Friday, June 30, 2017

Τόμας Μαν, “Το μαγικό βουνό”

Ανάμεσα σε συγκρουόμενες ιδεολογίες, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος επιχειρεί να βρει το δικό του στίγμα και να καταλάβει πού κινείται ο άνθρωπος. Ένα σανατόριο στην Ελβετία μπορεί να είναι ο στίβος όπου τα ρεύματα της ανθρώπινης σκέψης διαλέγονται σ’ ένα αέναο bra-de-fair.


Thomas Mann
“Der Zauberberg” -1924
Τόμας Μαν
“Το μαγικό βουνό”
μετ. Θ. Παρασκευόπουλος
εκδόσεις Μεταίχμιο -2017


Θεωρείται το μεγάλο έργο του Thomas Mann, πιο σπουδαίο κι απ’ τον “Doktor Faustus” και τ’ άλλα του σημαντικά πεζογραφήματα. Τόσο σπουδαίο που ίσως σ’ αυτό οφείλεται και το Nobel Λογοτεχνίας που κέρδισε ο Γερμανός συγγραφέας πέντε χρόνια αργότερα.

Ογκώδες έργο, με την ελληνική έκδοση να πλησιάζει τις 1000 σελίδες και μάλιστα με μικρή γραμματοσειρά. Ξεκινάει όμως στρωτά, τόσο στρωτά που, χωρίς η ιστορία να τρέχει, φτάνουμε εύκολα στις πρώτες εκατό σελίδες. Ο νεαρός μηχανικός Hans Castorp πηγαίνει σ’ ένα βουνό της Ελβετίας να επισκεφτεί τον ξάδελφό του Γιοάχιμ Τσίμσεν που νοσηλεύεται σ’ ένα πολυτελές σανατόριο. Η παραμονή του εκεί θα διαρκέσει περισσότερο απ’ ό,τι φανταζόταν. Θα τον γεμίσει με γόνιμες εμπειρίες σε ένα είδος Bildungsroman, είδος που κέρδισε το γερμανικό του όνομα πιθανόν και χάρη σε τέτοια έργα όπως το “Μαγικό βουνό”.

Η πρώτη αναγνωστική εντύπωση προέρχεται απ’ τη μαγεία της φύσης αλλά συνάμα και την απάθεια μπροστά στον θάνατο. Καθώς διάφοροι τρόφιμοι ακούμε ότι πέθαναν ή πεθαίνουν, χωρίς κάτι τέτοιο να φαντάζει φρικτό, οδυνηρό ή έστω λυπηρό. Κι είναι όλο το βιβλίο μια διαρκής ελεγεία και μια διαρκής φιλοσοφία του θανάτου, χωρίς εικόνες, σκηνές και θρήνους, σαν ένας α-θάνατος να συνομιλεί με μελλοθάνατους ή να φιλοσοφεί δίπλα τους. Και μάλιστα, αυτό όλο το πλαίσιο κι η θεματική δεν δίνεται καθόλου βαριά. Αντίθετα, ξεκινάμε με μια ελαφρότητα, που παραπέμπει στο αστείο και στο humor. Σαν ο συγγραφέας να φτιάχνει στο γλυκό του δύο στρώσεις, μία βαριά και τυπικά ζοφερή (ο θάνατος) και μία ελαφριά και χιουμοριστική (η ατμόσφαιρα και οι περιγραφές των ενοίκων). Και παράλληλα, σ’ αυτό το περιβάλλον, ο νεαρός Χανς ερωτεύεται την καταρχάς ενοχλητική 28χρονη Ρωσίδα Κλάβντια Σοσά.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με αφήγηση και με διαλόγους. Οι τελευταίοι φαίνεται να σηκώνουν το βάρος της εξέλιξης, όχι της δράσης αλλά της εξέλιξης των ιδεών. Θέματα όπως ο θάνατος, η αρρώστια, το σώμα και το πνεύμα, ο χρόνος, η μουσική … διασπείρονται μέσα στο κείμενο και συζητιούνται, άλλοτε με την παγιωμένη περί αυτών άποψη κι άλλοτε με πιο νεότευκτες σκέψεις. Οι διάλογοι αποκτούν βαθύτερο περιεχόμενο, όταν εμφανίζεται πρώτα ο Ιταλός Settembrini, μορφωμένος ουμανιστής, που εγκωμιάζει την πρόοδο και τη λογική και χειραγωγεί τη σκέψη του Κάστορπ, ο οποίος θέλγεται από αυτόν. Κι έπειτα ο Naptha που εκπροσωπεί μια μεσαιωνική ματιά, προνεωτερική, η οποία δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στα αιτήματα των καιρών.

