Friday, May 29, 2009

Ο δωδεκάλογος του μη αναγνώστη

1. Δεν προλαβαίνω. Πολλή δουλειά, υποχρεώσεις, υπερωρίες, οικογενειακές μέριμνες… πού να βρω χρόνο για βιβλία!
2. Πολύ κουραστικό. Έχω τις έγνοιες μου, τα προβλήματά μου… είναι δυνατόν να σπαζοκεφαλιάζω με βιβλία;
3. Χειμώνας: Θα διαβάσω βιβλία το καλοκαίρι που θα θέλω να χαλαρώσω. Καλοκαίρι: μπάνιο, ηλιοθεραπεία, ξενύχτι, ύπνος. Βιβλίο; Μπαααααα…
4. Καναπές, μπυρίτσα, τηλεόραση… πώς μπορώ να ξεκολλήσω από την αιώνια αγαπημένη;
5. Μόνο οι κουλτουριάρηδες διαβάζουν… μυθιστορήματα και ρομάντζα και αμπελοφιλοσοφίες δεν είναι για μένα.
6. Ακριβό. Πολύ ακριβό. Είναι δυνατόν να δώσω 10-15 ευρώ για να αγοράσω ένα βιβλίο; Δεν πάω καλύτερα σε ένα κλαμπ; Δεν βγάζω την οικογένεια για μπριζόλες;
7. Εγώ είμαι πρακτικός άνθρωπος. Φτιάχνω τη φορολογική μου δήλωση μόνος μου, προγραμματίζω τα ταξίδια μου, διορθώνω πρίζες και τα λοιπά. Είμαι για λογοτεχνία και τρίχες κατσαρές;
8. Στα περιοδικά βλέπω φωτογραφίες. Παίρνω μάτι κάνα γκόμενο, μαθαίνω τα κουτσομπολιά των σελέμπριτις, βλέπω από την κλειδαρότρυπα το κρεβάτι των άλλων… τι από αυτά μπορεί να μου δώσει το βιβλίο;
9. Computer! Αφτό είναι το μέλον. Κατεβάζω τραγούδγια, πέζω παιχνίδγια, μπένω στα chats, έχω σελήδα στο Facebook… Ουάουα… Ρεκόρ 15 ώρες συνεχός στο PC: είμαι εντελός καμένος.
10. Ποίηση; Ποίηση γράφουν οι τρελοί, οι γκέι και οι αργόσχολοι. Άσε για άλλους.
11. Μετά το σχολείο δεν θα ξαναδιαβάσω ποτέ... Ποτέ.
12. Διάβασες το τελευταίο βιβλίο του Χ; Μπαααααα! Περιμένω να βγει σε ταινία.

Δέκα και δύο άλλοθι για να εξοβελίσουμε το βιβλίο από τη ζωή μας. Δώδεκα καθημερινότητες που αφήνουν άλλες ενασχολήσεις, πιεστικές και μη, να μας καπελώσουν. Η ανάγνωση είναι κουλτούρα και χρειάζεται μύηση… Το βιβλίο είναι ο καλύτερος τρόπος να καλύψεις τα νεκρά διαστήματα της μέρας… Η απεξάρτηση από την τηλεόραση πρέπει να επιβληθεί με συνταγή γιατρού!

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 27, 2009

Mocca με μπράντι: Αργύρης Χιόνης

“Το οριζόντιο ύψος”
εκδόσεις Κίχλη
2008


Ποίηση εν πεζώδιηγήματα με επιμύθιοπαραμύθια με φιλοσοφικότητααφηγήματα με χαλαρή δομή αλλά μεγαλύτερο βάθος
όπως κι αν τις ονομάσει κανείς, οι αφύσικες ιστορίες του Χιόνη κουβαλάνε την αθωότητα μια ανέμελης ματιάς, προσωποποιούν άψυχα αντικείμενα, όπως μια πέτρα, μυθοποιούν στοιχεία της φυσικής ζωής.
Φαίνονται εν μέρει παλιομοδίτικες, εν μέρει για παιδιά που αρέσκονται στα παραμύθια της γιαγιάς, με ηθικοδιδακτισμό και διαχρονικά μηνύματα. Διαβάζονται άνετα, στα μικρά διαλείμματα της δουλειάς ή μεταξύ των στάσεων του μετρό. Αφήνεις το βιβλίο στο τραπεζάκι και, όταν το ξανασυναντήσει η ματιά σου, το πιάνεις με την αίσθηση της σύντομης, ενδιαφέρουσας, χαλαρωτικής ανάγνωσης. Η παραμυθιακή τους υφή δημιουργούν ατμόσφαιρα φυγής και ελαφριάς φιλοσοφικής περιδιάβασης σε καθημερινές αξίες.
Δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Μικρές ιστορίες που ανοίγουν μικρές χαραμάδες από την καθημερινότητα. [Μια ένσταση: στην ιστορία με τίτλο “Αλφειός συν Αρέθωνι” η αναζήτηση μέσω λεξικών και εγκυκλοπαιδειών αρχαιολογικών-ιστορικών ζητημάτων είναι το λιγότερο εμπειρικές αναζητήσεις και όχι σοβαροί προβληματισμοί, γιατί τα λήμματα δεν μπορούν εκ φύσεως να παρέχουν ουσιαστικές γνώσεις].
Κρατάμε τις ανάσες που προσφέρουν οι μικρές “αφύσικες” ιστορίες.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 25, 2009

