Monday, November 30, 2015

Έξεστι;

Η Ρόζα καιρό τώρα μπαίνει στο Βιβλιοκαφέ
και βρίζει, προπηλακίζει, εκτοξεύει συκοφαντίες.
Το σημερινό σχόλιο στην προηγούμενη ανάρτηση με ξεπερνά και με προσβάλλει βαθύτατα,
αφού εννοεί ότι παίρνω χρήματα για να προωθώ βιβλία.
Δεν αξίζει ούτε να απαντήσω, τι να πω άλλωστε.

Είναι θιγμένος συγγραφέας; Πιθανόν, καθώς έχει μάθει να τον λιβανίζουν.
Είναι μποέμ ελεύθερος σκοπευτής;
Όποιος κι αν είναι, νομίζει ότι έχει το ελεύθερο να λασπολογεί κι εμείς να καθαρίζουμε κάθε μέρα τις λάσπες-της.
Κάποτε είχα γράψει «Έξεστι Ρόζα ασχημονείν»,
τώρα δεν μπορώ απλώς να τη χαζεύω,
ένας επισκέπτης άλλοτε την είχε κατηγορήσει για υπερβολές που δεν την κάνουν να κερδίζει,
ακόμα χειρότερα τρολάρει αφάνταστα
και νομίζει ότι έτσι υπερασπίζεται τα γράμματα, το πνεύμα, τον πολιτισμό (δηλαδή τον εαυτό-του/της!).

Αρκεί.
Δεν καταλαβαίνει το ποινικό πλαίσιο της συκοφαντίας,
νομίζει ότι η ανωνυμία στο διαδίκτυο τον/την προστατεύει,
και σαφώς δεν ξέρει πώς λειτουργεί λ.χ. η Υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.

Τελείωσε ο μήνας της αστυνομικής λογοτεχνίας και από αύριο ξεκινάμε πάλι τον συνηθισμένο-μας ρυθμό.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 28, 2015

Σύνοψη αστυνομικών έργων

Ολοκληρώνοντας τον μήνα που αφιερώθηκε στην αστυνομική λογοτεχνία, συγκεντρώνω τα καλά έργα του είδους για τα οποία μίλησα (σε αντίστροφη σειρά) και συμπληρώνω άλλα που απασχόλησαν το Βιβλιοκαφέ παλιότερα χάρις στην ποιότητά-τους.
Επομένως, εδώ καταγράφω μια σειρά από προτεινόμενα κείμενα αστυνομικής λογοτεχνίας που αξίζει κανείς να διαβάσει:



- “Σιωπή του τάφου” του Arnaldur Indridason




          Παρουσίασα με τον αντίστοιχο δεσμό τα βιβλιαναγνώσματα της τελευταίας πενταετίας, που ανήκουν στην αστυνομική λογοτεχνία. Κάποια από αυτά προσφέρουν υψηλή διανοητική συγκίνηση κι άλλα οξείες κοινωνικοπολιτικές τομές.

[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι από: jaksview3.wordpress.com, www.huffingtonpost.com, www.chinapost.com.tw και mysteryreadersinc.blogspot.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 25, 2015

“Τελευταία ευχή” των James Patterson & Liza Marklund

Η εννοιολογική τέχνη είναι μια ενδιαφέρουσα άποψη για το πώς δύο σήριαλ-κίλερ νοηματοδοτούν και συμβολοποιούν τους φόνους-τους. Τότε η έρευνα γίνεται “ανάγνωση” της τέχνης και διερεύνηση του προφίλ των “φιλόμουσων” εγκληματιών (Αστυνομική λογοτεχνία -8).


Καφές με ζάχαρη:
James Patterson & Liza Marklund
“The Postcard Killers”
Grand Central Publishing
2011
Τελευταία ευχή
μετ. Ν. Προδρομίδου
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015
 


