Είμαστε τυχεροί όταν τέτοια κορυφαία
έργα μεταφράζονται γρήγορα στα ελληνικά, αναγνωρίζονται και προβάλλονται.
Είμαστε τυχεροί όταν διαβάζουμε έναν μεγάλο συγγραφέα που μπορεί στα εβδομήντα
και χρόνια-του να παραγάγει ένα τόσο σπουδαίο μυθιστόρημα.
Freddoccino:
א.ב.
יהושע
“חסד ספרדי”
Αβραάμ Β. Γεοσούα
“Ρετροσπεκτίβα”
μετ. Μ. Κοέν
εκδόσεις Πόλις
2014
|
Γ
|
ιατί ένας αγαπημένος ισραηλινός
σκηνοθέτης αλλάζει γραμμή και από σουρεαλιστικές και αλληγορικές ταινίες κάνει
στροφή στο ρεαλιστικό και νατουραλιστικό σινεμά; Η ερώτηση δεν έχει, μέσα στο
μυθιστόρημα, τεχνικό χαρακτήρα και δεν αφορά ως εκ τούτου λίγους ειδικούς, αλλά
αναφέρεται στη γενικότερη αλλαγή στη θεώρηση της ζωής και της τέχνης που έγινε
στη συνείδηση του Γιαΐρ Μόζες.
Το
έργο ξεκινά από το Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, όπου γίνεται ένα τριήμερο αφιέρωμα
στο διάσημο σκηνοθέτη, μια ρετροσπεκτίβα όπως είναι ο καλλιτεχνικός όρος, με
έμφαση στα πρώτα-του φιλμ. Σ’ αυτά σεναριογράφος-του ήταν ο Τριγκάνο, με τον
οποίο διαφώνησαν αργότερα, και πρωταγωνίστρια η Ρουθ, σύντροφος τότε του
Τριγκάνο και έπειτα του Μόζες. Εξ αρχής λοιπόν η τέχνη συμπλέκεται με τη ζωή
και οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις με τις καμπές του βίου.
Το
πρώτο θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο
είναι η πρόσληψη της τέχνης και μάλιστα
από τον ίδιο τον δημιουργό. Παράλληλα με τον Σεφέρη που έλεγε ότι δεν θυμάται
τι εννοούσε όταν έγραφε ένα ποίημά-του, ο Μόζες ξαναβλέπει τις προ
τεσσαρακονταετία ταινίες-του (και μάλιστα μεταγλωττισμένες) με την ίδια απορία
και περιέργεια που θα τις έβλεπε ο καθένας. Κι επιπλέον αναρωτιέται για πολλά,
ενώ δεν παύει να προβληματίζεται για το νόημά-τους αλλά και για τις
πρωτολειακές ατεχνίες-τους. Το καλλιτέχνημα δεν έχει μέσα-του μια διαχρονική
αυταξία, αλλά αξιολογείται και νοηματοδοτείται κάθε φορά με νέα ματιά, είτε
αυτός που το εξετάζει είναι ο θεατής, ο κριτικός ή ο ίδιος ο δημιουργός. Η
απόσταση χρόνου, ωριμότητας και συνθηκών κάνει το έργο ξένο, αλλότριο και
επαν-ανακαλύψιμο.

Η μνήμη που γίνεται πρίσμα εισόδου και
εξόδου στο παρελθόν, η
διαστρεβλωτική λειτουργία του νου, η σχέση τέχνης και πραγματικότητας, η
υποκειμενική σύλληψη των καταστάσεων, είναι μερικά από τα θέματα που
ενσφηνώνονται στον βασικό άξονα. Ο Μόζες θυμάται και δεν θυμάται πώς γύρισε τις
ταινίες-του, η Ρουθ προσθέτει, συμπληρώνει, διορθώνει τη μνήμη-του, η
σχέση-τους όπως είναι τώρα αναθεωρείται με βάση όσα έζησαν τότε. Κι ο
σεναριογράφος Τριγκάνο εμφανίζεται πάλι για να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα
παρελθόν που φαινόταν κλειστό αλλά δεν έπαυε να πυορροεί.

Στο
κλίμα της πρόσληψης της τέχνης
συμπλέκεται και ο πίνακας του Matthias Meyvogel [παρατίθεται αριστερά] που απεικονίζει τη “Ρωμαϊκή
ευσπλαχνία” (Caritas Romana), την ιστορία δηλαδή της Pero που θήλαζε τον πατέρα-της Cimon, επειδή αυτός είχε καταδικαστεί σε
λιμοκτονία μέσα στη φυλακή. Το πώς ξεκίνησε ως αφήγηση-μύθος που παρατίθεται από
τον Βαλέριο Μάξιμο τον 1ο π.Χ. αιώνα και πώς απεικονίστηκε σε
πίνακες της Αναγέννησης και δώθε, αλλά και πώς ο Μόζες αναγνωρίζει σ’ αυτόν τον
πίνακα στοιχεία μιας από τις πρώτες-του ταινίες δείχνει τον τρόπο με τον οποίο
ένα θέμα διαχέεται μέσα στις καλές τέχνες αλλά και πώς αλλάζει, μετουσιώνεται,
γίνεται πιο ευσπλαχνικό ή πιο ερωτικό από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη.


Το
μυθιστόρημα ίσως θα κάθιζε, αν ο
Γεοσούα δεν είχε την αφηγηματική ικανότητα να
κρατά τον ρυθμό. Και αυτός ο ρυθμός όντως χάθηκε στο δεύτερο μέρος, όταν
επέστρεψαν στο Ισραήλ, σε ένα κομμάτι του μυθιστορήματος που φάνηκε να είναι
γραμμένο σε κατώτερο επίπεδο συγκριτικά με το πρώτο. Μετά όμως απ’ αυτή την
κοιλιά, ο συγγραφέας επανακάμπτει, συνδέοντας τα επιμέρους νήματα και
ανεβάζοντας την ένταση με την αφηγηματική-του στόφα.



[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life και πλαισιώθηκε με πίνακες που αναπαριστούν την Caritas Romana. Με τη σειρά: Rubens, Zick Januarius, Mei Bernardino, Lenkiewicz Robert, Matthias Meyvogel, Hillman James, Deshays Jean-Baptiste, Ludovisi Bernardino και Murillo Bartholome Esteban]
Πατριάρχης Φώτιος