Ελληνικός μέτριος με φουσκάλες: Νικήτας Παρίσης

“Τα κόκκινα στραγάλια”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2008


Διηγήματα με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, αλλά όχι κολλημένα σ’ αυτό –ή τουλάχιστον επειδή αναφέρεται σε βιώματα άλλων εποχών, δεν είναι τόσο ορατά στο σημερινό αναγνώστη. Μου θυμίζουν θραύσματα αναμνήσεων από περιστατικά που σημάδεψαν τη ζωή του, λίγο ιδιωτικά και λίγο δημόσια, λίγο προσωπικά και λίγο συλλογικά. Μοιάζουν και λόγω του λυρισμού με ιδέες ποιημάτων, που αντί να γίνουν πυκνοί και περιεκτικοί στίχοι «παραστράτησαν» στον πεζό λόγο και στη συντομία του διηγήματος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα και η αδυναμία μου ως αναγνώστη να τα ευχαριστηθώ είναι φυσικά αλλού. Το καταλαβαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας, όταν σε ένα διήγημά του αυτοσχολιάζεται εμμέσως (και δικαιολογείται εν μέρει) ως εξής:
«-Είναι προσεγμένη γραφή. Θα την έλεγα και καλοδουλεμένη. Υπάρχει, βέβαια, μια χαρακτηριστική λυρική χροιά, χωρίς όμως και να ξενίζει […]. Αλλά, ξέρεις, δεν πιάνουν αυτά τα ωραία και ευαίσθητα που γράφεις. Το ευρύ κοινό είναι εθισμένο σε άλλου είδους γραφές, σε άλλες αναγνώσεις».
Στην ουσία ο Παρίσης γράφει παλιομοδίτικα, όχι επειδή δεν έχει μέσα σκάνδαλα, σεξ, ίντριγκες κ.ο.κ., όπως υπαινίσσεται ο ήρωάς του, αλλά επειδή η αφήγηση που στηρίζεται στη μνήμη δεν αρκεί, για να συγκινήσει τον αναγνώστη απλώς με τη λυρική, νοσταλγική και συναισθηματική γραφή. Θέλει μικρές ανατροπές, λοξές ματιές, πιο βαθιά νοήματα, πιο συνταρακτική απεικόνιση της πραγματικότητας για ένα κοινό, διαφορετικό από αυτό των δεκαετιών όπου ανδρώθηκε ο πεζογράφος και φιλόλογος, το οποίο έχει μάθει στους μοντερνιστικούς νεωτερισμούς και οτιδήποτε διατηρεί τη ρεαλιστική ή ρομαντική κοσμοθεωρία πρέπει να είναι πολύ δυνατό από μόνο του για να προσελκύσει τον σημερινό αναγνώστη.
Η συλλογή ήταν στη μικρή λίστα για το Βραβείο του «διαβάζω», γεγονός που δείχνει ότι εκτιμήθηκε τουλάχιστον η θετική της πλευρά, η καλοδουλεμένη γραφή και η μεστή σε μερικές περιπτώσεις συνένωση βίωσης και καθολικότητας.

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 20, 2009

Χυμός μήλο: Η αγωνία του τέλους

Τέλος ή περιπλάνηση;

Διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα με το ενδιαφέρον για το τι θα γίνει “μετά” ή με την ανέμελη περιπλάνηση στο ίδιο το κείμενο; Ας χωρίσουμε τα έργα σε δύο κατηγορίες:
Αφενός, τα έργα που οδηγούν τη σκέψη στο τέλος τους, έχουν δηλαδή έναν σκοπό, και ο αναγνώστης λειτουργεί με αυτόν στο μυαλό του, αναγνωρίζει τις συνδέσεις του συγγραφέα, προσπαθεί να ανασυνθέσει τα επιμέρους στοιχεία σε έναν άξονα με στόχο να δέσουν όλα προς το επιδιωκόμενο τέλος. Κι αυτό, όταν έλθει, είτε επιβεβαιώνει τις επιμέρους προβλέψεις, πολλές φορές με απρόσμενο τρόπο αλλά πάντα αληθοφανή και πειστικό, είτε τις διαψεύδει, πάλι με λογικούς συλλογισμούς αλλά με αναπάντεχη λύση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά και άλλα που προσελκύουν το ενδιαφέρον με τη γενικότερη οικονομία τους.
Αφετέρου, τα έργα που δεν στηρίζονται στην οργάνωση της πλοκής τους αλλά στην ελεύθερη περιπλάνηση χωρίς το τέλος του βιβλίου να είναι και ο επιδιωκόμενος σκοπός. Αυτά τα κείμενα, έχω την εντύπωση, διακρίνονται από μεγαλύτερη ποικιλία. Άλλα βασίζονται σε έναν γοητευτικό χαρακτήρα (λ.χ. ο Ζορμπάς), άλλα σε μια καλοδουλεμένη γλώσσα, άλλα σε μια σαγηνευτική ποιητικότητα, άλλα στην ατμόσφαιρα, την ηθογράφηση, στο μεταφυσικό πέταγμα κ.ο.κ.
Τα κατά τη γνώμη μου ζητούμενα είναι δύο, ένα για κάθε περίπτωση: στην α΄ κατηγορία αρκεί η πλοκή και η περιέργεια, για να καταξιωθεί το μυθιστόρημα στη συνείδηση του αναγνώστη, ή πολλές φορές το έργο μένει εκεί, χωρίς τα απαιτούμενο βάθος; στη β΄ κατηγορία, τι είναι αυτό που θα τραβήξει το ενδιαφέρον μας, ώστε να διαβάσουμε το βιβλίο, χωρίς να αγκομαχούμε και να κομπιάζουμε;
(Αφορμή για την ανάρτηση στάθηκε ένα σχόλιο της Pellegrina στο ποστ της 12ης Μαΐου 2009).