          Πρόκειται για ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα. Από αυτά που τα πιάνεις ξαπλωμένος στην ψάθα-σου και σε απορροφάνε όσο ψήνεσαι στον ήλιο. Καθαρόαιμο όσο υπάρχει έγκλημα (και μάλιστα περισσότερα από ένα) και ντετέκτιβ που επιχειρεί να λύσει το αίνιγμα. Ο βασικός άξονας είναι η έρευνα. Ο αναγνώστης ακολουθεί τα νήματα, παρακολουθεί τις ενδείξεις και νιώθει όλη εκείνη τη γνωστή περιέργεια για την τελική απάντηση.
          Οι δολοφόνοι είναι εξ αρχής γνωστοί. Ένα γοητευτικό ζευγάρι, ο Μακ και η Σίλβια, προσελκύουν άλλα νεόνυμφα συνήθως ζευγάρια ή αρραβωνιασμένα, τα ναρκώνουν με οφθαλμικές σταγόνες και τα σκότωναν. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των δύο σήριαλ κίλλερ είναι ότι στέλνουν μια κάρτα σε εφημερίδες της πόλης, όπου έγινε ο φόνος, με αποτέλεσμα να τους δοθεί το ψευδώνυμο “Οι δολοφόνοι με τις καρτ-ποστάλ” και μια φωτογραφία με τα νεκρά σώματα. Επομένως, δεν ψάχνουμε τους εγκληματίες, αλλά πορευόμαστε πάνω στην έρευνα της ανεύρεσής-τους και της εξήγησης των κινήτρων-τους.
          Ερευνητές είναι δύο. Ο Τζέικομπ Κάνον, ντετέκτιβ της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, συνεργάζεται με τη μορφωμένη αλλά παραγνωρισμένη δημοσιογράφο της Aftonposten Ντέσι Λάρσον, που έλαβε την κάρτα μετά τον φόνο δύο Γερμανών στη Στοκχόλμη. Ο πρώτος έχει άμεσο ενδιαφέρον, αφού οι δυο φονιάδες σκότωσαν την κόρη-του στη Ρώμη, ενώ η δεύτερη, δεχόμενη την κάρτα, ενεπλάκη σε μια έρευνα που την έκανε πιο δραστήρια και της έδωσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε ανιούσα κλίμακα, αφού οι φωτογραφίες από τα θύματα που αποστέλλονται απεικονίζουν τους νεκρούς σε πόζες παρμένες από διάσημους πίνακες των πινακοθηκών κάθε πόλης, με αποτέλεσμα μέσω των καμερών ασφαλείας να μπορέσει η αστυνομία της Στοκχόλμης να βρει τα πρόσωπα των δύο εγκληματιών. Κι εκεί, απρόσμενα, οι ίδιοι εμφανίζονται και παραδίνονται, ανυποψίαστοι για ποιο λόγο τους αναζητούν και τι εγκλήματα τους προσάπτουν… !
          Μικρά κεφάλαια, γρήγορες σκηνές, ταχείες παρενθέσεις που αποσκοπούν στη σκιαγράφηση των κεντρικών χαρακτήρων, επιμονή στη βασική γραμμή έρευνας, συνεχής ώθηση του αναγνώστη προς το τέλος… Και καθώς το ένα κομμάτι κουμπώνει με το άλλο, εμφανίζεται ένα ευρύτερο σχέδιο που συσσωματώνει τους επιμέρους φόνους σε ένα μεγάλο εικαστικό πρότζεκτ. Η εννοιολογική τέχνη (conceptual art) αναζητά την ιδέα και την εφαρμόζει σαν να είναι κομμάτι της ζωής. Ο φόνος, ο θάνατος αποκτά καλλιτεχνική διάσταση όταν ιδωθεί ως καλλιτέχνημα, όταν προβληθεί ως μίμηση τέχνης, ως αναπαράσταση, ως εφαρμογή μιας πρωτότυπης ιδέας. Παρά την κινηματογραφική εκτύλιξη της δράσης, ο Αμερικανός και η Σουηδέζα συγγραφέας προβάλλουν τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η ακραία προσπάθεια να γίνει κάποιος ρηξικέλευθος, να ξεπεράσει τα όρια τέχνης και ζωής, να στήσει ζωντανά έργα τέχνης, ακόμα και σοκάροντας, συγκλονίζοντας, τρομάζοντας, προκαλώντας φρίκη…
          Η αδρεναλίνη σε υψηλά επίπεδα, σαν ταινία, σαν παιχνίδι καταδίωξης κι ένα happy end να φέρνει τη συνηθισμένη λύτρωση.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 24/11/2015 στο In2life και εδώ αναδημοσιεύεται κοσμημένο, εκτός από τον πίνακα της κορυφής που είναι “Η κραυγή” του Μουνκ, με τις εξής φωτογραφίες εννοιολογικής τέχνης: η πρώτη είναι η "Ζωή και θάνατος" του t-ufan (πηγή: demortalz.com), η δεύτερη είναι φωτογραφία των Aaron Nace and Avery Carlton (πηγή: pulpfactor.com) και η τρίτη το "Μου λείπεις" της Alice (πηγή: dpshots.com)]

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 22, 2015

“Στη λίμνη” του James Sallis

Αφενός το έγκλημα κι αφετέρου η ανθρώπινη πλευρά του αστυνόμου, απ’ τη μια η πορεία της έρευνας κι από την άλλη κλαδιά και παρακλάδια που δημιουργούν παράλληλες πορείες (Αστυνομική λογοτεχνία -7).


Αμερικάνικος βρασμένος σε κατσαρολάκι:
James Sallis
Cypress Grove
2003
“Στη λίμνη”
μετ. Κ. Κραμβουσάνου
εκδόσεις Πόλις
2015
 


