί αυτή η κοινωνία» (την γράφω από μνήμης). Η αστυνομική λογοτεχνία αποδεικνύει παγκοσμίως ότι δεν αναζητεί πλέον μεμονωμένα αίτια εγκληματικότητας (απιστία, εκδίκηση κ.ο.κ.), αλλά τις βαθύτερες αιτίες τής κοινωνικής παθογένειας. Στο παρόν έργο ο παγκόσμιος ηλεκτρονικός ιστός κινδυνεύει από μια ομάδα που τον θεωρεί όργανο μιας λανθασμένης πολιτικής για την οικονομία ολόκληρου του πλανήτη.

         Ολοκληρώνοντας το έργο θαυμάζει κανείς ακόμα περισσότερο το πλήρες σχέδιο που κατάστρωσε ο συγγραφέας, για να συνδέσει τα επιμέρους στοιχεία προς ένα ικανοποιητικό σχέδιο. Ένας ολόκληρος μηχανισμός ρολογιού όπου τα πάντα, γρανάζια και ελάσματα, μοχλοί και διακόπτες, πρέπει να είναι σε απόλυτο συντονισμό μεταξύ τους, για να κινούνται όπως πρέπει οι δείκτες. Ανάλογα, όλα πρέπει να τέθηκαν μέσα στο μυθιστόρημα με οργάνωση και σύστημα, ώστε να κινείται χωρίς κενά η πορεία τής αφήγησης. Ο συγγραφέας-ωρολογοποιός πρέπει να δαπάνησε άφθονο χρόνο, για να διπλοελέγξει όλα τα στοιχεία και τις συνδέσεις, ώστε να πετύχει το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να μπορεί κανείς να του καταλογίσει αμήχανα χάσματα ή αμελείς ατέλειες.
        Ο Μανκέλ όμως δεν αποδεικνύεται μόνο μαέστρος της πλοκής, αλλά και ικανότατος ψυχογράφος. Τελικά, είναι καθοριστικό να μπορεί ο συγγραφέας να συνδέει πράξεις με κίνητρα, δεδομένα με συναισθήματα, εξωτερικά στοιχεία με ψυχικές διαθέσεις. Ο Σουηδός συγγραφέας κάνει κάτι περισσότερο: παρακολουθεί την υπόθεση μέσα από τα μάτια τού αστυνόμου Βαλάντερ και ταυτόχρονα παρακολουθεί τον Βαλάντερ στις λογικές-του σκέψεις, στις συναισθηματικές-του μεταπτώσεις, στις ανθρώπινές-του στιγμές. Φαίνεται κι αυτός πολύ ανθρώπινος κι όχι απλώς μια μηχανή συσχετισμών και συλλογισμών· έχει τις καλές και τις κακές-του πλευρές, επηρεάζεται από τα τεκταινόμενα, περνάει κρίσεις αυτοεκτίμησης, ετοιμάζεται να υποβάλει την παραίτησή-του και συνάμα (από αίσθημα ευσυνειδησίας) δίνεται εξολοκλήρου στην έρευνα.
Πατριάρχης Φώτιος