Thursday, June 27, 2013

Ο Carlo Lucarelli συνθέτει …την “Τριλογία του φασισμού”

Αστυνομική λογοτεχνία για το καλοκαίρι (5): Φασισμός και αποφασιστοποίηση στην Ιταλία λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου το έγκλημα μπορεί να γίνει για λόγους ιδεολογικούς ή προσωπικούς. Οι εποχές δεν διαφέρουν μεταξύ-τους. 
 
 
Cappuccino με σαντιγί και κανέλα:
Carlo Lucarelli
Carta bianca
1990
“L’ estate torbida”
1991
“Via delle Oche”
1996
“Η τριλογία του φασισμού”
μετ. Μ. Σπυριδοπούλου – Τ. Τσίτσοβιτς
εκδόσεις Κέδρος
2012 

            Ο μεσοπόλεμος και οι μεταπολεμικοί-του σπαραγμοί είναι μια περίοδος με έντονο το πολιτικό στοιχείο, με ραγδαίες ανακατατάξεις, με δημοκρατία και με πολίτες που έχουν άποψη από τη μία αλλά και με ολιγαρχικές νοοτροπίες που έφεραν σε πολλές χώρες αυταρχικά καθεστώτα (Χίτλερ στη Γερμανία, Μουσολίνι στην Ιταλία, Φράνκο στην Ισπανία, Μεταξάς στην Ελλάδα κ.ο.κ.). Η αναψηλάφηση λοιπόν αυτής της εποχής ισοδυναμεί με ξανακοίταγμα της δικής-μας κατάστασης, έστω κι αν η κατόπτευση αυτή γίνεται μέσω ενός ιστορικού καθρέφτη που δεν ξέρει από ομοιότητες παρά μόνο από αναλογίες.
            Ο ιταλός συγγραφέας καταφεύγει στα ταραγμένα χρόνια του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι σύμμαχοι έχουν αποβιβαστεί στη Νότια Ιταλία και στο Βορρά αντέχουν ακόμα οι φασιστικές κυβερνήσεις. Εκεί, ο αστυνόμος Ντε Λούκα, ούτε του κόμματος ούτε αντικαθεστωτικός, ωστόσο κυνηγός της αλήθειας και ασταμάτητος μπροστά σ’ αυτήν, προσπαθεί να επιλύσει μυστηριώδεις υποθέσεις, έχοντας ταυτόχρονα αμφοτέρωθεν τις πιέσεις των αρχών και τις απειλές των ανταρτών.
Το αστυνομικό αίνιγμα σφηνώνεται στη μέγγενη του πολιτικού σκηνικού και οι ερμηνείες, οι πιθανές εξηγήσεις, οι εικασίες περνάνε και από το πρίσμα φασιστικών και αντιφασιστικών ατόμων και ιδεολογιών. Αν επομένως η διαλεύκανση μιας εγκληματικής υπόθεσης είναι δύσκολη, γίνεται πιο δυσχερής από τη στιγμή που οι ένοχοι ενδέχεται να είναι φασίστες, κόντηδες, πολιτικά πρόσωπα ή αντικαθεστωτικοί, ύποπτα ουδέτεροι, καθάρματα του πολέμου ή μαχητές της αντίστασης. Η πολιτική ξέρει από συμφέροντα και όχι από αλήθειες, από τι πρέπει να συμβεί και όχι τι πράγματι συμβαίνει. 

“Εν λευκώ”

Έτσι, ο φόνος του Βιτόριο Ρέιναρντ, μέλους του κόμματος και δονζουάν των κυριών της αριστοκρατίας, διακινητή ναρκωτικών και φίλου των αρχών, δεν μπορεί να ξεφύγει από το πολιτικό μάλε-βράσε της εποχής (Απρίλιος 1945). Ύποπτοι; διάφορες κυρίες που πέρασαν από το κρεβάτι-του, συντηρητικοί κύκλοι που θα βόλευε να έχουν εμπλακεί, πολιτικά πρόσωπα σε ένα παρασκήνιο ζυμώσεων. Η λύση τελικά αξιοποιεί την πολιτική από την ανάποδη, αφού παράλληλα με τις εθνικές και υψηλού διαμετρήματος φιλοδοξίες και διεκδικήσεις, κινείται ένας άλλος κόσμος προσωπικών παθών και αδυναμιών. Το “Εν λευκώ”, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, στιγματίζει όλα τα συμφέροντα που θέλουν να νοθεύσουν την αλήθεια, υποδεικνύει τη δική-τους υπαιτιότητα κι, όταν αποδειχθεί ότι δεν ήταν τα πολιτικά πρόσωπα οι φυσικοί αυτουργοί, ο πραγματικός ένοχος συλλαμβάνεται –με αστυνομική συνέπεια- αλλά λόγω των εξελίξεων δεν προλαβαίνει να τιμωρηθεί. Μήπως τελικά άξιζε μια τυχαία γυναίκα να καθαρίσει το καρκίνωμα που λεγόταν Ρέιναρντ;  

“Ένα μουντό καλοκαίρι” 

Το δεύτερο έργο με τίτλο “Ένα μουντό καλοκαίρι” εξελίσσεται τον Μάιο του 1945. Ο φασισμός έχει πέσει, οι πρώην υπηρέτες του δημόσιου τομέα θεωρούνται  a priori καθεστωτικοί και διώκονται, όπως ο Ντε Λούκα, οι πρώην επαναστάτες και αντιστασιακοί είναι θρύλοι και περιβάλλονται από την αχλή του θρύλου. Επομένως, είναι δύσκολο να χωνευτεί ότι ο Καρνέρα, μέγας ήρωας του πολέμου, βρέθηκε σε στιγμές αδυναμίας και οικειοποιήθηκε πλιάτσικο από το σπίτι του κόμη ή ότι ένα μεγάλο ποσό που δωρίστηκε στους αντιστασιακούς χάθηκε στον δρόμο. Ο Lucarelli δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται άγιος πολεμώντας με τη ‘σωστή’ πλευρά, αλλά συχνά μέσα από τον ηρωισμό προκύπτει και μια εξόχως ιδιοτελής πλευρά του ανθρώπου που τον παρασύρει στην ασυδοσία. 

“Το μπουρδέλο της οδού Όκε” 

Το τρίτο έργο με τίτλο “Το μπουρδέλο της οδού Όκε” εξελίσσεται στην Μπολόνια του 1948, λίγο πριν τις εκλογές. Δυο φόνοι σε ύποπτα μέρη κινητοποιούν την περιέργεια του Ντε Λούκα και τον φέρνουν αντιμέτωπο με τις αρχές και τα παρασκηνιακά συμφέροντα της μικρής κοινωνίας. 

“Η τριλογία του φασισμού”, τοποθετημένη στα πρώτα χρόνια της αποφασιστοποίησης στην Ιταλία και στις ταραγμένες για τη δημοκρατία εποχές, αποδίδει περίτεχνα την ατμόσφαιρα και ο αναγνώστης έτσι μυείται σε ένα κλίμα μεταπολεμικής ανάκαμψης, αστάθειας, πολιτικών ανακατατάξεων, απόπειρας για οικονομική και κρατική ανόρθωση, εκδίκησης αλλά και πολλών προσπαθειών για νομιμότητα. Οι λεπτομέρειες (που αν δεν ήταν αστυνομικό θα χρειάζονταν να είναι πιο ενδελεχείς· γιατί όχι και τώρα, ώστε να ολοκληρωθεί η ατμόσφαιρα;) δίνουν μικρές φωτογραφίες από σπίτια και σκηνικά της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου και τοποθετούν τη δράση εν χρόνω και τόπω.
Από την άλλη, η αστυνομική πλοκή γίνεται ο δούρειος ίππος για να αποτυπωθούν οι πολιτικές και οι νοοτροπίες μιας κοινωνίας που αφήνει πίσω της τον πόλεμο και προσπαθεί να σταθεροποιήσει το βήμα της. Έτσι, από τη μια διαβάζουμε για τους πολιτικούς και τις διπολικές-τους εκτιμήσεις έως και εμμονές κι από την άλλη για τους παλιάνθρωπους, που υπάρχουν παντού, οι οποίοι λύνουν προσωπικές διαφορές ή επιχειρούν να πλουτίσουν με το έγκλημα.

[Ελαφρώς παραλλαγμένο το κείμενο δημοσιεύεται εδώ μετά την πρώτη εκδοχή-του στο In2life στις 31.5.2013. Το φωτογραφικό υλικό λήφθηκε από:www.cifr.it, www.iisalessandrini.it, www.lombardiabeniculturali.it, www.lavoroculturale.org, www.chicagoreader.com και www.anpimarassi.it]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, June 24, 2013

Το ιστολογείν, το βιβλίο και …η συνάφεια του κόσμου

Μετά από επτά χρόνια συνεχούς παρουσίας, μετά από 763 αναρτήσεις, μετά από χιλιάδες σελίδες ανάγνωσης, που δεν ξεκίνησαν το 2006 κι ούτε θα σταματήσουν τώρα, μετά από δεκάδες χιλιάδες επισκέψεις που δέχτηκα στο Βιβλιοκαφέ και ανάλογα σχόλια, κι ενώ πρόλαβα τους πρωτεργάτες του χώρου όπως το θρυλικό diavazo.blogspot.com και συμπορεύτηκα με πολλά άλλα βιβλιοφιλικά ιστολόγια, ψάχνω να βρω ένα κίνητρο για να συνεχίσω. Η Sue (στο προηγούμενο ποστ) ψυχανεμίστηκε τα αντικίνητρα που μου παρουσιάζονται, αν και εγώ δεν είχα σκοπό να τα θίξω ως τώρα.
            Η αλήθεια είναι ότι κερδίζω πολλά από το καφενεδάκι-μου, πρώτιστα μια ώθηση (που δεν έπαψε ποτέ) να διαβάζω, να ψάχνω, να σκέφτομαι. Κι αυτά όλα προέκυψαν από μια “ερασιτεχνικής φύσης επαγγελματική συνείδηση”, που το ίδιο το ιστολογείν δημιουργεί (τόσο σε μένα, όσο και σε άλλους), ενώ δεν έλειψε και η ανατροφοδότηση από τις συζητήσεις που έγιναν μέσα και έξω από το Βιβλιοκαφέ.
            Ωστόσο, συν τω χρόνω, επήλθε μια κόπωση του ίδιου του θεσμού του μπλόγκινγκ που οφείλεται στην εγγενή (;) αποτυχία ιστολόγων και αναγνωστών να συζητήσουν γόνιμα πάνω στα βιβλία που διαβάζουν. Κανονικά δεν πρέπει να μας αρκεί να δούμε:

-         Ποιο βιβλίο μας άρεσε και γιατί
-         Ποιο άλλο να διαβάσουμε και γιατί
-         Ποιος συγγραφέας αξίζει, περισσότερο ή λιγότερο
-         Ποιοι άλλοι βιβλιόφιλοι παρακολουθούν τις αναγνώσεις μας (πόσοι followers, πόσα σχόλια κ.ο.κ.)
-         Τα σχόλια που περιέχουν προσωπικές φιλοφρονήσεις και φιλικούς χαριεντισμούς
-        

Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι πόσο ένα βιβλίο συλλαμβάνει ή δημιουργεί τις συνθήκες του κόσμου και μπορεί να μας τις υποδείξει. Πόσο ένα βιβλίο έρχεται να αλλάξει όχι την αισθητική-μας (ωραίες οι τεχνικές, το ύφος, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων κ.ο.κ.) αλλά κυρίως την κοσμοαντίληψή-μας. Πόσο η λογοτεχνία δίνει απαντήσεις στις νέες συνθήκες που ζούμε, πόσο συνδιαλέγεται με την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τον κινηματογράφο, την παγκοσμιοποίηση… Συζητάμε συχνά για το αν ο τάδε συγγραφέας ξέρει να γράφει ή ξέρει να στήνει ατμόσφαιρα, αλλά λιγότερο αν έρχεται δρομαίος στη ζωή-μας να την ανατινάξει. Συζητάμε για το αν η γραφή-του είναι σύγχρονη ή όχι και λιγότερο αν η ιδεολογία του έργου είναι τόσο ανανεωτική για τις βολεμένες-μας συνειδήσεις.
Ακόμα χειρότερα έχουμε μπει σε ένα "καταναλωτικό πλαίσιο", σύμφωνα με το οποίο διαβάζουμε πολύ, καταβροχθίζουμε τόνους μελάνης, αλλά σκεφτόμαστε λιγότερο, αφήνουμε το βιβλίο να μας επηρεάσει όλο και πιο λίγο, αποφεύγουμε έναν αργό λογοτεχνικό μηρυκασμό που θα γεννούσε βραδυφλεγώς ιδέες και συναισθήματα. Τρώμε βουλιμηδόν τα βιβλία και αδιαφορούμε για το πώς θα τα χωνέψουμε, νοιαζόμαστε για την τέρψη του λαρυγγιού-μας, αλλά ολιγωρούμε για τα θρεπτικά συστατικά που θα διοχετευθούν στον οργανισμό-μας. Πιστεύουμε στο πρότυπο του ιστολόγου που αναρτά συχνά, είναι συνεχώς στο προσκήνιο, δικτυώνεται, επιδιώκει διαδικτυακές φιλίες και πάμπολλα σχόλια, προβάλλει τη βιβλιοφαγία-του με καμάρι, ενώ κανείς δεν ξέρει πόσο όλο αυτό το προφίλ αντιστοιχεί σε μια ουσιαστική παιδεία.
Ο Σωκράτης είχε ξεχωρίσει σωστά τον σοφό από τον πολυμαθή. Ως προς τη λογοτεχνία, ο δεύτερος έχει ποσοτικές γνώσεις (π.χ. τόσα βιβλία, τόσοι συγγραφείς), ενώ ο πρώτος έχει ουσιαστικές γνώσεις, και πέρα από γνώσεις έχει μυηθεί στη λογοτεχνία, βλέπει πίσω από τη θέα και καταλαβαίνει κάτω από τις λέξεις. Αυτή η βαβούρα των μπλογκς –τώρα στα γεράματα το συνειδητοποιώ- δεν προσφέρει σοφία.
Έτσι, με τέτοιες σκέψεις θυμάμαι τον Καβάφη που έγραφε: 

Όσο μπορείς 

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες
.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
 

Τι μπορώ να αλλάξω στο ιστολογείν για να κερδίσω την ψυχή-μου; Τόσο εγώ όσο και οι άλλοι. Ο Ναυτίλος (alexis-chryssanthie.blogspot.gr) είναι ένα πρότυπο με τις αποστάσεις-του, με την αραιή αλλά σταθερή παρουσία-του, με τις διαχρονικές επιλογές-του. Το βιβλίο πρέπει να είναι μέσο ψυχ-αγωγίας και όχι φετίχ, να είναι μέσο εσωτερικής (βουδιστικού τύπου) αναζήτησης και όχι βιβλιοπανήγυρη. Η επανάπαυση είναι η παχυσαρκία της ψυχής…
 
[Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.anglo-continental.com, fineartamerica.com, cm201u.org, www.genusbreeding.co.uk, history-pages.blogspot.com και osarena.net]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 21, 2013

7 χρόνια ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ

Ώρες μπροστά στον υπολογιστή, ακόμα περισσότερες πάνω από μια τυπωμένη σελίδα, εγώ ο ναρκομανής του βιβλίου, ο junkie της λογοτεχνίας. Σήμερα κλείνουν επτά χρόνια από τότε που συνελήφθη η ιδέα ενός ιστολογίου, (όπως μερικά άλλα που υπήρχαν την εποχή εκείνη), το οποίο θα είχε βασικό-του άξονα το βιβλίο. Το Βιβλιοκαφέ, λοιπόν, μετά από πρόταση της “Κάτιας” (την ευχαριστώ όπου κι αν βρίσκεται!) στήθηκε, πριν από επτά χρόνια (2006) σαν σήμερα, με πρόχειρα υλικά: έναν υπολογιστή, μια βιβλιοθήκη, πολλά τραπέζια και καφέδες, μπόλικη διάθεση για διάβασμα και άλλη τόση για συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία.
            Τέτοια μέρα γιορτάζω. Μα αντί για ευχές, οι οποίες βέβαια δεν είναι περιττές, πάντα ζητώ την ειλικρινή γνώμη όσων περνοδιαβαίνουν την πόρτα του καφενείου-μου και σιγοπίνουν τον καφέ-τους παρέα μ’ ένα βιβλίο και δυο τρεις άλλους που ξεφυλλίζουν κι αυτοί το δικό-τους.
            Επομένως, δεν με παραξένεψε η παρακάτω επιστολή, η οποία ήλθε να ταρακουνήσει τον φιλήσυχο βίο-μου. Την παραθέτω, επειδή είμαι σίγουρος ότι εκφράζει πολλούς, και περιμένω επιπλέον σχόλια:
 

Φίλε Φώτη,

        Το τι έχεις πετύχει και τι όχι στην μπαστακωμένη παρουσία σου στο ίντερνετ των βιβλίων, δε θα το κρίνω εγώ. Ποσώς με νοιάζει δηλαδή. Δε θα μιλήσω για το αν έχεις δίκιο ή όχι στις παρουσιάσεις σου. Στα αποτέτοια μου. Δεν θα ασχοληθώ με το αν αδίκησες ή όχι τα βιβλία. Ούτε θα σχολιάσω το ξερό, εργαστηριακό ύφος σου. Από έναν μικροβιολόγο τι να περιμένει κανείς; Ποιήματα; Δε θα μιλήσω για το αν ζωντάνεψε ή όχι η κριτική-παρουσίαση βιβλίων από τον καφενέ σου. Θα σχολιάσω όμως περισσότερο κάτι που ενοχλεί εμένα αλλά και φαντάζομαι πολλούς άλλους αναγνώστες: τη ρημάδα την ανωνυμία σου.
        Καταρχάς, ρε μπαρκαρούτσο, πώς μπορώ να ’μπιστευθώ το ανώνυμο στέκι σου; Για να μπορέσω να μιλήσω και να συμφωνήσω με όσα λες, ή να διαφωνήσω, πρέπει να έχω απέναντί μου ένα πρόσωπο. Να λέω, ο Φώτης λ.χ. έχει δίκιο, αλλά μερικές φορές είναι απόλυτος. Ναι, μωρέ καραγκιόζη! Να λέω, είναι πολύ μεγάλος για να μπορεί να καταλάβει τη νέα γενιά ή είναι πολύ μικρός για ξέρει την ιστορία των γραμμάτων. Επειδή είναι άνδρας έχει τις προκαταλήψεις του, ο φαλλοκράτης. Ή επειδή είναι γυναίκα, αρνείται να δει την ανδρική πλευρά, η υστερικιά. Με σένα συναντώ ένα άψυχο μηχάνημα που απλώς τηλεγραφεί μηνύματα…
        Και πού ξέρω, ρε σαμουράι του γλυκού νερού, αν πίσω από τη μάσκα σου κρύβονται συμφέροντα; Μπορεί να ’σαι συγγραφέας που κατακεραυνώνεις τους ανταγωνιστές σου. Ναι, ρε χατζηαβάτη του ίντερνετ. Ή μπορεί να ’σαι εκδότης που προωθείς τα βιβλία των εκδόσεών σου με μια καλοστημένη μηχανή. Ή τέλος πάντων ένα τσιράκι που πληρώνεσαι για να διαφημίζεις ή να δυσφημείς κείμενα, συγγραφείς και επιλογές. Μίλα, ρε γελοίο υποκείμενο, είσαι κάτι τέτοιο;
        Και τίποτα απ’ όλα αυτά να μην ισχύει, η ψευδωνυμία σου δείχνει συγκαλυμμένη δειλία. Αν ήσουν υπεύθυνος για όσα πιστεύεις, να βγεις να πεις «Με λένε Ιγνάτιο Παπαρόλα και θεωρώ αυτό το βιβλίο γαμάτο ή το άλλο για χέσιμο». Τώρα το παίζεις ελεύθερος σκοπευτής που πυροβολείς πίσω από την πολεμίστρα σου, ρε μπουχέσα; Ένας μασκοφόρος Ζορρό που λεηλατείς το χώρο, χωρίς να μπορεί κανείς να σε σύρει σε μονομαχία και να σε ξεμπροστιάσει; Οι άντρες υπογράφουν περήφανα τη γνώμη τους και μιλάνε με πρόσωπο και σπαθί.
        Τώρα τελευταία, μια που μιλάμε ανοιχτά, κατάλαβα κι άλλο ένα πρόβλημα της ανωνυμίας σου. Δεν έχεις προσωπική ζωή. Οι άλλοι βιβλιόφιλοι μπλόγκερς λένε, ρε παιδί μου, διάβασα αυτό το βιβλίο σε μια εκδρομή στην Αίγινα και το συνδυάζω με την άνοιξη και την Καθαρά Δευτέρα. Άλλος λέει, ήμουν στο κρεβάτι του νοσοκομείου και το μυθιστόρημα της τάδε ρωσίδας συγγραφέως ήταν μια νότα αγαλλίασης στους πόνους μου. Χθες αγόρασα τρία βιβλία αλλά σήμερα από τα νεύρα μου έσχισα τη συλλογή διηγημάτων. Πριν από δυο μήνες πέταξα το βιβλίο στο κεφάλι του άντρα μου κι από τότε έχουν τσαλακωθεί μερικές σελίδες του… Εσύ, τίποτα. Ένας «επαγγελματίας» αναγνώστης, ένας απρόσωπος διαβαστής, ένας βιβλιοφάγος-ρομπότ. Δεν έχεις αίμα, σάρκα, ψυχή… Είσαι μια ψυχρή εγκυκλοπαίδεια που κουνάει το δάχτυλο… Ξέρω έναν καλό ψυχίατρο για την περίπτωσή σου, θα σου τον συστήσω.
        Πατριάρχη Φώτιε, ή όπως αλλιώς σε λένε στην πιάτσα, δεν μπορώ να συχνάζω σ’ ένα απρόσωπο καφέ. Θέλω ανθρώπινη παρουσία, θέλω ζωή, θέλω ζεμπεκιές. Θέλω νεύρο, θέλω να κλαίω, να ωρύομαι, να φωνάζω, ν’ ακούω καμιά μαλακία, ναι λέω καμιά μπαρούφα. Εσύ τίποτα. Σαν να μιλάω με τον παππού μου, που δεν θυμώνει ποτέ. Σαν να μιλάω στο θέατρο σκιών που δεν απαντά παρά με πρόγραμμα και μέτρο. Κι αν δεν ήμουν παρά ο άλλος σου εαυτός, θα άκουγες χειρότερα…
 
Λάβε τα μέτρα σου
Πατριάρχης Φώτιος
 

            Ο επιστολογράφος έχει δίκιο από τη δική-του πλευρά. Θέλει έναν άνθρωπο απέναντί-του και συναντά ένα τείχος. Δεν θέλει μόνο επιχειρήματα, θέλει βιώματα. Δεν θέλει σπουδαίες γνώμες, θέλει προσωπικές εμπειρίες. Δεν θέλει να μιλά για βιβλία, αλλά για αναγνώσεις. Προσωπικές, εφήμερες, υποκειμενικές, με κλάμα και με γέλιο. Περιμένει να συναντήσει έναν άνθρωπο που να δίνει χρώμα σε όσα λέει, να αλατίζει τις αναγνωστικές-του εμπειρίες με ανθρώπινο παλμό και αίμα.
            Εγώ δεν θα απαντήσω. Έχω πει και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις τη γνώμη-μου. Τώρα, βλέπω το δίκιο της άλλης πλευράς, αλλά συνάμα πιστεύω πόσο η άλλη λύση ζητά κουβέντα, που θα μπορούσε να κινείται γύρω από κάθε θέμα, και όχι διάλογο που να μιλά για τα βιβλία. Δεν θα συνεχίσω. Είναι μια στάση ζωής που τη σκέφτομαι συνεχώς κι, αν το κρίνω σκόπιμο, θα την αλλάξω στην πράξη. Προς το παρόν πιστεύω ότι περισσότερο από τις περιστασιακές συζητήσεις αξίζουν οι καταθέσεις που θα κριθούν σε ορίζοντα χρόνου από την Ιστορία. Προς το παρόν θέλω ο αναγνώστης του 2030 να βρίσκει στο Βιβλιοκαφέ μια κιβωτό βιβλιοπαρουσιάσεων, με άποψη επιχειρήματα, και όχι απλά likes ή dislikes και εφήμερες αναγνωστικές στάσεις.
            Θέλω να ευχηθώ μακροημέρευση στον Librofilo (librofilo.blogspot.com) που μέσα στον Μάιο έκλεισε κι αυτός τα επτά χρόνια βιβλιοφιλικής παρουσίας και στην κύπρια Αναγνώστρια (anagnostria.blogspot.com) που σαν σήμερα άνοιξε κι αυτή τα ιστολογικά-της φτερά.
Καλές αναγνώσεις σε μπλόγκερς και θαμώνες
Πατριάρχης Φώτιος
 
Η φωτογραφία κορυφής είναι παρμένη από το artistbychance.blogspot.com, η επόμενη από το funjojo.site50.net, ο πίνακας με τα βιβλία είναι του Vincent Van Gogh, ενώ η τελευταία φωτογραφία λήφθηκε από το angel.ge.

Wednesday, June 19, 2013

Η “Βουβή κραυγή” της Karin Fossum

Αστυνομική λογοτεχνία για το καλοκαίρι (4): Το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα (το έδειξα και στην προηγούμενη ανάρτηση) είναι εξαιρετικό στους υψηλούς-του στόχους, και μέσα σ’ αυτό η συγγραφή της Fossum είναι ακόμα πιο ιδιαίτερη, καθώς η συγγραφέας δεν στήνει απλώς την υπόθεσή-της, αλλά γυρίζει τη φόδρα της κοινωνίας μέσα έξω. 
 
 
Espresso solo:
Karin Fossum
Elskede Poona
J.W. Coppelens Forlag A.S.
2001
“Βουβή κραυγή”
μετφ. Έφ. Φρυδά
εκδόσεις Μεταίχμιο
2012 

            Η βασική διαφορά του συγκεκριμένου αστυνομικού μυθιστορήματος σε σχέση με τα άλλα είναι τόσο μεγάλη που αμέσως κάνει τον αναγνώστη να δει μια ιδιαίτερη αξία. Πέρα από το σασπένς και τη διαδικασία της έρευνας, η νορβηγίδα συγγραφέας πετυχαίνει την εξαιρετική ψυχογράφηση των προσώπων και τη μετατροπή της ιστορίας σε θρίλερ που τραβά μέσα-της και τον αναγνώστη.
            Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Γκίντερ Γιούμαν, ένας πενηντάρης συνεσταλμένος και συντηρητικός, αποφασίζει να πάει στην Ινδία να βρει νύφη. Όντως στο Μομπάι βρίσκει την Πούνα και επιστρέφει στο Έλβεσταντ περιμένοντας και την γυναίκα-του να έλθει λίγες μέρες αργότερα. Η αγωνία χτίζεται σταδιακά, τόσο για το τι μπορεί αυτός ο άβγαλτος άνθρωπος να πετύχει στη μακρινή Ινδία αλλά και μετά πώς θα κυλήσει αυτή η σχέση στη παγωμένη Νορβηγία. Η ένταση κορυφώνεται κι ο αναγνώστης τη νιώθει στον αέρα, όταν τη μέρα εκείνη που θα έπρεπε ο Γκίντερ να πάει να πάρει την Πούνα από το αεροδρόμιο, η αδελφή-του πέφτει θύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος κι έτσι αυτός αναγκάζεται να μείνει στο νοσοκομείο δίπλα-της. Στέλνει λοιπόν έναν ταξιτζή να την παραλάβει αλλά αυτός γυρίζει άπραγος. Την άλλη μέρα βρίσκεται το πτώμα-της, φρικτά κακοποιημένο, ένα χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι-του…
            Η Fossum δεν στήνει μόνο μια αστυνομική ιστορία, όπου, όπως στα περισσότερα έργα αυτού του είδους, διαβάζουμε την πορεία της διαλεύκανσης της δολοφονίας. Πολύ περισσότερο μπαίνει στην ψυχολογία των ανθρώπων, δίνει καίρια και εστιασμένα τους φόβους-τους (λ.χ. η μικρή Λίντα κάτι είδε εκείνο το βράδυ, αλλά φοβάται να μιλήσει, κι όταν μιλά, βλέπει τους άλλους να την κοιτάζουν με μισό μάτι), παρακολουθεί τη δράση μερικές φορές από τη σκοπιά των μαρτύρων αλλά και από τη σκοπιά των αστυνομικών, κινεί την κάμερα με εσωτερική και εξωτερική γωνία συγκαλύπτοντας και αποκαλύπτοντας ενδείξεις και πειστήρια.
            Το σημαντικό, ξαναλέω, δεν είναι η εξιχνίαση αλλά η θριλερική, χωρίς αιματηρές εικόνες, αλλά με έντεχνα δοσμένες μορφές εσωτερικής ανασφάλειας. Μάλιστα ο αστυνόμος Σέγερ λέει χαρακτηριστικά: “όλοι κάτι κρύβουν, κάτι που δεν είναι απαραιτήτως φόνος. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που κάνει τόσο δύσκολη αυτή τη δουλειά. Όλοι έχουν τις ενοχές-τους, κάτι που μερικές φορές δημιουργεί αδίκως κακές εντυπώσεις γι’ αυτούς”. Η αστυνομική έρευνα είναι πρώτιστα μια ανάμιξη στη ζωή πολλών ανθρώπων, σαν τον συγγραφέα που ανασκαλεύει τα μυστικά των ηρώων-του. Η γραφή είναι μια ενδελεχής εξιχνίαση της ψυχολογίας και των κρυφών ενοχών του καθενός, είναι μια διαδικασία ξετυλίγματος μύχιων σκέψεων και θέασης των εσωτερικών πληγών του ανθρώπου.
            Ένα ολόκληρο ψηφιδωτό ζωών που σκιαγραφούνται με μικρές πινελιές. Καθεμιά από αυτές έχει τα πάθη-της, ακόμα και ο Γκόραν που συνελήφθη ως βασικός αίτιος, ο οποίος ενώ δείχνει ακμαίος και μυώδης, ανθεκτικός και ακαταπόνητος, λυγίζει. Πολλοί άνθρωποι ζουν με τον σκύλο-τους, δείγμα μιας κλειστής ζωής, μοναχικής και απόμακρης, άλλοι έχουν κρυφά όνειρα, όπως η δεκαεξάχρονη Λίντα, που ερωτεύτηκε τον αστυνόμο Σκάρε, άλλες απατούν τον άνδρα-τους κ.ο.κ. Χωρίς να μας μπλέκει η συγγραφέας σε ένα λαβύρινθο χωρίς έξοδο, χωρίς να χάνει από το στόχαστρό-της την εξιχνίαση της δολοφονίας, μπορεί και κινείται άνετα τόσο στο στόρι όσο και στην ψυχογράφηση των δυνάμει υπόπτων, μαρτύρων, απλώς παρισταμένων κ.ο.κ.
            Διαβάζουμε ένα έξοχο έργο που καταξιώνει την αστυνομική λογοτεχνία, καθώς την εξυψώνει στα όρια της ψυχολογικής ανάλυσης, της βαθύτερης δηλαδή κατανόησης του ανθρώπου. Κλείνει κυκλικά, με ένα τέλος που παραπέμπει στην αρχή, κλείνει με ανοικτές προοπτικές, όπως η ζωή που δεν βάζει τελεσίδικους επιλόγους…

[Το ποστ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 24/5/2013 και διακοσμήθηκε με φωτογραφίες παρμένες από: baliwala.blogspot.com, www.telegraph.co.uk, 4euroinformation.wordpress.com, imgur.com, www.slate.com και adventure.nationalgeographic.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, June 17, 2013

Ο Arnaldur Indridason αφουγκράζεται …τη “Σιωπή του τάφου”

Αστυνομική λογοτεχνία για το καλοκαίρι (3): Όταν το σασπένς συνδυάζεται με την καταβύθιση στα προβλήματα μιας κοινωνίας, όταν ο αναγνώστης τρέχει για να διαβάσει παρακάτω, αλλά και στέκεται για να διαβάσει σε βάθος, τότε το αστυνομικό μυθιστόρημα ξεπερνά τον εαυτό-του. 
 
 
Στιγμιαίος καφές με άρωμα φουντούκι:
Arnaldur Indridason
“Grafarpøgn”
Edda Publishing
Reykjavik
2002
Η σιωπή του τάφου
μετ. Γ. Μπαρουξής
εκδόσεις Μεταίχμιο
2012 

            Η σκανδιναβική λογοτεχνία έχει δείξει μια ιδιαίτερη προτίμηση στο αστυνομικό μυθιστόρημα δημιουργώντας σχολή που, παρά τις ομοιότητες των δημιουργών που ανήκουν σ’ αυτήν, διακρίνεται για την ευρεία ποικιλία-της. Από τους Σουηδούς Camilla Läckberg (εδώ κι εδώ), Άρνε Νταλ, Stieg Larsson και φυσικά τον πιο κλασικό Henning Mankell (εδώ και εδώ) μέχρι τον Νορβηγό Jo Nesbø κ.ο.κ. Σκληρά αντράκια, κλειστές κοινωνίες, όπου η οργάνωση είναι δεδομένη αλλά και τα προβλήματα κοινωνικής παθογένειας είναι όλο και πιο ορατά, μοναχικές υπάρξεις, ποτό και ναρκωτικά, σκοτάδι και πολύς καφές…
            Η Ισλανδία, παρότι απομονωμένη, ανήκει βιολογικά στη Σκανδιναβία των Βίκινγκς, αλλά συνάμα παρουσιάζει πολλές αμερικανικές και αγγλικές επιρροές. Ομολογώ ότι δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για την κοινωνία-της, εκτός από τις πρόσφατες ειδήσεις που ήλθαν από εκεί, όπως η έκρηξη του ηφαιστείου και η οικονομική κρίση που τη γονατίζει. Επομένως, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα γι’ αυτή τη χώρα είναι ίσως μια καλή πόρτα γνωριμίας, καθώς τα έργα αυτά διακρίνονται για την κοινωνική-τους εστίαση και τη χαρτογράφηση ποικίλων σκοτεινών πλευρών της εκάστοτε κοινωνίας.
            Ένα πτώμα που ξεθάφτηκε μετά από 70 περίπου χρόνια σε μια περιοχή που παλιά φιλοξενούσε μόνο σαλέ και τώρα είναι μέσα στον αστικό ιστό του Ρέικιαβικ κινητοποιεί την αστυνομία στις έρευνές-της. Ο αστυνόμος Έτλεντουρ εκτός από αυτή την υπόθεση έχει να μεριμνήσει και την κόρη-του που έχει πέσει στα ναρκωτικά και τώρα είναι σε κώμα στο νοσοκομείο. Η αφήγηση εναλλάσσεται με το παρελθόν, όταν στον λόφο ζούσε μια πενταμελής οικογένεια, στην οποία ο πατέρας δέρνει την γυναίκα-του και εκφοβίζει την κόρη-της από άλλον άνδρα, που είναι άτομο με ειδικές ανάγκες, αλλά και τους γιους-του. Έτσι, υποψιαζόμαστε ποιος είναι το θύμα, αλλά περιμένουμε να μάθουμε από τις έρευνες ποιος τον σκότωσε και πώς.
Το αστυνομικό γίνεται λίγο θρίλερ, αλλά παράλληλα δεν παύει να αποκαλύπτει πτυχές μιας κοινωνίας που στο τέλος του 20ου αιώνα θέτει θέματα όπως αυτά των ναρκωτικών και των παρακμιακών γειτονιών της πρωτεύουσας, των συμβιώσεων και του γάμου, των μικρών δραμάτων που δεν λείπουν από κανένα σπίτι, αλλά φυσικά –με την αναδρομή στα χρόνια του πολέμου- στην ενδοοικογενειακή βία και στη βαρβαρότητα, η οποία δεν αποκαλύπτεται στο πλαίσιο μιας ανδροκρατούμενης αίσθησης της αξιοπρέπειας.
Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, συνειδητοποιούμε ότι το βάρος του έργου δεν είναι η αστυνομική διαλεύκανση, αλλά η αποτύπωση -μέσω μιας φεμινιστικής ματιάς- της κοινωνικής κατάστασης, αφού οι άνδρες στο βιβλίο, ακόμα και ο αστυνόμος Έτλεντουρ ή ένας άλλος συνάδελφός-του έχουν “ρίξει” θήλυες υπάρξεις που βρέθηκαν στον περίγυρό-τους. Έτσι, οι ατέλειες στην αλυσίδα μέχρι την ανακάλυψη του ενόχου (που στο τέλος δίνει κάτι παραπάνω στον αναγνώστη), παραμερίζονται στη συνείδησή-μας, καθώς η συγκίνηση που εντείνεται και ο προβληματισμός για τη θέση της γυναίκας που συχνά είναι ανίσχυρη μπροστά στη δύναμη του αρσενικού καταξιώνουν το μυθιστόρημα.
 
[Το κριτικό ποστ έχει πρωτοδημοσιευετεί στο In2life στις 26/3/2013 και περιλαμβάνει φωτογραφικό υλικό που λήφθηκε από: www.britannica.com, globeattractions.com, andymossack.blogspot.com, www.fotopedia.com και www.choosehelp.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 14, 2013

Ο Jean Paul Nozière ακούει … τη “Σιωπή των νεκρών”

Αστυνομική λογοτεχνία για το καλοκαίρι (2): Ο πλούσιος ευρωπαϊκός τρόπος ζωής και η φτωχή αφρικανική επικράτεια δοσμένα όχι σε μια ρεαλιστική φωτογραφική απεικόνιση της εξαθλίωσης αλλά σε μια έμμεση καταγγελία της εκμετάλλευσης. 

 
Γαλλικός με αλγερινό χαρμάνι:
Jean Paul Nozière
“Le Silence de morts”
Payot et Rivages
2006
Η σιωπή των νεκρών
μετ. Δ. Σιδηρόπουλος
εκδόσεις Πόλις
2012 

            Διαβάζοντας ένα βιβλίο με σασπένς, ξέρεις ότι θα εξασφαλίσεις μερικές ώρες ανεμελιάς, δημιουργικής αναμονής και πνευματικής προσήλωσης, καθώς το τι θα γίνει μετά είναι βασική παράμετρος αυτής ή όποιας άλλης αναγνωστικής απόλαυσης.
            Ο γάλλος μυθιστοριογράφος κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο Νουάρ Μυθιστορήματος το 2007 γι’ αυτό το βιβλίο κι όλοι όσοι ασχολούνται με το είδος ξέρουν ότι η γαλλική σχολή στηρίζεται σε μια βαθιά παράδοση. Στήνει την υπόθεσή-του πάνω στην ανεξιχνίαστη αυτοκτονία ενός Άραβα και στο παράξενο ατύχημα μιας γιατρού, γεγονότα που οδηγούν στην έπαυλη του Πρέσβη. Εκεί αποκαλύπτονται οι σεξουαλικές προτιμήσεις του εν λόγω υπόπτου και το εμπόριο πυρηνικού υλικού.
            Θα έλεγα ότι είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται αβίαστα, αλλά δεν λείπουν κενά ή ατέλειες στην πλοκή. Θα έλεγα ότι μπορεί να συνδυάζει δράση και μετρημένη αγωνία, αλλά συνάμα κλείνοντάς-το κανείς δεν είναι σίγουρο ότι θα το επεξεργαστεί περαιτέρω. Έχει ωστόσο κάνα-δυο σημεία που αξίζουν να προσεχτούν καθώς εμπλουτίζουν τέτοιου είδους κείμενα με λογοτεχνικές αρετές.
            Αφενός, το ξεκίνημα του έργου περιτριγυρίζει το βασικό πρόσωπο, τον Μπλου, που είναι συνταξιούχος αστυνόμος και χαίρει μικρής υπόληψης ανάμεσα στους συναδέλφους-του. Η αρχή του βιβλίου το βρίσκει σε ένα μπαρ όπου χορεύουν ταγκό, στο οποίο συχνάζει, καθώς μόνος, χωρίς γυναίκα, η οποία πέθανε, χωρίς παιδιά, τα οποία τον εγκατέλειψαν, χωρίς δουλειά, αφού έχει αφυπηρετήσει, βρίσκει εκεί παρηγοριά στους θαμώνες του τάνγκο-μπαρ. Στη συνέχεια του έργου συμβαδίζουν αστυνομική έρευνα και προσωπική απογοήτευση, παρακολουθήσεις και συζητήσεις με μάρτυρες παράλληλα με την ιστορία της Μωντ, τρελής αδελφής του Μπλου, και ενδιάμεσα η αφήγηση για τη Σέλμα που αγόραζε κοριτσάκια από φτωχές αλγερινές οικογένειες, για να τα φέρει στον Πρέσβη. Ανάμεσα στα καλογραμμένα κεφάλαια δράσης, ξεδιπλώνονται ιστορίες trafficking και προσωπικές στιγμές πόνου.
            Όπως ίσως φάνηκε, παράλληλα με το σώμα της κύριας υπόθεσης, που στηρίζεται στην έρευνα και στη διαλεύκανση δύο φόνων, αναδεικνύεται το θέμα του εύκολου άνομου πλουτισμού και της εμπορίας μικρών κοριτσιών που προορίζονται για τις ερωτικές ορέξεις ευδαιμονιστών πλουσίων. Ο πρώτος κόσμος απομυζεί τον τρίτο όχι μόνο σε πρώτες ύλες αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό το οποίο θεωρείται εύκολη λεία για εργασία, σεξ ή ό,τι άλλο κρίνουν οι άνθρωποι της τρυφηλής Ευρώπης.

[Πρώτη δημοσίευση στις 1/3/2013 στον ιστότοπο In2life. Φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: occforeclosure.net,vintageholidays.co.uk, www.k-libre.fr, www.globalpost.com και www.allmakeupstyles.com]
Πατριάρχης Φώτιος