          Πότε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί (και πρέπει) να καθυστερεί την εξιχνίαση του μυστηρίου; Πότε με άλλα λόγια ο αναγνώστης τέτοιων έργων ανέχεται αφηγηματικές χρονοτριβές, προκειμένου να μην ρουφήξει με μια ανάσα το κείμενο μέχρι τέλους; Ένα (σοβαρό) αστυνομικό μπορεί να απλωθεί και πέραν της γραμμής των ερευνών όταν θέλει να περι-γράψει την ψυχολογία των προσώπων, τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, την ατμόσφαιρα γύρω από την έρευνα αλλά και γύρω από τον φόνο. Στην ουσία μόνο η έρευνα είναι ο κορμός ενός εμπορικού αστυνομικού, ενώ στα κοινωνικού εύρους κείμενα η έρευνα βγάζει κλαδάκια με ψυχογραφικές αναλύσεις, περιγραφές κοινωνικών συνθηκών, διαλόγους φαινομενικά άσχετους κ.ο.κ. Αρκεί όλα αυτά τα παρακλάδια να στηρίζουν τον κορμό και όχι να απομυζούν τους χυμούς-του, αρκεί δηλαδή ο αναγνώστης να σκαρφαλώνει τον κορμό, αλλά τα ζουμερά φρούτα είναι στα κλαδιά…
          Το μυθιστόρημα του Sallis εξ αρχής δείχνει πως πρόκειται να καθυστερήσει την εξέλιξη και μέχρι τη μέση τουλάχιστον κωλυσιεργεί με δύο τρόπους: από τη μια, εναλλάσσει κεφάλαια πάνω στη δράση (που αφορά στην ανακάλυψη της ταυτότητας αλλά και των αιτίων της δολοφονίας-του ενός κλοσάρ που ζούσε σε ψιλοεγκαταλελειμμένα σπίτια) και κεφάλαια με το παρελθόν του αστυνομικού συμβούλου του σερίφη Μπέιτς, ενός γηραιού πρώην αστυνόμου και έγκλειστου για ένα διάστημα στη φυλακή, ονόματι Τέρνερ. Έχουμε στην ουσία δύο μυθιστορήματα: το πρώτο, το βασικό αναφέρεται στις έρευνες για να εξιχνιαστεί τι έκανε ο Καρλ (έτσι λέγανε τον νεκρό) κλέβοντας την αλληλογραφία του δημάρχου και γιατί τον σκότωσαν. Το άλλο επιστρέφει στο παρελθόν για να αφηγηθεί περιπέτειες του Τέρνερ και την ιστορία που τον οδήγησε στη φυλακή.
          Από την άλλη, ο Sallis κωλυσιεργεί, καθώς ακόμα και στην κύρια αφήγηση οι λεπτομέρειες, οι διάλογοι, οι άσχετες σκηνές απλώνονται νωχελικά, σαν να το κάνει επίτηδες, ώστε να αφήσει τον αναγνώστη σε μια αργή γνωριμία με τους πρωταγωνιστές, που δεν ξέρει αν θα βοηθήσουν ή θα θολώσουν τα νερά. Το τέλος δεν είναι κακό, αλλά έχει φθαρεί η αναγνωστική αναμονή με πολλή θολή λάσπη, που η τελική γεύση είναι ανάμικτη.
Από τη μία η προσπάθεια του συγγραφέα να δείξει την ανθρώπινη πλευρά του ντετέκτιβ, που πέρασε στη φυλακή, που είχε υπαρξιακές ανησυχίες για τον φόνο και την ανθρώπινη ζωή, κι από την άλλη ένα έγκλημα που σχετιζόταν με καλτ ταινίες και κρυμμένα μυστικά.

[Το κείμενο δικό-μου, οι εικόνες αντλημένες από:www.designsnext.com, commons.wikimedia.org και www.noexit.co.uk]

Πατριάρχης Φώτιος 

Thursday, November 19, 2015

“Δεν μπορεί να είναι αλήθεια” της Anne Holt & “Αραιό δίκτυ” του Hakan Nesser


Η σκανδιναβική κοινωνία πιθανότατα είναι πολύ καταπιεσμένη, πολύ κλειστή και σκληρή, αρκετά απάνθρωπη σε ό,τι χαλάει το μικρό, συντηρητικό προφίλ-της. Κι από την άλλη, ο καιρός και το χιόνι πρέπει να κάνει τους ανθρώπους αρκετά εσωστρεφείς, που εύκολα ρίχνουν τον πόνο-τους στο ποτό ή στο …έγκλημα (Αστυνομική λογοτεχνία -6).


Σκανδιναβικός καφές με μέλι:


Anne Holt
“Det som aldri skjer”
2004
“Δεν μπορεί να είναι αλήθεια”
μετ. Δ. Παπαγρηγοράκης
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015
 
Hakan Nesser
“Det grovmaskiga nätet”
1993
Αραιό δίχτυ
μετ. Γ. Αρβανίτη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015
 



Anne Holt
“Δεν μπορεί να είναι αλήθεια”


          Κλασική συνταγή: πρώτα ένα πτώμα, έπειτα από μερικές σελίδες ένα δεύτερο κι πολύ αργότερα ένα τρίτο… Αν ο δολοφόνος είναι ο ίδιος, που έτσι φαίνεται, τότε ποιο είναι το νήμα που συνδέει τους φόνους μεταξύ-τους; Η Φιόνα Χέλε ήταν διάσημη TV περσόνα, η Βιμπέκε Χάινερμπακ ανερχόμενη πολιτικός, ο Βέγκαρντ Κρογκ ιδιαίτερος δημοσιογράφος· επομένως, σε πρώτη φάση όλοι είναι επώνυμοι, διάσημοι, αναγνωρίσιμοι. Πέραν όμως τούτου καμία άλλη ομοιότητα. Δεύτερο στοιχείο: όλοι, αφού σκοτώθηκαν, αφέθηκαν με ένα ιδιαίτερο συμβολικό τρόπο. Η Φιόνα με κομμένη τη γλώσσα και αφημένη δίπλα-της σε ένα τυλιγμένο χαρτί, η Βιμπέκε με το Κοράνι ανάμεσα στα σκέλια και ο Βέγκαρντ με την πένα καρφωμένη στην κόγχη του ματιού. Ο δράστης είχε τα χαρακτηριστικά του σήριαλ κίλλερ που υπογράφει τους φόνους-του με τον δικό-του τρόπο
          Εναλλασσόμενες σκηνές, πότε στους αστυνόμους και ερευνητές, πότε στα θύματα, στους υπόπτους και στα άτομα του περιβάλλοντός-τους. Κουραστικά μπρος-πίσω, σχοινοτενείς σκηνές, άγονοι διάλογοι, πολλά σημεία όπου η ιστορία κάνει κοιλιά. Μικρή εξέλιξη, χωρίς να εστιάζει συνάμα και σε άλλα παράπλευρα θέματα, της κοινωνίας ή της πολιτικής. Μερικές φορές με οδηγούσε σε αδιάφορο διάβασμα, σε βιαστικά προσπεράσματα, σε ανιαρά σελιδογυρίσματα.