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 18, 2009

Ελληνικός με μια σταγόνα γάλα: Σάκης Σερέφας

“Μαμ”
εκδόσεις Κέδρος
2008

Γαστρονομική λογοτεχνία: και πάνω που πιστεύεις ότι ήταν μόδα και πέρασε, αυτή συνεχίζει να γεννοβολά, γιατί, όπως εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας, “το φαγητό αποτελεί και ένα είδος κουλτούρας. Είναι ένα είδος συμπεριφοράς απέναντι στην ίδια τη ζωή”. Είναι αλήθεια πως η τροφή και η προετοιμασία της, η ίδια η κατανάλωσή της και η πορεία της μέσα στον οργανισμό έχει συνδεθεί τόσο στην παράδοση κάθε τόπου όσο και στο συλλογικό ασυνείδητο των λαών με πλήθος αντιλήψεων, έχει γίνει φορέας μιας πλειάδας συμβολισμών και γενικά αποτελεί το υλικό για φιλοσοφικο-κοινωνικά στερεότυπα.
Το “Μαμ” ξεκίνησε ως θεατρικό έργο, το οποίο ανέβηκε το 2006 με τη σκηνοθεσία της Ελένης Μποζά (βραβείο «Κάρολος Κουν»), μετασχηματίστηκε στην παρούσα νουβέλα, ενώ η κινηματογραφική του διασκευή είναι προγραμματισμένη με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ινδαρέ. Χάρη σ’ αυτές τις καταβολές το πεζογράφημα κερδίζει σε παραστατικότητα, παρόλο που η εξωτερική δράση είναι περιορισμένη. Η ιστορία παρακολουθεί τον μικρό Ζοζέφ από την έκτη δημοτικού ως την τρίτη λυκείου, καθώς πηγαίνει στο μάθημά του με το σχολικό λεωφορείο. Εκεί συνδέεται με τον γηραιό οδηγό, ο οποίος παραδίδει μαθήματα ζωής τόσο με τις φωτοβολίδες των αναμνήσεών του όσο και με τα ταπεράκια φαγητού που του σερβίρει. Τα τελευταία κρύβουν μυστικά από τη ζωή και συμβολισμούς από τα ζώα, το κρέας των οποίων αποτελεί το βασικό συστατικό των εδεσμάτων του.
Η δράση, όπως προείπαμε, είναι λιγοστή, ενώ το μεγαλύτερο μέρος αναλώνεται στους διαλόγους μεταξύ των δύο προσώπων. Συχνά οι ατάκες τους προσπαθούν να είναι έξυπνες, άλλοτε με επιτυχία, σαν παίρνουν τη μορφή ρητών, κι άλλοτε όχι, η σιωπή είναι πιο εύγλωττη, οι αποσιωπήσεις πιο σημαίνουσες… Ο μεγάλος δεν βιάζεται να διδάξει, δεν φαίνεται να επιδιώκει να κάνει κήρυγμα, ενώ ο μικρός πολλές φορές σπαζοκεφαλιάζει με τα αινίγματα που του τίθενται, αλλά κι αυτός δεν δείχνει την ανυπομονησία του να καταλάβει με μιας το νόημα της ζωής και να το ασπαστεί. Η φιλοσοφία παράγεται μέσα από την καθημερινότητα, μέσα από τις οικείες κουβέντες, που ενίοτε φαίνονται αυθόρμητες, αλλά στην ουσία έχουν αποσταχθεί σταγόνα σταγόνα από την πείρα των χρόνων και έχουν δοκιμαστεί στο εφηβικό ακόνι της ενηλικίωσης.
Πρόκειται για ένα ιδιότυπο αφήγημα μαθητείας, όπου η σύγκρουση του εφήβου με τον κόσμο, ο οποίος τον περιμένει, παρασταίνεται με τα μικρά και μεγάλα επεισόδια των σχολικών του διαδρομών, καθώς η μία τάξη διαδέχεται την άλλη. Η αφήγηση όλων αυτών από τον υπερήλικα εαυτό του κάνει τις εμπειρίες μακρινές αλλά και ακμαίες στον χρόνο, αμβλυμμένες στις γωνίες τους αλλά καθόλου άτονες και ξεφτισμένες. Η θέση του μέσα στην οικογένεια, η πλήξη των μαθημάτων τα οποία δεν πολυακούγονται, ο απόηχος του θανάτου τον οποίο συλλαμβάνει ακροθιγώς ο Ζοζέφ, η επαφή του με τα κορίτσια στο παιχνίδι των διαφυλικών σχέσεων παρελαύνουν αθόρυβα, έστω και αν οι εντυπώσεις τους ενσταλάζονται σαν μικρές μπουκιές φαγητού μέσα στην εφηβική του ψυχή. Ο κόσμος είναι ένα πιάτο απ’ όπου ο καθένας τσιμπολογά όσα αργότερα θα μετατρέψει σε όνειρα, σε απόσταγμα ζωής, σε παρακαταθήκη για το μέλλον.
Η διαλεκτική των διαφορετικών ηλικιών μεταξύ οδηγού και μαθητή, η διαλεκτική των διαφορετικών ηλικιών μεταξύ αφηγητή και ήρωα, αλλά και η αλληλεξάρτηση μεταξύ ζωής και φαγητού συνθέτουν ένα χαμηλόφωνο ανάγνωσμα που δεν μένει ωστόσο στάσιμο, ένα ανάγνωσμα που μπορεί και κρατά ξύπνιο τον αποδέκτη του όχι τόσο χάρη στη γοργή εξέλιξή του αλλά χάρη στις απλές αλήθειες με τις οποίες αρτύεται η ανατροφή ενός παιδιού. Οι απρόσμενες συναντήσεις με γιαγιάδες πάνω σε κόκκινα πατίνια ή με σαλιγκάρια που τρέφονται με βασιλικό αποτελούν τις μικρές εκπλήξεις από το ταξίδι με το οποίο δεν βαριέται ποτέ κανείς.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 16, 2009

