Saturday, December 24, 2016

Χριστουγεννιάτικο Βιβλιοφιλικό Κουίζ

Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ’αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρε η φύσις όλη.


Για βιβλιοφάγους και φιλοπερίεργους, για διαβαστερούς και για ανήσυχους, για μνήμονες και αναζητητές, ένα Βιβλιοφιλικό Κουίζ. Μια μεγάλη ρουλέτα για σκέψη και για …έρευνα.
Μπορείτε να δώσετε μέχρι τρεις απαντήσεις.  Σ ε    ό π ο ι ε ς    ε ρ ω τ ή σ ε ι ς    θ έ λ ε τ ε.      Ψάχνοντας στη μνήμη-σας …ή στο Google …ή στο Βιβλιοκαφέ! 


1.      Βιβλία που να αναφέρονται σε άτομο με ειδικές ανάγκες, ποια έχετε υπόψη;
2.      Ποια μυθιστορήματα ξέρετε που να διαδραματίζονται, αρκετά ή πολύ, σε τρένο;
3.      Ποια βιβλία γνωρίζετε που να λαμβάνουν χώρα στην Πορτογαλία (βιβλία μη Πορτογάλων συγγραφέων);
4.      Ποιοι Έλληνες συγγραφείς που ζουν σήμερα κατάγονται από τη Θράκη;
5.      Σε ποια λογοτεχνικά έργα του 20ού και 21ου αιώνα πρωταγωνιστούν ζώα;
6.      Ποια μυθιστορήματα έχουν θέμα τους μυθικά μοτίβα ή ήρωες;
7.      Μπορείτε να κατονομάσετε ποιήματα που αναφέρονται στα Χριστούγεννα;
8.      Ποια μυθιστορήματα Αφρικανών συγγραφέων γνωρίζετε;
9.      Κατονομάστε λογοτεχνικά βιβλία ενός συγγραφέα που το καθένα αριθμεί πάνω από 1000 σελίδες.
10. Θυμηθείτε βιβλία με μια τουλάχιστον καλογραμμένη σκηνή σεξ.
11. Μυθιστορήματα γραμμένα από περισσότερους του ενός συγγραφείς;
12. Ξέρετε έργα που έχουν ως κέντρο το διαδίκτυο, τους υπολογιστές, τα social media;
13. Βιβλία που στον τίτλο τους περιέχεται ένα μέρος του σώματος;
14. Ποια μυθιστορήματα μπορείτε να σκεφτείτε που διαδραματίζονται στο μέλλον;
15. Ποια βιβλία γνωρίζετε όπου ένα άρωμα, μια κολώνια, ένα αποσμητικό, μια μυρωδιά παίζει κάποιο ρόλο;


Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί χωρίς να λείψει η ώρα.
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να πα’ να τον ευρώσι.

Καλές γιορτές,
Με αγάπη και ποιοτικές αναγνώσεις

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 19, 2016

“Η πρώτη φλέβα” του Γιάννη Μακριδάκη

Τι μπορεί να δείχνει η ζωή ενός ναυτικού και μιας πόρνης; Μια ζωή ενός μπουρδελιάρη ταξιδευτή και μιας αξιοπρεπούς ιερόδουλης; Και πώς αυτές οι δύο ζωές συνδιαλέγονται μεταξύ-τους;


Βαπορίσιος καφές:

Γιάννης Μακριδάκης
“Η πρώτη φλέβα”
εκδόσεις Εστία
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή είμαι φαν του Μακριδάκη, έχω διαβάσει τα πάντα, τον παρακολουθώ από τότε που ξεκίνησε, ασχέτως αν η ερεθιστική γραφή-του με εμπνέει ή με απωθεί, με βρίσκει σύμφωνο ή με εξωθεί σε σφοδρές διαφωνίες.

Καθώς το διάβαζα:
          Μικρό βιβλιαράκι που διαβάζεται γρήγορα, με εκείνη την αφηγηματική άνεση που σε παρασέρνει, αν και λείπει η υπόθεση που σε ωθεί προς το τέλος. Πρόκειται για τους μονόλογους ενός ναυτικού και μιας πόρνης, οι οποίοι εναλλάσσονται, καθώς μια διηγείται ο ένας και μια ο άλλος, σε ένα διαρκές πινγκ-πονγκ. Είναι δυο προφορικές μαρτυρίες, που έχουν δουλεμένη τη γλώσσα, αν και θα μπορούσε ο συγγραφέας-τους να φτιάξει πιο ιδιαίτερο το ύφος του καθενός.
Κι αν επιλέξει ο συγγραφέας δύο τέτοιες παράλληλες ιστορίες, τότε τι να περιμένει ο αναγνώστης από τη συμπαράθεσή-τους; Μπορεί να περιμένει μια σταδιακή σύγκλιση, όπου στο τέλος οι δυο ιστορίες φέρνουν κοντά τους πρωταγωνιστές-τους, τις μοίρες-τους ή τις ρότες-τους. Μπορεί να περιμένει μια κατοπτρική αντανάκλαση, όταν η μία ιστορία αντικατοπτρίζεται στην άλλη, βρίσκει στην απέναντί-της το δικό-της πρόσωπο, αλλοιωμένο βέβαια μέσα από τις παραμορφώσεις του κρυστάλλου, διαστρεβλωμένο από τις ανάγκες και την προσωπικότητα του άλλου. Ή τέλος μπορεί να περιμένει μια αντίθεση, τα μέρη της οποίας να τονίζονται κάθε τόσο ή στην οποία να φαίνεται η αντίστιξη δύο προσώπων.
Ο ναυτικός εδώ αφηγείται τα ταξίδια-του, τις φουρτούνες και τα λιμάνια, αποσπασματικά στιγμιότυπα από τη ναυτική-του σταδιοδρομία. Πιο πολύ όμως η αφήγηση εστιάζει στις περιπέτειες του αφηγητή με γυναίκες, κατά βάση πόρνες, που ψάρευε ή τον ψάρευαν στα μπαρ ανά την υφήλιο, από την Ιαπωνία έως τη Βραζιλία. Ελάχιστα δηλαδή εξιστορεί τα βάσανα του ναυτικού (ίσα ίσα μια άγρια θαλασσοταραχή στον Βισκαϊκό κόλπο) και σε συντριπτικό ποσοστό ο στόχος της αφήγησης είναι να δείξει πώς η ζωή-του γέμισε με ερωτικές εμπειρίες της μιας νύχτας ή περισσότερων.
Η ιερόδουλη από την άλλη είναι φυσικό να μιλάει κατά βάση για την πορνική-της πορεία, από τότε που ξεκίνησε και μπήκε στο επάγγελμα μέχρι τώρα που συνταξιοδοτήθηκε. Από τα πρώτα βήματα στον Πειραιά μέχρι το «σπίτι» που είχε στα Χανιά. Είναι μια ζωή για την οποία δεν παραπονιέται, ίσα ίσα που επιμένει ότι ήταν ευχαριστημένη από όσα έζησαν, δεν μεμψιμοιρεί, δεν γκρινιάζει για την άδικη μοίρα… Οι πελάτες-της που τη σέβονταν, η θέση-της συχνά ως εξομολόγου, η ανεξαρτησία-της, η ανάληψη του ρόλου-της που δεν την έκανε φτηνό δοχείο σεξ, αλλά μια “τιμιότερη” παρουσία συνδρομής των ανδρών
Τελικά, τι αποκομίζει ο αναγνώστης από αυτές τις δύο ιστορίες; Καταρχάς, απολαμβάνει τις αφηγήσεις, διαβάζει δυο μονολόγους που έχουν ενδιαφέρον, ελεγχόμενο ρυθμό, γρήγορο τέμπο, καίριες επικεντρώσεις σε σημεία που έχουν σημασία, συνδυασμός γεγονότων και σχολίων από τον αφηγητή… Είναι λοιπόν δύο καλογραμμένες αφηγήσεις που κρατούν, και λόγω της εναλλαγής-τους και λόγω της έκτασής-τους, το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Από εκεί και πέρα ποιο μοτίβο συνδέει τις δύο ιστορίες; Δεν έχω πολλά να πω. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι υπάρχουν υπόγεια κανάλια που συνδέουν τα δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Το χρονικό διάστημα ας πούμε σε πρώτη φάση των δεκαετιών ’60 μέχρι ’80 στο οποίο κινούνται και οι δύο δεν φτάνει. Είναι όμως ορατό πως η μία ιστορία θηλυκώνει μέσα στην άλλη, σαν γιν γιανγκ, αφού η πόρνη μιλά για τους πελάτες-της κι ένας πελάτης, όχι της ίδιας, ο ναυτικός μιλά για τις εκδιδόμενες με τις οποίες κοιμήθηκε. Σε άλλους τόπους και με άλλα συμφραζόμενα η ίδια ιστορία, σπασμένη και ξαναραμμένη από δύο διαφορετικούς ανθρώπους που όμως ο ένας γνώρισε σχηματικά τον άλλο.
Μια εμφανής ομοιότητα είναι η ανεξαρτησία και των δύο ηρώων, καθώς ζουν ελεύθεροι, χωρίς περιορισμούς, χωρίς γάμους και δεσμεύσεις (ο ναυτικός παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί, αλλά αυτό δεν ακούγεται παρά μόνο στο τέλος, σαν να μην έπαιξε κανέναν ρόλο στις λιμανίσιες περιπέτειές-του). Και οι δύο λοιπόν προβάλλουν με τα λόγια και τις πράξεις-τους την ελεύθερη ζωή-τους, η μία που δεν είχε ποτέ πάτρωνα να την καταπιέζει και να την εκμεταλλεύεται, ο άλλος αναδεικνύει την ταξιδιάρικη υφή του επαγγέλματος που τον αποδεσμεύει από οποιαδήποτε σταθερή και άρα υποδουλωτική μονιμότητα.

Αφού το διάβασα:
          Ωραία ανάγνωση, αλλά δεν μπορώ να επαναπαυτώ σ’ αυτήν τη διαπίστωση με έναν Μακριδάκη που συνεχώς τονίζει μια Ιδέα και προσπαθεί με τη λογοτεχνία-του να της δώσει σάρκα και οστά. Εδώ τι; Την ελευθερία, την αντισυμβατικότητα, το σπάσιμο των ταμπού, την πορεία κόντρα στα ήθη και τις κοινωνικές σταθερές; Η πόρνη ναι, απόλυτα, αφού ζει ενάντια στα καθιερωμένα, αλλά ο ναυτικός έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως τέτοιο ον.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 29/11/2016. Εδώ αναδημοσιεύεται με δύο πίνακες στην αρχή και στο τέλος της ανάρτησης, του Γιάννη Τσαρούχη αφενός και του Γιάννη Κούτρικα («Τάνκερ») αφετέρου, και με τις λοιπές εικόνες να είναι παρμένες από:  www.digital-camera.gr,   www.inred.gr,  www.allesoverchios.nl,   www.mixanitouxronou.gr   και   flix.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, December 16, 2016

“Η μπλε κιθάρα” του Τζων Μπάνβιλ

Η κλεπτομανία είναι μια συνθήκη που δείχνει μια βαθύτερη ανάγκη οικειοποίησης, όπως και η απιστία με παντρεμένο/η, αφού ο άλλος γίνεται δικός-σου. Η παραίτηση από την άλλη μετατρέπει τη συνδιαλλαγή του έξω κόσμου και του μέσα σε μια συνεχή αυτοανάλυση.