* * *

Hakan Nesser
 “Αραιό δίχτυ


          Το μυθιστόρημα ξεκινά κλασικά. Το πτώμα μιας καθηγήτριας βρίσκεται μέσα στην μπανιέρα-της, ενώ ο άνδρας-της Γιάνεκ Μίτερ ξυπνά μετά από άγριο μεθύσι και ανακαλύπτει τη νεκρή γυναίκα-του. Εύλογα οι υποψίες πέφτουν πάνω-του, αλλά ο ίδιος, αν και δεν θυμάται τίποτα, αρνείται να τις δεχτεί. Μέσα-του είναι σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης. Αλλά τότε ποιος είναι;
          Η ιστορία εξελίσσεται λίγο σαν αστυνομικό, λίγο σαν δικαστικό, λίγο σαν ψυχολογικό και λίγο σαν κοινωνικό μυθιστόρημα. Ο δικηγόρος του Μίτερ, ο ίδιος και οι σκέψεις-του, η δίκη και η καταδίκη-του, ο δαιμόνιος αστυνόμος Βαν Βέτερεν που δεν ησυχάσει και κινεί θεούς και δαίμονες για να βρει την αλήθεια, ειδικά μετά και τη δολοφονία μέσα στη σωφρονιστική κλινική του ίδιου του καταδικασθέντος συζύγου. Οι υποψίες εστιάζονται στο σχολείο όπου δούλευαν και οι δύο, αν και δεν μπορούν να εξειδικευτούν περισσότερο ανάμεσα σε 70-80 εργαζόμενους που κινούνταν σ’ αυτόν τον χώρο.
          Ο ένοχος εντέλει βρίσκεται, πώς αλλιώς;, όταν η έρευνα απλωθεί στο παρελθόν και συνδέσει όλο το εύρος των γνωστών της νεκρής. Η πορεία εξιχνίασης βασίζεται σε σταθερά βήματα, χωρίς ακροβατισμούς, ο αστυνόμος διερευνά με σύστημα, ακόμα κι όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο, οι συζητήσεις των αρμοδίων δείχνουν πείρα και σωστούς χειρισμούς.

***

          Τελικά μου φάνηκαν και τα δύο βιβλία τόσο αδιάφορα, τόσο κολλημένα σε μια γριφώδη πλοκή, που τα διάβασα βιαστικά, με μια διάθεση να μείνω μόνο στα βασικά και αψηφώντας τα γεμίσματα και όσα καθυστερούσαν την εξέλιξη. Νομίζω ότι θα τα ξεχάσω γρήγορα, ακριβώς επειδή, όπως λέγαμε τις προάλλες με την Anagnostria, η αστυνομική λογοτεχνία μένει στο περιθώριο, όσο εμμένει στην αινιγματική-της πλοκή και δεν ανοίγεται σε κοινωνικά και αισθητικά διακυβεύματα.

[Το κείμενο πλαισιώνουν εικόνες που ελήφθησαν από: sciencenordic.com, www.pixedelic.com, denkzeiten.com, www.kcet.org, www.salem-news.com και dogtime.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 16, 2015

“Little Scarlet” του Walter Mosley

Λος Άντζελες 1965 και διαφυλετικές αναταραχές, πλιάτσικο και κλίμα τρομοκρατίας, ποιος μισεί πιο πολύ τον άλλο, οι μαύροι τους λευκούς, οι λευκοί τους μαύρους ή οι μαύροι τους ομόφυλούς-τους; (Αστυνομική λογοτεχνία -5)


Αμερικάνικος
με άρωμα πικραμύγδαλο:
Walter Mosley
Little Scarlet
Νέα Υόρκη 2004

μετ. Α. Τριμπέρη
εκδόσεις Πόλις
2015
 


          Noir μυθιστόρημα και κοινωνικό μυθιστόρημα, ένας συνδυασμός που αποδίδει πολύ τα τελευταία χρόνια, αρκεί να τηρούνται δυο βασικές προδιαγραφές. Πρώτον, η αστυνομική έρευνα να διέπεται από τους κανόνες της σφριγηλής δομής και της αρραγούς αλληλουχίας των στοιχείων. Δεύτερον, ο προβληματισμός να προκύπτει από την ίδια τη δράση και να μην αποτελεί μια σειρά από θεωρητικές συλλήψεις χωρίς μυθιστορηματική πραγμάτωση.
          Ο Αμερικάνος συγγραφέας ξεκινά εξ αρχής θέτοντας το πλαίσιο το οποίο είναι οι φυλετικές ταραχές της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ. Ο Έλληνας αναγνώστης πιάνει κατευθείαν σήμα, αφενός γιατί έχει ανάλογες εικόνες λόγω των ταραχών στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2010 και αφετέρου γιατί ξαναβλέπει παρόμοια γεγονότα στη σημερινή Αμερική του Φέργκιουσον και άλλων πόλεων, όπου ο ρατσισμός ενάντια στους μαύρους εξακολουθεί να είναι παρών. Ο γνωστός από άλλα έργα του Μόσλυ ντετέκτιβ Ίζυ Ρόουλινς αναλαμβάνει να βοηθήσει τη (λευκή) αστυνομία να εξιχνιάσει τον φόνο της μαύρης Νόλα Πέιν. Το χρώμα-του τον βοηθάει να κινείται ανάμεσα στους μαύρους και με έγγραφη άδεια του υπαρχηγού της αστυνομίας μπορεί να κάνει την έρευνά-του, ψάχνοντας πιο πολύ για δική-του ικανοποίηση ποιος είναι ο φονιάς. Η συμμετοχή-του είναι γι’ αυτόν μια συμβολή στην ειρήνευση της περιοχής και στην αποκατάσταση της ηρεμίας στο νότιο Λος Άντζελες που πλήττεται από συγκρούσεις, μίση, πυρπολήσεις και λεηλατήσεις.
          Η γραφή του Μόσλυ, για να μπορέσει να ικανοποιήσει τις δύο αρχές που διέγραψα στην αρχή, ακολουθεί τον εξής διπλό δρόμο. Κινείται αργά, απλώνεται σε εμβριθείς παρατηρήσεις, σκιαγραφεί κοινωνικά και πολιτικά την κατάσταση, ζωγραφίζει την αναταραχή… τον νοιάζει να μην βιαστεί, ώστε να προλάβει ο αναγνώστης να αφομοιώσει την τοιχογραφία των ταραχών και να καταλάβει το φυλετικό μίσος που παίρνει χαρακτήρα διακρίσεων, καχυποψίας, ξυλοδαρμών, βίας. Κι ενώ όλα προχωρούν με αυτόν τον πανοραμικό τρόπο, κομματάκι κομματάκι, σκηνή σκηνή, ο Ρόουλινς συλλέγει στοιχεία και συνδέει ενδείξεις. Φτιάχνεται λοιπόν μια αλυσίδα δεδομένων, το ένα οδηγεί στο άλλο, η μία μαρτυρία προσθέτει καινούργια στοιχεία, καθένα από τα οποία δίνουν ώθηση για το επόμενο βήμα…
          Επειδή έλειπαν οι αιφνιδιαστικές ανατροπές, βρήκα το μυθιστόρημα λίγο άνοστο. Επειδή όμως σκιαγραφεί τη διαμάχη λευκών και μαύρων, το μένος των πρώτων και την αμυντική εκδίκηση των δεύτερων, ταξίδεψα στον ρατσισμό και στις άλογες ακρότητές-του. Η δράση ακολουθεί την έρευνα του Ρόουλινς που σχετικά γρήγορα εντόπισε ποιος είναι ο δράστης και βάλθηκε να τον βρει. Αυτή καθεαυτή δεν με εκτόξευσε. Με κράτησε όμως ζεστό, πάνω σ’ αυτήν την εναγώνια αναζήτηση, οι συναντήσεις και οι μικροαφηγήσεις για μαύρους που προσπάθησαν σε μια εχθρική γι’ αυτούς κοινωνία να επιβιώσουν, σωματικά και ψυχολογικά, με όποιον τρόπο μπορούσαν.
          Το τέλος, που κορυφώνει αρκετά καλά τη δράση, δίνει και ένα ψυχαναλυτικό στίγμα στο πρόσωπο του Χάρολντ. Σκοτώνει μαύρες γυναίκες, όντας ο ίδιος μαύρος, επειδή αυτές πήγαν με λευκούς. Ο Μόσλυ ανατρέπει πολλά στερεότυπα (ο κακός λευκός που σκοτώνει μαύρους), όχι ομολογουμένως με πολύ πρωτότυπο και δη απρόσμενο τρόπο. Πιο πολύ έχει σημασία η αιτία: η μάνα-του, μαύρη φυσικά κι αυτή, η οποία όμως ήθελε να απαλείψει το χρώμα-της και μεγάλωσε τον γιο-της σαν να ήταν παιδί της υπηρέτριας. Έτσι, κι αυτός επειδή θέλησε να εκδικηθεί αυτήν την εγκατάλειψη, στράφηκε σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, μεγάλωσε σαν παιδί του δρόμου και έβγαλε την εκδίκησή-του σκοτώνοντας ομόφυλες γυναίκες.

[Οι εικόνες που κοσμούν το κείμενό-μου αντλήθηκαν από: vintagelosangeles.tumblr.com, lacma.tumblr.com, vision-newspaper.ca, america.aljazeera.com και bvikkivintage.blogspot.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 13, 2015

“Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ” του Antoine Bello


Συχνά, στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, θεωρία και πράξη συμπορεύονται, η μία εξηγεί και εξηγείται από την άλλη. Πώς θα σας φαινόταν λοιπόν ένα αστυνομικό έργο όπου ο ερευνητής διαβάζει τις ενδείξεις με άξονα τη θεωρία της αστυνομικής λογοτεχνίας και αναζητεί παράλληλα χωρία από τα έργα της Άγκαθα Κρίστι; (Αστυνομική λογοτεχνία -4)



Γαλλικός με άρωμα βύσσινο:
Antoine Bello
“Enquête sur la disparition d’ Émilie Brunet”
Gallimard 2010
“Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ”
μετ. Τ. Δημητρούλια
εκδόσεις Πόλις
2015
 


Ο Antoine Bello είναι από τους πιο έξυπνους πεζογράφους που έχω διαβάσει, από τους πιο ευφάνταστους, ο οποίος μπορεί να επινοεί και να εκτελεί σενάρια πέρα από κάθε φαντασία. Το έχει αποδείξει με τους “Παραχαράκτες”, όπου μια ειδική υπηρεσία ξαναγράφει την παγκόσμια Ιστορία πλαστογραφώντας τα έγγραφα, τα άρθρα, τα ντοκουμέντα σε όλη την υφήλιο. Την ίδια γραμμή συνέχισε με τους “Ιχνηλάτες”. Και τα δύο έργα διακρίνονται από μια αχαλίνωτη μελλοντολογική φαντασία, η οποία όμως κατασκευάζει ρεαλιστικά σκηνικά και μέσα σ’ αυτά όλα φαίνονται απόλυτα αληθοφανή.
Το ίδιο έξυπνο και το νέο-του βιβλίο, το οποίο ανήκει στην αστυνομική λογοτεχνία και όχι στη λογοτεχνία (επιστημονικής) φαντασίας. Και η επινοητικότητά-του εξηγείται πάνω σε δύο βάσεις. Από τη μία, ο συνταξιούχος αστυνόμος Ασίλ Ντυνό, που βοηθά στις έρευνες, πάσχει από ένα είδος βραχείας αμνησίας, καθώς ξεχνά όσα συμβαίνουν στο άμεσο παρελθόν. Επομένως, για να μπορεί να ανακαλεί όσα σκέφτηκε και έμαθε, τα γράφει σε ένα είδος λεπτομερούς ημερολογίου, το οποίο είναι ταυτόχρονα και η βασική αφήγηση του μυθιστορήματος.