Ποίηση: ένα σύννεφο κάτω από τον ήλιο

Συνέδριο «Η Ποίηση σήμερα»

Υψηλής ποιότητας εισηγήσεις, απαγγελίες όμορφων ποιημάτων και εντυπωσιακή προσέλευση κόσμου. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του συνεδρίου «Η Ποίηση σήμερα», το οποίο οργάνωσε το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ.

Η εισαγωγική ενότητα με τίτλο «Ο Λειβαδίτης όπως τον γνώρισα» ήταν αφιερωμένη στον μεγάλο μας ποιητή, του οποίου τη μνήμη τίμησε το συνέδριο με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατό του.

Στο συνέδριο ανακοινώθηκε πως το πατρικό σπίτι του Τάσου Λειβαδίτη στην οδό Λεωνιδίου 74 στο Μεταξουργείο κρίθηκε διατηρητέο και δεν θα γκρεμιστεί από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων, από τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί για να χτιστεί σχολείο. Εκφράστηκε δε το αίτημα να στεγαστεί εκεί ένα μικρό μουσείο Τάσου Λειβαδίτη.

Η ταυτότητα του συνεδρίου: Οχτώ θεματικές ενότητες, εβδομήντα εισηγητές και είκοσι οχτώ ποιητές που απάγγειλαν ποιήματά τους.

Οι οχτώ ενότητες του συνεδρίου είχαν θέμα τη σχέση της Ποίησης με τη φιλοσοφία, την ιστορία, τη μουσική, τους νέους, την επιστήμη και τεχνολογία, τις άλλες τέχνες, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Στη διάρκεια του συνεδρίου ο υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς αποδέχθηκε το αίτημα για τη δημιουργία ως θεσμού του «Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών», που υπέβαλε το μέλος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου Γιώργος Δουατζής, το οποίο ήδη υποστηρίζουν το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Εκφράστηκε επίσης το αίτημα δημιουργίας του «Σπιτιού του Ποιητή».

Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών

Δεν υπάρχει στη χώρα μας ως θεσμός ένα διεθνές φεστιβάλ ποίησης. Όταν αντίστοιχα φεστιβάλ υπάρχουν σε πολλές πρωτεύουσες και επαρχιακές πόλεις του εξωτερικού, όπως π.χ. στην Καζαμπλάνκα, το Ρότερνταμ, το Σαν Φραντσίσκο, το Σαράγιεβο, τη Νάπολη, την Καλαβρία, το Σαλέρνο, το Αμάλφι, την Κρακοβία και αλλού.

Το «Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών», θα είναι ένας θεσμός που θα λειτουργεί επί μία εβδομάδα κάθε χρόνο και θα αποτελεί το σημείο συνάντησης των ποιητών από όλο τον κόσμο. Με σειρά εκδηλώσεων, οι οποίες θα καλύπτουν όλες τις μορφές τέχνης που σχετίζονται με την ποιητική δημιουργία, όπως θέατρο, κινηματογράφο, μουσική, εικαστικά.

Το φεστιβάλ θα μπορούσε να περιλαμβάνει:

- Συνέδριο για την Ποίηση
- Ημερίδα αφιερωμένη σε Έλληνα ποιητή.
- Ομιλία προσωπικότητας διεθνούς ακτινοβολίας ( πολιτικής, τέχνης, επιστήμης κλπ) με θέμα «Ποίηση και σημερινός κόσμος».
- Προβολές ντοκιμαντέρ για Ποίηση - ποιητές.
- Προβολές κινηματογραφικών έργων σχετικών με την Ποίηση και τους ποιητές.
- Συναυλίες με έργα βασισμένα σε ποιήματα.
- Θεατρικές παραστάσεις ποιητικών έργων.
- Έκθεση εικαστικών έργων (ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, φωτογραφία) εμπνευσμένων από την Ποίηση.
- Βράβευση Έλληνα τιμώμενου ποιητή για το σύνολο του έργου του.
- Βράβευση ξένου τιμώμενου ποιητή για το σύνολο του έργου του.
- Διεθνείς ποιητικοί αγώνες. Βράβευση τριών ποιητών.
- Απαγγελίες ποιητών στη γλώσσα τους, αγγλικά και ελληνικά.
- Έκδοση δίγλωσση (ελληνικά, αγγλικά) με το υλικό του φεστιβάλ.

Την ίδια εβδομάδα μπορεί να απλωθεί μια «Γιορτή της Ποίησης» σε όλη την Ελλάδα, με συμμετοχή των πολιτιστικών συλλόγων των Δήμων και Κοινοτήτων, θεάτρων, μουσείων και αιθουσών τέχνης, καθώς και των γυμνασίων και λυκείων, με εκδηλώσεις με επίκεντρο την ποίηση.

