Thursday, September 30, 2021

Γιώργος Παπαδάκης, “Άτακτο αίμα”

Το αίμα, ο σφυγμός της νιότης που χτυπά στον πόλεμο και στον έρωτα, είναι καθοριστικό για δύο Κρητικούς νέους, που πέφτουν στη φωτιά της Επανάστασης του 1897 και στην πυρά του πάθους.


Γιώργος Παπαδάκης

“Άτακτο αίμα”

εκδόσεις Εστία

-2021


Ο συγγραφέας έγινε γνωστός όχι όταν έβγαλε το πρώτο του βιβλίο, τον “Ταχυδρόμο” το 2018, αλλά δυο χρόνια μετά, όταν πήρε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και έτσι έκανε ένα μικρό μπαμ, που ξανασύστησε το βιβλίο.


> Ο Γιώργος Ν. Παπαδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959. Σπούδασε Θεολογία, Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, απ' όπου απέκτησε τον τίτλο του Διδάκτορα Φιλοσοφίας. Έχει ειδικευθεί στη μεσαιωνική τέχνη και στην τέχνη της πρώιμης Αναγέννησης. Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1989 και σήμερα είναι Διευθυντής Σχολείου στην Αθήνα. Έργα του: "Ιστορία μιας ανοχύρωτης νιότης", μυθιστόρημα, Εστία 1994, "Ο Ιούλιος δεν έχει τύψεις", ποιητική συλλογή, Δωδώνη 1999, "Μικρή ιστορία του φωτός στη θρησκευτική τέχνη του Βυζαντίου και της Δύσης - το φως και το σώμα", μονογραφία, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2014, "Η πρώιμη Αναγέννηση στην Ιταλική ζωγραφική", μελέτη, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 2015.


ΤΟ “ΑΤΑΚΤΟ ΑΙΜΑ” παραπέμπει σε δύο είδη βρασμού που χαρακτηρίζει τη νιότη, τον πολεμικό και τον ερωτικό. Βρισκόμαστε στην Κρήτη του 1896, όπου δυο νέοι ενηλικιώνονται μαθαίνοντας τον πόλεμο σε μια τουρκοκρατούμενη περιοχή που ποτέ δεν σταμάτησε να ονειρεύεται την ελευθερία, και δοκιμάζοντας τον έρωτα ως διέξοδο στις εσωτερικές πιέσεις του σώματος.

ΣΤΟ ΗΡΩΙΚΟ πλαίσιο της επανάστασης του 1897, που αχνοφαίνεται, ο Ιάκωβος Κορνάρος είναι λίγο ονειροφαντασμένος, νοιάζεται για τα πουλιά, βλέπει προφητικά όνειρα, σμίγει το πραγματικό με το φανταστικό, ενώ ο ξάδερφός του Νικηφόρος ακολουθεί πιο εμφανώς τα πρότυπα του άντρα με τη διάθεση για μάχη και για έρωτα στην ίδια μοίρα. Κι οι δυο ψήνονται στο μαχαίρι καθώς σκοτώνουν δυο Τούρκους νιζάμηδες και βγαίνουν στο βουνό στο πλάι του Καπετάν Φωτιά. Η ενηλικίωση και η εθνική αναγέννηση πάνε μαζί.

ΑΥΤΗ η βάση θα μπορούσε να είναι ιδανική για να χτιστεί ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, απ’ τη στιγμή που ο Παπαδάκης φαίνεται να ελέγχει τη γλώσσα του και να ορίζει την αφήγηση ως καμβά σκηνοθεσίας και δράσης. Ο καθένας δηλαδή βλέπει τις αρετές ενός φτασμένου γραφιά, με την καλή έννοια, που δοκίμασε για χρόνια την πένα του και τώρα μπορεί να απλώνει τα γράμματά του στη σελίδα οργανώνοντας εικόνες και σκέψεις. Πρόκειται για μια ηθογραφία και πιο πολύ ένα μυθιστόρημα εποχής, που ζωντανεύει το τότε, στο εκεί και στην ιστορία.

ΩΣΤΟΣΟ, το αποτέλεσμα κρίνεται κατώτερο των επιδιώξεων και των αναμονών του αναγνώστη. Γιατί; Γιατί κατά τη γνώμη μου ο πεζογράφος αστοχεί ανάμεσα στο τι ήθελε και πού τελικά τον οδήγησε η πέννα του.

1.   Η εξάρτησή του από τον Καζαντζάκη, ειδικά στον “Καπετάν Μιχάλη”, είναι εμφανής. Το πλαίσιο του 19ου αιώνα, η νοοτροπία των Κρητικών, απόηχοι της γλώσσας και της αποφθεγματικής-ανεκδοτολογικής γραφής, μέχρι και το μοτίβο της χήρας, που για χάρη της ο πολεμιστής εγκαταλείπει για λίγο τη μάχη, με αποτέλεσμα το μοναστήρι να πέσει στα χέρια των Τούρκων!

2.  Η έφεση του Ιάκωβου προς το άυλο και μεταφυσικό, θα μπορούσε να δώσει μια νέα διάσταση και να εμβολίσει το ρεαλιστικό με ουσιαστικές ενέσεις μετεωρισμού και φανταστικού. Ο Παπαδάκης θα μπορούσε δηλαδή να επιχειρήσει μια ανάλογη με της Ζατέλλη διπλή πραγματικότητα, χωρίς να τη μιμηθεί τυφλά αλλά αξιοποιώντας το οραματικό στοιχείο για να εμπλουτίσει το πραγματικό. Όμως έμεινε μόνο σε αναφορές στην αρχή του μυθιστορήματος, για να σκιαγραφήσει τον ήρωά του, αλλά κατόπιν το στοιχείο αυτό εξατμίζεται μέσα στον καπνό της δράσης.

3.    Το χειρότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο συγγραφέας έχασε τον προσανατολισμό του ως προς το τι είδος κειμένου ήθελε να φτιάξει. Ξεκινά ως ιστορικό μυθιστόρημα, που ενέχει στοιχεία μυθιστορήματος ενηλικίωσης. Ωραία ως εδώ. Δυο νέοι, που ωριμάζουν στη μάχη και στον έρωτα, εποικούν μαζί με την οικογένειά τους το έρημο Καστέλι κι έτσι περνάνε και στοιχεία ηθογραφίας, αγροτικοκτηνοτροφικής αλλά και αστικής. Κι ενώ αυτό το καλούπι φαίνεται να μπορεί να δώσει καρπούς, η συνέχεια αλλάζει σχεδόν τα πάντα. Η αφήγηση τρενάρει σε πολλά σημεία, οι κορυφώσεις φτάνουν ξεθυμασμένες σε μικρά ύψη, οι συγκρούσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, δεν είναι ισχυρές. Ακόμα χειρότερα, οι σελίδες μετατρέπουν όλα αυτά είτε σε μια οικογενειακή σάγκα με παρακλάδια, επιτυχίες και αποτυχίες, μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή σε μια ιστορία του Καστελίου από τότε που ξαναχτίστηκε έως τη δεκαετία του ’40.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ ταξίδι του συγγραφέα άλλαξε στην πορεία ρότα, ξέχασε την πυξίδα του, έχασε το λιμάνι προορισμού και συνέχισε άσκοπα σε άλλες κατευθύνσεις.

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, September 27, 2021

Emmanuelle Bayamack-Tam, “Αρκαδία”

Et in Arcadia ego.  Από την “Ουτοπία” του Saint Thomas More μέχρι τον Nicolas Poussin, η Αρκαδία είναι ο ουτοπικός παράδεισος, διαφορετικός σε κάθε εποχή, που το φαντασιακό μας θεωρεί ως την ιδανική πολιτεία.


Emmanuelle Bayamack-Tam

“Arcadie”

2018

Αρκαδία

μετ. Χ. Σκιαδέλλη

εκδόσεις Πόλις -2021


Ίσως είναι η αφή που με οδήγησε σ’ αυτό το βιβλίο. Το άγγιξα με τα ακροδάχτυλά μου, ανίχνευσα το ανάγλυφο του εδάφους του, γύρισα στο οπισθόφυλλο και το αγόρασα.


> Η Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1966. Είναι agrégée της νεότερης φιλολογίας και διδάσκει στη μέση εκπαίδευση.
Έχει δημοσιεύσει με το όνομά της έντεκα μυθιστορήματα και δύο θεατρικά έργα, και με το ψευδώνυμο Ρεμπέκα Λιγκιέρι πέντε νουάρ μυθιστορήματα.
Το Αρκαδία έχει τιμηθεί με το βραβείο Livre-Inter και ήταν στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Femina, Médicis, Flore, Βιβλιοπωλών του Nancy-Le Point και της εφημερίδας Le Monde.


Η ΑΡΚΑΔΙΑ είναι ένας μυθικός τόπος που συμβολίζει στην ποίηση το ιδανικό μέρος, τον παράδεισο των ρομαντικών. Είναι δηλαδή η Ουτοπία που συναιρεί το αγαθό με το αθώο. Ιδεαλιστικός χώρος που έχει εμπνεύσει άπειρους συγγραφείς. Ακόμα κι ένα κίνημα, ο Αρκαδισμός, αναφέρεται σε μια τέτοια ιδανική κοινωνία.

ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ της Γαλλίδας πεζογράφου αυτό είναι το Liberty House, ένα παλιό μοναστήρι το οποίο τώρα έχει μετατραπεί σε ένα είδος αυτοδιαχειριζόμενου κοινόβιου, όπου μένουν άνθρωποι ηλικιωμένοι ή με προβλήματα υγείας. Ηγεμονική μορφή είναι ο Arcady (το όνομά του εκφράζει πλήρως τον τόπο), ένας σαραντάρης-πενηντάρης που διακηρύσσει την αποχή από την τεχνολογία και το κρέας, ώστε να μείνουν όλοι οι ένοικοι σε μια ειδυλλιακή "πρωτόγονη" ζωή. Κυριαρχεί η ανεμελιά, ο γυμνισμός, ο πανσεξουαλισμός, η απουσία μεριμνών…

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ωστόσο του βιβλίου δεν είναι ο Arcady αλλά η Farah, μια μάλλον άσχημα κοπέλα που φτάνει στα 15 και δεν έχει ακόμα περίοδο. Η γιατρός που την εξέτασε συμπεραίνει ότι δεν έχει κόλπο ενώ έχει έντονη τριχοφυΐα, δηλαδή σύνδρομο Rokitansky, που δείχνει αυξημένη αρρενωπότητα. Κι έτσι, ενώ ο καημός της είναι σε ένα κλίμα ελευθεριότητας να χάσει την παρθενιά της από τον Arcady, τώρα τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Η όλη της πορεία είναι να αντιληφθεί την ταυτότητά της, να ανακαλύψει την πραγματική της σεξουαλικότητα, να τη γευτεί αλλά και να συνειδητοποιήσει σε ποιο φύλο ανήκει, ίσως και σε ποιο γένος, αν έχει τη δυνατότητα επιλογής. Είναι αγόρι ή κορίτσι; Κι αυτό ποια σχέση έχει με τη δική της συνείδηση;

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ, ραγδαίες αλλαγές συμβαίνουν που κλονίζουν τη βιωμένη εμπειρία. Ένας μαύρος μετανάστης που έρχεται προκαλεί ρατσιστικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα η Farah να συγκρουστεί με τον Arcady και να φύγει. Ο Arcady

κατηγορείται για παραπλάνηση μιας ηλικιωμένης που άφησε την περιουσία της στο κοινόβιο, κατηγορείται επίσης για βιασμούς, ενώ η αφηγήτρια ξέρει εξ ιδίων ότι μόνο με τη συναίνεση όλων γινόταν ό,τι γινόταν, το φαλανστήριο παρακμάζει, ώσπου στο τέλος η Farah πληροφορείται ότι οι 16 που είχαν μείνει αυτοκτόνησαν.

ΤΕΛΙΚΑ ο μη-χώρος του Liberty House και το μη-φύλο της Farah παρουσιάζονται σαν ιδανική ουτοπία, χωρίς δεσμεύσεις, με ελευθέριο έρωτα και πανσεξουαλική και προς τα δύο φύλα διάθεση, χωρίς κανόνες, αλλά με μια μαγική ανεμελιά. Αυτοί όμως οι ιδεατοί χώροι είναι δύσκολο να επιβιώσουν, επειδή η κοινωνία δεν μπορεί να συλλάβει την ιδιαίτερη φύση τους και τη συκοφαντεί.

Πάπισσα Ιωάννα

 

Friday, September 24, 2021

Μάρω Δούκα, “εις τον πάτο της εικόνας”

Δίπλα στην κεντρική πολιτική σκηνή, μυριάδες άνθρωποι της καθημερινότητας σαπίζουν, βαλτώνουν, ιδιοτελούν, φορείς κι αυτοί της ηθικής και πολιτισμικής κρίσης της εποχής μας.

 

Μάρω Δούκα

“εις τον πάτο της εικόνας”

[πρώτη έκδοση: Κέδρος 1990]

εκδόσεις Πατάκη

-2006

 

Κλασική συγγραφέας παρότι ζώσα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους που ζουν και μακροημερεύουν συγγραφικά: έχουμε ήδη διαβάσει άλλα της έργα, όπως τα διηγήματα “γιατί εμένα η ψυχή μου” και την τριλογία μυθιστορημάτων “Στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας”.

 

> Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες "Η πηγάδα", "Κάτι άνθρωποι". Έχει εκδώσει συνολικά τρεις νουβέλες, δύο συλλογές διηγημάτων, δέκα μυθιστορήματα, δύο δοκίμια "Ο πεζογράφος και το πιθάρι του" (1992), "Τίποτα δεν χαρίζεται" (2016), ενώ το 2005 εξέδωσε τη μαρτυρία "Τα μαύρα λουστρίνια" στο πλαίσιο της σειράς "Η κουζίνα του συγγραφέα" των εκδόσεων "Πατάκη". Έχει τιμηθεί με το Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα "Αρχαία σκουριά" με το Β' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα "Πλωτή πόλη" και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα "Αθώοι και φταίχτες", για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο "Καβάφη". Για το μυθιστόρημα "Έλα να πούμε ψέματα" έχει τιμηθεί με το βραβείο "Νίκος Θέμελης" του ηλεκτρονικού περιοδικού "Αναγνώστης".

Της απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το 2019, για τη συνολική της προσφορά στα Γράμματα.

 

ΕΝΑ ΔΙΠΛΟ βιβλίο του οποίου οι δύο άξονες μπλέκονται ανεπαίσθητα και προσφυώς σε όλη τη διάρκεια του έργου. Απ’ τη μια, ο δικηγόρος Αλέξανδρος (Άκης) Παπαδάκος αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου θα πρωταγωνιστεί ο ταξιτζής Αντώνης Λύτρας κι απ’ την άλλη η ζωή του ήρωα με τη γυναίκα του Θάλεια και την ερωμένη του Φανή, τα παιδιά του Σοφία και Τέλη κ.ο.κ. Δυο ιστορίες που συμπλέκονται. Κι αν υπολογίσει κανείς ότι όλο το βιβλίο της Δούκα είναι γραμμένο με την τεχνική της ροής της συνείδησης, όπου με ελεύθερο πλάγιο λόγο περνάει απ’ τον έναν χαρακτήρα στον άλλο, τότε συνειδητοποιώ ότι η ανάγνωση πρέπει, αν θέλει να πιάνει όλες τις κλωστές του τεράστιου αυτού ιστού, να κινείται με ελιγμούς και με προσοχή από τη μία οπτική γωνία στην άλλη. Ο ιστός αυτός είναι σφιχτοδεμένος, πυκνός, με πολλές βελονιές, όλα τα είδη που υφαίνονται από τη συγγραφέα με πολλή δεξιότητα, με αποτέλεσμα να πρέπει κι εγώ να διαβάζω με απόλυτη προσοχή μην τυχόν χάσω μια λεπτομέρεια που θα αποδειχθεί πολύτιμη παρακάτω.

Ο ΑΝΤΩΝΗΣ είναι ένας τυπικός Έλληνας; Δουλεύει πολύ, μεγάλωσε τα παιδιά του, αλλά κάποια στιγμή βρίσκει μια γκόμενα για να ξεφύγει από τη συζυγική στασιμότητα. Η γυναίκα του Θάλεια το ανέχεται, αλλά συνάμα τον διώχνει από το σπίτι, ενώ αυτός έρχεται τακτικά για έναν καφέ και για να δει τα παιδιά, αφήνοντας και χρήματα. Ο γιος του Τέλης τα ’χει με την πλούσια Ελένη, η κόρη του Σοφία τρελοπαντιέρα δεν πολυπατάει στη Σχολή και θέλει να γίνει κριτικός κινηματογράφου ή κοσμικογράφος, ώστε να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Η Φανή είναι χωρισμένη με δύο παιδιά και βρίσκει καταρχάς στον Αντώνη ένα αποκούμπι, αλλά δεν μπορεί να ησυχάσει όσο την έχει αστεφάνωτη, αφού η γυναίκα του δεν του δίνει διαζύγιο.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ εν μυθιστορήματι έχει μια τριαδική βάση. Ο Αντώνης, η Θάλεια και η Φανή. Κι από εκεί και πέρα απλώνονται γιοι, κόρες, γαμπροί, όλες οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις σε μια σειρά από αφηγήσεις που διατηρούν την προφορικότητα της συνείδησης. Μου έδινε συχνά την εντύπωση ότι είναι άλλη μια ανάλυση του νεοελληνικού μικροαστισμού, αλλά χωρίς τις ακραίες μικροαστικές πλευρές. Είναι μια ανάλυση του νεοελληνικού μέσου ανθρώπου γραμμένη με το ύφος του Αλέξανδρου Κοτζιά. Ειδικά από τη στιγμή που ο Αντώνης εξαφανίζεται, τα λιμνάζοντα νερά ταράζονται, το όλο σκηνικό επανασυντίθεται…

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ και το οικογενειακό μπαίνει στο προσκήνιο, ενώ στο φόντο διακρίνεται καθαρά το κοινωνικό-πολιτικό: ο Κοσκωτάς, η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΚΚΕ, ο Παπανδρέου ως το ανάθεμα και το είδωλο μιας εποχής, η Αριστερά και τα αδιέξοδά της. Βεβαίως όλα αυτά δεν προοιωνίζουν την κρίση της δεκαετίας του 2010, όπως λέγεται, αλλά στίζουν με τις ακίδες τους το ευρύ πανόραμα ενός μεταιχμίου, εκεί που, όπως πολλοί λένε, τελειώνει η μεταπολίτευση.

ΘΑ ΞΑΝΑΠΩ ότι η μαεστρία της Δούκα είναι στη συμπλοκή των πολλαπλών φωνών με εσωτερικούς μονολόγους, αλλά και η σύνδεση της ζωής του Άκη Παπαδάκου με το μυθιστόρημά του και τον ήρωά του Αντώνη Λύτρα. Τα πρόσωπα της μιας πραγματικότητας μπαινοβγαίνουν στην άλλη, ίσως αλλαγμένα, οι δύο κόσμοι αντικατοπτρίζονται, οι σκέψεις του συγγραφέα μιλάνε για τη γραφή αλλά και δείχνουν τα πρόσωπα εντός και εκτός της σελίδας. Εξαιρετικό δείγμα διαπίδυσης της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας μέσα σε ένα μυθιστόρημα!


ΤΕΛΙΚΑ, πέρα από την εξαιρετική τεχνική, κρατάμε και την αποκαθήλωση του άγιου λαού από τη συγγραφέα. Παράλληλα (αν και ενίοτε διαπλεκόμενα) με τους πολιτικούς και επωνύμους (τον απαξιωμένο Παπανδρέου, τον σκανδαλώδη Κοσκωτά, τους ανεπαρκείς άλλους), οι ίδιοι οι απλοί άνθρωποι βρίσκονται σε βαθιά ηθική και κοινωνική σήψη, με κοντόθωρη λογική, με αυξομειούμενο μικροαστισμό, με το συμφέρον τους να κανοναρχεί τις πράξεις τους και οι αξίες τους να τελειώνουν εκεί που αρχίζει το εγώ τους.

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, September 20, 2021

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, “Αστροφεγγιά”

Η νεολαία του μεσοπολέμου βγαίνει από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή λαβωμένη, κυρίως ψυχικά. Ο ρομαντισμός σε μερικά σημεία του Παναγιωτόπουλου αναδεικνύει τη φτώχια και την αδυναμία των ανθρώπων να φτάσουν στην ευτυχία.


Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος

“Αστροφεγγιά”

[πρώτη έκδοση 1945]

εκδόσεις Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου

-2011


Ένα από τα κλασικά κείμενα που έχουν μείνει ιστορικά. Ίσως επέδρασε και η τηλεοπτική μεταφορά του.


> Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982.


Ο ΑΓΓΕΛΟΣ Γιαννούζης βιώνει τη φτώχια και τη μιζέρια της οικογένειάς του, διαβάζει για να την ξεπεράσει αλλά έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στον Θεό και στους ανθρώπους. Ανάμεσα στο κήρυγμα του Ναζωραίου και την ορμή του Νίτσε, προτιμά τη δεύτερη. Και μάλιστα σκέφτεται να σκοτώσει –σκέψη μόνο- τον καλύτερό του φίλο Νίκο Στέργη, επειδή αυτός είναι πλούσιος. Να τον σκοτώσει από ζήλια, κι ας υποφέρει κι ο ίδιος πολύ.

ΕΙΜΑΣΤΕ στα 1918, όταν τελειώνει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος. Όλοι στην παρέα τελειώνουν το Γυμνάσιο και ονειρεύονται φτερά και σπουδές, εξέλιξη και πρόοδο, ταξίδια κι έρωτες. Η Δάφνη που είναι η ωραία της παρέας δεν έχει δείξει ακόμα προς τα πού θα στρέψει την ευαρέσκειά της, αλλά ο Άγγελος που την αγαπά δεν θέλει να τρέφει ελπίδες, παρόλο που θα την ήθελε ταίρι. Είμαστε σε μια φάση εθνικής αισιοδοξίας, λόγω της ανάκτησης της Σμύρνης, παρόλο που τόσο ο Παναγιωτόπουλος όσο κι εμείς ξέρουμε πού θα οδηγήσει αυτή η υπέρμετρη χαρά· είμαστε και σε μια φάση αισιοδοξίας εκ μέρους της παρέας, που κάνουν κούνια και νομίζουν ότι θα κατακτήσουν τ’ άστρα, δείγμα μιας ύβρης που προοιωνίζει μια γρήγορη καταστροφή. Μια συλλογική και μια ατομική ευφορία φαίνονται τόσο παροδικές… Σ’ αυτή την ευφορία ο Άγγελος είναι βαρύς και απογοητευμένος.

Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ Φώτιος ήταν δεκαέξι χρονών, όταν το 1980 παιζόταν η “Αστροφεγγιά” σε επεισόδια στην τότε ΕΡΤ. Θυμάται τον Καφετζόπουλο να ενσαρκώνει τον ανήσυχο Άγγελο, τον Κιμούλη τον αισιόδοξο Στέργη και την ωραία Νόρα Βαλσάμη να περιδιαβαίνει ανάερη ανάμεσά τους. Μας μιλά για το κλίμα που είχε περάσει ο σκηνοθέτης στο σήριαλ, για τη σύγκρουση της φτώχιας του Γιαννούζη με τον πλούτο και την ψυχική ανάταση όλων των άλλων. Η συζήτηση στην ομάδα μεταξύ των τηλεοπτικών αναμνήσεων και της τωρινής ανάγνωσης του βιβλίου οδήγησε σε έντονες σκέψεις.

Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ στο έβγα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1945) γράφει για το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου (1918 κ.εξ.). Η αναλογία και η αναζήτηση στο παρελθόν ανάλογων δεδομένων είναι ενδεικτική για το πώς έβλεπε και τη νέα φάση που ξεκινούσε. Νέοι με όνειρα αναχαιτίζονται από τη σκληρότητα της φτώχιας και το μικροαστικό κλουβί τους. Ο νεαρός Άγγελος μοιάζει ανυπεράσπιστος όσο και θύμα των συνθηκών και των προσωπικών του δαιμόνων. Είναι προφανώς η κορυφαία φιγούρα σε ένα σύνολο πλούσιων νέων που έχουν άλλες φιλοδοξίες και εύκολη ζωή. Εκείνος όμως ζει με 250 δραχμές μισθό, στη δούλεψη του βιομήχανου Στέργη, ζει μέσα στη μιζέρια των δικών του που σκύβουν το κεφάλι, ζει με μια οργή που δεν λέει να ξεθυμάνει.

ΤΕΛΙΚΑ ούτε οι άλλοι ευτυχούν: όλο το έργο ποτίζεται από μια ματαιότητα, καθώς φτωχοί και πλούσιοι βουλιάζουν στη δική τους αδυναμία. Ο Άγγελος φθίνει από φυματίωση, όπως ο φίλος του Πασπάτης, η Δάφνη που όλοι την είχα ερωτευτεί ζει δυστυχής επειδή δεν μπόρεσε να βρει το ιδιαίτερο που έψαχνε… Μόνο ο Πετρόπουλος, γυναικάς και καιροσκόπος, είναι μέσα σε όλα και τελικά πετυχαίνει με κυνική ιδιοτέλεια όσα θέλει.

ΕΚΤΟΣ από τον Νίτσε, ο συγγραφέας ρίχνει στο χαρμάνι του πολύ Ντοστογιέφσκι: ο Ρασκόλνικοφ από το “Έγκλημα και τιμωρία” ακούγεται συχνά, ο “Παίχτης”, όταν ο Γιαννούζης κερδίζει τους άλλους στα χαρτιά, και μάλλον όλος ο φτωχόκοσμος της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα ήταν στο μυαλό του Παναγιωτόπουλου, σαν έγραφε την “Αστροφεγγιά”. Η τελική εντύπωση είναι ότι ο ρυθμός είναι πιο γρήγορος απ’ ό,τι πρέπει και η ψυχολογία των προσώπων, εκτός ίσως από του Άγγελου, δεν αναδεικνύεται ώστε να φανεί η κατάληξή τους.

Πάπισσα Ιωάννα

Friday, September 17, 2021

Στράτης Μυριβήλης - Μ. Καραγάτσης – Άγγελος Τερζάκης – Ηλίας Βενέζης, “Το μυθιστόρημα των τεσσάρων”

Τέσσερις κορυφαίοι Έλληνες πεζογράφοι συμπράττουν σε ένα γαϊτανάκι αφήγησης που περιλαμβάνει έρωτες, πάθη, εκδίκηση, πόλεμο, προδοσίες, μυστήριο, δίκες…

 

Στράτης Μυριβήλης - Μ. Καραγάτσης – Άγγελος Τερζάκης – Ηλίας Βενέζης

“Το μυθιστόρημα των τεσσάρων”

[πρώτη έκδοση: 1958, σε βιβλίο: 1979]

εκδόσεις Εστία

-2011

 

Καθέναν ξεχωριστά τους έχω διαβάσει, έστω και λίγο. Αλλά αυτό το μυθιστόρημα που συνδέει τις γραφές τους ίσως είναι μια πρόκληση άλλου βαθμού.


> Ο Στρατής Μυριβήλης γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος και άλλες, δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα. Η πρώτη εμφάνιση του Στρατή Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων "Κόκκινες ιστορίες". Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η "Ζωή εν Τάφω", που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο "Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια" (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του "Η Παναγιά η Γοργόνα". Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του "Το πράσινο βιβλίο", "Το γαλάζιο βιβλίο", "Το κόκκινο βιβλίο" και "Το βυσσινί βιβλίο".

 

> O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της "Nέας Eστίας" με το διήγημα "Kυρία Nίτσα", το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού ("Oι θεότητες του Kοτύλου", εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη "Nέα Eστία", δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο "Tο 10", το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό.


> Ο Άγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Το 1915 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1927. Από το 1929 και για δυο χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1925 πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων του Ο ξεχασμένος. Το 1929 εξέδωσε την Φθινοπωρινή Συμφωνία. Ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματός του Δεσμώτες, που μαζί με τον Πρίγκηπα του Θράσου Καστανάκη θεωρήθηκαν από την κριτική ως τα πρώτα πεζογραφήματα της γενιάς του ’30 και Η παρακμή των Σκληρών, που επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά, ενώ με μεγάλη επιτυχία εκδόθηκε το 1937 Η μενεξεδένια πολιτεία. Το 1936 παντρεύτηκε τη Λουΐζα Βογάσαρη, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Δημήτρη. Τον ίδιο χρόνο παραστάθηκε στο Εθνικό Θέατρο η βυζαντινή τραγωδία του Αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Το 1937 ανέλαβε τη Γραμματεία του Εθνικού Θεάτρου, όπου κατέλαβε διαδοχικά διάφορες διοικητικές θέσεις, φθάνοντας ως εκείνη του υπηρεσιακού γενικού διευθυντή (με αίτησή του παρέμεινε ως το 1960 στη θέση του διευθυντή δραματολογίου, την οποία κατέλαβε το 1940). Από το 1940 και ως τη λήξη του πολέμου υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο. Από τα έργα του σημειώνουμε ενδεικτικά την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, τη Μυστική ζωή, τη Μενεξεδένια Πολιτεία, ενώ πρέπει επίσης να αναφερθεί το σημαντικό δοκιμιακό έργο του που άσκησε επίδραση τόσο στη λογοτεχνική όσο και στη θεατρική παραγωγή του.

 

> Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη.

 

ΠΕΙΡΑΜΑ ή συγγραφική συνεργασία; Το να συμπράττουν τέσσερις κορυφαίοι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 σε ένα βιβλίο-γαϊτανάκι είναι από μόνο του αξιοπερίεργο. Ο πρώτος χτίζει μια στοιχειώδη υπόθεση και βάζει δυο πρόσωπα να πρωταγωνιστούν και χωρίς συνεννόηση οι επόμενοι συνεχίζουν την ιστορία, δίνουν βάθος και εύρος, φτιάχνουν νέους διαδρόμους.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ είναι πολυπρόσωπη και πολυδαίδαλη. Διαδραματίζεται 12 χρόνια μετά την Κατοχή, αλλά σχετίζεται στενά με την προδοσία του στρατηγού Μυλωνάκου μέσα στον πόλεμο. Η κεντρική ηρωίδα Νενέλα ήταν τότε στην Αντίσταση, ερωτεύτηκε τον Amedeo Mancini, ο οποίος μισός Ιταλός και μισός Έλληνας αμφιταλαντευόταν συνειδησιακά, αλλά τελικά πήρε στην πράξη το μέρος των κατακτημένων δίνοντας πληροφορίες. Απρόσμενα χωρίζουν υπό αινιγματικές συνθήκες, πιστεύοντας ο καθένας ότι προδότης είναι ο άλλος. Και τώρα, δώδεκα χρόνια μετά, ξανασυναντιούνται στην Αθήνα, ξανασμίγουν και αντιμετωπίζουν από κοινού τον προδότη, που επιχειρεί να τους εκβιάσει.

ΤΟ ΕΡΓΟ ξεκινά κατασκοπικό και τελειώνει αστυνομικό, χωρίς όμως ένταση ή κορυφώσεις, αφού τα αινίγματα παίρνουν γρήγορα απάντηση. Η ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Ελλάδας αλλά και το κλίμα μέσα στην Κατοχή, ο έρωτας, η προδοσία, ένα σκοτεινό παρελθόν που προδιαμορφώνει καταγωγές και νοοτροπίες, καλές προθέσεις και στυγερά καθάρματα, ωραίες γυναίκες και παθιασμένα αισθήματα. Όλα αυτά θυμίζουν λαϊκό μυθιστόρημα, προορισμένο για το ευρύ κοινό, ατμόσφαιρα και κόσμος που τον συναντάμε στον Γιάννη Μαρή, μικρές και μεγάλες ανατροπές, αλλά πρώτιστα υπόγεια συναισθήματα που κινούν τους χαρακτήρες, άλλοτε με τη λογική κι άλλοτε με το ένστικτο.

ΤΟ ΥΦΟΣ διαφέρει από συγγραφέα σε συγγραφέα. Ο καθένας παίρνει το νήμα από εκεί που το άφησε ο προηγούμενος, αξιοποιεί τα στοιχεία που θέλει, επινοεί τη συνέχεια, πιάνει οπτικές γωνίες που προηγουμένως δεν είχαν αναδειχθεί, περιγράφει και αφηγείται προσπαθώντας να δώσει συνέχεια και να αφήσει το νήμα στον επόμενο. Πιθανότατα ο Μυριβήλης που ξεκίνησε το έργο δεν είχε υπόψη του την πορεία που είχε προδιαγράψει. Κι αυτό γιατί ο καθένας ναι μεν προσπαθούσε να μείνει πιστός στην αρχική κοίτη, αλλά έβαζε το δικό του λιθαράκι που οδηγούσε αλλού.


ΑΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ναι εμφανίζονται. Νομίζω ότι ακόμα και μέσα στο κεφάλαιο του καθενός γίνονται πράγματα, λίγο στραμπουληγμένα. Πολλά δεν εξηγούνται, αλλά σε γενικές γραμμές, λόγω της ικανότητας του καθενός να διαβάζει σωστά τον προηγούμενο και να εξελίσσει την ιστορία, το κείμενο έχει μια ολότητα αξιοσημείωτη. Ίσως το μόνο αρνητικό που δεν μπορεί να καλυφθεί είναι ότι δεν υπάρχει μια στοχοθεσία, αλλά μόνο μια αφηγηματική αλληλουχία. Εννοώ ότι δεν υπάρχει ένα μήνυμα, μια προκαθορισμένη ιδεολογική ή κοινωνική ματιά. Ακόμα και η μανιάτικη εκδίκηση φαίνεται άτοπη, καθώς δεν εξηγείται ούτε με βάση την πλοκή, ούτε με βάση τη λαϊκή ψυχοσύνθεση, ούτε με βάση την ιδεολογία των ηρώων.

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, September 14, 2021

Στρατής Τσίρκας, “Η χαμένη άνοιξη”

1965: η δημοκρατία παραπαίει, ο Γεώργιος Παπανδρέου υπονομεύεται από τον βασιλιά κι η Χούντα επέρχεται ραγδαία. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, ο Αντρέας ερωτεύεται τη Φλώρα, ή μήπως τη Ματθίλδη;


Στρατής Τσίρκας

“Η χαμένη άνοιξη”

[πρώτη έκδοση 1976]

εκδόσεις Alter-Ego

-2020

 

Μετά τις “Ακυβέρνητες πολιτείες” δεν ήξερα κανένα άλλο έργο του Τσίρκα. “Η χαμένη άνοιξη” κάπου ακούστηκε και μπήκα στο τριπάκι να τη γνωρίσω.


> Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του πατέρα του) γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο εμπορικό τμήμα, από όπου αποφοίτησε το 1928. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου για ένα χρόνο και από το 1929 ως το 1939 σε μια εταιρεία βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο, αρχικά ως λογιστής και στη συνέχεια ως διευθυντής των εκκοκιστηρίων. Το 1933 πέθανε ο πατέρας του από φυματίωση. Το 1935 εντάχτηκε στην αντιφασιστική οργάνωση "Ligue Pacifiste" και ίδρυσε μαζί με τον Θεοδόση Πιερίδη την "Αντιφασιστική Πρωτοπορία". Το 1937 παντρεύτηκε την Αντιγόνη Κερασσώτη. Το 1961 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε., καθώς αρνήθηκε να αποκηρύξει το έργο του "Η Λέσχη", που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα. Το 1963 έφυγε για την Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έγινε μέλος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Το 1969 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. εσωτερικού.

Ο Στρατής Τσίρκας τοποθετείται ανάμεσα στη μεσοπολεμική και μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής πεζογραφίας και το έργο του συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τη γενέτειρά του, στις οποίες πήρε ενεργό μέρος. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1927 με μεταφράσεις των Μυσσέ, Χάινε και Σίλλερ στα περιοδικά "Μπουκέτο" και "Οικογένεια" και τη δημοσίευση του πρώτου του πεζογραφήματος με τίτλο "Το φεγγάρι" στο περιοδικό "Παναιγυπτία". Γνωστός έγινε κυρίως μετά την έκδοση της βιογραφίας "Ο Καβάφης και η εποχή του" και της μυθιστορηματικής τριλογίας "Ακυβέρνητες Πολιτείες", που δίχασαν τους κριτικούς και λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσαν ζυμώσεις στο χώρο της αριστερής διανόησης.