Από την άλλη, όλο το κείμενο στίζεται από πρόσωπα και σκηνές έργων της Άγκαθα Κρίστι, αφού ο αστυνόμος είναι λάτρης-της και ταυτίζει όσους συναντά με κάποιον αγκαθακριστικό ήρωα ή θυμάται ανάλογες περιπτώσεις λ.χ. εξαφάνισης από ιστορίες της Αγγλίδας συγγραφέως.
Η ιστορία του Bello έχει ως εξής: η βαθύπλουτη Εμιλί είναι παντρεμένη με τον γοητευτικό Κλωντ, γνωσιακό νευρολόγο, ο οποίος την απατά συστηματικά και εν γνώσει της. Κι αυτή το παίρνει απόφαση και τα φτιάχνει με τον Στεφάν. Όταν μια μέρα οι δυο τελευταίοι αναχωρούν για την εβδομαδιαία εκδρομή ορειβασίας εξαφανίζονται, με αποτέλεσμα οι βασικές υποψίες να πέσουν στον άνδρα-της Κλωντ. Ο αστυνόμος Ντυνό αναλαμβάνει επικουρικά τις έρευνες και κινείται σαν σε αστυνομικό μυθιστόρημα παίρνοντας συνεντεύξεις από τον περίγυρό-της και εκπονώντας συλλογισμούς που να συνδέουν τα στοιχεία και να οδηγούν σε λογικά συμπεράσματα.
Όλα τα παραπάνω στο παιγνιώδες μίξερ του Μπελό μετατρέπουν την ανακάλυψη του εγκλήματος σε γραφή για το πώς γράφεται η πορεία της ανακάλυψης του εγκλήματος. Ο ίδιος ο τίτλος μας υπενθυμίζει ότι έργο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος είναι να αφηγηθεί την έρευνα και όχι τα γεγονότα, την πορεία από την ανακάλυψη του πιθανού εγκλήματος στην ανακάλυψη του ενόχου. Ακόμη περισσότερο, ο Ντυνό ξαναδιαβάζοντας όσα καταγράφει σχετικά με τις έρευνές-του αμφιβάλλει για τη δυνατότητα της γραφής να αποδώσει πιστά και πλήρως τις ατραπούς της σκέψης, όπως ο λογοτέχνης που αμφισβητεί τη δύναμη της γραφής-του να γίνει μονοσήμαντη ή έστω ελεγχόμενα πολύσημη. Η γραφή προδίδει ή ξεπερνάει τη σκέψη!
Σταδιακά συνειδητοποιούμε ότι το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε δοκίμιο περί αστυνομικής λογοτεχνίας και πιο συγκεκριμένα περί της τυπολογίας των έργων της Άγκαθα Κρίστι. Ο Ντυνό σκέφτεται με τέτοιους όρους, ο σύζυγος Κλωντ αναλύει τα πεζογραφήματα της Αγγλίδας συγγραφέως και επισημαίνει τα λάθη-τους, οι ήρωες δυνάμει λειτουργούν σαν να ήταν χαρακτήρες μυθιστορημάτων. Εμείς οι αναγνώστες εν μέρει μπαίνουμε σε ένα θεωρητικό λόγο που εξηγεί και συνάμα εφαρμόζει θεωρίες, βλέπουμε δράσεις σύμφωνες με υπάρχοντα έργα αστυνομικής υφής και δοκιμάζουμε τις εικασίες-μας πάνω στη δυναμική διακειμένων.
Ανάλογη μετα-αφηγηματική λειτουργία είδαμε κι εδώ στην Ελλάδα στα έργα του Νεοκλή Γαλανόπουλου, όπως “Η παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού” (αν θυμάμαι καλά), όπου η θεωρία έρχεται να δείξει το αδιέξοδο της αστυνομικής λογοτεχνίας και να υποβάλλει τρόπους ξεπεράσματός-του. Ο Bello το κάνει πολύ πιο καλά, έστω κι αν πολλές σελίδες καταντούν σκέτη ανία, αφού εκεί αναπτύσσονται αδολεσχώς στοχασμοί και σκέψεις που περισσότερο διδάσκουν παρά δείχνουν. Κι όποιος πιστέψει ότι ένα τέτοιο έργο θα δώσει απαντήσεις περισσότερες από τα ερωτήματα που θα προκαλέσει είναι γελασμένος!

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 28/7/2015 στον ιστότοπο In2life και εδώ ξαναδημοσιεύεται προς συζήτηση με εικόνες που αντλήθηκαν από:

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 10, 2015

“Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής” του Τεύκρου Μιχαηλίδη & “Τριημερία” του Πέτρου Μάρκαρη


Για κάθε κοινωνικό σύμπτωμα κι ένας φόνος, για κάθε σύγχρονο απόστημα και μια δολοφονία. Η έρευνα λοιπόν αναζητεί τον θύτη, αλλά συνάμα απλώνει τη ματιά-της και στα αίτια που τον οδήγησαν στο έγκλημα. Έτσι, η αστυνομική λογοτεχνία γίνεται επίκαιρη, ένα σκαλί πάνω από τη δημοσιογραφία αλλά και ένα σκαλί βαθύτερα στην κατανόηση της κοινωνίας που μας περιβάλλει  (Αστυνομική λογοτεχνία -3).



Ελληνικός βαρύς:


Τεύκρος Μιχαηλίδης
“Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής”
εκδόσεις Πόλις
2015
 
Πέτρος Μάρκαρης
“Τριημερία και άλλα διηγήματα”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2015

 


          Η παλέτα της οικονομικής κρίσης είναι εύκαιρη ειδικά στους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας για να βουτήξουν τα πινέλα-τους και να φτιάξουν τους πίνακές-τους. Έτσι, ο Μάρκαρης, ο Μαρτινίδης, ο Δανέλλης κ.ο.κ. χρησιμοποιούν το φόντο της εποχής που ζούμε όχι μόνο σαν ντεκόρ αλλά και ως μήτρα των προβλημάτων, τα οποία προκύπτουν ως απότοκοι της γενικότερης κρίσης αξιών. Το βασικό πρόβλημα σ’ αυτά είναι ότι η ματιά-τους είναι συχνά μιντιακή, η εστίαση στο πρόβλημα επιφανειακή και τελικά ο αναγνώστης, πέρα από τη συνειδητοποίηση για άλλη μια φορά τού πόσο κάφροι είμαστε, δεν ωθείται στο να ανακαλύψει τις βαθύτερες μάζες μάγματος που καίνε κάτω από τις αναθυμιάσεις της επιφάνειας.


Τεύκρος Μιχαηλίδης
“Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής”

          Ο Μιχαηλίδης ακολουθεί στα επτά διηγήματα της συλλογής τις τάσεις που συναντά κανείς στη σύγχρονη ελληνική αστυνομογραφία. Η οικονομική κρίση αποτελεί το αγαπημένο φόντο, η κοινωνική και πολιτική σήψη αποκαλύπτεται, η διαφθορά της αστυνομίας, οι υψηλά ιστάμενοι που είχαν πρωτοστατήσει στην εκμετάλλευση αθώων πολιτών εκτελούνται, ο εκβιασμός οδηγεί σε φόνο, μια δόση (δικαιολογημένης) εκδίκησης διέπει ένα τουλάχιστον από τα έργα, η Ιστορία έχει χρέη που τα ξεπληρώνει στο παρόν, η τρομοκρατία και τα πολιτικά παιχνίδια κ.ο.κ.
Γενικότερα, η κρίση γεννά εγκληματικότητα, όχι μόνο ως απότοκο της ανέχειας και της ανάγκης, αλλά και ως αποτέλεσμα της ηθικής έκλυσης, της ατομικιστικής νοοτροπίας, του ρατσιστικού εκτραχηλισμού, των οικονομικών συμφερόντων, του ανταγωνισμού, των μεγάλων δυνάμεων που έχουν να κερδίσουν πολλά όταν «βγει από τη μέση» το πιθανό εμπόδιο. Ο διηγηματογράφος δείχνει μια ευρεία γκάμα συμπτωμάτων αυτής της ηθικής κρίσης, που εκδηλώνονται ως φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας με αποκορύφωμα την αφαίρεση ανθρώπινων ζωών. Ο φόνος είναι η κορυφή του παγόβουνου, που προβάλλει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ υποθαλάσσια κρύβονται αφανή συμφέροντα και επικίνδυνοι μεγαλοκαρχαρίες που απειλούν όποιον κολυμπάει στα νερά-τους.
Ο Μιχαηλίδης πέρα από συγγραφέας δεν έχει πάψει ποτέ να είναι και μαθηματικός. Και γι’ αυτό έχουμε δει τα περισσότερα πεζογραφήματά του, από τα “Πυθαγόρεια εγκλήματα” έως τον “Μέτοικο και η συμμετρία” κι από τον “Αχμές, το γιο του φεγγαριού” μέχρι τον παρόντα τόπο, να προσπαθούν να πλάσουν ιστορίες που να σχετίζονται με το μαθηματικό φαινόμενο ως τρόπο κατανόησης του κόσμου. Κι επειδή μαθηματικά σημαίνει έρευνα, γρίφοι, συλλογισμοί, εξιχνίαση μυστηρίου, τα κείμενά του διακρίνονται συνήθως από τον αστυνομικό-τους χαρακτήρα.
Το πρόβλημα με τα διηγήματα, με κάθε είδους αστυνομικά διηγήματα, είναι διττό. Από τη μία, δεν προλαβαίνει ο συγγραφέας να στήσει τη δέση και τη λύση, να φτιάξει δηλαδή έτσι την πολυπλοκότητα της ιστορίας ώστε να αφήσει τον αναγνώστη κρεμασμένο σε έναν ιστό υπόπτων και εικασιών κι έπειτα να τον βγάλει από εκεί με μια σειρά καίρια βήματα που διέπονται για τον ορθολογικό χαρακτήρα. Δέση σημαίνει χρόνος να συλλάβει ο αναγνώστης το μπέρδεμα της ιστορίας, να εστιάσει στους λίγους υπόπτους, καθένας από τους οποίους έχει τις δικές-του ενδείξεις ενοχής, κι έπειτα λύση είναι η (αιφνιδιαστική) καμπή που αποκαλύπτει τον ένοχο. Στο διήγημα όλα αυτά δεν χωράνε.
Από την άλλη, έτσι που στοχεύουν κατευθείαν στο αίνιγμα, υποβαθμίζουν την περικείμενη πραγματικότητα σε απλές δημοσιογραφικές καταγραφές, σαν ρεπορτάζ δελτίου ειδήσεων, με αποτέλεσμα να χάνεται το βάθος που θα ήθελαν να γεννήσουν. Ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός απλώς κατονομάζονται και δεν διερευνώνται, απλώς λειτουργούν ως η ορατή αιτία ποικίλων κακών, αλλά δεν οδηγούν σε βαθύτερη κατανόηση της γενεσιουργού φύσης-τους. Μόνο στην αρχή του “Διαδρομή Χ95” ο λόγος αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση της κρίσης. Πρόκειται για μια πολύ συγκινητική η αρχή, όπου σε αντίθεση με το σύνηθες ύφος της αστυνομικής έρευνας προβάλλεται η ήρεμη, όσο και πικρή, αποφασιστικότητα ενός αυτόχειρα.
Διάβασα τα επτά διηγήματα χαλαρά, άνετα, εύκολα. Ο Μιχαηλίδης ξέρει να αφηγείται με σταθερό τέμπο που δεν προκαλεί προσκόμματα, το αστυνομικό είδος πάντα μας οδηγεί σε ένα «μετά», κάθε μικρή ιστορία έχει ένα σαφές περίγραμμα που μας κρατάει μέσα. Τα διάβασα χαλαρά επειδή λόγω έκτασης δεν προλάβαινα να μπω στη διαδικασία της σκέψης, να εμπλακώ διανοητικά στο ποιος είναι ο ένοχος (άλλωστε δεν υπάρχουν πολλοί ύποπτοι) κι έτσι δεν μπήκα και στη διαδικασία της απόλαυσης της λύσης. Επαναλαμβάνω το διήγημα δεν είναι το κατάλληλο είδος για αστυνομική λογοτεχνία, αφού φωτογραφίζει μόνο την κορυφή του βουνού και δεν προλαβαίνει να δείξει σπιθαμή σπιθαμή την πορεία προς τα εκεί, τον ιδρώτα και τον κόπο του ορειβάτη, τις κοπιώδεις προσπάθειές-του να κατακτήσει τους αιθέρες.