«Σπίτι του Ποιητή» ή του «Ποιητικό Μουσείο».
Προτείνεται η δημιουργία ενός χώρου – ναού της Ποίησης - του οποίου κάθε αίθουσα θα φιλοξενεί προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες, χειρόγραφα, βιβλία, ηχητικά ντοκουμέντα και on line συνδέσεις παροχής κάθε πληροφορίας για το έργο και τη ζωή των ποιητών μας. Θα είναι ένας χώρος ζωντανός, προσιτός για επισκέψεις, μαθητών, φοιτητών, μελετητών και φίλων της ποίησης από την Ελλάδα και τον κόσμο.
Το έλαβα από τον φίλο Γιάννη Ευθυμιάδη και το δημοσιεύω με ευχαρίστηση.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 12, 2009

Αμερικάνικος σκέτος: Raymond Chandler

“The Long Goodbye”
1953
“Ο μεγάλος αποχαιρετισμός”
μετ. Αντώνης Καλοκύρης
εκδόσεις Κέδρος
2008


Ο Τσάντλερ είναι ο κλασικός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, εφάμιλλος της Αγ. Κρίστι, που διαμόρφωσε ή συνέτεινε στη διαμόρφωση της αμερικανικής σχολής. Κι όλοι οι επόμενοι συγγραφείς θήτευσαν πρώτα σε τέτοια κείμενα για να προχωρήσουν τις δικές τους εθνικές τάσεις στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
“Ο μεγάλος αποχαιρετισμός” παρακολουθεί δύο ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα και συχνά, πριν από το τέλος, συμπλέκονται: αφενός η δολοφονία μιας πλούσιας κυρίας και η επακόλουθη «αυτοκτονία» του συζύγου της που θεωρούνταν ένοχος και αφετέρου η «αυτοκτονία» ενός αλκοολικού συγγραφέα. Και στις δύο περιπτώσεις ο γνωστός Φίλιπ Μάρλου, ήρωας-ντετέκτιβ του Chandler, εμπλέκεται όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και προσωπικά.
Με το έργο αυτό συνειδητοποιώ γιατί αυτού του είδους το noir, αυτό το αμερικάνικης κοπής έργο, παρά την κλασική του αξία, δεν με αγγίζει. Ο ήρωας, ωμός και ανυπόταχτος, προβάλλει το πρότυπο του tough guy, του πολύ σκληρού για να πεθάνει, που δεν στερείται όμως ανθρωπιάς, αλλά δεν διακρίνεται και από τη μαθηματική σκέψη του που θα συνδυάσει τα στοιχεία με πουαρικό τρόπο για να βρει τον ένοχο. Ίσως μιλώ με προκατάληψη, αφού έχω μεγαλώσει με συνταγές Αγ. Κρίστι και τέτοιου είδους έργα μου θυμίζουν πολύ Χόλυγουντ και ταινίες υποκουλτούρας, όλο δράση και μαγκιά και καθόλου ευφυΐα και εσωτερική αλληλουχία.
Από την άλλη, με κούρασε η πολυλογία, η εκτενής καταγραφή σκηνών και διαλόγων, οι πολυάριθμες αφηγήσεις που δεν σχετίζονται στενά με τον κορμό της πλοκής. Θα προτιμούσα πιο πυκνά περιγράμματα, πιο μεστές επιλογές στο τι θα πει και τι θα αφήσει.
Είναι μερικά είδη ή έργα, που, ενώ σε άλλους λένε, δεν κολλάνε με τίποτα με την αναγνωστική ιδιοσυγκρασία άλλων… Δες την κριτική του Γουδέλη στην Ελευθεροτυπία (2.1.2009) (http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=02/01/2009&id=1365692 ). Γενικά δεν το πολυείδα στα μπλογκς και στις εφημερίδες. Μήπως η αμερικάνικη σχολή δεν μας ταιριάζει;


Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 09, 2009

Γαλλικός καφές με γάλα: Χαμένοι στο διαδίκτυο

«Χαμένοι στο διαδίκτυο»
επιμέλεια Μ. Φάις
εκδόσεις Πατάκη
2008


Οι εκδόσεις Πατάκη συνεχίζουν την προσπάθεια μερικών χρόνων για διαγωνισμό διηγήματος με ένα συγκεκριμένο θέμα. Η παρούσα έκδοση αναφέρεται στον κυβερνοχώρο και περιλαμβάνει πέρα από το διήγημα του νικητή Κώστα Γκάζη άλλα εννέα διηγήματα των Έλενας Γελάση, Μαρίας Δαλαμήτρου, Βίβιαν Ευθυμοπούλου, Μυρτώς Καλοφωλιά, Χρίστου Κυθρεώτη, Μαρία Πρωτονοτάριου, Θοδωρή Χιώτη, Ελιάνας Χουρμουζιάδου και Χρήστου Χρυσόπουλου.
Η ποιότητα των διηγημάτων ποικίλλει, αλλά δεν διάβασα τη συλλογή αυτή με σκοπό τη γνωριμία με τους νέους αυτούς συγγραφείς. Πιο πολύ θέλησα να δω τι σημαίνει το διαδίκτυο για τη νεολαία, πώς μπορεί να αξιοποιηθεί λογοτεχνικά, αν είναι ένας καινούργιος κόσμος παράλληλος σε μυθοπλαστική δύναμη με αυτόν της λογοτεχνίας, αν μπορεί να ανοίξει την πεζογραφία σε νέες προοπτικές όχι μόνο θεματικά αλλά και μορφικά. Στην Ελλάδα το διαδίκτυο καλπάζει συνεχώς και πολλοί συγγραφείς το χρησιμοποιούν. Θυμάμαι τον “Αντίπαλο” του Κ. Κατσουλάρη, ενώ μερικοί συνθέτουν και δημοσιεύουν τα κείμενά τους σ’ αυτό χωρίς να περάσουν από έντυπη έκδοση (Ν. Λύρη, Θ.Τριαρίδης κ.ο.κ.). Δεν λείπουν τα υπερ-κείμενα, έντυπα έργα με τη λογική των ηλεκτρονικών κόμβων και διαδρόμων, όπως το “Μηνολόγιο ενός απόντος” του Στ. Κρητιώτη.
Τα συγκεκριμένα διηγήματα θέτουν τον κυβερνοχώρο ως παράλληλη πραγματικότητα με την εξωδιαδικτυακή, μιλούν για ηλεκτρονικά παιχνίδια και την εξάρτηση της ανθρώπινης σκέψης από αυτά, κάνουν λόγω για τεχνητή νοημοσύνη και αυτόματη μετάφραση, αναφέρονται σε προσωπεία και πλαστές ταυτότητες κ.ο.κ. Μια γενιά που ζει μέσα στο διαδίκτυο γράφει για τους δυνητικούς κόσμους που ανοίγει, δείχνοντας παράλληλα πόσο μπορεί το σύστημα να ρουφήξει την ύπαρξη στους λαβυρίνθους του.
Η εισαγωγή της Τ. Δημητρούλια είναι άκρως κατατοπιστική και εγείρει προβληματισμούς.
Αφορμή γι’ αυτήν την ανάρτηση το άρθρο του Δ. Παπανικολάου «Ο κόσμος μετά το Ίντερνετ» στα σημερινά Νέα (http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4515895 ).


Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 05, 2009

Espresso con latte: Αγγέλα Καστρινάκη

“Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας”
εκδόσεις ελληνικά γράμματα
2008



Πώς γράφεται ο έρωτας μεταμοντερνιστί;

Πώς μπορεί κανείς να μιλήσει στην αρχή του 21ου αιώνα για τον έρωτα, χωρίς να φανείς μελό, χωρίς να εκπέσει στην παραλογοτεχνία, χωρίς να γυρίσει σε έναν παρωχημένο ρομαντισμό που δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματα του σήμερα;
Μα φυσικά όπως το κάνει η Αγγέλα Καστρινάκη. Όποιος συγγραφέας δεν θέλει να πιάσει το ευρύ κοινό αλλά να κινηθεί στο επίπεδο των ψαγμένων αναγνωστών, λίγο ελίτ και λίγο υποψιασμένων, θα μιλήσει για τον έρωτα, την απιστία, τα διλήμματα των εραστών και τις αποφάσεις τους απέναντι στον χωρισμό και τον γάμο, όπως η Καστρινάκη. Θα μιλήσει λίγο ειρωνικά, λίγο αποστασιοποιημένα, λίγο αφηγούμενη και πολύ σχολιάζοντας, με λίγη δράση αλλά πολλή ανάλυση της στιγμής και των διαπροσωπικών σχέσεων.
Η Μέλπω γνωρίζει τον Μάριο, συνάπτει εξωσυζυγικές σχέσεις και αποφασίζει να χωρίσει. Συζητά με τον άνδρα της, αναλύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, και τελικά παίρνει τις οριστικές της αποφάσεις. Παράλληλα με τις οπτικές γωνίες των προσώπων, η συγγραφέας μπαίνει στη μυθοπλασία, σχολιάζει τους ήρωές της και κυρίως τη γραφή της, στίζει διακειμενικά όλο το έργο με αναφορές στον Φλωμπέρ, στον Γκαίτε, στον Μπαρτ κ.ο.κ. Το κείμενο γράφεται στον καιρό της αυτοσυνειδησίας, όπου όλα γύρω από τον έρωτα έχουν λεχθεί και δειχθεί και γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να μιλάει ανυποψίαστος.
Το ζουμί του βιβλίου δεν βρίσκεται στην πλοκή αλλά στον χαρακτηριστικό τρόπο της Καστρινάκη να διυλίζει τις καταστάσεις σε αναζήτηση βαθύτερων προεκτάσεων. Στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, υιοθετεί μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, που παρακολουθεί την οπτική γωνία της ηρωίδας, δηλαδή και πάλι ενός εγκεφαλικού τύπου, με αναλαμπές ευαισθησίας, που επεξεργάζεται την παραμικρή λεπτομέρεια στο παρουσιαστικό, τις κινήσεις, τις κουβέντες του άλλου, φαντασιώνοντας σκέψεις, αισθήματα ή και τάχατες κρυφές πλευρές της ψυχοσύνθεσής του. Ωστόσο, ως ποίκιλμα της κυρίως αφήγησης, προβλέπονται και κάποιοι μονόλογοι, αποσπάσματα ημερολογίων και ηλεκτρονικά μηνύματα, που δείχνουν σαν μια φιλότιμη προσπάθεια της συγγραφέως να δημιουργήσει κι αυτή λίγο αφηγηματικό τουρλού, που εσχάτως εκτιμάται ως μορφική ανησυχία.” (Μ. Θεοδοσοπούλου, maritheo.blogspot.com, 12.12.2008)
Η Λ. Κέζα (Το Βήμα, 4.12.2008) επισημαίνει ότι “Στο μυθιστόρημα της Καστρινάκη νικά η ειλικρίνεια. Αυτή που πληγώνει αλλά ενέχει και γενναία δόση σεβασμού απέναντι στον σύντροφο. Αυτό που επιχειρεί να αποδείξει η πεζογράφος είναι κάτι που αναφέρει ως μότο: «Θεμέλιο του γάμου δεν είναι η πίστη αλλά η απιστία».”. Ο Δ. Κούρτοβικ (Τα Νέα, 31.1.2009) από την άλλη εξηγεί ότι “η Αγγέλα Καστρινάκη διηγείται την ιστορία της, μια ιστορία ερωτικού πάθους και απιστίας, εναλλάσσοντας την οπτική γωνία της ηρωίδας της (με την οποία, όπως επανειλημμένα αφήνει να εννοηθεί, έχει πολλά κοινά γνωρίσματα) με την οπτική γωνία της συγγραφέως που κατασκευάζει αυτή την ιστορία και παρατηρεί απ’ έξω τη συμπεριφορά των χαρακτήρων της, σχολιάζοντάς τη με έναν δοκιμιακό λόγο διαποτισμένο από λεπτή ειρωνεία, αλλά και από μια αδιόρατη μελαγχολία. Χάρη στο τέχνασμα αυτό η Καστρινάκη καταφέρνει να αναπτύξει το θέμα του «έρωτα στον καιρό της ειρωνείας» αποφεύγοντας παγίδες όπως η ενδοσκοπική, εγωκεντρική φλυαρία από τη μια, η εύκολη, κυνική απομυθοποίηση από την άλλη.
Από την άλλη, υπάρχουν και σημεία των κριτικών με αρνητικό πρόσημο. Η Μ. Θεοδοσοπούλου μέσα σε πνεύμα μειδιάματος τονίζει ότι από τα διηγήματά της στο μυθιστόρημα δεν “ξεπεράστηκαν οι αδυναμίες, που η φιλόλογος είχε επισημάνει στην πεζογράφο, αφού ούτε ιστορίες γέννησε, ούτε περιπέτειες φαντάστηκε, ούτε κόσμους έπλασε.” Η Ε. Κοτζιά (Η Καθημερινή, 8.3.2009) επιφυλάσσεται στο εξής: “το τέταρτο μέρος του μυθιστορήματος κατά τη γνώμη μου, περισσεύει, επειδή βρίσκεται εκτός της οικονομίας του έργου. Κορυφή του ερωτικού τριγώνου υπήρξε η ηρωίδα και για τη δημιουργία ενός νέου τριγώνου με κορυφή τον σύζυγό της δεν υπάρχει επαρκής αφηγηματική προετοιμασία. Η μεταφορά στάσεων από την προηγούμενη ερωτική συνθήκη στην επόμενη, μοιάζει αρκετά μηχανική – με αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τη δραστικότητα του βασικού μυθιστορηματικού υποστυλώματος που είναι η ειρωνεία.
Το πρόβλημα δεν έγκειται κατά τη γνώμη μου στο βιβλίο, το οποίο το διάβασα με αυξημένο ενδιαφέρον για το πώς θα μεταφερθούν οι απλές σκηνές αγάπης, χωρισμού κ.ο.κ. σε μεταμυθοπλαστικό πλαίσιο. Το πρόβλημα έγκειται στην εποχή μας, που σκέφτεται και δεν αισθάνεται, που αυτοαναλύεται αλλά δεν κάνει τίποτα, που θεωρητικολογεί χωρίς να δρα και αντίστοιχα της λογοτεχνίας της εποχής μας που παίρνει το μικροσκόπιο και ειρωνεύεται τις ρομαντικές απόψεις, χωρίς η ίδια να μπορεί να τις αντικαταστήσει με κάτι σταθερό και διαχρονικό. Επιλογικά, στο ρητορικό ερώτημα του Κούρτοβικ “Χρειάζεται άραγε να επισημάνουμε ότι το μυθιστόρημα της Καστρινάκη ειρωνεύεται, μεταξύ άλλων, την τόσο δημοφιλή στις μέρες μας ροζ λογοτεχνία;”, εγώ δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι η απάντηση είναι αυτονόητα «Ναι».

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 02, 2009

Freddo Μάλτας: Παναγιώτης Κονιδάρης

“Πανάκεια”
εκδόσεις Λιβάνη
2008


Στη βιβλιοθήκη του Φαναρίου, σε απόκομμα εφημερίδας του 19ου αιώνα βρήκα αυτό το ανώνυμο σημείωμα βιβλιοκριτικού χαρακτήρα για το έργο του Π. Κονιδάρη και το παραθέτω αυτούσιο, αν και μεταγραμμένο για πρακτικούς λόγους στο μονοτονικό σύστημα. Το κείμενο αυτό, παρά τα καθαρευουσιάνικα λάθη του, αξιολογεί και εκτιμά με τη δέουσα ακρίβεια την ποιότητα του αν χείρας μυθιστορήματος:

“Ουολτερσκότιον ιστορικόν μυθιστόρημα. Μόνον ωσαύτως θα εδύνατο τις όπως τιτλοφορήση το έργον του Μεγανησίου λογοτέχνου, ο πληροί απολύτως τας προδιαγραφάς της κλασσικής ιστορικής μυθοπλασίας εν τοις προτύποις του πρωτεργάτου τού είδους Βρεττανού Ουολτέρου Σκότου. Ο πρωταγωνιστής, ταπεινός Έλλην των Επτανήσων, εκκινείται εξαετής παις εκ της πατρίδος του, αναδεικνύεται εις ήρωα του 16ου αιώνος, διασταυρούται τοις μεγάλοις γεγονόσι της εποχής, όπως εστί η Πολιορκία της Μάλτης υπό των Τούρκων και η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, απαντά προσωπικότητας όπως τον ιδρυτήν της Βαλέτης, τον πρώτον μυθιστοριογράφον Μιχαήλ Θερβάντην και τον μέγαν αστρονόμον Γαλιλαίον, και ζυμούται με την ιστορίαν της Μεσογείου θαλάσσης και ουχί μόνον.
Η ιστορική μαγεία, η περιέργεια ήτις προκαλείται περί των μελλόντων συμβήναι, η ιδιαιτέρως δεξιοτεχνημένη πλοκή, ήτις συνάπτει λεπτομερείας, ιστορικά γεγονότα και μυθιστοριογραφικά στοιχεία τη εποχή και ταις συνηθείαις ταύτης, εστί εκ των κραταιών όπλων του προκειμένου ρομάντσου. Άπαντα όμως ταύτα επιτυγχάνουσι του σκοπού των, πρωτίστως επεί δουλεύονται μετά ιστοριοδιφικού μερακίου, εις γλώσσαν απολύτως ταιριαστήν τη περιόδω και εις ατμόσφαιραν ήτις αναδεικνύει πολέμους τε και έρωτας, γράμματα τε και επιστήμας, καπηλειά τε και ιππότας, ηρωισμόν τε και πράξεις ανδρείας. Αι κορυφώσεις, καίτοι ου κλιμακούνται εις εναγωνίους καμπάς, διατηρούσι το ενδιαφέρον αμείωτον, και η πορεία της αφήγησης, παρά την σχοινοτενή αυτής έκτασιν, αποζημιοί τον αναγνώστη.
Ότε έν έργον άρχει τη φράσει “Έχω ακούσει να λένε ότι η οσμή προκαλεί την πιο ισχυρή μνήμη” και κινεί το ενδιαφέρον τη αναζητήσει του πατρός εν γαλέρα των Ιωαννιτών ιπποτών, τότε ο αναγνώστης αναμένει πολλά εν τη εξελίξει του μύθου. Και τω όντι ευρίσκει ταύτα εν τω πλούτω των πραγματολογικών λεπτομερειών, αι δεικνύασι την γεγενημένην έρευναν και την συγγραφικήν επιμονήν [μόνη εξηκριβωμένη ανακρίβεια: ου μετήρχοντο του πληθυντικού ευγενείας εν τη ελληνική γλώσση της εποχής, δηλαδή προ του Όθωνος], αλλά και εν τω συνεχεί κινήτρω, ο παρέχεται τω αναγνώστη, όπως εκδιπλωθή η ιστορία άχρι τέλους. Επιπροσθέτως, ευφυά ευρήματα, ως ο δίδυμος αδελφός, ή η χρήσις των φαρμακευτικών γνώσεων του συγγραφέως και φαρμακοτρίφτου Παναγιώτου Κονιδάρου, προστιθέασι εν τω έργω το άλας εκείνον ο ενισχύει την αψείαν αυτού γεύσιν.
Εάν παρακάμψωμεν τον πεπαλαιωμένον χαρακτήρα των ιστορικών αυτών μυθιστορημάτων, όστις παραπέμπει εις τον 19ο αιώνα του «Αυθέντου του Μορέως» υπό Αλ. Ραγκαβή (ος πραγματεύεται εποχήν αναλόγου κλίματος) ή του “Ελ Σιντ”, και ου συμπλέει τη ανατεθεωρημένη και αναθεωρητική αντιλήψει περί ιστορίας, ήντινα αι τελευταίαι δεκαετίαι του εικοστού αιώνος έξουσιν επιδείξαι, δυνάμεθα να απολαύσωμεν την καταβύθισιν εις την ιστορίαν και την ωλοκληρωμένην απόδοσιν της εποχής.”

Πατριάρχης Φώτιος

Ευχαριστώ θερμά τον Παναγιώτη Κονιδάρη,
ο οποίος, χωρίς να με γνωρίζει προσωπικά, είχε την καλοσύνη να μου στείλει αντίτυπο του βιβλίου του (μια μαύρη σακούλα αφημένη κάτω από τη γέφυρα σε προκαθορισμένο χρόνο για λόγους διατήρησης της ανωνυμίας!), με την ανιδιοτέλεια του συγγραφέα που δεν ζητά χρήματα αλλά την άδολη διάδοση του έργου του.
Τον ευχαριστώ γιατί επιπλέον απόλαυσα το μυθιστόρημά του.

Friday, May 01, 2009

2009 Έτος Γιάννη Ρίτσου

Ρωμιοσύνη

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Θεωρώ ευτυχή συγκυρία που ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε στροφή από την κλασική μουσική, που σπούδασε, στο λαϊκό τραγούδι. Κι ακόμα περισσότερο που πήρε τα ποιήματα και να ανέδειξε με τη σύνθεσή του, που πήρε τους στίχους και τους κάρφωσε στα χείλια και στις καρδιές εκατομμυρίων Ελλήνων, που κατέβασε την ποίηση στην καθημερινότητα αλλά ταυτόχρονα την ανέβασε πολύ πιο πάνω από τις σελίδες και τα κιτρινισμένα χαρτιά.
Ο Ρίτσος χρωστάει πολλά στη μελοποίησή του από τον Θεοδωράκη, όπως και άλλοι ποιητές. Φωνές, όπως του Μπηθικώτση, της Μαίρης Λίντα, της Φαραντούρη, του Νταλάρα κ.ο.κ. εκτόξευσαν τον στίχο του Ρίτσου, όπως τον "Επιτάφιο" και τη "Ρωμιοσύνη" στα πικάπ, στα CD, στα MP3 κι έτσι τον φύτεψε στη συνείδηση των νέων.
Καλό Μήνα
Πατριάρχης Φώτιος