[Δυνάμει Νόμπελ
Λογοτεχνίας]
Η απιστία και η
επιστροφή, η επιστροφή που δεν ζητά συγχώρεση, η αυτάρεσκη ηθική που δεν βλέπει
τα λάθη-της, η κλονισμένη κοινωνική εικόνα, η συμβίωση που δεν είναι αγάπη, ο
ψυχισμός που δεν εγκλωβίζεται στο καθήκον, η εξωτερική επιφάνεια που δεν
αντέχει τις εσωτερικές πιέσεις.
Café di Mare:
Joseph Conrad
“The Return”
Λονδίνο
1898
|
|
Τζόζεφ Κόνραντ
“Η επιστροφή”
μετ. Τ. Μενδράκος
εκδόσεις Πατάκη
2016
|
|
Πριν το διαβάσω:
Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο Κόνραντ (1857-1924)
είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και –νομίζω- ότι δεν έχω
διαβάσει τίποτα δικό-του.
Καθώς το διάβαζα:
Μπαίνοντας στις πρώτες σελίδες και
καταλαβαίνοντας ότι έχω να κάνω με μια
ιστορία αγάπης και απιστίας στο Λονδίνο του 19ου αιώνα,
μούδιασα. Πάλι μια κλασική συμβατική γραφή σε ένα κλίμα ήδη παρωχημένο; Πάλι
μια ιστορία χιλιοειπωμένη; Γράφει ενδεικτικά ο Ελευθεράκης στον πρόλογό-του ότι
συναντάμε το ίδιο θέμα στην παγκόσμια λογοτεχνία πολλές φορές, από το “Κουκλόσπιτο”
του Ίψεν έως τη “Μαντάμ Μποβαρί” του Φλωμπέρ και την “Άννα Καρένινα” του
Τολστόι. Τι άλλο λοιπόν να κερδίσω;
Παραδόξως όσο προχωρούσα αυτή τη
νουβέλα, το έργο με κέρδιζε. Είναι γραμμένο σαν να παίζεται μπροστά-μας σε μια
σκηνή ενός μεγαλοαστικού σπιτιού στο Λονδίνο, με τα πλούσια έπιπλα και τον βαρύ
διάκοσμο. Ο Άλβαν Χέρβεϋ γυρίζει σπίτι και βρίσκει ένα γράμμα από τη
γυναίκα-του, που τον ενημερώνει ότι φεύγει με τον εραστή-της. Αλλά πριν καλά
καλά προλάβει να νιώσει την ταπείνωση, η σύζυγός-του επιστρέφει κι έτσι
διαδραματίζεται μπροστά-μας ο σκηνικός
διάλογος ενός εξαγριωμένου συζύγου και μιας αμήχανης μετανοούσας.
Και σ’ αυτό το αφηγηματικό πλαίσιο,
διαβάζουμε μια γλώσσα σφοδρή, καίρια, γεμάτη με φουρκισμένα ρήματα και
ογκολιθικά επίθετα. Εκφράζει αφενός τη μανιασμένη ψυχή του Άλβαν, αλλά και την
τετράγωνη εγγλέζικη ζωή που νόμιζε ότι κάλυπτε, τόσο αυτόν όσο και τη
γυναίκα-του. Εκφράζει τον εσωτερικό στρόβιλο που τον συνεπήρε αλλά και τη βουβή
εν πολλοίς δυστυχία της μοιχαλίδας. Εκφράζει
όμως και τη διάσταση μεταξύ της ευπρέπειας που ήθελε ο Άλβαν να προσδιορίζει τη
ζωή-τους και την έλλειψη συναισθημάτων που σταδιακά αναδύεται ως ανακάλυψη και
τους πλακώνει. Εκφράζει ένα μέσα που δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, όπως
το έξω. Στάθηκα λοιπόν να θαύμαζα αυτή τη γλώσσα, που σημειωτέον δεν ήταν η
μητρική του Κόνραντ, ο οποίος γεννήθηκε στη νυν Ουκρανία από Πολωνούς γονείς. Τα
αγγλικά, όπως τα υποπτεύομαι πίσω από την πολύ καλή μετάφραση του Μενδράκου,
σπιθίζουν για να εκφράσουν τη βαριά βρετανική υποκριτική επιφάνεια αλλά και την
εσωτερική ψυχολογία δύο ανθρώπων που δεν επικοινωνούν.
