Tuesday, May 26, 2015

“Ο δράκος της Πρέσπας Ι. Η κοιλάδα της λάσπης” της Ιωάννας Μπουραζοπούλου

Επιστημονική φαντασία! Γενικά δεν συμπαθώ το είδος, αλλά τώρα όλο και κάτι παραπάνω βλέπω που με δελεάζει. Όσο σκάβω στο υπέδαφός-της, τουλάχιστον στο παρόν βιβλίο, όλο και περισσότερο βλέπω κάτι παραπάνω.
 

Espresso με λίγο γάλα:
 
Ιωάννα Μπουραζοπούλου
“Ο δράκος της Πρέσπας Ι.
Η κοιλάδα της λάσπης”
εκδόσεις Καστανιώτη
2014
 
 

          Από τη μία ο δράκος και από την άλλη ο Έκτωρ Μόζερ. Από τη μία ένα απροσδιόριστο τέρας. Κι από την άλλη ο επικεφαλής μιας αδυσώπητης οικονομικής εξουσίας. Αυτή που πήρε τη θέση των αδύναμων εθνικών κυβερνήσεων. Από τη μία ο λασπότοπος της Δυτικής Μακεδονίας. Κι από την άλλη η ύπατη αρχή ενός παγκοσμιοποιημένου οργανισμού διοίκησης.
          Η Πρέσπα βρίσκεται συχνά στο κέντρο μυθιστορημάτων που συνδέουν παρόν και παρελθόν, εδώ και μέλλον. Ο “Πλανήτης Πρέσπα” της Νικολαΐδου. Ή το “Τι ζητούν οι βάρβαροι” του Κούρτοβικ. Και τα δυο θέτουν στο κέντρο διακρατικών αλλά και διιστορικών ζυμώσεων το τριεθνές σύνορο. Σαν ένα σύνορο μεταξύ εθνών, χωρών, πολιτισμών και εποχών. Η Μπουραζοπούλου τώρα έρχεται να την ορίσει ως χώρο σύνδεσης παρόντος και μέλλοντος. Πρόκειται για ένα μελλοντολογικό μυθιστόρημα μυστηρίου και επιστημονικής προοπτικής, κάτι ανάλογο και μαζί διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα δύο έργα-της.
          Η κεντρική εξουσία στο πρόσωπο του Μόζερ επισκέπτεται τον εκτός κόσμου και εκτός δασμών άχρονο τόπο της Πρέσπας. Αδιάλειπτες βροχές τον έχουν μετατρέψει σε ένα λασπώδες κοίλωμα, μουντό, βουρκώδες, κατηφές. Εκεί κατοικεί ο Κάτοικος, ο θρυλικός δράκος της Πρέσπας, που στα είκοσι χρόνια ή είκοσι αιώνες παρουσίας-του έχει επιτεθεί σε τρεις τέσσερις γυναίκες. Ο δράκος είναι εντέλει ένα “γλωσσικό αφήγημα”, όπως λένε οι δρακολόγοι που παρακολουθούν τις κινήσεις-του ή μάλλον τα ίχνη των κινήσεών-του. Μια αόρατη παρουσία, μια ασαφής μυθοπλαστική συνθήκη. Ο Μόζερ όμως είναι τόσο υπαρκτός, όσο και αλαζονικός, επιβλητικός, αυταρχικός, θεός επί της γης. Είναι φορέας εξουσίας και ενσάρκωση της πολιτικής δύναμης που χειραγωγεί τους πάντες. Η τυφλότητά-του υποδεικνύει μια αλόγιστη δύναμη που δεν σηκώνει αντιρρήσεις, που δεν δέχεται το οποιοδήποτε “όχι”. 
          Τελικά, η συγγραφέας βάζει σε μια διμέτωπη αναμέτρηση δυο εκφοβιστικούς παράγοντες. Αμφότεροι απειλούν, ο καθένας από την πλευρά-του, τον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε θεούς και δαίμονες. Ανάμεσα στα άγρια στοιχεία (και στοιχειά) της φύσης και την ανθρώπινη υπεροψία που στηρίζεται σε οικονομικούς δείκτες και ποσοτικά δεδομένα. Πρόκειται για τον εντός και τον εκτός Πρέσπας τόπο, για δυο επικράτειες που δεν εφάπτονται παρά μόνο στο δεύτερο μισό του μυθιστορήματος όπου συγκλίνουν επικίνδυνα. Θα μπορούσε δηλαδή κανείς να δει στο έργο μια οικολογική ματιά. Μια ματιά που βλέπει ως αντίπαλο τη διάθεση των αρχών να εκμεταλλευτούν τη φύση, την παράδοση, τη φυσική ζωή και τις παγανιστικές αντιλήψεις που εγείρονται γύρω από τους φυσικούς νόμους.
          Η Μπουραζοπούλου μπορεί και ταξιδεύει το μυαλό, μπορεί και φτιάχνει το όχημα, τον γαλαξία και την πορεία για να σε στείλει σε άλλη διάσταση. Και ταυτόχρονα να σε αναγκάσει να σκεφτείς έξω από το βιβλίο. Εκτός αν θέλεις να μείνεις στη φαντασία… 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 30/12/2014 και εδώ κοσμείται με εικόνες από: www.capcom-unity.com, zitsanews.blogspot.com, pando.com και wikis.engrade.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 22, 2015

“Αντί Στεφάνου” του Γιάννη Μακριδάκη

Γυρνώ και ξαναγυρνώ στα κείμενα του Μακριδάκη, επειδή θέλω να σταθώ απέναντί-τους και να δω πόσο αυτή η τακτική παραγωγή και η αιρετική ματιά συνεχίζει να παράγει. Κατά τη γνώμη-μου, ο συγγραφέας είναι πάντα επίκαιρος γιατί έφτιαξε το στυλ-του, κατάφερε να γράψει βιωματικά, χωρίς να εγκλωβίζεται στο εγώ-του, και έδωσε το δικό-του στίγμα, χωρίς να γίνει τυποποιημένος. Παρακολουθώ τα βιβλία-του χρόνια τώρα (Ανάμισης ντενεκές” -2008, “Η δεξιά τσέπη του ράσου” -2009, Ήλιος με δόντια” -2010, “Λαγού μαλλί” -2010, “Η άλωση της Κωνσταντίας” -2011, “Το ζουμί του πετεινού” -2012, “Του Θεού το μάτι” -2013) -μπορεί να έχω γράψει για όλα τα λογοτεχνικά-του!- και αναζητώ ό,τι καινούργιο βγάλει, έστω κι αν δεν μου αρέσουν όλα εξίσου.
 

