Friday, October 28, 2011

Για ποιον κάνουμε παρέλαση;

            Η σημερινή μέρα είναι επέτειος μιας αντίστασης που χαρακτήρισε τη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Και φυσικά οι ζώντες ξέρουν, είτε επειδή τα έζησαν είτε επειδή είναι ακόμα πολύ νωπά, πόσο το έπος της Αλβανίας και η αντίσταση δεν είναι μικρής σημασίας γεγονότα. Το πρόβλημα όμως είναι πλέον ότι τα έχουμε μετατρέψει, όπως πολλά, σε μουσειακό έκθεμα, σε ιστορικό απολίθωμα, σε φιλέορτη μέρα συγκίνησης αλλά όχι ζωής.
            Για ποιον κάνουμε παρέλαση; Για τους πολιτικούς ή για τους πεσόντες, για τους αγωνιστές ή για τους εορτοκάπηλους, για αυτούς που δημιούργησαν ιστορία πεθαίνοντας από τις σφαίρες και τα κρυοπαγήματα ή για τους σημερινούς επισήμους που απλώς παρακολουθούν την ιστορία να περνάει; Γι’ αυτούς που έγραψαν ιστορία ή γι’ αυτούς που τη διέγραψαν;
Η λέξη «προδότης» που ακούστηκε για τον Παπούλια, φυσικά υπερβολική και άστοχη, απλώς αποπροσανατολίζει τη συζήτηση περί της οργής που απευθύνεται στο πολιτικό σύστημα και σε όσους εκμεταλλεύονται τις επετείους για να δείξουν τον αντιηρωισμό-τους. Ο Παπούλιας και κάθε πολιτικός δεν είναι μόνο ο θεσμός, είναι και το πρόσωπο που θα μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες και δεν παίρνει, που θα μπορούσε να πείσει ότι συμμερίζεται τα προβλήματα και δεν εκνευρίζεται μόνο όταν η αγανάκτηση φτάνει στο πρόσωπό-του. Δεν μπορεί να κωφεύει με στωικότητα, ούτε να ακούει τα μέτρα και να δηλώνει ότι ο ελληνικός λαός τα αποδέχεται!
Επιπλέον, είναι πλέον έωλη η ασυλία για όσους πράγματι πολέμησαν είτε στην Κατοχή είτε στη διάρκεια της Δικτατορίας. Ζούμε τριάντα πέντε χρόνια τη γενιά του Πολυτεχνείου η οποία με τις δάφνες της αλλοτινής δόξας-τους καρπώνονται αέναα προνόμια και θέσεις στο απυρόβλητο. Αντίστοιχα, όσοι άλλοτε αγωνίστηκαν και τώρα συμβιβάζονται, όσοι άλλοτε πάλευαν και αντιστέκονταν και τώρα καρεκλοβολεύονται, πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν μπορούν ες αεί να επαναπαύονται στις περγαμηνές του παρελθόντος.
Η παρέλαση δεν γίνεται για τους επίσημους, αν αυτοί απλώς απολαμβάνουν τη δόξα της θέσης-τους. Η σημερινή παρέλαση δεν γίνεται για την νυν ηγεσία, πολιτική, εκκλησιαστική, πνευματική, αν αυτή δεν παρελαύνει όλο το χρόνο με το κεφάλι ψηλά. Η παρέλαση γίνεται για να τιμηθεί η μέρα και ο αγώνας του ’40 και όχι για να κάνουν δηλώσεις οι εκλεγμένοι αλλά όχι εκλεκτοί.
Μόλις έφυγαν οι πολιτικοί, η παρέλαση έγινε, ασχέτως αν οι τηλεοπτικοί σταθμοί μιλούσαν για “περίεργη μέρα”. Ο λαός παρέλασε μπροστά στον λαό. Το “Όχι” δεν λέγεται επετειακά, δεν εκτοξεύθηκε την 28η Οκτωβρίου του 1940 και από τότε το βάλαμε στο συρτάρι μαζί με τη σημαία και το βγάζουμε μια-δυο φορές τον χρόνο. Το “Όχι” πρέπει να λέγεται σε κάθε προσκυνηματική πολιτική, σε κάθε μικροπολιτικό που ανεβαίνει πάνω στις πλάτες της Μνήμης για να αναδείξει το αχαμνό ηθικό-του δέμας.
Δεν αναφέρομαι προσωπικά στον Παπούλια, πράγμα που όπως προείπα αποπροσανατολίζει τη συζήτηση. Αυτό που εξάγεται ως μήνυμα από τη διακοπή της παρέλασης είναι πως ο λαός, ίσως και χωρίς χειραγώγηση, ζει τις επετείους και δεν τις αερίζει επετειακά κάθε 28η Οκτωβρίου και 25η Μαρτίου. Και ζω σημαίνει αγωνίζομαι.
Με τη λογική-μου είμαι ενάντια στη διακοπή της παρέλασης, αλλά με την καρδιά επικροτώ την αντίσταση. Και σ’ αυτόν τον τόπο η ιστορία γράφτηκε με την καρδιά.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, October 27, 2011

“Η ερωμένη και η σκιά-της” του Κυριάκου Μαργαρίτη & “Ζωή χαρισάμενη” του Σπύρου Γιανναρά

Δύο νέοι συγγραφείς ψάχνουν τα βήματά-τους: ο ένας κινήθηκε στο αστυνομικό και στην παιδική λογοτεχνία, ενώ τώρα κάνει στροφή, ο άλλος κατέθεσε τη φιλοσοφική-του παιδεία και τώρα βλέπει με κωμικό πρίσμα τις σύγχρονες ανησυχίες-του.

Καφές εσπρέσο στρέτο:
Κυριάκος Μαργαρίτης
“Η ερωμένη και η σκιά-της”
εκδόσεις Ψυχογιός
2011