 

Ο Αντρέας επιστρέφει στην Αθήνα από την Τασκένδη, το καλοκαίρι του 1965. [...] Συναντά παλιούς συντρόφους [...]. Μέσα [σ' αυτούς] κυκλοφορεί μια τριανταπεντάρα Δανεζοελβετίδα, η όμορφη νυμφομανής και αλκοολική Φλώρα. [...] Κατά τη στιγμή που η ιστορία εισβάλλει πια στο μυθιστόρημα, [...] ξεχωρίζουν τώρα εκκωφαντικά κραυγές και συνθήματα, σειρήνες και εκρήξεις, και [...] αντιλαμβανόμαστε ότι το κύριο πρόσωπο του έργου δεν είναι η Φλώρα, ούτε ο Αντρέας, αλλά η Ιστορία, [που] λειτουργεί σαν συνεκτική ύλη, τους ενώνει με τρόπο αόρατο κατά τη διάρκεια όλου του έργου, και πάντως πολύ περισσότερο από το εύθραυστο ερωτικό νήμα. [...] Ένα γνήσιο μυθιστόρημα όσο είναι αρκετά δύσκολο να συναντήσουμε στις μέρες μας". (Mario Vitti από τη biblionet)


Ο ΤΣΙΡΚΑΣ εκδίδει μεταπολιτευτικά ένα βιβλίο που αναφέρεται στα προ της δικτατορίας γεγονότα. Αξιοποιεί τα βιώματά του από την Ελλάδα και την Αριστερά, αλλά και την εκ των υστέρων γνώση της διάλυσης της δημοκρατίας, τόσο λόγω των λαθών του πολιτικού συστήματος όσο και της έξωθεν στήριξης στους συνταγματάρχες. Επομένως, βλέπουμε μια διπλή οπτική: του τότε και του τότε μέσω του τώρα.

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ επιστρέφει στην Ελλάδα μετά την εξορία του στην Τασκένδη. Το πολιτικό λοιπόν σκέλος του βιβλίου αφορά την Αριστερά το 1965, καθώς ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν στην εξουσία και το πολιτικό τοπίο άφριζε με ανακατατάξεις, ζυμώσεις και ανατροπές που μύριζαν πραξικόπημα. Ο Αντρέας όμως ερωτεύεται τη Φλώρα, που έχει και είχε έντονη σεξουαλική ζωή, ζει ευδαιμονιστικά και ανέμελα. Το ερωτικό σκέλος του βιβλίου δείχνει μια γυναίκα αντισυμβατική για την εποχή και φιλελεύθερη ερωτικά. Δύο πρόσωπα, δύο πόλοι, δύο τάσεις που συναντιούνται, όσο κι αν χάνονται, και η συνάντησή τους προκαλεί σπινθήρες στο εύφλεκτο πεδίο της Ιστορίας.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ είναι ότι το βάρος της Ιστορίας πέφτει ασήκωτο πάνω στα πρόσωπα. Η Αποστασία του 1965 γίνεται το Α και το Ω της υπόθεσης, ενώ τα πρόσωπα αποβαίνουν φερέφωνα, σχεδόν κυριολεκτικά, των πολιτικών γεγονότων. Ο Αντρέας δεν φαίνεται αυτόνομος χαρακτήρας, αλλά μαριονέτα των εξελίξεων, ηχείο που τις απηχεί, ενώ ίσως διασώζεται η Φλώρα χάρη στον αναπάντεχα πανσεξουαλικό χαρακτήρα, που ανατρέπει τον γυναικείο ρόλο της και τις ιστορικοκοινωνικές παραμέτρους. Το δημόσιο στην ταραγμένη δεκαετία του ’60, κι ενώ η χούντα έρχεται, μετατρέπει το μυθιστόρημα σε οιωνεί χρονικό, που απορροφά τα πάντα και υπονομεύει τη λογοτεχνικότητα της γραφής.

ΠΙΣΤΕΥΩ, διαβάζοντας τέτοια έργα, ότι ο συγγραφέας που κατέκτησε κορυφές με τις “Ακυβέρνητες πολιτείες”, κληρονομεί την αίγλη του και σ’ αυτό το βιβλίο, χωρίς αυτό να το αξίζει. Όχι επειδή δεν είναι γραμμένο με ύψος κα βάθος, αλλά επειδή θυσιάζονται όλα αυτά στον βωμό ενός πολιτικού άχτι.

Πάπισσα Ιωάννα

 

Friday, September 10, 2021

Μαρία Ιορδανίδου, “Λωξάντρα”

Η Κωνσταντινούπολη παρουσιάζεται διαμέσου της Λωξάντρας, της γλώσσας της, της απλότητας και της αγαθότητάς της, της κουζίνας της που είναι το αποκορύφωμα της προσφοράς της.

 

Μαρία Ιορδανίδου

“Λωξάντρα”

[πρώτη έκδοση 1963]

εκδόσεις Εστία

-2010


Μας έδειξε μερικά στιγμιότυπα στο Youtube από ένα ασπρόμαυρο σήριαλ, όπου μια θεωρητική γυναίκα γυρίζει και μαγειρεύει συνέχεια για ένα πολυπλόκαμο σόι. Ο Πατριάρχης Φώτιος μας οδήγησε από το σήριαλ στο βιβλίο.


> Η Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κόρη του μηχανικού του εμπορικού ναυτικού της Αγγλίας Νικολάου Κριεζή και της Ευφροσύνης Μάγκου. Από το 1901 ως το 1909 έζησε με τους γονείς της στην Αθήνα, μετά το χωρισμό τους όμως η Μαρία επέστρεψε στη γενέτειρα και γράφτηκε στο εκεί αμερικανικό κολέγιο. Από το 1914 ως το 1919 έζησε -εγκλωβισμένη από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τις ταραχές της ρωσικής επανάστασης κατά τη διάρκεια επίσκεψής της σε συγγενείς της στη Ρωσία- στη Μαριούπολη του Καυκάσου. Κατάφερε να επιβιώσει μόνη παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σε ρωσικό γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψε στην Πόλη και εργάστηκε σε αμερικανική εμπορική εταιρεία. Το 1920 πήρε μετάθεση για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους, έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος Αιγύπτου και το 1923 παντρεύτηκε τον εκπαιδευτικό Ιορδάνη Ιορδανίδη. Μετά το γάμο της εγκαταστάθηκε με το σύζυγο και τη μητέρα της στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1931 χώρισε από τον Ιορδανίδη, με τον οποίο είχε στο μεταξύ αποκτήσει δυο παιδιά. Το 1939 απολύθηκε από την πρεσβεία και ξανάρχισε να ασχολείται με τα μαθήματα ξένων γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καταστράφηκε το σπίτι της και η ίδια διώχτηκε και κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα. Συνεργάστηκε με το περιοδικό έντυπο του ΚΚΕ. Μόρφωση ως μεταφράστρια. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία εξήντα πέντε χρόνων με την έκδοση του μυθιστορήματος Λωξάντρα. Τιμήθηκε για το έργο της με το Χρυσό Σταυρό και το Οφφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης (1978). Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Μαρία Ιορδανίδου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεσοπολεμικής περιόδου, ειδικότερα στους λογοτέχνες εκείνους που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό -έργα της με κύριο παράδειγμα τη Λωξάντρα μεταφέρθηκαν και στην τηλεόραση- και αγνοήθηκαν από την κριτική. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου της είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο που κυριαρχεί ολοένα και εντονότερα κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής διαδρομής της, η αμέλειά της για μια συστηματική κατανομή του αφηγηματικού υλικού της και η αμεσότητα, ακρίβεια και φυσικότητα του λόγου της. 

 

Η ΛΩΞΑΝΤΡΑ είναι μια πληθωρική Κωνσταντινουπολίτισσα στα 1874 κ.εξ.. Το βιβλίο της Ιορδανίδου βιογραφεί μια γυναίκα της προπροηγούμενης απ’ αυτήν γενιάς, αλλά συνεκδοχικά βιογραφεί την ελληνική Κωνσταντινούπολη στο τέλος του 19ου αιώνα.

Η ΟΜΩΝΥΜΗ ηρωίδα παντρεύεται σχετικά μεγάλη, 30 χρονών, τον καλοσυνάτο Δημητρό, ο οποίος είναι χήρος και έχει τέσσερα παιδιά. Η Λωξάντρα μπαίνει δυναμικά στην οικογένεια και με την ευρύχωρη καρδιά της και τα γενναιόδωρα φαγητά της κερδίζει τα παιδιά και παίρνει τη θέση της μάνας τους. Κι επιπλέον με κόπους κάνει ακόμα δυο παιδιά με τον άντρα της, για να ολοκληρώσει την ευτυχία της. Αυτή συνίσταται στην οικογένεια, που περιλαμβάνει ένα πολυπλόκαμο σόι, στην κουζίνα με τις υπέροχες πολίτικες συνταγές, στην κοινότητα των Ρωμιών με τις μικρές και μεγάλες ειδήσεις, στη θρησκεία με την Παναγία («Παναΐα») να πρωτοστατεί αλλά και με τις διάφορες προκαταλήψεις μιας απλής λαϊκής γυναίκας.

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ της Λωξάντρας υπερκαλύπτει τα πάντα, καθώς η ίδια είναι όχι μόνο σωματικά θεωρητική, αλλά και από ιδιοσυγκρασία πανταχού παρούσα. Αγαπά και αγαπιέται, ελέγχει πολλά από τα συμβάντα της οικογένειας, κάνει τραπέζια και προσεύχεται, ανησυχεί, γρηγορεί και τρέχει όπου ο νους της της υποβάλλει. Ο Πατριάρχης Φώτιος θυμάται, λέει, την Μπέτυ Βαλάση ως τηλεοπτική ενσάρκωση της μυθιστορηματικής ηρωίδας το 1979-1980 να κυριαρχεί στην οθόνη και να υποδύεται τον ρόλο της απλώνοντας την παρουσία της σε κάθε ελληνικό σπίτι. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες παίρνουν όνομα, περνάνε μέσα από τη συνείδηση της Λωξάντρας και χάνονται. Κανείς δεν σκιαγραφείται επαρκώς, αλλά το κυρίαρχο γυναικείο, μητρικό μοντέλο της πρωταγωνίστριας επισκιάζει πλήρως όλα τα άλλα.

ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ, η Λωξάντρα είναι η ενσάρκωση του χρόνου και του τόπου, μιας εποχής που ζει ακόμα άμεσα ή έμμεσα μέσα μας. Π.χ. Η “Πολίτικη Κουζίνα”, η ταινία για τους Έλληνες της πόλης 80 χρόνια μετά, θυμίζει αναλογικά τον κόσμο των Ρωμιών, με τα μπαχάρια, τις καθημερινές συνήθειες, τη γλώσσα. Στη Λωξάντρα ζωντανεύει πρώτα απ’ όλα ο τόπος: τα Θεραπειά, το Μακροχώρι, η Παναγία στο Μπαλουκλί κ.ο.κ. Είναι η Πόλη, όπου ζουν μεν και Τούρκοι, οι καλοί Τούρκοι που αγαπά η ηρωίδα (ασχέτως αν μισεί τους Τούρκους γενικά και αόριστα), αλλά κυριαρχούν οι ελληνικές οικογένειες, τα ρωμαίικα τοπόσημα, τα αστικά σπίτια, τα στενά σοκάκια, οι πυρκαγιές. Είναι η ελληνική Κωνσταντινούπολη που ταυτίζεται με τη Λωξάντρα και τους άλλους κατοίκους της. Και παράλληλα ακούγονται οι ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν τη μετάβαση από την Οθωμανική αυτοκρατορία στο Τουρκικό κράτος. Όλα όμως δίνονται μέσω της οπτικής γωνίας της πρωταγωνίστριας, η οποία απλή και οικογενειοκεντρική τα καταλαβαίνει όσο αφορούν το περιβάλλον της.

Ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ κάποια στιγμή πεθαίνει ήσυχα, η Λωξάντρα γερνάει ευτυχής, αναγκάζεται όμως να μετακομίσει από το ευρύχωρο σπίτι της στο Μακροχώρι στο Πέραν. Τα πράγματα αλλάζουν σιγά σιγά στη ζωή της, αλλάζει και η ζωή των Ρωμιών στην Πόλη. “Η Κωνσταντινούπολη είναι η Λωξάντρα” είναι σαν να λέει ο Ιορδανίδου. Με τον Βόσπορο, τη γενναιοδωρία της, τα φαγητά της, την απλότητα της ψυχής. Και μαζί με τη Λωξάντρα χρόνο με τον χρόνο γερνά και η ρωμαίικη καρδιά της Πόλης, ο 20ός αιώνας θα εισάγει νέες αλλαγές, ιστορικοκοινωνικές και πολιτικές, τα γεγονότα πέφτουν ραγδαία πάνω στους απλούς ανθρώπους. Έτσι, είναι αναμενόμενο να βρεθεί “πρόσφυγας” στην Αθήνα, να αναπολεί την πρότερη ζωή της και να μην μπορεί να συνηθίσει τη νοοτροπία των Ελλαδιτών.

ΤΟ ΕΡΓΟ τελικά δεν είναι μυθιστόρημα. Δεν έχει πλοκή και συγκρουσιακή δράση. Είναι εν μέρει βιογραφία. Αλλά πιο πολύ είναι μια τοιχογραφία της Πόλης και των ανθρώπων της.

Πάπισσα Ιωάννα