Τσάι του βουνού:
 
Γιάννης Μακριδάκης
“Αντί Στεφάνου”
εκδόσεις Εστία
2015
 
 

          Το νέο βιβλίο του Μακριδάκη θα μπορούσε να προκαλέσει συζητήσεις βασισμένες σε δύο χαρακτηριστικά-του, συζητήσεις από τις οποίες η μία θα ήταν αισθητική κι η άλλη ιδεολογική. Ή αλλιώς, ένα θέμα που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας γράφει και ένα θέμα, εξωκειμενικό θα έλεγα, που σχετίζεται με το αν δικαιούμαστε να κρίνουμε ένα βιβλίο για τις θέσεις-του.
          Ας ξεκινήσουμε με τα εντός του κειμένου:
Ο Στέφανος, κατόπιν παράκλησης και χρηματοδότησης του Ελληνοαμερικάνου θείου-του ορίζεται νεκροθάφτης στο νησί και προλαβαίνει να κηδεύσει μόνο τη μάνα-του. Έκτοτε, οι ιδιαιτερότητες που φάνταζαν ιδιορρυθμίες στους συντοπίτες-του, όπως ότι καλλιεργεί μόνος-του οικολογικά και τρέφεται μόνο με φυτικά στοιχεία, χωρίς καθόλου κρέας, εντείνονται. Όχι μόνο διακηρύσσει ότι θα ήθελα να θάψει τη μάνα-του στο περιβόλι-του, ώστε το σώμα-της να γίνει κοπριά για τα φυτά-του, αλλά και αφοδεύει πάνω στο χώμα του τάφου-της, φυτεύοντας πάνω ξυλαγγουριές που τρέφονται και μεγαλώνουν αισίως.
Αφηγητής, τουλάχιστον από τη μέση και μετά, είναι ο Μάνος Σιδέρης, ή Αμφίαρτος, ο νεαρός θεολόγος του νησιού, που ακούει τις κατηγορίες εναντίον του Στεφάνου, μέσα-του τον υπερασπίζεται και παρά τρίχα να πάρει τη θέση-του ως νεκροθάφτης. Το κείμενο ως αισθητικό γεγονός διέπεται από βαθιά γνώση της γλώσσας που φλερτάρει με τον προφορικό λόγο του λαού αλλά και τον δόκιμο λόγο του μορφωμένου, τηρεί έναν αξιοπρόσεκτο ρυθμό που δεν κάνει κοιλιά και συνδέει έντεχνα τα γεγονότα του σαρανταήμερου με το παρελθόν και τις επεξηγηματικές-του πληροφορίες. Από την άλλη, η γλώσσα με την οποία γράφει ο Μακριδάκης (και εδώ, αλλά κυρίως εδώ) είναι μια εμφανής μεταφορά της παπαδιαμαντικής ιδιολέκτου, με την απλή καθαρεύουσα, με την κυριαρχία των μετοχών, με τις παρενθετικές προτάσεις που απλώνονται σε πολλές σειρές, με το ύφος που θυμίζει έντονα τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο.
Η πρώτη απορία αφορά στο κατά πόσο μια τέτοια εμφανής και σκόπιμη μίμηση προσφέρει υπηρεσίες στη νουβέλα και γενικότερα στη λογοτεχνία-μας. Σε τι αποσκοπεί πρώτα απ’ όλα ο συγγραφέας που φτιάχνει τα κείμενά-του με τέτοια αναγνωρίσιμα υλικά; Για να δείξει τη φυσιολατρική-του ιδεολογία με μια ανάλογη φωνή; Ή αντίθετα, για να δείξει πως και ο κόσμος του Παπαδιαμάντη περιείχε το κακό και το μισανθρωπικό; Για να ξαναφέρει ηθογραφικά μονοπάτια στο δικό-του νησί; Ή για να αντιστρέψει την εξιδανίκευση της ηθογραφίας με νέες, αντισυμβατικές πράξεις;
Ως προς την ιδεολογία του Μακριδάκη βλέπουμε πάλι την οικολογική ευαισθησία, το κήρυγμα για υγιεινή διατροφή, την καταγγελία της υποκρισίας της κοινωνίας, την αποστασιοποίηση από τις κομφορμιστικές αντιλήψεις των Ελλήνων. Στο “Αντί Στεφάνου” προβάλλεται ωστόσο και μια καινούργια αιχμή, που βάλλει ανοικτά εναντίον του ιερού και της εξύψωσης των νεκρών ως κομματιού μιας παγιωμένης παράδοσης. Η αφόδευση πάνω στον τάφο και η χρήση του σώματος ενός προσφιλούς νεκρού σαν οποιοδήποτε άλλο σεσηπός οργανικό στοιχείο, που θα μπορούσε δυνητικά να γίνει κοπριά για την αναγέννηση της υπόλοιπης φύσης, έρχεται να υποβάλλει μια καρναβαλοποίηση της κατεστημένης τάξης.
Ο Μπαχτίν, μιλώντας για τον Ραμπελαί, θέτει την ανατροπή του “πάνω” με το “κάτω” σε περίοπτη θέση μέσα στο νεοφανέν είδος του μυθιστορήματος. Όπως στο καρναβάλι, το ανίερο παίρνει τη θέση του ιερού, το τρελό του λογικού, το λαϊκό του αστικού, το χαμηλό του υψηλού, το μιαρό του καθαρού, το ανάποδο του ευθέος. Έτσι, και ο Στέφανος εισάγει καινά δαιμόνια, θεωρώντας την αφόδευση φυσιολογική λειτουργία της φύσης και τη σήψη των νεκρών ανάλογα φυσική διαδικασία σε μια συνεχώς ανανεούμενη οικολογική αλυσίδα.
Κι εδώ αναρωτιέμαι; Μπορούμε ως αναγνώστες να κρίνουμε και να κατακρίνουμε το όχημα με το οποίο διάλεξε ο συγγραφέας να αλώσει τα ως τώρα καθορισμένα κοινωνικά θέσφατα; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τις ιδεολογικές παρωπίδες του μεταπολεμικού διπολισμού, όταν έκριναν και στιγμάτιζαν το όποιο λογοτέχνημα με μόνο κριτήριο την κομματική-του θέση; Ή πρέπει να μείνουμε στην άλλη άκρη και να αγνοήσουμε το ιδεολογικό φορτίο της νουβέλας και να μείνουμε μόνο στο κλειστό λογοτεχνικό σύμπαν-της; Νομίζω ωστόσο ότι ο ίδιος ο νουβελογράφος δεν θέλει να αγνοηθεί το προκλητικό μηνυμά-του, αλλά να συζητηθεί, ρητά ή άρρητα, υποδόρια ή ανοικτά.
Το μήνυμα λοιπόν του συγγραφέα είναι ότι ο άνθρωπος δεν ανήκει σε μια ανώτερη βαθμίδα σε σχέση με τα άλλα όντα της πανίδας και της χλωρίδας της γης και επομένως ως νεκρός δεν πρέπει να καλύπτεται από ιερές, παραδοσιακές, μυστηριακές αντιλήψεις, αλλά να θεωρηθεί το ίδιο σαπίσιμος, το ίδιο χρήσιμος ως οργανική ύλη. Κι εδώ αρχίζουμε τη συζήτηση. Η αντιμετώπιση του νεκρού σώματος είναι υλιστική, σύμφωνα με την οποία, είτε μιλάμε για ένα κουφάρι άψυχου ζώου είτε για τη σορό της μητέρας, είναι το ίδιο. Έτσι, αποδεχόμαστε πως η τροφική αλυσίδα, οι ντετερμινιστικοί νόμοι της φύσης, ο αέναος κύκλος της ζωής υποβιβάζουν και τον άνθρωπο στην ίδια μοίρα, καταργώντας έτσι κάθε αρχή του Διαφωτισμού και της ουμανιστικής θεωρίας. Με αυτή τη σκοπιά, ο άνθρωπος δεν είναι αξία, το άτομο δεν είναι αναντικατάστατη οντότητα αλλά άλλο ένα νούμερο, το ανθρώπινο είδος μετράει ως σύνολο και όχι η μεμονωμένη προσωπικότητα. 
Από την άλλη, στέκεται ο καθιερωμένος τρόπος, με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την ανθρώπινη ζωή και τον θάνατο. Είναι ο τρόπος του Ανθρωπισμού που έχει ενθρονίσει την υλικοπνευματική οντότητα που ονομάζεται “άνθρωπος” σε τέτοια θέση ώστε να μην μπορεί να κινδυνεύσει είτε είναι ζωντανός, με δικαιώματα και ελευθερίες, είτε νεκρός με τον ανάλογο σεβασμό. Υπάρχουν δηλαδή στις ανθρώπινες κοινωνίες συνεκτικοί δεσμοί που μας συνδέουν με τον νεκρό, όχι ως ψυχρή ύλη αλλά ως ανάμνηση μιας ζωής που συνδέθηκε με τη δική-μας; Προχωράω περισσότερο αυτή τη γραμμή λογικής. Αν ο νεκρός είναι μια ακόμα οργανική ύλη, τότε μήπως και ο ζωντανός δεν αποτελεί αυταξία ως άνθρωπος, αλλά άλλη μία αναλώσιμη μονάδα που μπορεί να θανατωθεί μπροστά σε μια ανώτερη έννοια όπως η φύση;
Το κείμενο του Μακριδάκη, τον οποίο έχω πολλές φορές εγκωμιάσει, έρχεται να κλονίσει το ουμανιστικό αυτό όραμα και να καρναβαλοποιήσει την κοινωνική τάξη. Και φυσικά ο συγγραφέας δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την ανατρεπτική-του δράση, αλλά μόνο να κριθεί για το πόσο αυτή η νέα αντίληψη είναι πιο προοδευτική, πιο ουσιαστική, πιο τελεσφόρα. Η γνώμη-μου είναι ότι υποβαθμίζει τον άνθρωπο σε μια υλιστική νομοτέλεια και τον υποβιβάζει στην ίδια μοίρα με την υπόλοιπη έμβια ή άβια ύλη. 

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 28/4/2015 και εδώ κοσμείται με εικόνες από: eleftherovima.wordpress.com, gr.depositphotos.com, www.politischios.gr, agroselida.blogspot.com, www.geeksofdoom.com, yiannismakridakis.gr, www.khanacademy.org και stin-st-taxi.blogspot.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 19, 2015

“Καρδιά σκύλου” του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ

Καρδιά σκύλου, μυαλό ανθρώπου: είναι πάντα ένας αποτελεσματικός συνδυασμός; Στη Σοβιετική Ένωση του 1925 μπορεί και να είναι μια τραγελαφική κατάσταση που ανατρέπει τις αναμορφωτικές διαθέσεις της εξουσίας.
 

Στιγμιαίος καφές με βότκα:
Михаил Афанасьевич Булгаков
Собачье сердце
1925 (γράφτηκε), 1968 (εκδόθηκε)
Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ
“Καρδιά σκύλου”
μετ. Ε. Μπακοπούλου
εκδόσεις Αντίποδες
2014
 

 
          Ο Μπουλγκάκοφ είναι ένας μικρός θρύλος, ειδικά με το κορυφαίο έργο του “Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα”. Ζώντας το σοβιετικό καθεστώς και αρνούμενος ουσιαστικά να υποταχθεί στον σοβιετικό ρεαλισμό, που ισοπέδωνε τη γραφή προς χάρη της λαϊκής επιμόρφωσης, στην “Καρδιά σκύλου” επιχειρεί, μόλις οκτώ χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της Επανάστασης, μια σατιρική διακωμώδηση των προσπαθειών των υπευθύνων να αναμορφώσουν τον απλό άνθρωπο με …σαρωτικές παρεμβάσεις.
          Παρεμβάσεις … ή καλύτερα επεμβάσεις, δηλαδή εγχειρίσεις, σαν αυτή που υπέστη ο άμοιρος αλανόσκυλος Σάρικ. Σ’ αυτόν ο επιφανής γιατρός Πρεομπράζεφσκι έκανε μια μεταμόσχευση υπόφυσης εγκεφάλου και όρχεων, αμφότερων παρμένων από άνθρωπο, με αποτέλεσμα ο σκύλος να αρχίσει να φέρεται όπως ο προκάτοχος των οργάνων-του λαϊκός τύπος. Άρχισε να βρίζει, να φέρεται απρεπώς, να ασχημονεί, οδηγώντας το όλο πείραμα σε μια τραγελαφική φαρσοκωμωδία.
          Το κείμενο έχει δύο εμφανείς γονείς: από τη μία, η επιστημονική φαντασία και οι δυνατότητες της ιατρικής για θαύματα ή για τέρατα (βλέπε Φράνκενσταϊν αλλά και γενικότερα την αγάπη του μοντερνισμού για την ευγονική) κι από την άλλη ο Γκογκόλ με το ρώσικο χιούμορ και η καρναβαλική παράδοση που ανατρέπει την ισορροπία του κόσμου. Η μετατροπή του σκύλου Σάρικ στον κύριο Πολυγκράφ Πολυγκράφοβιτς Σάρικοφ είναι μια προσπάθεια τεχνητής αλλαγής, που αντικατοπτρίζει το ουτοπικό, επειδή είναι προϊόν επιβολής και επέμβασης, όνειρο της Σοβιετίας να αλλάξει τον απλό μουζίκο σε ευπρεπή Πολίτη μιας Σοσιαλιστικής Συνομοσπονδίας. Κι αυτό το σόλοικο κατασκεύασμα περιπαίζει με την παρουσία-του όλους τους επίδοξους αναμορφωτές, τους καθωσπρέπει Προκρούστηδες, οι οποίοι επιχειρούν χειρουργικές αλλαγές και ριζικές κοινωνικές αναμορφώσεις. Και γενικά κάθε τεχνητή επέμβαση που αλλάζει άρδην τους κανόνες της φύσης φαίνεται και είναι αναποτελεσματική, για να μην πει κανείς καταστροφική.
          Η σάτιρα συνήθως έχει συγχρονικό χαρακτήρα, αφού αφορά σε μια συγκεκριμένη περίοδο, με τα χαρακτηριστικά-της να είναι γνωστά σε όσους τη ζουν αλλά να διαφεύγουν στις επόμενες γενιές. Έτσι και ο Μπουλγκάκοφ, καυτηριάζοντας τη σοσιαλιστική ισοπεδωτική αλλαγή, γράφει ένα ευφρόσυνο μυθιστόρημα με κοινωνικές και πολιτικές παραπομπές, αλλά ο σημερινός αναγνώστης νιώθει αποξενωμένος από τα πρωταρχικά ερεθίσματα και γι’ αυτό ανίκανος να γελάσει, να προβληματιστεί και να αντιληφθεί όλο το background της καρναβαλικής γραφής-του. 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 10/3/2015 στον ιστότοπο In2life. Τις εικόνες τις δανείστηκα από: www.buzzfeed.com, www.mywebs.su, www.e-reading.club και www.dog-training-excellence.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 15, 2015

“Άγρια Ακρόπολη”_2013 και “Πέτρα ψαλίδι χαρτί”_2014 του Νίκου Μάντη

Μελλοντικές δυστοπίες και παροντικές δυσκολίες, ολοκληρωτισμοί και βία, αιματηρή καθημερινότητα και παιχνίδια εξουσίας, η ζωή του Νεοέλληνα από το βρώμικο κέντρο της Αθήνας σε μια ιδεατή αλλά όχι ιδανική Ακρόπολη.
 

Δίσκος με καφέδες καϊμακλίδικους
 
 
Νίκος Μάντης
“Άγρια Ακρόπολη”
εκδόσεις Καστανιώτη
2013
 
 
Νίκος Μάντης
“Πέτρα ψαλίδι χαρτί”
εκδόσεις Καστανιώτη
2014
 

 
          Ο Νίκος Μάντης είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση συγγραφέα, νέου συγγραφέα με τέσσερα βιβλία στο ενεργητικό-του, συγγραφέα που πέρασε σταδιακά από το διήγημα στο μυθιστόρημα, ενώ το τελευταίο-του έργο είναι ένα υβρίδιο διηγήματος και μυθιστορήματος, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με ενεργές κινούμενες ψηφίδες.
          Η “Άγρα Ακρόπολη” βραβεύτηκε από το περιοδικό www.oanagnostis.gr (κάτι σε «Διαβάζω» χωρίς «Διαβάζω») κι όντως είναι ένα αξιοπρόσεκτο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας:
 
Έτος 2159 μ.Χ. Ο κόσμος πλέον διοικείται με βάση τη νοημοσύνη: χωρίζεται σε αναστημένους προ-ανθρώπους, τους Νεάντερταλ, που απλώς επιβιώνουν ως μέλη της πιο εξαθλιωμένης κάστας της παγκόσμιας τάξης, και σε Χόμο Σάπιενς, που ζουν για να δίνουν τεστ με στόχο την άνοδό τους στην ιεραρχία. Όλα κινούνται γύρω από το περιβόητο "εμβόλιο της ευφυΐας". Μόνο όσοι εμβολιάζονται έχουν τη δυνατότητα να ζουν με αξιοπρέπεια. Οι υπόλοιποι πρέπει να υπηρετούν ισόβια τους άλλους.
Ο Μάνο είναι ένας νεαρός Νεάντερταλ, κάτοικος της Μητρόπολης Νέας Αθήνας. Κάποιο βράδυ έρχεται σε επαφή με έναν άγνωστο, τον Άξελ, που ανήκει σε οργάνωση για την ανατροπή του συστήματος. Τότε του παρουσιάζεται μία και μοναδική ευκαιρία να αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Οι κίνδυνοι βέβαια είναι πολλοί και παραμονεύουν στους πάνω ορόφους της Μητρόπολης, στην Αλεξάνδρεια, κι ακόμα πιο ψηλά, στον Θόλο, όπου βρίσκονται οι Πιστοποιημένοι.
Μια ολόκληρη κοινωνία έχει μάθει να αντιμετωπίζει τους Νεάντερταλ σαν ζώα, αδυνατώντας να δει πέρα από τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά τους. Θα καταφέρει ο Μάνο να αλλάξει τη μοίρα του; Και αν ναι, με ποιο τίμημα; 

          Η φουτουριστική-του διάσταση φέρνει εύκολα τον αναγνώστη σε αναγνωστική έξαψη, καθώς μπροστά-του βλέπει μια νέα κοινωνία, έναν μελλοντικό κόσμο, που αυτόνομος, πολύπλευρος, πειστικός ορθώνεται σαν βέβαιη πραγματικότητα. Η τεχνολογική πρόοδος, οι δυνατότητες της επιστήμης και της ιατρικής, η καταστροφή των υπαρχουσών τωρινών δομών, η ταξική διαστρωμάτωση, ο προστατευμένος και ελεγχόμενος χώρος της Νέας Αθήνας σε αντίθεση με τον άγριο, άγνωστο χώρο που εκτείνεται έξω απ’ αυτήν, η ανεξιχνίαστη και παντοδύναμη εξουσία αλλά και ο ανατρεπτικός ιστός που αναπτύσσεται δίνουν στο κείμενο διαστάσεις κινηματογραφικής ταινίας, χολυγουντιανής εικονοπλασίας και κινδυνολογικής σκηνοθεσίας.
          Το μυθιστόρημα θέτει την έννοια της εξουσίας, όπως τη βιώνουν οι εξουσιαζόμενοι, και μάλιστα με έναν επιστημονικό τρόπο που δεν επιτρέπει στους κατώτερους να ανέβουν και γίνουν ανώτεροι. Έτσι, η συζήτηση για την εξουσία μετατρέπεται σε συζήτηση για την ελευθερία, αφού ο καθένας επιλέγει ή επιλέγεται σε ποια τάξη θα ανήκει; Η εξουσία ασκεί βία, όχι με όπλα (αν και η ύπαρξη ελεύθερης ζώνης αναδεικνύει και μια μη ελεγχόμενη περιοχή) αλλά με τη δύναμη της επιστήμης, και ειδικότερα με την επιβαλλόμενη βάσει στοιχείων και ερευνών ανωτερότητα των μεν και κατωτερότητα των δε.
 
***
 
          Το νέο-του έργο δεν μοιάζει καθόλου με το προηγούμενο. Είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα οκτώ πράξεων, οκτώ επεισοδίων, στα οποία πρωταγωνιστεί άλλος κάθε φορά ήρωας ή ηρωίδα. Από ένα καταδικασμένο κομματικό μεγαλοστέλεχος, που βρίσκεται στη φυλακή για μίζες, έως τη Δήμητρα που ψάχνει τον αδελφό-της, ο οποίος εξαφανίστηκε, κι από τη γιαγιά που επισκέπτεται το δύσμορφο, θνησιγενές και δύσνου εγγονάκι-της, το οποίο το άφησαν οι γονείς-του σε ένα ίδρυμα, μέχρι τον Πακιστανό που εκμεταλλεύεται τους ομοεθνείς-του, ώσπου πλαστογραφεί την ταυτότητά-του και γίνεται πλούσιος Έλληνας. Η σπονδυλωτότητα του κειμένου έγκειται στο γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής του ενός κεφαλαίου γίνεται δευτεραγωνιστής ή κομπάρσος σε ένα άλλο, κάνει δηλαδή μια σύντομη, στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο, εμφάνιση και έτσι ενώνει τις δύο ιστορίες, δένοντας τα νήματα που πριν ήταν ασύνδετα.
          Το μυθιστόρημα ξεκινά και …τα σπάει. Η αφήγηση ενός χαρμάνη Αλβανού, που ψάχνει τον Ρουμάνο φίλο-του και λεφτά για μια δόση, το παραλήρημα που είναι γραμμένο με μαεστρία, με τεχνικές εσωτερικού μονολόγου, με συνειρμούς αλλά και με σαφή στοχοθεσία, με μικρά βήματα, άλλα σημειωτόν κι άλλα καρκινικά, η ασθματική-του φωνή είναι δείγματα μιας εξαιρετικής γραφής. Ο Μάντης ξεκινά δυναμικά… κι ύστερα κάθεται. Όλα τα άλλα κεφάλαια είναι γραμμένα με έναν επίπεδο, μονοδιάστατο, ρηχό λόγο, χωρίς έντονες διαφοροποιήσεις, χωρίς ύφος που να κολλά στο σώμα του χαρακτήρα σαν τον μανδύα της Δηιάνειρας και να μην αφήνει ούτε στιγμή την ψυχοσύνθεσή-του γυμνή.
          Για να καταλάβει κανείς το νόημα του έργου, θα πρέπει να συνυπολογίσει δύο μεταβλητές: αφενός, οι υποθέσεις όλων των επιμέρους ενοτήτων αφορούν στη σημερινή Ελλάδα, που έχει ουσιαστικά χρεοκοπήσει, οι ντόπιοι και οι μετανάστες ψάχνουν το νέο-τους στίγμα, η παλιά ευδαίμων ζωή έχει παρέλθει με οικονομικά και ψυχικά συντρίμμια, οι μεγαλοκαρχαρίες του δημοσίου βρίσκονται ένας ένας στη φυλακή, το περιθώριο μεγαλώνει, ναρκωτικά, σωματεμπορία, κομπίνες, η φυγή προς το εξωτερικό είναι μαζικότερη, η φτώχια, η μιζέρια, η εγκατάλειψη. Όλα αυτά φαίνονται ψηφίδες σε ένα ψηφιδωτό που δεν μπορεί να δέσει, παρά μόνο σαν φυγόκεντρες εικόνες ενός αμοντάριστου φιλμ.
          Αν όμως κανείς αποκωδικοποιήσει τον τίτλο, αυτό το παιδικό παιχνίδι κυκλικών σκυταλοδρομιών, όπου το ψαλίδι νικάει το χαρτί, η πέτρα νικάει το ψαλίδι και το χαρτί νικάει την πέτρα, τότε θα καταλάβει ότι το νήμα που συνδέει όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα, στα οποία εμπλέκονται, είναι η εναλλάξ ιδιότητά-τους μια του θύματος και μια του θύτη. Ο Μάντης επιχειρεί να πει ότι σε μια χαοτική κοινωνία, τη μία κρατάς ψαλίδι και κόβεις τα χαρτιά των άλλων και μία έρχεται μια πέτρα και σου διαλύει το φονικό-σου όπλο. Κανένας δεν είναι ανίκητος, κανένας δεν είναι μονίμως ευάλωτος, αλλά όλοι αλέθονται στις μυλόπετρες της ύφεσης και της παρακμής.
          Ο Μάντης είναι ελπιδοφόρα πέννα. Με τέσσερα βιβλία ανεβοκατεβαίνει την κλίμακα, γράφει καλά και γράφει ποικίλα, χάνει ενίοτε τον ρυθμό-του, αλλά πάντα κινείται χωρίς σταθερές μανιέρες και εύκολες λύσεις (Δείτε και την πρωινή ανάρτηση του No14me). 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 12/5/2015 και εδώ κοσμείται με εικόνες που ελήφθησαν από: national-pride.org, www.socialphy.com, thefutureiswild.wikia.com, www.esa.int, www.aftodioikisi.gr, www.projectknow.com, www.theguardian.com και www.mangoradio.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 12, 2015

“Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του” του Χαρούκι Μουρακάμι

Στη σημερινή εποχή μετράει πιο πολύ το χρώμα παρά το βάθος, το θέαμα παρά η ουσία, το σόου, οι παραστάσεις, η φωνή και η εκκωφαντική παρουσία παρά η αθόρυβη δουλειά. Ο Μουρακάμι δεν έχει την ίδια γνώμη.
 

Καφές στιγμής με άρωμα μάνγκο:
村上 春樹,
色彩を持たない多崎つくると、彼の巡礼の年
2013
Χαρούκι Μουρακάμι
“Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του”
μετφ. Μ. Αργυράκη
εκδόσεις Ψυχογιός
2014
 

 

Ο Τσουκούρου, ένας τριανταεξάχρονος σχεδιαστής σιδηροδρομικών σταθμών, που το όνομά του σημαίνει "φτιάχνω" ή "χτίζω" -όχι όμως "δημιουργώ"-, πιστεύει πως διάγει βίο άχρωμο, χωρίς ίχνος προσωπικότητας. Στα είκοσί του απορρίπτεται, για άγνωστους λόγους και με συνοπτικές διαδικασίες, από την εξιδανικευμένη παρέα του: δυο αγόρια και δυο κορίτσια, με ονόματα που παραπέμπουν αντίστοιχα σε τέσσερα διαφορετικά χρώματα. Ο "άχρωμος" Τσουκούρου αποδέχεται την απόρριψη σιωπηρά, φτάνει λόγω του συναισθηματικού σοκ στα πρόθυρα του θανάτου και τελικά επανέρχεται στην κανονική ζωή του χωρίς να έχει ουσιαστικά συνέλθει. Ώσπου έπειτα από δεκαέξι χρόνια, η Σάρα, μια γυναίκα που τον ενδιαφέρει σοβαρά, διαβλέπει το συναισθηματικό του μπλοκάρισμα, θέτει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων και τον ωθεί στο αυτονόητο: να επιδιώξει, έστω και εκ των υστέρων, μια εκ βαθέων επαφή με την "πολύχρωμη" παρέα του για να φωτίσει τις λεπτομέρειες του βαθιά κρυμμένου ψυχικού τραύματός του, να κατανοήσει τα αίτια και να χειριστεί την πραγματικότητα με τρόπο λυτρωτικό για τον ίδιο και για τη μεταξύ τους σχέση.
Ο κορυφαίος Χαρούκι Μουρακάμι αποτυπώνει με μαεστρία στο χαρτί την αξιομνημόνευτη ιστορία ενός νεαρού άντρα που τον στοιχειώνει μια τεράστια απώλεια. Μια ιστορία για όνειρα και εφιάλτες, για τα ταξίδια στο παρελθόν που είναι απαραίτητα για να θεραπευτεί το παρόν.
 
          Αν κάνει κανείς μια “μικρή” διασκευή του οπισθόφυλλου του βιβλίου, θα μπορούσε να βάλει στη θέση του ήρωα τον εαυτό-του και έτσι θα έβλεπε τι σημαίνει απομόνωση. Φανταστείτε το υποθετικό σενάριο, μπείτε στη θέση του Τσουκούρου και αναρρωτηθείτε ποιος λόγος μπορεί να κάνει μια (διαπροσωπική ή απρόσωπη) παρέα να εξορίσει από τις τάξεις-της τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να φανταστεί κάτι πιο συγκεκριμένο. Ποια διαβολή λοιπόν οδήγησε τους άλλους στην αποπομπή του πρωταγωνιστή; Αυτό καθεαυτό δεν έχει σημασία, παρά μόνο ότι ήταν άδικη η κατηγορία εις βάρος-του. Πιο μεγάλη σημασία έχει η ψυχική αναστάστωση και η μετέπειτα ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις που προκάλεσε στον Τσουκούρου.
          Η υπόθεση που περιγράφει το εξώφυλλο δείχνει ένα τραγικό πρόσωπο, που ωστόσο υφίσταται τη μοίρα-του ψύχραιμα όσο και απαθώς. Κι αν δεν ήταν η Σάρα, δεν θα αναζητούσε την ψυχαναλυτική διέξοδο στο πρόβλημά-του, ψάχνοντας τα αίτια της περιθωριοποίησής-του.
          Πρόκειται λοιπόν για το θέμα της φιλίας, έστω και αυτής στη νεανική ηλικία, το ποιόν της σχέσης αλλά κυρίως το τραύμα που αφήνει, αν διακοπεί απότομα. Ο Ιάπωνας συγγραφέας παίρνει ένα απλό θέμα, πιάνει μια μικρή υπερβολική πλευρά-του και το αφήνει σαν κουβάρι να ξετυλιχτεί υποτονικά, αλλά όχι άχρωμα. Η οπτική γωνία του Τσουκούρου επιτρέπει να μάθουμε μόνο τη μία πλευρά της αλήθειας κι όσο αυτή ενισχύεται από τις πληροφορίες που προσθέτουν σταδιακά οι φίλοι-του, χρόνια μετά, ξανασχηματίζουμε τη συνολική εικόνα.
          Δεν βλέπω πολλές ομοιότητες με τα προηγούμενα έργα του Ιάπωνα συγγραφέα. Το “1Q84” ή το “Νορβηγικό δάσος” φαίνονται πολύ διαφορετικά και μόνο με “Τις μικρές ώρες” βλέπω κοινά σημεία: το ψυχολογικό θέμα που έχουν οι ήρωες, τα αδιόρατα προβλήματα που ταλανίζουν μια κατά τ’ άλλα αδιατάρακτη ζωή, το καθημερινό που κρύβει ραγισματιές και βάραθρα. Ο Μουρακάμι έχει μάλλον αδίκως θεωρηθεί ένας αφηγητής-παραμυθάς, εκεί που όντως είναι πολύ καλός, αλλά συνάμα διερευνά αθόρυβα, με μια μάσκα και έναν φυσητήρα, τον ψυχικό βυθό του ανθρώπου.
          Όσο μεγαλώνει ο Μουρακάμι, τόσο γίνεται πιο εσωτερικός, λιγότερο θεαματικός. Κι αυτό έχει τα συν και τα πλην-του: χάνει σε σασπένς, αλλά κερδίζει σε ψυχολογικό εμβαδόν, γίνεται πιο αργός αλλά και πιο βαθύς, προσγειώνεται περισσότερο στη γη αλλά συνάμα κρατάει ψηλά το αφηγηματικό-του σθένος.

[Οι εικόνες που δίνουν χρώμα στο άχρωμο κείμενό-μου είναι παρμένες από: friends.japantoday.com, www.todayonline.com, englishdictionaryfree.com και revistaepoca.globo.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 08, 2015

“Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ” του Malcolm MacKay

Όταν ο φόνος μπαίνει στη μέση του έργου (και όχι εξ αρχής), όταν ο δράστης είναι βαθιά χωμένος στον χώρο του εγκλήματος, όταν οι εμπλεκόμενοι έχουν ο καθένας τα δικά-του μυστικά και συμφέροντα… Έρχεται καλοκαίρι κι είπα να προετοιμαστούμε με ένα καλό αστυνομικό.
 

Malcolm MacKay
“The Necessary Death of Lewis Winter”
2013
“Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ”
Ά. Τριμπέρη
εκδόσεις Πόλις
2014
 


          Τυπικά πρόκειται για ένα νουάρ μυθιστόρημα πληρωμένου φόνου και καταδίωξης ενός μικροεμπόρου ναρκωτικών, ονόματι Lewis Winter. Τον φόνο αναλαμβάνει ο Κόλουμ ΜακΛιν, αφού πείθει παρά την ηλικία-του τους ενδιαφερόμενους ότι μπορεί να φέρει εις πέρας τη δουλειά. Η ιστορία λοιπόν παρακολουθεί εν αρχή το πώς ο επαγγελματίας δολοφόνος στη Γλασκώβη ετοιμάζει το χτύπημα και προσπαθεί να υπολογίσει τους σταθμητούς και αστάθμητους παράγοντες της επιχείρησης που του έχει ανατεθεί.
          Αυτό που με ξετρέλανε στον τρόπο γραφής δεν είναι βέβαια η ίδια η ιστορία και η παρακολούθηση της προετοιμασίας βήμα βήμα. Είναι κατ’ αρχάς η πολυεστιακή αφήγηση που περιδιαβαίνει τα πρόσωπα (και κυρίως τον Κόλουμ) σκιαγραφώντας το προφίλ-τους και τις σκέψεις-τους, τον τρόπο με τον οποίο κείνται απέναντι στο όλο θέμα. Η στάση-τους παρουσιάζεται σαν το αυτονόητο αποτέλεσμα του ρόλου-τους: με άλλα λόγια ό,τι κάνουν και ό,τι σκέφτονται, σκοπεύουν, αισθάνονται, πράττουν είναι το φυσικό επακόλουθο της θέσης-τους πάνω στη σκακιέρα των νυχτερινών εργασιών, του υποκόσμου και της λογικής-του. Καθένας, από τον θύτη που είναι συνεχώς στο προσκήνιο μέχρι το υποψήφιο θύμα που παρακολουθείται διακριτικά, λειτουργεί βάσει των άγραφων νόμων, οι οποίοι φανερώνονται καθώς φανερώνεται και ο ρόλος του καθενός. Από το ειδικό, τα πρόσωπα, μέχρι το γενικό, ο σκοτεινός κόσμος μιας παράλληλης πόλης, κι από τα επιμέρους στο σύνολο.
          Ακόμα περισσότερο με ξετρέλανε, κι ομολογώ ότι το κοίταζα και το ξανακοίταζα, είναι ένα απόλυτα ομαλό, φυσιολογικό, αυθόρμητο δεύτερο πρόσωπο που σαν κάμερα-στυλό εστιάζει σε κάθε χαρακτήρα (στους βασικούς εννοώ) και μιλάει αναζητώντας το βαθύτερο είναι-τους, αυτό το φυσικό υπόστρωμα των σκέψεών-τους, οι οποίες απορρέουν, όπως προείπα, από τον ρόλο-τους. Αυτό το δεύτερο πρόσωπο μοιάζει να μιλάει γενικά σε κάθε άνθρωπο, άλλοτε φαίνεται να κοιτάζει τον αναγνώστη, χωρίς να τον κατονομάζει, και κατ’ ουσίαν απευθύνεται στον ίδιο τον χαρακτήρα, σαν να μιλά ο ίδιος στον εαυτό-του. Αυτός ο υπεράνω αφηγητής τελικά γυρίζει από δω κι από κει, κοιτάζει τα πρόσωπα της σκηνής, τους φωτίζει απ’ έξω κι από μέσα, μιλάει μαζί-τους οικεία και καθημερινά, χωρίς ποτέ να φαίνεται ότι υπάρχει και δεσπόζει.
          Ο Κόλουμ είναι ένας επαγγελματίας δολοφόνος με όλη τη σημασία της λέξης. Προετοιμάζει τον φόνο παρακολουθώντας τις καθημερινές συνήθειες του Γουίντερ, ελέγχει τη ζωή-του και τα ωράριά-του, σκέφτεται τις πιθανές εκδοχές και τα απρόοπτα, υπολογίζει την γκόμενα του θύματος Ζάνα Κόουπ, που μπορεί να παίξει απρόσμενο ρόλο, προμηθεύεται το κατάλληλο όπλο και ψάχνει συνεργάτη. Φαίνεται ψυχρός και ακριβής, κάνει ό,τι θα έκανε ο οποιοσδήποτε επαγγελματίας χωρίς συναισθηματισμούς ή ιδιαίτερες αποκλίσεις από τη ρουτίνα, βλέπει τη δουλειά σαν δουλειά και τίποτα παραπάνω ή λιγότερο. Όλα είναι φυσικά επακόλουθα του ρόλου-του…
          Η ιστορία εξελίσσεται με την τακτική της σύγκλισης: όλα τα πρόσωπα και οι πράξεις-τους τείνουν στον επικείμενο φόνο, ο οποίος αναμένεται να αποτελέσει το σταυροδρόμι των πολυποίκιλων κινήσεων. Θα είναι ή όχι επιτυχημένη αυτή η δολοφονία, είναι μια εν εξελίξει αναμονή που δημιουργεί το ανάλογο σασπένς. Κι από εκεί και έπειτα, σαν μια κλεφύδρα που έχει στο στενότερό-της σημείο τον φόνο, αρχίζει η επόμενη φάση με τις κινήσεις του καθενός μετά την κρίσιμη νύχτα, οι εκτελεστές, οι συμμέτοχοι, ο στενός και ευρύς κύκλος του θύματος…
          Η πολυεστιακότητα, η μετακίνηση της κάμερας από πρόσωπο σε πρόσωπο, η ανάδειξη των αυτονόητων μύχιων σκέψεων και κινήτρων-τους κ.ο.κ. ανοίγουν στο μάτι του αναγνώστη όλο το πανόραμα του υποκόσμου της Σκοτίας: πώς τα κυκλώματα ελέγχουν την πιάτσα, ποιες συμμαχίες διαμορφώνονται, ποιος φοβάται ποιον, πώς οι αστυνομικοί, διεφθαρμένοι και μη, κινούνται σ’ αυτόν τον ιστό… Η νύχτα αποτελεί ένα παράλληλο σύμπαν, έναν κόσμο που κινείται έξω από τη λογική της καθημερινότητας, ή μάλλον που τη χρησιμοποιεί με ιδιαίτερους τρόπους και δικό-του κώδικα ηθικής και πρακτικής.
 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 3/3/2015 στον ιστότοπο In2life και εδώ στο Βιβλιοκαφέ επαναδημοσιεύεται προς συζήτηση με εικόνες που έλαβα από: www.overstock.com, frantisekspurny.deviantart.com, turntherightcorner.com, www.thestudentroom.co.uk, smartercitieschallenge.org και paulviking.websitetoolbox.com]
          Πατριάρχης Φώτιος