Irish coffee:

John Banville
“The Blue Guitar”
2015

  
Τζων Μπάνβιλ
“Η μπλε κιθάρα”
μετ. Τ. Κοβαλένκο
εκδόσεις Καστανιώτη
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο Μπάνβιλ μου έχει ήδη αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις με το προηγούμενο βιβλίο-του, το “Αρχαίο φως”, όπου έδειξε τρόπο γραφής και πεδίο αφήγησης. Και τώρα από την αρχή ξαναθαύμασα τον τρόπο να μπλέκει τα πράγματα σε τέτοιο σημείο ώστε ούτε ο αναγνώστης να χαθεί ούτε η αφήγηση να γίνει ρηχή και ευθεία.

Καθώς το διάβαζα:
          Ο ήρωας και αφηγητής Όλιβερ Ότγουεϊ Ορμ είναι / ήταν ζωγράφος, που πάσχει από ένα είδος κλεπτομανίας, ενώ στην αρχή του μυθιστορήματος βρίσκεται να ερωτεύεται τη φίλη της γυναίκας-του Πόλυ. Πάλι, όπως στο “Αρχαίο φως”, ένας απαγορευμένος έρωτας… Ο πρωταγωνιστής “κλέβει”, με άλλο περιεχόμενο στη λέξη, τη γυναίκα του Μάρκους κι έτσι δυο φαινομενικά άσχετα χαρακτηριστικά, η κλεπτομανία και η απιστία, συνδέονται ευφυώς με ψυχολογικό τρόπο.
          Η αφήγηση, ενώ βρίθει σχολίων και στοχασμών, παρεκβάσεων κα κύκλων, αναμειγνύει την εξωτερική και την εσωτερική ταχύτητα κι έτσι εμείς οι αναγνώστες βλέπουμε τη ζωή του Όλιβερ, τον γάμο-του με τον Γκλόρια, την απώλεια της μικρής-τους κόρης Ολίβια, το τσιλιμπούρδισμα με την Ανελίζ, τη θλίψη του Μάρκους όταν αντιλαμβάνεται ότι η Πόλυ τον απατά (αλλά δεν ξέρει με ποιον!), τη συζήτηση με την Πόλυ κ.ο.κ. Με μια αφήγηση-χέλι, που γλιστρά παρά τη νωθρότητά-της, ο Μπάνβιλ αναπλάθει την ιδιοσυγκρασία κατά βάση του πρωταγωνιστή-του, ο οποίος συνδυάζει ελικοειδώς τη ζωγραφική, την κλεπτομανία, την απιστία και φυσικά τις σχέσεις των ανθρώπων αλλά και τη στάση των ανθρώπων απέναντι στις σχέσεις που αυτοί συνάπτουν.
Ο ίδιος ο Όρμ είναι στο επίκεντρο των γεγονότων αλλά κυρίως των σκέψεών-του, που παίζουν ιριδιζόντως ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο με όλες τις ανάμεσα αποχρώσεις. Λίγο αήθικος, λίγο ευθυνόφυγος, λίγο κουλουριασμένος σκύλος, λίγο άβουλος, πλήττεται από την απώλεια, τόσο των ανθρώπων γύρω-του όσο και της διάθεσής-του να συνεχίζει να ζωγραφίζει.
          Η ίδια η ιστορία κάνει πολλαπλές κοιλιές και ενίοτε ξεχειλώνει, αλλά η αφήγηση, το ύφος ενός τεχνίτη, ο κυματισμός της γραφής είναι τελικά αυτό που μένει. Κι η γραφή είναι σαν την κλοπή, κάπου το λέει και το βιβλίο, αφού ο συγγραφέας οικειοποιείται ό,τι του αρέσει για να το κάνει δικό-του μέσα στο έργο-του. Ο Μπάνβιλ εκφράζει τα συναισθήματα ενός παραιτημένου, ενός καλλιτέχνη που δεν βρίσκει κίνητρο κι αυτό το κάνει με δραματικά και κωμικά χρώματα, με πινέλα που δεν αφήνουν πάντοτε σαφή και διαυγή τα ίχνη-τους στον καμβά.

Αφού το διάβασα:
          Το χάρηκα σίγουρα πολύ λιγότερο από το “Αρχαίο φως”.

[Οι εικόνες, εκτός από το σκίτσο του Pyotr Konchalovsky "The Model by the stove", ελήφθησαν από: www.coolchaser.com  και  noisypilgrims.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 12, 2016

“Το αδιανόητο τοπίο” του Τάκη Θεοδωρόπουλου

{Ζωγράφος μέσα στο μυθιστόρημα -2} Εν αρχή ην το ελληνικό τοπίο. Θεωρητικά δεδομένο και αντικειμενικό. Κι έπειτα έρχονται διάφοροι, από τον Γιαννόπουλο έως τον Ελύτη και τον Θεοδωρόπουλο. Να το εξηγήσουν, αισθητικά ή ιδεολογικά, και να στηρίξουν σ’ αυτήν την εξήγηση έναν ή περισσότερους ορισμούς της ελληνικότητας.


Ελληνικός εκ Πελοποννήσου:

Τάκης Θεοδωρόπουλος
“Το αδιανόητο τοπίο”
1991   [εκδ. Εστία]
2000   [εκδ. Ωκεανίδα]
2016   [εκδ. Μεταίχμιο]

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Ήταν ο φίλος-μου ο Αλκιβιάδης που μου το υπέδειξε ως το καλύτερο βιβλίο του Θεοδωρόπουλου μέσα στην τριαντάχρονη πορεία-του. Εγώ βέβαια έχω διαβάσει ήδη μερικά από τα τελευταία-του βιβλία. Έτσι δεν χρειάστηκε πολύ να επιβεβαιώσω τη γνώμη του καλού-μου φίλου.

Καθώς το διάβαζα:
          Είδα την τεθλασμένη πορεία του τοπίου (της Πελοποννήσου) μέσα στη ζωγραφική και από εκεί στην πεζογραφία. Στην ουσία πρόκειται για μια μυθιστορηματική βιογραφία ενός ζωγράφου, του Γιώργου Γαλανού (τι όνομα για ζωγράφο!). Που έμεινε γνωστός για τα πελοποννησιακά τοπία-του.
          Τι σημαίνει τεθλασμένη;
          Το ίδιο το τοπίο πρώτα. Έπειτα η σύλληψή του μέσα από τα λόγια και τους πίνακες του Γαλανού. Σε τρίτο επίπεδο οι αντιλήψεις περί τον ζωγράφο και τα έργα-του από τους περιιστάμενους στη Δημητσάνα. Εκεί είχε καταφύγει ο Γαλανός για να βρει το κέντρο της καλλιτεχνικής-του υπόστασης. Έπειτα είναι ο “γράφων”, όπως αυτοονομάζεται. Συλλέγει πληροφορίες, τόσο από τους άλλους όσο και από τις Ιδιόχειρες Σημειώσεις του ίδιου του βιογραφούμενου, αλλά και από τα έργα που έχει μπροστά στα μάτια-του. Αυτός προσπαθεί μέσω της γραφής να προσδιορίσει τον χαρακτήρα του Γαλανού και τη ζωγραφική-του. Τέλος, πέμπτος στη σειρά έρχεται ο αναγνώστης του μυθιστορήματος που προσπαθεί μέσα από τις διάφορες ματιές, οπτικές γωνίες, εκδοχές, ερμηνείες να διακριβώσει το τοπίο και τον ζωγράφο.


Πελοποννησιακό τοπίο    (ελληνικότητα;)
Γιώργος Γαλανός              (καλλιτέχνης)
Περιιστάμενοι                   (βιώνοντας τον ζωγράφο)
Γράφων                            (διαμεσολαβητής ερμηνειών)
Αναγνώστης                     (αποδέκτης και αξιολογητής ερμηνειών)

          Καθώς το διάβαζα, συνεχώς μου ερχόντουσαν στον νου, υπαγορευμένες από το ίδιο το μυθιστόρημα. Οι ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου, που επηρέασε τη γενιά του ’30 ως προς τον τρόπο που αναζήτησε την ελληνικότητα. Στο ίδιο κάδρο ο Καζαντζάκης με το “Ταξιδεύοντας στον Μοριά” και η δική-του ματιά. Ψάχνω μάταια να θυμηθώ άλλες ανάλογες απόπειρες να συνδυαστεί το τοπίο με την ελληνική ουσία (ναι, ο Ελύτης με το Αιγαίο, ο Καραγάτσης με τον μεσογειακό χώρο και τη δύσκολη ενσωμάτωση των ξένων, ναι…), αλλά ποιοι άλλοι;
          Σε τι συνίσταται αυτή η ελληνικότητα; Κατά βάση είναι ένα απηνές κίτρινο, τοποθετημένο σε μια κλίμακα από το πιο αχνό μέχρι το πιο βαθύ, που αποδίδει τον ήλιο και το άπλετο, σκληρό, αδίστακτο φως-του. Ο Θεοδωρόπουλος ξεκινά με το δύσκολο έργο να αποδώσει με λόγια τα χρώματα. Και το καταφέρνει με πολλές λέξεις στην παλέτα-του. Ώσπου να φτάσει στο κίτρινο που πρέπει να δείχνει τον μεσογειακό ήλιο να ραπίζει ανελέητα τους πελοποννησιακούς όγκους. Σ’ αυτό δεν περιλαμβάνονται οι κάτοικοι, άρα όχι οι Έλληνες. Παρά μόνο ο χώρος ως τοπίο που συνεχώς πλάθεται (είναι και τα τεχνητά κατασκευάσματα συνέχιση και επέκταση του φυσικού χώρου). Ένα τοπίο με τη γεωφυσική-του ευδαιμονία, την αντανάκλαση του φωτός, την εντύπωση του κύκλου… Όλα αυτά συμπλάθουν το τοπίο ως συμπύκνωση άλλων τοπίων, αναμνήσεων, αισθήσεων και συναισθημάτων, με άλλα λόγια το τοπίο ως Ιστορία ενός χρόνου που γίνεται χώρος.
          Έχω την αίσθηση ότι η ελληνικότητα στο βιβλίο δεν προσφέρεται ως απάντηση. Κι αυτό ακριβώς λέει ο Θεοδωρόπουλος μέσα από τις διαθλάσεις-του: πουθενά δεν φαίνεται μια τελεσίδικη σύγχρονη, επίκαιρη απάντηση στο ερώτημα περί ελληνικής φύσης, ψυχής, αίσθησης κ.ο.κ. Πιο πολύ, μετράει η πορεία του ανθρώπου προς αυτήν την πρόκληση. Αυτός συντρίβεται από την αναμέτρηση με το τοπίο και μένει ες αεί ηττημένος. Συντρίβεται συχνά για τις ιδέες του που μπορεί να ταυτιστούν με ακραίες πολιτικές θέσεις. Όπως συνέβη εδώ με την ανάμειξη του Γαλανού στη χουντική φιλοδοξία για την ίδρυση μιας «Πανελληνίου Πολιτείας». Έτσι, το τοπίο ίσως μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Και το βιβλίο εστιάζει στον άνθρωπο που αναμετριέται μ’ αυτό, τον Γαλανό που σκιαγραφείται δίπλα, μπροστά και απέναντι στον ανθρωποχώρο της Δημητσάνας, το πολιτικό στίγμα της θέασης του τοπίου που πάντα θα είναι ιδεολογική. Το τοπίο είναι το αναπάντητο σημείο, ενώ ο άνθρωπος που το πλησιάζει ίσως είναι πιο πιθανόν να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο ζει. Και σ’ αυτήν την ελληνικότητα το κέντρο Γαλανός-τοπίο περικλείεται από ανθρώπους, όπως ο μαικήνας Θερσίτης, ο γκαλερίστας Βατικιώτης, ο βιογράφος Νεάρχου κ.ο.κ. Οι άνθρωποι αυτοί –με δηλωτικά επώνυμα- προσφέρουν στον αναγνώστη μια οπτική της προσέγγισης της γαλανικής ματιάς.


Αφού το διάβασα:
          Δεν ξέρω τελικά αν είναι το καλύτερο βιβλίο του Θεοδωρόπουλου. Σίγουρα είναι καλογραμμένο, με σταδιακό ξεδίπλωμα του Γαλανού και της στάσης-του απέναντι στο ελληνικό τοπίο. Ο προβληματισμός-του με συνοδεύει και μετά το πέρας-του.

[Το κείμενό-μου έπρεπε να κοσμείται από τους πίνακες του Γαλανού, αλλά δεν πήρα την άδεια γι’ αυτό!!! Επομένως, στολίζεται με εικόνες που βρήκα σε: tokuhain.arukikata.co.jp,   www.notospress.gr,   www.news.gr,   adamaston.blogspot.gr,   www.kevinhunterartgallery.com,   www.In2life.gr  και   adcfineart.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, December 09, 2016

“Η ιστορία ενός δικού μας ανθρώπου” της Νίκης Αναστασέα

{Ζωγράφος μέσα στο μυθιστόρημα-1} Πώς πλαγιοκοπείται μια βιογραφία; Πώς ένας “θρύλος” ανασυντίθεται μέσα από τα ξέφτια της ιστορίας; Πώς μυθοποιείται και απομυθοποιείται ένας καλλιτέχνης που ζει, παράγει, τρελαίνεται, προδίδει και προδίδεται;


Cafe Zorro:

Νίκη Αναστασέα
“Η ιστορία ενός δικού μας ανθρώπου”
εκδόσεις Καστανιώτη
2015
 


          Το βιβλίο δεν ξέρω αν είναι σίκουελ ενός προηγούμενου βιβλίου της Αναστασέα, του «Επικράνθη: δια χειρός Αλέξη Ραζή» ή ξαναδουλεμένη μορφή-του. Δεν ξέρω αν η Αναστασέα έχει τόσο πολύ δελεαστεί από τον μυθοπλαστικό ήρωά-της Αλέξη Ραζή και επανέρχεται σ’ αυτόν ή θεώρησε ότι το προηγούμενο βιβλίο δεν είχε την απήχηση που θα ήθελε και γι’ αυτό επιχειρεί τώρα να το ξαναδουλέψει. Δεν ξέρω πόσες ζωές έχουν τα βιβλία και πόσο μπορεί να αναβιώσουν με ένα καλό ρετούς.
          Τότε, το 2006, σε σύντομη ανάρτηση, είχα αναρωτηθεί τα εξής αλλά δεν μπόρεσα να βρω απαντήσεις:

-Γιατί οι οικογενειακές και φιλικές σχέσεις να ανάγονται σε μείζον λογοτεχνικό θέμα, χωρίς κάτι καινούργιο να ταράζει τα λιμνάζοντα νερά αυτού του κοινόχρηστου μοτίβου;
-Γιατί η δράση να περιορίζεται τόσο και να τεντώνονται τόσο τα διαλογικά μέρη, σταματώντας έτσι τη ροή του κειμένου;
-Γιατί κάθε αριστερός ήρωας να πρέπει να προβληματίσει σώνει και καλά με την παρουσία του;
-Γιατί η γυναικεία εσωτερικότητα της γραφής να πρέπει να απασχολήσει το αναγνωστικό κοινό, όταν απλώς συνοδεύεται από καλοδουλεμένο ύφος και ανάλογη γλώσσα;

          Τα αφήνω προσώρας στην άκρη για να σταθώ στο εξής θέμα που με απασχόλησε καθώς διάβαζα το νέο βιβλίο. Ένας χαρακτήρας κερδίζει όταν είναι ιδιαίτερος ή όταν κινείται στον μέσο όρο ώστε να καλύπτει πολλές περιπτώσεις ανθρώπων; Η πρώτη περίπτωση παρουσιάζει το πρωτότυπο, το πρωτόγνωρο, το ακραίο, το ενίοτε προκλητικό, πιάνει μια ασυνήθιστη μορφή με όλες τις ενέργειες και τις ιδιορρυθμίες-της και την αποδίδει μυθιστορηματικά, ώστε να φανεί μια ιδιαίτερη στάση ζωής και ένα σπάνιο modus vivendi ικανό να προκαλέσει την περιέργεια και τον προβληματισμό του αναγνώστη. Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο προσγειωμένη, ενίοτε τυποποιημένη, εξάγεται από την καθημερινότητα, περιλαμβάνει πολλές ανθρώπινες μορφές που κινούνται γύρω-μας, δεν ξενίζουν αλλά καταπιάνονται με θέματα του μέσου όρου, τα οποία μπορεί να χρειάζονται νέες ματιές.
          Ο Αλέξης Ραζής είναι ένας ιδιόρρυθμος ζωγράφος ο οποίος τελικά έσκισε τα έργα-του και αυτοκτόνησε. Αριστερών πεποιθήσεων, συμμετείχε μάλιστα και σε μια αριστερίστικη οργάνωση, εκεί στη Χούντα, λίγο μετά, αντισυμβατικός εν γένει, με ποικίλες φιλικές και ερωτικές σχέσεις, που διαρρήχθηκαν ή που προδόθηκαν. Το μυθιστόρημα αναπλάθει τη ζωή-του τόσο με βάση τους πίνακές-του όπως σώθηκαν σε φωτογραφίες ή σε προγράμματα εκθέσεων, με πρόσθετο υλικό για κάθε πρόσωπο που συνάντησε στο διάβα-του, με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων σε διάφορα περιστατικά του βίου-του και όλα αυτά από τη σκοπιά του νεαρού Κωστή Σκαρλάτου, ο οποίος μάζευε υλικό για να γράψει ένα βιβλίο για τον ζωγράφο.
          Αφήνω ένα μεγάλο ερωτηματικό, καταθέτω ξανά την απορία-μου τι είναι αυτό που έκανε η Αναστασέα. Εστίασε σε μια ζωή για να μιλήσει για την τρέλα της τέχνης; Με βάση ένα πρόσωπο διέτρεξε τη μεταπολίτευση και χάραξε τις γραμμές-της; Ανέδειξε μια ιδιαίτερη περίπτωση για να δείξει φιλικές και καλλιτεχνικές σχέσεις;

[Οι εικόνες που κοσμούν το κείμενο είναι παρμένες από:   www.technoparktoday.com,   www.pinterest.com   και   lartoffashion.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 05, 2016

Ζωγράφοι μέσα στο μυθιστόρημα

Τι ζητά ένας ζωγράφος μέσα στο μυθιστόρημα; Τι κάνει ένας ζωγράφος ως πρωταγωνιστικό πρόσωπο σε μια μυθοπλασία; Και δεν εννοώ γενικά ένα πεζογράφημα να εμπνέεται από έναν πίνακα και να τον εγκιβωτίζει, ώστε τα δύο έργα να αντικατοπτρίζει το ένα το άλλο. Γι’ αυτό μπορείτε να δείτε ένα μικρό αφιέρωμα που έκανα παλιότερα με τίτλο Ζωγραφική μέσα στη Λογοτεχνία.
          Τώρα έπεσαν στα χέρια μου τρία έργα που βάζουν σε πρωταγωνιστική θέση έναν ζωγράφο και ίσως όλο του το έργο κι όχι έναν συγκεκριμένο υπαρκτό πίνακα. Οι ζωγράφοι αυτοί είναι πλαστοί, φτιαγμένοι για να υπηρετήσουν το θέλω του συγγραφέα και έρχονται να δείξουν τα κοινά ή τις διαφορές μεταξύ του χρώματος και της λέξης.
          Παλιότερα είχα διαβάσει τα:
Ιβάν Κούλικοφ:
Πίνακας
του Ρώσου συγγραφέα
Γεβγένι Χίρικοφ (1904)

Είναι ο ζωγράφος ένα alter ego του συγγραφέα; Κι όπως ο πρώτος δυσκολεύεται να αποδώσει τον κόσμο με χρώματα, το ίδιο και ο δεύτερος αγωνιά για το αν μπορούν οι λέξεις να αποδώσουν την πραγματικότητα που έχει στο κεφάλι-του; Είναι κοινή η αγωνία-τους; Ή μήπως ο ένας (ο συγγραφέας) υπονομεύει τον άλλο (ζωγράφο), προκειμένου να δείξει τη δική-του ανωτερότητα; Δεν έχω τέτοια δείγματα. Αλήθεια υπάρχουν πίνακες που δείχνουν τον συγγραφέα επί το έργον;
     Θα ακουλουθήσουν τρία μυθιστορήματα που έχουν πρωταγωνιστή έναν ζωγράφο, αρκετά διαφορετικά θα έλεγα:

  1. “Η ιστορία ενός δικού μας ανθρώπου” της Νίκης Αναστασέα
  2. “Το αδιανόητο τοπίο” του Τάκη Θεοδωρόπουλου
  3. “Η μπλε κιθάρα” του Τζων Μπάνβιλ

Οψόμεθα.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, December 01, 2016

“Η επιστροφή” του Τζόζεφ Κόνραντ

[Δυνάμει Νόμπελ Λογοτεχνίας]

Η απιστία και η επιστροφή, η επιστροφή που δεν ζητά συγχώρεση, η αυτάρεσκη ηθική που δεν βλέπει τα λάθη-της, η κλονισμένη κοινωνική εικόνα, η συμβίωση που δεν είναι αγάπη, ο ψυχισμός που δεν εγκλωβίζεται στο καθήκον, η εξωτερική επιφάνεια που δεν αντέχει τις εσωτερικές πιέσεις.


Café di Mare:

Joseph Conrad
“The Return”
Λονδίνο
1898

 
Τζόζεφ Κόνραντ
“Η επιστροφή”
μετ. Τ. Μενδράκος
εκδόσεις Πατάκη
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο Κόνραντ (1857-1924) είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και –νομίζω- ότι δεν έχω διαβάσει τίποτα δικό-του.

Καθώς το διάβαζα:
          Μπαίνοντας στις πρώτες σελίδες και καταλαβαίνοντας ότι έχω να κάνω με μια ιστορία αγάπης και απιστίας στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, μούδιασα. Πάλι μια κλασική συμβατική γραφή σε ένα κλίμα ήδη παρωχημένο; Πάλι μια ιστορία χιλιοειπωμένη; Γράφει ενδεικτικά ο Ελευθεράκης στον πρόλογό-του ότι συναντάμε το ίδιο θέμα στην παγκόσμια λογοτεχνία πολλές φορές, από το “Κουκλόσπιτο” του Ίψεν έως τη “Μαντάμ Μποβαρί” του Φλωμπέρ και την “Άννα Καρένινα” του Τολστόι. Τι άλλο λοιπόν να κερδίσω;
          Παραδόξως όσο προχωρούσα αυτή τη νουβέλα, το έργο με κέρδιζε. Είναι γραμμένο σαν να παίζεται μπροστά-μας σε μια σκηνή ενός μεγαλοαστικού σπιτιού στο Λονδίνο, με τα πλούσια έπιπλα και τον βαρύ διάκοσμο. Ο Άλβαν Χέρβεϋ γυρίζει σπίτι και βρίσκει ένα γράμμα από τη γυναίκα-του, που τον ενημερώνει ότι φεύγει με τον εραστή-της. Αλλά πριν καλά καλά προλάβει να νιώσει την ταπείνωση, η σύζυγός-του επιστρέφει κι έτσι διαδραματίζεται μπροστά-μας ο σκηνικός διάλογος ενός εξαγριωμένου συζύγου και μιας αμήχανης μετανοούσας.
          Και σ’ αυτό το αφηγηματικό πλαίσιο, διαβάζουμε μια γλώσσα σφοδρή, καίρια, γεμάτη με φουρκισμένα ρήματα και ογκολιθικά επίθετα. Εκφράζει αφενός τη μανιασμένη ψυχή του Άλβαν, αλλά και την τετράγωνη εγγλέζικη ζωή που νόμιζε ότι κάλυπτε, τόσο αυτόν όσο και τη γυναίκα-του. Εκφράζει τον εσωτερικό στρόβιλο που τον συνεπήρε αλλά και τη βουβή εν πολλοίς δυστυχία της μοιχαλίδας. Εκφράζει όμως και τη διάσταση μεταξύ της ευπρέπειας που ήθελε ο Άλβαν να προσδιορίζει τη ζωή-τους και την έλλειψη συναισθημάτων που σταδιακά αναδύεται ως ανακάλυψη και τους πλακώνει. Εκφράζει ένα μέσα που δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, όπως το έξω. Στάθηκα λοιπόν να θαύμαζα αυτή τη γλώσσα, που σημειωτέον δεν ήταν η μητρική του Κόνραντ, ο οποίος γεννήθηκε στη νυν Ουκρανία από Πολωνούς γονείς. Τα αγγλικά, όπως τα υποπτεύομαι πίσω από την πολύ καλή μετάφραση του Μενδράκου, σπιθίζουν για να εκφράσουν τη βαριά βρετανική υποκριτική επιφάνεια αλλά και την εσωτερική ψυχολογία δύο ανθρώπων που δεν επικοινωνούν.
          Αυτή λοιπόν η γλώσσα είναι πετυχημένη, επειδή μας σερβίρει την ψυχοσύνθεση δύο ανθρώπων, που συμπιέζονται από διαφορετικές μυλόπετρες. Ο άντρας νιώθει ταπεινωμένος, προσβεβλημένος, κοινωνικά κατακριτέος, ευπρεπής κι όμως στιγματισμένος, ντροπιασμένος που δεν κατάλαβε τίποτα, που βρέθηκε εκτεθειμένος στην αναισχυντία της γυναίκας-του, που σπιλώθηκε το όνομά-του, εξοργισμένος και συνάμα μετέωρος πάνω από μια άβυσσο. Το σημαντικό που αναδύεται σ’ αυτήν την ψυχοσύνθεση είναι ότι ο Άλβαν δεν έχει χολωθεί που χάνει την αγάπη-του, αλλά που αμαυρώνεται η καλή-του εικόνα, η οικογενειακή-του τιμή, η προσωπική-του υπόληψη. Πρόκειται για μια ψυχρή, υποκριτική αντίληψη της αγάπης και της οικογενειακής ομαλότητας.
          Από την άλλη, είναι η σύζυγος που θέλησε να σπάσει αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον και να δραπετεύσει, να ξαναβρεί το αίσθημα που είχε απολέσει. Η ψυχοσύνθεσή-της φαίνεται σχετικά έμμεσα, αφού περισσότερο προβάλλεται η οπτική γωνία του άνδρα. Έτσι, δεν μπορούμε εξ αρχής να καταλάβουμε τι την οδήγησε στην ανεπιτυχή φυγή-της και τι την έφερε πίσω. Σταδιακά, όμως, αντιλαμβανόμαστε το βαθύ τραύμα, το μεγάλο κενό, το βαρύ φορτίο μιας άδειας ζωής.
          Κι ενώ το θύμα της υπόθεσης, ο Άλβαν, που έπεσε θύμα απιστίας, αναμασά και εκστομίζει όσα το δίκιο-του του υπαγορεύει, ανακαλύπτουμε σιγά σιγά ότι μπορεί και να μην είναι το θύμα αλλά ο θύτης. Ο ίδιος με λέξεις όπως “καθήκον” και “αλτρουισμός” δεν μπορεί να συλλάβει τα λάθη-του, αλλά μηρυκάζει αέναα τη θιγμένη-του εικόνα, που μπορεί να αποκατασταθεί αν η σύζυγός-του επανέλθει στην πρότερη τάξη. Εμείς όμως –κι αυτός κάπου φευγαλέα- ανακαλύπτουμε ότι για να φύγει από την οικογενειακή εστία η γυναίκα, δεν φταίει μόνο η ίδια –όπως η ηθική επιτάσσει- αλλά και αυτός, που δεν έκανε τίποτα για να διατηρήσει την αγάπη, να ανάψει την αγάπη που θάφτηκε στην ευπρέπεια της τιμής, να θωρακίσει τα συναισθήματα που θυσιάστηκαν στον βωμό της ευυπόληπτης αξιοπρέπειας. Η ηθική, παραδέχεται κάπου στο τέλος, δεν φέρνει αναγκαστικά την ευτυχία.

Αφού το διάβασα:
          Κλείνοντας το βιβλίο θα ’θελα να το ξαναδιάβαζα με μάτι σκηνοθέτη. Να έβλεπα όλα όσα έπρεπε και να φανταζόμουν όσα θα χρειαζόμουν για να το ανεβάσω σε θεατρικό μονόπρακτο. Το σκηνικό, τα ρούχα και τις κινήσεις, μα πιότερο την ψυχολογία του καθενός, τις εσωτερικές και εξωτερικές αναταράξεις, την απόδοση των συναισθημάτων, από την εγωιστική οργή έως την πρόσκαιρη συναίσθηση κι από τη θιγμένη αξιοπρέπεια στον διδακτικό μονόλογο περί καθήκοντος. Η ουσία του όλου έργου είναι η μετάδοση αυτών των αποχρώσεων που λένε πιο πολλά απ’ όσα φαίνεται στα λόγια.

[Οι εικόνες που εναλλάσσονται με το κείμενο και χρωματίζουν τα άψυχα γράμματα των σκέψεών-μου είναι παρμένες από:   www.dailymail.co.uk,  <πίνακας του Adrien-Henri Tanoux>,   gabrielle3.jpg,   www.pinterest.com,   www.worldpropertyjournal.com   και   bygonefashion.livejournal.com]
Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 26, 2016

“Ένα πρωί, νωρίς” της Virginia Baily

Ένα καμιόνι που γεμίζει με Εβραίους είναι ήδη ένα δυνατό σημείο εκκίνησης, για να δοθεί η ιστορία του μικρού Ντανιέλε που σώζεται από μια Ιταλίδα κοπέλα. Κι έπειτα από χρόνια συναντάμε την κόρη-του που ψάχνει τον πατέρα-της. Ο Ντανιέλε είναι πανταχού απών, αλλά μέσω των δύο γυναικών που τον ψάχνουν συνεχώς παρών.


Café de Coco:

Virginia Baily
“Early One Morning”
Virago 2015

 
“Ένα πρωί, νωρίς”
μετ. Μ. Αγγελίδου
εκδόσεις Ίκαρος
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο «Ίκαρος» αρχίζει να δημιουργεί μια σειρά ικανότατων ξένων συγγραφέων που μεταφράζονται στα ελληνικά και δείχνει ότι ξέρει τι επιλέγει. Επομένως, εμπιστεύθηκα τον εκδοτικό οίκο κι επιπλέον διάβασα στο οπισθόφυλλο “Η απόφαση δύο γυναικών να σώσουν ένα παιδί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου θα οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες, σε βάθος δεκαετιών”…

Καθώς το διάβαζα:
          Το αρχικό κεφάλαιο είναι άκρως θελκτικό, αφού μας μεταφέρει στη Ρώμη του 1944, στο κλίμα κατοχής των Ιταλών από τους Γερμανούς, στο εβραιοδιωκτικό περιβάλλον, όπου η πρωταγωνίστρια Κιάρα σώζει ένα μικρό εβραιόπουλο, ονόματι Ντανιέλε Λέβι, από το καμιόνι που πήρε τους δικούς-του σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
          Από εκεί και πέρα τα κεφάλαια εναλλάσσονται ανάμεσα στο απώτατο παρελθόν του 1944 και της πολεμικής ατμόσφαιρας, η οποία εμπνέει φόβο και υποβάλλει μια ψυχολογική καταχνιά, και τον πλησιέστερο χρόνο του 1973, όταν η έφηβη Μαρία στο Κάρντιφ ανακαλύπτει ότι δεν είναι παιδί του πατέρα-της αλλά καρπός της μάνας-της Έντνα Κέλι και του γνωστού Ντανιέλε Λέβι, ο οποίος είναι άνθρωπος εξαρτημένος από τα ναρκωτικά, ήδη εξαφανισμένος από όλους.
          Η Αγγλίδα πεζογράφος ξέρει πολύ καλά να χειρίζεται την αφήγηση, όχι μόνο επειδή εναλλάσσει έντεχνα τα δύο χρονικά επίπεδα, αλλά και επειδή μέσα σε κάθε επίπεδο πηγαινοέρχεται σε μπρος και πίσω μικρο-αφηγήσεις, που συμπληρώνουν το κενό ανάμεσα στο 1944 και 1973. Από τον Ντανιέλε μικρό παιδί έως τον Ντανιέλε άστοργο πατέρα κι από την Ιταλία μέχρι την Αγγλία της δεκαετίας του ’70. Το συγγραφικό λοιπόν χέρι κρατά σταθερά το στυλό και μπορεί να χτίζει δρόμους και διαδρόμους ανάγνωσης.

Αφού το διάβασα:
          Έφτασα στο τέλος με λίγο κόπο, κυρίως επειδή από ένα σημείο και μετά οι δύο συγκλίνουσες γραμμές, αυτή του 1944 κι αυτή του 1973, δεν φαίνεται να συγκλίνουν. Επίσης, η αφήγηση καθυστερεί πολύ, αναλώνεται σε πολλά μικρά, που κατά τη γνώμη-μου είναι κωλυσιεργά στοιχεία, χωρίς ρυθμό και ένταση. Έμεινα σε μια πολύ καλή αρχή, που χάθηκε στην πορεία.

[Το κείμενο συνοδεύεται από εικόνες που ελήφθησαν από:  www.historyplace.com,   www.pinterest.com,   www.walesonline.co.uk   και   www.holocaustresearchproject.org]

Πατριάρχης Φώτιος