        Μερικές φορές νιώθεις ότι το έργο ξεκινά για Γιάννενα και φτάνει Τρίπολη. Και τότε αρχίζεις να σκέφτεσαι: διαμόρφωσες κακώς λανθασμένες προσδοκίες; ο συγγραφέας άρχισε με καθορισμένο δρομολόγιο και στην πορεία το άλλαξε; δεν είχε εξ αρχής στόχο και πήγε όπου φυσάει;
Μέσα στη μεγάλη μπάμπουσκα του θανάτου ενός μεγάλου ηθοποιού (στα σαράντα-του;) βρίσκεις μια πιο μικρή, το πένθος της ερωμένης-του, και σ’ αυτήν μια πιο μικρή, τη φιλία-προστασία της φίλης-της. Η «Kinder έκπληξη» εντέλει οδηγεί το παιχνίδι αλλού. Το βιβλίο του κύπριου συγγραφέα χωρίζεται σε τρία εμφανή μέρη:
Ø  στο πρώτο αφηγήτρια είναι η Ειρήνη, φίλη της ηθοποιού Ευρυδίκης Καραντώνη, η οποία έχασε τον εραστή-της Πέτρο Μάρκελλο, μεγάλο όνομα στον χώρο της υποκριτικής. Μετά το πρώτο σοκ που το πέρασαν μαζί, μάλωσαν, καθώς η Ειρήνη ξεστόμισε την αρνητική-της εικόνα από τον βίο και την πολιτεία του τεθνεώτα. Η Ευρυδίκη στη συνέχεια κατέφυγε σε μέντιουμ για να ξαναβρεί την ψυχή του αγαπημένου-της και έπειτα έστησε ολόκληρη ιστοσελίδα όπου σε ζωντανή μετάδοση βλέπουν όλοι το σπίτι-της, ώστε να συλλάβουν το φάντασμα του νεκρού Πέτρου.
Ø  στο δεύτερο μέρος αφηγητής είναι ο Νικόλας, ένας ψυχοπαθής, κολλημένος με την Ευρυδίκη, ο οποίος ταυτίζεται στο μυαλό-του με τον Πέτρο και πιστεύει στην ερωτική προσέγγιση με την Ευρυδίκη, που είναι το ίνδαλμά-του. Προς το παρόν, την παρακολουθεί με προσήλωση από το διαδίκτυο και απαρνείται όλη την προηγούμενη ζωή-του προσηλωμένος καθώς είναι στον στόχο-του. Στο μήνυμα, που τελικά στέλνει, προσπαθεί να αποκαλύψει στην αγαπημένη-του ότι είναι ο Πέτρος!
Ø  στο τρίτο  ο παντογνώστης αφηγητής αναφέρει παρακολουθώντας σκηνές και πρόσωπα την τελική συνάντηση του Νικόλα και της Ευρυδίκης, που είχε επεισοδιακό φινάλε.
            Ξεκίνησα να το διαβάζω με ενδιαφέρον. Η αλαζονεία των επώνυμων και ο κανιβαλισμός των ΜΜΕ απέναντί-τους, το πένθος και η ψυχολογία των ημερών, η φιλία και η αγάπη, ο παρόρμηση και κυρίως η εξέλιξη στη μεταπενθική περίοδο. Είδα ένα ύφος σμιλεμένο, το οποίο από ένα σημείο και μετά κούραζε με τις απανωτές-του αναδιπλώσεις και τον συνεχώς σχολιαστικό-του τόνο. Η αλλαγή αφηγητή με εξέπληξε, μάλλον αρνητικά, καθώς το βάρος περνάει στην εμμονή του Νικόλα και έτσι απομακρύνεται εντελώς από τον πρώτο άξονα και τις όποιες αναμονές είχαμε στηρίξει πάνω σ’ αυτόν. Στο τέλος ανακαλύπτουμε ότι η μονομανία πέφτει πάνω σε μια άλλη μονομανία και η σύγκρουση γεννά νέα τραύματα.
            Εκτός από τον τρόπο αφήγησης που με κούρασε, γιατί επιμένει με τόσο ρεαλιστικό τρόπο σε λεπτομέρειες και έρχεται ξανά και ξανά στα ίδια πράγματα, δεν βρήκα άξονα πάνω στον οποίο να στηρίξω τις αναγνωστικές-μου συντεταγμένες. Με άλλα λόγια, δεν μπόρεσα να βρω τον στόχο για τον οποίο γράφτηκε το μυθιστόρημα και αντίστοιχα τον στόχο που εγώ ως αναγνώστης θα θέσω ώστε να συνθέσω τα επιμέρους σε μια νομοτέλεια. Γι’ αυτό μου φάνηκε από ένα σημείο και μετά πολύ αδιάφορο το βιβλίο, το διάβαζα με μειωμένη ένταση, με εξασθενισμένα αντανακλαστικά, με ολοένα και λιγότερο ενδιαφέρον, ακόμα και εκεί που έχουμε καταλάβει ότι ο φω-Πέτρος θα κάνει τη μοιραία κίνηση προς το επίγειο ίνδαλμά-του.
            Θα ήθελα να ξέρω το προηγούμενο έργο του Μαργαρίτη, το οποίο αναφερόταν στην Κύπρο, αν είχε ανάλογο χειρισμό ή αν έδεσε πιο σφιχτά τη συνταγή και μπόρεσε να αποκαλύψει την κυπριακή τραγωδία στα μάτια των σημερινών κατοίκων-της και των Ελλαδιτών, όπως κάπου διάβασα.


Decafeine:
Σπύρος Γιανναράς
“Ζωή χαρισάμενη”
εκδόσεις Πόλις
2011

Το διήγημα είναι η φωτογραφία μιας στιγμής της πραγματικότητας, η οποία συλλαμβάνει το σοβαρό αλλά και το αστείο, το λογικό αλλά και το παράλογο, το σωστό αλλά το λανθασμένο.
            Μετά την πρώτη-του είσοδο στα γράμματα με τρεις νουβέλες φιλοσοφικής πυράκτωσης (“Ο λοξίας”, Ίνδικτος 2008) ο Σπύρος Γιανναράς κατεβαίνει πάλι στον λογοτεχνικό στίβο, πιστός στη μικρή φόρμα, με έξι διηγήματα, που δεν θυμίζουν σε πολλά την πρώτη-του απόπειρα. 
            Στην ουσία πρόκειται για έξι ανθρώπινους τύπους, οι οποίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα Νεοελλήνων μέσα στην ευδαιμονιστική κοινωνία-μας και τη σουρεαλιστικής στόφας χώρα-μας. Από τον ερωτύλο κατακτητή γυναικών που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο σαν άλμπουμ των επιτυχιών-του ως τον μοναχικό δαιτυμόνα που τρώει μόνος μπροστά στο τραπέζι καθώς θυμάται τα οικογενειακά γεύματα που απέπνεαν συλλογικότητα και στοργή. Από τον εγωκεντρικό ιερέα ο οποίος βλέπει τον εαυτό-του σε κάθε εικόνα της εκκλησίας μέχρι τον μάγο της καθημερινότητας που ανακάλυψε ότι μπορεί να μεταμορφώσει τον οποιονδήποτε (τελικά όχι τον οποιονδήποτε, αφού οι πολιτικοί είναι ήδη) σε ζώο ανάλογα με τα χαρακτηριστικά-του. Και τέλος από τον απογοητευμένο άνθρωπο που είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει αλλά τελικά άρχισε να καθαρίζει όλους όσοι ελεεινοί και αλαζόνες βρίσκονται εμπόδιο στο διάβα-του έως τον μοσχαναθρεμμένο μαμάκια που φτάνει σε ένα οριακό ηλικιακό σημείο κι έπειτα αρχίζει να μικραίνει πάλι μέχρι τελικής εξαφανίσεως.
Πίνακας του Yerka
            Ο Γιανναράς συλλαμβάνει πτυχές της Ελλάδας τις οποίες αποδίδει αναμιγνύοντας ρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία, δείχνοντας ότι όλοι ισορροπούμε ανάμεσα στη λογική και το παράλογο. Είμαστε εν δυνάμει η χώρα του υπαρκτού σουρεαλισμού, μια κοινωνία από μέλη που έχουν συγχρόνως αυτοκαταστροφικές και μισάνθρωπες τάσεις, που ψάχνουν να βρουν ένα διέξοδο από την προσωπική-τους τραγωδία και βρίσκουν στόχο τους συνανθρώπους-τους, οι οποίοι -είτε φταίνε είτε όχι- πληρώνουν το μάρμαρο της ατομικής παράνοιας. Η εξαφάνιση του άλλου, είτε μετατρεπόμενου σε ζώο είτε δολοφονημένου με μια σφαίρα στο στέρνο, είναι η σαδιστική λύση για όσους αναζητούν τη σωτηρία-τους στην απαλλαγή αυτών που φαντάζουν ενοχλητικοί και αντιπαθητικοί.
            Τελικά ο νεαρός συγγραφέας φτιάχνει έξι πρόσωπα που ζουν μεταξύ της ατομικής και της κοινωνικής πραγματικότητας με έναν μεγεθυντικό φακό που εξυψώνει το εγώ και σμικραίνει τους άλλους. Ο Δον Ζουάν χρησιμοποιεί τις γυναίκες ως συλλεκτικά γραμματόσημα, ο ναρκισσιστής παπάς τις εικόνες ως αντικατοπτρισμό του εαυτού-του, ο μαθητευόμενος μάγος τις ανθρώπινες ιδιαιτερότητες σαν ζώα, ο επίδοξος αυτόχειρας τους εχθρούς της καθημερινότητας ως περιττούς ενοίκους της γης… Το αποτέλεσμα είναι η στροφή στο εγώ και εντέλει η πλήρης μοναξιά, όπως στο τελευταίο συγκινητικό διήγημα, ή η επιστροφή στη μητρική κοιλιά σε μια αντίστροφη πορεία αυτοεξόντωσης. Οι άλλοι δεν είναι η κόλαση, αφού χωρίς αυτούς δεν υπάρχει παράδεισος.

 Ο πίνακας κορυφής είναι η "Suicide" του Edouard Manet (1877)
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, October 25, 2011

“1972. Το καλοκαίρι εκείνο” του Νίκου Μουρατίδη

Τι είδους άνθρωπος μπορεί να είναι ο συγγραφέας και τι είδους συγγραφέας μπορεί να γίνει ο άνθρωπος; Έχει σχέση η δημόσια εικόνα-του (λ.χ. στην παρέα, στο επάγγελμά-του, στην τηλεόραση κ.ο.κ.) με αυτό που καταθέτει στο χαρτί; Είναι ο χειμαρρώδης λόγος και ο οξύς χαρακτήρας πάντα ανάλογος ή αντιστικτός με την πέννα που δείχνει το δικό-της πρόσωπο;
Espreso Macchiato:
Νίκος Μουρατίδης
1972
εκδόσεις Τετράγωνο
2011
 
Υπόθεση: εκείνη (Ιωάννα) γόνος πλούσιας οικογένειας παραθερίζει στις Σπέτσες όπου ερωτεύεται τον νεαρό γιο του ψαρά, τον Νικόλα. Κι όταν τον βλέπει αγκαλιά με την πιο ξεπεταγμένη αδελφή-της, γκρεμίζεται το όνειρό-της και φεύγει μακριά και ανεπιστρεπτί(;). Κοντά σαράντα χρόνια μετά, η κόρη της Κλειώ χαλάει τον αρραβώνα-της αφού γνώρισε τον γιο του Νικόλα σε ένα ταξίδι στις Σπέτσες. Η επαφή του νέου ζευγαριού ξαναφέρνει τετ-α-τετ και την Ιωάννα με τον Νικόλα, για να διασαφηνιστεί ότι όλα τελείωσαν εξαιτίας μιας τραγικής στις εξελίξεις-της παρεξήγησης.
Πλοκή: ενδιαφέρουσα η εναλλαγή οπτικών γωνιών, καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί από τη μια τη ζωή και τις σκέψεις της Ιωάννας και από την άλλη την καθημερινότητα και τις αναμνήσεις του Νικόλα, ενώ ενδιάμεσα το κείμενο στίζεται από τις πλείστες εστιάσεις των άλλων χαρακτήρων. Μικρά κεφάλαια, περιμετρική θέαση των πραγμάτων, συγκλίνουσα πορεία από τις μεμονωμένες εκτιμήσεις στην τελική αλήθεια που έρχεται σταδιακά.
Γνωρίσματα: τα χαρακτηριστικά του κειμένου κάνουν γρήγορα τον αναγνώστη να πειστεί ότι το αισθητικό-του επίπεδο δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα όριο. Με άλλα λόγια, η ερωτική ιστορία και η εναλλαγή οπτικών γωνιών είναι το Α και το Ω του έργου. Από εκεί και πέρα, θα αρέσει το βιβλίο σε όποιον η απλότητα στο αφηγηματικό ξεδίπλωμα αρκεί για να περάσει αυτός ευχάριστα λίγες ώρες. Η γλώσσα παραείναι απλή και άνοστη, ενώ το ύφος δεν διεκδικεί δάφνες ανοικείωσης και εκπλήξεων. Ακόμα περισσότερο οι σκηνές γεμίζουν με διαλόγους και περιγραφές, όχι ως οργανικά συστατικά ενός συνόλου στο οποίο μετράει και το μέρος αλλά και το όλον, αλλά σαν υποχρεωτικά σκαλοπάτια για να φτάσουμε κλιμακωτά στην αποκάλυψη του τέλους.
Η φωτογραφία από τον ιστότοπο
ekdoseistetragono.gr

Μπεστ-σέλλερ;: θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ανδρικό μπεστ-σέλλερ; Αν δεχτούμε ότι σ’ αυτού του είδους τη λογοτεχνία, που άλλοι τη λένε ροζ κι άλλοι εύπεπτη ευπώλητη μυθιστοριογραφία, βασικά συστατικά είναι ο έρωτας και οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι διάλογοι και οι κινηματογραφικές σκηνές, η απλότητα στη γλώσσα ώστε να γίνεται αντιληπτή απ’ όλους, οι κοινότοπες ιστορίες και ατάκες (το πλουσιοκόριτσο που ερωτεύεται τον ψαρά, η άκρως τετριμμένη λύση που συναντάται στο κλίμα των ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου του ’60 κ.ο.κ.), η αποφυγή γενικότερων αναλύσεων κοινωνικοπολιτικού είδους, η συγκίνηση, η ατμοσφαιρικότητα, η έμφαση στην πιστότητα της αφήγησης κ.ο.κ., τότε πέσαμε σε έναν ακόμα εκπρόσωπο του είδους.

[Ευχαριστώ τις εκδόσεις Τετράγωνο που μου αποστέλλουν όσα βιβλία κρίνουν ότι αξίζει να δω]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, October 22, 2011

“Το Ροτβάιλερ” της Ρουθ Ρένταλ

Είχα γράψει για τη Ρέντελ ότι είναι άξια της φήμης-της, αφού η “Εμμονή” καταξίωσε το αστυνομικό μυθιστόρημα. Τώρα έρχομαι να επιστρέψω στην άποψή-μου ότι δεν υπάρχουν συγγραφείς αλλά βιβλία, αφού κάθε έργο πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά, ασχέτως αν ο δημιουργός-του έχει γράψει ένα, δύο ή πενήντα καλά άλλα.

Καφές στιγμής με άρωμα κάστανο:
Ruth Rendell
“The Rottweiler”
Arrow Books
2003
Ρουθ Ρένταλ
“Το Ροτβάιλερ”
μετ. Ε. Μπαρτζινόπουλος
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Μπορεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα να είναι βαρετό; Ναι, αν το βάρος της γραφής δεν είναι στο μυστήριο της ανακάλυψης του ενόχου αλλά στο κοινωνικό, πολιτικό, ψυχολογικό κ.ο.κ. πλαίσιο που περιβάλλει το έγκλημα. Τότε ο αναγνώστης, εφόσον το καταλάβει εγκαίρως, ανέχεται τους αργούς ρυθμούς και συμβιβάζεται να μην τρέχει ψάχνοντας τον δολοφόνο, αλλά με πιο σταθερό βηματισμό να κοιτάζει και τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου, στα οποία βρίσκεται και η σαγήνη-του.
            Το συγκεκριμένο έργο της Ρένταλ δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος γραφής. Κι ενώ θα περίμενα, όπως με ετοίμασε η “Εμμονή” (βλ. προηγούμενη ανάρτηση), ένα μυθιστόρημα με έντονη δράση και ανατροπές, συνάντησα 500 σελίδες όπου πολλά πρόσωπα, ποικίλες σκηνές, αργές εξελίξεις, πολλαπλές λεπτομέρειες ούτε επιταχύνουν τον ρυθμό ούτε υποβάλλουν μια πιο στοχαστική ανάγνωση, όπως αυτή για την οποία μίλησα παραπάνω. Πολυσέλιδο και χωρίς το σασπένς που θα ήθελα, πολυδιασπασμένο χωρίς τις καμπές που θα έκαναν την ανάγνωση πιο ελκυστική…
            Μια αντικερί που ανήκει στην Ινέζ είναι το κέντρο του έργου, μια αντικερί που βρίσκεται στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στην οποία ζουν οι λίγοι ενοικιαστές της ιδιοκτήτριας. Το στόρι στρέφεται γύρω από τους φόνους γυναικών στους δρόμους της πόλης, ενώ κάθε θάνατος συνοδεύεται κι από την κλοπή ενός κοσμήματος από το θύμα. Στο περιθώριο, η Ινέζ ανακαλύπτει σταδιακά ότι οι περισσότεροι νοικάρηδές-της της λένε ψέματα, ίσως αθώα ίσως ύποπτα. Εκτός από τον Γουίλ που έχει μείνει πνευματικά στην παιδική ηλικία, η Ζεϊνάμπ φοβάται τον αυστηρό πατέρα-της, ενώ η αλήθεια είναι ότι φοβάται μην αποκαλυφθεί ότι είναι παντρεμένη, ενώ ο Τζέρεμι Κουίκ δήλωνε ότι είχε κοπέλα ονόματι Μπελίντα, η οποία ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ.
            Το βιβλίο προχωρά με άπειρους διαλόγους, μικρές αλλά πολυάριθμες σκηνές, πολλούς παράδρομους που αντί να δημιουργούν σασπένς ξενερώνουν τελικά τον αναγνώστη. Το ότι μαθαίνουμε ποιος είναι ο δολοφόνος σχετικά νωρίς δίνει μια άλλη διάσταση στο έργο, αφού παρακολουθούμε τις σκέψεις-του αλλά και τις αντιδράσεις των άλλων, πάντα περιμένοντας μια έκπληξη να αναιρέσει ό,τι στήθηκε με υπομονή. Τελικά δεν το ευχαριστήθηκα, αφού η έκταση και η δαιδαλώδης εξέλιξή-του αποπροσανατόλισαν τη σκέψη.
Πατριάρχης Φώτιος

ΥΓ. Συγγραφέας ή κείμενο: υπάρχει μια σταθερή γραμμή που συνδέει τα έργα του ίδιου συγγραφέα μεταξύ-τους; Υπάρχει ένα όριο ασφαλείας κάτω από το οποίο ξέρει ο αναγνώστης ότι δεν θα πέσει το επίπεδο των λογοτεχνημάτων ενός συγγραφέα; Μπορούμε να σταθούμε στο όνομα και να “πρέπει” να ευαρεστηθούμε με ό,τι γράφει; Οι ερωτήσεις είναι ρητορικές, αλλά συχνά το όνομα του καταξιωμένου συγγραφέα λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας που παρασύρει παλιά και νέα, καλά και μέτρια έργα σε μια συλλογική αποτίμηση.

Wednesday, October 19, 2011

“Για μια χούφτα βινύλια” της Χίλντας Παπαδημητρίου

Οι αθώοι εραστές του βινυλίου μπορεί να είναι πολύ πιο εμπαθείς τελικά και ανταγωνιστικοί, αλλά μπορεί και το βινύλιο να μην είναι παρά το καμουφλάζ για μια υπόθεση ερωτικού πάθους.
Βαρύγλυκος:
Χίλντα Παπαδημητρίου
“Για μια χούφτα βινύλια”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011
 
            Ο κόσμος του βινυλίου παραπέμπει σε εποχές προ CD, ηλικίες πλέον μεγαλούτσικες που μεγάλωσαν με τα πικ-απ, με ξένη κατά βάση μουσική, με ροκ και παλιά κλασικά. Απηχεί μια πιο αθώα εποχή, όπου το βινύλιο ήταν ένα είδος φετίχ, μια ολόκληρη μυθολογία όχι μόνο τραγουδιστών και συγκροτημάτων, αλλά και λατρείας του εξώφυλλου, του πειρατικού σταθμού, του ψαγμένου δισκοπωλείου. Όσοι ακόμα έχουν βινύλια και δεν τα έχουν αντικαταστήσει με ψηφιακούς δίσκους, πίνουν μαλτ, θεωρούν τους εαυτούς-τους ειδικούς και ελίτ, συνειδητοποιημένους που δεν ακούνε απλώς Dylan και Χατζηδάκη, αλλά κυνηγούν το σπάνιο κομμάτι, τη χαμένη ηχογράφηση, τον κλασικό δίσκο που χαρακτήρισε μια ή περισσότερες γενιές.
            Σε έναν τέτοιο κόσμο στήνει το πρώτο βιβλίο-της η μεταφράστρια και πρώην ιδιοκτήτρια δισκάδικου Χίλντα Παπαδημητρίου. Προφανώς μεταφέρει προσωπικά βιώματα, που αφορούν σε μουσικές επιλογές, συχνά μονομανίες με την ξένη μουσική, με τη συλλογή δίσκων, και με τον τρόπο ζωής γύρω από τους μύθους της μουσικής. Όλα εξελίσσονται γύρω από το δισκάδικο του Φώντα, στο οποίο δουλεύει ο ίδιος και η κουνιάδα-του η Τατιάνα. Εκεί συχνάζουν λάτρεις του βινυλίου, οι περισσότερες θηρευτές σπάνιων δίσκων και συλλογείς μεγάλων σειρών, που καταλαμβάνουν πολλά μέτρα ραφιών στις βιβλιοθήκες-τους. Όλα ξεκινάνε με το φόνο ενός από αυτούς, ο οποίος αποκαλύπτει και προηγούμενους ή επόμενους θανάτους ή απόπειρες με ίδια λίγο πολύ αίτια: όλοι γίνονται για μια χούφτα βινύλια (;).
            Αν δει κανείς το μυθιστόρημα στον πρώτο κύκλο, αυτό της αστυνομικής πλοκής, θα διαπιστώσει μερικά θετικά στοιχεία που κάνουν το έργο να καινοτομεί, αν και δεν λείπουν πρωτολειακές ατέλειες (βασικός μάρτυρας που πιστεύει ότι κινδυνεύει αφήνεται να πάει ασυνόδευτος σπίτι-του, συγκεντρώσεις γίνονται στο σπίτι των αστυνόμων, λες και δεν μπορεί η γνώση των προσωπικών χώρων να αποτελέσει μελλοντικό στόχο κ.ο.κ.). Πρώτα απ’ όλα, τα μικρά κεφάλαια οδηγούν τον αναγνώστη από το ένα πρόσωπο στο άλλο και από τον έναν χώρο στον άλλο με μια πανοραμική θέαση, μια μηδενική οπτική γωνία που εξελίσσεται σε εσωτερική, όταν κάθε χαρακτήρας σκέφτεται και αναλύει τα δεδομένα από τη δική-του σκοπιά. Ο συγγραφέας, σαν άλλος Όμηρος, πηγαινοέρχεται πότε στο δισκοπωλείο, πότε στο Πήλιο, πότε στη ΓΑΔΑ, ώστε με ένα συνεχές πέρασμα από επίπεδο σε επίπεδο να διατηρείται αμείωτη η περιέργεια.
            Αφετέρου, ο Χάρης που έχει αναλάβει την έρευνα από πλευράς της αστυνομίας είναι άπειρος, χοντρός και φλώρος, ακούει μόνο Beatles, ζει με την καταπιεστική μάνα-του, είναι συνεσταλμένος και άβγαλτος, διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα, δεν έχει κοπέλα και θεωρεί δύσκολο να βρει κ.ο.κ. Αυτό τον μετατρέπει σε αντιήρωα που ωστόσο, παρά τα λάθη-του και το ψάξιμο στα τυφλά, βρίσκει άκρη στο πρόβλημα και εντέλει βρίσκει και κοπέλα. Η πλοκή του έργου, μολονότι δεν διακρίνεται για την πολυπλοκότητά-της αλλά πιο πολύ για τη διάθεση να καταγράψει τον κόσμο του βινυλίου, οδηγεί σε εικασίες και σε ανατροπές, οι οποίες όμως δεν απορρέουν πάντα από λογικούς συλλογισμούς του αστυνόμου, αλλά από αποκαλύψεις των ίδιων των εμπλεκομένων. Το ανοιχτό τέλος, όπου πολλοί παραδέχονται την ενοχή, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος για τον πραγματικό ένοχο, είναι ανανεωτικό στοιχείο της γραφής.
            Περνώντας τώρα στον δεύτερο κύκλο της αστυνομικής λογοτεχνίας, σ’ αυτόν της λογοτεχνικής αξίας κάθε έργου, πρέπει να αλλάξουμε κριτήρια και τρόπο αξιολόγησης. Κι αυτό γιατί αν μιλάγαμε για αστυνομικά μυθιστορήματα άλλων εποχών ή έργα που αφορούν στενά τους λάτρεις του μυστηρίου, θα μέναμε στην περιέργεια και στο σασπένς, στα λάθη ή στις ευφυείς καμπές της υπόθεσης κ.ο.κ. Σήμερα, όμως, αυτά δεν αρκούν, ακόμα κι αν είναι τέλεια. Σήμερα, μετράει και η γλώσσα, που στο εν προκειμένω βιβλίο είναι απλή, α-ϋφής, ουδέτερη και στεγνή από οποιαδήποτε προσπάθεια να δει η συγγραφέας και αυτήν ως αυτοσκοπό. Σήμερα μετράει το κοινωνικό, πολιτικό, ψυχολογικό κ.ο.κ. μήνυμα που βρίσκει στο αστυνομικό αίνιγμα ως αφορμή ή ως περιτύλιγμα, ενώ στο “Για μια χούφτα βινύλια” δεν υπάρχει.
Από την άλλη, συχνά αναρωτιέμαι αν ο βιωματικός χώρος κάθε συγγραφέα είναι τόσο μαζικά παρών στο έργο-του, πόσο λίγο ξεφεύγει ο δημιουργός απ’ αυτόν, πόσο μπορεί να οραματιστεί και καταστάσεις έξω από τις εμπειρίες-του (φυσικά δεν αναφέρομαι στους φόνους!) και πόσο μπορεί να τις ξεπεράσει σε ένα δεύτερο ίσως μυθιστόρημα και να λειτουργήσει πιο πολύ με τη συγγραφική επινοητικότητα.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 17, 2011

“Φόνος στο κιμπούτς” της Μπάτυα Γκουρ

Αφιέρωμα στην αστυνομική λογοτεχνία: 5ο μέρος. Η καλή λογοτεχνία σε εισάγει σε νέους κόσμους, η πολύ καλή σε μυεί σ’ αυτούς και σε προκαλεί να τους κρίνεις, να τους ερμηνεύσεις, να τους αναθεωρήσεις…
Nespresso:
בתיה גור
לינה משותפת
Μπάτυα Γκουρ
“Φόνος στο κιμπούτς”
μετ. Κ. Παπαδάκης
εκδόσεις Πόλις
2011

            Τα κιμπούτς στο Ισραήλ είναι ένα είδος που διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εθνική ζωή. Πρόκειται για μικρούς συνοικισμούς που λειτουργούν ομαδικά σε ένα σοσιαλιστικό πρότυπο άμεσης δημοκρατίας και εργασιακής εξειδίκευσης. Σ’ αυτά διατηρούνται οι αρχές του σιωνισμού και επικρατεί το συλλογικό πνεύμα σε τέτοιο βαθμό που να θεωρούνται ευρείες οικογένειες. Ιδρύθηκαν πριν από έναν περίπου αιώνα και βοήθησαν ουσιαστικά στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Η οργάνωσή-τους με αρχές και κανόνες που θέτουν το άτομο στην υπηρεσία της κοινότητας αποτέλεσε τον πυρήνα της εθνικής ανασυγκρότησης.
            Επειδή ο αστυνόμος-πρωταγωνιστής του έργου Μιχαέλ Οχαγιόν πιστεύει ότι πρέπει να γνωρίσει το βαθύτερο πνεύμα των κιμπούτς για να διαλευκάνει τους δύο φόνους που συνέβησαν για πρώτη φορά στα χρονικά μέσα σε τέτοιες κοινότητες, διαβάζει βιβλία και μιλά πολύ με τους ανθρώπους που ζουν εκεί, ώστε να διαμορφώσει σαφέστερη εικόνα. Αυτό ακριβώς κάνει και το βιβλίο της ισραηλινής συγγραφέως, η οποία θέτει σε πρωταγωνιστικό ρόλο το ίδιο το κιμπούτς, την ίδια τη ζωή εκεί και σε δεύτερη μοίρα τους αστυνόμους, τα θύματα και τους θύτες.
            Εξ αρχής το μυθιστόρημα διακρίνεται για τη σφιχτή γραφή-του, μια γραφή συγκρατημένη, εσωστρεφή, συνεσταλμένη, πιεσμένη σε μια ατμόσφαιρα κλειστή και στιγματισμένη από τον απόηχο του Ολοκαυτώματος, από τη μοίρα που έφερε τους Ισραηλινούς σε κατάσταση άμυνας, σε μια ζωή σκληρή που μόνο με πολλή εργασία, αυτοσυγκέντρωση, ελάχιστα γέλια, πολλή αλληλεγγύη μπορεί να διατηρηθεί. Έτσι είναι και η καθημερινότητα στα κιμπούτς: οι κάτοικοι δεν μιλούν, δεν νοούν να ανοιχτούν στους ξένους, ακόμα και στους ομοεθνείς-τους, είναι επιφυλακτικοί και σφιγμένοι, ενώ δείχνουν μια σιωπηρή αλληλοκατανόηση που δεν αφήνει χαραμάδες για εξωτερικούς παρατηρητές. Σέβονται τα άτομα ακόμα κι αν διαφωνούν με τις επιλογές-τους, αρκεί να μη διασαλευτεί η ομαλή ζωή της κοινωνίας, βιώνουν την ισότητα στην ύψιστη αρχή-της, ζουν με συντηρητικό πνεύμα, παρά τις όποιες τεχνολογικές εξελίξεις, με αστικό κομφορμισμό και με διάθεση αλληλοσυμπλήρωσης.
            Γι’ αυτό τα προβλήματα που ενσκήπτουν μένουν μέσα στα όρια της κοινότητας και ελάχιστα αναδύονται ώστε να κλονίσουν την αρμονική συμβίωση. Ο Μιχαέλ πρέπει να βρει άλλον τρόπο να διαρρήξει αυτήν τη θωρακισμένη ομοιογένειά-τους και χρησιμοποιεί ρισκάροντας το τέχνασμα του δούρειου ίππου.
            Η λύση στο αστυνομικό αίνιγμα δίνεται ακριβώς μέσα από τις αλλαγές που συμβαίνουν στα κιμπούτς και στην οικονομική κρίση που τα είχε χτυπήσει. Το μυθιστόρημα κερδίζει σε αξία, γιατί ακριβώς ακολουθεί τη σύγχρονη τάση του είδους που δεν θέλει τα κίνητρα να είναι ατομικά, αφού κάτι τέτοιο θα έδινε απλώς μια ενδιαφέρουσα ιστορία αλλά δεν θα αναδεικνυόταν κανένα συμπέρασμα για την κοινωνία και τις αλλαγές που δημιουργούν ρήγματα, συγκρούσεις και εντάσεις. Η Γκουρ αντίθετα, ακολουθώντας το πνεύμα των κιμπούτς, μεταφέρει το βάρος του μυστηρίου στην πίεση της παρακμής που φαινόταν και σ’ αυτήν αποδίδει το φορτίο που γέννησε τον φονιά, πέρα από τα προσωπικά αίτια που τον οδήγησαν εντέλει στο έγκλημα.
            Στην ουσία όλο το έργο είναι μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο άτομο και στο σύνολο και μια μυθιστορηματοποίηση του προβληματισμού γύρω από το ατομικό και το συλλογικό. Δεν είναι μόνο το κιμπούτς αλλά και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο αστυνόμος Μιχαέλ, ο οποίος κατηγορείται ότι δρα μόνος-του χωρίς να συνεργάζεται με τους υπόλοιπους. Σε δύο επομένως επίπεδα, σ’ αυτό της κολεκτίβας και σ’ αυτό της αστυνομίας, προβάλλεται η αλληλεξάρτηση ατόμου-συνόλου ή πιο καλά η μετάβαση από την ιδεολογία της συλλογικότητας στη νοοτροπία της ατομικότητας. Οι κραδασμοί αυτής της αλλαγής κλονίζουν την κοινωνία και δημιουργούν το έδαφος για να φυτρώσουν προσωπικά συμφέροντα που θα στραφούν εναντίον των άλλων αλλά και του συνόλου.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, October 15, 2011

“Σ’ ουρανό και γη” του René Belletto

Αν δει κανείς παλιές (αλλά και σύγχρονες) γαλλικές ταινίες, ανάμεσα στα άλλα, θα προσελκυστεί από την ατμοσφαιρική απόδοση πλάνων και σκηνικών, την υποβλητική φωτογραφία, την επιμονή σε κλίματα και οπτικές συλλήψεις. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε ένα μυθιστόρημα με τα ανάλογα υλικά.
Γαλλικός καφές με κονιάκ:
René Belletto
“Sur la terre comme au ciel”
1982
“Σ’ ουρανό και γη”
μετ. Φ. Μίτλεττον
εκδόσεις Πόλις
2011

            Είναι ένα κείμενο σαγηνευτικό, χωρίς να σκέφτεσαι εξ αρχής το αίνιγμα και το μυστήριο. Φόνος δεν υπάρχει μέχρι να προχωρήσουν πάρα πολύ οι σελίδες, και μόνο, από ένα σημείο και μετά, μια σειρά από παράξενα γεγονότα και μια υποψία απειλής κρατά το ενδιαφέρον σταθερό ώσπου να βρεθούμε στην καρδιά του σασπένς. Κι όμως το 30άχρονο πλέον βιβλίο θέλγει, γιατί είναι στηριγμένο στα υλικά ενός γαλλικού υφολογικού υποστρώματος που γέμει από ερωτισμό και κοσμοπολιτισμό, την ανεμελιά και την αοριστία μιας εύχερης ζωής, τους ήχους από κιθάρα και τις εικόνες από ταινίες που γίνονται πλάνα, αφίσες, αναμνήσεις κ.ο.κ.
            Το βιβλίο είναι γραμμένο κινηματογραφικά, αφού πέρα από την ατμόσφαιρα γαλλικού φιλμ οι σκηνές εξελίσσονται με σύντομες αλλά καίριες περιγραφές, με αφθονία λεπτομερειών, με έμφαση σε στοιχεία που δεν σχετίζονται άμεσα με την υπόθεση αλλά δίνουν το στίγμα του ήρωα και των άλλων προσώπων.
            Η υπόθεση ξεκινά χαλαρά και κλιμακωτά ανεβαίνει σε ένα κρεσέντο αλλόκοτων στοιχείων που καταλήγουν σε ένα πτώμα. Ο Νταβίντ Ωρφέ αναλαμβάνει να διδάξει κιθάρα τη νεαρή Βιβιάν, μοναχοπαίδι του Γκράχαμ και της Τζούλιας Τόμπστεϊ. Η μικρή τον θέλγει, αλλά πιο πολύ βρίσκει στη μητέρα την πρόθυμη ερωτική αγκαλιά που αναζητούσε, μιλά με την απέναντι γειτόνισσα για ταινίες, γνωρίζει έναν τύπο που του συστήνεται ως επαγγελματίας δολοφόνος κ.ο.κ. Προς το τέλος, σκοτώνει τον Γκράχαμ και όλα όσα εκείνη τη στιγμή φαινόντουσαν αδιόρατες απειλές και αμφιλεγόμενες κουβέντες μπαίνουν στη δίνη ενός αστυνομικού μυστηρίου που κορυφώνει την ένταση.
            Ο Belletto πετυχαίνει κάτι που καταξιώνει το αστυνομικό όχι μόνο χάρη στο μυστήριο αλλά και χάρη στην αφηγηματική και κινηματογραφική διάσταση του έργου: πετυχαίνει να συνδυάσει το ενδιαφέρον που επιζητεί ειδικά ο αναγνώστης του συγκεκριμένου είδους με το κλίμα της γαλλικής ατμόσφαιρας μέσα από τις μουσικές που ακούγονται και από τις ταινίες που παρελαύνουν. Οι ταινίες είναι συνήθως αμερικάνικες και οι μουσικές των κλασικών γερμανών και ιταλών μουσουργών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα διακαλλιτεχνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο το μυθιστόρημα να μπορεί να δέσει την έντεχνα διαγεγραμμένη ιστορία.
            Από καθαρά αστυνομικής άποψης, το μυθιστόρημα καταφέρνει να εμφανίσει μια μικρή ομάδα ατόμων, στην οποία όλα φαίνονται ντόμπρα αλλά και όλα μπορεί να είναι ανειλικρινή, όλα κινούνται στο όριο βεβαιότητας και ανασφάλειας, όλα μπορεί να είναι αθώα σαν λευκές περιστερές και το καθένα από αυτά να είναι ένοχο και να κρύβει πολλά. Η μετατόπιση από τον έναν στον άλλο οδηγούν τον αναγνώστη στο θεμιτό παιχνίδι της αναζήτησης του υπαίτιου και στην αποκωδικοποίηση των ενδείξεων και των λόγων κάθε προσώπου. Η παγίδα που στήθηκε στον κεντρικό πρωταγωνιστή θα αποκαλυφθεί μετά από σειρά διαψεύσεων και ανατροπών.
            Εν τέλει, απολαμβάνουμε πέρα από την πλοκή, πέρα από το σασπένς της αστυνομικής ιστορίας, μια πολύχρωμη ατμόσφαιρα και μια εξαιρετική απόδοση στιγμών και χρωμάτων.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, October 12, 2011

“Είσοδος κινδύνου” της ΕΛΣΑΛ

Διηγήματα γραμμένα με προδιαγραφές, αστυνομική πλοκή και προσπάθειες ανατροπών, έργα σε περιορισμένο αριθμό λέξεων με δεδομένους χαρακτήρες: ένα πείραμα με αφηγηματικά και άλλα ευρήματα.
Φραπέ με γάλα:
ΕΛΣΑΛ
“Είσοδος κινδύνου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Μια πολύ καλή ιδέα που δημιουργεί κίνητρα για να δραστηριοποιηθεί η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας και να δράσει ως ομάδα. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων που γράφτηκαν κατά παραγγελία με βασικές συνιστώσες 9 συγκεκριμένα πρόσωπα, μια εξαφάνιση και έναν φόνο. Κάθε συγγραφέας κλήθηκε να γράψει ένα διήγημα 7000-10000 λέξεων, στο οποίο να χρησιμοποιεί αυτές τις παραμέτρους και μερικές άλλες, ώστε το έργο-του να μπορεί να πάρει τον τίτλο του αστυνομικού διηγήματος. Με αυτόν τον τρόπο οι 16 λογοτέχνες πέτυχαν να συζεύξουν τη συλλογικότητα με την ατομικότητα, αφού όλος ο τόμος συνέχεται βάσει των προαποφασισμένων προϋποθέσεων αλλά και κάθε διήγημα διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε δημιουργού. Δεν ξέρω αν η ιδέα είναι πρωτότυπη ή αν λειτούργησε (όπως υποψιάζομαι) πάνω στα πρότυπα (αγγλοσαξονικών ;) μοντέλων, αλλά ως ιδέα μού φάνηκε εξ αρχής πολύ ενδιαφέρουσα.
            Η “είσοδός-μου” στο βιβλίο ωστόσο σηματοδότησε και την απογοήτευσή-μου, γιατί αντιλήφθηκα γρήγορα ότι οι παίχτες χρησιμοποίησαν τα πιόνια στη σκακιέρα πιο πολύ με το μυαλό στο να συνθέσουν την ιστορία-τους χωρίς να παραβούν τους κανόνες και να οδηγηθούν με μικρά ή μεγάλα κόλπα στο αποκαλυπτικό τέλος, παρά να καταφέρουν να αποσπαστούν από τα παραδοσιακά αστυνομικά έργα και να μιλήσουν τη γλώσσα της σύγχρονης εγκληματικότητας και της κοινωνικής παθογένειας σε μια κοινωνία που σήπεται και φθίνει. Οι περισσότεροι έφτιαξαν (μέσα στο παιχνίδι-τους) μια ιστορία για να παίξει κι ο αναγνώστης, να σπαζοκεφαλιάσει μέχρι να βρει τον ένοχο, ενώ αυτοί του επιφύλασσαν μικρές ή μεγάλες εκπλήξεις ώστε να τον αιφνιδιάσουν.
Έτσι, διάβασα σε χαμηλή πτήση τα διηγήματα των Ανδρέα Αποστολίδη, Νεοκλή Γαλανόπουλου, Κώστα Γκόλτσου, Νίνας Κουλετάκη (αναγνωρίζεται εύκολα σ’ αυτό το πρωτόλειο ανωριμότητα ύφους και αναντιστοιχία μεταξύ της οπτικής γωνίας του αφηγητή και όλων όσα γίνονται ερήμην-του, τα οποία όμως αυτός τα αφηγείται με θεατρική ακρίβεια), Απόστολου Λυκεσά, Ανδρέα Μιχαηλίδη, Τεύκρου Μιχαηλίδη, Μάιρας Παπαθανασοπούλου (έξυπνη η ιδέα-της να ξεκινά το διήγημα με τις σκέψεις του ίδιου του απαχθέντος πρωταγωνιστή, αλλά ο λόγος της συγγραφέως, γεμάτος με εξυπνακίστικες ατάκες και εφετζίδικους λογοτεχνισμούς, δεν βοηθά στην ποιότητα του αποτελέσματος), Στα έργα των προαναφερθέντων η πλοκή είναι το παν, άλλοτε με και άλλοτε χωρίς απρόσμενες εκπλήξεις ή δυνατές ανατροπές, έργα που συχνά στήνονται πάνω σε μια έξυπνη ιδέα αλλά αδυνατούν να εμβαθύνουν και να δώσουν ένα άλλο στίγμα πέρα από την πορεία αποκωδικοποίησης των στοιχείων του εγκλήματος.
Το πιο κακογραμμένο, κατά τη γνώμη-μου, έργο είναι αυτό της Αθηνάς Μπασιούκα, αφού η εξέλιξη της ιστορίας σκοντάφτει συνέχεια, ενώ οι διάλογοι διακρίνονται για την έλλειψη φυσικότητας, ειδικά όταν μιλάει ένα παιδί. Κι είναι κρίμα γιατί το εύρημα της διχασμένης προσωπικότητας, προχωρημένο στο σημείο να φαίνονται δύο διαφορετικά πρόσωπα, είναι ευφάνταστο. Αν μπορούσε η διηγηματογράφος να το χειριστεί λογοτεχνικά, θα είχαμε ένα κορυφαίο (ψυχαναλυτικής εμβέλειας) κείμενο.
Στην επιδίωξη άρτιας πλοκής κινείται και ο Βασίλης Δανέλλης ο οποίος όμως δένει την ιστορία-του με φρέσκιες ιδέες, αφού στήνει ένα σύγχρονο αμερικάνικο western με Ελληνοαμερικανούς και εισάγει τον αναγνώστη σε μια ολοκληρωμένη ατμόσφαιρα ανθρώπων και επεισοδίων, και η Τιτίνα Δανέλλη, που δίνει έμφαση στη γλώσσα και στη λυρική πλευρά-της, με πολύ έξυπνη αναγωγή στο σήμερα και το ξετύλιγμα της πλοκής αναδρομικά (επιφυλάσσομαι αν είναι αστυνομικό το διήγημά-της). Η πείρα στο είδος αναγνωρίζεται εύκολα στον Δημήτρη Μαμαλούκα, ο οποίος στο διήγημά-του χειρίζεται με στιβαρότητα τον λόγο-του και μπορεί να αναμίξει ερωτισμό, μπίζνες και έγκλημα με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Αργύρης Παυλιώτης παράλληλα, παρά την αναληθοφάνεια για τις γνώσεις υπολογιστή ενός 11χρονου, φτιάχνει μια καλογραμμένη ιστορία, στην οποία αξιοποιείται το παλιό, αλλά καλό ενίοτε, τέχνασμα του εγκιβωτισμού, μιας επένθετης ιστορίας μέσα στην ιστορία που μπερδεύει τα πράγματα.
Χάρηκα ακόμη περισσότερο το “Ατζίλ” του Στέργιου Γκάκα, το οποίο, παρά την αφύσικη εξήγηση του τέλους, χρησιμοποιεί μια παιγνιώδη γλώσσα γεμάτη μπρίο, χιούμορ και αυτοσαρκασμό για το είδος αλλά και αυτοαναφορική διάθεση να ανατρέψει το είδος με τα ίδια-του τα όπλα. Πολύ ευφυής και αστεία η ιδέα να δώσει σε δευτερεύοντες ήρωες πραγματικά ονόματα λογοτεχνών που στεγάζονται στον ίδιο τόμο.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να πω ότι διάβασα έργα που δεν πείθουν ότι είναι λογοτεχνία. Όσο ακόμα το αστυνομικό αφήγημα μένει καρφωμένο στον παραδοσιακό στόχο-του που είναι μόνο να στήσει μια αληθοφανή αλυσίδα γεγονότων μέχρι τη λύση, δεν θα διαβάζουμε λογοτεχνία. Οι συγγραφείς σπατάλησαν πιο πολλή φαιά ουσία στο να τηρήσουν τις προδιαγραφές, να χτίσουν το οικοδόμημά-τους πειστικά και να φτάσουν με όση φαντασία διέθεταν στην αποκάλυψη του δράστη παρά στο να συνθέσουν διηγήματα που είναι πρώτα λογοτεχνήματα και μετά γρίφοι, ή τουλάχιστον να επιτυγχάνονται παράλληλα και τα δύο. Το ενδιαφέρον ωστόσο δεν χάνεται από έργο σε έργο, όσο ο αναγνώστης επιδιώκει να δει πώς χειρίστηκαν τα ίδια υλικά διαφορετικές πέννες και πώς ο καθένας έχυσε στο ίδιο καλούπι το δικό-του χαρμάνι.
Πατριάρχης Φώτιος