Αυτή
λοιπόν η γλώσσα είναι πετυχημένη, επειδή μας σερβίρει την ψυχοσύνθεση δύο
ανθρώπων, που συμπιέζονται από διαφορετικές μυλόπετρες. Ο άντρας νιώθει
ταπεινωμένος, προσβεβλημένος, κοινωνικά κατακριτέος, ευπρεπής κι όμως
στιγματισμένος, ντροπιασμένος που δεν κατάλαβε τίποτα, που βρέθηκε εκτεθειμένος
στην αναισχυντία της γυναίκας-του, που σπιλώθηκε το όνομά-του, εξοργισμένος και
συνάμα μετέωρος πάνω από μια άβυσσο. Το σημαντικό που αναδύεται σ’ αυτήν την
ψυχοσύνθεση είναι ότι ο Άλβαν δεν έχει χολωθεί που χάνει την αγάπη-του, αλλά
που αμαυρώνεται η καλή-του εικόνα, η οικογενειακή-του τιμή, η προσωπική-του
υπόληψη. Πρόκειται για μια ψυχρή, υποκριτική
αντίληψη της αγάπης και της οικογενειακής ομαλότητας.
Από την άλλη, είναι η σύζυγος που θέλησε να σπάσει αυτό το
αποστειρωμένο περιβάλλον και να δραπετεύσει, να ξαναβρεί το αίσθημα που
είχε απολέσει. Η ψυχοσύνθεσή-της φαίνεται σχετικά έμμεσα, αφού περισσότερο
προβάλλεται η οπτική γωνία του άνδρα. Έτσι, δεν μπορούμε εξ αρχής να
καταλάβουμε τι την οδήγησε στην ανεπιτυχή φυγή-της και τι την έφερε πίσω.
Σταδιακά, όμως, αντιλαμβανόμαστε το βαθύ τραύμα, το μεγάλο κενό, το βαρύ φορτίο
μιας άδειας ζωής.
Κι ενώ το θύμα της υπόθεσης, ο Άλβαν,
που έπεσε θύμα απιστίας, αναμασά και εκστομίζει όσα το δίκιο-του του
υπαγορεύει, ανακαλύπτουμε σιγά σιγά ότι μπορεί και να μην είναι το θύμα αλλά ο
θύτης. Ο ίδιος με λέξεις όπως “καθήκον”
και “αλτρουισμός” δεν μπορεί να συλλάβει τα λάθη-του, αλλά μηρυκάζει αέναα
τη θιγμένη-του εικόνα, που μπορεί να αποκατασταθεί αν η σύζυγός-του επανέλθει
στην πρότερη τάξη. Εμείς όμως –κι αυτός κάπου φευγαλέα- ανακαλύπτουμε ότι για
να φύγει από την οικογενειακή εστία η γυναίκα, δεν φταίει μόνο η ίδια –όπως η
ηθική επιτάσσει- αλλά και αυτός, που δεν έκανε τίποτα για να διατηρήσει την
αγάπη, να ανάψει την αγάπη που θάφτηκε στην ευπρέπεια της τιμής, να θωρακίσει
τα συναισθήματα που θυσιάστηκαν στον βωμό της ευυπόληπτης αξιοπρέπειας. Η ηθική,
παραδέχεται κάπου στο τέλος, δεν φέρνει αναγκαστικά την ευτυχία.
Αφού
το διάβασα:
Κλείνοντας το βιβλίο θα ’θελα να το
ξαναδιάβαζα με μάτι σκηνοθέτη. Να έβλεπα όλα όσα έπρεπε και να φανταζόμουν όσα
θα χρειαζόμουν για να το ανεβάσω σε θεατρικό μονόπρακτο. Το σκηνικό, τα ρούχα
και τις κινήσεις, μα πιότερο την ψυχολογία του καθενός, τις εσωτερικές και
εξωτερικές αναταράξεις, την απόδοση των συναισθημάτων, από την εγωιστική οργή
έως την πρόσκαιρη συναίσθηση κι από τη θιγμένη αξιοπρέπεια στον διδακτικό μονόλογο
περί καθήκοντος. Η ουσία του όλου έργου είναι η μετάδοση αυτών των αποχρώσεων
που λένε πιο πολλά απ’ όσα φαίνεται στα λόγια.
[Οι εικόνες που εναλλάσσονται με το
κείμενο και χρωματίζουν τα άψυχα γράμματα των σκέψεών-μου είναι παρμένες από: www.dailymail.co.uk, <πίνακας του Adrien-Henri Tanoux>, gabrielle3.jpg, www.pinterest.com, www.worldpropertyjournal.com και bygonefashion.livejournal.com]
Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος