Η πολιτική και το έγκλημα, η
ψυχολογία και ο φόνος, η μουσική και το παρασκήνιο. Έτσι, στήνουν τις
ιστορίες-τους ο Μπέκας, η Δανέλλη, η Παπαδημητρίου… (και οι τρεις κυκλοφόρησαν
τον Μάιο). Ανακατεύουν –και καλά κάνουν- την παρανομία με πλευρές του δημόσιου
και ιδιωτικού βίου που ρίχνουν τη σκιά-τους στην καθημερινότητά-μας.
Βαγγέλης Μπέκας
“Οι αισιόδοξοι”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2013
Ο
Βαγγέλης Μπέκας πρέπει να είναι πολύ επίμονος συγγραφέας· κι αυτή η επιμονή-του
φέρνει αποτέλεσμα συν τω χρόνω, αφού από το πρώτο-του βιβλίο “Το 13ο
υπόγειο” και το δεύτερο “Φετίχ” στο τρίτο έχει διανύσει –ομολογουμένως- μεγάλη
απόσταση. Σε προηγούμενο ποστ
είχα εκφράσει τις επιφυλάξεις/διαφωνίες στον τρόπο με τον οποίο γράφει ο φίλος
εν βιβλίω Βαγγέλης και τώρα βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι έχει κάνει
μικρά αλλά σταθερά βήματα.
Το
αστυνομικό μυθιστόρημα, με το οποίο καταπιάνεται, μπορεί να καλύψει τις
κοινωνικοπολιτικές-του ανησυχίες και μάλλον του ταιριάζει ως είδος. Η δολοφονία
ενός υπουργού, σημαίνοντος στελέχους της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, αλλά συνάμα
και λαμόγιου, που κατέκλεψε το δημόσιο, κινεί τα νήματα. Ο δημοσιογράφος
Δημόπουλος, παράλληλα με τις αντιφασιστικές-του έρευνες, αναζητεί στοιχεία,
πέφτει πάνω στην όμορφη γραμματέα του Υπουργού, την Ηλέκτρα, βρίσκει τον
δολοφόνο, αλλά αυτός σκοτώνεται κ.ο.κ. Κάτι περισσότερο βαθύ και ευρύ κρύβεται
πίσω από τον φυσικό αυτουργό…
Στο
έργο δεν λείπουν τα στερεότυπα του είδους, όπως ο πιεστικός και κερδοθήρας
διευθυντής στην ηλεκτρονική εφημερίδα όπου δουλεύει ο Δημόπουλος και η μοιραία
γυναίκα Ηλέκτρα, θανατηφόρα ωραία και άπληστη για σεξ. Αλλά αυτά που δυστυχώς
είναι καμιά φορά αναγκαία δεν αίρουν το παζλ που δημιουργεί ο συγγραφέας γύρω
από τον φόνο του υπουργού και σταδιακά ολοκληρώνεται το τοπίο, έστω κι αν οι
δολοφόνοι δεν έχουν πρόσωπο αλλά παρουσιάζονται ως οι φυσικοί αυτουργοί μιας
μαφιόζικης ρωσικής εταιρείας.
Αυτό
που θέλησε να πετύχει ο Μπέκας, κι ως ένα σημείο το πέτυχε, είναι να δώσει το
κοινωνικοπολιτικό μέσα στο λογοτεχνικό. Γενικά το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν
δρέπει δάφνες αισθητικής εμβάθυνσης, αλλά τουλάχιστον προσπαθεί να ξυπνήσει τον
αναγνώστη εμβάλλοντάς-τον σε προβληματισμούς γύρω από τα αίτια της κοινωνικής
και πολιτικής διαφθοράς. Επομένως, το κείμενο αφορμάται από συγκεκριμένους
πολιτικούς που με μίζες και παρασκηνιακά παιχνίδια έβαλαν σε κίνδυνο τη χώρα
αλλά και τον εαυτό-τους και προσπαθεί να ξύσει κάτω από τη μιντιακή επιφάνεια,
για να δείξει πολιτικές ραδιουργίες και προσωπικές φιλοδοξίες.
Επαναλαμβάνω
ότι είδα ένα έργο άξιο προσοχής, που συντίθεται με συνέπεια, αλλά θα ήθελα να
μπορώ να το διαβάσω σε μερικά χρόνια και να δω –απομακρυσμένος από την
επικαιρότητα- μια διαχρονικότερη ματιά.
[Ευχαριστώ τον συγγραφέα για τη
διάθεση που δείχνει να ακούσει τη γνώμη-μου και γι’ αυτό μου απέστειλε πάλι το
έργο-του].
Moccaccino:
Τιτίνα Δανέλλη
“Αίθουσα αναμονής”
εκδόσεις Καστανιώτη
2013
Δέκα
διηγήματα απλωμένα από το 1973 έως σήμερα δείχνουν ότι η Δανέλλη έχει το
τσαγανό της γραφής, παρόλο που το μυθιστόρημά-της “Τα τέσσερα μπαστούνια”
(2009) με είχε απογοητεύσει ως προς το συνολικό αποτέλεσμα.
Τώρα
όμως στάθηκα πιο πολύ στη δημιουργία ατμόσφαιρας, στην ανάδειξη της ανθρώπινης
ψυχολογίας, στις μικρές πινελιές, τις οποίες το διήγημα ως είδος ευνοεί,…
Στο
πρώτο διήγημα “Αίθουσα αναμονής” η βροχερή ατμόσφαιρα σε έναν ουτοπικό σταθμό τρένου ευνοεί
τη συνάντηση του αφηγητή με μια μυστηριώδη γυναίκα, η οποία τελικά τον
σαγηνεύει ώστε αυτός να ξεχάσει την αγαπημένη-του που περιμένει να έλθει με το
τρένο. Το “Sir Gregory ή Καπετάν Γρηγόρης” αναδεικνύει την ψωνίστικη αλαζονεία του Έλληνα που νομίζει
ότι κατάγεται από μεγάλα τζάκια, ότι έχει ξένες ρίζες, ένας Κωνσταντάρας που
θυμάται τον λόρδο σκοτσέζο παππού-του, κι όταν έλθει η ώρα εύκολα πείθεται ότι
κατάγεται από ντόπιους τουρκοφάγους ήρωες και ψηφίζει μονοκούκι κατά του
βασιλιά. Το κείμενο, γραμμένο το 1975, σχετίζεται με το δημοψήφισμα που εκδίωξε
τη βασιλεία από την Ελλάδα.
Στον “Καθρέφτη” ο πρωταγωνιστής χωρίζει επειδή η
γυναίκα-του τον βρίσκει εξαιρετικά άσχημο , με αποτέλεσμα να πειστεί κι ο ίδιος
περί αυτού. Τελικά, αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου έτσι. Στο “Ένας έντιμος
άνθρωπος” ένας σεβάσμιος
καθηγητής προσπαθεί μάταια να ισορροπήσει ανάμεσα σ’ αυτό που είναι (σ’ αυτό
που νιώθει) και σ’ αυτό που πρέπει να φαίνεται. Η εντιμότητά-του όμως δεν τον
αφήνει. “Η πρώτη εντύπωση” αναφέρεται στον άβουλο δικηγόροπου άγεται και φέρεται από κάποια γυναίκα,
είτε από την υπερδραστήρια γραμματέα-του είτε από τη φλύαρη γυναίκα-του. Και
στο “Κινητό
τέλος” ένα μήνυμα μπορεί
και να σημαίνει το οριστικό τέλος μιας σχέσης.
Όσο
διάβαζα, τόσο πειθόμουν ότι η Δανέλλη προσπάθησε
σαράντα χρόνια τώρα να
αποτυπώσει ποικίλες εκδοχές του Έλληνα, στον ιδιωτικό κατά βάση βίο-του που
ωστόσο αντικατοπτρίζεται και στον δημόσιο. Το προφίλ-του μπορεί να συνοψιστεί
ως εξής:
μετέωρος μεταξύ
αντιφατικών πλευρών, άλλη αγαπάει κι άλλη παντρεύεται, έχει μεγάλη ιδέα για τον
εαυτό-του, ενώ είναι ένα μικρό ανθρωπάριο, ή υποβαθμίζει την αξία-του λόγω
μειωμένης αυτογνωσίας, θέλει να είναι κατασταλαγμένος ενώ μέσα-του υποβόσκει
μια δόση φυγής, ως άνδρας εξαρτάται από μια γυναίκα κ.ο.κ.
έργο του Κώστα Μασσέρα |
Το διήγημα με τίτλο “Ένα ατυχές
συμβάν” πλησιάζει στα
κείμενα αστυνομικής υφής, για τα οποία είναι πιο γνωστή η Δανέλλη. Το έργο έχει
πλοκή, έχει αστυνομική δράση, παίζει έντεχνα με τις οπτικές γωνίες από τον ένα
στον άλλο χαρακτήρα, σε ένα έξυπνο γαϊτανάκι, που αναδεικνύει τις αστυνομικές
ίντριγκες, την ανθρώπινη ψυχολογία, τα παιχνίδια της μοίρας και της τύχης. Στο “Λογιστή” ο ήρωας ήθελε να γίνει συγγραφέας,
έπειτα δολοφόνος και τελικά έγινε μαζί δολοφόνος και αυτόχειρας, ενώ στο “Πάμε να φύγουμε” ο πρωταγωνιστής, διαταραγμένος
ψυχολογικά, σκέφτεται να σκοτώσει τη γυναίκα-του και τελικά αυτή κάνει το βήμα
που θα τους στείλει και τους δυο στον άλλο κόσμο. Στο τελευταίο διήγημα, στο “Συμβόλαιο”, μια ραδιούργος συμβολαιογράφος
μπαίνει σε μια πολυκατοικία για να εξοντώσει, όπως θεωρεί ο αφηγητής, τους
ενοίκους.
Τα διηγήματα αυτά είναι
πιο πολύ αστυνομικοφανή παρά αστυνομικά, αφού ο φόνος έρχεται στο τέλος να
επισφραγίσει την πορεία που έχει πάρει ο δολοφόνος. Καλύτερα θα τα ονόμαζα
ψυχολογικά, καθώς η ψυχολογία του κεντρικού χαρακτήρα ξεδιπλώνεται σταδιακά και
από αυτήν προκύπτει η εγκληματική πράξη, πιο πολύ ως κορυφή ενός παγόβουνου,
από το οποίο ενδιαφέρει πιο πολύ το βάθος παρά το ύψος-του.
Τελικά, η Δανέλλη αξίζει
όσο η ψυχολογία των προσώπων που αναδύεται κλιμακωτά τους οδηγεί σε
καταβυθίσεις και σε απροσδόκητες ενέργειες, οι οποίες όμως εξηγούνται από το
συνολικό εύρος και βάθος του ψυχισμού-τους.
Βαρύς γλυκός χωρίς καϊμάκι:
Χίλντα Παπαδημητρίου
“Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013
Την
Παπαδημητρίου τη γνωρίσαμε στο λογοτεχνικό-της ντεμπούτο με το βιβλίο “Για μια χούφτα βινύλια” (2011), ένα βιβλίο που είχε ως
πρωτόλειο μερικά καλά σημεία, αλλά εν γένει δεν προχώρησε το είδος της
αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου ανήκει, παραπέρα. Έτσι, περιμένει κανείς τη
δεύτερη δουλειά-της για να διαπιστώσει αν βελτιώθηκε, αν άλλαξε στυλ, αν
εμπλούτισε την αφήγησή-της με πιο επίκαιρα θέματα και πιο βαθιές αναλύσεις για τον
άνθρωπο ή τη ζωή.
Το
“Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς” συνεχίζει με πολλά όμοια στοιχεία την πορεία του
πρώτου: ο χοντρούλης αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος, ο κύκλος των μουσικών, που
τον ξέρει καλά η συγγραφέας, η εναλλασσόμενη αφήγηση που πετά σε διάφορους
τόπους και χρόνους, καλύπτοντας πανοραμικά τη δράση, αν και μερικές φορές
καταντά σκέτη υπεκφυγή (όπως η ανάβαση στα Σφακιά, όσο κι αν είναι
προγραμματισμένη, και η σούπα στη Βαρβάκειο μέσα στη νύχτα).
Η
υπόθεση αφορά στην εξαφάνιση του τραγουδοποιού Απόστολου Μελισσηνού, ο οποίος
μετά την τελευταία-του συναυλία στο Ρέθυμνο φεύγει μέσα στη νύχτα με το
τζιπ-του για τα Χανιά. Στον δρόμο κάτι πολύ δυσάρεστο θα του συμβεί, η
εξαφάνισή-του αναστατώνει γνωστούς και αγνώστους, το όχημά-του θα βρεθεί λίγες
μέρες αργότερα σε ένα φαράγγι και ο θάνατός-του θα κινητοποιήσει τους
μηχανισμούς της αστυνομίας που θα αναζητήσει τον δολοφόνο.
Από
τεχνικής άποψης η Παπαδημητρίου απλώνει έναν κύκλο γνωστών του Μελισσηνού, οι
περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν τον χώρο της μουσικής, φίλοι και συνάδελφοι,
με τους οποίους ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’80 να προωθούν νέα είδη μουσικής, να
εμπνέονται από το ροκ και να το εμπλουτίζουν με μεσογειακούς ήχους. Τα πρόσωπα
αυτά εμφανίζονται σταδιακά και με την τεχνική της σπείρας έρχονται στο
προσκήνιο και ξαναεξαφανίζονται μέχρι να ακουστούν από άλλη πηγή. Έτσι, ενώ οι
υποψίες εστιάζονται σε ένα δυο πρόσωπα, πάντα υπάρχουν πέντ’ έξι άλλοι που
είναι και δεν είναι ύποπτοι.
Η
Παπαδημητρίου δίνει ώρες ώρες την εντύπωση ότι γράφει ένα αστυνομικό
μυθιστόρημα, για να μιλήσει κατά βάθος για τη μουσική. Έχει μια πλούσια
παρακαταθήκη μουσικών γνώσεων, πολλά ερεθίσματα και ίντριγκες από τους
καλλιτεχνικούς κύκλους, και θέλει να τα εμβάλει σε ένα έργο που να ανασυστήνει
όλη αυτή την ατμόσφαιρα. Και θα διαφωνήσω με τον Ρωμανό Σκλαβενίτη-Πιστοφίδη
που γράφει στο bookstand “Η Χίλντα λέει συχνά ότι δεν
τη νοιάζει τόσο ποιος το έκανε, ποιος σκότωσε, whodunnit, όσο γιατί το έκανε,
whydunnit. Αυτό είναι ένα τέτοιο αστυνομικό μυθιστόρημα: στο τέλος,
ανακαλύπτεις ότι κακώς σε απασχόλησε η ταυτότητα του δολοφόνου. Άλλα ήταν τα
πραγματικά εγκλήματα, αλλού φώλευε το κακό. Το κακό που όταν σκάει,
διασκορπίζεται, πάει παντού.”. Κι αυτό γιατί η τελική λύση και η αιτιολογία-της απλώς φωτίζει μια
διαπροσωπική σχέση, δεν ανάγεται σε μια γενικότερη εξήγηση των εγκληματογόνων
συνθηκών και έτσι παραμένει περιπτωσιολογική και μερική.
Το
βιβλίο το διάβασα γρήγορα, αφού αυτό, όπως πολλά ανάλογα, υπαγορεύουν τον ταχύ
ρυθμό. Δεν παρατήρησα πιεσμένες καταστάσεις, η δόμηση της εξιχνίασης ήταν καλή,
οι ένοχοι απορρέουν λογικά από τις διασυνδέσεις του θύματος και του περιβάλλοντός-του,
δυο αναδρομές στη ζωή-του ήταν πολύ καλά γραμμένες και διαφωτιστικές… Ως εκεί
καλά.
Πατριάρχης
Φώτιος