Με τα λόγια του Χανς «Ο ένας είναι λάγνος και κακός και ο άλλος το μόνο που ξέρει είναι να φυσάει διαρκώς το κόρνο της λογικής και φαντάζεται πως μπορεί να συνεφέρει ακόμα και τρελούς, είναι σαχλό. Είναι φιλισταϊσμός και καθαρή ηθική, είναι άθρησκο, αυτό είναι ξεκάθαρο. Ούτε όμως με τον κοντό τον Νάφτα θέλω να είμαι, με τη θρησκεία του, που είναι μονάχα ένα guazzabuglio από Θεό και διάβολο, από καλό και πονηρό». 

Το έργο διαβάζεται, από ’να σημείο και μετά, δύσκολα, κυρίως επειδή δεν έχει δράση. Πέρα από κάποιες περιπέτειες του Χανς και τον θάνατο του ξαδέλφου του, τον κρυφό έρωτά του για την Κλάβντια, όλο το υπόλοιπο έργο ως μυθιστόρημα ιδεών βαρύνεται από ατελείωτους διαλόγους. Σαν ρητορικούς αγώνες για θέματα που δεν συνδέονται πάνω σε έναν βασικό άξονα, αλλά σαν χάντρες σε ένα κομπολόι λόγων. Αν όμως κανείς ξεπεράσει αυτά τα ξέβαθα νερά, τότε θα μπορέσει να δει όλο το φιλοσοφικό, ιδεολογικό, πολιτικό δυναμικό που καθόριζε την ευρωπαϊκή σκέψη κατά τον μεσοπόλεμο, όταν ήδη έχει σαρώσει τις πομπώδεις αφηγήσεις ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, June 25, 2017

Άρης Μαραγκόπουλος, “Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού”

Ο Karl Marx κι οι επίγονοί του, σ’ έναν αιώνα που βράζει και φλέγεται. Σε εθνικές, διεθνιστικές και ατομικές διεκδικήσεις. Μ’ ένα φάντασμα να πλανάται πάνω απ’ την Ευρώπη. Κι εμείς οι αναγνώστες της 3ης χιλιετίας, ξανάδαμε την Ιστορία ή ξαναβρήκαμε τις πηγές μιας, παραμορφωμένης, ιδεολογίας;


Άρης Μαραγκόπουλος

“Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού”

εκδόσεις Τόπος 2016


Δεν είχα ξαναδιαβάσει Μαραγκόπουλο. Δελεάστηκα από comments και κριτικές να δω ένα έργο που σαν παλίμψηστο αναπαράγει άλλα κείμενα και χαμαιλεοντίζει.

Πρόκειται για ένα είδος βιογραφικού μυθιστορήματος, που κινείται ανάμεσα στ’ αληθινό και το φανταστικό. Ο Paul Lafargue και η Laura Marx ήταν από τους πρωταγωνιστές της εξάπλωσης της μαρξιστικής σκέψης τον 19ο αιώνα. Κάτω απ’ τη βαριά σκιά του Karl Marx όρθωσαν ανάστημα σε μια ανατρεπτική για την εποχή επανάσταση.

Κι όντως η ανάγνωση κινείται σ’ ένα πολύχρωμο μωσαϊκό από πρόσωπα, σκηνές, κινητοποιήσεις, βιβλία, άρθρα, εξεγέρσεις, ιστορικά γεγονότα και επαναστάσεις του πνεύματος. Από τον Marx και τον Engels ως τον Proudhon και τον Bakunin, από την Κομμούνα έως τον Γαλλογερμανικό πόλεμο. Μανιφέστα, σαλόνια, φτώχια και σκέψεις, ένας πυρετώδης αιώνας που απλώνεται, μεταλλάσσεται, εξελίσσεται, εκρήγνυται. Με βάση τον έρωτα και τον γάμο του Paul και της Laura, βλέπουμε την εξάπλωση ενός φαντάσματος πάνω απ’ την Ευρώπη. Απ’ το Παρίσι και το Λονδίνο έως το Λοκάρνο και το Μπορντώ κι απ’ το Ντραβέιγ μέχρι τη Νέα Καλιφόρνια.

Είναι ένα πανηγύρι ζυμώσεων και ιστορικών ασυνεχειών, που περιλαμβάνει μέσα του γαϊτανάκια με πρωταγωνιστές τα γνωστά πρόσωπα. Αλλά και τη Μενάν, τον Ντρέιφους, τον Βιζυηνό, τον Ροσφόρ, τον Βενιζέλο, τον Mérimée, τον Ναπολεόν, τον Σεν Σιμόν, τον Flaubert, τον Μπλανκί, τη Γεωργία Σαντ, τον Τριντόν, τον φον Μπίσμαρκ, τον Λιρ, τον Φαβρ… Ονόματα, έργα, cinema, φωτογραφία, πόλεμοι. Μια Ευρώπη που βράζει και γεννά το “Das Kapital” (το “Κεφάλαιο”). Που ρίχνει θεούς, που κλονίζει κυβερνήσεις, που ζητά ισότητα κι οκτάωρο, που διακηρύσσει την αθεΐα και τον διεθνισμό, που καταργεί σύνορα και φωνάζει αντιπολεμικά συνθήματα, που μιλά γι’ ακτημοσύνη και απεξάρτηση από την ιδιοκτησία, που…

Ο Μαραγκόπουλος φτιάχνει ένα εκπληκτικό παλίμψηστο λόγων και φωνών, για να υπηρετήσει τ’ όραμά του. Κλασική αφήγηση, διάλογοι, επιστολές, αποσπάσματα από άρθρα εφημερίδων, φωτογραφίες πρωτοσέλιδων, τσιτάτα, σκίτσα της εποχής, ελληνικές, γαλλικές, αγγλικές φράσεις, μεγαλύτερη γραμματοσειρά, συνθήματα, ημερολογιακός λόγος, εναλλαγές αφηγητών και αφηγήσεων, ένα λουλουδάτο ψηφιδωτό, που θέλει να δείξει την πανσπερμία τάσεων που περιτριγυρίζουν την κομμουνιστική εξάπλωση.

Απορία: σε ποια γλώσσα μιλάει ο Paul και η Laura, ώστε να εμφιλοχωρούν στον λόγο τους αγγλικές και γαλλικές φράσεις;
Αυτό μπορεί να μην έχει μεγάλη σημασία, αν λάβουμε υπόψη το όλο περίβλημα του μυθιστορήματος που διακηρύσσει ότι άλλο τ’ αληθινό κι άλλο τ’ αληθοφανές. Κι ενώ η μια γραμμή του έργου είναι αναφανδόν υπέρ της ιστορικής υποστήριξης όλων όσα λέγονται, η άλλη υπονομεύει το ιστορικό και τ’ αληθές με ρωγμές αναλήθειας. Άλλωστε, αυτό πρέπει να κάνει κάθε μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του.



Τελικά, μπήκαμε βαθύτερα στους αρχικούς προβληματισμούς της μαρξιστικής σκέψης κι είδαμε πόσο, ίσως, έχουμε απομακρυνθεί ως ανθρωπότητα απ’ αυτούς; Νιώσαμε τον παροξυσμό του 19ου αιώνα κι είδαμε ζωντανό το ιδεολογικό ζύμωμα της εποχής; Παρακολουθήσαμε μια ερωτική ιστορία ενός ζεύγους που ζούσε παράλληλα τον γάμο του αλλά και την Ιστορία; Είδαμε πίσω απ’ τα γεγονότα και συγκλονιστήκαμε με το στίγμα ενός αιώνα;

Θαύμασα όντως το φανταχτερό υφαντό της αφήγησης. Το πολύχρωμο χαλί της μυθοπλασίας. Και ξεφυλλίζοντας βρέθηκα στην εποχή, σαν μέσα από άλμπουμ φωτογραφιών κι εικόνων. Κι όντως έπιασα έναν σφυγμό να δονεί τις δεκαετίες και να φτάνει μέχρι σήμερα. Χάθηκα στο πολυπλόκαμο τέρας του βιβλίου. Αλλά ίσως δεν άξιζε να δώσω σημασία παρά μόνο σ’ αυτήν τη συγχορδία χρωμάτων. Κι εκεί να μείνω.

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, June 21, 2017

11α γενέθλια

Όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.
Πριν από έντεκα χρόνια έκανα τον φάρο-μου πομπό αναγνώσεων. Τώρα αχνοφέγγει μόνο ένα φωσάκι στο ψηφιακό πέλαγος.
Γερνάω μαζί με το Βιβλιοκαφέ. Βλέπω τις ρωγμές, τα σκασίματα στους τοίχους, τα πετσικαρισμένα κουφώματα.
Είμαι ένας, είμαστε τρεις, ενίοτε γινόμαστε / γινόμασταν πέντε.

Όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.
Καιρό τώρα λέω να βγω στη σύνταξη. Εδώ και ένα-δυο χρόνια δεν το αποφασίζω. Ίσως πρέπει να δώσω όλον τον χώρο στη νέα γενιά. Σε μια ανεπαίσθητη διαδοχή.
Κι όντως καιρό τώρα, πολλά από όσα γράφω δεν είναι δικά-μου. Η υπογραφή “Πατριάρχης Φώτιος” είναι η ούγια σε μια εταιρεία που αλλάζει σταδιακά χέρια.
Είμαι εγώ και δεν είμαι.
Άλλωστε έπαιζα πάντα έναν ρόλο. Αυτό που στην εξωμπλογκική πραγματικότητα είμαι υποχωρεί και χάνεται μπροστά σε έναν αφοσιωμένο αναγνώστη.
Κι οι νέες γενιές που αναλαμβάνουν όλο και πιο δυναμικά τα ηνία, είναι κι αυτές ταγμένες στον ίδιο ρόλο.
Πολλοί με μίσησαν επειδή δεν ξέρουν ποιος είμαι. Πολλοί οργίστηκαν επειδή δεν έγραψα καλά λόγια για τα βιβλία-τους. Πολλοί αντίθετα μπήκαν στο καφενεδάκι-μου, επειδή έξω έχει πολύ ήλιο, πολλούς επαίνους, αδιάκριτες φιλοφρονήσεις, κολακείες, αλληλογλειψίματα, και δεν άντεξαν το πολύ το Κύριε ελέησον.
Εγώ πάντως κέρδισα πολλά. Διάβασα, σκέφτηκα, έφτιαξα μια συντροφιά που μίλησε πολύ για τα βιβλία.
Δεν ξέρω τι αλλαγές θα γίνουν στο Βιβλιοκαφέ, δεν ξέρω αν θα μας το πάρει ο δρόμος ή θα το γκρεμίσει ένας σεισμός.
Μένω στις αναμνήσεις-μου, ξαποσταίνω στα καλά βιβλία που διάβασα.



Χρόνια πολλά στην Anagnostria
και καλές σκέψεις σε όσους γράφουν και διαβάζουν.

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 16, 2017

“Το κλαρινέτο” του Βασίλη Αλεξάκη

Ξεχνιέται μια λέξη; Ένας άνθρωπος; Τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε; Κι η κρίση που τώρα μας πλήττει μπορεί να ξεπεραστεί και να την ξεχάσουμε γρήγορα ή θα οδηγήσει σε έναν ιστορικό θάνατο;


Γαλλικός με άρωμα φιστίκι:

Vassilis Alexakis
“La clarinette
2015

 
Βασίλης Αλεξάκης
“Το κλαρινέτο”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2016

 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή κατά ένα παράξενο τρόπο είχα χρόνια να διαβάσω Αλεξάκη. Ίσως επειδή ήταν κάπου εκεί στο μυαλό-μου, ενώ εγώ περνούσα τη φάση να ανακαλύψω νέους. Ίσως επειδή είχα συνηθίσει τη γραφή-του και δεν περίμενα κάτι καινούργιο.


Καθώς το διάβαζα:
            Ο συγγραφέας αφορμάται απ' τον θάνατο του εκδότη-του στη Γαλλία, ονόματι Κλοντ Ντουράν, ο οποίος ήταν και συγγραφέας. Ο Έλληνας πεζογράφος παρακολουθεί τον τελευταίο καιρό της ζωής του ομότεχνού-του και φίλου-του Γάλλου. Γράφει λοιπόν ένα κείμενο σε δεύτερο πρόσωπο, σαν να μιλάει σ’ αυτόν, χωρίς να τον κατονομάζει.
            Στην ουσία όλο το βιβλίο στήνεται πάνω σε ένα τρίγωνο θεμάτων: από τη μια, ο θάνατος του εκδότη, απ' την άλλη η κρίση που μαστίζει την Ελλάδα. Και τέλος η λήθη, καθώς ο Αλεξάκης ανακαλύπτει σε κάποια φάση ότι δεν μπορεί να θυμηθεί, ούτε στα ελληνικά ούτε στα γαλλικά, το όνομα του οργάνου που λέγεται “κλαρινέτο”:


Θάνατος εκδότη

Οικονομική κρίση Ελλάδας


μνήμη – λήθη




            Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση καταγράφει την πορεία της ασθένειας, την ψυχολογία του εκδότη και τη συμπαράσταση που ο αφηγητής δείχνει προς αυτόν. Ταυτόχρονα, καταγράφονται πληροφορίες για την κατάσταση στην Ελλάδα. Από την τρόικα μέχρι τις αυτοκτονίες κι από τους άστεγους και το περιοδικό-τους τη “Σχεδία” ως τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια. Κι ανάμεσα σ’ αυτόν τον παραλληλισμό εμφιλοχωρούν σκέψεις και συζητήσεις για τη μνήμη και πώς αυτή μπορεί να διαταραχθεί.
            Τα δύο πρώτα θέματα, χωρίς να συνδέονται ρητά, είναι εμφανώς παράλληλα και ανάλογα: Όπως ο άνθρωπος φθίνει και οδηγείται σταδιακά και ανεπιστρεπτί στον θάνατο, έτσι και η χώρα ΘΑ καταλήξει, εξαθλιωμένη από τη χρεοκοπία και την ανέχεια. Αυτό το απαισιόδοξο μήνυμα που προκύπτει από το βιβλίο δεν ξέρω αν βαραίνει την ψυχή του αναγνώστη, αφού η γραφή του Αλεξάκη είναι σχετικά ανάλαφρη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λείπουν οι υπερβολές, είτε από ποιητική άδεια, είτε από την απόσταση που χωρίζει τον γαλλοδιαιτούμενο συγγραφέα από την πραγματική κατάσταση στη χώρα. Και μάλιστα, επειδή το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε πρώτα στα γαλλικά, φαίνεται ότι πληροφορεί το γαλλικό κοινό για πράγματα που στο ελληνικό κείμενο φαίνονται περιττά και αυτονόητα.
Κι όμως αυτή η αναμενόμενη (απαισιόδοξη) κατάληξη δεν αποτρέπει τον αφηγητή να αποφασίσει να γυρίσει στη χώρα-του, εν μέσω κρίσης…
            Το βιβλίο μου θύμισε το “Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα” (πάλι το θέμα της λήθης!). Κι εκεί ο Αλεξάκης μιλά σε κάποιον νεκρό, στη μητέρα-του, κάνοντας τη βιογραφία-του κι έμμεσα τη δική-του. Έτσι, βρίσκει ευκαιρία να παραθέσει προσωπικά βιώματα και να τα εμπλουτίσει με φανταστικές σκηνές. Κάποιες από αυτές, εμφανώς επινοημένες, προκαλούν γέλιο. Ταυτόχρονα επιχειρεί να σχολιάσει και να προχωρήσει το πραγματικό στο λογοτεχνικό. Ο Αλεξάκης παρατηρεί και αμέσως φαντάζεται τι μπορεί να είναι αυτό που παρατηρεί!             


Αφού το διάβασα:
            Έμεινα επιφυλακτικός για την απουσία –ακόμα περισσότερο αυτή τη φορά- μιας ιστορίας που να συνέχει τα επιμέρους στοιχεία. Έμεινα όμως στο τέλος συγκινημένος με τον θάνατο που έρχεται να σφραγίσει μια σχέση. Έψαξα να βρω τι σχέση έχουν οι δύο πρώτοι άξονες με τον τρίτο: όλα περνάνε μέσα από το μυαλό και μπορεί να ξεχαστούν; Ή αντίθετα, όλα επειδή περνάνε μέσα από το μυαλό, δεν ξεχνιούνται αλλά κάπου μένουν στο εγκεφαλικό αρχείο του ανθρώπου.

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, June 11, 2017

“Το Βασίλειο της Κρήτης” του Γιώργη Γιατρομανωλάκη

Ένα παράξενο μυθιστόρημα που περικλείει Ιστορία, λαογραφία, μυθολογία, ταξιδιωτική λογοτεχνία, γλωσσολογία, χρονικό, όλα μαζί σε ένα γλωσσικό και αφηγηματικό μπλέντερ… και ιδού το αποτέλεσμα: η Κρήτη όπως κανείς δεν την έχει δει, αλλά πολλοί την έχουν φανταστεί.


Ελληνικός με ολίγη:

Γιώργης Γιατρομανωλάκης
“Το Βασίλειο της Κρήτης”
εκδόσεις Άγρα
2016

 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή …δεν ξέρω.

Καθώς το διάβαζα:
            Είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί! Πίνουν, καπνίζουν, πυροβολούν και σαλαγάνε στο χαρτί με περίσσεια “κουζουλάδα”, αλωνίζοντας τα στάχυα και ροβολώντας τα πρόβατα. Βλέπουν την Κρήτη σαν θεά. Νιώθουν το χώμα-της, τον α(γ)έρα-της. Μυρίζουν τα άνθια-της. βλέπουν με μισό μάτι την ηπειρωτική Ελλάδα. Καλοκοιτάνε την Ανατολή, καλοκοιτάνε και τη Δύση.
            Το βιβλίο του Γιατρομανωλάκη είναι ένα δικό-του είδος, που το καλλιεργεί ίσως μόνος στην Ελλάδα. Φαίνεται ιστορικό κείμενο, αλλά γρήγορα ανακαλύπτουμε ότι είναι μυθοπλασία. Μοιάζει με χρονικό, πολύ έγκαιρα όμως καταλαβαίνουμε ότι βρίθει μιας λοξής λογοτεχνικής ματιάς, που ανατινάσσει κάθε ιστορικότητα. Φαντάζει λαογραφική μελέτη αλλά τάχιστα συνειδητοποιούμε ότι είναι ένα αμφίβιο μεταξύ εθιμογραφίας και μυθολογίας. Είναι γεμάτο ειρωνεία, παιγνιώδη διάθεση, σάτιρα και λοξοκοιτάγματα, παρωδιακή χρήση της γλώσσας και ανατρεπτική ματιά.
            Πρωταγωνίστρια είναι στην ουσία η Κρήτη. Που σαν ζωντανός οργανισμός τανύεται, αργοστρέφεται στον άξονά-της, κοιτάζει τον βορά, τον νότο, την ανατολή και τη δύση. Έτσι αντλεί στοιχεία από την ελλαδική χερσόνησο, την ευρωπαϊκή κουλτούρα, τον αφρικανικό πρωτογονισμό και την ασιατική σοφία. Πάνω-της κατοικούν οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο! Ζώα, φυτά και άλλα μυθικά όντα, που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Έχει πλούσια ιστορία, έξοχη μυθολογία, ιδιάζον έδαφος, μοναδική γλώσσα και γραφή, ποικιλόμορφη πανίδα και χλωρίδα, γόνιμα ήθη και έθιμα. Και πάνω απ’ όλα αντιφατικούς ανθρώπους, πολυσχιδείς και αλλόκοσμους.
            Το δεύτερο μέρος είναι μια προσπάθεια κρητικοποίησης των “Αόρατων πόλεων” του Καλβίνο. Ο Γιατρομανωλάκης παρουσιάζει με την ίδια φαντασία, μυθοπλαστική διάθεση, ταξιδιωτική περιέργεια χωριά της Κρήτης, φανταστικά, που θα μπορούσαν όμως να είναι και πραγματικά, όπου συγκεντρώνονται χαρακτηριστικά των τρελών κατοίκων-της. Κάθε χωριό και μια ιδιαιτερότητα. Κάθε χωριό και μια κατηγορία γηγενών που ζουν όπως μάθανε και μαθαίνουν να ζουν όπως θέλουν.       


Αφού το διάβασα:
            Γρήγορο ανάγνωσμα, γελαστικό και θυμηδικό, που σε περιηγεί στα εξωτικά μέρη της Κρήτης και σε δελεάζει να δεις τη λογοτεχνία σαν σκανδαλιά και σαν παιχνίδι.

[Οι εικόνες αντλήθηκαν από τα:  blog.mantinades.gr,  www.portogouves.gr,  eranistis.net  και  agonaskritis.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, June 07, 2017

“Αντίστροφα” της Στέργιας Κάββαλου

Ο έρωτας μπορεί να γίνει πάθος, μπορεί να γίνει σχέση, μπορεί να γίνει λογοτεχνικό πεδίο όπου η αγάπη και ο χωρισμός ορίζουν το μυθιστορηματικό σύμπαν.


Γαλλικός με μέντα:

Στέργια Κάββαλου
“Αντίστροφα”
εκδόσεις Μελάνι
2016
 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή το πρώτο-της βιβλίο “Αλτσχάιμερ trance” ήταν υποψήφιο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό “Διαβάζω” το 2011 και δεν είχα ώς τώρα δει τι λέει ως συγγραφέας.

Καθώς το διάβαζα:
            Μπορεί ένα μυθιστόρημα να πηγαίνει ανάποδα; Να ξεκινά από ένα τελικό σημείο. Και όχι απλώς να πιάνει το νήμα από την αρχή και να προχωρά μέχρι τη λύση-του, όπως τα αστυνομικά, αλλά να προχωρά καρκινικά προς τα πίσω; Να βλέπουμε σε συνεχή πρωθύστερα τα γεγονότα; Και να έχουμε το γενικό ποτάμι που θέλει να βρει τις πηγές-του;
            Κάτι τέτοιο επιχειρεί η 34χρονη Κάββαλου. Ξεκινά το μικρό μυθιστόρημά-της με την απώλεια και την αναζήτηση του χαμένου ερωμένου. Το έργο φαίνεται να κάνει αναδρομές σε άχρονες κοινές στιγμές εκείνης. Μια γύρω της γύρω στα εικοσιπέντε Ελληνίδας, κι εκείνου, ενός συνομήλικου λίγο πολύ Γάλλου. Αλλά ίσως από ένα σημείο και μετά καταλαβαίνουμε ότι αναπλέουμε τον ποταμό ανάποδα. Πιθανόν προς την εναρκτήρια αφορμή. Έτσι, παρακολουθούμε τις κοινές-τους εμπειρίες, τη γαλλική ή τις γαλλικές περιόδους με τους δικούς-του και τις βόλτες στο Παρίσι. Αλλά και την ελληνική ή τις ελληνικές φάσεις με την Κρήτη και άλλα νησιά, τις εποχές προσέγγισης και τις άλλες της άπωσης, κλάματα, γέλια, φιλιά –δεν υπάρχουν περιγραφές παρά μόνο αχνές νύξεις ερωτικής-σεξουαλικής ζωής-, αγχωμένα τηλεφωνήματα, χτυποκάρδια και νεύρα, ώρες μοναξιάς και αναμονής. Κάπου παρουσιάζεται ο αρραβώνας-τους στην Αθήνα, οικογενειακές συγκεντρώσεις, φωτογραφίες, παρουσίες και απουσίες, ελληνογαλλικές και διαπροσωπικές επαφές…
            Τα πράγματα τα αφηγείται η κοπέλλα, σαν σε μονόλογο που ενέχει έναν πυρετώδη ανεπίδοτο διάλογο. Η δική-της οπτική γωνία, η δική-της συναισθηματική κατάσταση. Που μπλέκεται με τα γεγονότα, αφηρημένα και αχρονολόγητα. Πιο πολύ ως καμβάς του έρωτα και της απώλειας, παρά σαν αυτοτελή γεγονότα που αξίζει να τα διαβάσουμε στην αφηγηματική-τους διάσταση.
            Ωστόσο, το πιο αξιοπρόσεκτο συστατικά του κειμένου δεν είναι το “κλαψούρισμα” μιας χωρισμένης. Ούτε η ανάποδη πορεία του μυθιστορήματος. Αλλά πιο πολύ η γλώσσα που δείχνει πώς σκέφτεται η κοσμοπολίτικη γενιά των τριάντα plus ετών. Ένα κράμα ελληνικών, υψηλών όσο και της πιάτσας. Δόκιμων όσο και καθημερινών, κατά βάση δημοτικής αλλά με αδέσποτες καθαρεύουσες, ανάμεικτων με αγγλικές εκφράσεις παγκοσμιοποιημένης υφής και γαλλικές λέξεις που ξεφεύγουν σε ένα ελληνογαλλικό πλαίσιο. Ιδού ένα παράδειγμα:
“Δύο βδομάδες κράτησε το ταξίδι-σου στη Λυών. Το αμερικάνικο «we are on a break» μπήκε και στη δική-μου ζωή με την αβεβαιότητα του «what happens next?».
Δεν μιλούσαμε πολύ. Είχα τη maman να μου κάνει online διάγνωση ότι πάσχω από νευρική ανορεξία και ότι έπρεπε επειγόντως –αν ήθελα να σώσω τον εαυτό-μου, τη σχέση-μου, μπλα μπλα μπλα- να μιλήσω σε κάποιον ειδικό. Και μιλούσε εκ πείρας προσωπικής. Είχε πάει, το είχε κάνει και είχε δει και το καλό αποτέλεσμα.
Εκατό βουνά πέρασε μετά το διαζύγιό-της. Μετά τριών τέκνων ο χωρισμός γίνεται πιο ντραματίκ.”
            Δεν ξέρω αν το λογοτεχνικό αποτέλεσμα ενός τέτοιου ύφους είναι αξιόλογο. Αλλά βρίσκω ενδιαφέρον από κοινωνιογλωσσική άποψη ότι η νέα γενιά σκέφτεται έτσι. Γράφει στα κοινωνικά μέσα έτσι. Και συνεπώς περνάει έναν τέτοιο λόγο και στη λογοτεχνία-της. Τα δείγματα δεν είναι πολλά. Πιθανόν επειδή δεν αφήνουν τον αυθόρμητο προφορικό-τους λόγο να διεμβολίσει τη σοβαρή πεζογραφία.

Αφού το διάβασα:
            Μερικές φορές ένας έρωτας και ένας χωρισμός δεν αρκεί για να γράψει κανείς λογοτεχνία. Ούτε μια έξυπνη ιδέα για την πλοκή την εκτοξεύει. Ωστόσο κάθε συναίσθημα που κινητοποιεί την πέννα, αξίζει να απασχολήσει τον άνθρωπο.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν την ανάρτηση ανευρέθηκαν στα:  www.today.com, stergia.yolasite.com,  novakdjokovicfoundation.org  και  isha.sadhguru.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, June 02, 2017

“Λίγη ζωή” της Hanya Yanagihara

Αν ένα βιβλίο μπορεί να απλώνεται σε 900 σελίδες χωρίς να κουράζει, αλλά συνάμα να απλώνει τη σκέψη για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος εσωτερικεύει τα παιδικά τραύματα και τα εξωτερικεύει με αυτοκαταστροφικές πράξεις, τότε αξίζει.


Αμερικάνικος με αμύγδαλο:

Hanya Yanagihara
“A Little Life”
Doubleday 2015

 
“Λίγη ζωή”
μετ. Μ. Ξυλούρη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2016

 


Πριν το διαβάσω:
            Γιατί το διάλεξα; Επειδή προβλήθηκε ως άλλο ένα magnum opus της αμερικάνικης λογοτεχνίας, που αξίζει να διαβαστεί, με βραβεύσεις και θετικότατες κριτικές. Τελικά συνειδητοποιώ ότι, ενώ η σύγχρονη αμερικανική πεζογραφία μου φαίνεται ότι ακολουθεί έναν δικό-της δρόμο που δεν συνάδει με τον ελληνικό-ευρωπαϊκό πολιτισμικό κώδικα, εγώ ψάχνω κάθε φορά το βιβλίο που θα σπάσει αυτή την “προκατάληψη”.

Καθώς το διάβαζα:
            Το μυθιστόρημα απλώνεται αχανώς σε κοντά 900 σελίδες μεγάλου μεγέθους, που βαραίνει το γυαλί στο κομοδίνο-μου σαν βαρύ κειμήλιο που πρέπει να διαπεράσω μέχρι τέλους. Κι αποφάσισα να βάλω έναν συγκεκριμένο ρυθμό στο διάβασμά-μου: αρχής γενομένης από την 1η Φεβρουαρίου 2017 θα διαβάζω είκοσι σελίδες κάθε βράδυ, ώστε να το τελειώσω σε 45 μέρες, σε ενάμιση μήνα, ώστε να το στραγγίσω λίγο λίγο.
            Το μυθιστόρημα ξεκινά με τέσσερις φίλοι που ζουν και συγχρωτίζονται μέσα στην αφραγκία-τους, παρόλο που κάποιοι έχουν πλούσιο σπίτι και άλλοι μεγάλες προσδοκίες από τη ζωή. Ο ευγενής, ωραίος Γουίλεμ, επίδοξος ηθοποιός, ο Τζέι Μπι, μαύρος ζωγράφος από το Μπρούκλιν, που θέλει να ανέβει στον χώρο-του, όπως μαύρος είναι και ο Μάλκομ, αρχιτέκτονας, που αντιμετωπίζει προβλήματα (ή καλύτερα διλήμματα) ταυτότητας. Όλοι όμως φαίνεται από τις πρώτες διακόσιες σελίδες περιστρέφονται σαν δορυφόροι γύρω από τον Τζουντ, το πιο αινιγματικό αλλά και ευφυή χαρακτήρα…
            Γιατί ο Τζουντ κόβεται αυτοβούλως στα χέρια και χαρακώνεται μέχρι (παρ’ ολίγο) τον θάνατο; Ποιο παρελθόν και ποιους γονείς κρύβει στο ράντζο που μεγάλωσε; Ή στο μοναστήρι; Ή στο άσυλο; Κατάλαβα καλά, αλλά ξέρει υψηλού επιπέδου μαθηματικά (που σπούδασε), ενώ είναι ανερχόμενος δικηγόρος; Γιατί κουτσαίνει από το ένα πόδι με ένα έλκος που στάζει πύο; Το μυστήριο δεν είναι φτηνό, τύπου αστυνομικoύ μυθιστορήματος, αλλά κοινωνικό και υπαρξιακό με κέντρο τον Τζουντ. Ο τύπος φαίνεται ενδιαφέρων, φαίνεται να σκάει έξω από το ογκώδες βιβλίο και να μας τραβάει από το μανίκι…
Είναι στην ουσία μια τραγική φιγούρα με πολλά ταλέντα αλλά και πολλά τραύματα, που τον ωθούν στη μοναξιά (μια μοναξιά σκληρή, που τον οδηγεί σε έναν αδιέξοδο δεσμό με τον Κέιλεμπ), στην αυτοχαράκωση, στην επιλογή λανθασμένου ομόφυλου συντρόφου, ο οποίος τον δέρνει, στον φαύλο κύκλο της αυτολύπησης και της αυτοτιμωρίας. Κάπου πλανάται η ιδέα ότι μικρός κακοποιήθηκε και περιμένουμε να δούμε αν αυτό έγινε στο μοναστήρι που μεγάλωσε, όπου ούτως ή άλλως τον ταλαιπωρούσαν, ή μετά. Η εστίαση σ’ αυτόν και η σχετική περιθωριοποίηση των άλλων τριών εκ μέρους της συγγραφέως πετυχαίνει απόλυτα, καθώς ο Τζουντ αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν χαρακτήρας που κρύβει ενοχικά μυστικά και ταυτόχρονα προβάλλεται ως το θύμα που αναζητά τη λύτρωση κι εμείς την κάθαρση μέσω της γνώσης και της ενσυναίσθησης.  
Δύο θέματα απλώνονται, καθώς εξελίσσεται το βιβλίο, και διαπλέκονται μεταξύ-τους. Από τη μια, η ομοφυλοφιλία του Τζουντ, που στην αρχή τον ρίχνει στα χέρια του βίαιου Κέιλεμπ κι έπειτα στην αγκαλιά του φίλου-του Γουίλεμ, που τον συμπονά και τον συντρέχει. Η ομοφυλόφιλη τάση προέρχεται, όπως φαίνεται από τις αναδρομές του μυθιστορήματος, από τον αδελφό Λουκ που είχε μαζί-του τον μικρό Τζουντ, έκανε έρωτα μαζί-του και τον εξέδιδε με σκοπό το χρήμα. Μαθαίνοντας έτσι, ο Τζουντ αποδέχεται τον ομόφυλο ερωτισμό και τον εφαρμόζει άλλοτε αυτοκαταστροφικά κι άλλοτε αυτοπροστατευτικά. Το δεύτερο θέμα, αυτό της αυτοχαράκωσης, είναι πολύ πρόσφορο για ψυχαναλυτικές και κοινωνικές ερμηνείες, και, κατά τη γνώμη-μου, δίνει ένταση, συγκίνηση και βάθος στο πώς βλέπουμε το πρόσωπο του πρωταγωνιστή.

Αφού το διάβασα:
            Ογκώδες αλλά μάλλον ελάχιστα φλύαρο. Κάθε σελίδα ξετυλίγει και μια πτυχή σε μια κλίμακα που φτάνει σταδιακά στην αποκορύφωση. Βαρύ αλλά μάλλον η δίνη που δημιουργεί είναι ανάλογη με το βάρος-του. Κάθε σκηνή σε βάζει και πιο βαθιά στον τραγικό τυφώνα της ανθρώπινης παθογένειας.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον In2life στις 30/5/2017 και εδώ αναδημοσιεύεται με εικόνες που ελήφθησαν από: www.newstatesman.com,  www.videoblocks.com,  storiesofmyteardrops.tumblr.com,  billehrman.tumblr.com  και  randomgeekings.WordPress.com]

Πατριάρχης Φώτιος