* * *

Πέτρος Μάρκαρης
“Τριημερία και άλλα διηγήματα”

          Παραδόξως το ζήτημα του αστυνομικού διηγήματος το είδα διαφορετικά στη συλλογή του Μάρκαρη. O συγγραφέας είναι ίσως ο πιο πετυχημένος Έλληνας στο αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά περίμενα, όπως και στον Μιχαηλίδη, να μην μπορεί να αποδώσει στο διήγημα εξίσου καλά. Κι όμως διαψεύστηκα. Καθώς διάβαζα, λοιπόν, προέκυψε το ερώτημα γιατί στην “Τριημερία” είδα τις δυνατότητες της μικρής φόρμας να υποστηρίξει το αστυνομικό αίνιγμα, ενώ στον Μιχαηλίδη με προβλημάτισε περισσότερο.
          Τα διηγήματα του Μάρκαρη έχουν στο επίκεντρο θέματα της κοινωνικής ζωής, όχι κατ’ ανάγκη βασισμένα στην κρίση, αλλά ευρύτερα του σημερινού κόσμου και της παθογένειάς-του. Οι ενδολογοτεχνικοί ανταγωνισμοί μεταξύ συγγραφέων, ο ισλαμικός φανατισμός, … κλπ. Η κοινωνία γεννά προβλήματα τα οποία κρίνει ότι μπορούν να λυθούν, αν βγει από τη μέση ο άνθρωπος που θεωρείται για μερικούς υπεύθυνος. Αυτό δεν σημαίνει ότι όντως φταίει αυτός, αλλά ότι οι άλλοι βολεύονται με την απουσία-του, για να ικανοποιήσουν τις προσωπικές και συλλογικές-τους επιδιώξεις.
          Βεβαίως, η συλλογή διηγημάτων “Τριημερία” δεν αποτελείται αμιγώς από αστυνομικά, αφού πέρα από τα δύο πρώτα και το τελευταίο, καθώς και τα ίχνη που ανευρίσκονται στο ομώνυμο τρίτο, τα υπόλοιπα δεν είναι αστυνομικά. Ο Μάρκαρης συγκέντρωσε, αν καταλαβαίνω καλά, πολλά σκόρπια διηγήματα, στα οποία κοινό χαρακτηριστικό είναι το άπλωμα μιας άνετης, απλόχωρης, φιλόξενης αφήγησης. Από τη Γερμανία στην Αθήνα κι από την Ελλάδα στην Τουρκία. Η νουβέλα “Τριημερία”, πολλών σελίδων σε σχέση με τα άλλα, αφορά στα γεγονότα στην Πόλη του ’55, στη φιλήσυχη ζωή των Ρωμιών αλλά και τις ανησυχίες-τους που επιβεβαιώθηκαν με τη λεηλασία, τις καταστροφές και τις πλιατσικολογήσεις των Τούρκων ύστερα από την προπαγάνδα για δήθεν βόμβα στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας καταφέρνει να παρουσιάσει εναργώς το κλίμα των ιστοριών-του, να βάλει τον αναγνώστη μπροστά στον μπερντέ της δράσης-του, να του δώσει διαυγέστατα την ατμόσφαιρα, τα χρώματα και τα συναισθήματα των ηρώων-του.
          Ο διηγηματογράφος περιδιαβαίνει τους χώρους που γνωρίζει καλά. Τον χώρο των συγγραφέων και του κινηματογράφου, με όλες τις έριδες και ανταγωνισμούς των σιναφιών, της Γερμανίας με τον ρατσισμό και της Τουρκίας με τις ελληνοτουρκικές διαμάχες.

[Η βιβλιοπαρουσίαση για τα δύο έργα πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 13/10/2015 και εδώ κοσμείται με εικόνες που ανακάλυψα στα: penumbramag.com, project2alimou1.wikispaces.com, www.aftodioikisi.gr,  www.zodiackillerfacts.com, www.sbs.com.au, flight-report.com, icestories.exploratorium.edu,  www.tovima.gr, www.trivedieffect.com & www.diakonima.gr]

Πατριάρχης Φώτιος